30 Μαρτίου
Ἡ καταγωγὴ καὶ ἡ μόρφωσή του
Ο ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ποὺ εἶναι πιὸ πολὺ γνωστὸς ὡς ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας, δὲν εἶναι ἀκριβῶς γνωστὸ ποὺ γεννήθηκε. Κατὰ τὶς πιθανολογίες βέβαιά του Δημητρίου Ροστοβίας, ὁ ἅγιος Ἰωάννης καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν ὁποία καὶ ἐσπούδασε, ὡς τέκνο τοῦ Ξενοφῶντος καὶ τῆς Μαρίας. Ἄλλοι ὅμως ἐρευνητὲς ὑποθέτουν ὅτι καταγόταν πιθανότατα ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης ἢ τῆς Αἰγύπτου, ἐφόσον στὴν ἡλικία τῶν δεκαέξι μόλις ἐτῶν ἀνέβηκε στο όρος Σινᾶ, γιὰ νὰ γίνει μοναχός. Ἄγνωστος ὅμως δὲν εἶναι μονάχα ὁ τόπος, ἀλλὰ καὶ ὁ χρόνος τῆς γέννησης τοῦ ἁγίου, ὅπως ἐπίσης καὶ τοῦ θανάτου του. Ἄλλοι, ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ἅγιος ἔδρασε μεταξύ των ἐτῶν 525 καὶ 600 μ.Χ. Ἄλλοι τοποθετοῦν τὴ γέννηση τοῦ ἁγίου πρὸ τοῦ 579 μ.Χ. καὶ τὸ θάνατό του γύρω στὸ 649 μ.Χ. Πιθανότερο ὅμως φαίνεται νὰ γεννήθηκε κατὰ τὸ 525 μ.Χ. καὶ νὰ ἐκοιμήθη κατὰ τὸ 610 μ.Χ. ἢ ἴσως καὶ λίγο ἀργότερα. Ὅπως καὶ νὰ ἔχει τὸ πράγμα πάντως, ἕνα ὁπωσδήποτε εἶναι βέβαιο, τὸ ὅτι ὁ ἅγιος μορφώθηκε κατὰ τὴν παιδικὴ καὶ νεανικὴ ἡλικία τοῦ πάρα πολὺ καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ χαρακτηρίσθηκε ἀργότερα, ἐξαιτίας τῶν συγγραμμάτων του, ὄχι μονάχα ὡς «νέος Μωυσῆς», ὡς σχεδιάσας τὴν «θεοτύπωτον νομοθεσίαν καὶ θεωρίαν», δηλαδή, τὴν Κλίμακα, ἀλλὰ καὶ ὡς «σχολαστικός», ἐξαιτίας τῆς μεγάλης σχολαστικότητας, μὲ τὴν ὁποία ἐπεξεργάζεται τὰ θέματά του ἢ σωστότερα ἀκρίβειας. Παρὰ τὴ μεγάλη σοφία τοῦ ὅμως, ὁ ἅγιος δὲν ξιππάστηκε, ἀλλὰ παρέμεινε, ὅπως θὰ φανεῖ καὶ πιὸ κάτω, μέχρι τὸ θάνατό του ἁπλὸς καὶ ταπεινός, χαρακτηρίζοντας γιὰ τοῦτο τὸν ἑαυτὸ τοῦ πάντοτε ὡς ἀμαθῆ καὶ στοὺς λόγους του ὡς ἰδιώτη.
Ἡ ἀφιέρωσή του στὸ Θεὸ καὶ ἡ μοναχικὴ κουρὰ
Ὅταν ὁ ἅγιος ἔφθασε στὴν ἡλικία τῶν δεκαέξι ἐτῶν, «προσενήνοχεν ἐαυτὸν θύμα ἱερώτατον τῷ Θεῶ ἐν τῷ Σιναίω ὄρει ἀνελθῶν καὶ μονάσας». Ανέβηκε, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ χαμηλότερη περιοχή, στὴν ὁποία ζοῦσε μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη, στὸ ὅρος Σινά, ὅπου ζήτησε νὰ γίνει μοναχός στη μονὴ τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, πού, κατὰ τὸν ἱστορικὸ Προκόπιο, εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου. Στὴν περίσταση ἐκείνη ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς παρέδωσε τὸ νεαρὸ Ἰωάννη, ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸ βιογράφο του, ἐξαιτίας τῆς ὡριμότητάς του τῆς πνευματικῆς, ὡς «χιλιονταετῆς», στὴν καθοδήγηση τοῦ γέροντα Μαρτυρίου, ὥστε νὰ δαμάσει μὲ τὴν ἐμπειρία του, σὰν ἄριστος «πωλοδάμνης», τὰ πάθη τοῦ νεαροῦ ὑποτακτικοῦ του. Στὸ γέροντα ἀκριβῶς αὐτόν, ποὺ χαρακτηρίζεται καὶ ὡς «παιδοτρίβης», ὁ ἅγιος ἔσκυψε τότε τὸ κεφάλι του καὶ ἔκανε ὑπακοὴ ἀπόλυτη στὰ παραγγέλματά του, ὥστε νὰ διαπεράσει «ἀκινδύνω ὁδηγία» τὸ βαρὺ πέλαγος τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ νὰ φθάσει τελικὰ στὸ οὐράνιο λιμάνι. Ἡ ὑπακοή, δηλαδὴ ποὺ ἔδειξε στὸ γέροντά του ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ὁ ἅγιος νὰ παρουσιάζεται ἀπὸ τὸ βιογράφο τοῦ ὠς «ἄλογον τὲ καὶ ἀθέλητον ψυχὴν ἔχων καὶ τῆς φυσικῆς ἰδιότητος ἀπηλλαγμένην πάντη». Με τὴν ἀκριβέστατη αὐτὴ ὑπακοή του στὸ γέροντα Μαρτύριο, ὁ ἅγιος πέρασε στὴν πραγματικότητα ἀπὸ τὴ γνώση «τῆς ἐγκυκλίου σοφίας» καὶ τὸ «φρύαγμα τῆς φιλοσοφίας» στὴν ἔμπρακτη χριστιανικὴ ζωή, «οὐρανίω ἰδιωτεία μαθητευόμενος».
