13 Δεκεμβρίου 

Ἡ Ἁγία Λουκία κατήγετο ἀπὸ τὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας[1] καὶ ἐμαρτύρησε κατὰ τὸ ἔτος 304 μ.Χ. ὅταν ἡγεμόνας τῆς Σικελίας ἦταν ὁ Πασχάσιος καὶ αὐτοκράτωρ τῆς Ρώμης ὁ Διοκλητιανός. Ὑπῆρξε παρθένος, μεμνηστευμένη μὲ κάποιον εἰδωλολάτρη.

Ἡ μητέρα τῆς Εὐτυχία ὑπέφερε ἀπὸ χρόνια αἱμορραγία καὶ ἔτσι ἠναγκάσθη μαζί της νὰ καταφύγη στὴν Κατάνη στὸν ναὸ τῆς θαυματουργοῦ Ἁγίας Ἀγάθης († 5 Φεβρουαρίου 251 μ.Χ.) γιὰ νὰ θεραπευθῆ ἡ Εὐτυχία. Ἐκεῖ ὠραματίσθη καθ’ ὕπνους τὴν Ἁγία Ἀγάθη ἡ ὁποία τὴν ἐβεβαίωσε ὅτι ἡ μητέρα της θὰ θεραπευθῆ καὶ ὅτι ἡ ἰδία θὰ τύχη μαρτυρικοῦ τέλους[2].

Ἀφοῦ ἀπεκαταστάθη ἡ ὑγεία τῆς μητέρας της, ἡ Ἁγία Λουκία διεμοίρασε τὴν περιουσία της στοὺς πτωχοὺς καὶ ἀνέμενε προσευχομένη τὸ τέλος τῆς κατὰ τοὺς λόγους τῆς Ἁγίας Ἀγάθης. Ἡ ἐμμονή της στὴν πατρώα πίστι καὶ ἡ ἐν γένει στάσι τῆς ἦταν ἡ αἰτία ποὺ ἐκινήθη ὁ μνηστήρας τῆς ἐναντίον της. Δὲν ἐδίστασε μάλιστα νὰ τὴν καταγγείλη στὸν ἡγεμόνα Πασχάσιο ὡς χριστιανή. Ἐκεῖνος μετὰ τὴν ἀνάκρισι ποὺ τῆς ἔκανε, διέταξε νὰ τὴν κλείσουν σὲ πορνεῖο γιὰ νὰ ἀτιμασθῆ[3]. Καὶ ὅμως θεία δύναμι τὴν ἐκράτησε ἀμετακίνητη στὸ σημεῖο ποὺ εὐρίσκετο παρόλο ποὺ στὴν ἀρχὴ τὴν ἐτραβοῦσαν οἱ στρατιῶτες μὲ ὁρμὴ καὶ ὕστερα τὴν ἔδεσαν σὲ ζυγὸ ποὺ ἔσερναν πολλὰ ζευγάρια βόδια. Οἱ στρατιῶτες θυμωμένοι ποὺ δὲν κατόρθωσαν τὸν σκοπὸ τοὺς τὴν ἄλειψαν μὲ πίσσα, ρετσίνι καὶ λάδι καὶ τῆς ἔβαλαν φωτιὰ γιὰ νὰ καῆ ζωντανή· καὶ ὅμως, θεϊκὴ ἐπέμβασι ἦταν ἐκείνη ποὺ ἔσβησε τὴν φωτιά…

Στὴν συνέχεια τῆς ἔβγαλαν τὰ μάτια μὲ ξιφίδιο καὶ ἕνας στρατιώτης ἐβύθισε τὸ μαχαίρι του στὸν λαιμό της καὶ τὴν ἐγκατέλειψαν αἱμόφυρτη. Ἡ Ἁγία ἐζήτησε νὰ μεταλάβη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ἐφοδιασμένη ἔτσι παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸν Κύριο ἀφοῦ προηγουμένως προεφήτευσε γιὰ τὸ σύντομο τέλος τῆς εἰδω-λολατρείας καὶ τὴν νίκη καὶ ἐπικράτησι τοῦ χριστιανισμοῦ[4].

Τὸ 886 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Λέων Ἐπίσκοπος Κατανης († 20 Φεβρουαρίου) ἀνήγειρε ἰδίοις ἐξόδοις περικαλλῆ ναὸ πρὸς τιμήν της. Τὸ ἱερό της σκῆνος ἄφθαρτο καὶ εὐωδιάζον μετεφέρθη στὴν Κωνσταντινούπολι ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸ 1204 ὁπότε καὶ οἱ σταυροφόροι τὸ μετέφεραν στὴν Βενετία τὸ ἔτος 1280. Ἀπὸ τὸ 1860 φυλάσσεται καὶ προσκυνεῖται στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἱερεμίου καὶ Λουκίας[5]. Τὸ 1955 ἡ κάρα τῆς ἐκαλύφθη μὲ περίτεχνη ἐπένδυσι ἀπὸ σφυρήλατο ἀσήμι σὲ σχῆμα κεφαλῆς. Ἡ μνήμη τῆς τιμᾶται στὶς 13 Δεκεμβρίου ἑκάστου ἔτους.

