30 Δεκεμβρίου
Ἡ ὀσιομάρτυς Ἀνυσία γεννήθηκε στὴν ἁγιοτόκο πόλη τῆς Θεσσαλονίκης, τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ. Οἱ γονεῖς της, εὐγενεῖς στὴν καταγωγὴ καὶ τὴν ἀνέθρεψαν γαλουχώντας τὴν μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Γι’ αὐτοὺς μεγαλύτερος πλοῦτος ἦταν ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς καὶ τὸ ὄνομα τοῦ χριστιανοῦ, ποὺ μὲ μεγάλο καμάρι ἔφεραν. Τοὺς διέκρινε ἡ μεγάλη ταπείνωση, ἡ σφραγίδα τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ πάντοτε κατοικοῦσε μέσα τους καὶ τὸ μεγάλο κεφαλαιῶδες γιὰ τοὺς χριστιανοὺς χάρισμα τῆς ἐλεημοσύνης. Ὁ μεγάλος πλοῦτος δὲν ἔγινε γι’ αὐτοὺς τὸ ἀξεπέραστο ἐμπόδιο, ὅπως στὸν πλούσιό της γνωστῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ἀλλὰ τὸ μέσον καὶ ἡ ὁδός, γιὰ νὰ κληρονομήσουν τὴν αἰώνια βασιλεία.
Τέτοια λαμπρὰ παραδείγματα εἶχε νὰ μιμηθεῖ καὶ νὰ ἀκολουθήσει καὶ ἡ μικρὴ Ἀνυσία, ξεπερνώντας μάλιστα κατὰ πολὺ ἀργότερα τὴν ἀρετὴ τῶν γονέων της μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες της, τὴν ἐλεημοσύνη της καὶ τὸ μαρτύριό της.
Δικαίως λοιπὸν ὁ Ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος στὸν γνωστὸ λόγο τοῦ περὶ τοῦ βίου της ἐτυμολογεῖ τὸ ὄνομά της ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ρῆμα «ἀνύω» ποὺ σημαίνει τελειοποιῶ ἢ φέρω εἰς πέρας. Ἡ μάρτυς λοιπὸν Ἀνυσία, ἀφοῦ ἔλαβε ἀνατροφὴ χριστιανικὴ καὶ ἐφόδια πνευματικά, ὅπως καὶ τὰ τάλαντα τῆς γνωστῆς παραβολῆς τοῦ Κυρίου, δὲν τὰ ἔκρυψε στὴ γῆ, γιὰ νὰ μὴν τὰ ἀπολέσει, ἀλλὰ ἐργάστηκε φιλότιμα ἀγαπώντας ὑπερβαλλόντως τὸν Δεσπότη Χριστό.
Με τοὺς κόπους τῶν ἀγώνων της, τὰ δάκρυα τῶν προσευχῶν της καὶ τὶς ἀγαθοεργίες ποὺ πραγματοποίησε, πολλαπλασίασε τὴν περιουσία τῶν πνευματικῶν της ταλάντων, σκορπίζοντας τὸ θησαυρὸ τῶν ὑλικῶν της ἀγαθῶν γιὰ νὰ κερδίσει τὴν αἰώνιο ζωή. Ἔδωσε μάλιστα πέρα ἀπὸ τὰ ὑλικά της πράγματα καὶ τὸ ἁγνὸ μαρτυρικό της αἷμα ὀμολογώντας μὲ μεγάλη παρρησία τὴν χριστιανική της πίστη.
Η ἐπιρρεπὴς στὴν ἁμαρτία νεανικὴ ἡλικία δὲν τὴν ἐμπόδισε νὰ διάγει μέχρι τέλους σεμνὴ βιοτὴ καὶ πολιτεία. Μάλιστα ἡ Ἁγία πολλὲς φορὲς εἰρωνευόταν τὴ νεανική της ἰδιότητα λέγοντας: «ὕπουλη καὶ βλαπτικὴ νεότητα! Τὰ γηρατειὰ μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν πείρα τῆς ζωῆς πού, εἶναι προικισμένα, εἶναι ἀνώτερα καὶ πιὸ ζηλευτά». Έτσι πρὶν φθάσει στὴν ὥριμη ἡλικία μὲ γεροντικὴ σύνεση σκεφτόταν καὶ ἀποδείκνυε μὲ κάθε ἐνέργειά της τὰ λόγια τοῦ σοφοῦ Σολομώντα ὅτι τὸ γῆρας δὲν μετριέται μὲ τὰ γυρίσματα τοῦ χρόνου, ἀλλὰ μὲ τὴν πνευματικὴ σύνεση καὶ τὴν κλίση τῆς ψυχῆς πρὸς τὴν ἀρετή.