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ γέροντάς του Μαρτύριος ἀποφάσισε, ὕστερα ἀπὸ τέσσερα ἔτη δοκιμασίας του, κατὰ τὰ ὅποια εἶχε τὴν ψυχὴ τοῦ ὁλόκληρη «ἐν τῷ οὐρανίω ὄρει», νὰ τὸν κείρει τελικὰ μοναχό, βλέποντας τὴν παραδειγματικὴ ὑπακοὴ καὶ ταυτόχρονα τὴν ἅγια ζωὴ τοῦ νεαροῦ ὑποτακτικοῦ του. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ παρέλαβε μία ἥμερα μαζί του τὸν ἅγιο καὶ κάποιους ἄλλους μοναχοὺς καὶ ἀνέβηκε στὴν κορυφὴ τοῦ Σινᾶ, ὅπου τὸν ἔκειρε μὲ κάθε ἱεροπρέπεια καὶ κατάνυξη μοναχό. Κατὰ τὴν ἥμερα μάλιστα τῆς χειροτονίας ἐκείνης, κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἅγιος ἦταν εἴκοσι ἐτῶν, ὁ ξακουσμένος γιὰ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴ σοφία τοῦ ἀββᾶς Στρατήγιος εἶπε γι’ αὐτὸν μὲ τὸ χάρισμα τὸ προορατικό, ποὺ τὸν διέκρινε, ὅτι «μέγας ἀστὴρ γενήσεται». Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Στρατήγιο ἐπαινετικὰ γιὰ τὸν ἅγιο ἐκφράσθηκαν, μετὰ τὴ μοναχικὴ κουρά του, καὶ ἄλλοι διάσημοι ἀσκητές, τοὺς ὁποίους ἐπισκέφθηκαν ὁ ἀββᾶς Μαρτύριος καὶ ὁ ὑποτακτικός του σὲ μία πνευματικὴ ὁπωσδήποτε περιοδεία τους. Κατὰ τὴν περιοδεία τους δὲ αὐτή, κατὰ τὴν ὁποία προσπάθησαν νὰ συλλέξουν, σὰν πολύτιμα μαργαριτάρια, ὅ,τι καλὸ διέκριναν στὴ ζωὴ ξακουσμένων ἀσκητῶν, ἔφθασαν καὶ στὴν ἔρημό της Σκήτης τῆς Αἰγύπτου, στὸ μοναστήρι τῶν Ταβεννῶν καὶ σὲ ἄλλα μεγάλα ἀσκητήρια. Στὰ ἀσκητήρια αὐτὰ οἱ δύο ἀσκητὲς ἐπισκέπτονταν συνήθως κάποιους χαρισματούχους μοναχούς, γιὰ νὰ ζητήσουν, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὶς συμβουλὲς καὶ τὶς εὐχές τους. Δύο ἀπὸ τοὺς χαρισματούχους αὐτοὺς ἀσκητὲς φανέρωσαν μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα ποὺ εἶχαν τὸ μέλλον τοῦ ἁγίου. Ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης, ποὺ μόλις ἀντικρυσε τὸν ἅγιο, στράφηκε πρὸς τὸν ἀββᾶ Μαρτύριο καὶ εἶπε:
-«Εἰπέ, ἀββᾶ Μαρτύριε, πόθεν ὁ παῖς οὗτος καὶ τὶς αὐτὸν ἐκούρευσεν;».
-«Δοῦλος σου ἔστι, πάτερ», ἀποκρίθηκε ὁ Μαρτύριος, «καγῶ ἐκούρευσα αὐτόν».
-«Βαβαί, ἀββᾶ Μαρτύριε», εἶπε τότε ὁ Ἀναστάσιος, «τὶς εἴπη ὅτι ἡγούμενον τοῦ Σινᾶ ἐκούρευσας;». Πω πῶ, δηλαδή, ἀββᾶ Μαρτύριε, ποὺ νὰ ἤξερες ὅτι ἔκανες μοναχὸ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ θὰ γίνει ἀργότερα ἠγούμενος στο μεγάλο μοναστήρι τοῦ Σινᾶ!
Παρόμοια μὲ τὴν πιὸ πάνω ἦταν καὶ ἡ πρόρρηση, ποὺ ἔκανε γιὰ τὸν ἅγιο αὐτὴν τὴν ἐποχὴ καὶ ὁ μέγας γέροντας Ἰωάννης ὁ Σαββαΐτης, ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημό του Γουδᾶ. Ἡ πρόρρηση ὅμως αὐτὴ ἔγινε κατὰ τρόπο πιὸ παραστατικό. Ὅταν, δηλαδὴ ἔφθασαν στὸ ἀσκητήριό του ὁ γέροντας Μαρτύριος καὶ ὁ ἅγιος, ὁ γέροντας Ἰωάννης, ποὺ εἶχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη φήμη θαυματουργοῦ, σηκώθηκε ἐπάνω καί, παίρνοντας στὰ χέρια τοῦ μία λεκάνη μὲ νερό, ἔνιψε τὰ πόδια τοῦ ἁγίου καὶ φίλησε τὰ χέρια του, χωρὶς νὰ κάνει τὸ ἴδιο καὶ στὸ γέροντα Μαρτύριο. Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ σκανδάλισε, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὸ νεαρὸ ὑποτακτικό του, ποὺ ἀπορρημένος ρώτησε τὸ γέροντά του, γιατί φέρθηκε διαφορετικὰ ἀπέναντί των δύο ἐκείνων ἐπισκεπτῶν του.
«Πίστευσον, τέκνον», τοῦ ἀποκρίθηκε τότε ὁ μέγας ἐκεῖνος γέροντας, «ἐγώ, τὶς ἔστιν ὁ παῖς, οὐκ οἶδα. αλλ’ ἐγὼ ἡγούμενον τοῦ Σινᾶ ἐδεξάμην καὶ τοὺς πόδας τοῦ ἡγουμένου ἔνιψα».
