Πρώτη Ἑκατοντάδα Κεφαλαίων Περὶ Ἀγάπης
1. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιὰ ἀγαθὴ διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία τὴν κάνει νὰ μὴν προτιμᾶ κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα περισσότερο ἀπὸ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὅμως ἀδύνατο νὰ φτάσει ν’ ἀποκτήσει σταθερὰ αὐτὴ τὴν ἀγάπη ὅποιος ἔχει κάποια ἐμπαθῆ κλίση σὲ κάτι ἀπὸ τὰ γήινα.
2. Τὴν ἀγάπη τὴν γεννὰ ἡ ἀπάθεια. τὴν ἀπάθεια τὴν γεννὰ ἡ ἐλπίδα στὸν Θεό. τὴν ἐλπίδα, ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ μακροθυμία. Αὐτὲς τὶς γεννὰ ἡ καθολικὴ ἐγκράτεια. τὴν ἐγκράτεια, ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ τὸν γεννὰ ἡ πίστη.
3. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο, φοβᾶται τὴν κόλαση. Κι ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὴν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπὸ τὰ πάθη. Ἐκεῖνος ποὺ ἐγκρατεύεται ἀπὸ τὰ πάθη, ὑπομένει ὅσα θλίβουν. Ἐκεῖνος ποὺ ὑπομένει ὅσα θλίβουν, θὰ ἀποκτήσει τὴν ἐλπίδα στὸν Θεό. Ἡ ἐλπίδα στὸ Θεὸ ἀπομακρύνει τὸ νοῦ ἀπὸ κάθε ἐμπαθῆ κλίση πρὸς τὰ γήινα. Καὶ ὅταν χωριστεῖ ἀπὸ αὐτὴν ὁ νοῦς, θὰ ἀποκτήσει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
4. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, πάνω ἀπὸ ὅλα τα κτίσματά Του προτιμᾶ τὴν γνώση Του κι ἀδιάλειπτα μὲ πόθο τὴν προσμένει.
5. Ἂν ὅλα τα ὄντα ἔγιναν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὸ Θεό, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὰ δημιουργήματά Του, ἐκεῖνος ποὺ ἐγκαταλείπει τὸ Θεὸ καὶ στρέφεται στὰ χειρότερα, φανερώνεται ὅτι προτιμᾶ περισσότερό τα δημιουργήματα ἀπὸ τὸ Θεό.
6. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει προσηλωμένο τὸ νοῦ του στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καταφρονεῖ ὅλα τα ὁρατά, καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀκόμη, σὰν νὰ εἶναι ξένο.
7. Ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπὸ τὸν κόσμο ὁ Δημιουργὸς Θεός, ἐκεῖνος ποὺ προτιμᾶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὸν κόσμο ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ τὸν δημιούργησε, αὐτὸς δὲ διαφέρει διόλου ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ λατρεύουν τὰ εἴδωλα.
8. Ἐκεῖνος ποὺ χώρισε τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ θεωρία, καὶ τὸν ἔχει δεμένο σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ αἰσθητά, αὐτὸς εἶναι ποὺ προτιμᾶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὰ κτίσματα ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ τὰ δημιούργησε.
9. Ἂν ἡ ζωὴ τοῦ νοῦ εἶναι ὁ φωτισμὸς ποὺ δίνει ἡ πνευματικὴ γνώση, κι αὐτὸν τὸν γεννὰ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, ὀρθὰ ἔχει λεχθεῖ πὼς δὲν εἶναι τίποτε πιὸ μεγάλο ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη.
10. Ὅταν μὲ τὸν ἔρωτα τῆς ἀγάπης ὁ νοῦς μεταβαίνει πρὸς τὸ Θεό, τότε δὲν ἔχει διόλου αἴσθηση γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ κτίσματα. Καθὼς καταφωτίζεται ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ἄπειρο φῶς, γίνεται ἀναίσθητος γιὰ ὅλα τα κτίσματα, ὅπως τὰ μάτια δὲν βλέπουν τὰ ἄστρα ὅταν ἀνατέλλει ὁ ἥλιος.
11. Ὅλες οἱ ἀρετὲς βοηθοῦν τὸ νοῦ γιὰ νὰ ἀποκτήσει τὸν θεῖο ἔρωτα, περισσότερο ὅμως ἀπ’ ὅλες ἡ καθαρὴ προσευχή. Γιατί μὲ αὐτὴν ὁ νοῦς παίρνει φτερὰ καὶ πετὰ πρὸς τὸ Θεό, καὶ βγαίνει ἔξω ἀπὸ ὅλα τα ὄντα.
12. Ὅταν ὁ νοῦς ἁρπαχθεῖ μέσω τῆς ἀγάπης ἀπὸ τὴ θεία γνώση, καὶ ἀφοῦ βρεθεῖ ἔξω ἀπὸ τὰ ὄντα, αἰσθάνεται τὴν ἀπειρία τοῦ Θεοῦ. τότε, ὅπως συνέβη στὸν Ἠσαΐα, ἀπὸ τὴν ἔκπληξη ἔρχεται σὲ συναίσθηση τῆς μηδαμινότητάς του καὶ λέει μὲ κατάνυξη τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Ὢ ἔγω, ὁ ἄθλιος, τί συντριβὴ νιώθω! Ἐγώ, ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχω χείλη ἀκάθαρτα, καὶ ἀνάμεσά σε λαὸ ποὺ ἔχει χείλη ἀκάθαρτα κατοικῶ, εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὸν Βασιλέα, τὸν Κύριο Σαββαὼθ»(1).
13. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸ Θεό, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπήσει καὶ κάθε ἄνθρωπο σὰν τὸν ἑαυτό του, ἂν καὶ τὸν δυσαρεστοῦν τὰ πάθη ἐκείνων ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμα καθαριστεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ χαίρεται μὲ ἀμέτρητη καὶ ἀνέκφραστη χαρὰ γιὰ τὴ διόρθωσή τους.
14. Ἀκάθαρτη εἶναι ἡ ψυχὴ ποὺ εἶναι γεμάτη ἀπὸ κακοὺς λογισμούς, ἀπὸ ἐπιθυμία καὶ μίσος.
15. Ἐκεῖνος ποὺ βλέπει καὶ ἴχνος μόνο μίσους μέσα στὴν καρδιά του, πρὸς ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο γιὰ ὁποιοδήποτε φταίξιμό του, εἶναι ἐντελῶς ξένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Γιατί ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ δὲν ἀνέχεται διόλου τὸ μίσος κατὰ τοῦ ἀνθρώπου.
16. «Ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ – λέει ὁ Κύριος – θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές Μου(2). Καὶ ἡ δική Μου ἐντολὴ εἶναι νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον(3)». Ἄρα λοιπὸν ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ τὸν πλησίον του, δὲν τηρεῖ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν τηρεῖ τὴν ἐντολή, οὔτε τὸν Κύριο μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει.
17. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει κάθε ἄνθρωπο στὸν ἴδιο βαθμό.
18. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν προσηλώνεται σὲ κανένα πράγμα φθαρτὸ ἢ πρόσκαιρο.
19. Μακάριος ὁ νοῦς ποὺ προσπέρασε ὅλα τα ὄντα καὶ ἀπολαμβάνει συνεχῶς τὴν θεία ὡραιότητα.
20. Ἐκεῖνος ποὺ φροντίζει γιὰ τὴ σάρκα, πῶς νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἐπιθυμίες της, καὶ γιὰ πρόσκαιρα πράγματα ἔχει μνησικακία πρὸς τὸν πλησίον του, αὐτὸς λατρεύει τὴν κτίση ἀντὶ τοῦ Δημιουργοῦ(4).
21. Ἐκεῖνος ποὺ διατηρεῖ τὸ σῶμα τοῦ γερὸ καὶ μακριὰ ἀπὸ ἡδονές, τὸ ἔχει συνδουλό του γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὰ πνευματικά.
22. Ὅποιος ἀποφεύγει ὅλες τὶς κοσμικὲς ἐπιθυμίες, κάνει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀνώτερο ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ὑλικότητα.
23. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸ Θεό, ἀγαπᾶ δίχως ἄλλο καὶ τὸν πλησίον του. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φυλάει χρήματα. τὰ διαχειρίζεται κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ μοιράζει σ’ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.
24. Ὅποιος κάνει ἐλεημοσύνη μιμούμενος τὸ Θεό, δὲν κάνει διάκριση καλοῦ καὶ κακοῦ, δικαίου καὶ ἀδίκου στὰ ἀπαραίτητά της ζωῆς, ἀλλὰ μοιράζει ἴδια σὲ ὅλους κατὰ τὶς ἀνάγκες τους, ἂν καὶ προτιμᾶ γιὰ τὴν ἀγαθή του προαίρεση τὸν ἐνάρετο ἀπὸ τὸν κακό.
25. Ὁ Θεὸς ἐκ φύσεως ἀγαθὸς καὶ ἀπαθής, ὅλους τους ἀγαπᾶ ἐξίσου ὡς δημιουργήματά Του, ἀλλὰ τὸν ἐνάρετο τὸν δοξάζει ἐπειδὴ ἀποκτᾶ καὶ τὴν γνώση, ἐνῶ τὸν κακὸ ἄνθρωπο, τὸν ἐλεεῖ λόγω τῆς ἀγαθότητάς Του, καὶ παιδεύοντας τὸν σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, τὸν φέρνει σὲ μετάνοια καὶ διόρθωση. Ἔτσι καὶ ὁ καλοπροαίρετος καὶ ἀπαθὴς ἄνθρωπος, ὅλους τους ἀνθρώπους τοὺς ἀγαπᾶ ἐξίσου. Τὸν ἐνάρετο καὶ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση του, καὶ γιὰ τὴν καλή του προαίρεση. τὸν κακὸ τὸν ἐλεεῖ καὶ σὰν συνάνθρωπό του, καὶ ἀπὸ συμπάθεια, ἐπειδὴ ὡς ἀνόητος βαδίζει στὸ σκοτάδι.
26. Ἡ διάθεση τῆς ἀγάπης δὲν διαπιστώνεται μόνο μὲ τὴν παροχὴ χρημάτων, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο μὲ τὴ μετάδοση λόγου καὶ μὲ τὴ σωματικὴ διακονία.
27. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπαρνήθηκε εἰλικρινὰ τὰ κοσμικὰ καὶ ὑπηρετεῖ μὲ ἀγάπη ἀπροσποίητη τὸν πλησίον του, ἐλευθερώνεται γρήγορα ἀπὸ κάθε πάθος καὶ μετέχει στὴ θεία ἀγάπη καὶ γνώση.
28. Ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε κτῆμα τοῦ τὴ θεία ἀγάπη, δὲν κουράζεται νὰ ἀκολουθεῖ συνέχεια τὸν Κύριό του(5), ὅπως λέει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, ἀλλὰ ὑπομένει μὲ γενναιότητα κάθε κόπο, κακολογία καὶ ὕβρη, χωρὶς νὰ σκέφτεται τὸ κακὸ ποὺ τοῦ ἔκανε ὁποιοσδήποτε.
29. Ὅταν σὲ προσβάλλει κανένας ἢ σ’ ἐξευτελίσει σὲ κάτι, τότε φυλάξου ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὀργῆς, μήπως μὲ τὴ λύπη σὲ χωρίσουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ σὲ μεταφέρουν στὴ χώρα τοῦ μίσους.
