Ἑορτάζει στὶς 1 Μαρτίου
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΣΩΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ
Ἡ Ἁγία Εὐδοκία γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς Σαμαρεῖτες. Ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ χριστιανομάχου βασιλιὰ Τραϊανοῦ (98 – 117 μ.Χ.), στὴν Ἡλιούπολη, ἐπαρχία τῆς Λιβανησίας τῆς Φοινίκης. Ἤτανε νέα ὡραιοτάτη, ἐκπληκτικὴ καλλονή. Λίγο ἡ ὀμορφιά της, λίγο οἱ κολακεῖες τῶν θαυμαστῶν, τὴν κάνανε ὑπερήφανη, ἀλαζονικὴ καὶ χωρὶς σωφροσύνη.
Συνετέλεσε σ’ αὐτὸ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εἶχε διόλου στήριγμα πίστεως. Ἄνηκε στὴν εἰδωλολατρία, δὲν εἶχε γνωρίσει ἀκόμα τὸν Χριστό. Εὔκολα λοιπὸν μπόρεσε ὁ Σατανᾶς νὰ τὴν σπρώξει στὴν ἐπάρατη ἁμαρτία τῆς πορνείας.
Κυριευμένη λοιπὸν ἀπὸ τὸν Σατανᾶ ἡ Εὐδοκία ἄνοιξε διαφθορεῖο, ὅπου δεχόταν πλῆθος πελατῶν ποὺ τὴν ἐπιθυμοῦσαν γιὰ τὴν πράξη τῆς ἁμαρτίας. Μέσα σὲ λίγο χρόνο εἶχε συγκεντρώσει ἡ Εὐδοκία μὲ τὴν ἁμαρτωλή της ζωὴ μυθώδη ποσά. Εἶχε γίνει πρὸς χαρὰ τοῦ χαιρέκακου Σατανᾶ πάμπλουτη. Καὶ μὲ τὴν ἀφθονία τοῦ πλούτου εἶχε ἐξασφαλίσει ζωὴ στὸ ἔπακρο θορυβώδη καὶ σπάταλη, γεμάτη ἀνέσεις καὶ ἁμαρτίες.
Αὐτὴ ὅμως ἡ ὡραία, τὸ ἀπολωλὸς πρόβατο, παρὰ τὴν φοβερὴ πτώση, εἶχε καλὴ ψυχὴ κατὰ βάθος. Ἦταν καλοπροαίρετη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι γεμάτος οἰκτιρμοὺς καὶ ἀγάπη, δὲν ἐπρόκειτο νὰ τὴν ἀφήσει αἰχμάλωτη τοῦ Διαβόλου ἀλλὰ προετοίμαζε τὴν ἐλευθερία της.
ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ
Ὄργανο τῆς θείας βουλῆς καὶ τῆς θείας χάριτος γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ἁμαρτωλῆς νέας ἤτανε ἕνας Χριστιανὸς Μοναχὸς ποὺ τ’ ὄνομά του ἤτανε Γερμανός. Ὁ Μοναχὸς αὐτός, εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, ἐρχόταν ἀπὸ ξένο τόπο καὶ ταξίδευε πρὸς τὴν Πατρίδα του. Περνώντας ὅμως ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ζοῦσε ἡ Εὐδοκία ἔκανε ἕνα μικρὸ σταθμό. Καὶ ἡ θεία πρόνοια οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα ὥστε νὰ μείνει σ’ ἕνα δωμάτιο ποὺ ἦταν δίπλα στὴν κατοικία τῆς Εὐδοκίας. Στὸ δωμάτιο αὐτὸ ὁ Μοναχὸς γιὰ νὰ ὠφελήσει καὶ τοὺς οἰκοδεσπότες του τοὺς διάβαζε μεγαλόφωνα γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ ποὺ διάβαζε ὁ Μοναχός τα ἄκουγε καὶ ἡ Εὐδοκία ἀπὸ τὸ παράθυρό της καὶ ἦταν ἡ ἀφορμὴ γιὰ νὰ συνταραχθεῖ ὁλόκληρη. Νὰ πλημμύρισε ἡ καρδιά της ἀπὸ ἀγωνία. Συλλογιζόταν τὸ τραγικὸ τέλος τῶν ἁμαρτωλῶν, τὸ φρικτὸ τίμημα τῆς ἁμαρτίας. Καὶ στὰ ὅσα διάβαζε ὁ Μοναχὸς ἔβλεπε ἐκείνη μὲ συντριβὴ τὸ ἐλεεινὸ κατάντημά της. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα πῆγε ἡ Εὐδοκία στὸν Μοναχὸ ὥστε νὰ τῆς ἐξηγήσει τί σημαίνουν ὅλα αὐτὰ ποὺ διάβαζε ἐχθὲς τὸ βράδυ. Ὁ Μοναχὸς ἀφοῦ τῆς ἐξήγησε καὶ κατόπιν ἔμαθε ποιὰ εἶναι καὶ ἀφοῦ εἶδε τὴν συντριβὴ μέσα της τῆς εἶπε κατόπιν:
