῾Ο ὅσιος πατὴρ ἡμῶν ᾽Αλύπιος γεννήθηκε στὴν ᾽Αδριανούπολη τῆς Παφλαγονίας, ἐπὶ βασιλείας ῾Ηρακλείου (610-641). ῞Οταν ἡ μητέρα του κυοφοροῦσε ἀκόμη, εἶδε σὲ ὅραμα ἕνα ἀρνάκι ποὺ ἀντὶ γιὰ κέρατα ἑφερε δύο κεριὰ ἀναμμένα, μιὰ προφητεία γιὰ τὰ θεῖα χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ θὰ ἦταν προικισμένος.
Καθὼς εἶχε μείνει ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ἡ μητέρα του τὸν ἐμπιστεύθηκε στὸν ἐπίσκοπο Θεόδωρο, μόλις τριῶν ἐτῶν, γιὰ νὰ ὑπηρετήσει στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ διδαχθεῖ τὰ ἱερᾶ γράμματα. Τὸ παιδὶ ἐπέδειξε τέτοιες ἱκανότητες καὶ τόσο μεγάλη εὐσέβεια, ποὺ τράβηξε τὴν προσοχὴ καὶ τοῦ ἑπόμενου ἐπισκόπου, ἐπίσης Θεοδώρου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ὁμόφωνη σύσταση τῶν πιστῶν ὅρισε τὸν ᾽Αλύπιο οἰκονόμο τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο, ὅταν ἐκεῖνος ἔφθασε σὲ κανονικὴ ἡλικία. ᾽Αντεπεξῆλθε πλήρως καὶ στὸ διπλὸ αὐτὸ λειτούργημά του, ἀλλὰ ἡ ψυχή του τετρωμένη ἀπὸ ἔρωτα γιὰ τὸν Χριστὸ ἐπιθυμοῦσε μιὰ τελειότερη ζωὴ καὶ τὴ στενὴ καὶ τραχειὰ ὁδὸ τῆς μοναχικῆς πολιτείας. ῾Υπακούοντας τελικὰ στὴ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς του, μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἐμπιστεύθηκε στὴ μητέρα του τὸ σχέδιό του νὰ ξεκινήσει γιὰ τοὺς ῾Αγίους Τόπους καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν μοναχικὸ βίο. ῾Η ἁγία αὐτὴ γυναίκα κάθε ἁλλο παρὰ ἀντιτάχθηκε στὸ σχέδιό του προσπαθώντας νὰ τὸν κρατήσει κοντά της, ἀλλὰ πέφτοντας μὲ δάκρυα στὴν ἀγκαλιά του ἐδόξασε τὸν Θεὸ γιὰ τὴ γενναία του ἀπόφαση καὶ τοῦ ἑδωσε τὴν εὐλογία της. ᾽Αναχώρησε λοιπὸν κρυφά, ἀπὸ φόβο μήπως ὁ ἐπίσκοπος καὶ οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως τὸν ἐμποδίσουν. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα ὅμως, φθάνοντας στὰ Εὐχάιτα, ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Θεοδώρου (17 Φεβρ.), ὁ ἐπίσκοπος τὸν πρόλαβε καὶ τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του. ῾Οδηγημένος μὲ τὴ βία πίσω στὸν κόσμο, ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ παρηγορήθηκε ἐν τούτοις ἀπὸ ἕνα ὅραμα, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ καταλάβει ὅτι καὶ στὴν ἴδια του αὐτὴ τὴ γενέτειρα ὑπῆρχαν οἱ ῞Αγιοι Τόποι: ἡ Βηθλεέμ, ἡ Ναζαρέτ, ἡ ῾Ιερουσαλήμ, ὁ Γολγοθᾶς, ἀφοῦ ἐκεῖ ἐπιθυμοῦσε ὁ Θεὸς νὰ δώσει τοὺς ἁγίους ἀγῶνες τῆς ἀσκήσεως. ῎Αρχισε τότε νὰ ἀναζητᾶ κάποιο ἀπομονωμένο μέρος. Φθάνοντας σὲ ἕνα αὐχμηρὸ βουνὸ νοτίως τῆς ᾽Αδριανουποαεως, ἀνακάλυψε χάρη σὲ ἕνα ὅραμα μία πηγὴ καὶ ἐτοιμάσθηκε νὰ κτίσει ἐκεῖ ἕνα ἐξωκκλήσι καὶ στὴ συνέχεια ἕνα κελλί. ῾Ο ἐπίσκοπος ὅμως τὸν ἤθελε πιὸ κοντά του γιὰ νὰ ὑπηρετήσει στὸν κόσμο τοῦτο ποὺ τοῦ εἶχε γίνει ἤδη ξένος καὶ ἔβαλε νὰ φράξουν τὴν πηγή, γιὰ νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ κατέβει στὴν πεδιάδα, σὲ τόπο πιὸ προσιτό.
