20 Αὐγούστου
Ὁ προφήτης Σαμουήλ, ὁ τελευταῖος Κριτὴς τοῦ Ἰσραήλ, ἐμφανίστηκε στὸ προσκήνιο τῆς βιβλικῆς ἱστορίας κατὰ τὸ τέλος τῆς περιόδου τῶν Κριτῶν, ἡ ὁποία λόγω ἔλλειψης βασιλιά, «οὐκ ἣν βασιλεὺς ἐν Ἰσραὴλ» (Κριτ. 21,25), ἦταν περίοδος χαοτικὴ μὲ ἔντονη πολιτικὴ ἀστάθεια καὶ εἰσροὴ πολλῶν ξένων λατρευτικῶν στοιχείων στὴν ἰσραηλιτικὴ θρησκεία. Ὁ Σαμουὴλ καταγόταν ἀπὸ τὴ μικρὴ πόλη Ραμά, ἀφιερώθηκε ἀπὸ τὴ μητέρα του Ἄννα, ποὺ τὸν γέννησε ὕστερα ἀπὸ μακρὰ περίοδο ἀτεκνίας, στὸ ἱερό τῆς Σηλῶ τὸ σημαντικότερο ἱερὸ χῶρο τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἐπειδὴ ἐκεῖ φυλασσόταν ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, μὲ ἐπικεφαλῆς τῶν ἱερέων τὸν Ἠλὶ καὶ ἀνατράφηκε σύμφωνα μὲ τὴ μωσαϊκὴ παράδοση.
Ἕνα βράδυ, ἐνῶ κοιμόταν στὸ ἱερό τῆς Σηλῶ, ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν καλεῖ καὶ ἔτσι κλήθηκε στὸ ἀξίωμα τοῦ προφήτου. Ἡ σκηνὴ αὐτὴ θὰ μποροῦσε νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς μιὰ θεοφάνεια μὲ σκοπὸ τὴν κλήση τοῦ προφήτη καὶ τὴν ἀποστολὴ μηνύματος ἀπὸ τὸ Θεὸ κατὰ τὴ διάρκεια νυκτερινοῦ ὀνείρου, φαινόμενο συνηθισμένο γιὰ τὴν ἀρχαία Ἀνατολή, ὅμως στὴ διήγηση τοῦ 3ου κεφαλαίου τοῦ Γ’ Βασιλειῶν, γίνεται λόγος γιὰ θεία ἀποκάλυψη τὴν ὥρα ποὺ ὁ Σαμουὴλ ἦταν ξύπνιος.
Ἐνῶ μὲ τὴ δράση τῶν Κριτῶν ἀσχολεῖται κυρίως τὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν μὲ τὴ φυσιογνωμία τοῦ Σαμουήλ, καθὼς καὶ τοῦ προκατόχου του Ἠλί, ἀσχολεῖται τὸ βιβλίο Α’ Βασιλειῶν, ἐπειδὴ στὸ βιβλίο αὐτὸ ἀναφέρεται ἡ ἐγκαθίδρυση τοῦ θεσμοῦ τῆς βασιλείας στὸ ἀρχαῖο Ἰσραήλ, ἐγκαθίδρυση τὴν ὁποία ἀνέχθηκε ὁ Θεός, ὁ ἀπόλυτος βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἐπιτέλεσε ὁ Σαμουὴλ κατόπιν ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, χρίοντας ὡς πρῶτο βασιλιὰ τὸν Σαοὺλ τὸ γιὸ τοῦ Κὶς (Α΄ Βασ. 10,1-9) καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν ζωὴ ἔχρισε τὸν Δαυὶδ τὸ γιὸ τοῦ Ἰεσσαὶ ὡς δεύτερο βασιλιὰ καὶ διάδοχο τοῦ Σαοὺλ (Α’ Βασ. 16,1-13) ἐπειδὴ ὁ Σαοὺλ εἶχε ἀποδοκιμαστεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ (Α’ Βασ. 15,1-9).