— Ἂν θέλεις νὰ σωθεῖς, πρέπει νὰ κάνεις δύο πράγματα. Πρῶτα νὰ βαπτιστεῖς. Τὸ βάπτισμα καθαρίζει ὅλους τους ρύπους καὶ τοὺς μολυσμοὺς τῶν ἁμαρτιῶν. Δεύτερον νὰ σκορπίσεις καλὰ τὸν πλοῦτο ποὺ ἀπέκτησες. Νὰ τὸν μοιράσεις μὲ χαρὰ στοὺς φτωχοὺς καὶ τότε θὰ σοῦ δώσει ὁ Δεσπότης Χριστὸς σὰν πλουσιόδωρος Βασιλεύς, ἀντὶ τοῦ βίου τούτου ποὺ φθείρεται καὶ τρέχει, πλοῦτο ἀνεκτίμητο, βίο ποὺ δὲν τελειώνει ποτέ. θὰ σὲ συναριθμήσει μαζὶ μὲ τὶς ἁγίες Παρθένες καὶ θὰ συμβασιλέψεις μὲ τὸ Χριστὸ στὸν αἰώνα.
Βούρκωσαν τὰ μάτια τῆς Εὐδοκίας. Ἡ ἐξωτερική της ἀνησυχία φανέρωνε τὴν τρικυμία τῆς ψυχῆς της, ποὺ ξεσηκώθηκε ἀπὸ τὶς τύψεις τῆς συνειδήσεως καὶ τὸν πόθο τῆς σωτηρίας. Σὲ μιὰ στιγμή, ρωτάει πάλι τὸν Μοναχό:
—Και ποιὸς μὲ βεβαιώνει, ὅτι ὅσα μου εἶπες εἶναι ἀλήθεια; Δηλαδὴ τὰ ἀγαθὰ ποὺ κληρονομοῦν στὸν Παράδεισο, ὅσοι καταφρονήσουν τὰ πρόσκαιρα, γιὰ νὰ βρῶ καὶ ἐγὼ στὸ Χριστό; Νὰ δουλεύω ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου καὶ νὰ γίνω ὑπόδειγμα μετανοίας σὲ πολλοὺς ἁμαρτωλούς;
—Ἄν θέλεις, νὰ βεβαιώσεις, κόρη μου, εἶπε πάλι ὁ Μοναχός, βγάλε αὐτὰ τὰ πολυτελῆ ἐνδύματα καὶ ὅλα τα στολίδια ποὺ φορεῖς καὶ νὰ ντυθεῖς φτωχικὰ καὶ καταφρονημένα ροῦχα.
Μετὰ νὰ κλειστεῖς μιὰ βδομάδα στὸν κοιτώνα σου καὶ νὰ προσεύχεσαι στὸ Θεὸ μὲ δάκρυα, νηστική. Τότε, ὁ Θεός, σὰν ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος θὰ σοῦ φανερώσει αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου.
ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΕΥΔΟΚΙΑΣ
Ἡ Εὐδοκία ἔκανε ὅτι τῆς εἶπε ὁ Μοναχός. Πρόσταξε στὶς δοῦλες της νὰ μὴν ἀνοίξουν σὲ κανέναν ἐκεῖνες τὶς ἑπτὰ ἡμέρες. Τὶς πρόσταξε ἀκόμη νὰ μὴ κάνουν καμιὰ δουλειὰ ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες, ἄλλα μόνο νὰ προσεύχονται. Αὐτὴ δὲ κλείστηκε σὲ κουβούκλιο καὶ προσευχόταν ὅλη τὴ βδομάδα μὲ κλάματα. Τὴν ἕβδομη ἡμέρα βγῆκε ἡ Εὐδοκία ἀπὸ τὸ κουβούκλιο καὶ ὁ Γέροντας τὴν ρώτησε ἐὰν εἶδε κάποια ὀπτασία. Καὶ ἡ Εὐδοκία τοῦ ἀπάντησε:
—Καθώς προσευχόμουν μὲ δάκρυα νὰ μοῦ φανερώσει ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ ζητοῦσα καὶ ἐνῶ τὰ κοκόρια μὲ τὰ λαλήματα τοὺς δείχνανε ξημερώματα, ἕνα φῶς λαμπρότερο καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο ἔλαμψε καὶ ἕνας νέος ἀστραπόμορφος ἐμφανίστηκε ἐκείνη τὴν ὥρα. Μὲ ἅρπαξε ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι καὶ μὲ ἀνέβασε στὸν οὐρανό. Μὲ ὁδήγησε σ’ ἕνα χαρούμενο τόπο.
