(21 Ὀκτωβρίου)

Ὁ ἰσάγγελος αὐτὸς ἅγιος, σύγχρονός των Μεγάλων Βασιλέων καὶ Ἰσαποστόλων Κων/τίνου καὶ Ἑλένης, γεννήθηκε στὴν κωμόπολη τῆς Παλαιστίνης τὴ Θαβαθά, ποὺ βρίσκεται πέντε περίπου μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀρχαία πόλη τῶν Φιλισταίων, τὴ Γάζα. Οἱ γονεῖς του, πλούσιοι εἰδωλολάτρες φρόντισαν ἀπὸ νωρὶς νὰ δώσουν στὸ παιδὶ τους μιὰ ξεχωριστὴ μόρφωση. Γι’ αὐτὸ κι ἀπὸ μικρὸ ἔσπευσαν νὰ τὸν ἀποχωρισθοῦν καὶ νὰ τὸν στείλουν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ ἦταν τότε ἕνα μεγάλο κέντρο Ἑλληνικῶν σπουδῶν. Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς ὀνομαστὲς Σχολὲς τῆς πόλεως αὐτῆς φρόντισε ὁ μικρὸς Ἰλαρίων νὰ ἐγγραφεῖ καὶ μ’ ἐνδιαφέρον νὰ παρακολουθήσει τὰ μαθήματά της. Ὁ πόθος του ὅμως νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια ὁδήγησε κάποτε τὰ βήματά του καὶ σὲ χριστιανικὲς συγκεντρώσεις.

Ἡ ζωὴ τῶν χριστιανῶν, ἡ εὐγένεια κι ἡ καλοσύνη τους, τὸ ἐνδιαφέρον τους νὰ ἐξυπηρετήσουν τοὺς ἄλλους μὲ κάθε ἀνιδιοτέλεια καὶ προθυμία τοῦ ἔκαμαν ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμὴ ξεχωριστὴ ἐντύπωση. Ἀλλὰ καὶ τὰ ἁγνὰ ἤθη κι ἔθιμά τους κι ἡ ὅλη τους ἀρετὴ τοῦ σκλάβωσαν τὴν ψυχὴ κι ἄναψαν μέσα του θερμὸ τὸν ζῆλο νὰ γνωρίσει καλύτερα τὴν πηγὴ τῆς τροφοδοσίας τους. Ἔτσι ὁ φιλομαθὴς νέος ἐπεδίωξε νὰ ἔρθει σ’ ἐπαφὴ μὲ σημαίνοντας χριστιανοὺς κι ἀπὸ ὑπεύθυνα πρόσωπα νὰ μάθει τὶς ἐπιταγὲς τῆς νέας πίστεως. Ὁ ἐνθουσιασμός του γιὰ ὅσα ἄκουε κι ὁ ζῆλος του νὰ γνωρίσει περισσότερα, προχωροῦσε μέρα μὲ τὴ μέρα γιὰ νὰ καταλήξει κάποτε στὴν ἀποδοχὴ τῆς νέας θρησκείας καὶ νὰ βαπτισθεῖ.

Ἡ χαρὰ κι ἡ εὐτυχία τοῦ ἁγνοῦ νέου τὴν ἥμερα ἐκείνη, ποὺ φόρεσε τὸν λευκὸ χιτώνα τοῦ βαπτίσματος, ὑπῆρξε ἀφάνταστα μεγάλη. Μιὰ ἀπόδειξη τούτης τῆς χαρᾶς εἶναι κι ἡ πλούσια χρηματικὴ προσφορά του γιὰ χάρη τῶν πτωχῶν ἀδελφῶν τοῦ Χριστοῦ.

Μὲ τὴν εἴσοδό του στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ὁ νεοπροσήλυτος χριστιανὸς ρίχτηκε μὲ πιὸ πολὺ ζήλο στὸν ἀγώνα. Ἡ Ἁγία Γραφὴ γίνηκε ὁ ἀγαπημένος του σύντροφος κι ἡ ζωὴ τῶν ἐνάρετων ἀνδρῶν, ποὺ μελετοῦσε στὰ ἱερὰ κείμενα, ἦταν ἐκείνη ποὺ προσπαθοῦσε κι ὁ ἴδιος νὰ μιμηθεῖ κι ἀκολουθήσει. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ τὸν συνεῖχε κυριολεκτικά. Πόθος του ἕνας:

Ν’ ἀποχωρισθεῖ ἀπὸ καθετὶ ποὺ θὰ τὸν κρατοῦσε δεμένο μὲ τὰ ὑλικά, τὰ γήινα κι ἐλεύθερος νὰ τραβήξει τὸν δύσκολο, μὰ εὐλογημένο δρόμο, ποὺ φέρει τὸν ἄνθρωπο στὸν οὐρανό.

Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ σ’ ὅλη τὴν Αἴγυπτο κυριαρχοῦσε ἡ φήμη τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Μορφωμένοι κι ἀγράμματοι μιλοῦσαν μὲ σεβασμὸ γιὰ τὴ θεοσέβεια τοῦ ξακουστοῦ ἀσκητοῦ. Κοντὰ σ’ αὐτὸν ὁ ζηλωτὴς νέος πεθύμησε νὰ μαθητεύσει ἔστω καὶ γιὰ λίγο.

