Ὁ Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, ὁ ἀποκαλούμενος καὶ δίκαιος, εἶναι ἅγιος της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ ἔζησε κατὰ τὴν ἀποστολικὴ ἐποχὴ καὶ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἐπίσκοπός της Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων. Γιὰ τὴν θαυμαστὴ πολιτεία του καὶ τὶς πολλὲς ἀρετές του, ὀνομαζόταν ἀπὸ ὅλους δίκαιος.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς γιοὺς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ ἄλλη γυναίκα, ὁπότε ἦταν ἑτεροθαλὴς ἀδερφὸς τοῦ Κυρίου(Μάρκος 6,3. Γαλάτες 1,19). Μέσα στὰ εὐαγγέλια ἀναφέρεται πάντοτε ὡς πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του Ἰησοῦ (Ματθ. 13,55. Μάρκος 6,3) κάτι ποὺ δείχνει πὼς πιθανῶς ἦταν ὁ πρεσβύτερος.
Ὁ Ιάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔγραψε καὶ τὴν πρώτη Θεία Λειτουργία τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Ἔγινε μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ ἔδωσε μαρτυρικῶς τὴ ζωή του, ὅταν καταδικάστηκε ἀπὸ τὸ συνέδριο τῶν Σαδδουκαίων.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ
Ὁ Ἰάκωβος δὲν εἶχε ἀκολουθήσει τὸν Ἰησοῦ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς διδασκαλίας Του. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε μετὰ τὴν Ἀνάστασή του στὸν Ἰάκωβο καὶ ἐν συνεχεία στοὺς Ἀποστόλους (Α’ Κορινθ. 15,7), δείχνοντάς μας ἔτσι πὼς κλήθηκε μὲ ἰδιαίτερο τρόπο στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ὅπως καὶ ὁ ἴδιος.
Κατέλαβε ἡγετικὴ θέση στὴν ἀρχαία χριστιανικὴ ἐκκλησία καὶ ἀνέλαβε σημαντικο ρόλο στὴν ἑδραίωση τῆς πρώτης ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἱερουσαλήμ. (Ματθ. 13, 55. Μάρκ. 6,3. Α’ Κορινθίους 15,7. Πράξεις 1, 14. 12,17 καὶ 15,6-29. Γαλάτες 2,9).
Ἡ ἐξαίρετη θέση μάλιστα ποὺ κατεῖχε στὴ συνείδηση τῶν μελῶν τῆς ἀρχαίας ἐκκλησίας διαφαίνεται ἀπὸ τὴν προσφώνηση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὡς «στύλου» (Γαλ. 2,9) καὶ Ἀποστόλου (Γαλ. 1,19). Ὁ Ευαγγελιστής Λουκάς μας ἀναφέρει πὼς ὅταν ὁ Πέτρος ἀποφυλακίστηκε μὲ θαυμαστὸ τρόπο, κατευθύνθηκε στὸ σπίτι τῆς Μαρίας τῆς μητέρας του Μάρκου, ὅπου ζήτησε νὰ ἀπαγγείλουν τὰ γενόμενα καὶ στὸν Ἰάκωβο (Πράξεις 12,17), ἐνῶ ὅταν ὑποχρεώθηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἀφοῦ κινδύνευε νὰ συλληφθεῖ καὶ πάλι ἀπὸ τὸν Ἡρώδη Ἀγρίππα, παρήγγειλε νὰ διηγηθοῦν τὰ συμβάντα στὸν Ἰάκωβο καὶ τοὺς ἀδελφούς του (Πράξεις 12,17).
