Ὁ Θεὸς καὶ Σωτὴρ ἠμῶν ἐκπαιδεύει τοὺς ἀνθρώπους ὄχι μόνον μὲ ἀποφατικὰ καὶ δογματικὰ θεσπίσματα, ὥστε νὰ μισοῦν τὴν κακίαν καὶ νὰ ἀγαποῦν τὴν ἀρετήν, ἀλλὰ χρησιμοποιώντας καὶ διαφωτιστικὰ ὑποδείγματα, παραδίδει μὲ σαφήνεια τὰ μαθήματα τῆς ἀγαθῆς βιοτῆς. Μᾶς βοηθεῖ ἔτσι μὲ ἔργα καὶ μὲ λόγους, νὰ προαχθοῦμε στὴν κατάληψη τῆς ἀγαθῆς καὶ φιλοθέου ζωῆς. Πράγματι, ἀφοῦ ἐπανειλημμένως μᾶς ἔχει παραγγείλει μὲ τὸ στόμα τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Εὐαγγελιστῶν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν φωνὴν τὴν ἰδικήν του, νὰ ἀποστρεφώμεθα μὲν τὸν ὑπερήφανον καὶ ὑπεροπτικὸν πλοῦτον, τὴν δὲ φιλάνθρωπον διάθεση καὶ τὴν συνδυασμένην μὲ τὴν ἀρετὴν πτωχεία νὰ τὴν ἀγαποῦμε, ἔτσι καὶ τώρα γιὰ νὰ κάμει ἀκόμη πιὸ ἀξιόπιστον τὴν συμβουλὴ γιὰ τὸ καλόν, τεκμηριώνει τὸν λόγον μὲ πρακτικὰ ὑποδείγματα, καὶ μὲ μίαν διήγηση περιγράφει τὸν πλούσιον καὶ τὸν πτωχόν. Μᾶς παρουσιάζει τὴν ἀγάπη τοῦ ἑνὸς πρὸς τὶς τιμὲς καὶ τὶς ἀπολαύσεις, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν τεθλιμμένην ζωὴν τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ καὶ τὴν κατάληξη ποὺ εἶχε ὁ καθένας, γιὰ νὰ ἐρευνήσωμε σὲ ποῖον ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς ἀντιθέτους τρόπους ζωῆς ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, καὶ νὰ γίνωμε συνετοὶ κριταὶ τοῦ ἐαυτοῦ μας.

«Ἄνθρωπος τὶς ἣν πλούσιος καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον». Μὲ τὴν χρήση δύο συντόμων ὀνομάτων ὁ λόγος ἐμπαίζει καὶ διακωμωδεῖ τὴν πλαδαρὰ καὶ ἄμετρον διάχυσιν ὅσων πλουτοῦν κακῶς. Διότι τῆς μὲν πορφύρας τὸ χρῶμα εἶναι πολυδάπανον καὶ ἐξεζητημένον, τῆς δὲ βύσσου ἡ χρῆσις τουλάχιστον δὲν εἶναι ἀναγκαία. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ ἔχουν ἐκλέξει τὸν ὀρθὸν καὶ ἀπερίεργον τρόπον ζωῆς, ἀρέσκονται καὶ ἀγαποῦν νὰ χρησιμοποιοῦν μόνον τὰ ἀναγκαῖα, νὰ ἀποφεύγουν δὲ τὸν συρφετὸν τῆς ματαίας κενοδοξίας, καθὼς καὶ τὴν πολυδάπανον διαβίωσιν, ὡς μητέρα τῆς κακίας. Καὶ γιὰ νὰ γνωρίσωμε σαφέστατα τὴν δύναμη τοῦ λεγομένου, ἃς καθορισθεῖ πρῶτα ἡ χρῆσις τῶν ἐνδυμάτων, ποία εἶναι τὰ ὁριά της καὶ ποῖοι οἱ κανόνες τοὺς ὁποίους ἀκολουθοῦν οἱ συνετοί. Τί λέγει λοιπὸν ὁ νόμος τοῦ δικαίου; Ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸ πρόβατον μὲ πλουσίαν κόμη καὶ πολὺ μαλλί. Πάρτο αὐτό, κόψτου τὸ μαλλὶ καὶ δῶστο στὴν ὑφαντικὴν τέχνη. Κατασκεύασε μὲ αὐτὸ χιτώνα καὶ ἱμάτιον, ὥστε νὰ ἀποφεύγεις τὴν ταλαιπωρίαν τοῦ χειμῶνος καὶ τὴν βλάβη ἀπὸ τὸν καύσωνα. Ἐὰν πάλι χρειάζεσαι καὶ ἕνα ἐλαφρότερον ἔνδυμα κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ θέρους, ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν χρῆσιν τοῦ λινοῦ γιὰ μεγαλυτέραν ἄνεσιν. Σοῦ εἶναι πολὺ εὔκολον νὰ ἀποκτήσεις ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὑλικὸν ὄμορφο κάλυμμα γιὰ τὸ σῶμα σου, τὸ ὁποῖον θὰ σὲ ἐνδύει, καὶ συγχρόνως θὰ σὲ δροσίζει μὲ τὴν ἐλαφρότητά του. Καὶ ὅταν θὰ τὰ ἀπολαύσεις αὐτά, ἀπόδωσε στὸν Κτήστιν εὐχαριστία γιὰ τὸ ὅτι ὄχι μόνο μας ἐδημιούργησεν, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς ζωῆς μᾶς ἐφρόντισεν. Ἂν ὅμως ἀφήσεις τὸ πρόβατον καὶ τὸ μαλλί του καὶ τὰ ἄλλα ἀναγκαῖα παρασκευάσματα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχει προνοήσει ὁ δημιουργός των ὅλων, καὶ παρεκκλίνοντας σὲ ἀνοήτους ἐπιθυμίες ἐπιζητεῖς τὴν βύσσον καὶ συνάγεις τὰ νήματα τῶν περσικῶν σκωλήκων, ὑφαίνεις δὲ ἀέρινον ἱστὸν ἀράχνης, καὶ ἐρχόμενος στὸν βαφέα τοῦ προσφέρεις μεγάλες ἀμοιβὲς γιὰ νὰ θηρεύσει κοχλίες ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ νὰ βάψει μὲ τὸ αἷμα αὐτοῦ του ζώου τὸ ἐνδυμά σου, αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸν ἀνθρώπου ὑπερβολικὰ φιλοκτήμονος, ὁ ὁποῖος σπαταλᾶ τὴν περιουσίαν του, καὶ δὲν ἔχει ποῦ νὰ διαθέσει τὸ περίσσευμά της. Καὶ γιὰ τοῦτο εὐλόγως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μαστιγώνεται ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιον κατηγορούμενος ὡς βλὰξ καὶ θηλυπρεπής, ἀφοῦ καλλωπίζεται μὲ στολισμοὺς ἀθλίων κορασίων…