Χωρὶς νὰ χάσει καιρὸ ἕνα πρωὶ ἄφησε τὴν πολυθόρυβη πόλη καὶ τράβηξε στὴν ἔρημο. Βρῆκε τὸν ἅγιο ἐρημίτη κι ἔμεινε κοντά του ἀρκετὸ καιρό. Στὸ διάστημα αὐτὸ σὰν τὴ μέλισσα ρούφηξε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ τῆς ἀσκήσεως ὅ,τι καλὸ μπόρεσε νὰ δεῖ καὶ ν’ ἀκούσει μὲ ἀποτέλεσμα ἡ καρδιά του νὰ σκλαβωθεῖ ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῆς ἄλλης, τῆς μακαρίας ζωῆς.

Πλησίον στὸν πολύπειρο ἀγωνιστὴ τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς ἔμαθε ὁ ἁγνὸς νέος νὰ ζεῖ σὲ μιὰ θεϊκὴ ἀνάταση. Ἡ ζωντανὴ προσευχή, ἡ προσεκτικὴ μελέτη, ἡ ἀνάλογη περισυλλογὴ κι ὁ αὐστηρὸς αὐτοέλεγχος ἦταν ἡ καθημερινὴ ἀπασχόλησή του. Μὲ τὰ μέσα τοῦτα τὰ πνευματικὰ ὁ ζηλωτὴς νέος ἀγωνίστηκε ν’ αὐξήσει τὶς διανοητικές του δυνάμεις καὶ νὰ ἀποκτήσει σιγὰ-σιγὰ τὰ ἐφόδια ποὺ χρειαζόταν γιὰ τοὺς κατοπινούς του ἀγῶνες. Ἐδῶ συνήθισε ἀκόμη ν’ ἀξιοποιεῖ τὸν χρόνο του καὶ νὰ ἱεραρχεῖ τὶς ἀνάγκες του. Ἔτσι ἔγινε ἕνας θεοκεντρικὸς ἄνθρωπος. Κύριος σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του ἔβαλε ν’ ἀρέσει στὸν Θεό. Κι ὅλες του οἱ δυνάμεις, ὅλες του οἱ προσπάθειες, ὅλοι του οἱ ἀγῶνες σὲ τοῦτο καὶ μόνο στράφηκαν: Στὸ πῶς νὰ καλλιεργήσει μέσα του τὸ «κατ’ εἰκόνα», γιὰ νὰ ἐπιτύχει «τὸ καθ’ ὁμοίωσιν». Στὸ πῶς ν’ ἀναπτύξει τὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα τὸν ἐπροίκισε ὁ Πανάγαθος Θεός, γιὰ νὰ ἐπιτύχει νὰ γίνει κάποια μέρα γνήσια εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἕνας ἀληθινὸς ἄνθρωπος ἀρετῆς. Ἕνας ἅγιος.

Μὲ τούτη τὴν ἀπόφαση καὶ τοῦτο τὸν πόθο καὶ σκοπὸ ὡς θησαυρὸ πολύτιμο στὴν ψυχὴ τοῦ ἀποχαιρέτησε κάποιο πρωινὸ τὸν πνευματικό του πατέρα καὶ καθοδηγητὴ τῆς ἐρήμου Ἀντώνιο καὶ πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα του. Ποθοῦσε νὰ δεῖ τοὺς γονεῖς του, γιατί ἔμαθε πώς δὲν ἤσαν καλὰ στὴν ὑγεία. Κι ἀκόμη ἤθελε νὰ τακτοποιήσει καὶ μερικὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα, ποὺ ἤσαν ἐκκρεμῆ.

Σὰν ἔφθασε, πῆγε καὶ κτύπησε τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του. Κάποιος γείτονας ποὺ ἄκουσε τὸ κτύπημα, βγῆκε καὶ τοῦ εἶπε πὼς τόσο ὁ πατέρας ὅσο κι ἡ μητέρα του εἶχαν ἐδῶ κι ἀρκετὸ καιρὸ φύγει ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο. Λυπημένος ὁ φιλόστοργος νέος κι ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὸν γείτονα τράβηξε πρὸς τὸ κοιμητήριο. Πάνω ἀπὸ τὸ χῶμα τοῦ τάφου ποὺ σκέπαζε τ’ ἀγαπημένα πρόσωπα, γονάτισε. Γιὰ ὧρες ἔμεινε ἐκεῖ προσευχόμενος μὲ ἱερὴ κατάνυξη.

Στὴν πατρίδα του ὁ ἐραστὴς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς δὲν στάθηκε γιὰ πολύ. Ἀφοῦ μοίρασε τὴν πατρικὴ περιουσία στοὺς πτωχοὺς κι ἀποχαιρέτησε τοὺς γνωστούς, ἀνεχώρησε. Γεμάτος ἀποφασιστικότητα προχώρησε γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ἱεροῦ σκοποῦ του. Τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου «ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κάγω τῷ κόσμω» (Γαλατ. στ’, 14) ἀντηχοῦσαν δυνατὰ μέσα του καὶ τοῦ γέμιζαν τὴν ψυχὴ ἀπὸ ἀληθινὴ εὐτυχία. Ὅλος ὁ κόσμος μὲ τὶς δόξες καὶ τὶς τιμὲς μὰ καὶ τὰ πλούτη καὶ τὶς ἡδονὲς κι ὅλα τά θέλγητρά του σταυρώθηκαν καὶ νεκρώθηκαν γιὰ τὸν εὐγενικὰ νέο. Τίποτα ἀπ’ αὐτὰ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν τραβήξει ἢ νὰ τὸν συγκινήσει. Μὰ καὶ κανένα ἄλλο ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ λέγονται ἀγαθά τοῦ κόσμου τούτου, δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν δελεάσει καὶ νὰ τοῦ μεταλλάξει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωσή του στὸν Σωτήρα Χριστό. Καύχηση καὶ χαρὰ του ἦταν μόνο Αὐτός, ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, μὰ καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλων ἐκείνων ποὺ θὰ πίστευαν σ’ Αὐτόν. Τὸ ὄνομά Του ἀνέλαβε νὰ κηρύξει. Καὶ τὸ κηρύττει παντοῦ.