30. Ὅταν αἰσθανθεῖς πόνο ἐπειδὴ κάποιος σὲ πρόσβαλε ἢ σὲ ντρόπιασε, νὰ ξέρεις ὅτι ὠφελήθηκες πολύ. μὲ τὸ ντρόπιασμα βγῆκε ἀπὸ μέσα σου ἡ κενοδοξία.
31. Ὅπως ἡ μνήμη τῆς φωτιᾶς δὲν ζεσταίνει τὸ σῶμα, ἔτσι πίστη χωρὶς ἀγάπη δὲν φέρνει στὴν ψυχὴ τὸν φωτισμὸ τῆς γνώσεως.
32. Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ἑλκύει τὸ ὑγιὲς μάτι, ἔτσι καὶ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ τραβὰ φυσικῶς τὸν καθαρὸ νοῦ στὸν ἑαυτό της μὲ τὴν ἀγάπη.
33. Νοῦς καθαρὸς εἶναι ὁ νοῦς ποὺ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ καταφωτίζεται ἀπὸ τὸ θεῖο φῶς.
34. Ψυχὴ καθαρὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ εὐφραίνεται ἀκατάπαυστα μὲ τὴ θεία ἀγάπη.
35. Πάθος ἀξιοκατηγόρητο, εἶναι μιὰ κίνηση τῆς ψυχῆς παρὰ φύση.
36. Ἀπάθεια εἶναι μιὰ εἰρηνικὴ κατάσταση τῆς ψυχῆς, κατὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχὴ δύσκολα κινεῖται πρὸς τὴν κακία.
37. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπόκτησε τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης μὲ τὸ ζῆλο του, δὲν χωρίζεται ἀπὸ αὐτή, ἀκόμη κι ἂν ὑποφέρει μύρια κακά. Ἃς σὲ πείσει γι’ αὐτὸ ὁ Στέφανος ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ ὅμοιοί του, ποὺ προσευχόταν γιὰ κείνους ποὺ τὸν φόνευαν καὶ ζητοῦσε νὰ τοὺς συγχωρήσει ὁ Θεός, ἐπειδὴ ἐνεργοῦσαν ἔτσι ἀπὸ ἄγνοια(6).
38. Ἂν ἰδίωμα τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ μακροθυμία καὶ ἡ χρηστότητα(7), τότε ἐκεῖνος ποὺ θυμομανιάζει καὶ ἐνεργεῖ δόλια, εἶναι φανερὸ ὅτι ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Κι ὅποιος εἶναι ξένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη, εἶναι ξένος ἀπὸ τὸ Θεό, ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη(8).
39. «Μὴν πεῖτε, λέει ὁ θεῖος Ἱερεμίας, ὅτι εἶστε ναὸς τοῦ Κυρίου»(9). καὶ σὺ μὴν πεῖς ὅτι «ἡ ἀπογυμνωμένη ἀπὸ ἔργα πίστη στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ μπορεῖ νὰ μὲ σώσει». Αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, ἂν δὲν ἀποκτήσεις καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτὸν μὲ τὰ ἔργα. Ἡ γυμνὴ ἀπὸ ἔργα πίστη δὲν ὠφελεῖ, ἀφοῦ καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουν καὶ τρέμουν(10).
40. Ἔργο ἀγάπης εἶναι ἡ πρὸς τὸν πλησίον ὁλόψυχη εὐεργεσία καὶ μακροθυμία καὶ ὑπομονή, καὶ ἡ χρήση τῶν πραγμάτων μὲ ὀρθὸ λόγο.
41. Ὅποιος ἀγαπᾶ τὸ Θεό, δὲν λυπεῖ κανέναν, οὔτε λυπᾶται ἀπὸ κανέναν γιὰ πρόσκαιρα πράγματα. Μιὰ μόνο λύπη προξενεῖ καὶ δοκιμάζει, τὴ σωτήρια λύπη, τὴν ὁποία ὁ μακάριος Παῦλος καὶ δοκίμασε καὶ προξένησε στοὺς Κορίνθιους(11).
42. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, ζεῖ ἀγγελικὸ βίο πάνω στὴ γῆ. νηστεύει κι ἀγρυπνεῖ, ψάλλει καὶ προσεύχεται, καὶ γιὰ κάθε ἄνθρωπο σκέφτεται πάντοτε καλά.
43. Ὅ,τι ἐπιθυμεῖ κανείς, ἐκεῖνο ἀγωνίζεται ν’ ἀποκτήσει. Κι ἀπὸ ὅλα τα ἀγαθὰ κι ἐπιθυμητά, ἀσύγκριτα πιὸ ἀγαθὸ καὶ ἐπιθυμητὸ εἶναι ὁ Θεός. Πόση λοιπὸν ἐπιμέλεια ἔχομε χρέος νὰ καταβάλομε γιὰ νὰ ἐπιτύχομε τὸ φύσει ἀγαθὸ καὶ ἐπιθυμητό;
44. Μὴ μολύνεις τὴ σάρκα σου μὲ αἰσχρὲς πράξεις καὶ μὴν λερώνεις τὴν ψυχή σου μὲ πονηροὺς λογισμούς. Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ θὰ ἔρθει σ’ ἐσένα καὶ θὰ φέρει τὴν ἀγάπη.
45. Νὰ καταπονεῖς τὸ σῶμα σου μὲ νηστεία καὶ ἀγρυπνία καὶ ν’ ἀσχολεῖσαι ἀκούραστα μὲ τὴν ψαλμωδία καὶ τὴν προσευχή. καὶ θὰ ἔρθει σ’ ἐσένα ὁ ἁγιασμὸς τῆς σωφροσύνης καὶ θὰ φέρει τὴν ἀγάπη.
46. Ἐκεῖνος ποὺ ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὴ θεία γνώση καὶ ἀπόκτησε διὰ μέσου της ἀγάπης τὸν φωτισμό της, δὲ θὰ παρασυρθεῖ ποτὲ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς κενοδοξίας. Εὔκολα ὅμως παρασύρεται ἀπὸ αὐτὴν ὅποιος δὲν ἀξιώθηκε τὴν θεία γνώση. Ἀλλὰ ἂν ὁ ἄνθρωπος αὐτός σε κάθε τί ποὺ πράττει ἔχει στραμμένο τὸ βλέμμα του στὸ Θεό, μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι ὅλα τα πράττει γι’ Αὐτόν, εὔκολα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν κενοδοξία.
47. Ὅποιος δὲν ἀπόκτησε ἀκόμη τὴ θεία γνώση, ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἀγάπη, ἔχει μεγάλη ἰδέα γιὰ ὅσα ἔργα κάνει σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀξιώθηκε καὶ τὴν ἀπόκτησε, λέει μὲ βαθιὰ συναίσθηση τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Πατριάρχης Ἀβραὰμ ὅταν εἶδε τὸν Θεό: «Ἐγὼ εἶμαι χῶμα καὶ στάχτη»(12).
48. Ἐκεῖνος ποὺ φοβᾶται τὸν Κύριο, ἔχει πάντοτε σύντροφό του τὴν ταπεινοφροσύνη, καὶ μὲ τὶς ἐνθυμήσεις ποὺ αὐτὴ προκαλεῖ, φτάνει στὴν θεία ἀγάπη καὶ εὐχαριστία. Φέρνει στὸ νοῦ τοῦ τὴ ζωὴ ποὺ ἔκανε πρωτύτερα στὸν κόσμο, καὶ τὰ διάφορα ἁμαρτήματα καὶ τοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἀντιμετώπισε ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς νεότητάς του, καὶ πῶς ἀπ’ ὅλα ἐκεῖνα τὸν γλύτωσε ὁ Κύριος, καὶ τὸν μετέφερε ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν παθῶνστον κατὰ Θεὸν βίο. καὶ μαζὶ μὲ τὸ φόβο, ἀποκτᾶ καὶ τὴν ἀγάπη, εὐχαριστώντας πάντοτε μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη τὸν Εὐεργέτη καὶ Κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας.
49. Μὴ λερώσεις τὸ νοῦ σου ἀνεχόμενος λογισμοὺς ἐπιθυμίας καὶ θυμοῦ, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσεις ἀπὸ τὴν καθαρὴ προσευχὴ καὶ περιπέσεις στὸ πνεῦμα τῆς ἀκηδίας.
50. Τότε ὁ νοῦς χάνει τὴν οἰκειότητα ποὺ ἔχει μὲ τὸ Θεό, ὅταν δέχεται πονηροὺς ἢ ἀκάθαρτους λογισμοὺς νὰ παραμένουν.
51. Ὁ ἀνόητος, ποὺ τὸν ὁδηγοῦν τὰ πάθη, ὅταν ἀναστατώνεται ἀπὸ τὸ θυμό, βιάζεται νὰ φύγει ἀσυλλόγιστα μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς. Ἄλλοτε πάλι, ὅταν καίγεται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, μετανοιωμένος τρέχει νὰ τοὺς συναντήσει. Ὁ φρόνιμος ὅμως, καὶ στὶς δύο περιπτώσεις κάνει τὸ ἀντίθετο. Στὴν περίπτωση τοῦ θυμοῦ, ἀφοῦ κόψει τὶς αἰτίες τῆς ταραχῆς, ἀπαλλάσσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν λύπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς. στὴν περίπτωση τῆς ἐπιθυμίας, συγκρατεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὴν παράλογη παρόρμηση γιὰ συνάντηση ἄλλων.
52. Στὸν καιρὸ τῶν πειρασμῶν μὴν ἐγκαταλείψεις τὸ Μοναστήρι σου, ἀλλὰ ὑπόμενε μὲ γενναιότητα τὰ κύματα τῶν λογισμῶν, καὶ μάλιστα τῆς λύπης καὶ τῆς ἀκηδίας. Ἔτσι ἀφοῦ δοκιμαστεῖς κατὰ θεία οἰκονομία μὲ τὶς θλίψεις, θὰ ἀποκτήσεις βέβαιη ἐλπίδα στὸ Θεό. Ἂν ὅμως τὸ ἐγκαταλείπεις, θὰ φανεῖς ἀνάξιος, ἄνανδρος καὶ ἄστατος.
53. Ἂν θέλεις νὰ μὴν ξεπέσεις ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μήτε τὸν ἀδελφὸ νὰ ἀφήσεις νὰ κοιμηθεῖ στενοχωρημένος ἀπὸ σένα, μήτε σὺ νὰ κοιμηθεῖς στενοχωρημένος ἐναντίον του. Συμφιλιώσου μὲ τὸν ἀδελφό σου καὶ τότε πήγαινε καὶ πρόσφερε στὸ Χριστὸ μὲ καθαρὴ συνείδηση τὸ δῶρο τῆς ἀγάπης(13), μὲ ἔνθερμη προσευχή.