Ἔχοντας ἐγκαθιδρυθεῖ ὁ θεσμὸς τῆς βασιλείας καὶ διαχωριστεῖ τὸ ἡγετικὸ ἀξίωμα ἀπὸ τὸ προφητικὸ (ὅσο δὲν ὑπῆρχε βασιλιάς, ὁ Σαμουὴλ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ προφητικὸ ἀσκοῦσε καὶ τὸ ἡγετικὸ ἀξίωμα) ἀποχώρησε ἀπὸ τὸ δημόσιο βίο, ἀποχαιρετώντας τὸ λαὸ καὶ παραγγέλλοντάς του νὰ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, χωρὶς φυσικὰ νὰ ἀποκοπεῖ ἐντελῶς ἀπὸ αὐτὸν (Α’ Βασ. 12,1-25), ἀλλὰ ἀσκοῦσε κριτικὴ στὶς κινήσεις τοῦ βασιλιὰ ὑπενθυμίζοντάς του ὅτι βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἴδιος (ὁ Σαμουὴλ) τὸ ὄργανο ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τὸν χρίσει (Α’ Βασ. 15,1). Οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης θεωροῦσαν τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἀντίποδα τῆς πολιτικῆς τῶν βασιλέων παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς συναναστρέφονταν ἄμεσα μὲ τὸ βασιλικὸ Οἶκο.
Ὁ Σαμουὴλ ἐκτὸς ἀπὸ ἡγέτης τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, μέχρι τὴν ἐμφάνιση τοῦ θεσμοῦ τῆς βασιλείας, ἦταν καὶ προφήτης τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου. Μάλιστα ἡ ἐμφάνισή του σὲ μιὰ περίοδο ὅπου ἀσκεῖτο ἡ νεκρομαντεία, χαρακτηριστικὴ μορφὴ τῆς ψευδοπροφητείας, (Α’ Βασ. 28,4-25) καὶ ἡ ἔλλειψη ὀργανωμένης προφητείας, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ διακρινόταν τὸ ὀρθὸ ἀπὸ τὸ ἐσφαλμένο: («ὅρασις οὐκ ἣν διαστέλλουσα») Α’ Βασ. 3,1 συνεπάγεται τὴν ἄμεση ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στὴν ἀνάδειξη κεκλημένου προφήτη ποὺ θὰ μετέφερε τὸ λόγο Του καὶ θὰ ἑρμήνευε τὶς ἐντολές Του.
Ἡ ὀργανωμένη αὐτὴ προφητεία, σύμφωνα μὲ τὸ Α’ Βασ. 3,1, χαρακτηρίζεται ὡς «ὅραση» δηλ. ἀποκάλυψη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μέσω ὁράσεως. Ὁ προφήτης ἐνῶ ἦταν ξύπνιος, ὄχι σὲ ὄνειρο, δὲν ἔβλεπε εἰκόνες ἢ παραστάσεις ἀλλὰ τὸν ἴδιο το λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὅραση ἀποτελεῖ μέσο μετάδοσης τοῦ προφητικοῦ λόγου καὶ ἐγκαινιάζεται ἀπὸ τὸν Κριτὴ καὶ προφήτη Σαμουήλ, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζεται ὡς «ὁρῶν» ἢ «βλέπων» (Α’ Βασ. 9,9), ὅρος ὁ ὁποῖος ὑποδηλώνει λόγω τὴν ἰδιότητα ποὺ εἶχε ὁ Σαμουὴλ νὰ «βλέπει» καὶ νὰ δίνει ἀπαντήσεις ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὅπως σχολιάζει ὁ Θεοδώρητος Κύρου ὁ Σαμουὴλ ὡς «βλέπων» δὲν ἦταν ἕνας κοινὸς ὁραματιστὴς ποὺ προέλεγε τὰ μέλλοντα, ἀλλὰ αὐτὸς ἔβλεπε μὲ τὰ μάτια τοῦ πνεύματος.