Οἱ γονεῖς τῆς Ἁγίας Ἀνυσίας ἀρκετὰ πρόωρα, ὅταν ἡ κόρη τοὺς βρισκόταν σὲ νεανικὴ ἡλικία, ἐγκαταλείπουν τὴν πρόσκαιρη ζωή, γιὰ νὰ μεταβοῦν στὴν αἰώνια καὶ νὰ γίνουν κληρονόμοι τῆς ἐπουρανίου βασιλείας. Ἔφυγαν ὅμως ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ εὐαρεστημένοι, γιὰ τὸ εὐλογημένο τέκνο ποὺ ἄφησαν πίσω τους, τὸ ὁποῖο μὲ τὸ μαρτύριο καὶ τὴν ἰσάγγελη βιοτή του θὰ γίνει ἀργότερα ἡ αἰτία γιὰ νὰ μείνει καὶ τὸ ὄνομά τους μαζὶ μὲ τὸ δικό της στὴν χριστιανικὴ ἱστορία καὶ τὰ ἱερὰ συναξάρια.
Μετά τὴν ἀναχώρηση τῶν γονέων της ἀπὸ τὴν ματαιότητα αὐτοῦ τοῦ κόσμου ἡ Ἁγία Ἀνυσία κατέστη κληρονόμος τῆς μεγάλης γονικῆς περιουσίας. Ἀντικρίζοντας ἡ Ἁγία τό πλῆθος τῶν ὑλικῶν της ἀγαθῶν ἀναρωτιόταν εὔλογα: πῶς μὲ τέτοια περιουσία θὰ μπορέσω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου. Αὐτὸς ὁ πλοῦτος τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν κατέχουν μὲ ἀφροσύνη τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ἁμαρτία, ὅταν δὲν μποροῦν νὰ τὸν χρησιμοποιήσουν γιὰ τὴν πνευματική τους ὠφέλεια. Ἃς σπαταλήσω λοιπὸν μὲ εὐσέβεια τὰ ὑλικὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ ἃς ἀπολαύσω τὰ ἐπουράνια μὲ ἀσφάλεια. Καὶ διαλογιζόμενη αὐτὰ μὲ δάκρυα στὰ μάτια προσευχόταν: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἡ πηγὴ τῆς ἀθανασίας, ἡ ρίζα τῆς ἀφθαρσίας,κᾶνε, Κύριε, νὰ μὴν ἀποκλειστῶ ἔξω του νυμφῶνος. Συναρίθμησε μὲ μὲ τὶς πέντε φρόνιμες παρθένες καὶ ἀξίωσε μὲ ὅπλο τὸν ἀγώνα τῆς ἁγνότητας νὰ νικήσω καὶ νὰ σὲ δοξάσω!».
Ἀφού προσευχήθηκε μὲ ζέση ψυχῆς, πῆρε εὐθὺς τὴν ἀπόφαση νὰ πουλήσει ὅλα τα ὑπάρχοντά της. Ρευστοποίησε λοιπὸν τὴν περιουσία της, τὴν διέθεσε μὲ μεγάλες εὐκολίες στοὺς ἀγοραστὲς καὶ ἔτσι ἀποδείχθηκε ἡ ἴδια τέλεια καὶ ἄριστη ἔμπορος τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας, ποὺ στὴν θέση ὅλων τῶν φθαρτῶν ἀγοράζει πολύτιμο καὶ κρυμμένο μαργαρίτη.