Στὴν Ἀποστολικὴ σύνοδο (Πράξεις 15, 4-29) ὁ Ἰάκωβος διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο. Ὁ ἴδιος μάλιστα μέσα ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ περιγραφὴ διαφαίνεται ὡς ἐπικεφαλῆς τῆς συνόδου. Ἔτσι λαμβάνει θέση ὥστε νὰ ἐπιλυθεῖ τὸ πρόβλημα μὲ τοὺς ἐξ ἐθνῶν Χριστιανούς, τασσόμενος ὑπὲρ τῆς ἄποψης νὰ μὴν ἐπιβαρύνονται μὲ τὴν περιτομή, ἀλλὰ νὰ δοθεῖ ἰδιαίτερη μνεία γιὰ τὴν ἠθικὴ πορεία τοῦ βίου τους καὶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὰ ἔθιμα τῶν εἰδωλολατρῶν (Πρ. 15, 19-20). Μετὰ τὴν τρίτη περιοδεία τοῦ ὁ Παῦλος φτάνοντας στὰ Ἱεροσόλυμα, παρουσιάστηκε στὸ Ἰάκωβο γιὰ νὰ διηγηθεῖ τὰ συμβάντα (Πρ. 21, 18-19). Ὁ Ἰάκωβος τελικὰ φαίνεται πὼς δὲν ἐγκατέλειψε τὰ Ἱεροσόλυμα, περιορίζοντας τὴν ἀποστολική του δράση στοὺς Ἰουδαίους (Γαλ. 2,9), χωρὶς ὅμως νὰ ἀντιτίθεται τὸ ἄνοιγμα στὸν ἐθνικὸ χῶρο (Γαλ. 2, 6-10). Οἱ πληροφορίες ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ καὶ μετὰ μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη γιὰ τὸν Ἰάκωβο σταματοῦν.
Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἰακώβου
Τήν μοναδικὴ Ἐπιστολὴ ποὺ συνέγραψε, τὴν ἀπευθύνει ὄχι πρὸς τοὺς πιστοὺς μιᾶς συγκεκριμένης τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ πρὸς ὅλους τους πιστούς, πρὸς ὅλους τους Ἰουδαίους, ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ ἤσαν διεσπαρμένοι σὲ ὅλα τα μέρη τοῦ κόσμου, καὶ γι’ αὐτὸ ὀνομάζεται καθολικὴ Ἐπιστολή.
Ἡ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Ἰακώβου εἶναι ἕνα καταπληκτικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο προξενεῖ στὴν ψυχὴ ἀληθινὴ παρηγοριά, ἀνεκλάλητη χαρὰ καὶ ἀποδιώχνει κάθε εἴδους ἀπελπισία. Ρυθμίζει κατὰ τὸν καλύτερο τρόπο τὶς διαπροσωπικὲς σχέσεις.
Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ διδάσκει: α) τὴν διαφορὰ ποὺ ἔχουν οἱ πειρασμοί. Ποιὸς πειρασμὸς γίνεται στὸν ἄνθρωπο κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸς προξενεῖται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου.
β) ὑποδεικνύει τὴν ὁδὸ τῆς καθάρσεως, τῆς θεραπείας τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ πάθη, γιὰ νὰ φωτιστεῖ ὁ νοῦς καὶ νὰ ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος προσωπικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
γ) δὲν παραλείπει νὰ τονίσει καὶ τὴν ἀξία τῆς παρουσίας τοῦ Ἱερέως Θεραπευτοῦ, καθὼς καὶ τὴν χρησιμοποίηση ὑλικῶν στοιχείων, ὅπως τὸ λάδι, τὸ ὁποῖο ἁγιάζεται καὶ δὶ’ αὐτοῦ ἐνεργεῖ ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ.
δ) ὅτι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ δείχνουν τὴν πίστη τοὺς ὄχι μόνον μὲ λόγια ἀλλὰ κυρίως μὲ ἔργα.