«Οὐκ ἐστὶν ἐν ἄλλω οὐδενὶ ἡ σωτηρία• οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστὶν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὢ δεῖ σωθῆναι ἠμᾶς» (Πράξ. δ’, 12). Κανένα ἄλλο πρόσωπο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς ἐξασφαλίσει τὴ σωτηρία. Κανένα ἄλλο ὄνομα δὲν ἔχει δοθεῖ ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Μόνο ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σωτήρ. Σ’ Αὐτὸν ἃς πιστέψουμε ὅλοι. Αὐτὰ μὲ παρρησία καὶ ζωντάνια κηρύττει παντοῦ ὁ νέος Ἱεραπόστολος. Καὶ τὸ κήρυγμά του συγκινεῖ κι ἐνθουσιάζει. Μὰ καὶ πείθει καὶ οἰκοδομεῖ. Ἕνα μεγάλο ποσοστὸ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ποὺ κατοικοῦσαν στὶς περιοχὲς ἐκεῖνες τῆς Γάζας καὶ τῆς Νότιας Παλαιστίνης δέχτηκαν τὸ κήρυγμα τῆς σωτηρίας χάρη στὸν ἅγιο κι ἔγιναν χριστιανοί. Ἀλλὰ κι οἱ αἱρετικοὶ ποὺ ζοῦσαν στὰ μέρη ἐκεῖνα, στὸ πρόσωπο τοῦ ὁσίου βρῆκαν τὸν σθεναρὸ κι ἀκαταμάχητο πρόμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἀφοῦ γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα ὁ ζηλωτὴς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο, κατόπιν ἀποσύρθηκε στὴν ἀγαπημένη του ἔρημο. Ἐκεῖ κοντὰ στὸ λιμάνι τοῦ Μαϊουμᾶ προχώρησε κι ἔστησε τὸ ἡσυχαστήριό του. Τριάντα ἑπτὰ χρόνια πέρασε στὸ μέρος αὐτό. Τριάντα ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια αὐστηρῆς ἀσκήσεως.

Ἕνας τρίχινος σάκος, ποὺ ταλαιπωροῦσε τὸ κορμί του, ἦταν τὸ φόρεμά του χειμώνα-καλοκαίρι. Στὸν λαιμὸ ἔφερε μιὰ δερμάτινη λωρίδα, δῶρο τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Κατοικία του εἶχε μιὰ σπηλιὰ μ’ ἕνα στενότατο κελί. Καὶ τροφὴ του λίγα ξερὰ σύκα καὶ μερικὰ ἀγρία χόρτα. Μὲ τὴν αὐστηρή του τούτη ἐγκράτεια, ἀλλὰ καὶ τὴ θερμὴ κι ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴ συνεχῆ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἀγωνιζόταν κάθε μέρα γιὰ ἕνα πράγμα μόνο:

Στὸ πὼς νὰ ἀρέσει στὸν Θεό.

Σὰν τὸ χρυσάφι ποὺ δοκιμάζεται στὴ φωτιά, ἔτσι κι αὐτὸς δοκιμάστηκε τοῦτο τὸν καιρὸ ἀπὸ τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς ποὺ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπέτρεψε νὰ τοῦ ἔρθουν γιὰ προσωπική του ὠφέλεια καὶ δοκιμή. Ὅμως μὲ τὸ νὰ ἔχει τὴ σκέψη του στραμμένη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν καρδιὰ του καθαρὴ ἀπὸ κάθε ἀκάθαρτο λογισμὸ κατόρθωσε καὶ τοὺς πειρασμοὺς νὰ ξεπεράσει κι αὐτὸς ἀπρόσβλητος νὰ μένει. Κάτι περισσότερο. Πέτυχε νὰ γίνει ἡ ψυχὴ του κατοικητήριο Αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε τίποτα στὸν κόσμο νὰ μὴν τὸν φοβίζει καὶ νὰ μὴ τὸν ταράσσει.

Ἡ ἡλικία του, ἦταν τότε, δεκαπέντε χρόνων. Ἐφαρμόζει, γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ διδάχθηκε ἀπὸ τὸν ἔμπειρο διδάσκαλό του, Μέγα Ἀντώνιο καὶ πολὺ σύντομα γίνεται, ὑπόδειγμα Μοναχοῦ, ἐφαρμόζοντας αὐστηρὴ ἀσκητικὴ Ζωή. Ἀντί, γιὰ κρεβάτι, ξάπλωνε κατάχαμα καὶ τὸ φαγητό του, μόνο λίγα σύκα κάθε μέρα καὶ πάντα, ὅταν ἄρχιζε νὰ νυχτώνει. Μὲ τὴν αὐστηρή του, ἀσκητικὴ ζωὴ ὅμως, ἐνοχλοῦνταν, ὁ φθονερὸς δαίμονας, ποὺ ἔτριζε τὰ δόντια του ἀπὸ τὴν κακία καὶ τὴ ζήλειά του καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ τοὺς δικούς του σατανικοὺς τρόπους νὰ τὸν ξεγελάσει, ποντάροντας βασικά, στὸ νεαρό της ἡλικίας του.