῾Ο ὅσιος συνέχισε τὴν ἀναζήτησή του καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ ἕνα μέρος ποὺ προκαλοῦσε τὸν φόβο ὅλων τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς καὶ ὅπου βρίσκονταν ἀρχαῖοι τάφοι καὶ εἰδωλολατρικὰ ἱερά, ἄντρα δαιμόνων καὶ τόπος τρόμου γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Παρὰ τὶς συμβουλὲς τῶν φίλων του ποὺ προσπάθησαν νὰ τὸν ἀποτρέψουν, ὁ ᾽Αλύπιος σκαρφάλωσε στὴν κορυφὴ ἑνὸς ἀπὸ τὰ ἐγκαταλελειμμένα ἐκεῖνα μνημεῖα, ὅπου ὑπῆρχε κίονας μὲ ἄγαλμα φανταστικοῦ ζώου, κατὰ τὸ ἥμισυ ταύρου, κατὰ τὸ ἥμισυ λέοντος.
᾽Εδῶ εἶναι ὁ τόπος τῆς ἀναπαύσεώς μου, εἴπε. Καὶ ἐπέστρεψε στὴν πόλη γιὰ νὰ βρεῖ ἕνα σταυρὸ καὶ ἕνα λοστό. Μὲ τὸ ἐργαλεῖο αὐτὸ ἔριξε κάτω τὸ ἁγαλμα καὶ τὸ ἀντικατέστησε μὲ τὸν ζωοποιὸ Σταυρό, ἀποφασισμένος νὰ νικήσει τοὺς δαίμονες μέσα στὸ ἱδιο τὸ ἄντρο τους.
᾽Επειδὴ ὁ ἐπίσκοπος χρειάσθηκε νὰ μεταβεῖ τότε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα, ἀνάγκασε τὸν ὅσιο νὰ τὸν συνοδεύσει στὸ ταξίδι του. Φθάνοντας στὴ Χαλκηδόνα, ὁ ᾽Αλύπιος κρύφτηκε στὸ εὐκτήριο τῆς ἁγίας Βάσσης, κοντὰ στὴ θάλασσα, καὶ ἐκεῖ ἀποκοιμήθηκε τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱεράρχης ἐπιβιβαζόταν στὸ πλοῖο γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸν ὕπνο του τοῦ φανερώθηκε ἡ ἁγία Εὐφημία (16 Σεπτ.), ἡ προστάτις τῆς Χαλκηδόνας, ἡ ὁποία τὸν διέταξε νὰ ἐπιστρέψει στὴ χώρα του καὶ τὸν διαβεβαίωσε γιὰ τὴν προστασία της.
῞Οταν ὁ ὅσιος ἔφθασε πίσω στὸ ἐρημητήριό του, ἑκτισε παρεκκλήσιο πρὸς τιμὴν τῆς ἁγίας Εὐφημίας σὲ τόπο ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε θαυματουργικὰ ἀπὸ ἅγιο πρόσωπο ποὺ τοῦ ἐμφανίσθηκε σὲ ὅραμα. Καθὼς ὁ ἱδιος δὲν διέθετε τίποτε, προσφέρθηκαν κάποιοι φίλοι νὰ τοῦ προμηθεύσουν τὰ ἀναγκαῖα καὶ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ ἔργο τῆς κατασκευῆς. ῞Οσο γιὰ τὸν ᾽Αλύπιο, παρὰ τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἐγκατασταθέι ἐπάνω στὸν κίονα, ἐνέδωσε στὶς συνετὲς συμβουλὲς τῶν γερόντων καὶ ἀποτραβήχθηκε σὲ ἕνα στενὸ κελλί, ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο ἐκέινο, γιὰ νὰ ἀφιερωθεῖ μὲ ζῆλο στὴ νηστεία, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν προσευχή. ῏Ηταν τότε τριάντα ἐτῶν καὶ ἔμεινε δύο χρόνια στὸ κελλὶ ἐκείνο, ἀγωνιζόμενος σκληρὰ κατὰ τῶν δαιμόνων. Παρέμεινε ἀκλόνητος μπροστὰ στοὺς λογισμοὺς ποὺ τοῦ ὑπέβαλλαν, ἀποκρούοντάς τους μὲ τὸ σημείο τοῦ ζωοποιοῦ Σταυροῦ καὶ τὰ πύρινα λόγια τῶν Γραφῶν.