ε) παραγγέλλει νὰ μὴ προτιμῶνται στὴν Ἐκκλησία οἱ πλούσιοι περισσότερο ἀπὸ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ ἐπιπλήττονται οἱ πλούσιοι ὡς ὑπερήφανοι. Τονίζει, ὅτι δὲν πρέπει νὰ χωρίζονται οἱ ἄνθρωποι σὲ ὁμάδες, ἀνάλογα μὲ τὰ χρήματα καὶ τὰ ἀξιώματα ποὺ διαθέτουν, ἀλλὰ θὰ πρέπει νὰ ἐπιδεικνύεται πρὸς ὅλους ὁ ἴδιος σεβασμός, ἐπειδὴ εἶναι εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ.
στ) ἀφοῦ παρηγορεῖ ὁ Ἅγιος ἐκείνους ποὺ ἀδικοῦνται καὶ τοὺς παρακινεῖ νὰ μακροθυμοῦν καὶ νὰ ὑπομένουν μέχρι τὴν Δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ, δείχνοντάς τους μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰὼβ τὸ πόσο χρήσιμη εἶναι ἡ ὑπομονή, παραγγέλλει στοὺς ἀσθενεῖς νὰ προσκαλοῦν τοὺς ἱερεῖς νὰ τοὺς χρίουν μὲ ἔλαιο.
ζ) ὅλοι οἱ πιστοὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ ἐπαναφέρουν στὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας αὐτοὺς ποὺ ἔχουν πλανηθεῖ ἀπὸ αὐτή, ἐπειδὴ σὲ αὐτοὺς δίδεται μισθὸς ἀπὸ τὸν Κύριο, ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους.
η) κάνει λόγο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σοφία καὶ τὴν ἀντιπαραβάλλει μὲ τὴν σοφία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν ὁποία ὀνομάζει ἁγνή, εἰρηνική, ἐπιεικῆ, εὐπειθῆ, γεμάτη εὐσπλαχνία καὶ ἀγαθοὺς καρπούς, ἀμερόληπτη καὶ εἰλικρινῆ, ἐπειδὴ εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα προκαλοῦν ἔριδες, μαλώματα, ἀκαταστασία. Ὑπάρχουν σοφοὶ κατὰ Θεὸν καὶ σοφοὶ κατὰ κόσμον, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι ποὺ κατέχουν καὶ τὶς δύο σοφίες. Ἄλλωστε, ἡ ἀνθρώπινη σοφία πλουτίζει τὴν διάνοια, ἐνῶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, πλουτίζει τὴν καρδιὰ μὲ τὴν ἄκτιστη θεία Χάρη καὶ τῆς χαρίζει ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀποζητᾶ ὁ ἄνθρωπος, δηλαδὴ ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη κ.λ.π. Μὲ τὴν λογικὴ κατανοεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸ γράμμα τῶν ὅσων ἀκούει ἢ ἀναγινώσκει, ἐνῶ μὲ τὸν φωτισμένο νοῦ ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ εἰσδύει στὸ βάθος τῶν λεγομένων καὶ ἀναγινωσκομένων καὶ ἔτσι μπορεῖ νὰ κατανοεῖ τὸ πνεῦμα καὶ τὸ βαθύτερο νόημά τους καὶ νὰ τὰ ἑρμηνεύει σωστά.
Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος συνέγραψε τὴν πρώτη θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία εἶναι κατανυκτικὴ καὶ διασώζει τὸν τρόπο λατρείας τῶν Χριστιανῶν τῶν Ἀποστολικῶν χρόνων. Τελεῖται καὶ σήμερα, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς του, ἀλλὰ καὶ τὴν δεύτερη ἡμέρα τῶν Χριστουγέννων.
ΠΩΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ
Ἐλεύθερη ἀπόδοση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας Βιβλίο Β’
*****
Οἱ Ἰουδαῖοι, ἐπειδὴ ἀπελπίστηκαν γιὰ τὸ σχέδιο ποὺ κατέστρωσαν ἐναντίον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, γιατί αὐτὸς ἐπικαλέστηκε τὸν Καίσαρα καὶ στάλθηκε στὴ Ρώμη ἀπὸ τὸν Φῆστο, στρέφονται ἐνάντια στὸν Ἅγιο Ἰάκωβο, τὸν ἀδελφόθεο, στὸν ὁποῖο εἶχε ἀνατεθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους ὁ θρόνος τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Ἱεροσολύμων. Καὶ ἐναντίον του, τολμοῦν τὸ ἑξῆς.