Ὁ Σαμουὴλ ἐκτὸς ἀπὸ «ὁρῶν» ἢ «βλέπων» (Α’ Βασ. 9,9) ἀναφέρεται ὡς «ὁμιλῶν» (Α’ Βασ. 3,20), ὅρος ὁ ὁποῖος ὑποδηλώνει τὸν ὁμιλοῦντα ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὸν ποὺ ὡς ἀποστολὴ τοῦ εἶχε νὰ μεταφέρει τὸ θεῖο λόγο καθὼς καὶ ὡς «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» (Α’ Βασ. 9,10) ὑποδηλώνοντας τὴν ἰδιαίτερη σχέση ποὺ εἶχε ὁ Σαμουὴλ μὲ τὸ Δημιουργό του. Στὸ πρόσωπό του δηλ. συγκεντρώθηκαν οἱ προφητικοὶ ὄροι «ὁρῶν», «βλέπων», «ὁμιλῶν» καὶ «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» ἀποδεικνύοντας ἔτσι τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ ὥστε νὰ ἀναδειχθεῖ ὁ Σαμουὴλ ὡς προφήτης Του καὶ νὰ τεθεῖ στὴν ὑπηρεσία Του.
Ἡ περίοδος τῆς προφητείας τὴν ὁποία ἐγκαινιάζει ὁ Σαμουὴλ στιγματίζεται ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τῆς ἔκστασης. Ὡς ἐκστατικὴ προφητεία ποὺ χαρακτηρίζεται ἡ προφητεία ποὺ ἐξάγεται ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ προφήτου ὅταν ἐκεῖνος περιέλθει σὲ ἔκσταση. Τὸ φαινόμενο τῆς ἔκστασης δὲν ἦταν καινοφανὲς γιὰ τὴν προφητεία τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ, ἀλλὰ στοιχεῖο κοινὸ γιὰ τοὺς προφῆτες τῶν χαναανιτικῶν λαῶν, ὅπου λατρευόταν ὁ Βάαλ.
Οἱ προφῆτες τοῦ Βάαλ τραυματίζονταν μὲ αἰχμηρὰ ἀντικείμενα κατὰ τὴ διάρκεια μουσικῆς καὶ χορῶν ὥστε νὰ ἐξάγουν ἄναρθρες κραυγὲς ἐνῶ αὐξανόταν ὁ ἐρεθισμός. Ὅμως οἱ προφῆτες τοῦ ἀρχαίου Ἰσραὴλ περιέρχονταν σὲ ἔκσταση ὅταν καταλαμβάνονταν ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο σύμφωνα μὲ τὴν προσέγγιση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ ἴδιο το Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἐξήγγειλαν δομημένο προφητικὸ λόγο.
Ἡ προφητεία τῆς ἐποχῆς τοῦ Σαμουὴλ παρουσιάζεται ὡς μαζικὸ κίνημα γνωστὸ ὡς «χορὸς τῶν προφητῶν» (Α’ Βασ. 10,5). Οἲ «χοροὶ τῶν προφητῶν» ἦταν θρησκευτικοὶ ὅμιλοι μὲ σκοπὸ τὴ διαφύλαξη τῆς μωσαϊκῆς παράδοσης μὲ βασικά τους χαρακτηριστικὰ τὴν ἡγεσία ἀπὸ μιὰ ἐξέχουσα φυσιογνωμία καὶ τὴν ἔκσταση. Ἐπικεφαλῆς τῆς ὁμάδας αὐτῆς τῶν προφητῶν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Σαμουὴλ καὶ ἡ ὁμάδα – σχολὴ αὐτὴ θεωρεῖται ὡς παρακαταθήκη ποὺ ἄφησε στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Σαμουήλ, ἀφοῦ ἐκπλήρωσε τὴν ἀποστολὴ ποὺ τοῦ εἶχε ἀναθέσει ὁ Θεὸς δηλ. τὴν ἐγκαθίδρυση τοῦ θεσμοῦ τῆς βασιλείας καὶ τὴ χρίση τοῦ βασιλιὰ Δαυὶδ ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμα ὁ Σαοὺλ καθὼς καὶ τὴν εἰσαγωγὴ – ὀργάνωση τῆς προφητείας, ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἀποχαιρετήσει τὸν ἐπίγειο κόσμο καὶ νὰ ἀποθάνει καὶ νὰ ταφεῖ στὴν αὐλή του στὴν Ἀρμαθαὶμ ἔχοντας συγκεντρωμένο γύρω του ὁλόκληρο τὸν ἰσραηλιτικὸ λαὸ (Α’ Βασ. 25,1).