Ἀφού ἀποχωρίστηκε συνειδητά τά πολυτελῆ ἐνδύματα, ντύθηκε ἕνα ταπεινὸ καὶ εὐτελὲς φόρεμα, γιὰ νὰ καλύψει καὶ νὰ ὑποβαθμίσει ταυτόχρονα τὴν νεανικὴ καὶ ἀπαστράπτουσα ἐμφάνισή της, ποὺ θὰ ἦταν ἐπιρρεπὴς στὴν ἁμαρτία. Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο ξεκίνησε τὸ κορυφαῖο φιλανθρωπικὸ διακόνημά της γιὰ τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, τοὺς γυμνούς, τοὺς πεινασμένους καὶ τοὺς ἀνήμπορους τῆς πόλεως. Ἡ φροντίδα τῆς στρεφόταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον πρὸς τοὺς μάρτυρες τοῦ Κυρίου, ποὺ κλεισμένοι στὶς φυλακὲς βάδιζαν καρτερικὰ τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸν προσωπικό τους Γολγοθά. Ἐξαγόραζε μὲ χρήματα τοὺς φρουροὺς καὶ ἔμπαινε κρυφὰ στὶς φυλακές, γιὰ νὰ ἐπικοινωνήσει μαζί τους καὶ νὰ γίνει μέτοχος τῶν παθημάτων τους καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀθλήσεώς τους. Ξαπλωμένη στὰ πατώματα τῶν ὑγρῶν καὶ στενῶν φυλακῶν, δίπλα στὰ ταλαιπωρημένα πόδια τῶν ἁγίων μαρτύρων, καταφιλοῦσε καὶ περιποιότανε τὰ τραύματά τους, χριομένη μὲ τὸ αἷμα, ποὺ ἄφθονο ἔτρεχε. Μακάριζε τοὺς ἀθλητὲς καὶ τὰ παθήματά τους γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τὸν ζῆλο καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τους καὶ τοὺς παρότρυνε νὰ μὴ λυγίσουν καὶ ὀπισθοχωρήσουν, ἀλλὰ μὲ καρτερικότητα νὰ ὑπομείνουν τὴ βάσανο τοῦ δημίου, γιὰ νὰ κληρονομήσουν τὴν ἐπουράνιο βασιλεία.
Στὴν προσωπική της ζωὴ ἡ ἁγία ἐφάρμοζε τὸ τέλειο ἀσκητικὸ πρόγραμμα μὲ μεγάλες νηστεῖες, ὁλονύκτιες ἀγρυπνίες καὶ θερμότατες πρὸς τὸν οὐράνιο Νυμφίο της προσευχές. Ζώντας περιορισμένη σὲ ἕνα στενότατο σπιτάκι «ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος», κατὰ τὸ ψαλμικόν, καὶ παραδίνοντας τὸν ἑαυτό της στὴν ὑποδειγματικὴ αὐτὴ ἡσυχαστικὴ ζωή, ἐξαϋλώθηκε σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ νὰ ὁμοιάζει μὲ ἐπίγειο ἄγγελο. Καὶ ἦταν τόσο μεγάλη ἡ προσκόλληση καὶ ἡ ἀγάπη της πρὸς τὸν Χριστό, ὥστε ἀπέκτησε τὴν τέλεια αἰσθητὴ κοινωνία μαζί του. Γονατισμένη στὸ ὑγρὸ πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ της, ἔμοιαζε νὰ περιποιεῖται καὶ νὰ ἀποπλύνει μὲ τὰ δάκρυά της τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως καὶ ἄλλοτε ἡ Μαρία μὲ τὸ μύρο μέσα στὴν οἰκία τοῦ Λαζάρου.
Ὁ μισόκαλος διάβολος φανερὰ ἐνοχλημένος ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες τῆς ἁγίας ἔτριζε τὰ δόντια του ἐναντίον της καὶ ἀπειλοῦσε μὲ μανία ὅτι θὰ θέσει σὲ ἐφαρμογὴ τὴν πιὸ τέλεια κατὰ μέτωπο ἐπίθεση. Μάζεψε λοιπὸν τοὺς πιὸ μοχθηροὺς κακούς τῆς συνοδείας του καὶ ἐπιχειροῦσε νὰ γκρεμίσει ἀπὸ τὰ θεμέλια τό κελλὶ τῆς ἁγίας. Δυναμωμένη ὅμως ἡ Ἀνυσία στεκόταν ἀμετακίνητη στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχὴ μὲ ἀτσάλινο φρόνημα καὶ μὲ τὸ βλέμμα σταθερὰ προσηλωμένο στὸν θεῖο ἔρωτα, ποὺ εἶχε κατακλύσει τὴν ὕπαρξή της. Συγκεντρώνει λοιπὸν ἐκ νέου ὁ Σατανᾶς καὶ ἄλλες δυνάμεις φανερὰ ταπεινωμένος καὶ ἐπιτίθεται στὴν ἀγωνίστρια ὁσία. Ἀντιλήφθηκε ὅμως ἡ Ἁγία ἔγκαιρα τὸν ἐκνευρισμὸ τοῦ Διαβόλου καὶ ἐνέτεινε τὴν προσευχὴ τῆς κατατροπώνοντας τὸν μισόκαλο
Ὁ αἰώνιος ὅμως ἐχθρός τῆς πίστεως ἀνασυντάσσει καὶ πάλι τὶς δυνάμεις του καὶ ἐγκαθίσταται στὴν ψυχὴ τοῦ Μαξιμιανοῦ σχεδιάζοντας μὲ ἐξαιρετικὴ ἐχθρότητα καὶ κακία μέσα στὸ μυαλὸ τοῦ Ρωμαίου ἄρχοντα τὴν ἐξόντωση τῶν χριστιανῶν τῆς Θεσσαλονίκης. Τὸν πείθει λοιπὸν νὰ διώξει ὅλους τούς χριστιανοὺς ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη καὶ τὴν ὀργανωμένη ζωὴ τῆς πόλης. Ἀπομονωμένοι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ πιστοὶ μὲ τὴ ζωή τους ποὺ εὐωδίαζε ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ξεχώρισαν ἀπὸ τοὺς ἀκάθαρτους εἰδωλολάτρες, ποὺ τὸ σῶμα τους ἀνέδιδε τὴν μυρωδιὰ τοῦ αἵματος τῶν εἰδωλοθύτων καὶ τὴν κάπνα τῶν μιαρῶν θυσιῶν στοὺς βωμοὺς τῶν ψεύτικων θεῶν.