Στὴν πορφύρα δὲ καὶ τὴν βύσσον προσέθεσε τὸ oτι ἐτρυφοῦσε κάθε ἡμέρα λαμπρῶς. Ὁπωσδήποτε καὶ τὰ δύο αὐτὰ φανερώνουν μίαν καὶ τὴν αὐτὴν ἐσωτερικὴν διάθεση, ὁ ἄχρηστος δηλαδὴ καὶ ἐξεζητημένος στολισμὸς τῶν ἐνδυμάτων, καὶ ἡ ἡδυπαθὴς ὑποδούλωσις στὴν γαστέρα καὶ τὸν φάρυγγα.
Ἡ τρυφὴ λοιπὸν εἶναι πράγμα ποὺ ἀντίκειται στὴν φιλάρετο ζωήν, φανερώνει δὲ μαλθακότητα καὶ σύγχυσιν, ἄμετρον ἀπόλαυση καὶ ἦθος δουλοπρεπές. Καὶ ὅταν μὲν αὐτὸ ἀκούγεται, φαίνεται ὡσὰν νὰ εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πράγμα. Ὅταν ὅμως ἐξετάζεται κατὰ μέρος καὶ προσδιορίζεται ἀκριβῶς, βλέπουμε ὅτι συνίσταται ἀπὸ πολλὴν καὶ ποικίλην καὶ πολυκέφαλον κακίαν. Διότι τρυφὴ ἠμπορεῖ νὰ ὑπάρξει καὶ χωρὶς τὴν παρουσία πολλῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Εἶναι δὲ ἀδύνατον νὰ συσσωρεύσει κανεὶς ὑλικὸν πλοῦτο χωρὶς νὰ ἁμαρτήσει, ἐκτὸς ἐὰν συμβεῖ μία σπανία περίπτωσις, νὰ ἔχει κάποιος καὶ πλοῦτον ἄφθονον καὶ νὰ τηρεῖ μὲ ἀκρίβεια τὸ δίκαιον, ὅπως ὁ Ἰώβ. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ ζεῖ μὲ τρυφὴν χρειάζεται πρώτον οἰκίαν πολυτελῆ, στολισμένην ὅπως οἱ νύμφες μὲ ψηφίδες καὶ λίθους καὶ χρυσόν, μὲ προσανατολισμὸ κατάλληλον, ἀνάλογο μὲ τὶς ἐναλλαγὲς τῶν ἐποχῶν τοῦ ἔτους. Διότι πρέπει τὸν χειμώνα νὰ κατοικεῖ σὲ μέρος εὐήλιον καὶ στραμμένον πρὸς τὶς ἀκτίνες τοῦ νότου, ἡ θερινή του ὅμως κατοικία πρέπει νὰ βλέπει πρὸς βορρᾶν ὥστε νὰ ἀερίζεται ἀπὸ λεπτὲς καὶ συγχρόνως ψυχρὲς βορεινὲς αὖρες. Ἐκτὸς τούτου χρειάζονται πολυτελῆ καλύμματα γιὰ νὰ ἐνδύουν τὰ βάθρα, τὶς κλίνες, τὰ στρώματα, τὶς θύρες. Πράγματι, ὅλα ὅσα ἔχουν, καὶ τὰ ἄψυχα, τὰ ἐνδύουν ἐπιμελῶς, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴν οἱ πτωχοὶ ἐνδύονται ἐλεεινῶς. Πρόσθεσε ἐπὶ πλέον σ’ αὐτὰ καὶ ἀναλογίσου τὸν ἄργυρο τῶν σκευῶν, τὸν χρυσόν, τὴν πολυδάπανον προμήθεια τῶν φασιανῶν, τὸν οἶνον ἀπὸ τὴν Φοινίκη, ὁ ὁποῖος ρέει ἄφθονος γιὰ τοὺς πλουσίους καὶ πανάκριβος, ἀπὸ τὶς ἀμπέλους τῆς Τύρου. Καὶ ἐκτὸς τούτων, ὅλην τὴν προπαρασκευὴν τῆς ἀπολαύσεως, τὴν ὁποίαν μόνον ὅσοι τὴν μεταχειρίζονται ἠμποροῦν νὰ κατονομάσουν ἐπιμελῶς. Αὐξανομένη δὲ καθημερινῶς ἡ τρυφὴ ἐπὶ τὸ πολυπλοκώτερον, χρησιμοποιεῖ στὰ φαγητὰ ἀρώματα ἀπὸ τὴν Ἰνδίαν, οὕτως ὥστε οἱ μυροπῶλες ὑπηρετοῦν τοὺς μαγείρους περισσότερον ἀπὸ ὅ,τι οἱ ἰατροί. Ἐδῶ βάλε στὸ νοῦ σου τὸ πλῆθος ποὺ περικυκλώνει κάθε τραπέζι, τοὺς τραπεζοποιούς, τοὺς οἰνοχόους, τοὺς ταμίες καὶ ὅσους πληρώνονται ἀπὸ αὐτούς, τοὺς μουσικούς, τὶς μουσικές, τὶς χορεύτριες, τοὺς αὐλητᾶς, τοὺς γελωτοποιούς, τοὺς κόλακες, τοὺς παρασίτους, ὅλον τὸν συρφετὸν ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν ματαιότητα.