Ὁ Σαμουήλ, ὅπως ἐπιγραμματικὰ ἀναφέρει τὸ ὑπόμνημα ἀπὸ τὸ Συναξάρι τῆς μνήμης του, προφήτευσε γιὰ σαράντα χρόνια καὶ τελείωσε τὸ προφητικό του ἔργο χίλια τριάντα πέντε χρόνια (1035) πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται τὴν 20η Αυγούστου.
ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΣΑΜΟΥΗΛ
ΕΝ ΤΗ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ.
Ἦτο δὲ ἄνθρωπός τις ἐκ Ῥαμαθαΐμ-σοφίμ, ἐκ τοῦ ὄρους Ἐφραΐμ, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐλκανά, υἱὸς τοῦ Ἰεροάμ, υἱοῦ Ἐλιού, υἱοῦ Θοού, υἱοῦ Σούφ, Ἐφραθαῖος. Καὶ εἶχεν οὗτος δύο γυναῖκας· τὸ ὄνομα τῆς μιᾶς Ἄννα, καὶ τὸ ὄνομα τῆς δευτέρας Φενίννα· ἡ μὲν Φενίννα εἶχε τέκνα, ἡ δὲ Ἄννα δὲν εἶχε τέκνα.
Ἀνέβαινε δὲ ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἐκ τῆς πόλεως αὑτοῦ κατ᾿ ἔτος, διὰ νὰ προσκυνήσῃ καὶ νὰ προσφέρῃ θυσίαν πρὸς τὸν Κύριον τῶν δυνάμεων ἐν Σηλώ. Καὶ ἦσαν ἐκεῖ οἱ δύο υἱοὶ τοῦ Ἠλεί, Ὀφνεὶ καὶ Φινεές, ἱερεῖς τοῦ Κυρίου.
Ἔφθασε δὲ ἡ ἡμέρα, καθ᾿ ἥν ἐθυσίασεν ὁ Ἐλκανὰ καὶ ἔδωκε μερίδας εἰς τὴν Φενίνναν τὴν γυναῖκα αὑτοῦ καὶ εἰς πάντας τοὺς υἱοὺς αὐτῆς καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῆς. εἰς δὲ τὴν Ἄνναν ἔδωκε διπλασίαν μερίδα· διότι ἠγάπα τὴν Ἄνναν· ἀλλ᾿ ὁ Κύριος εἶχε κλείσει τὴν μήτραν αὐτῆς. Καὶ ἡ ἀντίζηλος αὐτῆς παρώξυνεν αὐτήν σφόδρα, ὥστε νὰ κάμνῃ αὐτήν νὰ ἀδημονῇ, ὅτι ὁ Κύριος εἶχε κλείσει τὴν μήτραν αὐτῆς. Καὶ οὕτως ἔκαμνε κατ᾿ ἔτος· ὁσάκις ἀνέβαινεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου, οὕτω παρώξυνεν αὐτήν· καὶ ἐκείνη ἔκλαιε καὶ δὲν ἔτρωγεν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτήν Ἐλκανὰ ὁ ἀνήρ αὐτῆς, Ἄννα, διὰ τί κλαίεις; καὶ διὰ τί δὲν τρώγεις; καὶ διὰ τί ἡ καρδία σου εἶναι τεθλιμμένη; δὲν εἶμαι ἐγὼ εἰς σὲ καλήτερος παρὰ δέκα υἱοὺς;
Καὶ ἐσηκώθη ἡ Ἄννα, ἀφοῦ ἔφαγον ἐν Σηλὼ καὶ ἀφοῦ ἔπιον· ὁ δὲ Ἠλεὶ ὁ ἱερεὺς ἐκάθητο ἐπὶ καθέδρας, πλησίον τοῦ παραστάτου τῆς πύλης τοῦ ναοῦ τοῦ Κυρίου.