Ἐκεῖ μὲ ὑποδέχτηκαν μὲ χαρὰ ἕνα πλῆθος ἀναρίθμητο λευκοφόρων. Καὶ καθὼς ἀπολάμβανα τὸ γλυκὺ ἐκεῖνο φῶς, ἕνας ἀπαίσιος μελανόμορφος γίγαντας, τρίζοντας τὰ δόντια του, φώναζε τόσο δυνατά, ποὺ ἀπὸ τὶς φωνὲς τοῦ σειόταν ὁ τόπος. Φιλονικοῦσε ὁ ἀπαίσιος ἐκεῖνος μὲ τὸν ὁδηγὸ ἄγγελό μου. Τοῦ ἔλεγε δὲ διαμαρτυρόμενος:
—«Μὲ ἀδικεῖς Ἀρχιστράτηγε. Ἂν σώσεις αὐτὴ τὴν ἄσωτη ποὺ ἐμίανε τόσους ἀνθρώπους καὶ γέμισε τὴ γῆ μὲ τὴν ἀνομία της, τότε πάρε καὶ ὅλο τὸν κόσμο καὶ δικαίωσε καὶ ὅλους τούς ἄνομους ἄδικα. Ἐγὼ γιὰ μικρὴ παρακοή, ἐξορίστηκα ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ σὺ βάζεις μέσα σ’ αὐτόν, αὐτὴ τὴν ἄσωτη καὶ παμβέβηλη;».
Καὶ ἐνῶ αὐτὰ φλυαροῦσε ὁ δυσειδέστατος ἐκεῖνος μαῦρος, ἀκούστηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ φωνὴ γλυκιὰ καὶ μεγαλοπρεπὴς ποὺ ἔλεγε:
—«Ὁ Θεός, ὅλος ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία, ὑποδέχεται μὲ χαρὰ αὐτοὺς ποὺ μετανοοῦν».
Πάλι ἐκείνη ἡ ἴδια φωνή, ἄκουσα ποὺ εἶπε πρὸς τὸν Ἀρχιστράτηγο:
—Πάρε αὐτὴν Μιχαήλ, καὶ ὁδήγησε τὴν στὸ σπίτι της, νὰ ἀγωνιστεῖ, γιὰ νὰ συγχωρήσω τὶς ἁμαρτίες της. Ἐγὼ δέ, θὰ τὴν ἐνδυναμώνω καὶ θὰ τὴν διαφυλάττω ὡς τέκνον μου γνήσιον γιὰ νὰ μὴν μπορέσουν νὰ τὴν βλάψουν οἱ δαίμονες.
Ἀμέσως τότε συνέχισε ἡ Εὐδοκία ὁ Ἀρχιστράτηγος μὲ ἔφερε ἐδῶ καὶ μοῦ εἶπε:
—«Εἰρήνη σὲ σένα, δούλη τοῦ Θεοῦ Εὐδοκία. Ἀνδρίζου καὶ ἐνδυναμού, ὅτι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θὰ εἶναι μαζί σου πάντοτε».
Τότε ἐγὼ τὸν ρώτησα:
—«Πές μου, ποιὸς εἶσαι Κύριε;» Καὶ αὐτός μου εἶπε:
—«Ἐγὼ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ὁ Πρωτάγγελος εἶμαι. Τοῦ Θεοῦ ποὺ δέχεται αὐτοὺς ποὺ μετανοοῦν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Αὐτοὺς μὲ ἐντολὴ Του τοὺς ὁδηγῶ στὴν αἰώνια ζωὴ καὶ τότε κάνουν μεγάλη χαρὰ οἱ ἄγγελοι, γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ποὺ σώθηκε. Ὁ ἐλεήμων Θεὸς θέλει νὰ σωθοῦν ὅλοι».
Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἀρχάγγελος, μὲ σταύρωσε τρεῖς φορὲς καὶ ἔγινε ἄφαντος.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ Εὐδοκία πίστεψε μὲ ὅλη της τὴν καρδιὰ στὸν Κύριο καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Γέροντα νὰ τὴν βαπτίσει καὶ ὕστερα νὰ τὴν πάει σὲ ἕνα Μοναστήρι γιὰ νὰ ἀγωνιστεῖ γιὰ τὴν σωτηρία της.
Μετὰ τὸ βάπτισμα ἡ Εὐδοκία ἔδωσε ἕνα νέο, ἀποφασιστικὸ χτύπημα στὸ Διάβολο. Τὸν χτύπησε βαθειὰ μέσα στὴν καρδιὰ του θανάσιμα. Φωτισμένη ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, παρακάλεσε τὸν Ἐπίσκοπο νὰ μοιράσει ὅλη τὴν περιουσία της στοὺς φτωχούς.
ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΝΑΧΗ ΚΑΙ ΨΗΦΙΖΕΤΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΗ
Ἐλεύθερη τώρα ἡ Εὐδοκία ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ὕλης, περίμενε τὴν εὐλογημένη ὥρα νὰ μπεῖ σὲ Μοναστήρι. Πρὸς τοῦτο ἦλθε ὁ μονάχος Γερμανὸς καὶ τὴν ὁδήγησε σὲ γυναικεῖο Μοναστήρι ποὺ ἀπεῖχε δέκα στάδια μακρυὰ ἀπὸ τοὺς Μοναχούς. Στὸ Μοναστήρι ἡ Εὐδοκία μεταβλήθηκε σὲ τέλεια ἀσκήτρια, σὲ τέλειο ἄγγελο. Πρὸ παντὸς ἐφάρμοσε ταπείνωση καὶ ἀκτημοσύνη. Φτάνει νὰ σκεφτεῖ κανείς, ὅτι σ’ ὅλη της τὴ ζωὴ φοροῦσε ἕνα μόνο ἔνδυμα. Τὸ ἔνδυμα ποὺ ἔλαβε στὸ Ἅγιο Βάπτισμα. Καὶ τὸ χειμώνα ποὺ ἔκανε πολὺ κρύο φοροῦσε ἕνα ράσο τρίχινο. Ἔμαθε καὶ τὸ ψαλτήρι καὶ ὅλη τὴ Γραφὴ καὶ τὴ διάβαζε μὲ προθυμία. Οἱ Ἄγγελοι δοξολογοῦσαν τὸ Θεό. Ὁ διάβολος νικήθηκε καὶ καταισχύνθηκε. Θρηνοῦσαν οἱ δαίμονες γιὰ τὴν μεταστροφὴ τῆς Εὐδοκίας.
Μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια κοιμήθηκε ἡ Ἡγουμένη τοῦ Μοναστηριοῦ. Μὲ θεία νεύση ψήφισαν τὴν Εὐδοκία. Τόσο εὐαρέστησε τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀδελφότητα ἡ Ἁγία Εὐδοκία, ὥστε ὁ πλουσιόδωρος Κύριος τῆς ἔδωκε ἐξουσία νὰ κάνει θαύματα.
ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΥΝ ΓΙΑ ΧΡΙΣΤΙΑΝΗ
Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο βασίλευε ὁ Αὐρηλιανός. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πρώην ἐραστὲς τῆς Εὐδοκίας, ὅταν ἄκουσαν ὅτι πίστεψε στὸ Χριστὸ καὶ ἔγινε μοναχή, παρακινούμενοι ἀπὸ τὸ Διάβολο τὴν κατήγγειλαν στὸ βασιλέα. Τοῦ ἀνέφεραν ὅτι ἐπῆγε σὲ Μοναστήρι καὶ κτίζει κελιὰ ἀπὸ χρήματα τοῦ Δημοσίου, τὰ ὅποια δῆθεν ἔκλεψε. Τοῦ ζητοῦσαν νὰ τοὺς δώσει ἐξουσία νὰ τῆς ἁρπάξουν τὰ χρήματα καὶ νὰ τὴν ἀπομακρύνουν ἀπὸ ἐκεῖ, ἐπειδὴ βλασφημοῦσε τοὺς θεοὺς καὶ προσκυνοῦσε κάποιον ποὺ σταύρωσαν οἱ Ἑβραῖοι. Ὅταν πῆρε τὴν ἀναφορὰ ὁ βασιλεὺς καὶ τὴ διάβασε, θύμωσε πολύ. Ἔστειλε λοιπὸν κάποιον ἄρχοντα μὲ τριακόσιους στρατιῶτες νὰ τὴν πάρουν μὲ βία ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, μαζὶ μὲ ὅλα τα χρήματα καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσουν στὰ ἀνάκτορα.