Ἀποφασίζει, λοιπόν, ὁ παμπόνηρος, ὅτι μὲ τὴν πορνεία, θὰ μποροῦσε νὰ ἐξασθενήσει τὴν πίστη του καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ, ὁ πραγματικὸς ἀθλητὴς Ἰλαρίων, στὴν ἁμαρτία. Ἔτσι, συγκεντρώνει ὅλες του τὶς δυνάμεις, πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση, βάζοντας μέσα στὸ μυαλὸ του κακοὺς λογισμούς, ὅπως συνήθως, συνηθίζει νὰ κάνει. Ὁ νεαρὸς στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ, χρησιμοποίησε τὰ δικά του ὅπλα, ποὺ ἦταν, ἡ νηστεία, ἡ προσευχὴ καὶ οἱ βαριὲς χειρονακτικὲς ἐργασίες, ἀντιμετωπίζοντας μὲ ἐπιτυχία, ὅλες τὶς ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Ὅμως, ὁ πανοῦργος, δὲν ἐγκαταλείπει, τόσο εὔκολα καὶ γρήγορα, τὶς προσπάθειές του καὶ ἀποφασίζει νὰ τρομάξει τὸν νεαρὸ ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ, χρησιμοποιώντας τὰ ἄγρια θηρία καὶ τὰ λιοντάρια. Ὅταν, λοιπόν, κάποια βράδια δημιουργοῦσαν θορύβους καὶ χτύπαγαν στὸ φτωχικὸ καλύβι τοῦ νεαροῦ Ἰλαρίωνος, ἐκεῖνος, ἀμέσως τὸ κατάλαβε καὶ χρησιμοποιεῖ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι τὸ πρῶτο ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τὸν ἀπομακρύνει, μὲ ἐπιτυχία. Ὅμως, ὁ πανοῦργος δαίμονας δὲν τὸ βάζει εὔκολα κάτω καὶ χρησιμοποιεῖ γυμνὲς γυναῖκες καὶ ἀχνιστὰ μυρωδάτα φαγητά, προκειμένου νὰ τὸν κάνει, νὰ τὰ ἐπιθυμήσει καὶ νὰ τὸν ρίξει, ἔτσι, στὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴ του τὴν προσπάθεια ἀπέτυχε ὁ πολυμήχανος δαίμονας, γιατί ὁ νεαρὸς ἀθλητὴς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ παρὰ τὴν ἡλικία του, ἔδειξε, γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμη, τὴν μεγάλη του ἐμπειρία.


Κάποτε ἐκεῖ στὴν ἐρημιά, στὴν ἀρχὴ ποὺ πῆγε, μιὰ συμμορία ἀπὸ ληστὲς τὸν εἶχε ἐπισημάνει καὶ τὸν πλησίασε μὲ κακὲς διαθέσεις.

– Τί θὰ ‘καμνες, καλόγηρε, ἂν ἐδῶ στὴν ἐρημιὰ πού εἶσαι μόνος, σοῦ ἐπετίθεντο ληστές; τὸν ρώτησε μὲ προσποιητὴ ἀφέλεια ὁ ἀρχηγός τους.
– Τί ἔχει νὰ φοβηθεῖ ἕνας γυμνὸς σὰν κι ἔμενα; ἀπήντησε μὲ πραότητα κι ἀταραξία ὁ ἐρημίτης.
– Κι ἂν σὲ σκοτώσουν; πρόσθεσε ὁ ληστής.

Ὁ θάνατος δὲν φοβίζει ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ πεθάνει, ξανάπε ὁ ἐρημίτης. Ὁ θάνατος κλείει τούτη τὴ ζωὴ τὴν προσωρινή. Μὰ ἀνοίγει τὴν ἄλλη, τὴν αἰώνια, τὴν πραγματική. Σ’ αὐτὴ βαδίζουμε ὅλοι.

Τὰ λόγια του αὐτὰ κι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὅποιο τὰ εἶπε ἔκαμαν τοὺς ληστὲς σκεφτικούς. Ἀπομακρύνθηκαν σιωπηλοί, γιὰ νὰ ξαναγυρίσουν σὲ λίγο. Κάθησαν μπροστὰ στὸ κελί του κι ἄρχισαν νὰ ζητοῦν ἀπὸ αὐτὸν πιὸ πολλὲς ἐξηγήσεις. Στὸ τέλος ὁμολόγησαν τὸν σκοπό τους καὶ μὲ δάκρυα γονάτισαν μπροστά του καὶ ζήτησαν συγχώρηση. Ὁ ἅγιος τούς συγχώρησε κι ἐξακολούθησε τὴ διδασκαλία του. Ἀπὸ τὴν ἥμερα ἐκείνη συνεχίστηκαν οἱ ἐπισκέψεις μὲ ἀποτέλεσμα στὸ τέλος νὰ πιστέψουν καὶ νὰ βαπτιστοῦν ὄχι μονάχα αὐτοί, ἀλλὰ κι ἄλλοι ὁμοεθνεῖς τους ποὺ κατοικοῦσαν στὴν πόλη τῆς Ἰδουμαίας, Ἐλούζη. Ἔτσι ὁ ἅγιος πῆρε τὸν τίτλο: Ἀπόστολος τῶν Σαρακηνῶν.