Ἀφοῦ τὸν ὁδήγησαν στὴ μέση, τοῦ ζητοῦσαν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη στὸ Χριστὸ μπροστά σε ὅλο το λαό. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτός, ἀντίθετα μὲ τὴ γνώμη ὅλων, μίλησε μπροστὰ στὸ πλῆθος μὲ ἐλευθερία καὶ παρρησία, τὴν ὁποία δὲν περίμεναν, καὶ ὁμολόγησε ὅτι ὁ Σωτήρας καὶ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, αὐτοὶ δὲ μποροῦσαν πλέον νὰ ἀνεχτοῦν τὴ μαρτυρία του, καθὼς ἄλλωστε πιστεύονταν ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους ὅτι ἦταν πάρα πολὺ δίκαιος ἐξ’ αἰτίας τῆς ἀνωτερότητας τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς θεοσέβειας ποὺ ἔδειχνε στὴ ζωή του, τὸν σκοτώνουν, παίρνοντας ὡς εὐκαιρία τὴν ἔλλειψη ἐξουσίας, καθὼς λόγω τοῦ θανάτου τοῦ Φήστου αὐτὴ τὴν ἐποχὴ στὴν Ἰουδαία, ἡ τοπικὴ διοίκηση εἶχε μείνει χωρὶς ἄρχοντα καὶ ἐπίτροπο.
Καὶ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου τοῦ Ἰακώβου ἔχουν ἤδη φανερώσει καὶ οἱ λόγοι τοῦ Κλήμεντος ποὺ παρατέθηκαν προηγουμένως, ὁ ὁποῖος ἱστορεῖ ὅτι τὸν ἔριξαν ἀπὸ τὸ ἀέτωμα τοῦ ναοῦ καὶ τὸν ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου. Καὶ μὲ μεγάλη ἀκρίβεια ἱστορεῖ τὰ σχετικὰ μ’ αὐτὸν ὁ Ἠγήσιππος, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στὴν πρώτη διαδοχὴ τῶν ἀποστόλων, ἀναφέροντας στὸ πέμπτο του Ὑπόμνημα τὰ ἑξῆς.
«Ἀναλαμβάνει τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος ὀνομάστηκε ἀπὸ ὅλους δίκαιος, ἀπὸ τὰ χρόνια του Κυρίου ὡς τὶς μέρες μας, ἐπειδὴ πολλοὶ εἶχαν τὸ ὄνομα Ἰάκωβος, αὐτὸς ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας τοῦ ἦταν ἅγιος? Κρασὶ καὶ οἰνόπνευμα δὲν ἤπιε, οὔτε κρέας ἔφαγε, ξυράφι στὸ κεφάλι του δὲ χρησιμοποίησε, μὲ λάδι δὲν ἀλείφθηκε καὶ στὰ δημόσια λουτρὰ δὲ λούστηκε.
Μόνο σ’ αὐτὸν ἐπιτρεπόταν νὰ μπεῖ στὰ ἅγια γιατί δὲ φοροῦσε μάλλινα ἄλλα λινά. Καὶ ἔμπαινε στὸ ναὸ μόνος καὶ βρίσκονταν γονατισμένος νὰ ζητᾶ συγχώρεση γιὰ τὸ λαό, μέχρι τὸ σημεῖο νὰ ἔχουν σκληρύνει τὰ γόνατά του σὰν τῆς καμήλας, ἐπειδὴ πάντοτε γονάτιζε προσκυνώντας τὸν Θεὸ καὶ ζητώντας συγχώρεση γιὰ τὸ λαό.