῾Ο δοῦλος τοῦ Θεοῦ ἀπέκτησε γρήγορα φήμη καὶ μολονότι δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ ταράζουν τὴν ἡσυχία του, ἀναγκάσθηκε νὰ δέχεται πολλοὺς πιστοὺς ποὺ ἔρχονταν νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του. Πράος, εὐπροσήγορος, δείχνοντας ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν καθένα, ἀπὸ παιδιὰ μέχρι γέρους, ἀπὸ φτωχοὺς μέχρι ἄρχοντες, δὲν ἁφηνε κανένα νὰ φύγει δίχως νὰ τὸν γεμίσει μὲ χαρὰ πνευματική. ᾽Αντιλαμβανόμενος ὅμως ὅτι ἀδικοῦσε τὴν ψυχή του μὲ τὸν τρόπο αὐτό, καὶ ἔχοντας ἀποκτήσει ἐπαρκῆ πείρα στὴν τέχνη τῆς ἀσκήσεως, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν κορυφὴ τοῦ κίονα, προστατευμένος ἀπὸ τὶς καιρικὲς συνθῆκες μὲ ἕνα αὐτοσχέδιο στέγαστρο, φτιαγμένο ἀπὸ μερικὲς σανίδες. ῾Η ἐξέδρα ὅπου καθόταν ἧταν τόσο στενὴ ποὺ δὲν μποροῦσε μήτε νὰ ξαπλώσει μήτε νὰ καθήσει· ἔμενε πάντα ὄρθιος σὰν ζωντανὴ κολόνα, ἀντιμέτωπος γιὰ χρόνια μὲ τὰ στοιχεία τῆς φύσεως, παλεύοντας μὲ τὴ ζέστη, τὸ κρύο, τὴ βροχή, τὸν ἄνεμο, ᾽Ενῶ οἱ μάρτυρες ὑπέμεναν τὰ δεινὰ γιὰ λίγες στιγμές, ὁ ὅσιος ᾽Αλύπιος προσφέρθηκε στὸ καθημερινὸ αὐτὸ μαρτύριο γιὰ πενήντα τρία χρόνια, βιάζοντας κάθε ἡμέρα τὴ φύση γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὴν αἰώνια ζωή. Οἱ δαίμονες λυσσοῦσαν ἀπὸ φθόνο ἐναντίον του καὶ τοῦ πετοῦσαν πέτρες. Μία ἡμέρα, θέλοντας νὰ τοὺς δείξει ὅτι γιὰ τοὺς ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ τὰ πλήγματά τους ἦταν τὸ ἴδιο ἀνίσχυρα μὲ ἐκείνα τῶν παιδιῶν, ζήτησε ἕνα τσεκούρι ἀπὸ τὴ μητέρα του, ποὺ ζοῦσε στὴ βάση τοῦ κίονα γιὰ νὰ τὸν συντρέχει στὶς ἀνάγκες του, καὶ ἔριξε καταγῆς τὸ στέγαστρο τοῦ καταλύματός του, μὲ σκοπὸ νὰ ἐκτεθεῖ ἀπροστάτευτος στὶς πέτρες τῶν δαιμόνων, καὶ ἄν ἧταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ πεθάνει λιθοβολημένος σὰν τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο. Τρομοκρατημένοι ἀπὸ τὴν τόση τόλμη του καὶ τὴν ἀκλόνητη ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό, οἱ δαίμονες ἐγκατέλειψαν τὸν τόπο, ὀδυρόμενοι γιὰ τὴν ἥττα τους.
Περίβλεπτος στὰ μάτια ὅλων ὥς λύχνος ἐπί τήν λυχνίαν (Ματθ. 5, 14-16), ὁ ἅγιος ἔλαμπε μὲ τὶς ἀρετές του. Εἴχε νικήσει κάθε αὐταρέσκεια καὶ ἐγωισμὸ καὶ προσφερόταν, ὅπως οἱ ᾽Απόστολοι, ὡς θέατρον τῷ κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό (Λ’ Κορ. 4, 9). Πλήθη συνέρρεαν στὸν κίονα, γιὰ νὰ ζητήσουν τὴ μεσιτεία του. Μερικοὶ ἤθελαν νὰ ἐγκατασταθοῦν ἐκεῖ, στὴ βάση τοῦ κίονα, καὶ νὰ γίνουν μαθητές του. Πρώτη ἦταν μία ἐπιφανὴς γυναίκα, ὀνόματι Εὐφημία, καὶ σύντομα ἦρθε νὰ τὴ συναντήσει μία ἁλλη ἀρχόντισσα, ἡ Εὐβούλη, ἡ ὁποία ἔγινε καὶ ἡγουμένη τῆς μονῆς ποὺ ἱδρύθηκε σύντομα ἐκεῖ. ῾Η μητέρα τοῦ ἁγίου, ἡ ὁποία, ὑπερνικώντας τὴν ἀδυναμία τῆς φύσεώς της καὶ τὴ μητρική της στοργή, εἴχε ἀκολουθήσει καὶ βοηθήσει τὸν γιό της στὴν πραγματοποίηση τῶν ἄθλων του, συναριθμήθηκε κι αὐτὴ στὴ μοναχικὴ ἀδελφότητα χωρὶς ὅμως νὰ λάβει τὸ μοναχικὸ Σχῆμα, παρὰ τὴν ἐπιθυμία τοῦ γιοῦ της. ῏Ηταν τόσο ἀφοσιωμένη πού, ἔχοντας καθῆκον νὰ μοιράζει τὶς ἐλεημοσύνες, ἔδινε στοὺς φτωχοὺς ἀκόμη καὶ τὰ ἀναγκᾶια γιὰ τὴ συντήρηση τῆς μονῆς.