Σὲ κάποια ἄλλη χρονικὴ στιγμή, τὸν ἐπισκέπτεται μιὰ γυναίκα, ποὺ ἐνῶ ἦταν παντρεμένη δεκαπέντε χρόνια, δὲν εἶχε καταφέρει, νὰ ἀποκτήσει παιδί. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν παρακαλοῦσε νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτήν, γιατί ὁ ἄνδρας της, τὴν κοροϊδεύει καὶ τὴν ὑβρίζει. Μάταια, προσπαθοῦσε ὁ Ἅγιος νὰ τὴν ἀπομακρύνει, γιατί οὐσιαστικὰ  δὲν ἤθελε καν νὰ δεῖ γυναίκα καὶ πολὺ περισσότερο, νὰ συνομιλήσει μαζί της. Ἡ ἄτεκνη γυναίκα, συνέχισε νὰ κλαίει, ἀπαρηγόρητα καὶ  τὸν παρακαλοῦσε, νὰ τὴν βοηθήσει. Κατάφερε νὰ τὴν ἀπομακρύνει, μόνο ὅταν τῆς εἶπε: « Πήγαινε στὸ σπίτι σου καὶ ὁ Κύριος θὰ σοῦ δώσει, ἐκεῖνο, ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά σου». Μόλις, ἡ γυναίκα ἔφυγε, ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε καὶ ἡ γυναίκα ἔμεινε ἔγκυος καὶ ἔφερε στὸν κόσμο, ἕνα χαριτωμένο παιδί. Ὅταν ἔφθασε σὲ ἡλικία ἑνὸς χρόνου, τὸ πῆραν οἱ γονεῖς του καὶ ἐπισκέφτηκαν τὸν Ἅγιο, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ σειρὰ του τὸ εὐλόγησε καὶ τοῦ εὐχήθηκε νὰ γίνει, ἕνας ἐνάρετος ἄνθρωπος.

   Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ σὲ κάποια ἄλλη γυναίκα, ποὺ ἦταν, ἡ σύζυγος τοῦ ἔπαρχου τῆς Γάζας καὶ πολὺ πλούσια, ὅταν, τὰ τρία της παιδιά, ἀρρώστησαν ξαφνικά. Ἀπελπισμένη, ἐπισκέπτεται τὸν Ὅσιο Ἰλαρίωνα καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια, τὸν παρακαλεῖ, νὰ τῆς θεραπεύσει, τὰ παιδιά της. Τοῦ ζητᾶ νὰ ἔλθει στὴ Γάζα, ποὺ βρίσκονται ἄρρωστά τά παιδιὰ καὶ νὰ κάνει, ὅτι μπορεῖ, προκειμένου, νὰ γίνουν καλά. Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπίσκεψης, τὸν ἐνημερώνει, γιὰ τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη, ποὺ ζοῦσαν οἱ κάτοικοι, τῆς πόλης. Ὁ Ἅγιος προβληματίζεται, γιὰ τὰ νέα ποὺ ἔμαθε καὶ παίρνει τὴν ἀπόφαση, νὰ ἐξέλθει, γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸ κελί του. Μόλις ἔπεσε τὸ σκοτάδι, πηγαίνει στὸ σπίτι τῆς γυναίκας, ποὺ ἦταν ἄρρωστά τά παιδιά, προσεύχεται καὶ ἀκουμπᾶ τὰ χέρια του ἐπάνω στὰ κεφάλια τῶν παιδιῶν καὶ γίνονται ἀμέσως καλά. Μάλιστα μετὰ ἀπὸ λίγο, ζήτησαν φαγητὸ καὶ οἱ γονεῖς, ἄρχισαν, νὰ εὐγνωμονοῦν τὸν Ὅσιο Ἰλαρίωνα, νὰ εὐχαριστοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν, τὸ Θεό.

Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητος τοῦ ὁσίου διαδόθηκε τόσο πολύ, ὥστε νωρὶς πλήθη ἀπὸ μοναχοὺς συγκεντρώθηκαν γύρω του, γιὰ ν’ ἀκοῦνε τὰ λόγια του καὶ νὰ ἔχουν τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πολλὰ μοναστήρια φύτρωσαν σὲ ὅλη ἐκείνη τὴν περιοχή. Γιὰ τοῦτο δίκαια θεωρεῖται ὁ ἱερὸς ἀσκητὴς ὡς ὁ εἰσηγητὴς τοῦ μοναχισμοῦ στὴν Παλαιστίνη, καθὼς καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἰσηγητὴς τοῦ μοναχισμοῦ στὴν Αἴγυπτο.

Στὴ μεγάλη φήμη τοῦ Ἰλαρίωνα πολὺ συνέβαλε καὶ τὸ θαυματουργικό του χάρισμα. Πολλά, πάρα πολλὰ θαύματα ἀναφέρονται σ’ αὐτόν. Θεραπεῖες διαφόρων ἀσθενειῶν καὶ δαιμονισμένων.

Ἡ ἀγάπη του σὲ ὅσους ἔπασχαν ἀπὸ κάτι ἦταν συγκινητική. Ἕνα πράγμα δὲν ἀνεχόταν ὁ καλοκάγαθος ἐρημίτης: Τὴν πλεονεξία καὶ τὴ φιλαργυρία στοὺς μοναχούς.

Σὰν παρατηροῦσε μιὰ τέτοια ἀδυναμία σὲ κανένα, τότε ὁ ἅγιος φρόντιζε νὰ καλέσει ἐκεῖνο τὸν μοναχὸ κοντά του καὶ νὰ τὸν συμβουλέψει. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος περιφρονοῦσε τὶς συμβουλές του καὶ συνέχιζε νὰ διατηρεῖ τὸ πάθος του, τότε κι αὐτὸς ἔσπευδε νὰ διακόψει κάθε σχέση κι ἐπαφὴ μαζί του. Κάτι περισσότερο. Ἀρνιόταν καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ νὰ πάρει κάτι, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὸν κῆπο του. Ἕνα λάχανο, γιὰ παράδειγμα ἢ ἕνα καρπό.

