Πρόμαχος τῆς Ὀρθοδοξίας. Θιασώτης τοῦ ἀσκητισμοῦ.
Ἀντιαιρετικὸς συγγραφέας μὲ ἁγιότητα βίου καὶ ἀγωνιστικὸ φρόνημα ἀσυνήθιστο.
Νὰ τί χαρακτηρίζει τὴ ζωὴ τοῦ μεγάλου τούτου πατέρα τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Ἱερώνυμο εἶναι «τὸ τελευταῖο λείψανο τῆς ἀρχαίας εὐσέβειας».
Γεννήθηκε σ’ ἕνα χωριὸ τῆς Δυτικῆς Παλαιστίνης τὴ Βησανδούκη. Κυπριακὴ λαϊκὴ παράδοση ἀναφέρει, πὼς ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος γεννήθηκε στὸν Καλοπαναγιώτη τῆς Κύπρου, ἕνα χωριὸ τῆς Μαραθάσας καὶ μεγάλωσε στὴ Βησανδούκη., ποῦ ἦταν κοντὰ στὴν Ἐλευθερούπολη, τέσσερα μίλια μακριά, γύρω στὸ 315 μ.Χ.
Οἱ γονεῖς τοῦ ἦταν Ἰουδαῖοι κι εἶχαν δύο παιδιά. Τὸν Ἐπιφάνιο καὶ μιὰ κόρη, τὴν Καλλίτροπο.
Στὴν ἡλικία τῶν 10 χρόνων ὁ πατέρας πέθανε καὶ τὰ παιδιὰ ἔμειναν ὀρφανά. Ἡ μητέρα, ποὺ εἶχε νὰ φροντίσει γιὰ τὴ συντήρηση ὅλων, κάλεσε μιὰ μέρα τὸν μικρὸ Ἐπιφάνιο καὶ τοῦ ἔδωκε ἕνα γαϊδούρι ποὺ εἶχαν, νὰ πάει στὴν πανήγυρη νὰ τὸ πωλήσει καὶ νὰ φέρει τὰ χρήματα νὰ περάσουν. Τὸ γαϊδούρι ἦταν ἀτίθασο κι εἶχε κι ἄλλα πολλὰ ἐλαττώματα. Γι’ αὐτὸ τὸ παιδὶ δίσταζε. Οἱ προτροπὲς τῆς μητέρας κι οἱ παρακλήσεις τῆς βοήθησαν τὸ παιδὶ νὰ νικήσει τοὺς δισταγμοὺς καὶ νὰ πάει. Στὴν πανήγυρη, ἕνας καλοντυμένος Ἑβραῖος πλησίασε κάποια στιγμὴ τὸν Ἐπιφάνιο καὶ ζήτησε νὰ μάθει, ἂν τὸ ζῶο τὸ εἶχε γιὰ πώληση καὶ πόσο ἤθελε γι’ αὐτό. Τὸ παιδὶ εἶπε τὴν τιμή, τρία νομίσματα, ἀλλὰ πρόσθεσε, πὼς τὸ ζῶο ἦταν ἀτίθασο καὶ μὲ πολλὰ ἐλαττώματα. Ἡ εἰλικρίνεια τοῦ παιδιοῦ ἔκαμε ἐντύπωση στὸν ἀγοραστή, ὁ ὁποῖος, σὰν ἔμαθε πὼς τὸ παιδὶ ἦταν κι ὀρφανό, τοῦ ἔδωσε τὰ τρία νομίσματα καὶ τοῦ συνέστησε νὰ γυρίσει σπίτι του.
– Κράτησε, τοῦ εἶπε καὶ τὸ γαϊδούρι, ἂν φρονιμέψει, γιὰ τὶς ἀνάγκες σας. Ἀλλιῶς νὰ πεῖς στὴ μητέρα σου νὰ τὸ ἀπομακρύνει ἀπὸ κοντά σας, μήπως καὶ σᾶς κάμει κακό.
Ὁ μικρὸς Ἐπιφάνιος πῆρε τὰ χρήματα καὶ τραβώντας τὸ ζῶο ἀπ’ τὸ σχοινὶ ξεκίνησε, νὰ γυρίσει πίσω στὸ χωριό. Στὸ δρόμο τὸν συνήντησε ἕνας χριστιανός, ποὺ λεγόταν Κλεόβιος καὶ ρώτησε κι αὐτὸς νὰ μάθει, ἂν πωλοῦσε τὸ γαϊδούρι. Ὁ Ἐπιφάνιος μὲ εἰλικρίνεια πάλι ὁμολόγησε, πὼς τὸ ζῶο τὸ εἶχε γιὰ πώληση, ἀλλὰ δὲν τολμοῦσε νὰ τὸ συστήσει, γιατί ἦταν ἰδιότροπο. Προτοῦ ἀκόμη τὸ παιδὶ τελειώσει τὴ φράση του, τὸ ζῶο ἀφήνιασε, τοῦ ἔδωκε μιὰ κλωτσιᾶ στὸ πόδι καὶ τὸν πέταξε κάτω. Ὕστερα ἀπομακρύνθηκε μὲ γρηγοράδα. Ὁ Κλεόβιος ποὺ εἶδε τὸ ἐπεισόδιο, πλησίασε τὸν Ἐπιφάνιο, ἔκαμε πάνω στὸ κτυπημένο μέρος τοῦ ποδιοῦ τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ γίνει ἀμέσως καλά. Μετὰ στράφηκε πρὸς τὸ ζῶο ποὺ ἔτρεχε καὶ φώναξε:
Ὢ ἀτίθασο ζῶο, ποὺ θέλησες νὰ σκοτώσεις τὸν ἀφέντη σου. Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ἐσταυρωμένου, νὰ μὴν κινηθεῖς ἀπὸ τὴ θέση σου.
Μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου τὸ γαϊδούρι ἔπεσε καὶ ψόφησε. Τὰ θαῦμα ἔκαμε τεράστια ἐντύπωση στὸ παιδί, ποὺ πρώτη φορὰ ἄκουσε γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Σὰν ἔφτασε στὸ σπίτι, διηγήθηκε στὴ μητέρα τοῦ τὰ ὅσα ἔγιναν. Κι ἀπὸ τὴν ἥμερα ἐκείνη ἄρχισε μὲ ζῆλο νὰ ἀναζητᾶ κάποιο πρόσωπο, ποὺ νὰ τοῦ μιλήσει περισσότερα γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ.
Κι ἡ εὐκαιρία δόθηκε.
Ὁ Παντοδύναμος Θεός, ποὺ θέλει ὅλων των ἀνθρώπων τὴ σωτηρία, τακτοποίησε τὰ πράγματα. Ὁ Ἐπιφάνιος, ὕστερα ἀπὸ ἕξη χρόνια, συναντήθηκε μὲ κάποιο μοναχὸ Λουκιανό, γνωστὸ γιὰ τὰ γνήσια φιλανθρωπικά του αἰσθήματα κι ἀπὸ αὐτὸν ἄκουσε, ὅ,τι ἡ ψυχὴ τοῦ ζητοῦσε. Ἀφοῦ κατηχήθηκε στὴ χριστιανικὴ πίστη, πώλησε τὰ ὑπάρχοντά του, κράτησε γιὰ τὴν ἀδελφή του καὶ τὸν ἑαυτὸ τοῦ μερικὰ χρήματα γιὰ βιβλία -ἡ μητέρα τοὺς εἶχε ἀποθάνει-, μοίρασε τὰ ὑπόλοιπα στοὺς φτωχοὺς καὶ γεμάτος χαρὰ κι ἀγαλλίαση προχώρησε μὲ τὴν ἀδελφή του στὸ Βάπτισμα. Τὸ μυστήριο τέλεσε ὁ ἴδιος ὁ ἐπίσκοπος.
Τὴν ἥμερα ἐκείνη καὶ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Ἐπιφάνιος ἀνέβαινε τὰ σκαλοπάτια, γιὰ νὰ μπεῖ μέσα στὸν ναὸ συνέβηκε κάτι τὸ παράδοξο.
Μόλις ὁ κατηχούμενος ἔβαλε τὸ πόδι στὸ πρῶτο σκαλοπάτι τοῦ ναοῦ, τοῦ ἔπεσε τὸ παπούτσι τοῦ ἀριστεροῦ ποδιοῦ. Ὅταν δοκίμασε νὰ ἀνέβει τὸ δεύτερο σκαλοπάτι, τότε τοῦ βγῆκε καὶ τὸ παπούτσι τοῦ δεξιοῦ.
Ἀπὸ τότε ὁ μακάριος πατὴρ δὲν δέχθηκε νὰ φορέσει ἄλλα παπούτσια.
Μὰ καὶ κάτι ἄλλο.
Τὴ στιγμὴ ποὺ διαβαζόταν ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ὁ ἐπίσκοπος εἶδε τὸ πρόσωπο τοῦ Ἐπιφανίου νὰ φωτίζεται ἀπὸ ἕνα ἱλαρὸ φῶς καὶ τὸ κεφάλι του νὰ ‘ναι στεφανωμένο μὲ ἕνα λαμπρὸ στεφάνι.
Ἦταν καὶ τὰ δύο ἀγγελικά του κατοπινοῦ του μεγαλείου.
Ἑπτὰ μέρες ὕστερα ἀπὸ τὸ βάπτισμα, ὁ νεοφώτιστος τακτοποίησε τὴν ἀδελφή του σ’ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι κι ἔφυγε κι αὐτὸς σ’ ἕνα ἄλλο. Σὲ τοῦτο ἦταν δέκα καλλιγράφοι μοναχοὶ κι ἡγούμενος ὁ γνωστὸς ἅγιος Ἰλαρίωνας. Κοντὰ στὸν μεγάλο αὐτὸ ἀσκητή, ποὺ ἔτρωγε μιὰ φορὰ κάθε δύο ἢ τρεῖς ἢ καὶ περισσότερες μέρες προσκολλήθηκε ὁ δεκαεξάχρονος νέος. Καὶ τὸν μιμήθηκε πιστά. Ἡ ὑπομονὴ κι ἐπιμονή του, ἡ ταπείνωση καὶ φιλομάθειά του, ἀλλὰ κι ἡ αὐστηρὴ ἐγκράτειά του, ἦταν ὑπόδειγμα σ’ ὅλους. Γι’ αὐτὸ καὶ νωρὶς τὸν χαρίτωσε ὁ Κύριος. Καὶ νά!
Στὸν τόπο ποὺ βρισκόταν τὸ μοναστήρι δὲν εἶχε νερό. Οἱ μοναχοί το κουβαλοῦσαν τὴ νύχτα ἀπὸ μιὰ πηγή, ποὺ ἦταν κάπου πέντε μίλια μακριά. Μιὰ φορὰ ἔτυχε νὰ περάσουν ἀπὸ ἐκεῖ μερικοὶ ὁδοιπόροι, ποὺ εἶχαν τὰ ζῶα τοὺς φορτωμένα μὲ κρασὶ καὶ τοὺς ζήτησαν λίγο νερό, γιὰ νὰ πιοῦν κι αὐτοὶ καὶ τὰ ζῶα τους. Οἱ μοναχοὶ δυστυχῶς δὲν εἶχαν κι ἔτσι ὅλοι κινδύνευαν νὰ πεθάνουν ἀπ’ τὴ δίψα. Τὴν ἔλλειψη ἔμαθε κι ὁ Ἐπιφάνιος. Χωρὶς νὰ χάσει καιρό, πλησίασε τοὺς ξένους πῆρε στὰ χέρια τοῦ τὰ ἀσκιὰ μὲ τὸ κρασὶ καὶ κάμνοντας μιὰ προσευχὴ εἶπε:
– Κύριε ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ποὺ ἔκανες στὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαῖος τὸ νερὸ κρασί, κᾶνε τώρα κι ἐδῶ το κρασὶ νερὸ γιὰ τὰ πλάσματά σου.
Καὶ ὢ τοῦ θαύματος!
Τὸ κρασὶ ἔγινε νερό.
Κι ἤπιαν οἱ ἄνθρωποι.
Ἤπιαν καὶ τὰ ζῶα.
Καὶ ξεδίψασαν.
Καὶ συνῆλθαν.
Ὁδοιπόροι καὶ μοναχοὶ κατασυγκινημένοι δόξασαν τὸν Θεὸ κι ἔκαμαν τὸ θαῦμα γνωστὸ παντοῦ. Γι’ αὐτὸ κι ὁ ἅγιος ἔφυγε ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο καὶ πῆγε σὲ τόπο ἀγριότερο. Μιὰ μέρα ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν – κι ἦταν τρεῖς μέρες νηστικὸς καὶ διψασμένος – ἔτυχε νὰ περνοῦν ἀπὸ κοντὰ σαράντα Σαρακηνοί. Σὰν τὸν εἶδαν μόνο, νὰ ζεῖ σὲ τέτοιο τόπο, ἄρχισαν νὰ τὸν κοροϊδεύουν. Ἕνας μάλιστα ἀπ’ αὐτοὺς ὁ πιὸ ἄγριος ποὺ εἶχε χαλασμένο τὸ ἕνα μάτι, ἔτρεξε καὶ τράβηξε τὸ μαχαίρι νὰ τὸν κτυπήσει. Ὁ ἅγιος, χωρὶς νὰ φοβηθεῖ, ἔκαμε μιὰ ἐπίκληση καὶ στὴ στιγμὴ τὸ τυφλὸ μάτι τοῦ βάρβαρου Σαρακηνοῦ ἄνοιξε κι αὐτὸς ταραγμένος ἀπ’ τὸ θαῦμα στάθηκε ἀκίνητος κι ἄφησε τὸ μαχαίρι νὰ πέσει ἀπ’ τὸ χέρι του. Οἱ συνοδοιπόροι τοῦ ἀπορημένοι πλησίασαν τὸν ἅγιο καὶ σὰν εἶδαν τὸν τυφλὸ σύντροφο τοὺς θεραπευμένο, στάθηκαν κι αὐτοὶ μὲ φόβο χωρὶς νὰ ξέρουν τί νὰ κάμουν.
Ὁ ἅγιος ποὺ εἶδε τὴν ταραχὴ τοὺς ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾶ μὲ ταπείνωση κι ἔμεινε μαζί τους τρεῖς ὁλόκληρους μῆνες. Καὶ τοὺς δίδασκε. Καὶ τοὺς νουθετοῦσε. Καὶ τοὺς ἐμπόδιζε ἀπὸ τοῦ νὰ κάμουν τὸ κακό. Ὕστερά τους ἀφῆκε καὶ γύρισε πάλι στὸ μοναστήρι του μὲ ἕνα ἀπ’ αὐτούς, ποὺ κατηχήθηκε ἀπ’ τὸν ἅγιο καὶ βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν Μέγα Ἰλαρίωνα.
Πολλὰ θαύματα ἔκανε ὁ ἅγιος τὴν περίοδο αὐτή, ἀλλὰ κι ἀργότερα προπαντὸς θεραπεῖες δαιμονιζομένων.
Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρουμε μερικά.
– Θεράπευσε τὴν κόρη τοῦ βασιλιὰ τῆς Περσίας ἀπὸ τὸ δαιμόνιο ποὺ τὴν βασάνιζε.
– Ἀνάστησε τὸ νεκρὸ παιδὶ ἑνὸς ἄρχοντα τῆς Περσίας.
– Θανάτωσε ἕνα λέοντα ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ δάσος κι ἔτρωγε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ κοντά.
– Ἐξεδίωξε τὸ δαιμόνιο ἀπὸ κάποιο Κάλλιστο ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ πρώτου Ἔπαρχου τῆς Ρώμης.
– Θεράπευσε τὸν Μ. Θεοδόσιο, τὸν αὐτοκράτορα, ἀπὸ παράλυση τῶν κάτω ἄκρων.
Αὐτὰ εἶναι ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ πολλὰ θαύματα τοῦ ἁγίου. Ν’ ἀναφερθοῦμε σ’ ὅλα δὲν μᾶς εἶναι δυνατό. Ἕνα μόνο σημειώνουμε. Τὰ θαύματα τοῦ μεγάλου πατρὸς ἦταν ὅλα πολὺ φιλάνθρωπα.
Ἀπὸ τὸ μέρος αὐτὸ ὁ ἱερὸς πατὴρ ταξίδεψε ἀργότερα στὴν Αἴγυπτο, ὅπου γνώρισε κι ἐδῶ μεγάλες ἀσκητικὲς μορφὲς καὶ πλούτισε τὶς γνώσεις του στὴ θρησκευτικὴ θεολογία. Μετὰ γύρισε καὶ πάλι στὴν Παλαιστίνη, ὅπου ἵδρυσε δικό του μοναστήρι, τὸ ὁποῖο καὶ διηύθυνε γιὰ πολλὰ χρόνια.
Οἱ πολλὲς ἀρετὲς τοῦ Ἐπιφανίου καὶ τὸ πλούσιο θαυματουργικό του χάρισμα, ἔκαμαν τὸν ἅγιο κι ἐδῶ πολὺ γνωστό. Ἄρρωστοι ἀπὸ πολὺ μακρινὰ μέρη ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ διάφορες ἀγιάτρευτες ἀρρώστιες, ἐρχόντουσαν συχνὰ κοντά του γιὰ νὰ πάρουν τὴ θεραπεία τους.
Ὁ πόθος τοῦ ὁσίου νὰ ξαναδεῖ τὸν μεγάλο ἀσκητὴ Ἰλαρίωνα ποὺ εἶχε ἀναχωρήσει πρὸ καιροῦ γιὰ τὴν Κύπρο, ἀλλὰ κι ἡ ἐπιθυμία του νὰ ἀποφύγει ὅλους ἐκείνους, ποὺ τὸν πολιορκοῦσαν καὶ τὸν πίεζαν νὰ γίνει ἐπίσκοπος, τὸν ὤθησαν νὰ ταξιδέψει κι αὐτὸς στὴν Κύπρο. Ἦταν τότε περίπου 57 χρόνων.
Ἀφοῦ ὁ ἅγιος πῆρε μαζί του δύο συνοδοὺς πῆγε πρῶτα στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ μετὰ μπῆκε σ’ ἕνα πλοῖο ποὺ τοὺς ἔφερε στὴν Πάφο.
Ἐδῶ συνήντησε τὸν ἅγιο Ἰλαρίωνα κι ἔμεινε μαζί του δύο μῆνες.