Συμπληρωματικὰ ὁ Μαξιμιανὸς ἐρεθισμένος ἀπὸ τὶς ἐνάντιες δυνάμεις ἀποφασίζει καὶ διατάσσει προτρέποντας κάθε Ρωμαῖο στρατιώτη, ἀλλὰ καὶ κάθε εἰδωλολάτρη, νὰ φονεύει ἐλεύθερα ὅποιον χριστιανὸ ἐπιθυμεῖ.
Έρχεται τώρα ἡ εὐλογημένη ὥρα τοῦ μαρτυρίου τῆς Ἁγίας Ἀνυσίας κι τῆς θαρραλέας ὁμολογίας τῆς χριστιανικῆς της ἰδιότητας. Ἐξαγνισμένη ἀπὸ τοὺς ὀσιακοὺς ἀγῶνες καὶ τὰ πνευματικὰ γυμνάσματα τῆς ψυχῆς της καὶ ἑνωμένη μέσα ἀπὸ τὴν καθαρὴ προσευχὴ καὶ τὴν τέλεια ἀγάπη της μὲ τὸ ἀκρότατο τῶν ἐφετῶν ζητοῦσε νὰ γίνει ἕνα μὲ τὸν ποθητό της Νυμφίο. Μὲ τὸν πόθο αὐτὸ πλημμυρισμένη προσευχόταν χύνοντας θερμὰ δάκρυα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ καὶ Θεέ μου, Ἐσὺ ποὺ πῆρες μορφὴ δούλου, γιὰ νὰ σώσεις τὸν ἄνθρωπο καὶ ὑπέμεινες ταπεινώσεις καὶ σταυρικὸ θάνατο τελικά. Ἐσὺ ποὺ ἐπισκέφθηκες ἐμένα τὴ φτωχὴ καὶ ἀνάξια δούλη σου ἀπὸ τὴν κοιλία τῆς μητέρας μου καὶ μὲ ἀνέδειξες πρόβατο τῆς λογικῆς Σου ποίμνης ἀπαλλάσσοντας μὲ ἀπὸ τὴν ἀπάτη τοῦ κόσμου καὶ τὶς μάταιες φροντίδες…. Ἐσὺ καὶ τώρα μὲ τὴ χάρη τῆς ἀμέτρητης φιλανθρωπίας Σου ἀξίωσε μὲ νὰ γίνω μέτοχος στὰ πάθη Σου καὶ στὸν ἑκούσιο Σταυρικό Σου θάνατο. Ναί, Σὲ παρακαλῶ, μονογενῆ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, μὴ παραβλέψεις τὴ δέηση τῆς συντετριμμένης ψυχῆς μου. Διότι γνωρίζεις καλὰ ὅτι Ἐσένα μόνο ποθῶ καὶ ἡ δική Σου ἀξιέραστη ὡραιότητα ἔχει καταλάβει γὰ πάντα τὴ σκέψη μου καὶ ὅλη ἡ ὕπαρξή μου καταφλέγεται καὶ τὸ μυαλὸ βρίσκεται σὲ θεία ἔκσταση, γιατί προσκολλήθηκε ἡ ψυχή μου σὲ Σένα, Κύριε, καὶ Σὲ ὑμνῶ καὶ δοξάζω στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν». Αὐτὰ λοιπὸν ζητοῦσε ἡ μάρτυς μέσα ἀπὸ τὴ φλεγόμενη καρδιά της ἀπὸ τὸν Θεὸ κι Ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀποδεχόμενος τὴν εἰλικρινῆ δέησή της τῆς ἑτοίμαζε τοὺς νυφικοὺς θαλάμους καὶ ὅριζε τιμητικὴ συνοδεία τῆς ὡραίας νύμφης, φωτεινοὺς ἀγγέλους, γιὰ νὰ τὴ συνοδέψουν κατὰ τὴν ἀνάβασή της στοὺς οὐρανούς.