Γιὰ νὰ ἀποκτηθοῦν ὅλα αὐτά, πόσοι πτωχοὶ ἀδικοῦνται! Πόσοι ὀρφανοὶ γρονθοκοποῦνται! Πόσες χῆρες δακρύζουν! Πόσοι σπαράσσονται δεινῶς καὶ τρέχουν στὴν ἀγχόνη! Καὶ ἡ ψυχὴ αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ὡσὰν νὰ ἐγεύθη κάποιο νερὸ τῆς λήθης, λησμονεῖ ὁλοτελῶς τὸν ἐαυτόν της, δηλαδὴ ποία εἶναι καὶ μὲ τί ἔχει συζευχθεῖ, καὶ ὅτι κάποτε αὐτὴ ἡ συζυγία της θὰ λυθεῖ, καὶ ὅταν ἀναδημιουργηθεῖ τὸ σῶμα θὰ συγκατοικήσει πάλι μαζί του. Ὅταν ἔλθει ὁ κατάλληλος καιρός, καὶ τὸ ἀπαραίτητον πρόσταγμα τὸ ὁποῖον τὴν ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸ σῶμα, τότε γίνεται ἀπολογισμὸς ὅλης της ζωῆς καὶ ἀνωφελὴς μετάνοια, κατόπιν ἑορτῆς. Διότι ἡ μεταμέλεια ὀφελεῖ τότε, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ ἀλλάζει γνώμην ἔχει ἐξουσίαν τῆς διορθώσεως. Ὅταν ὅμως ἡ διόρθωσις γίνει ἀκατόρθωτος, ἡ λύπη εἶναι ἄχρηστος, καὶ ματαῖα ἡ μετάνοια.

«Πτωχὸς δὲ τὶς ἣν ὀνόματι Λάζαρος». Καὶ συνεχίζοντας ὁ λόγος τὸν χαρακτηρίζει ὄχι ἁπλῶς πτωχόν, δηλ. ἐστερημένον ἀπὸ δαπάνες καὶ ἀπὸ τὴν κτήση τῶν ἀναγκαίων, ἀλλὰ ἐπὶ πλέον καὶ κατεχόμενον ἀπὸ ὀδυνηρὰν ἀσθένειαν, καὶ σωματικῶς καταβεβλημένον, χωρὶς οἰκία, χωρὶς οἰκογένεια, χωρὶς θεραπεία, πεσμένον στὴν πύλη τοῦ πλουσίου. Καὶ πολὺ ἐπιμελῶς διεκτραγωδεῖ στὴν συνέχεια τῆς διηγήσεως τὶς συμφορὲς τοῦ πτωχοῦ, γιὰ νὰ στηλιτεύσει τὴν σκληρότητα ἐκείνου ποὺ δὲν τὸν ἐλεεῖ.
Διότι ὅποιος δὲν ὑποφέρει καθόλου, οὔτε συμπάσχει ἐμπρὸς στὴν λιμοκτονία καὶ τὴν ἀσθένειαν, εἶναι ἄλογον θηρίον τὸ ὁποῖον κακῶς ἔχει λάβει μορφὴν ἀνθρώπου, καὶ μὲ τὴν προαίρεσή του διαψεύδει τὴν φύση, ἢ μᾶλλον εἶναι καὶ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ θηρία πιὸ ἀσυμπαθής, ἀφοῦ καὶ οἱ χοῖροι αἰσθάνονται κάποιαν λύπην ὅταν σφάζεται ἕνας χοῖρος, καὶ βλέποντας τὸ θερμὸν αἷμα νὰ ρέει, γρυλλίζουν μελαγχολικά. Καὶ οἱ βόες περικυκλώνουν τὸν φονευόμενον ταῦρον, ἐκδηλώνοντας τὸν πόνο τους μὲ ἕναν μυκηθμὸ γεμάτον πάθος. Τὰ δὲ σμήνη τῶν γερανῶν, ὅταν κάποια σύντροφός τους πίπτει στὴν παγίδα, πετοῦν γύρω ἀπὸ τὴν κρατουμένην καὶ γεμίζουν τὸν ἀέρα μὲ μία θρηνητικὴν κραυγή, ζητώντας τὴν ὁμόφυλο καὶ σύντροφό τους. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, τὸ λογικὸν καὶ ἥμερον ζῶον, τὸ ὁποῖον ἔχει ἀποστολὴν νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸν Θεὸν προοδεύοντας στὴν ἀγαθότητα, φροντίζει τόσον ὀλίγον γιὰ τοὺς συνανθρώπους του στὶς ὀδυνηρὲς περιστάσεις τῶν συμφορῶν τους!

Αποτέλεσμα εικόνας για πλούσιον καὶ εἰς τὸν ΛάζαρονἘκείτετο λοιπὸν ὁ πονεμένος αὐτὸς καὶ εὐγνώμων πτωχὸς χωρὶς πόδια, διότι ἂν εἶχε θὰ ἔφευγε ἀπὸ τὸν ἀπεχθῆ ἐκεῖνον καὶ ὑπερήφανον, θὰ ἄλλαζε τόπον ἀντὶ τῆς ξενοκτόνου ἐκείνης πύλης ποὺ ἦταν κλεισμένη γιὰ τοὺς πτωχούς, στερημένος ἀπὸ χέρια, χωρὶς νὰ ἔχει καν παλάμη νὰ ἁπλώσει γιὰ ἐλεημοσύνην, μὲ φραγμένα καὶ αὐτὰ τὰ ὄργανα τῆς φωνῆς, παράγοντας μόνον ἕναν βραχνὸ καὶ τραχὺν ἦχον ἀπὸ τὸ στῆθος, μὲ ἀκρωτηριασμένα ὅλα τα μέλη του, ἀπομεινάρια κακῆς ἀσθενείας, μελαγχολικὸν δεῖγμα τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας. Ἀλλὰ ὅμως οὔτε ὁ κατάλογος αὐτὸς τῶν συμφορῶν κατέστη δυνατὸν νὰ συγκινήσει ἐκεῖνον τὸν ἄκαμπτον, ἀλλὰ παρέβλεπε σὰν κάποιον λίθο τὸν ἄνθρωπον, ἀμαρτάνοντας χωρὶς πρόφαση. Διότι δὲν ἠμποροῦσε νὰ προβάλει τὴν κοινὴν καὶ πρόχειρον δικαιολογίαν ὅτι δὲν ἐγνώριζα, δὲν εἶχα πάρει εἴδηση, διέφευγε τῆς προσοχῆς μου ὅτι ὁ πτωχὸς ὑποφέρει. Γιατί ἐκεῖνος ἐκείτετο ἐμπρὸς στὴν πύλη, θέαμα γιὰ τοὺς εἰσερχομένους καὶ τοὺς ἐξερχομένους, γιὰ νὰ καταστήσει ἀναπολόγητον τoν ὑπερήφανον ἐκεῖνον. Ἐπιθυμοῦσε καὶ τὰ ψιχία τῆς τραπέζης, καὶ οὔτε αὐτὰ ἠμποροῦσε νὰ ἀπολαύσει, ἀλλὰ ἐνῶ ὁ πλούσιος ἐκινδύνευε νὰ διαρραγεῖ ἀπὸ τὴν πλησμονήν, ὁ πτωχὸς ἕλιωνε ἀπὸ τὴν πείνα. Εἶναι καλὸν καὶ δίκαιον νὰ ἀναθέσωμε σὲ ἐκείνην τὴν Χαναναίαν ἀπὸ τὴν Φοινίκη νὰ διδάξει τὸν μισάνθρωπον πλούσιον, λέγοντάς του ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν γραφεῖ, δηλαδή: Ώ, ἀχαρακτήριστε καὶ ὑπερήφανε, «καὶ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν». Καὶ σὺ δὲν ἐθεώρησες ἄξιον αὐτῆς τῆς δωρεᾶς οὔτε τὸν ἀδελφόν, τoν συνάνθρωπόν σου; Ἀλλὰ οἱ μὲν κύνες ἐτρέφοντο ἐπιμελῶς, οἱ φύλακες ἰδιαιτέρως, οἱ κυνηγοὶ τοῦ χωριστά, καὶ ὑπὸ στέγην κατοικοῦσαν καὶ κλίνην καὶ ὑπηρέτες διέθεταν, ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους εἶχε τὴν ἀποστολήν του. Ἡ δὲ εἰκόνα αὐτὴ τοῦ Θεοῦ, εἶχε ριφθεῖ στὸ χῶμα παρημελημένη καὶ καταπατουμένη, αὐτὴ ποὺ διεπλάσθη ἀπὸ τoν ἀριστοτέχνην καὶ δημιουργόν των ὅλων μὲ τὸ ἴδιο του τὸ χέρι, ὅπως ἀξιοπίστως τεκμηριώνει ὁ Μωυσῆς στὴν Γένεση.