Καὶ αὐτή ἦτο καταπικραμένη τὴν ψυχήν καὶ προσηύχετο εἰς τὸν Κύριον, κλαίουσα καθ᾿ ὑπερβολήν. Καὶ ηὐχήθη εὐχήν, λέγουσα, Κύριε τῶν δυνάμεων, ἐὰν ἐπιβλέψῃς τῳόντι εἰς τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης σου καὶ μὲ ἐνθυμηθῇς καὶ δὲν λησμονήσῃς τὴν δούλην σου, ἀλλὰ δώσῃς εἰς τὴν δούλην σου τέκνον ἀρσενικόν, τότε θέλω δώσει αὐτὸ εἰς τὸν Κύριον πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ, καὶ ξυράφιον δὲν θέλει ἀναβῆ ἐπὶ τὴν κεφαλήν αὐτοῦ. Ἐνῷ δὲ αὐτή ἐξηκολούθει προσευχομένη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Ἠλεὶ παρετήρει τὸ στόμα αὐτῆς. Πλήν ἡ Ἄννα αὐτή ἐλάλει ἐν τῇ καρδίᾳ αὑτῆς· μόνον τὰ χείλη αὐτῆς ἐκινοῦντο, ἀλλ᾿ ἡ φωνή αὐτῆς δὲν ἠκούετο· ὅθεν ὁ Ἠλεὶ ἐνόμισεν ὅτι ἦτο μεθυσμένη. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν ὁ Ἠλεί, Ἕως πότε θέλεις εἶσθαι μεθύουσα; ἀπόβαλε τὸν οἶνόν σου ἀπὸ σοῦ.
Καὶ ἀπεκρίθη ἡ Ἄννα καὶ εἶπεν, Οὐχί, κύριέ μου, ἐγὼ εἶμαι γυνή κατατεθλιμμένη τὴν ψυχήν· οὔτε οἶνον οὔτε σίκερα δὲν ἔπιον, ἀλλ᾿ ἐξέχεα τὴν ψυχήν μου ἐνώπιον τοῦ Κυρίου· μή ὑπολάβῃς τὴν δούλην σου ὡς ἀχρείαν γυναῖκα· διότι ἐκ τοῦ πλήθους τοῦ πόνου μου καὶ τῆς θλίψεώς μου ἐλάλησα ἕως τώρα.
Τότε ἀπεκρίθη ὁ Ἠλεὶ καὶ εἶπεν, Ὕπαγε εἰς εἰρήνην· καὶ ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ ἄς σοὶ δώσῃ τὴν αἴτησίν σου, τὴν ὁποίαν •τησας παρ᾿ αὐτοῦ. Ἡ δὲ εἶπεν, Εἴθε ἡ δούλη σου νὰ εὕρῃ χάριν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς σου. Τότε ἀπῆλθεν ἡ γυνή εἰς τὴν ὁδὸν αὑτῆς καὶ ἔφαγε, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς δὲν ἦτο πλέον σκυθρωπόν.
Καὶ τὸ πρωΐ ἐσηκώθησαν ἐνωρίς, καὶ προσκυνήσαντες ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἐπέστρεψαν καὶ ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν αὑτῶν εἰς Ῥαμάθ. Καὶ ὁ Ἐλκανὰ ἐγνώρισεν Ἄνναν τὴν γυναῖκα αὑτοῦ· καὶ ὁ Κύριος ἐνεθυμήθη αὐτήν. Καὶ ὅτε ἐπληρώθησαν αἱ ἡμέραι ἀφότου ἡ Ἄννα συνέλαβεν, ἐγέννησεν υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σαμουήλ, Διότι παρὰ Κυρίου •τησα αὐτόν, εἶπε.
