῾Ο ἅγιος Στέφανος, ἐφάμιλλος τοῦ πρωτομάρτυρος, γεννήθηκε τὸ 715 στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ ἐπιφανεῖς γονεῖς ποὺ γιὰ πολλὰ χρόνια ἦταν ἄτεκνοι. ῞Οταν ὁ Θεὸς τοὺς χάρισε τὸ τέκνο αὐτὸ μετὰ ἀπὸ φανέρωση τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, τὸ ἔταξαν στὴν ὑπηρεσία Του. Βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν ἅγιο πατριάρχη Γερμανό (12 Μαίου), ὁ ὁποῖος τὸ ἔθεσε ὑπὸ τὴ σκέπη τοῦ πρωτομάρτυρος. Τὸ παιδὶ πρόκοβε σὲ γνώση καὶ ἀρετή, περιφρονώντας τὶς μάταιες ἀπολαύσεις καὶ ἐπιδιδόμενο ἴδιαιτέρως στὴν ἄσκηση τῆς ἀκτημοσύνης καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης.
῞Οταν ἧλθε ἡ ὥρα γιὰ τοὺς γονεῖς του νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ὑπόσχεσή τους, ὁ αὐτοκράτορας Λέων Γ’ ὁ Ἴσαυρος (717-741) ἄρχισε νὰ λαμβάνει τὰ πρῶτα μέτρα γιὰ τὴν ἀπαγόρευση τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ τὸν διωγμὸ τῶν ὑπερασπιστῶν τῆς ᾽Ορθοδοξίας, ἔκριναν πιὸ συνετὸ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὴ Βασιλεύουσα καὶ νὰ ἐμπιστευθοῦν τὸν γιό τους στοὺς μοναχοὺς τοῦ ὄρους τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου, πλησίον τῆς Χαλκηδόνας(1).
῾Ο δεκαεξαετὴς νέος ἔγινε δεκτὸς μετὰ χαρᾶς ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀνθρώπους καὶ τὴν ἴδια κιόλας ἡμέρα ἐνεδύθη τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα. Ἔγινε μαθητὴς τοῦ πέμπτου κατὰ σειρὰν διαδόχου τοῦ ἁγίου Αὐξεντίου, ᾽Ιωάννου, ἑνὸς Γέροντος ἔμπειρου στὴν ἀσκητικὴ τέχνη καὶ προικισμένου μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα. ῾Ο Στέφανος ἐπέδειξε τέλεια ὑπακοὴ καὶ τὸν ἴδιο ζῆλο γιὰ τὰ πλέον κουραστικὰ διακονήματα ὅπως καὶ τὴν ἀδιάλειπτη δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Λίγο ἀργότερα ἐκοιμήθη ὁ κατὰ σάρκα πατέρας του καὶ ὁ Στέφανος μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ρυθμίσει τὶς ὑποθέσεις του καὶ νὰ μοιράσει τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς. ῎Εφερε πίσω μαζί του τὴ μητέρα του καὶ μία ἀπὸ τὶς ἀδελφές του ποὺ ἔγιναν μοναχὲς στὴν κοντινὴ γυναικεία Μονὴ τῶν Τριχιναραίων καὶ ἄφησε τὴν ἄλλη ἀδελφή του νὰ εἰσέλθει σὲ ἕνα μοναστήρι τῆς Βασιλεύουσας.