Λίγο καιρὸ ἀργότερα, ἦρθαν ἄνδρες νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν ἅγιο νὰ μείνουν κοντά του καὶ ἔτσι ἴδρυσε μιὰ ἀνδρώα μονὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τοῦ κίονα. Καὶ ἦταν ἕνα ἐξαίσιο θέαμα νὰ ἀκούει κανεὶς ἑπτὰ φορὲς τὴν ἡμέρα τὸν χορὸ τῶν παρθένων νὰ δοξολογεῖ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἀντιφωνεῖ ἐκεῖνος τῶν μοναχῶν, ἀνάμεσά τους δέ, νὰ βλέπεις νὰ στέκει ὁ ὅσιος, ἑνώνοντας ὡς ἐπίγειος ἄγγελος καὶ οὐράνιος ἄνθρωπος τὴ φωνή του μὲ τὴ δική τους καὶ μὲ τὰ χέρια του ὑψωμένα πρὸς τὸν Τριαδικὸ Θεὸ νὰ μεσιτεύει γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Πολλοὶ ἁνθρωποι εἴδαν ἐπανειλημμένως ἕνα οὐράνιο,, ἐκτυφλωτικὸ φῶς νὰ λάμπει ἐπάνω ἀπὸ τὸν κίονα, συνοδευόμενο ἀπὸ ἀστραπὲς καὶ βροντές. ῾Ο ἅγιος εἴχε λάβει τὸ προορατικὸ χάρισμα, θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς, συμφιλίωνε τοὺς ἐχθρούς, ἐδίδασκε τὰ μυστήρια τῆς θείας Σοφίας, εἴτε ἄμεσα εἴτε διὰ ἐπιστολῶν τοῖς πᾶσι γέγονε τὰ πάντα ἵνα πάντως τινὰς σώσω (Α’ Κορ, 9, 22). Μία ἡμέρα, γιὰ νὰ βοηθήσει ἕναν φτωχό, τοῦ πέταξε ἀπὸ ψηλὰ τὸν χιτώνα του καὶ ἔμεινε ἐκεί ὑποφέροντας ἀπὸ τὸ κρύο, μέχρι ποὺ κάποιος μοναχὸς τὸν ἀντιλήφθηκε καὶ ἦρθε σὲ βοήθειά του. Τὰ χαρίσματά του ἐξεχέοντο καὶ στοὺς μαθητές του ἐπίσης καὶ ἔρχονταν πολλοὶ γιὰ νὰ τοὺς ἀποσπάσουν ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ τοὺς κάνουν ἐπισκόπους σὲ χηρεύουσες ἕδρες.
Μετὰ ἀπὸ πενήντα τρία χρόνια ἡρωίκῶν καμάτων, τὸ μισὸ σῶμα τοῦ ὁσίου εἶχε παραλύσει καὶ τὰ πόδια του ἀρνοῦνταν νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἔτσι ἀναγκάσθηκε νὰ περάσει γερμένος στὸ ἕνα πλάι, σχεδὸν ἀκίνητος, τὰ ὑπόλοιπα δεκατέσσερα χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ταυτόχρονα ὑπέφερε ἀπὸ μιὰ ἐπώδυνη πληγὴ καὶ σὰν ἄλλος ᾽Ιὼβ ἐδόξαζε τὸν Θεό (᾽Ιὼρ 1, 21). ῞Οταν, τἐλος, παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό, σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἐννέα ἑτῶν, ὁ λαὸς ἔσπευσε νὰ τιμήσει τὸ σῶμα του καὶ ἕνας δαιμονιζόμενος θεραπεύθηκε πλησιάζοντάς το.
Νέος Συναξαριστής, Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!