Καὶ γιὰ τὴν ὑπεροχή του στὴ δικαιοσύνη ὀνομαζόταν ὁ δίκαιος καὶ «ὠβλίας», τὸ ὁποῖο στὰ ἑλληνικὰ σημαίνει «περιοχὴ τοῦ λαοῦ» καὶ «δικαιοσύνη», ὅπως καὶ οἱ προφῆτες μαρτυροῦν γιὰ αὐτόν.
Κάποιοι λοιπὸν ἀπὸ τὶς ἑπτὰ μερίδες τοῦ λαοῦ, ὅπως τὶς ἔχω προαναφέρει στὰ Ὑπομνήματα, τὸν ρωτοῦσαν ποιὰ εἶναι ἡ θύρα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἀπαντοῦσε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ σωτήρας. Ἀπὸ αὐτὰ κάποιοι πίστεψαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ Χριστός.
Καὶ οἱ μερίδες ποὺ προαναφέρθηκαν δὲν πίστευαν οὔτε στὴν ἀνάσταση, οὔτε ὅτι θὰ ἔρθει καὶ θὰ ἀποδώσει στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα του. Καὶ ὅσοι πίστεψαν, τὸ ἔκαναν ἐξαιτίας τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου.
«Κι ἐπειδὴ λοιπὸν πίστευαν καὶ πολλοὶ ἄρχοντες, θορυβήθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι λέγοντας ὅτι ὑπάρχει κίνδυνος ὅλος ὁ λαὸς νὰ προσδοκᾶ τὸν Ἰησοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν συγκεντρώθηκαν, ἔλεγαν στὸν Ἰάκωβο ? σὲ παρακαλοῦμε, συγκράτησε τὸ λαό, γιατί πλανήθηκε γιὰ τὸν Ἰησοῦ, νομίζοντας ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Σὲ παρακαλοῦμε, πεῖσε ὅλους, ὅσοι ἦρθαν γιὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, γιὰ τὸν Ἰησοῦ? γιατί ὅλοι πειθόμαστε σὲ σένα. Πράγματι, ἐμεῖς καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἀναγνωρίζουμε ὅτι εἶσαι δίκαιος καὶ δὲν προσωποληπτεῖς.
Πεῖσε κι ἐσὺ λοιπὸν τὸν ὄχλο νὰ μὴν πλανᾶται γιὰ τὸν Ἰησοῦ. Καὶ βέβαια ὅλος ὁ λαὸς καὶ ὅλοι πειθόμαστε σὲ σένα. Στάσου λοιπὸν πάνω στὸ ἀέτωμα τοῦ ναοῦ, γιὰ νὰ φαίνεσαι καλύτερα ἀπὸ ψηλὰ καὶ νὰ ἀκούει ὅλος ὁ λαὸς καλύτερά τα λόγια σου. Γιατί γιὰ τὸ Πάσχα εἶχαν συγκεντρωθεῖ ὅλες οἱ φυλὲς μαζὶ μὲ τοὺς ἐθνικούς.
Ἔστησαν λοιπὸν οἱ προαναφερθέντες γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι τὸν Ἰάκωβο πάνω στὸ ἀέτωμα τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ φώναξαν καὶ εἶπαν? «δίκαιε, ποὺ ὅλοι ὀφείλουμε νὰ πειθόμαστε σὲ σένα, ἐπειδὴ ὁ λαὸς πλανᾶται ἀκολουθώντας τὸν σταυρωμένο Ἰησοῦ, πές μας, ποιὰ εἶναι ἡ θύρα τοῦ Ἰησοῦ».
Καὶ ἀπάντησε μὲ δυνατὴ φωνή? «Τί μὲ ρωτᾶτε γιὰ τὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου, κι αὐτὸς κάθεται στὸν οὐρανό, στὰ δεξιά της μεγάλης δύναμης, καὶ πρόκειται νὰ ἔρθει πάνω στὰ σύννεφα τοῦ οὐρανοῦ;».