Μὲ ὀπτασία ὁ Κύριος φανέρωσε στὴν Ἁγία τὴν ἐπερχόμενη ἐπίθεση. «Ὀργὴ τοῦ βασιλέως, τῆς εἶπε, ἔρχεται κατά σου, ἄλλα μὴ φοβηθῆς, διότι ἐγὼ εἶμαι μαζί σου πάντοτε».
Περίμενε λοιπὸν μετὰ τὴ θεία πληροφορία, μὲ ψυχραιμία ἡ Ἁγία. Μετὰ ἀπὸ λίγο φτάσανε πραγματικὰ οἱ στρατιῶτες τοῦ Βασιλέως γιὰ νὰ γκρεμίσουν τὸ Μοναστήρι καὶ νὰ συλλάβουν τὴν Ἁγία. Μάταια ὅμως! Θεῖα δύναμις τοὺς ἐμπόδιζε. Τρία ἡμερόνυχτα γυρίζανε γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι, χωρὶς νὰ μποροῦν νὰ μποῦν μέσα. Βλέπων ὁ δίκαιος Θεός, ὅτι οἱ στρατιῶτες σὰν ἀσύνετοι καὶ δὲν κατάλαβαν τὴ θεία Του καὶ ὑπερθαύμαστη δύναμη γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν πίσω, μετανοοῦντες γιὰ τὴν ἀνομία τους, ἀλλὰ συνεχίζανε γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν παράνομη προσταγὴ τοῦ ἐπιγείου βασιλέως, τοὺς παίδεψε λόγω τῆς κακόπιστης ἐμμονῆς τους ὡς ἄδικους. Οἱ περισσότεροι στρατιῶτες φονεύθηκαν ἀπὸ βίαιη θανάσιμη πνοή. Ὁ ἀρχηγὸς καὶ τρεῖς στρατιῶτες σώθηκαν καὶ ἔντρομοι ἐπιστρέψανε γιὰ νὰ ἀναγγείλουν στὸν Ἡγεμόνα τὰ καθέκαστα. Θύμωσε ὁ βασιλεὺς περισσότερο ὅταν ἄκουσε αὐτά. Κάλεσε τὴ σύγκλητο καὶ εἶπε μὲ ὀργή:
—Βλέπετε πὼς μία πόρνη καταφρονημένη καὶ ἄτιμη πόσους δυνατοὺς στρατιῶτες ἀπώλεσε μὲ τὶς μαγεῖες της; Τί λοιπὸν μὲ συμβουλεύετε νὰ κάνω; Μήπως μᾶς προξενήσει καὶ ἄλλα χειρότερα;
Ὁ υἱὸς τοῦ βασιλέως, ἀλαζὼν καὶ ἄπιστος, καυχήθηκε ὅτι μπορεῖ νὰ πάει νὰ καταστρέψει τὸ Μοναστήρι. Μάταια ὅμως καὶ κενὰ μελέτησε. Καθὼς πήγαινε ἔφιππος, ἔπεσε ὁ ἵππος του καὶ ἀπὸ τὴν πτώση συνετρίβη τὸ ἕνα του πόδι. Μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε, βασανιζόμενος ἀπὸ φρικτοὺς πόνους. Ἦταν ἀπαρηγόρητος ὁ βασιλεὺς γιὰ τὸ θάνατο τοῦ υἱοῦ του.