῞Οταν μετὰ ἀπὸ λίγο παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεὸ καὶ ὁ ᾽Ιωάννης, ὁ πνευματικός του πατέρας, ὁ Στέφανος ἐπελέγη ὁμοφώνως ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς στὴ θέση του ὡς ἡγούμενος, ῾Υπὸ τὴν ἐπιμελῆ καθοδήγησή του καὶ χάρη στὴ μεγάλη του ταπεινοφροσύνη, ἡ μικρὴ ὁμάδα τῶν ἀσκητῶν αὐξήθηκε φθάνοντας νὰ ἀριθμεῖ εἴκοσι ἀδελφοὺς καὶ ἔγινε κοινοβιακὸ μοναστήρι. ῾Ο ἅγιος ὀργάνωσε τὴν ἀδελφότητα μὲ τρόπο ποὺ νὰ ἀποτελεῖ ὄντως εἰκόνα τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ κατόπιν ἀποσύρθηκε πιὸ ψηλὰ στὸ ὄρος γιὰ νὰ δοθεῖ ἀπερίσπαστος στὴ σιωπηλὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀφήνοντας ἕναν ἀπὸ τοὺς μαθητές του, τὸν Μαρίνο, ὡς ὑπεύθυνο γιὰ τὴ μονή. Τὸ κελλί του δὲν εἶχε στέγη καὶ ἦταν ἐκτεθειμένο σὲ ὅλους τοὺς καιρούς, ἦταν δὲ τόσο στενό, ποὺ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ καθήσει ὀκλαδόν. Φορώντας χειμώνα καλοκαίρι ἕνα λεπτὸ χιτώνα, φέροντας βαρειὲς ἁλυσίδες πάνω του καὶ ἀρκούμενος σὲ μιὰ τροφὴ ἱκανὴ νὰ τὸν κρατᾶ ἁπλῶς στὴ ζωή, ὁ ἅγιος Στέφανος ἔκανε μεγάλες προόδους στὴν προσευχὴ καὶ δίχως νὰ τὸ θελήσει τράβηξε γύρω του πλῆθος μαθητῶν καὶ ἐπισκεπτῶν ποὺ διέδωσαν τὴ φήμη του σὲ ὁλόκληρη τὴν αὐτοκρατορία.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Λέοντος Γ’ (741), ἐστέφθη αὐτοκράτορας ὁ γιός του Κωνσταντίνος Ε’. Στὴν ἀρχὴ τῆς βασιλείας του, ἀπασχολημένος καθὼς ἦταν στὴν ἀντιμετώπιση τοῦ σφετεριστῆ ᾽Αρτάβασδου καὶ τῆς ἀραβικῆς ἀπειλῆς στὴν ᾽Ανατολή, δὲν ἔδειξε νὰ τὸν ἐνδιαφέρει ἡ κατάργηση τῶν εἰκόνων. Μόλις ἑδραιώθηκε ὅμως ἡ ἐξουσία του, ἐκήρυξε ἀπηνῆ διωγμὸ ἐναντίον ὅσων τιμοῦσαν τὶς ἱερὲς εἰκόνες. ᾽Εγύμνωσε ἐκκλησίες, βεβήλωσε ἱερὰ σκεύη ποὺ τὰ διακοσμοῦσαν ἱερὲς παραστάσεις, ἔβαλε νὰ ἀσβεστώσουν τοίχους ἱστορημένους μὲ τοιχογραφίες καὶ ἔκαψε ξύλινες εἰκόνες. Μονάχα παραστάσεις μὲ διακοσμητικὸ καὶ θύραθεν χαρακτήρα σεβάσθηκε καὶ μόνον τὸν Σταυρὸ ἀναγνώρισε ὡς ἄξιο προσκυνήσεως. ῞Οσοι τολμοῦσαν νὰ ἀντιταχθοῦν στὰ μέτρα του τιμωροῦνταν αὐστηρά, ἰδιαιτέρως δὲ οἱ μοναχοί. Καταδιωκόμενοι, ἐξοριζόμενοι, βασανιζόμενοι, αὐτοὶ συνέρρεαν κατὰ πλήθη στὴ Μονὴ τοῦ ῾Αγίου Αὐξεντίου γιὰ νὰ βροῦν κοντὰ στὸν ἅγιο Στέφανο παρηγοριὰ καὶ ἐνθάρρυνση γιὰ νὰ παραμείνουν στέρεοι στὴν ὁμολογία τῆς ᾽Ορθοδοξίας. Τοὺς συμβούλευε νὰ μεταναστεύσουν σὲ περιοχὲς ἀνέγγιχτες ἀκόμη ἀπὸ τὰ ἀπάνθρωπα αὐτοκρατορικὰ μέτρα: στὴ Μαύρη Θάλασσα, στὸν Περσικὸ Κόλπο, στὴν Κύπρο, στὶς ἀκτὲς τῆς Συρίας καὶ κυρίως στὴ νότια ᾽Ιταλία, ὅπου χιλιάδες μοναχοὶ ἔβρισκαν τότε καταφύγιο. Τὸ 754 ὁ τύραννος συνεκάλεσε μιὰ ψευδοσύνοδο στὸ ἀνάκτορο τῆς ῾Ιερείας μὲ τὴ συμμετοχὴ πλέον τῶν τριακοσίων ὑποταγμένων στὴν ἐξουσία του ἐπισκόπων, ἡ ὁποία κατ᾽ ἐντολή του διακήρυξε ἐπισήμως τὴν κατάργηση τῆς προσκυνήσεως τῶν εἰκόνων καὶ τὴν ἀναγνώριση κάποιων παρανοϊκῶν δογμάτων ποὺ εἴχε διατυπώσει ὁ αὐτοκράτορας, ὁ ὁποῖος καυχόταν γιὰ τὶς θεολογικές του γνώσεις. Μὲ ὅπλο τὴ συνοδικὴ τούτη ἀπόφαση, ὁ Κωνσταντίνος Ε’ ἔβαλε νὰ καταστρέψουν παντοῦ τὶς εἰκόνες καὶ διέταξε νὰ τὶς ἀντικαταστήσουν μὲ παραστάσεις τοῦ αὐτοκράτορα ἢ μὲ κοσμικὲς σκηνές. Καταστράφηκαν ἐπίσης τὰ λείψανα τῶν ἁγίων καὶ τὰ πράγματα ἔφθασαν μάλιστα μέχρι τοῦ σημείου νὰ καταδικασθεῖ ἀκόμη καὶ ἡ τιμὴ τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων. Παντοῦ οἱ ὁμολογητὲς καίγονταν, ξυλοκοποῦνταν ἢ φυλακίζονταν. ῏Ηταν λοιπὸν ἡ κατάλληλη εὐκαιρία νὰ ἐξαπολυθεῖ ἕνας συστηματικὸς διωγμὸς κατὰ τοῦ μοναχισμοῦ, ὁ ὁποῖος, πιὸ ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὴν ἐπίσημη ἱεραρχία ἀπέναντι στὴν ἐξουσία, παρέμενε πάντα ἕνας παράγων ἀντιστάσεως κατὰ τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐθαιρεσίας. ῎Αρχισαν λοιπὸν νὰ κλείνουν τὰ μοναστήρια, μετατρέποντάς τα ἀκόμη καὶ σὲ στρατῶνες, λουτρὰ ἢ ἄλλα δημόσια κτήρια. Οἱ μοναχοὶ προπηλακίζονταν καὶ ἀναγκάζονταν διὰ τῆς βίας νὰ ἐπιστρέψουν στὴν τάξη τῶν λαϊκῶν καὶ νὰ νυμφευθοῦν ἐπὶ ποινῇ βασανισμοῦ. ῞Οσοι ἀντιστέκονταν, ὑφίσταντο ἀκρωτηριασμὸ τῆς μύτης, τῆς γλώσσας ἢ ἄλλες βιαιοπραγίες πρὶν σταλοῦν στὴν ἐξορία.
᾽Απτόητος ἀπέναντι στὰ κατασταλτικὰ μέτρα, ὁ ἅγιος Στέφανος συνέχιζε τὴν ἀντίστασή του καὶ ἀναδείχθηκε παντοῦ ἀρχηγὸς τῆς ὀρθοδόξου παρατάξεως. Κλήθηκε λοιπὸν ἀπὸ τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ προσυπογράψει τὶς ἀποφάσεις τῆς αἱρετικῆς συνόδου. Μετὰ τὴν ἄρνησή του καὶ τὴ θαρραλέα ἀποπομπή τους, αὐτοὶ μηχανεύθηκαν ἀπάτη γιὰ νὰ τὸν μειώσουν ἠθικὰ στὰ μάτια τῶν πολυπληθῶν ὑποστηρικτῶν του διαδίδοντας ὅτι ὁ ἅγιος εἶχε παραδοθεῖ στὴν ἀσέλγεια μὲ μιὰ πνευματική του θυγατέρα, μιὰ ἀξιότιμη μοναχὴ τῆς μονῆς, καὶ πλήρωσαν ψευδομάρτυρες γιὰ νὰ καταθέσουν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνα. ῾Η μοναχή, ὄνοματι Ἄννα, ὁδηγήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρουσιάσθηκε στὸν αὐτοκράτορα. ᾽Αρνούμενη τὶς ἄθλιες αὐτὲς συκοφαντίες, βασανίσθηκε ἀπάνθρωπα, ἀλλὰ ἡ τιμὴ τοῦ ἁγίου παρέμεινε ἄθικτη. Τελικῶς, μηχανευόμενοι ἄλλο δόλο, κατάφεραν νὰ τὸν συλλάβουν