Καὶ ἂν ἐτελείωνε μέχρις ἐδῶ το διήγημα τοῦ Λαζάρου, καὶ αὐτὴ ἦταν ἡ φύσις τῶν πραγμάτων, ὥστε ἡ ζωή μας νὰ περιορίζεται στὴν ἀνωμαλίαν αὐτοῦ του κόσμου, θὰ ἄφηνα παραπονούμενος δυνατὲς φωνές, πὼς ἐμεῖς ποὺ δημιουργηθήκαμε ὁμότιμοι, διάγουμε τόσον ἄνισα μαζὶ μὲ τοὺς συνανθρώπους μας. Ἐπειδὴ ὅμως πτωχέ μου ἀδελφέ, τὰ ὑπόλοιπα εἶναι ὡραῖα νὰ τὰ ἀκούσει κανείς, ἀφοῦ πρῶτα στενάξεις γιὰ τὰ προηγούμενα, ἑτοιμάσου νὰ εὐθυμήσεις, μαθαίνοντας τὴν μακαρίαν ἀπόλαυση τοῦ συμπτώχου σου. Διότι θὰ ἀκούσεις γιὰ τὸ ἀκριβὲς δικαστήριον τοῦ δικαίου κριτοῦ, στὸ ὁποῖο στενάζει αὐτὸς ποὺ ἔζησε μέσα στὰ πάθη καὶ τὶς ἡδονές, καὶ τρυφὰ ἐκεῖνος ποὺ μοχθοῦσε. Ὁ καθένας τοὺς ἀποκομίζει αὐτὰ ποὺ τοῦ ἀξίζουν.

«Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τoν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ». Βλέπεις τοὺς διακονητᾶς τοῦ δικαίου καὶ πτωχοῦ, καὶ τοὺς ὑπηρέτες τῆς μεταστάσεώς του; Ἄγγελοι ἀνέλαβαν νὰ τὸν προστατεύουν, οἱ ὁποῖοι βλέποντας πρὸς αὐτὸν μὲ προσήνεια καὶ πραότητα, προεδήλωναν μὲ τὸ σχῆμα τοὺς τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν αἴνεση ποὺ τὸν ἀναμένει. Διότι μετεφέρθη καὶ ἐτοποθετήθη στὶς ἀγκάλες τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ, πράγμα ποὺ παρέχει ἀφορμὴν ἀπορίας σὲ ὅσους ἐρευνοῦν τὰ βάθη τῶν Γραφῶν. Πράγματι, ἐὰν ὅλοι οἱ δίκαιοι ποὺ φεύγουν ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτήν, μετεφέροντο στoν ἴδιον τόπον, ἡ ἀγκάλη αὐτὴ θὰ ἦταν πολὺ μεγάλη, ἡ ἐκτασίς της θὰ ἦταν ἄπειρος, ἐὰν βεβαίως ἔμελλε νὰ χωρέσει ὅλον το πλῆθος τῶν ὁσίων. Ἐὰν ὅμως αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατον, διότι μιὰ ἀνοικτὴ ἀγκάλη, δύσκολα περικλείει καὶ ἕναν ἀκόμη ἄνθρωπο, τὸ πολὺ δὲ δύο βρέφη, τότε ἐδῶ πρόκειται γιὰ κάποιαν θαυμαστὴν θεωρίαν, ἡ ὁποία διὰ μέσου της εἰκόνος τῆς αἰσθητὴς ἀγκάλης, μᾶς χειραγωγεῖ σὲ κάποια νοητὴν πραγματικότητα. Τί ἐννοεῖ δηλαδὴ μὲ αὐτό; Ὁ Ἀβραάμ, λέγει, δέχεται ὅσους εἶχαν θεάρεστον τρόπον ζωῆς ἐδῶ. Εἰπέ μας, λοιπόν, ὢ θεσπέσιε Λουκᾶ (σου ἀπευθύνομαι σὰν νὰ εἶσαι παρὼν καὶ νὰ σὲ βλέπω), γιατί ἐνῶ οἱ δίκαιοι εἶναι πολλοὶ καὶ παλαιότεροι ἀπὸ τoν Ἀβραάμ, αὐτὴν τὴν τιμὴν τὴν ἐπεφύλαξε γι’ αὐτὸν ποὺ εἶναι μεταγενέστερος, ἀποσιωπώντας τoν Ἐνώχ, τoν Νῶε, καὶ ὅσους ἄλλους ἠκολούθησαν τoν ἴδιον τρόπον ζωῆς;