…
Καὶ ἀφοῦ ἀπεγαλάκτισεν αὐτόν, ἀνεβίβασεν αὐτὸν μεθ᾿ ἑαυτῆς, μετὰ τριῶν μόσχων καὶ ἑνὸς ἐφὰ ἀλεύρου καὶ ἀσκοῦ οἴνου, καὶ ἔφερεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου ἐν Σηλώ· τὸ δὲ παιδίον ἦτο μικρόν. Καὶ ἔσφαξαν τὸν μόσχον καὶ ἔφεραν τὸ παιδίον πρὸς τὸν Ἠλεί. Καὶ εἶπεν ἡ Ἄννα, Ὦ, κύριέ μου! ζῇ ἡ ψυχή σου, κύριέ μου, ἐγὼ εἶμαι ἡ γυνή, ἥτις ἐστάθη ἐνταῦθα πλησίον σου, δεομένη τοῦ Κυρίου· περὶ τοῦ παιδίου τούτου ἐδεόμην· καὶ ὁ Κύριος ἔδωκεν εἰς ἐμὲ τὴν αἴτησίν μου, τὴν ὁποίαν •τησα παρ᾿ αὐτοῦ· ὅθεν καὶ ἐγὼ ἐδάνεισα αὐτὸ εἰς τὸν Κύριον· πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὑτοῦ θέλει εἶσθαι δανεισμένον εἰς τὸν Κύριον. Καὶ προσεκύνησεν ἐκεῖ τὸν Κύριον.
…
Καὶ τὸ παιδίον ὁ Σαμουήλ ὑπηρέτει τὸν Κύριον ἔμπροσθεν τοῦ Ἠλεί. Ὁ λόγος δὲ τοῦ Κυρίου ἦτο σπάνιος κατ᾿ ἐκείνας τὰς ἡμέρας· ὄρασις δὲν ἐφαίνετο. Κατ᾿ ἐκεῖνον δὲ τὸν καιρόν, ὅτε ὁ Ἠλεὶ ἐκοίτετο ἐν τῷ τόπῳ αὑτοῦ, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἦσαν ἠμαυρωμένοι, ὥστε δὲν ἠδύνατο νὰ βλέπῃ, ὁ δὲ Σαμουήλ ἐκοίτετο ἐν τῷ ναῷ τοῦ Κυρίου, ὅπου ἦτο ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ, πρὶν ὁ λύχνος τοῦ Θεοῦ σβεσθῆ, ἐκάλεσεν ὁ Κύριος τὸν Σαμουήλ· ὁ δὲ ἀπεκρίθη, Ἰδού, ἐγώ. Καὶ ἔτρεξε πρὸς τὸν Ἠλεὶ καὶ εἶπεν, Ἰδού, ἐγώ· διότι μὲ ἐκάλεσας. Ὁ δὲ εἶπε, Δὲν σὲ ἐκάλεσα· ἐπίστρεψον νὰ κοιμηθῇς. Καὶ ὑπῆγε νὰ κοιμηθῇ. Ὁ δὲ Κύριος ἐκάλεσε πάλιν ἐκ δευτέρου, Σαμουήλ. Καὶ ἐσηκώθη ὁ Σαμουήλ καὶ ὑπῆγε πρὸς τὸν Ἠλεὶ καὶ εἶπεν, Ἰδού, ἐγώ· διότι μὲ ἐκάλεσας. Ὁ δὲ ἀπεκρίθη, Δὲν σὲ ἐκάλεσα, τέκνον μου· ἐπίστρεψον νὰ κοιμηθῇς. Καὶ Σαμουήλ δὲν ἐγνώριζεν ἔτι τὸν Κύριον, καὶ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δὲν εἶχεν ἔτι ἀποκαλυφθῆ εἰς αὐτόν. Καὶ ἐκάλεσεν ὁ Κύριος τὸν Σαμουήλ πάλιν ἐκ τρίτου. Καὶ ἐσηκώθη καὶ ὑπῆγε πρὸς τὸν Ἠλεὶ καὶ εἶπεν, Ἰδού, ἐγώ· διότι μὲ ἐκάλεσας. Καὶ ἐνόησεν ὁ Ἠλεὶ ὅτι ὁ Κύριος ἐκάλεσε τὸ παιδίον.