54. Ἂν ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὅλα τα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ δὲν ἔχει ἀγάπη, δὲν ὠφελεῖται τίποτε σύμφωνα μὲ τὸ θεῖο Ἀπόστολο(14), πόση ἐπιμέλεια πρέπει νὰ καταβάλομε γιὰ νὰ τὴν ἀποκτήσομε;
55. Ἂν ἡ ἀγάπη δὲν κάνει κακὸ στὸν πλησίον(15), ἐκεῖνος ποὺ φθονεῖ τὸν ἀδελφὸ καὶ λυπᾶται γιὰ τὴν προκοπή του καὶ μὲ εἰρωνεῖες προσπαθεῖ νὰ κηλιδώσει τὴν ὑπόληψή του ἢ μὲ ὅποια κακοήθεια τὸν ἐπιβουλεύεται, πῶς αὐτὸς δὲν ἀποξενώνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ δὲν κάνει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἔνοχο γιὰ τὴν αἰώνια Κρίση;
56. Ἂν ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ πλήρωμα τοῦ νόμου(16), ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μνησικακία γιὰ τὸν ἀδελφὸ καὶ κάνει δόλια σχέδια ἐναντίον του καὶ τὸν καταριέται καὶ δοκιμάζει χαρὰ γιὰ κάθε πτώση του, πῶς δὲν καταπατεῖ τὸ νόμο καὶ δὲν εἶναι ἄξιος γιὰ τὴν αἰώνια κόλαση;
57. Ἂν ἐκεῖνος ποὺ κατηγορεῖ καὶ κρίνει τὸν ἀδελφό του κατηγορεῖ καὶ κρίνει τὸ θεῖο νόμο(17), καὶ ὁ νόμος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, πῶς δὲν ξεπέφτει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνος ποὺ καταλαλεῖ, καὶ δὲν προξενεῖ ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὴν αἰώνια κόλαση;
58. Μὴν παραδώσεις τὴν ἀκοή σου στοὺς λόγους ὅποιου καταλαλεῖ, οὔτε τοὺς δικούς σου λόγους στὴν ἀκοὴ ἑνὸς φιλοκατήγορου, μιλώντας ἢ ἀκούγοντας μὲ εὐχαρίστηση κατὰ τοῦ πλησίον σου, γιὰ νὰ μὴ χάσεις τὴν θεία ἀγάπη καὶ βρεθεῖς ἀπόκληρος ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή.
59. Μὴν δέχεσαι κατηγορίες κατὰ τοῦ πνευματικοῦ σου πατέρα, μήτε νὰ διευκολύνεις ἐκεῖνον ποὺ τὸν προσβάλλει, γιὰ νὰ μὴν ὀργιστεῖ ὁ Κύριος γιὰ τὰ ἔργα σου καὶ σὲ ἐξολοθρεύσει ἀπὸ τὴ χώρα τῆς ζωῆς(18).
60. Κλεῖνε τὸ στόμα ἐκείνου ποὺ κατηγορεῖ τὸν ἄλλον, γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνεις μαζί του διπλὴ ἁμαρτία. καὶ συνηθίζοντας ὁ ἴδιος σὲ καταστρεπτικὸ πάθος, καὶ μὴ σταματώντας ἐκεῖνον ποὺ φλυαρεῖ κατὰ τοῦ πλησίον.
61. «Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέω, εἶπε ὁ Κύριος, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, εὐεργετεῖτε ὅσους σᾶς μισοῦν, προσεύχεσθε γιὰ ὅσους σᾶς βλάπτουν»(19). Γιατί τὰ διέταξε αὐτά; Γιὰ νὰ σὲ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ μίσος, τὴ λύπη, τὴν ὀργὴ καὶ τὴν μνησικακία καὶ νὰ σὲ ἀξιώσει νὰ λάβεις τὸ μέγιστο ἀπόκτημα, τὴν τέλεια ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ τὴν ἔχει ὅποιος δὲν ἀγαπᾶ ἐξίσου ὅλους τους ἀνθρώπους, κατὰ μίμηση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀγαπᾶ ἐξίσου ὅλους τους ἀνθρώπους καὶ θέλει νὰ σωθοῦν καὶ νὰ λάβουν πλήρη γνώση τῆς ἀλήθειας(20).
62. «Ὅμως σᾶς λέω νὰ μὴν ἀντισταθεῖτε στὸν πονηρό, ἀλλὰ ἂν κανεὶς σὲ χτυπήσει στὸ δεξὶ μέρος τοῦ προσώπου, γύρισέ του καὶ τὸ ἄλλο. καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ θέλει νὰ σὲ πάει στὸ δικαστήριο γιὰ νὰ σοῦ πάρει τὸ χιτώνα, ἄφησέ του καὶ τὸ ἱμάτιο. καὶ ἂν σὲ ἀγγαρεύει κάποιος γιὰ ἕνα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο»(21). Γιατί λέει αὐτὰ ὁ Κύριος; Γιὰ νὰ φυλάξει κι ἐσένα χωρὶς ὀργή, ταραχὴ καὶ λύπη, καὶ νὰ διδάξει κι ἐκεῖνον μὲ τὴν ἀνεξικακία σου. καὶ τοὺς δύο πάλι, σὰν καλὸς Πατέρας, νὰ σᾶς φέρει στὸ ζυγὸ τῆς ἀγάπης.
63. Τῶν πραγμάτων, μὲ τὰ ὁποῖα κάποτε μᾶς ἔδενε κάποιο πάθος, ἔχομε μέσα μας τὶς ἐμπαθεῖς φαντασίες. Ὅποιος λοιπὸν νικᾶ τὶς ἐμπαθεῖς φαντασίες, καταφρονεῖ ὁπωσδήποτε καὶ τὰ πράγματα ποὺ αὐτὲς ἀπεικονίζουν. Γιατί ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν ἐνθυμήσεων εἶναι τόσο χειρότερος ἀπὸ τὸν πόλεμο ἐναντίον τῶν πραγμάτων, ὅσο εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ ἁμαρτάνει κανεὶς μὲ τὴ διάνοια ἀπὸ τὸ νὰ ἁμαρτάνει μὲ ἔργα.
64. Ἄλλα ἀπὸ τὰ πάθη εἶναι σωματικὰ κι ἄλλα ψυχικά. Τὰ σωματικὰ ἔχουν τὶς ἀφορμές τους ἀπὸ τὸ σῶμα, τὰ ψυχικὰ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἴδη παθῶν τὰ ἀφανίζουν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐγκράτεια. ἡ πρώτη τα ψυχικά, ἡ δεύτερή τα σωματικά.
65. Ἀπὸ τὰ πάθη, ἄλλα ἀνήκουν στὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἄλλα στὸ ἐπιθυμητικό. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ εἴδη κινοῦνται διὰ μέσου των αἰσθήσεων. Καὶ κινοῦνται τότε, ὅταν ἡ ψυχὴ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ἀγάπης.
66. Τὰ πάθη τοῦ θυμικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς εἶναι πιὸ δυσκολοπολέμητα ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ ἐπιθυμητικοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ δόθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο ἐναντίον τῶν παθῶν τοῦ θυμικοῦ δυνατότερο φάρμακο, τὸ ὁποῖο εἶναι ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης.
67. Ὅλα τα ἄλλα πάθη, ἐρεθίζουν εἴτε τὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, εἴτε τὸ ἐπιθυμητικό, εἴτε τὸ λογιστικό, ὅπως εἶναι ἡ λήθη καὶ ἡ ἄγνοια. Ἡ ἀκηδία ὅμως, κυριαρχώντας σ’ ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, κινεῖ ὅλα μαζί τα πάθη. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι τὸ πιὸ βαρὺ ἀπὸ ὅλα τα ἄλλα πάθη. Καλῶς λοιπὸν ὁ Κύριος, δίνοντας τὸ ἀντίδοτό της, λέει: «Μὲ τὴν ὑπομονή σας, κερδίστε τὶς ψυχὲς σᾶς»(22).
68. Μὴν προσβάλεις ποτὲ κανένα ἀδελφό, καὶ μάλιστα χωρὶς εὔλογη αἰτία, μὴν τυχὸν ἐπιστρέψει στὸν κόσμο μὴ μπορώντας ν’ ἀντέξει τὴ θλίψη, καὶ ἔτσι δὲ θὰ ἀποφύγεις τὸν ἔλεγχο τῆς συνειδήσεως ποὺ θὰ σοῦ προξενεῖ πάντα λύπη στὴν προσευχὴ καὶ θὰ ἀποδιώχνει τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν παρρησία πρὸς τὸν Θεό.
69. Μὴν ἀνέχεσαι τὶς ὑπόνοιες ἢ καὶ τοὺς ἀνθρώπους πού σου μεταφέρουν σκάνδαλα ἄλλων. Γιατί ἐκεῖνοι ποὺ παραδέχονται σκάνδαλα μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο γιὰ ἐκεῖνα ποὺ συμβαίνουν προαιρετικὰ ἢ ἀπροαίρετα, δὲν γνωρίζουν τὸν δρόμο τῆς εἰρήνης, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τοὺς ἐραστὲς τῆς διὰ μέσου της ἀγάπης στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
70. Δὲν ἔχει τέλεια ἀγάπη ἐκεῖνος ποὺ ἀλλάζει διάθεση πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ἀνάλογα μὲ τὸν χαρακτήρα τους. τὸν ἕναν π.χ. τὸν ἀγαπᾶ καὶ τὸν ἄλλον τὸν μισεῖ, ἢ τὸν ἴδιο ἄνθρωπο ἄλλοτε τὸν ἀγαπᾶ καὶ ἄλλοτε τὸν μισεῖ γιὰ τὶς ἴδιες αἰτίες.
71. Ἡ τέλεια ἀγάπη δὲν διαχωρίζει κατὰ τὶς διαθέσεις τῶν ἐπιμέρους ἀνθρώπων τὴ μία καὶ κοινὴ ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ἀποβλέποντας σ’ αὐτήν, ἀγαπᾶ ἐξίσου ὅλους τους ἀνθρώπους. Ἀγαπᾶ τοὺς ἐνάρετους ὡς φίλους. τοὺς κακούς τους ἀγαπᾶ ὡς ἐχθρούς, καὶ τοὺς εὐεργετεῖ καὶ μακροθυμεῖ καὶ ὑπομένει ἂν τὴν βλάψουν, χωρὶς νὰ λογαριάζει διόλου τὸ κακό, ἀλλὰ καὶ πάσχει γιὰ χάρη τους, ἂν τὸ καλέσει ἡ περίσταση, γιὰ νὰ τοὺς κάνει καὶ αὐτοὺς φίλους, ἂν εἶναι δυνατόν. Ἂν δὲν τὸ κατορθώσει, δὲν ἀλλάζει τὴν διάθεσή της, ἀλλὰ φανερώνει τοὺς καρποὺς τῆς ἀγάπης ἐξίσου πρὸς ὅλους τους ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριός μας καὶ Θεὸς Ἰησοῦς Χριστός, δείχνοντας τὴν ἀγάπη Τοῦ σ’ ἐμᾶς, ἔπαθε γιὰ χάρη ὅλης της ἀνθρωπότητας καὶ χάρισε σὲ ὅλους ἐξίσου τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως – ἂν καὶ καθένας κάνει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο εἴτε γιὰ δόξα, εἴτε γιὰ κόλαση.
72. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν καταφρονεῖ τὴ δόξα καὶ τὴν ἐξουδένωση, τὸν πλοῦτο καὶ τὴν φτώχεια, τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν λύπη, δὲν ἀπόκτησε ἀκόμη τέλεια ἀγάπη. Γιατί ἡ τέλεια ἀγάπη δὲν καταφρονεῖ μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ καὶ τὸ θάνατο.