Μιὰ φορὰ ἕνας τέτοιος φιλάργυρος μοναχός, ποὺ παρὰ τὶς ὑποδείξεις τοῦ ἁγίου, συνέχιζε νὰ μένει ἀδιόρθωτος, ἔστειλε λάχανα σ’ αὐτὸν ἀπὸ τὸν κῆπο του, γιὰ νὰ τὸν ἐξευμενίσει.

Στὸν μαθητὴ του Ἠσύχιο ποὺ ἔφερε τὸ δῶρο γιὰ νὰ τὸ δείξει σ’ αὐτὸν καὶ τὸ καμαρώσει, ὁ συνεπὴς στὶς ἀρχὲς του ἀσκητὴς εἶπε: Βρωμοῦν αὐτὰ τὰ λάχανα, Ἠσύχιε. Βρωμοῦν…

– Τὰ ἔχω πλύνει καλά, Ἀββᾶ, ἐξήγησε ὁ μαθητής.
— Καὶ ὅμως σὲ βεβαιώνω πὼς βρωμοῦν, ἐπανέλαβε ὁ ἅγιος. Βρωμοῦν ἀπὸ φιλαργυρία!

Καὶ δὲν τὰ ἄγγισε. Ναί! δὲν δέχτηκε νὰ τ’ ἀγγίσει.

Ὑπερβολικὴ αὐστηρότης θὰ ποῦν μερικοί. Συνέπεια λέγουμε ἐμεῖς. Συνέπεια! Τὸ στοιχεῖο ποὺ λείπει ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν συγχρόνων χριστιανῶν. Ἡ ἀρετὴ ποὺ πρέπει νὰ προσεχθεῖ ἰδιαίτερα σήμερα καὶ νὰ γίνει ἀχώριστος σύντροφος τῆς ὅλης ζωῆς μας, ἂν θέλουμε νὰ μὴ νοθευτεῖ περισσότερο καὶ νὰ καταντήσει ἀγνώριστη ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη μας μὲ τὶς συνεχεῖς ὑποχωρήσεις μας καὶ τὶς σκοπιμότητές μας.

Ὅμως ὁ κόσμος, ποὺ καθημερινὰ μαζεύονταν, γιὰ νὰ ἀκούσουν ἀπὸ κοντὰ τὶς σπάνιες συμβουλές του, ἄρχιζε νὰ τὸν κουράζει καὶ νὰ τὸν ἐνοχλεῖ, γιατί δὲν τοῦ ἔμενε χρόνος, οὔτε νὰ προσευχηθεῖ. Φανερώνει, σὲ ἐλάχιστους ἀδελφούς, τὴν πρόθεσή του καὶ τοὺς παρακάλεσε νὰ τοῦ βροῦν κάποιο ζῶο, προκειμένου, νὰ τὸ χρησιμοποιήσει, γιὰ τὴν μετακίνησή του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος, ἔνοιωθε ἐξαντλημένος, ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ἄσκηση καὶ ἔφυγε, τὴ νύκτα. Μόλις ξημέρωσε τὸ πρωὶ καὶ μαθεύτηκε ἡ εἴδηση, ὅτι ὁ Ἅγιος ἔφυγε, πανικόβλητος ὁ κόσμος ἐπίασε τοὺς δρόμους καὶ τὸν ἀναζητοῦσαν παντοῦ. Ὅταν, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ὧρες ἀναζήτησης, τὸν βρῆκαν, μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν παρακαλοῦσαν, νὰ ἐπιστρέψει πίσω. Ἐκεῖνος, μὲ τὴ σειρά του, τοὺς βεβαίωνε, ὅτι δὲν θὰ γυρίσει πίσω, μάλιστα δέ, τοὺς συμβούλευε, νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοὺς δίδαξε καὶ τοὺς παρακάλεσε, νὰ ἐπιστρέψουν στὰ σπίτια τους. Ὁ ἴδιος συνέχισε τὴν πορεία, ἔχοντας μαζί του ἐλάχιστους ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του καὶ ἔφθασε, ἔτσι, στὴ σκήτη, τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Τὸν ὑποδέχτηκαν, οἱ μαθητές του, Ἰσαὰκ καὶ Πλουσιανὸς καὶ τὸν ξενάγησαν στοὺς κήπους ποὺ σκάλιζε καὶ καλλιεργοῦσε, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος. Στὴ συνέχεια τοὺς ζήτησε, νὰ τοῦ ὑποδείξουν τὸ μέρος, ποὺ εἶχαν θάψει  τὸν Ἅγιο, προκειμένου νὰ τὸν προσκυνήσει. Ὅμως, ἡ ἐπιθυμία τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἦταν, νὰ μὴν ἀποκαλύψουν ποτὲ σὲ κανένα, ποὺ θὰ τὸν θάψουν, γιὰ νὰ μὴν κερδίσει τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ χάσει τὴν Αἰώνια. Ὁ Ἅγιος Ἰλαρίων λυπήθηκε, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ προσκυνήσει, τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὅμως, σεβάστηκε τὴν τελευταία του ἐπιθυμία καὶ ἔφυγε, γιὰ τὴν ἔρημο.

   Βρῆκε  καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ μιὰ ἔρημη περιοχή, μὲ δυὸ ἀπὸ τοὺς μαθητές του, γιατί τοὺς ὑπόλοιπους τούς παρακάλεσε, νὰ ἐπιστρέψουν πίσω, στὴν Παλαιστίνη. Εἶχαν σχεδὸν περάσει τρία χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ κοιμήθηκε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καὶ δὲν εἶχε βρέξει καθόλου. Τὰ πάντα εἶχαν ξεραθεῖ καὶ οἱ ἄνθρωποι δυστυχοῦσαν καὶ ἦταν ἀπαρηγόρητοι, γιὰ τὴ δυστυχία, ποὺ περνοῦσαν. Κάποιοι, ρίχνουν τὴν ἰδέα, ὅτι ἐκεῖ κοντὰ ζεῖ κάποιος ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ποὺ δὲν ὑστερεῖ στὴν ἀρετὴ καὶ στὰ θαύματα, ποὺ ἔκανε ἐκεῖνος. Ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς, τρέχουν στὸ κελί του, νὰ τὸν συναντήσουν καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν παρακαλοῦσαν, νὰ τοὺς λυπηθεῖ καὶ νὰ τοὺς βοηθήσει. Ἐκεῖνος, προσευχήθηκε θερμά, στὸν Πανάγαθο Θεὸ καὶ ἀμέσως ἄρχισε νὰ βρέχει, ἀσταμάτητα. Ἡ γῆ χόρτασε νερὸ καὶ ἔγινε ἔτσι γόνιμη.

Ὑστερ’ ἀπὸ λίγες μέρες παραμονή τους στὸν τόπο ἐκεῖνο, ὁ ἅγιος προχώρησε μὲ τὴ συνοδεία του κι ἀπὸ τὴ μιὰ ἔρημο στὴν ἄλλη κατέβηκε σὲ μιὰ παραλιακὴ πόλη τῆς Λιβύης, τὴν Ἄβασσο.

Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ στὸν θρόνο τῆς Κων/πόλεως ἀνέβηκε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης (361-363). Οἱ Ἀρειανοὶ ποὺ ἀναθάρρησαν ἀπὸ τὴ στάση τοῦ αὐτοκράτορος ἄρχισαν ν’ ἀναζητοῦν τὸν ἅγιο γιὰ νὰ τὸν βροῦν καὶ νὰ τὸν κακοποιήσουν. Ὁ Ἰλαρίων σὰν τὸ ἔμαθε, ἔφυγε κι ἀπ’ ἐκεῖ καὶ μὲ πλοῖο πέρασε στὴ Σικελία καὶ μετὰ στὴ Δαλματία.

Τὰ πολλὰ θαύματα, ποὺ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔκανε στὰ μέρη ποὺ περνοῦσαν, προσείλκυαν καθημερινὰ στὸν τόπο ποὺ διέμενε πλήθη ἀνθρώπων, ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ διάφορες ἀρρώστιες. Τοῦτο ὅμως ἐμπόδιζε τὸν ὅσιο νὰ χαρεῖ τὴ θεογνώστη ἡσυχία ποὺ διψοῦσε. Γι’ αὐτό, κάποια μέρα ποὺ βρῆκε ἕνα πλοῖο ποὺ ταξίδευε στὴν Κύπρο, μπῆκε μέσα γιὰ τὸ νησί.

Στὸ ταξίδι ἕνα πλοῖο ληστρικό τούς κυνήγησε. Οἱ ταξιδιῶτες, ποὺ τὸ εἶδαν, τρόμαξαν κυριολεκτικὰ κι ἄρχισαν νὰ κλαῖνε. Ὁ ἅγιος ὅμως τοὺς ἐνίσχυσε καὶ στὸ τέλος τοὺς ἔσωσε. Τὴν ὥρα ποὺ τὸ ἐχθρικὸ πλοῖο τοὺς πλησίαζε κι ἑτοιμαζόταν νὰ τοὺς κτυπήσει, ὁ Ἰλαρίων ἔριξε μιὰ πέτρα ἀνάμεσα στὰ δύο πλοῖα. Ἕνα τεῖχος ὀρθώθηκε μπροστὰ στοὺς ληστὲς ποὺ δὲν τοὺς ἄφησε νὰ προχωρήσουν. Ἔτσι ἀσφαλισμένο πιὰ τὸ πλοῖο μὲ τὸν ἅγιο συνέχισε τὸ ταξίδι του κι ἔφτασαν στὴν Πάφο.

Ἡ πόλη, ὅπως μᾶς ἀναφέρει ὁ ἅγιος Νεόφυτος, ἦταν τότε καταστρεμμένη ἀπὸ σεισμοὺς ἐξ αἴτιας τῆς ἀσέβειας τῶν κατοίκων της. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴ κι ἀνάμεσα στὰ ἐρείπια συνέχισε ὁ ἅγιος τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ στὸ μέρος αὐτὸ ἄρχισαν νὰ τὸν ἐπισκέπτονται πολλοὶ γιὰ θεραπεία, δύο χρόνια μόνο ἔμεινε στὸν τόπο ἐκεῖνο. Ἀπ’ ἐκεῖ προχώρησε κι ἔφτασε στὸ μεγάλο καὶ δύσβατο βουνό, μὲ τὰ πανύψηλα δένδρα καὶ τὰ πολλὰ νερά. Μὰ καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος κατὰ τὴν παράδοση στὴ «θεὰ τοῦ Ἔρωτα». Στὸν τόπο αὐτὸ ἔστησε ὁ ἅγιος το ἡσυχαστήριό του. Πέντε χρόνια ἔζησε ἐκεῖ. Χρόνια δημιουργικά, εὐλογημένα. Ὑπάρχει ἡ ἄποψη πὼς ὁ ἅγιος Ἰλαρίων ποὺ ἔζησε στὸ βουνὸ αὐτὸ εἶναι κάποιος ἄλλος ἅγιος Ἰλαρίων μεταγενέστερος καὶ γνωστὸς ὡς Ἰλαρίων ὁ νέος. Ὁ ἅγιος Ἰλαρίων ὁ Μέγας ἔζησε τὰ τελευταῖα πέντε χρόνια τῆς ζωῆς του στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Πάφου.