Ἀλλὰ σὲ ἀντιλαμβάνομαι νομίζω, καὶ δὲν ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ θέμα μας ἡ ἐξήγηση ποὺ ἔχω στὸ νοῦ μου. Ἐπειδὴ δηλαδὴ ὁ Ἀβραὰμ ἦταν δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, καὶ αὐτὸς ἐδέχθη τὶς φανερώσεις τοῦ Χριστοῦ περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ τὸ μυστήριον τῆς Τριάδος διετυπώθη ἀρκετὰ φανερὰ στὴν σκηνὴ τούτου τοῦ γέροντος, τότε ποὺ ἐφιλοξένησε τοὺς τρεῖς ἀγγέλους ὡς ἄνδρες ὁδοιπόρους. Καὶ γενικῶς ἀπὸ πολλὰ μυστικὰ αἰνίγματα, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔγινε οἰκεῖος του Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ χρόνια ἐφόρεσε τὴν σάρκα, καὶ διὰ μέσου του ἀνθρωπίνου τούτου παραπετάσματος ὁμίλησε φανερὰ στοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ λέγει ὅτι ὁ κόλπος, ἡ ἀγκάλη του, εἶναι ὡσὰν γαλήνιος λιμένας καὶ ἀκύμαντον ἀναπαυτήριον τῶν δικαίων. Διότι ἡ σωτηρία ὅλων μας καὶ ἡ ἐλπὶς καὶ ἡ προσδοκία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ὡς γνωστὸν ἐβλάστησεν ἀνθρωπίνως ἀπὸ τὴν σάρκα τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ μοῦ φαίνεται ὅτι ἡ τιμὴ ποὺ ἀποδίδει ὁ λόγος πρὸς τoν γέροντα, ἔχει ἀναφορὰν στoν Σωτήρα, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ κριτὴς καὶ μισθαποδότης τῆς ἀρετῆς, καὶ προσκαλεῖ τοὺς δικαίους μὲ τὴν εὐγενικὴν φωνὴ τοῦ λέγοντας: «Δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἠτοιμασμένην ὑμὶν βασιλείαν».

«Ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχόν». Εἶναι διπλὴ ἡ ἔννοια τῆς πτωχείας τοῦ Λαζάρου. Δηλώνει ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν ἔλλειψη τῶν ἀναγκαίων, ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴν μετριοφροσύνην καὶ τὴν ταπεινότητα τοῦ ἤθους. Μὴν οἰκειοποιεῖται λοιπὸν τὸν ἔπαινον τῆς ἀρετῆς ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἄπορος ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά, καὶ πτωχὸς σὲ χρήματα, οὔτε νὰ νομίζει ὅτι θὰ τοῦ ἀρκέσει ἡ πτωχεία γιὰ νὰ σωθεῖ. Διότι δὲν ἐπαινεῖται ὁ κατ’ ἀνάγκην πτωχός, ἀλλὰ θαυμάζεται ἐκεῖνος ποὺ ἔχει καὶ ἐσωτερικὴν μετριοφροσύνην. Ἐπειδὴ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἁπλῶς εἶναι ἄποροι, ἔχουν ὅμως διαγωγὴν ἀκαλλιέργητον καὶ δὲν ἀγωνίζονται γιὰ τὴν ἀρετήν, ἡ ἀναγκαστικὴ ἀκτημοσύνη τοὺς γίνεται ἐφόδιον πολλῶν καὶ πονηρῶν τολμημάτων. Καὶ μάλιστα ἐγώ, ὅποτε ἔχω παρευρεθεῖ σὲ ἐπίσημο δικαστήριον, εἶδα ὅτι ὅλοι οἱ κλέπτες καὶ οἱ σωματέμποροι, οἱ λωποδύτες καὶ αὐτοὶ οἱ δολοφόνοι, εἶναι πτωχοί, χωρὶς οἰκία καὶ οἰκογένεια. Ὡς ἐκ τούτου εἶναι ὁλοφάνερον ὅτι ἡ Γραφὴ ἐδῶ μακαρίζει τὸν πτωχὸν ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ὑπομένει τοὺς μόχθους μὲ ψυχὴν φιλόσοφον, καρτερεῖ δὲ μὲ γενναιότητα τὶς διάφορες περιστάσεις τῆς ζωῆς, καὶ δὲν καταφεύγει σὲ καμμίαν κακουργία γιὰ νὰ χαρίσει στὴν σάρκα τὴν ἀπόλαυση τῆς τρυφῆς. Αὐτὸν ἐννοεῖ σαφῶς ὁ Κύριος στὸν πρώτον μακαρισμόν, ὅταν λέγει «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι». Οὔτε λοιπὸν κάθε πτωχὸς εἶναι δίκαιος, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι σὰν τὸν Λάζαρον, οὔτε κάθε πλούσιος εἶναι καταδικασμένος, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ζεῖ μὲ προαίρεσιν ὁμοίαν μὲ ἐκείνην ποὺ εἶχεν ὁ σύγχρονός του Λαζάρου.

Καὶ ὁλοφάνεροι μάρτυρες τούτου εἶναι ὅσοι εἶχαν τὴν ἐμπειρίαν αὐτὴ στὴν ζωή τους. Πράγματι, ποῖος ἦταν πλουσιώτερος ἀπὸ τὸν Ἰώβ; Ἀλλὰ ὅμως ἡ περισσὴ εὐπορία οὔτε ἀπεξένωσε τὸν ἄνδρα αὐτὸν ἀπὸ τὴν δικαιοσύνην, οὔτε, μὲ ἕναν λόγον, τὸν ἐξώρισεν ἀπὸ τὴν ἀρετήν. Ποῖος ἦταν πτωχότερος ἀπὸ τὸν Ἰσκαριώτη; Καὶ ὅμως δὲν τὸν ὀφέλησε καθόλου ἡ πτωχεία στὴν σωτηρία του, ἀλλὰ μολονότι συνανεστρέφετο μὲ τοὺς ἕνδεκα πτωχοὺς φιλοσόφους καὶ μάλιστα μὲ τὸν ἴδιον τὸν Κύριον, ὁ ὁποῖος ἐπτώχευσεν αὐτοπροαιρέτως, παρεξετράπη ἀπὸ τὴν κακήν του προαίρεση στὴ φιλαργυρία καὶ ἀπὸ αὐτὴν ἐραδιούργησε καὶ τὴν προδοσίαν.