73. Ἄκουσε τί λένε ἐκεῖνοι ποῦ ἀξιωθήκανε νὰ ἔχουν τὴν τέλεια ἀγάπη: «Ποιὸς θὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; Θλίψη ἢ στενοχώρια ἢ διωγμὸς ἢ γυμνότητα ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα; Καθὼς λέει ἡ Γραφή, γιὰ χάρη Σου θανατωνόμαστε ὅλη τὴν ἡμέρα. θεωρηθήκαμε ὡς πρόβατα γιὰ σφαγή. Ἀλλὰ σ’ ὅλα τοῦτα βγαίνομε νικητὲς μὲ τὴ βοήθεια Ἐκείνου ποὺ μᾶς ἀγάπησε. Πιστεύω ἀπόλυτα ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή, οὔτε ἄγγελοι, οὔτε Ἀρχές, οὔτε Δυνάμεις, οὔτε τωρινά, οὔτε μελλοντικά, οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος, οὔτε καμιὰ ἄλλη κτίση θὰ μπορέσει νὰ μᾶς χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Κύριό μας»(23).
74. Ἄκουσε πάλι τί λένε γιὰ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον: «Λέω ἀλήθεια, μάρτυς μου ὁ Χριστός, δὲν ψεύδομαι. ἡ συνείδησή μου, ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μαρτυρεῖ κι αὐτή, ὅτι ἔχω μεγάλη λύπη καὶ πόνο ἀδιάκοπο στὴν καρδιά μου γιὰ τοὺς ὁμοεθνεῖς μου Ἰουδαίους. Θὰ εὐχόμουν νὰ χωριστῶ ἐγὼ ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιὰ χάρη τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν φυσικῶν συγγενῶν μου, οἱ ὁποῖοι εἶναι Ἰσραηλίτες κλπ.»(24). Παρόμοια εἶπαν καὶ ὁ Μωυσῆς(25) καὶ οἱ ἄλλοι ἅγιοι.
75. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν καταφρονεῖ τὴ δόξα καὶ τὴν ἡδονή, καθὼς καὶ τὴν φιλαργυρία ποὺ συντελεῖ στὴν αὔξησή τους καὶ γιὰ χάρη τοὺς ὑπάρχει, δὲν μπορεῖ νὰ κόψει τὶς ἀφορμὲς τοῦ θυμοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ δὲν τὶς κόβει, δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει τὴν τέλεια ἀγάπη.
76. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ κακοπάθεια ἐλευθερώνουν τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ κάθε ἁμαρτία, καθὼς κόβει ἡ μιὰ τα πάθη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ ἄλλη τὰ πάθη τοῦ σώματος. Αὐτὸ ἔκανε καὶ ὁ μακάριος Δαβὶδ καὶ προσευχόταν στὸν Θεὸ λέγοντας: «Δὲς τὴν ταπείνωσή μου καὶ τὸν κόπο μου καὶ συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου»(26).
77. Διὰ μέσου των ἐντολῶν Του, ὁ Κύριος κάνει ἀπαθεῖς ὅσους τὶς ἐφαρμόζουν. Διὰ μέσου των θείων δογμάτων, χαρίζει σ’ αὐτοὺς τὸ φωτισμὸ τῆς θείας γνώσεως.
78. Ὅλα τα δόγματα ἀναφέρονται ἢ στὸ Θεό, ἢ στὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, ἢ στὴν πρόνοια καὶ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτά.
79. Ἡ ἐλεημοσύνη θεραπεύει τὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς. ἡ νηστεία μαραίνει τὴν ἐπιθυμία. ἡ προσευχὴ καθαρίζει τὸ νοῦ καὶ τὸν κάνει ἐπιτήδειο γιὰ τὴν θεωρία τῶν ὄντων. Γιατί ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὁ Κύριος μας χάρισε καὶ τὶς ἐντολές Του.
80. «Μάθετε ἀπὸ ἐμένα, λέει ὁ Κύριος, ὅτι εἶμαι πράος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιὰ κτλ.»(27). Ἡ πραότητα διατηρεῖ ἀτάραχό το θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς. ἡ ταπείνωση ἐλευθερώνει τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία καὶ τὴν κενοδοξία.
81. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι δύο εἰδῶν. Ἐκεῖνος ποὺ γεννιέται μέσα ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς τῆς κολάσεως καὶ κάνει νὰ φυτρώνουν μέσα μας ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἐλπίδα στὸ Θεό, ἡ ἀπάθεια καὶ στὴ συνέχεια κατὰ φυσικὴ τάξη ἡ ἀγάπη. Καὶ ὁ φόβος ποὺ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὴν ἴδια τὴν ἀγάπη, καὶ φέρνει πάντοτε στὴν ψυχὴ εὐλάβεια, γιὰ νὰ μὴν καταλήξει σὲ καταφρόνηση τοῦ Θεοῦ ἐξαιτίας τῆς παρρησίας ποὺ δίνει ἡ ἀγάπη.
82. Τὸν πρῶτο φόβο τὸν ἐκτοπίζει ἡ τέλεια ἀγάπη(28), γιατί ἡ ψυχὴ ποὺ τὴν ἔχει δὲν φοβᾶται πλέον τὴν κόλαση. Τὸν δεύτερο φόβο τὸν ἔχει, ὅπως εἴπαμε, ἡ ἀγάπη ἑνωμένο πάντοτε μαζί της. Στὸν πρῶτο φόβο ταιριάζει ὁ λόγος: «Ἀρχὴ τῆς σοφίας εἶναι ὁ φόβος τοῦ Κυρίου»(30). Στὸ δεύτερο φόβο ταιριάζει ὁ λόγος: «Δὲ θὰ δοκιμάσουν στέρηση ὅσοι φοβοῦνται τὸν Κύριο»(31).
83. «Νεκρῶστε λοιπὸν τὰ μέλη σας ποὺ σέρνονται στὴ γῆ. τὴν πορνεία, τὴν ἀκαθαρσία , τὸ πάθος, τὴν κακὴ ἐπιθυμία καὶ τὴν πλεονεξία κτλ.»(32). Μὲ τὴ γῆ ἐννοεῖ τὸ σαρκικὸ φρόνημα. Πορνεία ὀνόμασε τὴν ἔμπρακτη ἁμαρτία. Ἀκαθαρσία εἶπε τὴ συγκατάθεση στὴν ἁμαρτία. Πάθος, τὸν ἐμπαθῆ λογισμό. Ἐπιθυμία κακὴ ὀνόμασε τὴν ἁπλὴ παραδοχὴ τοῦ λογισμοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας. Πλεονεξία εἶπε τὸ ὑλικὸ ποὺ γεννᾶ καὶ αὐξάνει τὸ πάθος . Ὅλα λοιπὸν αὐτά, σὰν μέλη τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, διέταξε ὁ Ἀπόστολος νὰ νεκρώσομε.
84. Ἡ μνήμη, στὴν ἀρχή, φέρνει στὸ νοῦ τὸ λογισμὸ χωρὶς ἐμπάθεια. καὶ ὅταν αὐτὸς μένει στὸ νοῦ γιὰ καιρό, κινεῖται τὸ πάθος. Ἂν αὐτὸ δὲν ἐξολοθρευθεῖ, λυγίζει τὸ νοῦ στὴ συγκατάθεση. Μετὰ τὴν συγκατάθεση ἀρχίζει ἡ ἔμπρακτη ἁμαρτία. Ὁ πάνσοφος λοιπὸν Ἀπόστολος, γράφοντας πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἦταν πρωτύτερα εἰδωλολάτρες, διατάζει πρῶτα νὰ ἀφανίζουν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. κι ἔπειτα μὲ ἀντίστροφη σειρά, νὰ καταλήγουν στὴν αἰτία τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἡ αἰτία εἶναι, ὅπως εἴπαμε, ἡ πλεονεξία, ποὺ γεννᾶ καὶ αὐξάνει τὸ πάθος. Νομίζω ὅτι ἐδῶ σημαίνει τὴ γαστριμαργία, ἡ ὁποία εἶναι μητέρα καὶ τροφὸς τῆς πορνείας. Γιατί ἡ πλεονεξία εἶναι κακὴ ὄχι μόνο γιὰ τὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν τροφή. ὅπως καὶ ἡ ἐγκράτεια δὲν ἐννοεῖται μόνο γιὰ τὰ φαγητά, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ χρήματα.
85. Ὅπως ἕνα σπουργίτι δεμένο ἀπὸ τὸ πόδι, ὅταν πάει νὰ πετάξει, πέφτει στὸ χῶμα, ἐπειδὴ τὸ τραβάει τὸ σχοινί, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ποὺ δὲν ἀπόκτησε ἀκόμη τὴν ἀπάθεια καὶ πετὰ πρὸς τὴν γνώση τῶν ἐπουρανίων, τραβιέται ἀπὸ τὰ πάθη στὴ γῆ.
86. Ὅταν ὁ νοῦς ἐλευθερωθεῖ τελείως ἀπὸ τὰ πάθη, τότε πορεύεται πρὸς τὴν θεωρία τῶν ὄντων χωρὶς νὰ γυρίζει πίσω, βαδίζοντας πλέον πρὸς τὴν γνώση τῆς Ἁγίας Τριάδας.
87. Ὅταν εἶναι καθαρὸς ὁ νοῦς, δεχόμενος τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων προχωρεῖ μέσω αὐτῶν στὴν πνευματικὴ θεωρία. ὅταν ὅμως ἀπὸ ραθυμία γίνει ἀκάθαρτος, τότε τὰ μὲν νοήματα τῶν ἄλλων πραγμάτων τὰ φαντάζεται ἁπλῶς (χωρὶς νὰ ὁδηγεῖται σὲ θεωρία), τὰ δὲ ἀνθρώπινα νοήματα ποὺ δέχεται, τὰ μετατρέπει σὲ αἰσχροὺς ἢ πονηροὺς λογισμούς.
88. Ὅταν πάντοτε, κατὰ τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, δὲν ἐνοχλεῖ τὸ νοῦ σου κανένα νόημα τοῦ κόσμου, τότε νὰ ξέρεις ὅτι δὲν εἶσαι ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀπάθειας.
89. Ὅταν ἡ ψυχὴ ἀρχίζει νὰ αἰσθάνεται τὴν ἴδια τὴν ὑγεία της, τότε καὶ τὶς φαντασίες τοῦ ὕπνου τὶς βλέπει χωρὶς ἐμπάθεια καὶ ταραχή.
90. Ὅπως τὸ μάτι τὸ ἑλκύει ἡ ὀμορφιὰ τῶν ὁρατῶν, ἔτσι καὶ τὸν καθαρὸ νοῦ ἡ γνώση τῶν ἀοράτων. Ἀόρατα ἐννοῶ τὰ ἀσώματα.
91. Μεγάλο πράγμα εἶναι νὰ μὴν κινεῖται κανεὶς σὲ κάποιο πάθος ἀπὸ τὰ πράγματα. πολὺ μεγαλύτερο ὅμως εἶναι νὰ μένει ἀπαθὴς ἀπέναντι στὶς φαντασίες τῶν πραγμάτων. Γιατί ὁ πόλεμος τῶν δαιμόνων ἐναντίον μᾶς μὲ τοὺς λογισμούς, εἶναι πολὺ πιὸ φοβερὸς ἀπὸ τὸν πόλεμο μέσω τῶν πραγμάτων.
92. Ἐκεῖνος ποὺ κατόρθωσε τὶς ἀρετὲς καὶ πλούτισε μὲ θεία γνώση, ἐπειδὴ βλέπει τὰ πράγματα στὴ φυσική τους κατάσταση, πράττει τὰ πάντα καὶ μιλᾶ γι’ αὐτὰ κατὰ τὶς ὑπαγορεύσεις τοῦ ὀρθοῦ λόγου, χωρὶς νὰ σφάλλει καθόλου. Γιατί ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ἢ μὴ ὀρθὴ χρησιμοποίηση τῶν πραγμάτων εἶναι ποὺ γινόμαστε ἢ ἐνάρετοι ἢ κακοί.