Κι ἐπειδὴ πολλοὶ πείσθηκαν καὶ δόξαζαν γιὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου καὶ ἔλεγαν, «ὡσαννὰ στὸν υἱὸ τοῦ Δαυίδ», τότε πάλι οἱ ἴδιοι γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ἔλεγαν μεταξύ τους, «λάθος κάναμε καὶ προσφέραμε τέτοια μαρτυρία στὸν Ἰησοῦ ἀλλὰ ἃς ἀνεβοῦμε καὶ ἃς τὸν πετάξουμε κάτω γιὰ νὰ φοβηθοῦν καὶ νὰ μὴν τὸν πιστέψουν».
Καὶ φώναξαν λέγοντας, «ω, ω, πλανήθηκε καὶ ὁ δίκαιος», καὶ ἐκπλήρωσαν τὴ γραφὴ ποὺ βρίσκεται στὸν Ἠσαΐα, «ἃς σκοτώσουμε τὸν δίκαιο, γιατί δὲν τὸν χρειαζόμαστε, λοιπόν, θὰ γευτοῦν τοὺς καρποὺς τῶν πράξεών τους».
Ἀφοῦ ἀνέβηκαν λοιπόν, ἔριξαν κάτω τὸν δίκαιο. Καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους? «ἃς λιθοβολήσουμε τὸν Ἰάκωβο τὸν δίκαιο», καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν, γιατί παρὰ τὴν πτώση δὲν πέθανε? ἀλλὰ γύρισε καὶ γονάτισε λέγοντας, «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε Θεὲ Πατέρα, συγχώρεσέ τους, γιατί δὲν ξέρουν τί κάνουν».
Κι ἐνῶ λοιπὸν ἔτσι τὸν λιθοβολοῦσαν, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, τοὺς γιοὺς τοῦ Ρηχάβ, τοῦ γιοῦ τοῦ Ραχαβείμ, ποῦ ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν Ἱερεμία τὸν προφήτη, φώναζε λέγοντας, «σταματῆστε, τί κάνετε; γιὰ σᾶς προσεύχεται ὁ δίκαιος».
Καὶ κάποιος ἀπ’ αὐτούς, ἕνας ποὺ κατεργαζόταν ὑφάσματα, πῆρε τὸ ξύλο μὲ τὸ ὁποῖο χτυπᾶ τὰ ὑφάσματα καὶ κατάφερε ἕνα χτύπημα στὸ κεφάλι τοῦ δίκαιου, καὶ ἔτσι μαρτύρησε. Καὶ τὸν ἔθαψαν στὸν τόπο δίπλα στὸ ναό, καὶ ἡ στήλη τοῦ ἀκόμα βρίσκεται δίπλα στὸ ναό. Αὐτὸς ἔχει γίνει ἀληθινὸς μάρτυρας γιὰ τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἕλληνες, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ ἀμέσως ὁ Βεσπασιανὸς ἀρχίζει νὰ τοὺς πολιορκεῖ».
Αὐτὰ ἐκτεταμένα τὰ ἀφηγεῖται καὶ ὁ Ἠγήσιππος συμφωνώντας μὲ τὸν Κλήμεντα. Τόσο λοιπὸν θαυμαστὸς ἦταν ὁ Ἰάκωβος καὶ τόσο φημίζονταν γιὰ τὴ δικαιοσύνη τοῦ ἀπ’ τοὺς ἄλλους ὅλους, ὥστε καὶ οἱ σώφρονες Ἰουδαῖοι νὰ νομίζουν ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ ἀμέσως μετὰ τὸ μαρτύριό του πολιορκήθηκε ἡ Ἱερουσαλήμ, πράγμα τὸ ὁποῖο δὲν τοὺς συνέβη γιὰ κανέναν ἄλλο λόγο, παρὰ γιὰ τὸ ἀνοσιούργημα ποὺ τόλμησαν ἐναντίον του.