ΤΑΠΕΙΝΩΜΕΝΟΣ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΖΗΤΑΕΙ ΣΥΓΓΝΩΜΗ
Ὁ Φιλοστρατὸς συμβούλεψε τὸ βασιλέα νὰ ζητήσει ταπεινὰ συγγνώμη ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ ἴσως ὁ Θεὸς τὸν λυπηθεῖ. Ἐνῶ φίλοι καὶ συγγενεῖς θρηνοῦσαν τὸ νεκρὸ υἱὸ τοῦ βασιλέως, ἐπίσημος ἀντιπρόσωπος, ὁ δικαστὴς Βαβύλας, μετέφερε παρακλητικὰ γράμματα πρὸς τὴν Ἁγία. Ὅταν ἔφτασε στὸ Μοναστήρι, τὴν προσκύνησε καὶ τῆς ἔδωσε τὰ γράμματα. Βγῆκε ἔξω τότε καὶ καθισμένος πάνω σε μιὰ πέτρα περίμενε ἀπόκριση. Προσευχήθηκε πρῶτα στὸ Θεὸ ἡ Ἁγία Εὐδοκία νὰ κάνει τὸ συμφερότερο. Ἔπειτα πῆρε συγχώρηση ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς καὶ μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη ἔγραψε τὰ ἑξῆς στὸ βασιλέα:
—Ἐγώ μέν, βασιλεῦ, εἶμαι εὐτελὴς καὶ ἀθλία, βεβαρημένη ἀπὸ πλῆθος ἀνομιῶν ὡς ἄσωτη, δὲν εἶμαι δὲ ἄξια νὰ κάμω δέηση πρὸς τὸν Δεσπότη Χριστὸ γιὰ τὸν υἱό σου, ὅμως ἂν πιστέψεις σ’ Αὐτὸν μὲ ὅλη σου τὴν ψυχή, θὰ δεῖς τὴν μεγάλη Του δύναμη καὶ ἡ θλίψη σου θὰ μεταβληθεῖ σὲ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση…
Ἀφοῦ ἔγραψε αὐτὰ ἡ Ἁγία, ἔκαμε καὶ τρεῖς σταυροὺς στὴν ἐπιστολὴ καὶ τὴν ἔδωσε στὸ δικαστὴ Βαβύλα. Ὁ Βαβύλας μόλις ἔφτασε στὸν τόπο τῶν θρήνων καὶ ἔβαλε τὴν ἐπιστολὴ πάνω στὸν νεκρό, ὢ τοῦ θαύματος, ὁ νεκρὸς ἀναστήθηκε! Καὶ τότε ὅλοι φώναξαν:
—«Μέγας ὁ Θεὸς τῆς Χριστιανῆς Εὐδοκίας, ὅστις κάμνει τοιαῦτα θαυμάσια».
Τότε ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ὁ ἡγεμόνας καὶ ἡ οἰκογένειά του βαπτίστηκαν Χριστιανοί.
Η ΑΓΙΑ ΕΥΔΟΚΙΑ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΟΔΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΟΝ ΗΓΕΜΟΝΑ
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ βασιλέα τὸν διαδέχθηκε κάποιος ἄλλος εἰδωλολάτρης. Αὐτὸς διόρισε στὴν Ἡλιούπολη κάποιον σκληρὸ καὶ ἀπάνθρωπο ἡγεμόνα ποὺ λεγόταν Διογένης.
Ὁ Διογένης εἶχε μνηστευθεῖ τὴν κόρη τοῦ πρώτου ἡγεμόνος ποὺ ὀνομαζόταν Γελασία. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν γινόταν χριστιανός, ἡ Γελασία πῆρε τὴν κληρονομιὰ ποὺ τῆς ἀνῆκε καὶ μὲ δύο εὐνούχους της, ἦλθε στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας καὶ μόνασε. Οἱ εὐνοῦχοι τῆς πήγανε κατόπιν καὶ οὗτοι σὲ ἀνδρικὸ μοναστήρι καὶ μόνασαν. Ὀργισμένος ἀπὸ αὐτὸ ὁ ἡγεμόνας Διογένης, σκέφθηκε νὰ κακοποιήσει τὴν Ἁγία Εὐδοκία, ποὺ ἐκούρευσε μοναχὴ τὴ Γελασία, Ἀμέσως λοιπὸν ἔστειλε πενήντα στρατιῶτες νὰ συλλάβουν τὴν Ἁγία καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσουν μπροστά του. Τότε ἐφάνη ἐν ὀράματι ὁ Δεσπότης Χριστὸς στὴν Ἁγία καὶ τῆς εἶπε:
—Ἀγρύπνα, Εὐδοκία, καὶ ἀγωνίζου διὰ τὴν ἀληθινὴν πίστιν, ἴνα λάβης τὸν στέφανο, διότι ἦλθε ὁ καιρὸς τοῦ μαρτυρίου σου. Καὶ ἰδοὺ ἔρχονται κατά σοῦ ἀλλόφυλοι καὶ θηρία ἄγρια, ἀλλὰ μὴ δειλιάσεις οὐδόλως εἰς τὰ κολαστήρια, διότι ἐγὼ εἶμαι μαζί σου εἰς ὄλας τὰς θλίψεις σου. Οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν τὴν Ἁγία καὶ τὴν ὁδήγησαν στὸν ἡγεμόνα χαρούμενοι. Ὅταν φτάσανε στὴν πόλη, ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ τὴν ρίξουν στὴ φυλακὴ καὶ νὰ τὴν ἀφήσουν νηστικὴ τέσσερις ἡμέρες. Τὴν τέταρτη ἡμέρα τὴ φέρανε στὸ Κριτήριο μὲ σκεπασμένο τὸ πρόσωπο. Ὅταν ἀποκαλύψανε τὸ πρόσωπό της, βγῆκε ἀπὸ αὐτὸ λάμψη σὰν ἀστραπή. Ὅλοι θαύμασαν ἀπὸ αὐτὸ καὶ περισσότερο θαύμασε ὁ ἡγεμόνας. Κάλεσε τότε ὁ ἡγεμόνας τὴν Ἁγία νὰ πεῖ τὴν καταγωγή, τὴν πίστη καὶ τὸ ὄνομά της. Καὶ ἡ Ἁγία τοῦ εἶπε:
—Τό ὄνομά μου, ὢ ἡγεμόνα, εἶναι Εὐδοκία. Εἶμαι δὲ Χριστιανὴ καὶ ἀξιώθηκα νὰ ὀνομάζομαι δούλη Αὐτοῦ τοῦ μόνου Ἀγαθοῦ καὶ Εὔσπλαγχνου Θεοῦ, στὸν ὁποῖο πίστεψα μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά. Πίστεψα δὲ τόσο, ποὺ δὲν μπορεῖ κανένα πράγμα νὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του. Μὴ χάνεις λοιπὸν τὸν καιρό σου μὲ τὸ νὰ μὲ ρωτᾶς, μόνο πράττε ὅτι σκέπτεσαι, γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπὸ αὐτὴ τὴ φροντίδα τὸ συντομότερο.
Ὁ ἡγεμόνας τὴν ἀπειλοῦσε μὲ μαρτύρια ἀλλὰ ἔβλεπε τὴν σταθερότητά της καὶ τότε ἔδωσε διαταγὴ νὰ ξεκινήσουν τὰ μαρτύρια.
ΦΡΙΚΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Πρόσταξε ὁ ἡγεμόνας νὰ τὴν γυμνώσουν ὡς τὴν μέση καὶ νὰ ξεσχίσουν τὶς πλευρὲς της τέσσερις ἄνδρες, μέχρι ποὺ νὰ φανοῦν τὰ σπλάγχνα της. Δύο ὧρες βασανίζανε ἔτσι τὴν Ἁγία οἱ αἱμοχαρεῖς. Δριμύτατοι ἤσαν οἱ πόνοι ἀπὸ τὰ δεινὰ αὐτὰ κολαστήρια. Ὅμως ἡ Ἁγία ὑπέμεινε, γιὰ τὸ Νυμφίο Χριστὸ καρτερικότατα.
Κατόπιν πρόσταξε νὰ τὴν γυμνώσουν τελείως, νὰ τὴν κρεμάσουν στὸ ξύλο καὶ νὰ τὴν δέρνουν πιὸ δυνατά. Στὴν προσπάθειά τους νὰ τὴν γυμνώσουν, οἱ στρατιῶτες βρῆκαν τὸ κουτὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἄρτο ποὺ εἶχε πάρει ἡ Ἁγία μαζί της ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα γιὰ νὰ τὸ ἔχει σὰν σκέπη καὶ βοήθεια. Τὸ πήρανε καὶ τὸ δώσανε στὸν ἡγεμόνα. Ἡ ἡγεμόνας προσπαθεῖ ν’ ἀνοίξει τὸ κουτί. Ἀμέσως ὅμως βγῆκε φλόγα καὶ κατέκαυσε τὸν ἡγεμόνα καὶ τοὺς περιεστώτας. Τὸν ἡγεμόνα μάλιστα τὸν ἄφησε ἡμιπαράλυτο.