93. Σημάδι τέλειας ἀπάθειας εἶναι νὰ ἀναδύονται πάντοτε στὴν καρδιὰ χωρὶς πάθος τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων, τόσο ὅταν εἴμαστε ξυπνητοί, ὅσο καὶ στὸν ὕπνο μας.
94. Ὁ νοῦς ἀποβάλλει μὲ τὴν ἐκτέλεση τῶν ἐντολῶν, τὰ πάθη. μὲ τὴν πνευματικὴ θεωρία τῶν ὁρατῶν, τὰ ἐμπαθῆ νοήματα τῶν πραγμάτων. μὲ τὴ γνώση τῶν ἀοράτων, τὴ θεωρία τῶν ὁρατῶν. τέλος κι αὐτὴ τὴν ἀποβάλλει, μὲ τὴ γνώση τῆς Ἁγίας Τριάδας.
95. Ὅταν ὁ ἥλιος ἀνατέλλει καὶ φωτίζει τὸν κόσμο, φανερώνει καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τὰ πράγματα ποὺ φωτίζονται ἀπὸ αὐτόν. Ἔτσι καὶ ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὅταν ἀνατέλλει στὸν καθαρὸ νοῦ, φανερώνει καὶ τὸν ἑαυτό Του, καὶ τοὺς λόγους ὅσων ἔχουν γίνει ἀπὸ Αὐτὸν καὶ ὅσων μέλλουν νὰ γίνουν.
96. Δὲν γνωρίζομε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν οὐσία Του, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ θαυμαστὰ ἔργα Του καὶ τὴν πρόνοιά Του γιὰ τὰ ὄντα. Ἀπ’ αὐτά, σὰν μέσα ἀπὸ καθρέφτη, βλέπομε τὴν ἄπειρη ἀγαθότητα καὶ σοφία καὶ δύναμή Του.
97. Ὁ καθαρὸς νοῦς κινεῖται ἢ μέσα στὰ χωρὶς πάθος νοήματα τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, ἢ στὴ φυσικὴ θεωρία τῶν ὁρατῶν ἢ τῶν ἀοράτων, ἢ μέσα στὸ φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδας.
98. Ὅταν ὁ νοῦς φτάσει στὴ θεωρία τῶν ὁρατῶν, ἐρευνᾶ ἢ τοὺς φυσικοὺς λόγους τους ἢ τοὺς λόγους ποὺ αὐτοὶ ὑποδηλώνουν, ἢ ζητεῖ τὴν ἴδια τὴν αἰτία τους.
99. Ὅταν πάλι κινεῖται στὴ θεωρία τῶν ἀοράτων, ζητεῖ καὶ τοὺς φυσικούς τους λόγους καὶ τὴν αἰτία τῆς ὑπάρξεώς τους καὶ τὰ ἐπακόλουθά της, καὶ ποιὰ εἶναι ἡ σχετικὴ μὲ αὐτὰ πρόνοια καὶ κρίση.
100. Ὅταν ὁ νοῦς φτάσει στὸ Θεό, ζητεῖ πρῶτα νὰ μάθει τοὺς λόγους περὶ τῆς οὐσίας Του, καθὼς φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο. Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ ἱκανοποιήσει τὸν πόθο τοῦ αὐτὸ (γιατί κάτι τέτοιο εἶναι τελείως ἀδύνατο σὲ ὅλα γενικῶς τὰ λογικὰ δημιουργήματα). ἔτσι παρηγορεῖται ἀπὸ τὴν γνώση τῶν σχετικῶν μὲ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ. Δηλαδὴ τῆς αἰωνιότητας, τῆς ἀπειρίας, τῆς ἀπεριοριστίας, τῆς ἀγαθότητας, τῆς σοφίας, τῆς δυνάμεως νὰ δημιουργεῖ, νὰ προνοεῖ καὶ νὰ κρίνει τὰ ὄντα. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ καταλάβομε γι’ Αὐτόν, εἶναι ἡ ἀπειρία Του καὶ τὸ ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει γνωστός, ὅπως ἔχουν πεῖ οἱ θεολόγοι Γρηγόριος καὶ Διονύσιος Ἀεροπαγίτης.
Δεύτερη Ἑκατοντάδα Κεφαλαίων Περὶ Ἀγάπης
1. Ὅποιος ἀγαπᾶ ἀληθινά το Θεό, αὐτὸς ὁπωσδήποτε προσεύχεται χωρὶς νὰ διασπᾶται. Καὶ ὅποιος προσεύχεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, αὐτὸς ἀγαπᾶ ἀληθινά το Θεό. Δὲν προσεύχεται ἀπερίσπαστα ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ νοῦ τοῦ προσηλωμένο σὲ κάτι ἀπὸ τὰ ἐπίγεια.
2. Ὁ νοῦς ποὺ χρονοτριβεῖ σὲ κάποιο αἰσθητὸ πράγμα, ὁπωσδήποτε ἔχει πάθος πρὸς αὐτό. πάθος ἐπιθυμίας, λύπης, ὀργῆς ἢ μνησικακίας. Καὶ ἂν δὲν καταφρονήσει ἐκεῖνο τὸ πράγμα, δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχο πάθος.
3. Ὅταν τὰ πάθη κυριαρχοῦν στὸ νοῦ, τὸν δένουν μὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα, καὶ ἀφοῦ τὸν χωρίσουν ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν κάνουν νὰ ἀσχολεῖται μὲ αὐτά. Ὅταν ὅμως ἐπικρατήσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸν λύνει ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὸν πείθει νὰ περιφρονεῖ ὄχι μόνο τα αἰσθητὰ πράγματα, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή.
4. Ἀποτέλεσμα τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν εἶναι νὰ γίνονται ἀπαθῆ τα νοήματα τῶν πραγμάτων. Ἀποτέλεσμα τῆς ἀναγνώσεως καὶ τῆς θεωρίας, νὰ γίνεται ὁ νοῦς ἄϋλος καὶ ἀσχημάτιστος. Ἀπ’ αὐτὸ προέρχεταί το νὰ προσεύχεται κανεὶς ἀπερίσπαστα.
5. Δὲν φτάνει ἡ πρακτικὴ ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ τελείως ὁ νοῦς ἀπὸ τὰ πάθη, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστα, ἂν δὲν ἀκολουθοῦν καὶ διάφορες πνευματικὲς θεωρίες. Γιατί ἡ πρακτικὴ ἀρετὴ ἐλευθερώνει τὸ νοῦ μόνον ἀπὸ τὴν ἀκράτεια καὶ τὸ μίσος, ἐνῶ οἱ πνευματικὲς θεωρίες τὸν ἀπαλλάσσουν ἀπὸ τὴν λήθη καὶ τὴν ἄγνοια. Καὶ ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ προσευχηθεῖ ὅπως πρέπει.
6. Δύο ἀκρότατες καταστάσεις ὑπάρχουν τῆς καθαρῆς προσευχῆς, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μία συμβαίνει στοὺς πρακτικοὺς καὶ ἡ ἄλλη στοὺς θεωρητικούς. Καὶ ἡ πρώτη ἔρχεται στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγαθὴ ἐλπίδα, ἡ ἄλλη ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα καὶ τὴν τελειότατη κάθαρση. Γνώρισμα τῆς πρώτης καταστάσεως εἶναι νὰ μαζεύει κανεὶς τὸ νοῦ τοῦ ἀπ’ ὅλα τα νοήματα τοῦ κόσμου καί, σὰν νὰ βρίσκεται κοντά του ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι παρών, νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστα καὶ ἀνενόχλητα. Γνώρισμα τῆς ἄλλης καταστάσεως εἶναι, μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ὁρμὴ τῆς προσευχῆς νὰ ἁρπαγεῖ ὁ νοῦς ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ἄπειρο φῶς, καὶ μήτε τὸν ἑαυτό του, μήτε κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ ὄντα νὰ ἀντιλαμβάνεται, παρὰ μόνο Αὐτὸν ποὺ ἐνεργεῖ μέσα του μὲ τὴν ἀγάπη τὴν ἔλλαμψη αὐτή. Καὶ τότε εἶναι ποὺ ὁ νοῦς, καθὼς κινεῖται γύρω ἀπὸ τοὺς λόγους περὶ Θεοῦ, δέχεται τὶς φανερώσεις γι’ Αὐτὸν καθαρὲς καὶ εὐδιάκριτες.
7. Ἐκεῖνο ποὺ ἀγαπᾶ κανείς, σ’ αὐτὸ καὶ εἶναι προσηλωμένος καὶ καταφρονεῖ ὅλα ὅσα τὸν ἐμποδίζουν ἀπὸ αὐτό, γιὰ νὰ μὴν τὸ στερηθεῖ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, καλλιεργεῖ τὴν καθαρὴ προσευχή, καὶ κάθε πάθος ποὺ τὸν ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ αὐτή, τὸ ἀποδιώχνει ἀπὸ μέσα του.
8. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέβαλλε τὴν μητέρα τῶν παθῶν, τὴν φιλαυτία, εὔκολα ἀπαλλάσσεται, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη, τὴν ὀργή, τὴν λύπη, τὴν μνησικακία κτλ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εἶναι ὑποχείριος στὸ πρῶτο, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν θέλει, πληγώνεται καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη. Φιλαυτία εἶναι ἡ ἄλογη ἀγάπη πρὸς τὸ σῶμα μας.
9. Γιὰ τὶς ἑξῆς πέντε αἰτίες οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ τρόπο εἴτε ἀξιέπαινο, εἴτε ἀξιοκατηγόρητο. Δηλαδὴ ἢ γιὰ τὸ Θεό, ὅπως ὁ ἐνάρετός τους ἀγαπᾶ ὅλους, καὶ ὅπως ἀγαπᾶ τὸν ἐνάρετο κάποιος ποὺ δὲν εἶναι ἀκόμα ἐνάρετος. ἢ γιὰ φυσικοὺς λόγους, ὅπως οἱ γονεῖς ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους καὶ ἀντιστρόφως. ἢ ἀπὸ κενοδοξία, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ δοξάζεται ἀγαπᾶ ἐκεῖνον ποὺ τὸν δοξάζει. ἢ ἀπὸ φιλαργυρία, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πλούσιο, ἐπειδὴ ἔλαβε κάτι ἀπ’ αὐτόν. ἢ ἀπὸ φιληδονία, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἱκανοποιεῖ ἀπὸ ἄλλον τὴν κοιλιά του ἢ τὴν σαρκική του ἐπιθυμία. Ἡ πρώτη αἰτία εἶναι ἀξιέπαινη. ἡ δεύτερη οὔτε ἀξιέπαινη οὔτε ἀξιοκατηγόρητη. οἱ ὑπόλοιπες εἶναι ἐμπαθεῖς.
10. Ἂν μερικούς τους μισεῖς, καὶ μερικοὺς οὔτε τοὺς ἀγαπᾶς οὔτε τοὺς μισεῖς, καὶ μερικούς τους ἀγαπᾶς μέτρια ἐνῶ ἄλλους πάρα πολύ, ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀνισότητα μάθε ὅτι εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη, ἡ ὁποία διδάσκει νὰ ἀγαπήσεις κάθε ἄνθρωπο ἐξίσου.
11. Ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ πράξε τὸ ἀγαθὸ(33). δηλαδὴ πολέμησε τοὺς ἐχθρούς, γιὰ νὰ περιορίσεις τὰ πάθη, κι ἔπειτα πρόσεχε νὰ μὴ μεγαλώσουν. Καὶ πάλι πολέμησε γιὰ νὰ ἀποκτήσεις τὶς ἀρετές, κι ἔπειτα πρόσεχε γιὰ νὰ τὶς φυλάξεις. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει καὶ ἡ φράση: «Νὰ ἐργάζεσαι καὶ νὰ φυλάγεις»(34).
12. Οἱ δαίμονες, ποὺ μᾶς πειράζουν κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἢ θερμαίνουν τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἢ ταράζουν τὸ θυμικό, ἢ θολώνουν τὸ λογιστικό, ἢ προκαλοῦν πόνους στὸ σῶμα, ἢ ἁρπάζουν τὰ πράγματά μας.
13. Οἱ δαίμονες, ἢ μᾶς πειράζουν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἢ ἐξεγείρουν ἐναντίον μᾶς ἐκείνους ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν Κύριο. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι μας πειράζουν, ὅταν χωριστοῦμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν Κύριο στὴν ἔρημο(35). Καὶ μέσω ἀνθρώπων, ὅταν ζοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν Κύριο μέσω τῶν Φαρισαίων. Ἐμεῖς ὅμως, ἀτενίζοντας τὸ πρότυπό μας, τὸν Κύριο, θὰ τοὺς ἀποκρούσουμε καὶ στὶς δύο περιπτώσεις.
14. Ὅταν ὁ νοῦς ἀρχίζει νὰ προοδεύει στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρχίζει νὰ τὸν πειράζει ὁ δαίμονας τῆς βλασφημίας, καὶ τοῦ ὑποβάλλει τέτοιους λογισμούς, τοὺς ὁποίους κανένας ἄνθρωπος δὲ μπορεῖ νὰ ἐφεύρει, παρὰ μόνο ὁ τεχνίτης τῆς δουλειᾶς αὐτῆς, ὁ διάβολος. Κι αὐτὸ τὸ κάνει ἀπὸ φθόνο ἐναντίον ἐκείνου ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, γιὰ νὰ τὸν φέρει σὲ ἀπελπισία γιὰ τοὺς λογισμοὺς τοῦ αὐτούς, ὥστε νὰ μὴν τολμήσει νὰ ξαναϋψωθεῖ πρὸς Αὐτὸν μὲ τὴ συνηθισμένη τοῦ προσευχή. Τίποτε ὅμως ἀπ’ αὐτὸ δὲν ὠφελεῖται ὁ κακοῦργος, ἀλλὰ μᾶλλον μᾶς κάνει πιὸ στερεούς. Γιατί ὅταν μᾶς πολεμᾶ καὶ τὸν ἀντιπολεμοῦμε, γινόμαστε πιὸ ἔμπειροι καὶ πιὸ γνήσιοι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ρομφαία τοῦ ἃς μπεῖ στὴν καρδιά του καὶ ἃς συντριβοῦν τὰ τόξα τοῦ(36).
15. Ὁ νοῦς ὅταν ἀσχολεῖται μὲ τὰ ὁρατά, τὰ νοεῖ ὅπως εἶναι στὴ φύση τοὺς διὰ μέσου της αἰσθήσεως. Καὶ βέβαια, οὔτε ὁ νοῦς εἶναι κακό, οὔτε ἡ κατὰ φύση νόηση, οὔτε τὰ πράγματα, οὔτε ἡ αἴσθηση. Ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ποιὸ εἶναι λοιπὸν τὸ κακό; Εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι τὸ πάθος ποὺ εἰσέρχεται στὴν κατὰ φύση νόηση, καὶ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει στὰ διάφορα νοήματα, ἂν ὁ νοῦς εἶναι ἄγρυπνος.
16. Πάθος εἶναι μία κίνηση τῆς ψυχῆς ἔξω ἀπὸ τὴ φυσική της κατάσταση ἢ πρὸς μιὰ ἀγάπη παράλογη, ἢ πρὸς ἕνα μίσος ἄκριτο γιὰ κάποιον ἢ γιὰ κάτι ἀπὸ τὰ αἰσθητά. Παράλογη εἶναι ἡ ἀγάπη λ.χ. γιὰ φαγητὰ ἢ γιὰ γυναίκα ἢ γιὰ χρήματα ἢ γιὰ δόξα περαστικὴ ἢ γιὰ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ πράγματα, ἢ πρὸς κάποιον ποὺ ἐξασφαλίζει τὰ παραπάνω. Μίσος ἄκριτο εἶναι λ.χ. εἴτε γιὰ κάτι ἀπ’ ὅσα προείπαμε, εἴτε ἐναντίον κάποιου ἐξαιτίας αὐτῶν.
17. Κακία πάλι εἶναι ἡ ἐσφαλμένη κρίση τῶν νοημάτων, τὴν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ κακὴ χρήση τῶν πραγμάτων. Π.χ. στὴν περίπτωση τῆς γυναίκας, ἡ ὀρθὴ κρίση γιὰ τὴ σαρκικὴ ἐπαφή, εἶναι ἡ γέννηση παιδιῶν. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀπέβλεψε στὴν ἡδονή, ἔσφαλλε στὴν κρίση του, γιατί θεώρησέ το μὴ καλὸ ὡς καλό. Αὐτὸς λοιπὸν κάνει κακὴ χρήση τῆς γυναίκας, ὅταν ἔρχεται σ’ ἐπαφὴ μαζί της. Παρόμοια συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἄλλα πράγματα καὶ νοήματα.
18. Ὅταν οἱ δαίμονες βγάλουν τὸ νοῦ σου ἀπὸ τὴ σωφροσύνη καὶ τὸν περικυκλώσουν μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς πορνείας, τότε λέγε μὲ δάκρυα στὸν Κύριο: «Ἀφοῦ μὲ ἔβγαλαν ἔξω, μὲ περικύκλωσαν(37). Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ ἀγαλλίασή μου, γλύτωσε μὲ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μὲ κύκλωσαν»(38). Καὶ θὰ σωθεῖς.
19. Ὁ δαίμονας τῆς πορνείας εἶναι δυνατὸς καὶ ἐπιτίθεται μὲ σφοδρότητα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται ἐναντίον αὐτοῦ του πάθους, καὶ μάλιστα σ’ ὅσους δὲν προσέχουν στὸ θέμα τῆς τροφῆς καὶ συναναστρέφονται μὲ γυναῖκες. Γιατί ἐξαπατώντας μὲ τρόπο τὸ νοῦ μὲ τὴν ἁπαλότητα τῆς ἡδονῆς, ἐμφανίζεται κατόπιν στὴν ὥρα τῆς ἡσυχίας καὶ μὲ τὴ μνήμη φλογίζει τὸ σῶμα καὶ παρουσιάζει στὸ νοῦ διάφορες μορφές. Ἔτσι τὸν παρακινεῖ νὰ δώσει τὴ συγκατάθεσή του στὴν ἁμαρτία. Ἂν δὲ θέλεις νὰ χρονίζουν αὐτὲς οἱ μορφὲς μέσα σου, χρησιμοποίησε τὴ νηστεία, τοὺς κόπους, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν καλὴ ἡσυχία μὲ ἀκατάπαυστη καὶ ἔνθερμη προσευχή.
20. Οἱ δαίμονες ποὺ ζητοῦν ἀδιάκοπα τὴν ψυχή μας, τὴν ζητοῦν μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, γιὰ νὰ τὴν ρίξουν στὴν κατὰ διάνοια ἁμαρτία ἢ στὴν ἔμπρακτη. Ὅταν βροῦν λοιπὸν τὸ νοῦ νὰ μὴν τοὺς δέχεται, τότε θὰ ντραποῦν καὶ θὰ καταισχυνθοῦν. Ὅταν τὸν δοῦν ν’ ἀσχολεῖται μὲ τὴν πνευματικὴ θεωρία, τότε θὰ ὑποχωρήσουν καὶ θὰ καταντροπιαστοὺν ταχύτατα.
21. Ἐκεῖνος ποὺ ἑτοιμάζει τὸ νοῦ του πρὸς τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνες καὶ διώχνει ἀπὸ αὐτὸν τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, εἶναι ἀντίστοιχος μὲ διάκονο. Ἐκεῖνος ποὺ φωτίζει τὸ νοῦ του μὲ τὴ γνώση τῶν ὄντων καὶ ἐξαφανίζει ἀπὸ αὐτὸν τὴν ψευδώνυμη γνώση, εἶναι ἀντίστοιχος μὲ πρεσβύτερο. Κι ἐκεῖνος ποὺ τελειοποιεῖ τὸ νοῦ του, χρίοντας τὸν μὲ τὸ ἅγιο μύρο τῆς γνώσεως καὶ προσκυνήσεως τῆς Ἁγίας Τριάδας, εἶναι ἀντίστοιχος μὲ ἐπίσκοπο.
22. Οἱ δαίμονες ἐξασθενοῦν, ὅταν μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν περιορίζονται τὰ πάθη μας. Χάνονται ὅμως, ὅταν τὰ πάθη μᾶς ἐξαφανίζονται τελείως μὲ τὴν ἀπάθεια, ἀφοῦ τότε δὲν βρίσκουν αὐτὰ ποὺ τοὺς ἔφερναν μέσα στὴν ψυχὴ καὶ τὴν πολεμοῦσαν. Αὐτὸ ἴσως ἐννοεῖ καὶ ἡ φράση: «Θὰ ἐξασθενήσουν καὶ θὰ χαθοῦν ἀπὸ μπροστά σου»(39).
23. Ἄλλοι ἄνθρωποι ἀπέχουν ἀπὸ τὰ πάθη ἐξαιτίας ἀνθρώπινου φόβου. Ἄλλοι ἀπὸ κενοδοξία. Ἄλλοι γιὰ λόγους ἐγκράτειας. Ἄλλοι ὅμως, ἐλευθερώνονται ἀπὸ τὰ πάθη κατὰ θεϊκὴ ἀπόφαση.
24. Ὅλοι οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, περιέχουν τοῦτα τὰ τέσσερα στοιχεῖα: τὶς ἐντολές, τὰ δόγματα, τὶς ἀπειλές, τὶς ὑποσχέσεις. Καὶ γι’ αὐτὰ ὑποφέρομε κάθε σκληραγωγία, δηλαδὴ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, χαμαικοιτίες, κόπους καὶ μόχθους σὲ διακονίες, ὕβρεις, ἀτιμίες, βασανισμούς, θανάτους καὶ τὰ ὅμοια. «Γιὰ τοὺς λόγους Σου – λέει ὁ Δαβὶδ – ἐγὼ περπάτησα σκληροὺς δρόμους»(40).
25. Ἀνταμοιβὴ τῆς ἐγκράτειας εἶναι ἡ ἀπάθεια. Ἀνταμοιβὴ τῆς πίστεως εἶναι ἡ γνώση. Ἡ ἀπάθεια γεννᾶ τὴ διάκριση, ἐνῶ ἡ γνώση τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
26. Ὅταν ὁ νοῦς κατορθώνει τὴν πρακτικὴ ἀρετή, προκόβει στὴ φρόνηση. ὅταν κατορθώνει τὴ θεωρητική, προκόβει στὴ γνώση. Ἰδίωμα τῆς πρώτης εἶναι νὰ ὁδηγεῖ τὸν ἀγωνιστὴ σὲ διάκριση ἀρετῆς καὶ κακίας, ἐνῶ τῆς θεωρητικῆς νὰ ὁδηγεῖ αὐτὸν ποὺ μετέχει σ’ αὐτὴν στοὺς λόγους γιὰ τὰ ἀσώματα καὶ τὰ σωματικὰ ὄντα. Καὶ τότε γίνεται ἄξιος γιὰ τὴ θεολογικὴ χάρη, ὅταν, περνώντας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἀγάπης ἀπ’ ὅλα ὅσα ἔχουν λεχθεῖ, ἔρθει σὲ θεωρία καὶ ἐξετάσει – ὅσο εἶναι δυνατὸ στὸν ἀνθρώπινο νοῦ – τὸ λόγο περὶ τῶν ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Πνεύματος.