Μὲ τὴ διδασκαλία του τὴ ζωντανὴ καὶ τὰ πολλά του θαύματα σιγὰ-σιγὰ ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων ἐκτοπίσθηκε καὶ τὴ θέση της πῆρε ἡ ἀληθινὴ θρησκεία τοῦ γλυκύτατου Ἰησοῦ.

Ἦταν τότε σὲ ἡλικία ὀγδόντα χρόνων καὶ γνώριζε τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμή, τῆς κοίμησής του. Καλεῖ λοιπὸν τοὺς μαθητές του καὶ ὅσοι πιστοὶ Μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ τὸν ἀγαποῦσαν, προκειμένου, νὰ τοὺς δώσει τὶς τελευταῖες του συμβουλές. Τοὺς ζήτησε νὰ τὸν ἐνταφιάσουν στὸν κῆπο, ποὺ σκάλιζε καὶ τὸν ἔτρεφε, ὅσο ζοῦσε. Ἤθελε, αὐτὸς ὁ κῆπος, νὰ τοῦ σκεπάσει, τὸ νεκρὸ σῶμα του. Τοὺς ζήτησε ἐπίσης, ὅταν τὸν ἐνταφιάσουν, νὰ μὴν τὸν ἀλλάξουν, ἀλλὰ νὰ χρησιμοποιήσουν τὰ ἴδια ροῦχα καὶ ράσα, ποὺ εἶναι ποτισμένα μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες καὶ μὲ τοὺς ἵδρωτες, τῆς ἐργασίας. Καὶ ἐνῶ τοὺς ἔλεγε ὅλα αὐτά, κάνει τὸν Σταυρό του καὶ παραδίδει τὴν Ἁγία του ψυχή, στὰ χέρια τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἦταν στὶς 21 Ὀκτωβρίου τοῦ 371 μ.Χ. σὲ ἡλικία ὀγδόντα χρόνων καὶ τὴ μέρα αὐτὴ γιορτάζεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας.

Οἱ Κύπριοι θρήνησαν μὲ τὴν καρδιὰ τοὺς τὸν ἀγαπημένο τοὺς ἐρημίτη κι ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμὲς τὸ σκήνωμά του στὸν χῶρο ἐκεῖνο.

Δυστυχῶς τὸ λείψανο τοῦ μεγάλου θαυματουργοῦ δὲν ἔμεινε γιὰ καιρὸ στὸ νησί μας. Οἱ χριστιανοὶ τῆς Παλαιστίνης, σὰν ἔμαθαν τὸν θάνατο τοῦ ὁσίου, ἔστειλαν ἐδῶ τὸν μαθητὴ τοῦ Ἠσύχιο, ὁ ὁποῖος μὲ τρόπο ἀνέσκαψε τὸν τάφο. Χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθεῖ κανένας πῆρε τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὰ μετέφερε στὴν Παλαιστίνη. Ἐκεῖ οἱ χριστιανοὶ τὰ ἐναπέθεσαν μὲ ξεχωριστὲς τιμὲς στὴ Μονὴ τοῦ Μαϊουμᾶ.

Ὅμως ἂν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ  ἀφαιρέθηκαν καὶ μεταφέρθηκαν μακριὰ ἀπὸ τὸ φιλόξενο νησὶ τῆς Κύπρου, ποὺ ὁ ἴδιος διάλεξε γιὰ ἐπίγεια κατοικία του, ἡ πνευματικὴ παρουσία τοῦ ἁγίου παραμένει … Παραμένει μὲ τὰ θαύματα ποὺ γίνονται ἀκόμη καὶ σήμερα στὸν τόπο ὅπου θάφτηκε ἀρχικά. Παραμένει ἀκόμη μὲ τοὺς ναοὺς ποὺ ἔχουν ἀφιερωθεῖ στὴ χάρη του καὶ τὶς πάμπολλες εἰκόνες του ποὺ εἶναι ἐγκατεσπαρμένες στὸ νησί.

Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν μιὰ ζωντανὴ πνευματικὴ παρουσία τοῦ ἁγίου στὸν τόπο. Γιατί ὅλα αὐτὰ μας μιλοῦν γιὰ τὸν φλογερὸ καὶ ἀκατάβλητο ἀγωνιστὴ τοῦ καλοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς.. Τὸν ἀγωνιστὴ μὲ τὴν ἁγία ζωή, τὴ ζωὴ τῆς συνέπειας καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ. Τὸν ἀγωνιστὴ ποὺ πάλαιψε καὶ νίκησε τὴ σάρκα καὶ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ καὶ τὸν ἀγωνιστὴ ποὺ ζητᾶ καὶ θέλει μιμητές. «Μιμητοί μου γίνεσθε καθὼς κάγω Χριστοῦ» μᾶς φωνάζει. Θὰ θελήσουμε ν’ ἄφουγκρασθοϋμε καὶ ν’ ἀκούσουμε τὴ σωστικὴ τούτη πρόσκληση; Θὰ θελήσουν πρὸ παντὸς οἱ νέοι τοῦ καιροῦ μας νὰ τραβήξουν κόντρα στὸ ρέμα τῆς σαρκολατρείας γιὰ νὰ ζήσουν μιὰ ζωὴ ἀνώτερη, μιὰ ζωὴ ἁγνή, κι ἀληθινὰ χριστιανική; Τὸ εὐχόμαστε μετὰ κραυγῆς ἰσχυρᾶς. Τοῖς τοῦ ἁγίου Ἰλαρίωνος πρεσβείαις ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἠμᾶς. Ἀμήν.

πηγαί ἐδώ & ἐδώ