Ἡ ζωή του στὴν ἔρημο
Ὕστερα ἀπὸ δεκαεννιὰ χρόνια κοινοβιακῆς ζωῆς στὸ μεγάλο μοναστήρι τοῦ Σινᾶ, ὁ γέροντας τοῦ ἁγίου Μαρτύριος παρέδωσε κάποια στιγμὴ τὴν ψυχή του στὸ Θεό, ἀφήνοντας πίσω του ἕναν ἀντάξιο διάδοχό του. Ὁ θάνατος ὅμως αὐτὸς ἦταν ὁριακὸς γιὰ τὴν πιὸ πέρα πορεία τοῦ ἴδιου του ἁγίου, ποὺ στὸ μεταξὺ εἶχε χειροτονηθεῖ διάκονος καὶ ἱερέας γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ μοναστηριοῦ τους, γιατί ἀποφάσισε νὰ ζήσει στὸ ἑξῆς στὴν ἔρημο, σὰν ἀναχωρητὴς ἢ ἐρημίτης. Γιὰ τὸ θέμα βέβαια αὐτὸ εἶχε πάρει ἤδη τὴ συγκατάθεση καὶ τοῦ γέροντά του Μαρτυρίου, πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του. Γι’ αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ αὐτήν, πῆρε, χωρὶς δυσκολία, τὴν εὐλογία καὶ ἀπὸ ἄλλους γέροντες τοῦ μεγάλου μοναστηριοῦ τους καὶ μάλιστα ἀπὸ τὸν ἡγούμενο καὶ ἀπὸ τὸ φημισμένο γιὰ τὴν ἁγιότητά του γέροντα τῆς περιοχῆς τοὺς Γεώργιο τὸν Ἀρσελαΐτη καὶ ἔτσι προχώρησε «ἐπὶ τὸ τῆς ἡσυχίας στάδιον», ἔχοντας στὰ χέρια του, σὰν ὅπλα πνευματικὰ “πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων”, τὰς τοῦ μεγάλου (γέροντος) εὐχᾶς.
Πρίν, ὅμως, ἀπὸ τὴν ἀναχώρησή του αὐτὴ ἔκανε μία προσκυνηματικὴ περιοδεία, ὡς ἱερέας πλέον, στὰ μεγάλα μοναστικὰ κέντρα καὶ ἐρημητήρια τῆς Σκήτης καὶ τῶν Ταβεννῶν, γιὰ νὰ συμβουλευθεῖ καὶ ἄλλους γέροντες γιὰ τὴ νέα ζωὴ ποὺ σκόπευε νὰ ἀρχίσει, συλλέγοντας ταυτόχρονα, σὰν τὴ φιλόπονη μέλισσα, τὸ πνευματικὸ νέκταρ τῆς θεοφώτιστης διδασκαλίας τους. Ὅ,τι καλὸ μάλιστα ἔβλεπε, τὸ σημείωνε στὰ δελτάριά του, γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει ἀργότερα στὴ συγγραφὴ τῆς περίφημης Κλίμακας. «Ἐγὼ δὲ πάντων ἀκηκοῶς», σημειώνει σὲ μία τέτοια περίσταση γιὰ τὴν ταπείνωση, «καὶ ἐν ἐαυτῶ ταῦτα ἐπεσκεμμένως τὲ καὶ νηφόντως βεβασανικῶς τὴν μακαρίαν ἐκείνης αἴσθησιν (δηλαδή, τῆς ταπείνωσης) δὶ’ ἀκοῆς μανθάνειν οὐ δεδύνημαι».
Ὕστερα δὲ ἀπὸ τὴν περιοδεία ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία ἀπέκτησε ἤδη τὴ φήμη μεγάλου ἀσκητοὺ καὶ διακριτικοῦ πρεσβυτέρου, ὁ ἅγιος κατέφυγε, στὴν ἡλικία τῶν 35 περίπου ἐτῶν, στὴν ἐρημικὴ τοποθεσία Θολᾶς, πού, κατὰ τὸ βιογράφο του, ἀπεῖχε πέντε περίπου σημεῖα ἀπὸ τὸ μεγάλο κοινόβιο, δηλαδὴ δύο ὧρες πορείας, γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ποθητὴ σ’ αὐτὸν ἡσυχία, προχωρώντας στὸ ἑξῆς σὲ μεγαλύτερα πνευματικὰ ἀθλήματα. Φθάνοντας ἐκεῖ ὁ ἅγιος βρῆκε ἕνα φυσικὸ σπήλαιο, ποὺ σχηματίσθηκε μὲ τὴν πτώση δύο πελώριων γρανίτινων βράχων, καὶ τὸ διασκεύασε σὲ κελλὶ γιὰ τὴν ἐγκατοίκηση καὶ τὴν ἄσκησή του. Στὸ σπήλαιο ἀκριβῶς αὐτό, ποὺ διαμορφώθηκε σήμερα σὲ ἐκκλησάκι πρὸς τιμήν του, ὁ ἅγιος ἔζησε γιὰ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια «ἀνολιγώρως», δηλαδή, «διακαεῖ ἔρωτι καὶ πυρὶ πυρπολούμενος ἀεί». «Ὁ δὲ πᾶς δρόμος», σημειώνει γι’ αὐτὸν ὁ βιογράφος του, «προσευχὴ ἀέναος καὶ πρὸς Θεὸν ἔρως ἀνείκαστος». Ολόκληρη, δηλαδὴ ἡ ἐρημητικὴ ζωή του δὲν ἦταν στὴν πραγματικότητα τίποτε ἄλλο, παρὰ μία διαρκῆς καὶ ὁλοθερμὴ προσευχὴ πρὸς τὸ Θεό, τὸν Ὁποῖο ἔβλεπε ἀκατάπαυστα μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, μὴ χορταίνοντας ἀπὸ τὴ θέα αὐτὴ ποτέ.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ ὅμως, ὁ ἅγιος εἶχε, σὰν ὅπλο τοῦ πνευματικό, καὶ τὴν ἀκατάπαυστη μελέτη τῶν θεόπνευστων βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν θεοφώτιστων συγγραμμάτων τῶν ἁγίων Πατέρων, μὲ τὴν ὁποία ἐξουδετέρωνε τὸ πάθος τῆς ἀκηδίας. Ἡ μελέτη μάλιστα αὐτὴ δὲ γινόταν ἐπιπόλαια, ἀλλὰ μὲ σύστημα καὶ ἐπιμονή, ἐφόσον σημείωνε ταυτόχρονα μὲ τὴν ἐργασία τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς τὰ σπουδαιότερα χωρία ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ μελετοῦσε σὲ εἰδικὰ δελτάρια. «Πλεῖστα τὲ πρὸ τοῦ ὕπνου ηὔχετο», σημειώνει ὁ βιογράφος του, «καὶ δελτία κατέττατε. τοῦτο γὰρ ἣν αὐτῶ ἀκηδίας… φίμωτρον».