Με ἕναν λογισμὸ ποὺ μπῆκε στὴ σκέψη τῆς Ἀνυσίας νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ, τὴν Κυριακὴ ἡμέρα, ἄρχισε νὰ ἐκτυλίσσεται ἡ τελευταία πράξη τῆς ἐπίγειας ζωῆς της. Εἰσέρχεται λοιπὸν ἡ μάρτυς στὴν πόλη, γιατί ἦταν κι αὐτὴ ἀπομονωμένη μαζί τους μὲ τοὺς ὑπόλοιπους χριστιανούς, μέσα ἀπὸ τὴν Κασσανδρεώτικη πύλη, προσπερνώντας τὸ πλῆθος τῶν εἰδωλολατρῶν ἐμπόρων μὲ τὸ γενναῖο καὶ ἄτρεπτο παράστημά της. Βλέποντας αὐτὴ τὴν ἡρωικὴ καὶ ἀποφασιστικὴ στάση τῆς ὁσίας οἱ εἰδωλολάτρες ἄρχισαν νὰ γογγύζουν ἐναντίον της μὲ ἐξαιρετικὲς κακὲς διαθέσεις. Κάποιος ἀπὸ τοὺς ὑπασπιστὲς τοῦ τυράννου, ἀφοῦ ξεκόβει ἀπὸ τὴν πομπή του, μὲ ἀναίδεια πλησιάζει τὴν Ἀνυσία καὶ τὴν ταρακουνᾶ μὲ τὰ μιαρὰ χέρια του ρωτώντας τὴν ποιὰ εἶναι καὶ ποῦ πηγαίνει. Ἡ παρθένος ἀγνοώντας τον παντελῶς βυθίζεται σὲ θερμὴ καὶ παρακλητικὴ πρὸς τὸν Κύριο προσευχὴ ἐπικαλούμενη τὴν βοήθειά Του. Καθὼς ὅμως ἐκεῖνος συνέχιζε νὰ τὴν ἐνοχλεῖ καὶ νὰ ἐπιμένει μὲ ἀναίδεια, ἡ γενναία κόρη μὲ τὴν χαρακτηριστική της συστολὴ κηρύττει δημόσια τὸν ἑαυτὸ τῆς δούλη τοῦ Χριστοὺ «τοῦ ποιήσαντος τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν» καὶ προσθέτει μὲ θάρρος ὅτι κατευθύνεται στὸν ναό Του γιὰ νὰ Τὸν λατρεύσει. Ὁ ὑπασπιστὴς ὅμως μὲ κτηνώδη συμπεριφορὰ ἀπειλώντας τὴν, ἐπικαλούμενος τὴ διαταγὴ τοῦ βασιλιὰ πὼς θὰ τὴ φονεύσει τὴν τραβοῦσε περισσότερο προκλητικὰ πρὸς τοὺς βωμούς, γιὰ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Προσπαθώντας μάλιστα νὰ ἀποκαλύψει τὴν καλύπτρα τῆς κεφαλῆς της μὲ τὰ βέβηλα χέρια του ἡ Ἀνυσία μὲ λεβεντιὰ τὸν περιφρονεῖ, ἐξευτελίζοντας στὸ πρόσωπό του τὸν μισάνθρωπο διάβολο ποὺ θόλωσε τὸ μυαλό του καὶ δίνοντας τὴν ἀμοιβὴ ποὺ ταίριαζε στὴν ἀνόσια καὶ μιαρὴ συμπεριφορά του. Αὐτὸ ὅμως ἦταν γιὰ τὸν Ρωμαῖο ἡ ἀφορμὴ νὰ γίνει ἕνα θηρίο ἀνήμερο ἕτοιμο νὰ κατασπαράξει τὴν λεία του καὶ μὲ ἕνα καίριο χτύπημα μὲ τὸ σπαθὶ στὰ πλευρὰ τῆς ὁσίας παρθένου τὴν ἀφήνει νεκρὴ ὁ νεκρωμένος στὴν ψυχὴ εἰδωλολάτρης καὶ τῆς χαρίζει τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ ὁσιομάρτυς Ἀνυσία εὐθὺς μεταβαίνει στοὺς οὐρανοὺς κοντὰ στὸν ποθητό της Νυμφίο, γιὰ νὰ κατοικήσει στοὺς ἑτοιμασμένους γι’ αὐτὴν νυφικοὺς θαλάμους καὶ νὰ καταταγεῖ στὴ χορεία τῶν