Ἀξίζει ὅμως νὰ ἐξετάσωμε συνετῶς καὶ τὴν ἐκφορὰ ποὺ ἔγινε στὸν καθένα τοὺς ὅταν ἀπέθαναν. Ὁ μὲν πτωχὸς λοιπὸν ὅταν ἐκοιμήθη εἶχεν ἀγγέλους νὰ τὸν προστατεύουν καὶ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν, οἱ ὁποῖοι τὸν ὁδηγοῦσαν μὲ καλὲς ἐλπίδες στὸν τόπον τῆς ἀναπαύσεως. «Ὁ δὲ πλούσιος ἀποθανῶν», λέγει, «ἐτάφη». Μὲ κανένα καταλληλότερον τρόπον δὲν θὰ ἠμποροῦσε ἡ Γραφὴ νὰ περιγράψει, καὶ μάλιστα μονολεκτικῶς, τὴν ἄδοξο κατάληξη τοῦ πλουσίου. Διότι ὅταν ὁ ἁμαρτωλὸς ἀποθνήσκει, ὄντως θάπτεται, ἐπειδὴ εἶναι χοϊκὸς κατὰ τὸ σῶμα, γήινος δὲ καὶ κατὰ τὴν ψυχήν, ἀφοῦ μὲ τὴν συμπάθεια πρὸς τὴν σάρκα, ἔχει ὑποβιβάσει τὴν φυσικὴν ὑπεροχὴ τῆς ψυχῆς πρὸς τὰ ὑλικά, καὶ δὲν ἀφήνει καμμίαν ἀγαθὴν ἀνάμνηση τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ καλύπτεται ἀπὸ ἄδοξο λήθη, καὶ ἔχει τὸ ἴδιο τέλος μὲ τὰ βοσκήματα. Διότι ὅπως ὁ τάφος δέχεται τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ ὁ ἅδης τὴν ψυχή: δύο σκοτεινὰ δεσμωτήρια ποὺ μοιράζονται τοῦ πονηροῦ ζώου τὴν τιμωρίαν. Καὶ ποῖος δὲν θὰ κατηγοροῦσε τὸν ἄθλιον γιὰ τὴν ἀπερισκεψία του; Ὅσον εὐρίσκετο ἐπάνω ἀπὸ τὸ χῶμα, ἐκαυχάτο, ὑπερηφανεύετο, περιφρονοῦσε ὅλους τους οἰκείους καὶ συνανθρώπους του, καὶ θεωροῦσε σχεδὸν σὰν μύρμηκες καὶ σκώληκες ὅποιους συναντοῦσε, ἕτοιμος νὰ διαρραγεῖ ἀπὸ τὴν κενοδοξίαν. Ὅταν ὅμως ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτή, καὶ ἐστερήθη σὰν μαστιγωμένος δοῦλος ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ δὲν τοῦ ἀνῆκαν, τῶν ὁποίων ἀπὸ μωρίαν ἐνόμιζε πὼς εἶναι κύριος, τότε κρημνίζεται στὴν ἀντίρροπό της ὑπερηφανείας ταπεινότητα, καὶ ἐκφωνώντας γραώδεις ὀδυρμοὺς ἐπικαλεῖται διαρκῶς καὶ ἀνωφελῶς τὸν Πατριάρχην, λέγοντας: «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησον μὲ καὶ πέμψον Λάζαρον, ἴνα βάψει τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξει τὴν γλώσσαν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτη», ζητώντας ἔλεος, τὸ ὁποῖον δὲν ἔδωσε τότε ποὺ εἶχε πρόχειρον τὴν ἐξουσία νὰ εὐεργετεῖ. Καὶ εἶχε τὴν ἀξίωση νὰ ἔλθει βοηθὸς τοῦ κατὰ τοῦ πυρὸς ὁ Λάζαρος, ἐπιθυμώντας νὰ ἀπομυζήση τὸν δάκτυλο τοῦ λεπροῦ, δροσισμένον μὲ λίγο νερό. Αὐτὲς εἶναι οἱ ἀπερισκεψίες τῶν φιλοσωμάτων, αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος τῶν φιλοπλούτων.