Θαύματα τοῦ ἁγίου
Στὴν περίοδο τῆς ἄσκησής του αὐτῆς, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν περίοδο τῆς ἡγουμενίας του, ἀναφέρονται ἀπὸ τὸ βιογράφο τοῦ ἁγίου καὶ κάποια θαύματα, ποὺ πραγματοποίησε μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου. Τὰ ἀναφερόμενα θαύματα ἦταν τὰ ἑξῆς:
1) Ἡ σωτηρία τοῦ μαθητοῦ τοῦ Μωυσῆ ἀπὸ τὸν κίνδυνο.
Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Δανιὴλ τοῦ Ραϊθηνοῦ, ὁ Μωυσῆς αὐτὸς ἦταν ἕνας νέος, ποὺ ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τὸν μονήρη βίο. Γι’ αὐτὸ παρακάλεσε μία ἡμέρα τὸν ἅγιο νὰ τὸν κρατήσει κοντά του, ὥστε νὰ ὁδηγηθεῖ μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ τὴν καθοδήγησή του «πρὸς τὴν ὄντως φιλοσοφίαν». Ὁ ἅγιος βέβαια στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελε νὰ τὸν κρατήσει κοντά του, γνωρίζοντας τὶς δυσκολίες τῆς ἐρημητικῆς ζωῆς. Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε, βάζοντας γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ σκοποῦ του καὶ μεσίτες ἀπὸ τὸ μεγάλο ἴσως μοναστήρι. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ ἅγιος φάνηκε τελικὰ ὑποχωρητικός, κρατώντας τὸ Μωυσῆ κοντά του. Ζήτησε ὅμως ἀπὸ αὐτὸν προκαταβολικὰ νὰ κάνει ὑπακοὴ «ἐν παντί», ἐνῶ ἐκεῖνος δέχθηκε παρευθὺς ὅλους τους ὅρους τοῦ ἁγίου. Ὕστερα δὲ ἀπὸ τὴ συμφωνία ἐκείνη, ὁ ἅγιος ἔστειλε μία ἡμέρα τὸν ὑποτακτικό του αὐτὸν νὰ μεταφέρει λίγο χῶμα ἐκλεκτὸ γιὰ τὶς λαχανίδες τοῦ κήπου τους. Στὸ πρόσταγμα ἐκεῖνο ὁ ἀποφασισμένος γιὰ τὴν ὑπακοὴ Μωυσῆς πειθάρχησε παρευθὺς προσπαθώντας νὰ φέρει σὲ πέρας τὸ ἔργο, ποὺ τοῦ εἶχε ἀναθέσει ὁ γέροντάς του ἄοκνα. Παρὰ τὴν προθυμία ὅμως, μὲ τὴν ὁποία ἄρχισε τὴν ἐργασία ἐκείνη, ὅταν ἔφθασε τὸ μεσημέρι, κουράσθηκε, γιατί ἦταν ὁ τελευταῖος μήνας τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ ἡ ζέστη πάρα πολὺ μεγάλη. Ἔτσι κάθησε νὰ ξεκουρασθεῖ στὴ σκιὰ κάποιου πελώριου βράχου, ποὺ ἦταν ἐκεῖ κοντά, χωρὶς νὰ προσέξει, ὅτι ἦταν ἕτοιμος νὰ καταπέσει. Καθὼς μάλιστα ξεκουραζόταν ἀμέριμνος, ἀποκοιμήθηκε. Τὴν ὥρα ἀκριβῶς ἐκείνη ὁ ἅγιος βρισκόταν στὸ κελλί του καὶ προσευχόταν, χωρὶς ὅμως νὰ ξεχνᾶ βέβαια καὶ τὸ νεαρὸ ὑποτακτικό του. Σὲ κάποια στιγμὴ ὅμως καταλήφθηκε καὶ αὐτὸς ἀπὸ ἕναν ὕπνο λεπτότατο, ἐξαιτίας προφανῶς τῆς μεγάλης ζέστης τοῦ καλοκαιριοῦ. Στὸν ὕπνο τοῦ ἀκριβῶς αὐτὸν ἔνιωσε κάποια στιγμὴ νὰ τὸν σκουντᾶ ἕνας ἄνδρας ἱεροπρεπὴς καὶ ἐπιτιμητικὰ νὰ τοῦ λέγει: -«Πῶς ἀμερίμνως ὑπνεῖς, ὁ δὲ Μωυσῆς ἐν κινδύνω διατελεῖ;». Πώς μπορεῖς, δηλαδή, νὰ κοιμᾶσαι, Ἰωάννη, τὴ στιγμὴ ποῦ ὁ ὑποτακτικός σου Μωυσῆς βρίσκεται σὲ μεγάλο κίνδυνο;
Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων ἐκείνων ὁ ἅγιος ἀναπήδησε καὶ ἐπιδόθηκε πάραυτα μὲ ὅλη τὴ θέρμη καὶ τὸ ζῆλο τῆς καρδιᾶς του σὲ μία ἀπεγνωσμένη προσευχὴ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ μαθητοῦ. Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἔκανε τότε τὸ θαῦμα της, γιατί ὁ Μωυσῆς ἄκουσε μέσα στὸ βαθὺ ὕπνο τοῦ τὸν γέροντά του νὰ τὸν φωνάζει καί, ξυπνώντας, ἔσπευσε παρευθὺς πρὸς τὸ μέρος του. Μόλις ἔκανε ὅμως κάποια βήματα, ὁ τεράστιος λίθος, κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος, κατέπεσε, ἀφήνοντας ἐμβρόντητό το Μωυσῆ, ποὺ ἔσπευσε νὰ διηγηθεῖ στὸ γέροντά του τὰ ὅσα διέτρεξαν. Στὸ ἄκουσμα τῶν πιὸ πάνω ὁ «ταπεινόνους» γέροντας δόξαζε τότε «κρυφίαις βοαῖς καὶ βίαις ἀγάπης» τὸν παντοδύναμο Κύριο, ποὺ ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ ἔσωσε τὸ νεαρὸ ἐκεῖνο καὶ ὑπάκουο ὑποτακτικὸ (ΡG. 88, 604ΑΒ).
2) Ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ Ἰσαάκιου ἀπὸ τὸ σαρκικὸ πάθος.
Ἕνα δεύτερο θαῦμα τοῦ ἁγίου ἀναφέρεται στὴν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀναχωρητοῦ Ἰσαάκιου ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς φιλοσαρκίας. Μία ἡμέρα ὁ Ἰσαάκιος ποὺ δοκιμαζόταν ἀπὸ ἕνα πολὺ δυνατὸ σαρκικὸ πειρασμό, καταλήφθηκε ἀπὸ θλίψη μεγάλη καὶ ἀθυμία. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἦρθε τρέχοντας πρὸς τὸν ἅγιο, στὸν ὁποῖο φανέρωσε μὲ δάκρυα πολλὰ καὶ μὲ ἀναστεναγμοὺς τῆς καρδιᾶς τοῦ τὸν πόλεμο, ποὺ ἐσωτερικὰ δοκίμαζε. Στὸ ἄκουσμα τῶν λόγων τοῦ Ἰσαάκιου ὁ ἅγιος συγκινήθηκε πολύ, θαυμάζοντας γιὰ τὴ μεγάλη πίστη καὶ τὴν ταπείνωσή του καὶ εἶπε: -Ἔλα, ἀδελφέ μου, νὰ προσευχηθοῦμε μαζὶ καὶ ὁ ἀγαθὸς καὶ εὐσπλαχνικὸς Κύριος δὲ θὰ παραβλέψει τὴ δέησή μας. Πρὶν ὅμως τελειώσουν τὴν προσευχὴ τοὺς ἐκείνη, ὁ πολυεύσπλαχνος Κύριος ἱκανοποίησε τὸ αἴτημα τοῦ πιστοῦ δούλου Του, ἀπομακρύνοντας τὸ δαιμόνιό του σαρκικοῦ πάθους ἀπὸ τὸν Ἰσαάκιο. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ὁ Ἰσαάκιος, ποὺ ἔνιωθε πιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ θεραπευμένο καὶ «ἄνοσο», δόξαζε, γεμάτος ἔκσταση καὶ συντριβή, τὸ μεγαλοδύναμο Θεό, εὐχαριστώντας ὅμως ταυτόχρονα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του καὶ τὸν δοξασθέντα ἅγιο. (ΡG. 88, 604C).
3) H βροχή στὴν περίοδο τῆς ἀνομβρίας.
Ἕνα τρίτο θαῦμα τοῦ ἁγίου Ἰωάννη ἔγινε, κατὰ τὸ βιογράφο του, στὰ χρόνια ποὺ εἶχε γίνει ἡγούμενος στὸ μεγάλο μοναστήρι. Κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς ἡγουμενίας του, οἱ κάτοικοι τῆς γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι περιοχῆς ἔσπευσαν, ἐξαιτίας τῆς ἀνομβρίας ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν τόπο τους, πρὸς τὸν ἅγιο καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὴ λύση τοῦ αὐχμοῦ. Ἀκούγοντας τὸ αἴτημά τους ἐκεῖνο ὁ ἅγιος προσευχήθηκε πράγματι γιὰ τὴ λύση τῆς ἀνομβρίας καὶ ἔτσι «κατηνέχθη ὑετός», βεβαιώνοντας γιὰ μία ἀκόμη φορᾶ ὄτι «θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτὸν ποιήσει ὁ Κύριος καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται». Εκτός ἀπὸ τὰ πιὸ πάνω ὅμως ὁ ἅγιος πραγματοποίησε καὶ πολλὰ ἄλλα, γιὰ τὰ ὁποῖα ὅμως ὁ ἴδιος δὲν ἔκανε φανερὰ λόγο.
Ἡ ἐκλογή του σὲ ἡγούμενο τοῦ μεγάλου μοναστηριοῦ καὶ ἡ ἐφεξῆς δράση του
Ἡ μεγάλη φήμη τῆς ἁγίας ζωῆς καὶ τῆς μόρφωσης τοῦ ἁγίου συνετέλεσαν, ὥστε νὰ ἐκλεγεῖ, ὑστέρα ἀπὸ σαράντα χρόνια αὐστηρότατης ἀσκητικῆς ζωῆς στὴν ἔρημο, σὲ ἡλικία περίπου ἑβδομήντα πέντε (75) ἐτῶν, ἡγούμενος τοῦ μεγάλου μοναστηριοῦ τοῦ Σινᾶ. Γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ αὐτὴ βέβαια ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, ποὺ ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ἔφερνε ἀρχικὰ πολλὲς ἀντιρρήσεις. Οἱ Πατέρες, ὅμως, τοῦ μεγάλου μοναστηριοῦ μεταχειρίσθηκαν στὴν περίσταση ἐκείνη κάποια μορφὴ βίας πνευματικῆς, ὥστε νὰ τὸν ἐξαναγκάσουν τελικὰ νὰ δεχθεῖ τὸ αἴτημά τους. «Εἴτα», σημειώνει ὁ βιογράφος του, «ἀγάμενοι πάντες τα πάντα αὐτοῦ κατορθώματα, ὡς νεοφανῆ τινὰ Μωσέα βία ἐπὶ τὴν τῶν ἀδελφῶν ἡγεμονίαν ἀνεβίβασαν ἐπὶ τῆς ἀρχικῆς λυχνίας τὸν λύχνον» (Βίος, Μ. 88, 605Α).
Στὴν προτίμησή τους βέβαια αὐτὴ οἱ ἀδελφοί της μονῆς δὲ διαψεύσθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο, ποὺ φρόντιζε νὰ τοὺς στηρίζει «τῷ λόγω τῆς χάριτος πλουσίως», μεταχειριζόμενος καθημερινά «τα τῆς διδασκαλίας νάματα ἀφθόνως καὶ δαψιλῶς» γιὰ τὴν πνευματικὴ ὠφέλεια ὄχι μονάχα τῶν ἴδιων των μοναχῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν πολυάριθμων ἐπισκεπτῶν τοῦ μοναστηριοῦ τους. Οἱ διδασκαλίες αὐτὲς τοῦ ἁγίου, ποὺ γίνονταν κατὰ τρόπο συστηματικὸ καὶ σὲ καθημερινὴ βάση στὸ μεγάλο μοναστήρι τους, ἦταν τόσο βαθειές, ὥστε νὰ ἐνσταλάζουν σὰν μέλι οὐράνιο στὶς ψυχές. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸ βιογράφο του ὅτι στὴν πραγματικότητα δὲ μιλοῦσε κατὰ τὶς ὧρες ἐκεῖνες ὁ ἅγιος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ἐφόσον «ἤνοιγε στόμα» καὶ «εἵλκυε Πνεῦμα».
Μὲ τὶς θεοφώτιστες αὐτὲς διδαχές, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀνεξάντλητους ταυτόχρονα κόπους τῆς ἀγάπης τοῦ ὁ ἅγιος γινόταν καθημερινὰ πατέρας καὶ θεραπευτῆς ὄχι μονάχα γιὰ τοὺς ἀφανεῖς μώλωπες τῆς ψυχῆς, ποὺ τοῦ ἑξαγορεύονταν κατὰ τὴν ἱερὴ ἐξομολόγηση, ἀλλὰ σὲ ὠρισμένες περιπτώσεις καὶ τῶν ἀνιάτων ἀσθενειῶν τοῦ σώματος μὲ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμά του. Τὰ θαύματα ἀκριβῶς αὐτά, καὶ γενικότερα ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ συνετέλεσαν, ὥστε πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ καταφεύγουν σ’ αὐτὸν ὄχι μονάχα ἀπὸ τὰ κοντινὰ μέρη, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὰ μακρυνότερα, γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθοῦν, βρίσκοντας πάντοτε κάποια σοφὴ λύση στὰ προβλήματά τους καὶ φεύγοντας ἀπὸ κοντά του ἐνισχυμένοι γιὰ τοὺς ἀγῶνες τους.
Κάποιοι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὸν θαύμαζαν ὅμως δὲν εὕρισκαν πάντοτε εὐκαιρία νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν στὸ μοναστήρι του καὶ γι’ αὐτὸ τοῦ ἔγραφαν ἐπιστολές, ζητώντας ἀπὸ αὐτὸν κάποια ἀπάντηση στὶς ἀπορίες τους ἢ καὶ κάποια ἀκόμη ἀπὸ τὰ συγγράμματά του. Ἕνας ἀκριβῶς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ συνώνυμός του Ἰωάννης ὁ Ραϊθηνός, ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς Ραϊθούς, τῆς εὑρισκόμενης 30 περίπου χιλιόμετρα Ν.Δ. ἀπὸ τὸ μοναστήρι τοῦ ἁγίου, ποὺ ζήτησε μὲ ἐπιστολή του ἀπὸ τὸν ἅγιό τους λόγους τῆς Κλίμακας, τὴν ὁποία μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου εἶχε κατασκευάσει. Στὸ αἴτημά του ἐκεῖνο ὁ ἅγιος ἀποφάσισε τότε νὰ κάνει ὑπακοή, στέλνοντας στὸν ἐπιστολογράφο τοῦ τὴν Κλίμακα καὶ ταυτόχρονα μία ἐπιστολή, στὴν ὁποία χαρακτήριζε τὸν ἑαυτό του ὡς «οὐ σοφὸν ἀρχιτέκτονα» καὶ τὰ γραφόμενά του ὡς «ἀτελῆ ἀληθῶς καὶ πάσης ἀγνωσίας καὶ ἰδιωτείας ἀναμεστά», ἐνῶ ταυτόχρονα χαρακτήριζε ὡς κράτιστο τῶν διδασκάλων τὸν ἴδιο τὸν ἐπιστολογράφο του. «Ἠμεῖς γάρ», ἔλεγε χαρακτηριστικά, φανερώνοντας τὴν ταπεινοφροσύνη του, «ἐν τῇ τῶν μαθητευομένων τάξει ἔτι καθεστήκαμεν. αλλ’ ἐπειδὴ πὲρ οἱ καθ’ ἠμᾶς θεοφόροι καὶ τῆς ὄντως γνώσεως μύσται τοῦτο ὑπακοὴν ὁρίζονται, τὸ ἐν τοῖς ὑπὲρ δύναμιν ἀδιακρίτως τοῖς προστάττουσι πείθεσθαι, ἰδοὺ τὰ καθ’ ἑαυτοὺς παριδόντες εὐσεβῶς, ἐν τοῖς ὑπὲρ ἑαυτοὺς τολμηρῶς τὴν ἐγχείρησιν (τοῦ ἔργου αὐτοῦ) πεποιήμεθα» (Κλίμαξ, ἔκδ. Ἀστέρος, Ἀθῆναι 1970, σ. 11).