Ὅταν ἀργότερα ἀποφάσισε ν’ ἀναχωρήσει, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὸ μοναστήρι του στὴν Παλαιστίνη ὁ γέρο ἀσκητὴς τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε:
– Ποῦ θέλεις νὰ πᾶς, τέκνον;
Ὁ Ἐπιφάνιος ἀποκρίθηκε, πὼς ἤθελε νὰ πάει στὴ Γάζα. Ὁ ἱερὸς ἀσκητὴς τοῦ εἶπε πάλι:
Ὄχι, τέκνον. Μὴν πᾶς στὴ Γάζα. Πήγαινε καλύτερα στὴ Σαλαμίνα.. Ἡ Σαλαμίνα, ποὺ κτίστηκε ἀπὸ τὸν ἥρωα τοῦ Τρωικοῦ πολέμου Τεῦκρο, τὸν γιὸ τοῦ Τελαμώνα, πρὸς τιμὴ τῆς πατρίδας τοῦ Σαλαμίνας, καταστράφηκε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. ἀπὸ σεισμό. Ἡ πόλη ξανακτίστηκε ἀπὸ τὸν γιὸ τοῦ Μ. Κῶν/τίνου, τὸν Κωνστάντιο κι ὀνομάστηκε Κωνσταντία. Ἔγινε ἕδρα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου, ὅταν νῆσος εἶχε 14 ἐπισκόπους κι ἔμεινε τέτοια μέχρι τὸ 1191, ποὺ ἡ Κύπρος κατακτήθηκε ἀπ’ τοὺς Φράγκους. Σήμερα ἕδρα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου εἶναι ἡ Λευκωσία. Εκεί θὰ βρεῖς κατάλληλο τόπο νὰ κατοικήσεις. Πήγαινε καὶ μὴ παρακούσεις στὰ λόγια μου μήπως κινδυνέψεις ἀπ’ τὴν θάλασσα.
Ὁ Ἐπιφάνιος δὲν ἄκουσε. Ἤθελε νὰ γυρίσει στὴν Παλαιστίνη. Κατέβηκε λοιπὸν στὴν παραλία ὅπου ἦταν δύο πλοῖα. Τὸ ἕνα θὰ πήγαινε στὴ Σαλαμίνα καὶ τὸ ἄλλο στὴν Παλαιστίνη. Μπῆκε στὸ δεύτερο. Μόλις ὅμως τὸ πλοῖο ξεκίνησε σηκώθηκε τρομερὴ τρικυμία. Τρεῖς μέρες ἡ ἄγρια θαλασσοταραχὴ τοὺς παίδευε. Τρεῖς μέρες τὸ πλήρωμα τοῦ πλοίου ἀπηλπισμένο περίμενε ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ τὴν καταστροφή του. Ἐπιτέλους τὴν τέταρτη μέρα τὸ πλοῖο μὲ πολὺ κόπο καὶ ζημιὲς ἔφτασε στὴ Σαλαμίνα γιὰ νὰ γλιτώσει. Ἐκεῖ σταμάτησαν γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν καὶ νὰ ἐπισκευάσουν τὶς βλάβες ποὺ ἔπαθαν.
Μιὰ ἀπὸ τὶς μέρες αὐτὲς ποὺ τὸ πλοῖο ἦταν ἐλλιμενισμένο στὴ Σαλαμίνα, ὁ Ἐπιφάνιος πῆρε τοὺς δύο συνοδούς του καὶ βγῆκε νὰ πάει στὴν ἀγορὰ γιὰ ν’ ἀγοράσει λίγα σταφύλια. Διάλεξε μερικὰ καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ τὰ πληρώσει, ἕνας γηραιὸς κληρικός, ὁ ἐπίσκοπός των Χυτρῶν Πάππος, ποὺ ὑποβασταζόταν ἀπὸ δύο διακόνους στάθηκε μπροστά του. Δύο ἄλλοι κληρικοὶ ἐπίσκοποι κι αὐτοί, ἀκολουθοῦσαν ξωπίσω του.
– Ὥρα καλή, Ἀββᾶ! Ἄφησε τὰ σταφύλια κι ἔλα μαζί μας στὴν ἐκκλησία, τοῦ εἶπε ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος.
Τὰ λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ «εὐφράνθην ἐπὶ τοῖς εἰρηκόσι μοί, εἰς οἶκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψάλ. ρκά’, 1) πέρασαν μὲ μιᾶς ἀπὸ τὸ μυαλό του. Καὶ ἀκολούθησε. Ὅταν ἔφτασαν, ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος Πάππος τοῦ εἶπε: «Κόψε εὐλογητὸν Πάτερ». Ὁ Ἐπιφάνιος συγχυσμένος ἀπήντησε: «Συγχώρησε μέ, Δέσποτα. Δὲν εἶμαι ἱερωμένος».
Τότε ὁ Πάππος ἔβαλε εὐλογητό. Κι ἀμέσως ἕνας διάκονος πῆρε τὸν Ἐπιφάνιο ἀπὸ τὴν κεφαλὴ καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ Ἅγιο Βῆμα. Ἐκεῖ ἦταν κι ἄλλοι κληρικοὶ ποὺ βοηθοῦσαν τὸν γηραιὸ ἐπίσκοπο, ποὺ χειροτόνησε τὸν Ἐπιφάνιο διάκονο. Τὴν ἄλλη μέρα ἔγινε ἡ χειροτονία του σὲ πρεσβύτερο καὶ τὴν τρίτη σὲ ἐπίσκοπο. Ἔτσι ὁ εὐλαβὴς ἀσκητὴς χωρὶς νὰ τὸ θέλει καὶ χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξει ἀνέλαβε ὅλους τους βαθμοὺς τῆς ἱεροσύνης καὶ ἐνθρονίστηκε ἐπίσκοπος Σαλαμίνας, τῆς ὁποίας ὁ ἐπίσκοπος εἶχεν ἀποθάνει πρὶν ἀρκετὲς μέρες.
Τὸ ὑψηλὸ ἔργο τοῦ ἐπισκόπου κι ἡ γρηγοράδα μὲ τὴν ὁποίαν ὁ Ἐπιφάνιος ἀνέβηκε στὸ ἀξίωμα αὐτό, δημιούργησαν στὴν ψυχὴ τοῦ μιὰ τέτοια θλίψη, ποὺ τοῦ ἔφερνε συνέχεια δάκρυα. Τότε ὁ γηραιὸς Πάππος γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύσει ἀναγκάστηκε νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τὰ γεγονότα.
– Τέκνον μου, τοῦ εἶπε μὲ ἀγάπη. Δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ ὁμιλήσω. Μὲ ἀναγκάζεις ὅμως μὲ τὴ στάση σου. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ κληρικοί, διάκονοι, πρεσβύτεροι, ἐπίσκοποι, ποὺ βρίσκονται ἐδῶ, μαζεύτηκαν ἀπὸ ὅλο το νησὶ καὶ ἀνέθεσαν σ’ ἐμένα νὰ διαλέξω τὸν ἄξιο κληρικό, ποὺ θὰ ἀναλάβει τὴ θέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Σαλαμίνας. Κλείστηκα λοιπόν, κι ἐγὼ στὸ δωμάτιό μου καὶ μὲ δάκρυα παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μοῦ φανερώσει τὸν κατάλληλο. Ξαφνικὰ ἐκεῖ ποὺ προσευχόμουνα ἕνα φῶς ἄστραψε στὸ δωμάτιο καὶ μιὰ φωνὴ ἀκούστηκε νὰ λέει:
— Πάππε, Πάππε, ἄκουσε! Πήγαινε ἀμέσως στὴν ἀγορά. Καὶ τὸν μοναχὸ ποὺ θὰ βρεῖς νὰ ἀγοράζει σταφύλια, πάρε τὸν καὶ χειροτόνησε τὸν ἐπίσκοπο. Τὸ ὄνομα τοῦ εἶναι Ἐπιφάνιος. Καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ ὁμοιάζει μὲ τὸν προφήτη Ἐλισσαῖο. Μὴ τοῦ φανερώσεις ἀμέσως γιὰ ποιὸ πράγμα τὸν θέλεις, γιὰ νὰ μὴ σοῦ φύγει. Αὐτὸς εἶναι ὁ διαλεκτός. Αὐτὸν προορίζω. Αὐτὸς θὰ τιμήσει τὴν Ἐκκλησία μου.
Τὰ λόγια τοῦ γηραιοῦ ἐπισκόπου ἔκαμαν μεγάλη ἐντύπωση σ’ ὅλους. Ὁ Ἐπιφάνιος παρηγορήθηκε. Συγκινημένοι ἀνέβηκαν ὅλοι στὸ ἐπισκοπεῖο, ὅπου δείπνησαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό. Τὴν ἄλλη μέρα ἀνεχώρησε ὁ καθένας στὴν ἐπισκοπή του.
Μὲ τὴ χειροτονία τοῦ ὁ Ἐπιφάνιος ἔγινε ἡ πόλη ἡ «ἐπάνω ὀροὺς κειμένη» κι ὁ λύχνος ποὺ τοποθετήθηκε «ἐπὶ τὴν λυχνίαν» γιὰ νὰ λάμπει «πάσι τοῖς ἐν τῇ οἰκία». Καὶ πέτυχε στὸ δύσκολο καὶ βαρὺ ἔργο του. Πέτυχε χάρη στὸ ζῆλο του καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του. Πέτυχε χάρη στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγιότητά του.