27. Ὅταν πρόκειται νὰ θεολογήσεις, μὴν ἀναζητήσεις τοὺς λόγους ποὺ ἀφοροῦν στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς βρεῖ νοῦς ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ νοῦς κάποιου ἀπὸ τὰ ὄντα ποὺ εἶναι μετὰ τὸ Θεό. Ἀλλὰ νὰ ἐξετάζεις, ὅσο εἶναι δυνατό, τοὺς λόγους γιὰ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ γιὰ τὴν αἰωνιότητά Του, τὴν ἀπειρία καὶ ἀπεριοριστία, τὴν ἀγαθότητα, τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμή Του νὰ δημιουργεῖ, νὰ προνοεῖ καὶ νὰ κρίνει τὰ ὄντα. Μεταξύ των ἀνθρώπων, μέγας θεολόγος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀνακαλύπτει – ἔστω καὶ λίγο – τους λόγους αὐτούς.
28. Δυνατὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τὴ γνώση μὲ τὴν πράξη. Γιατί μὲ τὴν πράξη μαραίνει τὴν ἐπιθυμία καὶ ἡμερώνει τὸ θυμό, ἐνῶ μὲ τὴν γνώση δίνει φτερὰ στὸ νοῦ καὶ ὑψώνεται πρὸς τὸ Θεό.
29. Ὅταν ὁ Κύριος λέει: «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας εἴμαστε ἕνα»(41), ἐννοεῖ τὴν ταυτότητα τῆς οὐσίας. Κι ὅταν πάλι λέει: «Ἐγὼ εἶμαι στὸν Πατέρα κι ὁ Πατέρας σ’ ἐμένα»(42), φανερώνει ὅτι οἱ ὑποστάσεις εἶναι ἀχώριστες. Οἱ τριθεΐτες λοιπόν, ποὺ χωρίζουν τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα, πέφτουν σὲ διπλὸ γκρεμό. Ὅταν λένε ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι αἰώνιος ὅπως καὶ ὁ Πατέρας, Τὸν χωρίζουν ὅμως ἀπὸ Αὐτόν, ἀναγκάζονται νὰ ποῦν ὅτι δὲν γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ νὰ πέσουν στὴν παραδοχὴ τριῶν Θεῶν καὶ τριῶν ἀρχῶν. Ὅταν λένε ὅτι ὁ Υἱὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ Τὸν χωρίζουν ἀπὸ Αὐτόν, ἀναγκάζονται νὰ ποῦν ὅτι δὲν εἶναι αἰώνιος ὅπως ὁ Πατέρας καὶ νὰ θέσουν στὴν ἐξουσία τοῦ χρόνου τὸν Κύριό των χρόνων. Γιατί, καθὼς λέει ὁ μέγας Γρηγόριος, πρέπει καὶ σὲ ἕνα Θεὸ νὰ πιστεύομε, καὶ τὶς τρεῖς Ὑποστάσεις νὰ ὁμολογοῦμε, καὶ τὴν κάθε μία μὲ τὴν ἰδιότητά της. Γιατί, ναὶ μὲν ἡ θεότητα διαιρεῖται, ἀλλὰ ἀδιαιρέτως. καὶ ἑνώνεται, ἀλλὰ διαιρετῶς, ὅπως λέει ὁ ἴδιος Γρηγόριος. Καὶ γιὰ τοῦτο, εἶναι ὑπερλογη καὶ ἡ διαίρεση καὶ ἡ ἕνωση. Γιατί, τί παράδοξο θὰ ἦταν, ἂν ὅπως ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι ἑνώνονταν καὶ χωρίζονταν ὁ Υἱὸς μὲ τὸν Πατέρα καὶ τίποτε περισσότερο;
30. Ὁ τέλειος στὴν ἀγάπη, ποὺ ἔφτασε στὴν ἀκρότητα τῆς ἀπάθειας, δὲν γνωρίζει διαφορὰ δικοῦ του καὶ ξένου, ἢ δικῆς του καὶ ξένης, ἢ πιστοῦ καὶ ἀπίστου, ἢ δούλου καὶ ἐλεύθερου, ἢ γενικὰ ἀρσενικοῦ καὶ θηλυκοῦ. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔχει γίνει ἀνώτερος ἀπὸ τὴν τυρρανία τῶν παθῶν καὶ ἀποβλέπει στὴ μία ἀνθρώπινη φύση, ὅλους τους θεωρεῖ ἴσους καὶ ἔχει τὴν ἴδια διάθεση ἀπέναντι ὅλων. Γιατί δὲν ὑπάρχει γι’αὐτὸν Ἕλληνας καὶ Ἰουδαῖος, οὔτε ἀρσενικὸ καὶ θηλυκό, οὔτε δοῦλος καὶ ἐλεύθερος, ἀλλὰ ὅλα καὶ σὲ ὅλα ὁ Χριστὸς(43).
31. Ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ βρίσκονται μέσα στὴν ψυχὴ παίρνουν οἱ δαίμονες τὶς ἀφορμὲς καὶ ὑποκινοῦν μέσα μας τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς. Κατόπιν πολεμοῦν μὲ αὐτοὺς τὸ νοῦ καὶ τὸν βιάζουν νὰ δώσει τὴ συγκατάθεσή του στὴν ἁμαρτία. Ἀφοῦ νικηθεῖ, τὸν ὁδηγοῦν στὴν κατὰ διάνοια ἁμάρτια. καὶ ὅταν αὐτὴ συντελεσθεῖ, τὸν φέρνουν αἰχμάλωτο στὴν πράξη. Κατόπιν, αὐτοὶ ποὺ μὲ τοὺς λογισμοὺς ἐρήμωσαν τὴν ψυχή, ἀποχωροῦν μαζὶ μὲ αὐτούς, καὶ μένει στὸ νοῦ μόνο το εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας, γιὰ τὸ ὁποῖο λέει ὁ Κύριος: «Ὅταν δεῖτε τὸ βδελυρὸ εἴδωλο τῆς ἐρημώσεως νὰ στέκεται σὲ τόπο ἅγιο – ὅποιος διαβάζει, ἃς ἐννοεῖ…»(44). Ἃς ἐννοεῖ ὅτι τόπος ἅγιος καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὸν ὁποῖον οἱ δαίμονες, ἀφοῦ ἐρημώσουν μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς τὴν ψυχή, τοποθετοῦν τὸ εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας. Ὅτι καὶ ἱστορικῶς ἔγιναν αὐτά, κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ διάβασαν τὸν Ἰώσηπο, δὲν ἀμφιβάλλει. Πλὴν μερικοὶ λένε ὅτι αὐτὰ θὰ γίνουν καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀντιχρίστου.
32. Τρία πράγματα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς παρακινοῦν στὰ καλά: τὰ φυσικὰ σπέρματα, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ ἡ ἀγαθὴ προαίρεση. Φυσικὰ σπέρματα ἐννοῶ τὸ ἑξῆς: ὅταν αὐτὸ ποὺ θέλομε νὰ μᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, τὸ κάνομε κι ἐμεῖς σ’ αὐτοὺς(45). ἢ ὅταν δοῦμε κανέναν σὲ στενοχώρια ἢ σὲ ἀνάγκη καὶ ἐκ φύσεως τὸν ἐλεοῦμε. Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μᾶς παρακινοῦν ὅταν, βαδίζοντας γιὰ κάποιο καλὸ πράγμα, βροῦμε βοήθεια καλὴ καὶ προχωρήσομε. Καὶ ἡ ἀγαθὴ προαίρεση, ὅταν διακρίνομε τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ προτιμοῦμε τὸ καλό.
33. Τρία πάλι εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς παρακινοῦν στὰ κακά: τὰ πάθη, οἱ δαίμονες καὶ ἡ κακὴ προαίρεση. Τὰ πάθη, ὅπως ὅταν ἐπιθυμοῦμε κάτι παράλογο. ὅπως π.χ. ἕνα φαγητὸ ὄχι στὸν ὁρισμένο τοῦ καιρὸ ἢ χωρὶς ἀνάγκη, ἢ γυναίκα ὄχι γιὰ σκοπὸ τεκνογονίας ἢ ὄχι τὴ νόμιμη σύζυγο. Κι ἀκόμα ὅταν θυμώνομε ἢ λυπούμαστε ἄδικα. π.χ. ἐναντίον ἐκείνου ποὺ μᾶς προξένησε ἀτιμία ἢ ζημία. Οἱ δαίμονες, ὅπως ὅταν καιροφυλακτοῦν νὰ μᾶς βροῦν σὲ ἀμέλεια καὶ τότε ξαφνικά μας ἐπιτίθενται καὶ κινοῦν ἐναντίον μᾶς τὰ πιὸ πάνω πάθη καὶ τὰ ὅμοια. Καὶ ἡ κακὴ προαίρεση, ὅπως ὅταν, ἐνῶ ξέρομε τὸ καλό, προτιμοῦμε τὸ κακό.
34. Ὁ μισθὸς τῶν κόπων τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ γνώση. Αὐτὲς γίνονται πρόξενοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅπως ἀντιθέτως τὰ πάθη καὶ ἡ ἄγνοια προξενοῦν τὴν αἰώνια κόλαση. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ κοπιάζει γιὰ ἀνθρώπινη δόξα καὶ ὄχι γιὰ τὸ ἀληθινὸ καλό, ἀκούει ἀπὸ τὴ Γραφή: «Ζητᾶτε καὶ δὲν παίρνετε, ἐπειδὴ ζητᾶτε μὲ κακὸ σκοπὸ»(46).
35. Ὑπάρχουν πολλὰ φύσει καλὰ ποὺ κάνουν οἱ ἄνθρωποι, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι καλὰ γιὰ κάποια αἰτία. π.χ. ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, ἡ ψαλμωδία, ἡ φιλοξενία, εἶναι φύσει καλὰ ἔργα, ἀλλ’ ὅταν γίνονται ἀπὸ κενοδοξία, δὲν εἶναι καλά.
36. Γιὰ ὅλα ὅσα κάνομε, ὁ Θεὸς ἐξετάζει τὸ σκοπό, ἂν τὰ κάνομε γι’ Αὐτὸν ἢ ἀπὸ ἄλλη αἰτία.
37. Ὅταν ἡ Γραφὴ μᾶς λέει: «Σὺ θὰ ἀποδώσεις στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα τοῦ»(47), δὲν ἐννοεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἀνταμείβει τὰ ἔργα ποὺ γίνονται ἔξω ἀπὸ τὸν ὀρθὸ σκοπό, ἂν καὶ φαίνονται καλά, ἀλλὰ μόνον ἐκεῖνα ποὺ γίνονται σύμφωνα μὲ τὸν ὀρθὸ σκοπό. Γιατί ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποβλέπει στὰ ἔργα, ἀλλὰ στὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο γίνονται τὰ ἔργα.