Καὶ φυσικὰ ὁ Ἰώσηπος δὲν δίστασε νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσει ἐγγράφως μὲ τὰ ἑξῆς λόγια «Αὐτὰ λοιπὸν συνέβησαν στοὺς Ἰουδαίους σὰν ἐκδίκηση γιὰ τὸν Ἰάκωβο τὸν δίκαιο, ἐπειδὴ ἀκριβῶς τὸν σκότωσαν οἱ Ἰουδαῖοι, ἂν καὶ ἦταν πάρα πολὺ δίκαιος».
Καὶ ὁ ἴδιος συγγραφέας, στὸ εἰκοστὸ βιβλίο τῆς Ἀρχαιολογίας, περιγράφει τὸ θάνατό του, ὡς ἑξῆς· «καὶ ὁ Καίσαρας, ὅταν ἔμαθε τὸ θάνατο τοῦ Φήστου, στέλνει γιὰ ἔπαρχο τῆς Ἰουδαίας τὸν Ἀλβίνο. Καὶ ὁ νεότερος Ἀνανος, ὁ ὁποῖος ἀναφέραμε ὅτι εἶχε παραλάβει τὴν ἀρχιεροσύνη, ἦταν θρασὺς στὸ χαρακτήρα καὶ ἰδιαίτερα τολμηρός, καὶ ἀνῆκε στὴν αἵρεση τῶν Σαδδουκαίων, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ πιὸ σκληροὶ στὶς ἀποφάσεις ἀπὸ ὅλους τους Ἰουδαίους, ὅπως ἤδη τὸ ἔχουμε ἀναφέρει.
Καθὼς λοιπὸν ἦταν τέτοιος ὁ Ἀνανος, θεώρησε ὅτι βρῆκε τὴν κατάλληλη εὐκαιρία λόγω τοῦ θανάτου τοῦ Φήστου κι ἐπειδὴ ὁ Ἀλβίνος ἦταν ἀκόμη στὸ δρόμο, καὶ συγκαλεῖ συνέδριο τῶν κριτῶν καὶ ὁδηγεῖ σὲ αὐτὸ τὸν Ἰάκωβο τὸν ἀδελφόθεο, καὶ μερικοὺς ἄλλους, καὶ κατηγορώντας τους ὅτι δῆθεν παρανόμησαν, τοὺς παρέδωσε γιὰ λιθοβολισμό.
Ὅσοι ὅμως θεωροῦνταν ὅτι ἦταν οἱ πιὸ ἐπιεικεῖς στὴν πόλη καὶ τηροῦσαν τοὺς νόμους μὲ ἀκρίβεια, τὸ ἔφεραν βαρέως, καὶ στέλνουν κρυφὰ ἀπεσταλμένο στὸ βασιλιά, παρακαλώντας τὸν νὰ στείλει ἐπιστολὴ στὸν Ἄνανο νὰ μὴν κάνει πλέον τέτοιες πράξεις γιατί οὔτε προηγουμένως αὐτὸς δὲν εἶχε πράξει σωστά. Και κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς προϋπαντοῦν τὸν Ἀλβίνο καθὼς ὁδοιποροῦσε ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ τοῦ ἐξηγοῦν ὅτι ὁ Ἀνανος δὲν εἶχε δικαίωμα νὰ συγκαλέσει συνέδριο χωρὶς τὴ σύμφωνη γνώμη τὴ δική του.
Κι ὁ Ἀλβίνος πείσθηκε στὰ λόγια τους καὶ γράφει ὀργισμένος στὸν Ἄνανο ἀπειλώντας τὸν ὅτι θὰ τὸν τιμωρήσει, καὶ ὁ βασιλιὰς Ἀγρίππας γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ ἀφαίρεσε τὴν ἀρχιεροσύνη, ποὺ τὴν κατεῖχε γιὰ τρεῖς μῆνες, καὶ τὸν ἀντικατέστησε μὲ τὸν Ἰησοῦ, τὸ γιὸ τοῦ Δαμμαίου».