Ὀφείλει λοιπὸν ὅποιος εἶναι συνετὸς καὶ ἀνησυχεῖ γιὰ τὸ μέλλον, νὰ ἀποφύγει τὴν πείραν τῶν ὁμοίων κακῶν, θεωρώντας τὴν παραβολήν, ὡς φάρμακον ποὺ μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὴν ἀσθένεια, καὶ νὰ ἀσκήσει τὴν συμπάθεια καὶ τὴν φιλανθρωπίαν ὡς αἰτίαν τῆς μελλούσης ζωῆς. Διότι ὁ λόγος μᾶς ἐξέθεσε δραματικῶς τὴν νουθεσίαν, ἀναφερόμενος σὲ ὁρισμένα πρόσωπα, ὥστε νὰ διδαχθοῦμε ἐμψύχως, μὲ ζωντανὰ ὑποδείγματα, τὸν νόμον τῆς ἀγαθῆς βιοτῆς καὶ ποτὲ νὰ μὴ καταφρονήσωμε τὰ παραγγέλματα τῆς Γραφῆς, ὡσὰν νὰ ἐκφοβίζουν δῆθεν μόνον λεκτικῶς, χωρὶς νὰ προάγουν τὴν ἀπειλὴν σὲ τιμωρία. Γνωρίζω πράγματι, ὅτι οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δελεάζονται ἀπὸ παρόμοιες ὑποψίες, καὶ χαρίζουν στὸν ἐαυτὸν τοὺς ἀνεμπόδιστον τὴν ἐξουσία του νὰ ἁμαρτάνουν. Ἀλλὰ ἀπὸ ὅ,τι εἴδαμε ἐδῶ, ἡ Γραφὴ διδάσκει ὅτι καμμία συγγνώμη δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐλαφρύνει ἐκείνην τὴν κόλασιν, οὔτε ἐκείνη ἡ φιλανθρωπία ἐλαττώνει τὴν ὁρισμένην τιμωρίαν, ἐὰν μάλιστα πρέπει νὰ τεκμηριώσωμε τὸν λόγον ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶπεν ὁ Πατριάρχης.

Διότι ἂν καὶ τόσο πολλὲς ἱκεσίες καὶ μύριες ἐλεεινὲς φωνὲς ἤκουσε ἀπὸ τὸν πλούσιον, οὔτε ἀπὸ τοὺς ὀδυρμοὺς τοῦ ἐκάμφθη, οὔτε τὸν ἐξέβαλε ἀπὸ τὴν ὀδύνην, ἐκεῖνον ποὺ πικρῶς ἐμαστίζετο, ἀλλὰ μὲ αὐστηρὸν φρόνημα ἐπεκύρωσε τὴν δικαίαν κρίσιν, λέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς ἐτοποθέτησε τὸν καθένα ἐκεῖ ποὺ τοῦ ἄξιζε. Καὶ σὲ σένα μέν, ὁ ὁποῖος ἀπελάμβανες τὴν ζωήν σου εἰς βάρος τῶν ξένων συμφορῶν, ὁρίσθησαν αὐτὰ τὰ βασανιστήρια ὡς καταδίκη γιὰ τὰ πλημελήματά σου. Σὲ ἐκεῖνον δέ, ὁ ὁποῖος ἐμόχθησε ἐκεῖ καὶ κατεπιέσθη, καὶ ἐγεύθη τὴν πικρία σὲ ὅλην τὴν ἔνσαρκο ζωήν του, ἀπενεμήθη ἐδῶ γλυκεία καὶ εὐφρόσυνος κατάστασις. Ὅμως ἐκτὸς αὐτοῦ, ὑπάρχει καὶ χάσμα μέγα, τὸ ὁποῖον τοὺς ἐμποδίζει νὰ ἔλθουν σὲ ἐπαφὴ μεταξύ τους, καὶ χωρίζει τοὺς τιμωρούμενους ἀπὸ τοὺς τιμώμενους, γιὰ νὰ διάγουν ξεχωριστά, ἔχοντας καθαρὰν τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν καὶ τῶν κακῶν.

Πιστεύω δὲ ὅτι ἡ αἰσθητὴ παραβολή, ἀποτελεῖ ὑπαινιγμὸ νοητῆς θεωρίας. Δὲν πρέπει δηλαδὴ νὰ ἐννοήσωμε κάποιαν τάφρο τὴν ὁποίαν ἔχουν ἀνοίξει οἱ ἄγγελοι, ὅπως γίνονται τὰ χαρακώματα μεταξύ των ἐχθρικῶν στρατοπέδων, ἀλλὰ ὁ Λουκᾶς ἔθεσε τὴν εἰκόνα τοῦ χάσματος γιὰ νὰ τονίσει τὴν σαφῆ διάκριση, τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἐπικοινωνία μεταξὺ αὐτῶν ποὺ ἔζησαν ἐνάρετα καὶ τῶν ἄλλων. Ἐπισφραγίζει δὲ αὐτὴν τὴν ἐξήγησή μας καὶ ὁ Ἠσαίας λέγοντας «Μὴ οὐκ ἰσχύει ἡ χεὶρ Κυρίου τοῦ σῶσαι, ἢ ἐβάρυνε τὸ οὖς αὐτοῦ του μὴ ἀκοῦσαι; Ἀλλὰ τὰ ἁμαρτήματα ὑμῶν, διϊστῶσιν ἀνὰ μέσον ὑμῶν καὶ ἀνὰ μέσον του Θεοῦ».

(4ος αἰών, ΒΕΠΕΣ τόμ. 71, σέλ. 237 – Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον”, σελὶς 337 καὶ ἑξῆς. Ἐπιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλᾶς)
(Πηγὴ)