Στὰ 36 χρόνια της ἀρχιερατείας του, ὁ χειμαζόμενος λαὸς τοῦ νησιοῦ βρῆκε στὸ πρόσωπό του τὸν στοργικὸ πατέρα, τὸν ζηλωτὴ ἱεραπόστολο, τὸν φωτεινὸ καθοδηγητή, τὸν ἀκούραστο προστάτη κι ὁδηγό.
Μὲ τὶς ἀδιάκοπες ἐνέργειές του, τὸ παράδειγμα καὶ τὴ μόρφωσή του — γνώριζε πέντε γλῶσσες, τὴν Ἑλληνική, τὴ Συριακή, τὴν Ἑβραϊκή, τὴν Κοπτικὴ καὶ λίγο τὴ Λατινικὴ – καὶ πρὸ παντὸς μὲ τὴ δράση του, ἔγινε ἀφορμὴ ὁ χριστιανισμὸς νὰ διαδοθεῖ παντοῦ στὴν Κύπρο κι ἡ Ἐκκλησία της νὰ γίνει ζηλευτή.
Ὅταν ὁ ἅγιος τελοῦσε τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, κατὰ τὴν ὥρα τῆς μετουσιώσεως τῶν Τιμίων Δώρων, ἀναφέρεται πὼς ὁ εὐλαβὴς ἐπίσκοπος ἔβλεπε αὐτὸ τοῦτο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ καταβαίνει ἐπάνω στὰ Ἄχραντα Δῶρα καὶ νὰ τὰ εὐλογεῖ.
Φυσικὰ ὁ ἐχθρός της σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ὁ «ἀντίδικος ἠμῶν διάβολος», πολλὲς φορὲς τὴν ὁλόλαμπρη δράση τοῦ φλογεροῦ ἐργάτη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, προσπαθοῦσε νὰ ἀνακόψει μὲ ποικίλα ἐμπόδια καὶ δυσκολίες. Ἡ ταπεινοφροσύνη ὅμως τοῦ ἐπισκόπου κι ἡ πλούσια ἀγάπη, ποὺ ἦταν θρονιασμένη στὴν ψυχή του, σκορποῦσε τὰ ἐμπόδια καὶ διέλυε τὶς πλεκτάνες.
Ὁ Ἐπιφάνιος ἔγραψε καὶ πολλὰ βιβλία. Τα σπουδαιότερα συγγράμματα τοῦ Ἐπιφανίου εἶναι ὁ «Ἀγκυρωτὸς» καὶ τὸ «Πανάριον». Τὸ πρώτον σὲ 120 παραγράφους περιλαμβάνει μιὰ ἐπιτομὴ τῆς σύγχρονης πρὸς τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο Θεολογίας. Τὸ «Πανάριον» δηλαδὴ κιβώτιο, ὅπως τὸ ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς συγγραφέας, περιέχει σωτηριώδη φάρμακα ,δηλαδὴ ἐπιχειρήματα γιὰ τὴν ἀνασκευὴ τῶν αἱρέσεων ποὺ ὑπῆρχαν τότε. Τέτοιες αἱρέσεις ἀναφέρει κάπου 80. Πολέμησε μὲ σταθερότητα τὶς αἱρέσεις καὶ προάσπισε μὲ πάθος τὴν Ὀρθοδοξία. Ὁ ζῆλος κι ἡ ἀγάπη τοῦ γι’ αὕτη τὸν ἔσπρωχναν μερικὲς φορὲς σὲ ὑπερβολές. Ἡ προσφορὰ τοῦ ὅμως ὑπῆρξε μεγάλη κι ἀνιδιοτελής.
Μαζὶ μὲ τέσσερις ἄλλους Κυπρίους ἐπισκόπους, ὁ Ἐπιφάνιος ἔλαβε μέρος καὶ στὴ Δευτέρα Οἰκουμενικὴ Σύνοδο.
Ἀφοῦ λοιπόν, τὸ 402 μ.Χ., γέροντας πιὰ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος, εἶχε καταδικάσει σὲ τοπικὴ Σύνοδο Ἐπισκόπων Κύπρου τὰ ἔργα τοῦ Ὠριγένη, ζήτησε καὶ τὴν ὁλοκληρωτικὴ καταδίκητους κι’ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ἐπισκόπους των κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Πλὴν ὅμως, ὅ της Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχης, Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος φαινόταν πὼς ἐκώφευε καὶ μὲ πολλὴ συμπάθεια καὶ διάκριση προσπαθοῦσε νὰ οἰκονομήσει διαφορετικά το ὅλο ἐπίπονο καὶ ἀκανθῶδες θέμα μὲ πιὸ ἤπιο τρόπο, καὶ δὲν ἤθελε νὰ πάρη μέρος στὴν ὅλη διαμάχη καὶ νὰ καταδικάση τὸν Ὠριγένη. Ἔτσι τὸ 403 ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ἀποβιβάζεται στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ λάβη προσωπικὰ ὃ ἴδιος σωστὴν εἰκόνα τῶν πραγμάτων ἢ νὰ διακόψη κάθε πνευματικὴν – μυστηριακὴν ἐπικοινωνίαν μὲ τὸν Ἅγιο Χρυσόστομο.
Καὶ εἶναι ἐδῶ ἀκριβῶς, ποὺ ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος, ζεῖ μέχρι ἀηδίας τὸ μέγεθος τῆς πλεκτάνης, στὴν ὁποίαν τὸν ἐνέπλεξε καὶ ἐνέπαιξε ὁ δόλιος Θεόφιλος Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος φθονοῦσε τὸν Ἅγιο Χρυσόστομο, ἐποφθαλμιοῦσε τὸν θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐργαζόταν τόσον δόλια καὶ ὑποχθόνια νὰ ὑποσκάψη τὴν ὅλη μεγαλοσώματη μορφὴ τοῦ χρυσοῦ, τὴ γλώσσα καὶ τὸ στόμα Ἅγιου Ἰωάννου.
Καθότι, οὔτε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μήτε οἱ προστατευόμενοί του καὶ θαυμάσιοι Ἀσκητές, οἱ λεγόμενοι Μακροὶ Ἀδελφοί της Αἴγυπτου ἤσαν αἱρετικοί, καθὼς ὁ Θεόφιλος ἀπὸ μανικὸ-σατανικὸ μίσος καὶ τυφλὸ πάθος μεγαλομανίας καὶ τυρίας (πρβλ. αἵρεση «Ἀρτοτυρίται») κινούμενος τοὺς εἶχε παρουσιάσει.
Τέλος, διάφοροι Ἐπίσκοποι, αὐτοὶ οἱ Μακροὶ Ἀδελφοὶ καὶ ὁ πρὸς τοῦτο ἀποσταλῆς Ἀρχιδιάκονος τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου Σεραπίων, ἔπεισαν τὸν Ἅγιο Ἐπιφάνιο ν’ ἄναχωρηση ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, πράγμα ποὺ ἔπραξε, χωρὶς καθόλου χρονοτριβή. Ἔτσι, γεμάτος ἀποτροπιασμὸ γιὰ ὅσα συνάντησε ἄτοπα καὶ ἀχρεία, ἐγκατέλειψε τὴν Πόλη, μὲ τὴν ἑξῆς χαρακτηριστικὴ καὶ παροιμιακὴ φράση: «Ἀφήιμι ὑμὶν τὴν πόλιν καὶ τὸ Βασίλειον καὶ τὴν ὑπόκρισιν· ἐγὼ δὲ ἀπειμι, σπεύδω γάρ, πάνυ σπεύδω!…». Κατὰ τὸν πλοῦν τῆς ἐπιστροφῆς του γιὰ τὴν Κύπρο, ἐνενηκοντούτης καὶ πλέον, ὁ λευκόθριξ Λευΐτης τῆς Νέας Σκηνῆς, μετέθη καὶ ἑνώθη μετὰ τῆς Ἄνω Ἱεραρχίας στὶς 12 Μαΐου τὸ 403 μ.Χ.
Ὁ διάδοχός του ἁγίου καὶ μαθητής του, ὁ Σαβίνος, ἔκτισε πρὸς τιμή του στὴ Σαλαμίνα μέγιστο ναό, τοῦ ὁποίου τὰ ἐρείπια σώζονται ὡς τὰ σήμερα.
Τὸ σεπτό του σκήνωμα μετακόμισε στὴν Κων/πόλη ὁ αὐτοκράτορας Λέων Στ’ ὁ Σοφός, μαζὶ μὲ ἄλλα κειμήλια τοῦ νησιοῦ.
Ἡ τιμία κάρα τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου
Ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ φωτεινὲς μορφὲς τῆς Ἐκκλησίας τοῦ νησιοῦ μας. Ἔζησε μὲ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὸν Χριστό. Κήρυξε τὸ ἅγιο ὄνομά Του καὶ θαυματούργησε στ’ ὄνομά Του. Ζεῖ στὴ συνείδηση τῶν χριστιανῶν ποὺ ἀγαποῦν πραγματικὰ τὸν Ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ, κι ἐξακολουθεῖ καὶ σήμερα νὰ διδάσκει καὶ νὰ ἐμπνέει ὅλους ἐκείνους ποὺ ποθοῦν καὶ ζητοῦν νὰ ἰδοῦν μιὰ ἀληθινὴ χριστιανικὴ κοινωνία γύρω τους. Μιὰ κοινωνία χωρὶς μίση καὶ φυλακὲς καὶ κάτεργα. Μιὰ κοινωνία εἰρήνης, ὁμόνοιας κι ἀγάπης. Μιὰ κοινωνία Χριστοῦ.