Στὴν εἰκονογραφία παρουσιάζεται νὰ κρατᾶ κλάδο φοίνικος καὶ ἕνα πινάκιο μὲ μάτια γιὰ νὰ ἐνθυμούμεθα τὸ μαρτύριό της.

Τὸ ὄνομά της στὰ λατινικὰ προέρχεται ἀπὸ το lux-lucis που σημαίνει φῶς καὶ κατ’ ἐπέκτασιν σημαίνει Φωτεινή. Ἡ ἑορτὴ τῆς δώδεκα ἡμέρες πρὸ τῶν Χριστουγέννων προαναγγέλει τὸ φῶς ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο μὲ τὴν γέννησι τοῦ Θεανθρώπου. Ὅλη ἡ Εὐρώπη ἑορτάζει αὐτὴ τὴν ἡμέρα. Στὴν Σουηδία[6] μάλιστα ἕνα μικρὸ κορίτσι φορᾶ στὸ κεφάλι τοῦ στέμμα μὲ ἀναμμένα κεριὰ καὶ βαστᾶ δύο ἀναμμένες λαμπάδες. Μὲ τὴν συνοδεία καὶ ἄλλων λευκοφορεμένων κοριτσιῶν παριστάνει τὴν Ἁγία Λούκια ποὺ φέρνει τὸ φῶς τῶν Χριστουγέννων. Ἐπισκέπτονται τὰ σπίτια καὶ τραγουδοῦν τὰ κάλαντα τῆς Ἁγίας Λουκίας. Γιὰ τὸ Παλέρμο τῆς Σικελίας ἡ μνήμη τῆς εἶναι ἡμέρα νηστείας κατὰ τὴν ὁποία καταλύουν ἕνα μόνο μικρὸ ἀρτίδιο ἀπὸ ρεβυθάλευρο (panelle)[7] γιὰ νὰ προστατεύη τὰ μάτια τους ἡ Ἁγία.

Ἡ Ἁγία Λουκία τῆς ὁποίας οἱ ὀφθαλμοὶ ἐξορύχθησαν «δάνεισε» στὴν νεώτερη εἰκονογραφία τοῦ 20ού αἰῶνος στὴν Ἁγία Παρασκευὴ τὸ πινακίδιο μὲ τὰ μάτια γιὰ νὰ μᾶς θυμίζη ὅτι ἐθεράπευσε τὰ μάτια τοῦ βασιλιὰ Ἀντωνίνου.

Κατὰ παλαιὰ παράδοσι ἡ Ἁγία Λουκία ἐτιμάτο ὡς προστάτις τῶν ὀφθαλμῶν.

Ἔτσι τιμᾶται ἀκόμη καὶ στὴν παλαίφατο Ἱερὰ Μονὴ Κεχροβουνίου (Ὁσίας Πελαγίας) Τήνου[8] μὲ πανηγυρικὴ θεία Λειτουργία στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Τιμίου Προδρόμου (ἐσωτερικῶς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς).

«Φίλτρω πτερωθεῖσα τῷ θεϊκῶ, μνήστορος γηίνου, ὑπερέδραμες τὴν στοργήν, καὶ ὀδμαῖς ἀΰλοις, τοῦ Λόγου ἑπομένη, Λουκία ἀθληφόρε, νομίμως ἤθλησας»[9].

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

  1. Ευστρατιάδου Σωφρονίου Μητροπολίτου πρ. Λεοντοπόλεως, «Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», Ἔκδοσις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθῆναι 1955, σέλ. 279.
  2. Γεωργούλη Κ.Δ., «Λουκία ἡ Παρθενομάρτυς», ἐν Θ.Η.Ε., Ἀθῆναι 1966, τόμος 8ος, στ. 393.
  3. «Συναξάριον Ἐκλησίας Κωνσταντινουπόλεως», Βρυξέλλες 1902, στ. 306.
  4. Τασούλα Μανουήλ, «Ἡ ὁσιομάρτυς Ἁγία Παρασκευή», Ἀθήνα 1995, σέλ. 46-47.
  5. Ό.π.
  6. Τασούλα Μανουήλ, «Σικελικὰ ἄνθη στὸν κῆπο τοῦ οὐρανοῦ» (οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Ἀγάπη, Λουκία, Παρασκευὴ καὶ Εὐθαλία), Ἀθήνα 2001, σέλ. 77.
  7. Ό.π.
  8. Διήγησι μοναχῆς Θεοφανοὺς Βιδάλη καὶ λοιπῶν μοναζουσῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ταύτης.
  9. Μεγαλυνάριον τῆς Ἁγίας· Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, «Νέος Ἐνιαύσιος Στέφανος», Ἅγιον  Ὅρος 2006, σέλ. 152.

Πηγή: Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς στὸν Ἑλικώνα. Ἱερομονάχου Δημητρίου Καββαδία. Ἀθῆναι 2013. Σέλ. 90-93