προφασιζόμενοι ὅτι εἶχε ἐξαναγκάσει ἕναν νέο ποὺ ἦταν εὐνοούμενος τοῦ αὐτοκράτορα νὰ ἐνδυθεῖ τὸ μοναχικὸ Σῇμα, Τὸν ἑκλεισαν σὲ μιὰ μονὴ τῆς Κωνσταντινουποαεως, ἐνῶ ἔκαιγαν τὸ μοναστήρι του καὶ διασκόρπιζαν τοὺς μαθητές του. Κατόπιν τὸν ἔφεραν δημοσίως ἀντιμέτωπο μὲ θεολόγους τοῦ αὐτοκράτορα, ἀλλὰ ἐκεί ὑποστήριξε μὲ λαμπρὸ τρόπο τὴν παράδοση τῶν ἁγίων Πατέρων. Μπροστὰ στὸ δίλημμα ποὺ τοῦ ἐτέθη νὰ ὑπογράψει τὶς ἀποφάσεις τῆς συνόδου ἢ νὰ πεθάνει βασανιζόμενος, ὁ ἅγιος ἐνέπαιξε τοὺς κατηγόρους του, ἔδειξε ὄτι ἡ σύνοδος δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ψευδὴς καὶ οἱ ἀποφάσεις της αίρετικὲς καὶ ξένες πρὸς τὴν παράδοση, ὑπενθυμίζοντας μάλιστα ὄτι οί ἔξι πρῶτες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι εἶχαν λάβει χώρα σὲ ἐκκλησίες διακοσμημένες μὲ ίερὲς εἰκόνες. ᾽Εν συνεχείᾳ καταδικάσθηκε σὲ ἐξορία στὴν Προκόννησο τῆς Προποντίδας (755). ᾽Επωφελούμενος τῆς ἐξορίας, ὁ ἅγιος ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα στενὸ κελλὶ στὴν κορυφὴ ἑνὸς στύλου, ὅπου καὶ ἀποδύθηκε σὲ νέους ἀσκητικοὺς ἄθλους, ᾽Αξιώθηκε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μιὰ τόσο μεγάλη χάρη ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ ἔκανε πλήθος θαυμάτων γιὰ ὅσους ἔρχονταν κοντά του καὶ ὁμολογοῦσαν τὴν ἁγία ὀρθόδοξη πίστη, προσκυνώντας τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Τὰ θαύματα αὐτὰ συνέβαλαν στὴ μεγαλύτερη ἀκόμη ἐξάπλωση τῆς φήμης τοῦ ἁγίου και ἐνίσχυσαν τοὺς ὀπαδοὺς τῆς ᾽Ορθοδοξίας, γιατὶ ἦταν δύσκολο νὰ βρεθεῖ μιὰ τέτοια ἁγίοτητα στὸ στρατόπεδο τῶν αίρετικῶν. Γιὰ νὰ θέσει τέρμα στὴν αὔξηση τοῦ κύρους του, ὁ τύραννος ἔβαλε νὰ τὸν μεταφέρουν στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴ φυλακὴ τοῦ πραιτωρίου. ᾽Εκεί βρῆκε ὁ ἅγιος ἄλλους 342 μοναχούς, ὁμολογητὲς τῆς πίστεως. Ὄλοι ἔφεραν στὸ σῶμα τους τὰ σημάδια τῶν ἐνδόξων ἀγώνων τους: οἱ μὲν ἦταν ἀκρωτηριασμένοι στὴ μύτη, ἄλλοι στὰ αὐτιὰ ἢ στὴ γλώσσα, ἄλλοι πού εἶχαν ὑποστεῖ αἰσχροὺς ἐξευτελισμοὺς καὶ εἶχαν βουτηχθεῖ σὲ ἀκαθαρίες. Βλέποντάς τους ὁ ἅγιος ἐδόξασε κλαίγοντας τὴν πίστη καὶ τὴν καρτερία τους. Ἔδωσε θάρρος στοὺς ἀπελπισμένους, τοὺς παρότρυνε νὰ παραμείνουν σταθεροὶ στὴν πέτρα τῆς πίστεως μέχρι τὸ τέλος τοῦ ἀγώνος καὶ τοὺς ἕνωσε σὲ ἕνα σῶμα κάτω ἀπὸ τὴν ἰσχυρὴ πνευματικὴ αὐθεντία του. Παρὰ τὶς δύσκολες συνθῆκες τῆς φυλακῆς, ὁ Στέφανος ὀργάνωσε τὴ ζωὴ τῶν κρατουμένων ὅπως σὲ ἕνα μοναστήρι, στὸν ρυθμὸ τῆς ἀδιαλείπτου δοξολογίας τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν ἁρμονίᾳ καὶ ἀγάπῃ. Μετέστρεψε μάλιστα στὴν ᾽Ορθοδοξία μερικοὺς ἀπὸ τοὺς δεσμοφύλακές του, οἱ όποῖοι ἄκουγαν μὲ θαυμασμὸ τὶς διηγήσεις γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν ἁγίων ὁμολογητῶν. Μετὰ ἀπὸ ἕνδεκα μῆνες στὴ φυλακὴ ὁ Στέφανος ἔλαβε τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἐπικείμενου τέλους του. Νήστευσε τότε σαράντα ἡμέρες, κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων δίδασκε νυχθημερὸν στοὺς μαθητές του τὴν ὀδὸ τῆς Σωτηρίας. ῞Οταν ἔφθασε ἡ τελευταία ἡμέρα, εἶπε νὰ τελεσθεῖ ὁλονύκτια ἀγρυπνία γιὰ νὰ λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ δύναμη στὸν ἔσχατο ἀγώνα του. ῾Ο τύραννος εἶχε ἀναρτήσει παντοῦ ἀναγγελίες γιὰ τὴν ἀπόφαση τῆς ἐκτελέσεως τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς ὀρθοδόξου παρατάξεως, μὲ σκοπὸ νὰ τρομοκρατήσει ὅσους ἔκρυβαν στὸ σπίτι τους μοναχοὺς ἤ ὁμολογητὲς τῆς πίστεως. Στὴ μεγάλη ἀναταραχὴ ποὺ ἀκολούθησε, τὸ πληθος ὑποκινούμενο ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες ἔσπευσε στὸ πραιτώριο, πῆρε τὸν ἅγιο καὶ τὸν ἔσυρε στοὺς δρόμους ὑβρίζοντας καὶ κτυπώντας τον.
῞Οταν ὁ ὄχλος ἔφθασε στὸν ναὸ τοῦ ῾Αγίου Θεοδώρου, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀχρείους αὐτούς, ὀνόματι Φιλομάτιος, κτύπησε τὸν ἅγιο στὸ κεφάλι μὲ ἕνα δοκάρι, τοῦ ἔσπασε τὸ κρανίο καὶ τὰ μυαλά του χύθηκαν στὸ χῶμα. Τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ άγίου συνέχισαν νὰ τὸ κτυποῦν μὲ πέτρες μέχρις ὅτου παραμορφωθεῖ καὶ τὸ ἔσυραν ἔξω τῶν τειχῶν γιὰ νὰ τὸ ρίξουν τελικὰ στὴν κοινὴ τάφρο ποὺ προοριζόταν γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ τοὺς κατάδικους. Τὸ γεγονὸς ἔλαβε χώρα στὶς 20 Νοεμβρίου 765(2).
1. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν ἦταν πραγματικὸ μοναστήρι ἀλλὰ μᾶλλον μιὰ ἀναχωρητικὴ ὁμάδα ἱδρυμένη τὸν 5 αἰώνα ἀπὸ τὸν ὄσιο Αὐξέντιο. Οἱ ἀσκητὲς ζοῦσαν ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς πνευματικοῦ πατέρα. ῾Οχι μακριὰ ἀπὸ ἐκεί, ὑπῆρχε μιά γυναικεία μονή.
2. Δένουμε τὴν ἡμερομηνία αὐτὴ ἀκολουθώντας τὴ Χρονογραφία τοῦ ἁγίου Θεοφάνους τοῦ ῾Ομολογητοῦ. Φαίνεται πὼς σύμφωνα μὲ τὸ κείμενο αὐτό, ὅπως καὶ μὲ τὴν ῾Ιστορία σύντομον τοῦ ἁγίου Νικηφόρου τοῦ ᾽Ομολογητοῦ, ἡ ἁμεση αἰτία τοῦ θανάτου τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἧταν μάλλον ἡ σχέση του μὲ δύο ἀνώτερους ἀξιωματούχους τοὺς ὁποίους εἶχε ὁδηγήσει στὸν μοναχισμό.
Νέος Συναξαριστής, Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!