Ἡ ἀναχώρησή του ἀπὸ τὸ μεγάλο μοναστήρι καὶ το τέλος του
Οἱ κόποι τῆς ἡγουμενίας ὅμως, ποὺ ἦταν ὁπωσδήποτε πάρα πολλοί, φαίνεται ὅτι κούρασαν σύντομά το μεγάλο ἐκεῖνο ἡσυχαστή, ποὺ δὲν ξεχνοῦσε ποτὲ τὸ κελλὶ τῆς ἡσυχίας του. Γι’ αὐτό, ὕστερα ἀπὸ τέσσερα περίπου χρόνια ἡγουμενίας, ἄφησε τὴν εὐθύνη τοῦ μεγάλου μοναστηριοῦ στὰ χέρια τοῦ ἀδελφοῦ του Γεωργίου, γιὰ νὰ ἀποσυρθεῖ στὸ ἡσυχαστικὸ κελλί του, προαισθανόμενος πιθανότατά το τέλος του, ποὺ πλησίαζε.
Πῶς ἔζησε βέβαια στὴν ἡσυχία τοῦ κατὰ τὴν περίοδο αὐτὴ ὁ ἅγιος, δὲν εἶναι γνωστό. Ἕνα μονάχα γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ βιογράφο του, τὸ τί ἔγινε κατὰ τὶς τελευταῖες του στιγμές. Κατὰ τὶς στιγμὲς αὐτὲς βρέθηκε κοντά του ὁ θαυμαστὸς ἀδελφός του Γεώργιος, πού, κλαίγοντας, ἔλεγε, κατὰ τὸ βιογράφο του, τὰ πιὸ κάτω:
-«Ἰδοὺ ἀφίεις μὲ καὶ ὑπάγεις; ἐγὼ ηὐχόμην, ἴνα σὺ μὲ προπέμψης. ουδὲ γὰρ εἰμὶ ἱκανὸς ἐκτός σου ποιμάναι τὴν συνοδίαν, ὢ Κύριέ μου, μᾶλλον δὲ ἐγὼ σὲ προπέμπω». Με ἀφήνεις, δηλαδή, καὶ φεύγεις; Ἐγὼ εὐχόμουν καθημερινά, ὥστε σὺ νὰ μὲ κατευοδώσεις μὲ τὶς εὐχές σου στὸ μεγάλο ταξίδι, γιατί δὲ νιώθω δυνατὸς στὴ διακυβέρνηση τῶν ἀδελφῶν, χωρὶς τὴ συμπαράστασή σου! Ἀκούγοντας τὰ πιὸ πάνω, ὁ ἅγιος προσπάθησε τότε νὰ παρηγορήσει τὸν κατὰ σάρκα καὶ κατὰ πνεῦμα ἐκεῖνον ἀδελφό, λέγοντας τὰ πιὸ κάτω:
-«Μὴ λυπού, μηδὲ μερίμνα. εᾶν γaρ εὕρω παρρησίαν πρὸς Κύριον, οὐ μὴ σὲ ἐάσω τελειῶσαι ἐνιαυτὸν ὄπισθέν μου». Μην ἀνησυχεῖς, δηλαδή, ἀδελφέ μου, καὶ μὴν ἔχεις ἀγωνιώδη μέριμνα μέσα σου γιὰ τὰ πιὸ κάτω. Ἕνα σου λέγω μονάχα πρὶν πεθάνω, ὅτι, ἐὰν εὕρω παρρησία κοντὰ στὸ Θεό, δὲ θὰ ἀφήσω νὰ περάσεις ἕνα χρόνο ὁλόκληρο μονάχος σου ὕστερα ἀπὸ τὸ θάνατό μου, ἀλλὰ θὰ παρακαλέσω τὸ Θεὸ νὰ σὲ πάρει κοντά Του μετὰ ἀπὸ μένα. Τὰ πιὸ πάνω λόγια τοῦ ἁγίου, κατὰ τὸ βιογράφο του, ἐκπληρώθηκαν κατὰ τὸ τελευταῖο μέρος τοὺς πολὺ σύντομα. Δὲν πέρασε, χρόνος ὁλόκληρος καὶ ὁ ἀδελφός του Γεώργιος «ἐντὸς δέκα μηνῶν ἀπῆλθε καὶ αὐτὸς πρὸς Κύριον». Ἀπὸ τὸ θάνατο αὐτὸ φαίνεται, κατὰ τὴν κοινὴ λογική, ὅτι ὁ ἅγιος βρῆκε παρρησία στὸ Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ ζήτησε καὶ πῆρε καὶ τὸν ἀδελφό του κοντά του.
Ἡ κοίμηση τοῦ ἁγίου, κατὰ τὶς Διηγήσεις Ἀναστασίου Β’ τοῦ Διηγηματογράφου, συνέβηκε «ταῖς παρελθούσαις ταύταις τοῦ Χειμῶνος ἡμέραις», δηλαδὴ λίγες ἡμέρες μετὰ τὸ Χειμώνα τῆς χρονιᾶς ἐκείνης. Δίκαια ἡ Ἐκκλησία μᾶς γιορτάζει τὴ μνήμη τῆς κοιμήσεώς του στὶς 30 Μαρτίου. Ἕνα μονάχα πρέπει νὰ τονίσουμε στὸ σημεῖο αὐτό, τὸ ὅτι, δηλαδή, ὁ ἅγιος ἐκοιμήθη «ὡραϊσμένος ταῖς ἀρεταῖς» καὶ γιὰ τοῦτο, κατὰ τὸν ὑμνογράφο Ἰγνάτιο, «εἰς νυμφώνα τῆς ἀρρήτου δόξης συνεισῆλθε».
* * *
* Ὁ ἀσεβής ανθρωπος εἶναι μία ὕπαρξη λογικὴ καὶ θνητή, ἡ ὁποία θεληματικὰ ἀποφεύγει τὴν Ζωή, καὶ τὸν Δημιουργό της, ποὺ ὑπάρχει αἰώνια καὶ ποὺ τὸν θεωρεῖ ὡς ἀνύπαρκτο!
* Παράνομος εἶναι αὐτὸς ποὺ μὲ τὴν κακὴ σκέψη του διαστρέφει τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, καὶ ποὺ νομίζει ὅτι πιστεύει, ἐνῶ ἔχει ἐπιθυμίες καὶ ἀντιλήψεις ἀντίθετες πρὸς τὸν Θεό.
* Χριστιανός εἶναι αὐτὸς ποὺ μιμεῖται τὸν Χριστό, ὅσο εἶναι ἀνθρωπίνως δυνατόν, καὶ στὰ λόγια, καὶ στὰ ἔργα καὶ στὴν σκέψη. Πιστεύει δὲ σωστὰ καὶ ἀλάνθαστα στὴν Ἁγία Τριάδα.
* Θεοφιλής εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀπολαμβάνει ὅλα τά φυσικὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτὸ του τίποτε τὸ ἐφάμαρτο, ἐνῶ συγχρόνως δὲν ἀμελεῖ νὰ ἐπιτελεῖ τὸ ἀγαθό, κατὰ τὶς δυνάμεις του.
* Ἐγκρατής εἶναι αὐτὸς ποὺ ζεῖ μέσα στοὺς πειρασμοὺς καὶ τὶς παγίδες καὶ τοὺς θορύβους τοῦ κόσμου, καὶ ἀγωνίζεται μὲ ὅλη του τὴ δύναμη νὰ μιμηθεῖ τὴν ζωὴ ἐκείνων ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τοὺς θορύβους τοῦ κόσμου.
* Μοναχός εἶναι ὁ ὁλόψυχα ἀφοσιωμένος μόνο στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ λόγο Του καὶ τὶς ἐφαρμόζει πάντοτε… Ἡ ζωὴ τοῦ εἶναι μπολιασμένη στὴν Θεανθρώπινη ζωὴ τοῦ Κυρίου… Μοναχὸς σημαίνει ἐξαγνισμένο σῶμα καὶ καθαρὸ στόμα καὶ φωτισμένος νοῦς.
Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου
* Πένθος γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι τὸ νάνε σκυθρωπὴ ἡ ψυχή, κι’ ἡ καρδιὰ νὰ ποθεῖ νὰ πικραίνεται καὶ νὰ ἀποζητᾶ ὁλοένα αὐτὸ ποὺ διψᾶ, κ’ ἐπειδὴ δὲν τὸ βρίσκει, νὰ τὸ κυνηγᾶ μὲ πόνο καὶ νὰ τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας ἀπαρηγόρητα.
* Βάστα καλὰ τὴ μακάρια χαρμολύπη τῆς ὁσίας κατάνυξης, καὶ μὴν πάψεις νὰ τὴν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὥσπου νὰ σὲ κάνει νὰ ὑψωθεῖς ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμον καὶ νὰ σὲ παραστήσει καθαρὸν στὸ Χριστό.
* Ὅποιος πορεύεται μὲ θλίψη ἀδιάκοπη, αὐτὸς δὲν παύει νὰ γιορτάζει ἀκατάπαυστα, κι’ ὅποιος ὁλοένα διασκεδάζει, ἐτοῦτος μέλλεται νὰ ἀπολάψει θλίψη αἰώνια.
* Γίνε σὰν Βασιλιὰς μέσα στὴν καρδιά σου, ὑψηλὸς μὲ ταπείνωση καθισμένος, καὶ προστάζοντας στὸ γέλοιο: φεῦγα καὶ φεύγει καὶ στὸ γλυκὸ τὸ κλάμα: ἔλα, κι’ ἔρχεται καὶ στὸ κορμί μας, ποῦνε σκλάβος καὶ τύραννος: κᾶνε τοῦτο καὶ τὸ κάνει.
* Ἀκτημοσύνη, ἤγουν ὁλότελη φτώχεια, εἶναι το νὰ ἀποθέση ὁ ἄνθρωπος κάθε φροντίδα ἀπὸ πάνω του, νὰ γίνη ὁδοιπόρος δίχως μπόδια. Ξένος ἀπὸ λύπη. Ἀκτημοσύνη εἶναι ἡ πίστη στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
* Εὐθύτητα εἶναι ἡ ἀπεριέργη ἔννοια. Ἀνόθευτο ἦθος. Ἄπλαστος λόγος κι ἀπροκατασκεύαστος. Ὅπως λέγεται ὁ Θεὸς ἀγάπη, ἔτσι λέγεται καὶ εὐθύτητα. Γιὰ τοῦτο ὁ σοφὸς στὰ ποιήματα Σολομώντας λέγει στὴν καθαρὴ καρδιά: «Εὐθύτης ἠγάπησε μέ». Καὶ ὁ πατέρας τοῦ Δαυΐδ λέγει: «χρηστὸς καὶ εὐθὺς ὁ Κύριος».
(Ἀπόδοση ἀειμνήστου Φωτίου Κόντογλου)
Απολυτίκιον
Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν κλίμακα ὑποστηρίξας, τὴν τῶν λόγων σου, μέθοδον πάσι, μοναστῶν ὑφηγητὴς ἀναδέδειξαι, ἐκ πρακτικῆς Ἰωάννη καθάρσεως, πρὸς θεωρίας ἀνάγων τὴν ἔλλαμψιν. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος α’. Χορὸς ἀγγελικός.
Καρποὺς ἀειθαλεῖς, ἐκ τῆς βίβλου προσφέρων, διδάγματα σοφέ, καθηδύνεις καρδίας, τῶν τούτοις μετὰ νήψεως, προσεχόντων μακάριε. Κλίμαξ γάρ ἐστι, ψυχᾶς ἀνάγουσα γῆθεν πρὸς οὐράνιον, καὶ διαμένουσαν δόξαν, τῶν πίστει τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον
Τὴν οὐρανοδρόμον ἣν Ἰακώβ, κλίμακα προεῖδεν, ἐτεχνήσω πνευματικῶς, Πάτερ Ἰωάννη, συνθήκη τῶν σῶν λόγων. δι’ ἧς πρὸς ἀφθαρσίας βαίνομεν μέθεξιν.
ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ
ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΙΤΣΙΛΚΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»