φρονίμων παρθένων, ποὺ προσπαθοῦσε σὲ ὅλη της τὴ ζωὴ νὰ τὶς φτάσει καὶ ποὺ ἔτυχε νὰ τὶς ξεπεράσει σὲ μεγάλο βαθμὸ χύνοντας καὶ τὸ αἷμα μὲ τὸ μαρτυρικό της τέλος. Κατέκτησε μὲ τοὺς ἀγῶνες τῆς τρία λαμπερὰ στεφάνια τῆς παρθένου, τῆς ὁσίας καὶ τῆς μάρτυρος. Καὶ μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ αἵματος στολίστηκε στὸ πρόσωπό της λαμπρότερα καὶ μονιμότερα ἀπὸ κάθε πρόσκαιρο καὶ ψεύτικο φτιασίδι αὐτοῦ του κόσμου.
Το ταλαιπωρημένο ἀπὸ τοὺς ὀσιακοὺς ἀγῶνες καὶ μαρτυρικὸ ἅγιο σῶμα τῆς ἐκκόμισαν καὶ ἐνταφίασαν οἱ χριστιανοὶ τῆς Θεσσαλονίκης. Ἀργότερα, ὅταν ὑποχώρησε ὁ διωγμός, ὑψώθηκε πάνω στὸν τάφο τῆς μεγαλοπρεπὴς ναὸς πρὸς τιμὴν της ἔξω ἀπὸ τὴν Κασσανδρώτικη πύλη, σὲ ἀπόσταση δύο σταδίων (500 μέτρων, ἀπὸ τὸ σημερινὸ Συντριβάνι).
…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-
- Πρωτ. π.Γεωργίου Θεοδωρῆ «Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίου Δημητρίου – Πολιούχου. Προσκυνηματικός ὀδηγός». Θεσσαλονίκη.
- «Ἀσματική ἀκολουθία. Βίος καὶ πολιτεία τῆς ἁγίας ἐνδόξου Μάρτυρος Ἀνυσίας τῆς ἐν Θεσσαλονίκη» Ἐπιμέλεια: Ἀντώνιος Πατρικίου. Ἔκδοσις Ι.Ν.Ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης
Τὰ ἅγια λείψανα τῆς ἁγίας Ἀνυσίας
Στὸ ἐγκάρσιο κλίτος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, στὴν Θεσσαλονίκη, ἀπὸ τὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ Ι. Βήματος, βρίσκεται ἡ λάρνακα μὲ τὰ ἱερὰ λείψανα τῆς Ἁγίας ἐνδόξου Ὁσιομάρτυρος Ἀνυσίας τῆς ἐν Θεσσαλονίκη.
Γεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ μεγάλου διώκτου τῶν Χριστιανῶν Μαξιμιανοῦ, τὴν ἴδια περίοδο μὲ τὸν Ἅγιο Δημήτριο.
Τὸ τίμιο σῶμα της γιὰ πολλὰ χρόνια ἦταν θαμμένο στὴ γῆ σὲ ἄγνωστο μέρος, ὥσπου τὴν 4η τοῦ μηνὸς Ἰουλίου το 1980, διανοιγομένης τῆς ὁδοῦ 3ης Σεπτεμβρίου κοντὰ στὸ Γ’Σ. Στρατοῦ, ἀνακαλύφθηκε ὁ τάφος της ὅπου βρισκόταν τὰ σεπτὰ λείψανά της, τὰ ὁποῖα μὲ εὐλάβεια ἀνακομίσθηκαν καὶ κατατέθηκαν στὸν Ι. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ἐπιτελώντας πλῆθος ἰάσεων καὶ θαυμάτων σὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ τιμοῦν τὴν Ἁγία καὶ τὴν προσκυνοῦν μὲ πίστη.
(Ἀπὸ την ίστοσελίδα του Ι.Ναοῦ τοῦ ἁγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης)