Ὁ ἅγιος Πορφύριος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (270-275 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἔφεσο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἀπὸ μικρὴ ἡλικία εἶχε ἀνατραφεῖ μαζὶ μὲ τοὺς μίμους στὰ θέατρα.
Κάποτε ποὺ ὁ Πορφύριος ἐμφανιζόταν στὸ θέατρο τῆς Ἐφέσου, ἔτυχε νὰ παρακολουθήσει τὶς παραστάσεις τοῦ ὁ κόμης τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας Ἀλέξανδρος καί, ἐπειδὴ θαύμασε τὶς ὑποκριτικές του ἱκανότητες, τὸν πῆρε μαζί του στὴν Καισάρεια γιὰ νὰ δώσει καὶ ἐκεῖ παραστάσεις καὶ νὰ ψυχαγωγήσει τὸ λαό. Μόλις ἔφτασαν στὴν Καισάρεια, ὁ Πορφύριος ἄρχισε τὶς παραστάσεις τους στὸ θέατρο. Σὲ μιὰ δὲ ἀπὸ τὶς παραστάσεις τοῦ αὐτὲς ἐμφανίστηκε νὰ βαπτίζεται, ἀκριβῶς κατὰ τὸν τύπο τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ ἕναν ἄλλο μίμο, ὁ ὁποῖος ὑποκρινόταν τὸν ἐπίσκοπο, ἐμπαίζοντας ἔτσι καὶ γελοιοποιώντας τὰ ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅταν ὅμως τελείωσε τὸ θεατρικὸ ἐκεῖνο βάπτισμα καὶ ὁ μίμος Πορφύριος φόρεσε, κατὰ τὴ συνήθεια, τὸν λευκὸ χιτώνα, τὸν ἐπισκίασε ἀληθῶς ἡ χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Καὶ τοῦτο διαπιστώθηκε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐμφανίστηκαν ἅγιοι ἄγγελοι, οἱ ὁποῖοι προπορεύονταν κρατώντας λαμπάδες καὶ ψάλλοντας τὸ «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε…». Ἔτσι λοιπὸν ὁ Πορφύριος δέχτηκε τέλειό το Χριστιανισμό, οἱ δὲ ἅγιοι ἄγγελοι τὸν δίδαξαν νὰ προσεύχεται κατ’ ἀνατολᾶς καὶ νὰ σχηματίζει στὸ μέτωπο καὶ σὲ ὅλο του τὸ σῶμα τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ.
Ἐξαιτίας τοῦ θαύματος αὐτοῦ, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς θεατὲς πίστευσαν στὸ Χριστό· μὲ τὴ χάρη δὲ τοῦ Θεοῦ βαπτισθέντες θαυματουργικὰ διὰ θείας νεφέλης, προσῆλθαν στὴν καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἀλλά, παρὰ τὰ θαυμαστὰ αὐτὰ γεγονότα, ὁ κόμης Ἀλέξανδρος κάλεσε τὸν Πορφύριο καὶ τὸν πρόσταξε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ὑπάκουσε στὴν προσταγὴ καὶ ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Τότε ὁ Ἀλέξανδρος τὸν ἀποκεφάλισε μὲ ξίφος.
Ἔτσι λοιπὸν ὁ ἅγιος Πορφύριος, ὁ ἀπὸ μίμων, ἐτελειώθη καὶ κοσμήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ ἅγιος μάρτυς Πορφύριος εἶναι ὁ ἀρχαιότερος γνωστὸς μίμος ποὺ ἔγινε χριστιανὸς μὲ θαυμαστὸ τρόπο (272 μ.Χ.). Ἄλλοι γνωστοὶ μάρτυρες «ἀπὸ μίμων» εἶναι οἱ ἀκόλουθοι: Γελάσιος ὁ Ἠλιοπολίτης (297 μ.Χ.), Ἀρδαλίων ὁ μίμος (298 μ.Χ.), Φιλήμων ὁ Αἰγύπτιος, Πορφύριος «ὁ ἀπὸ μίμων» (362 μ.Χ.) καὶ ἡ «ἐκ μιμάδων» Πελαγία – Μαργαριτῶ ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια (5ος αἱ. μ.Χ.). Τὸ θέμα σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις εἶναι κοινό: Χρήση (κατάχρηση στὴν πραγματικότητα) τῆς Τέχνης, ποὺ στρατεύεται γιὰ τὴν διακωμώδηση καὶ γελοιοποίηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ὕστερα ἀπὸ ἐντολὴ τῶν εἰδωλολατρῶν ἀρχόντων· θαυμαστὴ μεταστροφὴ τῶν «μίμων» καὶ ἡρωικὴ ὁμολογία περὶ προσχωρήσεώς τους στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἡ σκηνὴ μεταβαλλόταν σὲ βῆμα χριστιανικῆς μαρτυρίας καὶ χῶρο μαρτυρίου.
Ἀπὸ τὸ ἔτος 1992 καὶ ἑξῆς ἄρχισαν νὰ ἑορτάζουν πανηγυρικὰ τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Πορφυρίου οἱ ἠθοποιοὶ καὶ οἱ καλλιτέχνες, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν θεωροῦν προστάτη τους. Πλήρη ἀσματικὴ ἀκολουθία γιὰ τὸν Ἅγιο σύνθεσε ὁ ὑμνογράφος τῆς Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας μακαριστὸς Μοναχὸς Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
(Γεωργίου Δ. Παπαδημητρόπουλου, Μὲ τοὺς Ἁγίους μας-Συναξαριστὴς Νοεμβρίου, ἔκδ. Ἀποστ. Διακονία, σ.32-33 καὶ 43)