Ἔπεσε τότε στὴ γῆ, ἐλεεινὸ θέαμα, ὁ ἡγεμόνας καὶ ὀδυρόμενος ἔλεγε: «Ἰάτρευσε μέ, θεὲ ἥλιε, καὶ βοήθησε μὲ νὰ κατακαύσω τὴ μάγισσα αὐτή». Τότε ἦλθε ἀμέσως ἀστραπὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὸν κατέκαυσε. Συγκεντρώθηκε δὲ ὅλη ἡ πόλις καὶ θρηνοῦσε τὸ θάνατο τοῦ ἡγεμόνος.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, εἶδε τότε ἕνα νέο ἀστραπόμορφο, ντυμένο στὰ λευκὰ ποὺ μιλοῦσε μὲ τὴν Ἁγία καὶ τὴν σκέπαζε μὲ λεπτὸ ὡραῖο μαντήλι, γιὰ νὰ μὴν φαίνονται οἱ σάρκες της. Βλέπων αὐτὰ ὁ στρατιώτης, προσκύνησε τὴν Ἁγία καὶ τῆς εἶπε:
—«Δέξαι μὲ μετανοοῦντα δούλη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅτι εἰς αὐτὸν πιστεύω καὶ ἐγὼ ὁ ἀνάξιος καὶ σὲ παρακαλῶ εὐσπλαγχνίσου τὸν ἡγεμόνα καὶ ἀναστησον αὐτόν, διὰ νὰ πιστεύσουν καὶ ἄλλοι πολλοὶ εἰς τὸν Δεσπότην Χριστὸν διὰ μέσου σου».
Ἀφοῦ δὲ εἶπε αὐτὰ τὴν ἔλυσε. ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ τὴν κατέβασε μὲ εὐλάβεια. Ἡ Ἁγία προσευχήθηκε ὥρα πολλὴ στὸ Χριστό. Ἔπειτα δὲ μὲ μεγάλη φωνὴ ἐβόησε λέγουσα:
—«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, Σὺ ποὺ γνωρίζεις τὰ κρυφά των καρδιῶν μας καὶ ἔκαμες τὸν κόσμο μὲ τὴν σοφία Σου, πρόσταξε νὰ ἀναστηθοῦν ὅλοι αὐτοί, ποὺ κατακαύθηκαν ἀπὸ τὸ πῦρ, γιὰ νὰ βλέπουν οἱ πολλοί τα θαυμάσια Σου καὶ νὰ δοξάζουν τὸ Ἅγιόν Σου ὄνομα».
Καὶ ἐνῶ αὐτὰ παρακαλοῦσε τὸ Θεό, στράφηκε πρὸς τοὺς νεκροὺς καὶ μὲ τὴν ἁγία της δεξιὰ ἄγγιζε ἕναν ἕναν τους νεκροὺς λέγουσα:
—«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ ἐγέρθητι».
Καὶ ἀμέσως, ὢ τοῦ ἐξαισίου θαύματος! ὅλοι, σὰν ἀπὸ ὕπνο ἠγέρθησαν ὑγιεῖς. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι αὐτῆς τῆς πόλεως ὅταν εἶδαν αὐτὸ τὸ θαυμάσιο, πίστεψαν στὸ Χριστό.
Βαπτίσθηκαν τότε οἱ ἄρχοντες Διόδωρος καὶ Διογένης μὲ ὅλους τους συγγενεῖς καὶ τὸ πλῆθος ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ. Ἡ Ἁγία ἔμεινε λίγο καιρὸ ἐκεῖ στὸ σπίτι κάποιας Φηρμίνας μίας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀναστήθηκαν καὶ ἐκεῖ ἡ Ἁγία ἔκανε θαυμαστὲς θαυματουργίες καὶ κατόπιν νικήτρια ἡ Ἁγία Εὐδοκία ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι της. Τὸ θέλημα ὅμως τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ λάβει μαζὶ μὲ τὸν στέφανον τῆς ὁσιότητος καὶ τὸν στέφανον τοῦ Μαρτυρίου.
Ἀφοῦ πέρασε λίγος χρόνος, ἀπέθανε ὁ ἡγεμόνας Διογένης θεάρεστα. Τὸν διαδέχθηκε κάποιος ποὺ λεγόταν Βικέντιος. Αὐτὸς ἦταν σκληρὸς καὶ ἀπάνθρωπος. Ἦταν φοβερός διώκτης τῶν Χριστιανῶν. Αὐτός, ὅταν ἄκουσε τὰ κατορθώματα τῆς Ἁγίας, ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι δὲν θὰ μποροῦσε μὲ ἄλλο τρόπο νὰ τὴν θανατώσει, ἔστειλε στρατιῶτες καὶ ἀπέκοψαν τῆς Ἁγίας τήν κεφαλὴν τὴν πρώτην του μηνὸς Μαρτίου. Ἔτσι τὸ μὲν πνεῦμα ἀπῆλθε εἰς τὰ οὐράνια, τὸ δὲ τίμιο καὶ πάνσεπτο λείψανο τῆς ἔμεινε στὴ γῆ πηγάζον πλούσια μετὰ θάνατον θαύματα.