Καὶ εἶπεν ὁ Ἠλεὶ πρὸς τὸν Σαμουήλ, Ὕπαγε νὰ κοιμηθῇς· καὶ ἐὰν σὲ κράξῃ, θέλεις εἰπεῖ, Λάλησον, Κύριε· διότι ὁ δοῦλός σου ἀκούει. Καὶ ὁ Σαμουήλ ὑπῆγε καὶ ἐκοιμήθη ἐν τῷ τόπῳ αὑτοῦ. Καὶ ἦλθεν ὁ Κύριος καὶ σταθεὶς ἐκάλεσε καθὼς τὸ πρότερον, Σαμουήλ, Σαμουήλ. Τότε ὁ Σαμουήλ ἀπεκρίθη, Λάλησον, διότι ὁ δοῦλός σου ἀκούει. Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Σαμουήλ, Ἰδού, ἐγὼ θέλω κάμει εἰς τὸν Ἰσραήλ πρᾶγμα, ὥστε παντὸς ἀκούοντος αὐτὸ θέλουσιν ἠχήσει ἀμφότερα τὰ ὦτα· ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ θέλω ἐκτελέσει ἐναντίον τοῦ Ἠλεὶ πάντα ὅσα ἐλάλησα περὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ· θέλω ἀρχίσει καὶ θέλω ἐπιτελέσει, διότι ἀνήγγειλα πρὸς αὐτόν, ὅτι ἐγὼ θέλω κρίνει τὸν οἶκον αὐτοῦ ἕως αἰῶνος διὰ τὴν ἀνομίαν· ἐπειδή γνωρίσας ὅτι οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἔφερον κατάραν ἐφ᾿ ἑαυτούς, δὲν συνέστειλεν αὐτούς· καὶ διὰ τοῦτο ὥμοσα ἐναντίον τοῦ οἴκου τοῦ Ἠλεί, ὅτι ἡ ἀνομία τῶν υἱῶν τοῦ Ἠλεὶ δὲν θέλει καθαρισθῆ εἰς τὸν αἰῶνα διὰ θυσίας οὐδὲ διὰ προσφορᾶς.
Καὶ ἐκοιμήθη ὁ Σαμουήλ ἕως πρωΐας· ἔπειτα ἤνοιξε τὰς θύρας τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου. Καὶ ἐφοβεῖτο ὁ Σαμουήλ νὰ ἀναγγείλῃ τὴν ὄρασιν πρὸς τὸν Ἠλεί. Ἐκάλεσε δὲ ὁ Ἠλεὶ τὸν Σαμουήλ καὶ εἶπε, Σαμουήλ, τέκνον μου. Ὁ δὲ ἀπεκρίθη, Ἰδού, ἐγώ. Καὶ εἶπε, Ποῖος εἶναι ὁ λόγος, ὁ λαληθεὶς πρὸς σέ; μή κρύψῃς αὐτόν, παρακαλῶ, ἀπ᾿ ἐμοῦ· οὕτω νὰ κάμῃ εἰς σὲ ὁ Θεὸς καὶ οὕτω νὰ προσθέσῃ, ἐὰν κρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ τινὰ ἐκ πάντων τῶν λόγων τῶν λαληθέντων πρὸς σέ. Καὶ ἀνήγγειλε πρὸς αὐτὸν ὁ Σαμουήλ πάντας τοὺς λόγους, καὶ δὲν ἔκρυψεν ἀπ᾿ αὐτοῦ οὐδένα. Καὶ εἶπεν ὁ Ἠλεί, Αὐτὸς εἶναι Κύριος· ἄς κάμῃ τὸ ἀρεστὸν εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὑτοῦ. Καὶ ἐμεγάλονεν ὁ Σαμουήλ· καὶ ὁ Κύριος ἦτο μετ᾿ αὐτοῦ καὶ δὲν ἄφινε νὰ πίπτῃ οὐδεὶς ἐκ τῶν λόγων αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν. Καὶ πᾶς ὁ Ἰσραήλ, ἀπὸ Δὰν ἕως Βήρ-σαβεέ, ἐγνώρισεν ὅτι ὁ Σαμουήλ ἦτο διωρισμένος εἰς τὸ νὰ ἦναι προφήτης τοῦ Κυρίου….
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!