38. Ὁ δαίμονας τῆς ὑπερηφάνειας ἔχει διπλὴ πονηρία. ἢ πείθει τὸν μοναχὸ νὰ ἀποδίδει στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὰ κατορθώματα καὶ ὄχι στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ χορηγός των καλῶν καὶ βοηθὸς γιὰ τὴν κατόρθωσή τους, η, ἂν δὲν πείθεται σ’ αὐτό, τοῦ ὑποβάλλει τὴν ἰδέα νὰ ἐξευτελίζει τοὺς πιὸ ἀτελεῖς ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς μοναχούς. Ἀγνοεῖ ὅμως αὐτὸς ποὺ ὑποβάλλεται, ὅτι ὁ δαίμονας προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἂν δηλαδὴ τοὺς ἐξευτελίζει ἐκείνους, γιατί δὲν μπόρεσαν νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ἀρετὴ ὅπως αὐτός, τότε παραδέχεται ὅτι αὐτὸς μὲ τὴν δικὴ τουδύναμη τὴν κατόρθωσε, πράγμα ἀδύνατο, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε: «Χωρὶς ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε»(48). Γιατί ὅταν ἡ δική μας ἀσθένεια κινηθεῖ πρὸς τὰ καλά, χωρὶς τὸν Χορηγό των καλῶν, δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ὁλοκληρώσει.
39. Ἐκεῖνος ποὺ γνώρισε τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, αὐτὸς δοκίμασε τὴ θεία δύναμη. Καὶ ἐπειδὴ ἄλλα ἔχει κατορθώσει κι ἄλλα ἐπιδιώκει νὰ κατορθώσει μὲ τὴ θεία δύναμη, δὲν ἐξευτελίζει ποτὲ κάνενα ἄνθρωπο. Γιατί γνωρίζει ὅτι ὅπως βοήθησε ὁ Θεὸς τὸν ἴδιο καὶ τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ πολλὰ καὶ φοβερὰ πάθη, ἔτσι εἶναι σὲ θέση νὰ βοηθήσει καὶ ὅλους, ὅταν θέλει καὶ μάλιστα ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται γι’ Αὐτόν. ἂν καὶ γιὰ λόγους ποὺ μόνος Ἐκεῖνος γνωρίζει, δὲν τοὺς ἐλευθερώνει ὅλους μαζὶ ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ ξεχωριστά, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος γιατρός, ἐλευθερώνει τὸν καθένα ποὺ προσπαθεῖ.
40. Ὅταν σταματοῦν νὰ ἐνεργοῦν τὰ πάθη, ἢ γιατί κόπηκαν οἱ αἰτίες τους ἢ γιατί οἱ δαίμονες ὑποχωροῦν ἀπὸ δόλο, τότε ἐμφανίζεται ἡ ὑπερήφανεια.
41. Σχεδὸν κάθε ἁμαρτία γίνεται γιὰ χάρη ἡδονῆς, καὶ ἡ ἐξάλειψή της γίνεται μὲ τὴν κακοπάθεια καὶ τὴ λύπη ποὺ προξενοῦνται εἴτε θεληματικὰ μὲ τὴ μετάνοια, εἴτε μὲ τρόπο ποὺ οἰκονομεῖ ἡ θεία πρόνοια. Γιατί ἂν ἀνακρίναμε τὸν ἑαυτό μας, δὲν θὰ καταδικαζόμαστε ἀπὸ τὸ Θεό. καὶ ὅταν δοκιμαζόμαστε ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ θλίψεις, μᾶς παιδαγωγεῖ γιὰ νὰ μὴν κατακριθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν κόσμο(49).
42. Ὅταν σου ἔρθει ἀναπάντεχος πειρασμός, μὴν κατηγορεῖς ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε, ἀλλὰ ἐξέταζε τὸ γιατί σου ἦρθε, καὶ θὰ βρεῖς διόρθωση. Ἐπειδὴ εἴτε ἀπὸ ἐκεῖνον, εἴτε ἀπὸ ἄλλον, σοῦ ἔπρεπε νὰ τὸ πιεῖς τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ.
43. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶσαι κακότροπος, μὴν ἀρνεῖσαι τὴν κακοπάθεια, γιὰ νὰ ταπεινωθεῖς μὲ αὐτὴν καὶ νὰ ξεράσεις τὴν ὑπερηφάνεια.
44. Ἄλλοι πειρασμοὶ φέρνουν στοὺς ἀνθρώπους ἡδονές, ἄλλοι λύπες, ἄλλοι σωματικοὺς πόνους. Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν αἰτία τῶν παθῶν ποὺ βρίσκεται στὴν ψυχή, ἐπιβάλλει καὶ τὸ φάρμακο ὁ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν μὲ τὴν κρίση Του.
45. Οἱ πειρασμοὶ σὲ ἄλλους στέλνονται ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἐξάλειψη ἁμαρτημάτων ποὺ ἔχουν ἤδη γίνει, σὲ ἄλλους γιὰ ἁμαρτήματα ποὺ τώρα γίνονται, καὶ σὲ ἄλλους γιὰ νὰ τοὺς ἐμποδίσουν ἀπὸ ἁμαρτήματα ποὺ πρόκειται νὰ γίνουν στὸ μέλλον. Ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πειρασμοὺς ποὺ στέλνονται γιὰ νὰ δοκιμαστεῖ κάποιος, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Ἰώβ.
46. Ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἀναλογίζεται τὴ θεραπευτικὴ ἐνέργεια τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, ὑπομένει εὐχαρίστως τὶς συμφορὲς ποὺ τοῦ ἐπέρχονται καὶ σκέφτεται ὅτι κανένας ἄλλος δὲν εἶναι αἴτιός τους παρὰ μόνο οἱ ἁμαρτίες του. Ὁ ἀνόητος ὅμως, ἐπειδὴ δὲ γνωρίζει τὴ σοφότατη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἁμαρτάνει καὶ τιμωρεῖται, θεωρεῖ ὡς αἰτίους τῶν συμφορῶν του ἢ τὸ Θεό, ἢ τοὺς ἀνθρώπους.
47. Ὑπάρχουν μερικὰ μέσα ποὺ σταματοῦν τὴν πρόοδο τῶν παθῶν καὶ δὲν τὰ ἀφήνουν νὰ μεγαλώσουν. καὶ ἄλλα ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἐλάττωσή τους καὶ τὰ περιορίζουν. Ἡ νηστεία, γιὰ παράδειγμα, ὁ κόπος καὶ ἡ ἀγρυπνία δὲν ἀφήνουν τὴν ἐπιθυμία νὰ αὐξηθεῖ. Ἡ ἀναχώρηση ὅμως καὶ ἡ θεωρία, ἡ προσευχὴ καὶ ὁ ἔρωτας πρὸς τὸν Θεὸ τὴν ἐλαττώνουν καὶ τὴν ὁδηγοῦν στὴν ἐξαφάνιση. Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὸν θυμό. Ἡ μακροθυμία, ἡ ἀμνησικακία καὶ ἡ πραότητα σταματοῦν τὸν θυμὸ καὶ δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ μεγαλώνει, ἐνῶ ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ καλωσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία, ὁδηγοῦν στὴν ἐλάττωση τοῦ θυμοῦ.
48. Ἐκείνου ποὺ ὁ νοῦς εἶναι πάντοτε κοντὰ στὸ Θεό, αὐτοῦ καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐξήθηκε πάρα πολὺ κι ἔγινε θεῖος ἔρωτας καὶ τὸ θυμικὸ ὁλόκληρο μεταβλήθηκε σὲ θεία ἀγάπη. Γιατί ὁ νοῦς, μὲ τὴν πολυκαιρη μέθεξη τῆς θείας ἐλλάμψεως, ἀφοῦ ἔγινε ὅλος φωτεινός, καὶ τὸ παθητικὸ μέρος τοῦ ἀφοῦ τὸ ὑπέταξε σφιχτὰ στὸν ἑαυτό του, τὸ μετέβαλε – ὅπως εἶπα – σὲ ἀκατάληπτο θεῖο ἔρωτα καὶ ἀκατάπαυστη ἀγάπη καὶ τὸ ἔφερε ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πρὸς τὸ Θεῖο.
49. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν φθονεῖ, μήτε ὀργίζεται, μήτε μνησικακεῖ ἐναντίον αὐτοῦ ποὺ τὸν λύπησε, δὲ σημαίνει ὅτι ἤδη ἔχει ὁπωσδήποτε καὶ ἀγάπη πρὸς αὐτόν. Γιατί μπορεῖ καὶ χωρὶς νὰ ἀγαπᾶ, νὰ μὴν ἀνταποδίδει κακὸ στὸ κακό, λόγω τῆς ἐντολῆς(50). δὲν μπορεῖ ὅμως ἐξάπαντος καὶ νὰ ἀνταποδώσει καλὸ στὸ κακὸ ἀβίαστα. Γιατί τὸ νὰ εὐεργετεῖ κανεὶς μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ ὅσους τὸν μισοῦν, εἶναι ἰδίωμα μόνο της τέλειας πνευματικῆς ἀγάπης.
50. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ κάποιον, δὲν σημαίνει ὅτι καὶ τὸν μισεῖ ὁπωσδήποτε. οὔτε πάλι ἐκεῖνος ποὺ δὲν μισεῖ, ὁπωσδήποτε ἀγαπᾶ, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι σὲ μιὰ μέση κατάσταση, οὔτε νὰ ἀγαπᾶ, οὔτε νὰ μισεῖ. Τὴν ἀγαπητικὴ διάθεση τὴν προξενοῦν μόνο οἱ πέντε τρόποι ποὺ ἀναφέρονται στὸ ἔνατο κεφάλαιο αὐτῆς τῆς ἑκατοντάδας. ὁ ἀξιέπαινος, ὁ μέσος καὶ οἱ ἀξιοκατηγόρητοι.
51. Ὅταν δεῖς τὸ νοῦ σου νὰ ἀπασχολεῖται μὲ εὐχαρίστηση μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ νὰ καταγίνεται μὲ τὰ νοήματά τους, νὰ γνωρίζεις ὅτι μᾶλλον τὰ ὑλικὰ ἀγαπᾶς παρὰ τὸ Θεό. «Γιατί ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, λέει ὁ Κύριος, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιὰ σᾶς»(51).
52. Ὁ νοῦς ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ παραμένει σ’ Αὐτὸν μὲ προσευχὴ καὶ ἀγάπη, γίνεται σοφὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ δυνατὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλέημων καὶ μακρόθυμος, καὶ μὲ μιὰ λέξη ἔχει ἐπάνω του ὅλα τα θεία ἰδιώματα. Ὅταν ὅμως ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἢ γίνεται κτηνώδης, καθὼς γίνεται φιλήδονος, ἡ θηριώδης, μαχόμενος γιὰ τὰ ὑλικὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
53. Κόσμο ὀνομάζει ἡ Γραφὴ τὰ ὑλικὰ πράγματα. Καὶ κοσμικοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπασχολοῦν τὸ νοῦ τους μὲ αὐτά, καὶ σ’ αὐτοὺς λέει ἐπιτιμητικά: «Μὴν ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο, μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου. Ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ματιῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ πλούτου, ὅλα αὐτὰ δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν κόσμο κ.λ.π.»(52).
54. Μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπομάκρυνε τὸ νοῦ του ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ εἶναι ἀφοσιωμένος στὸ Θεὸ μὲ ἐγκράτεια, ἀγάπη, ψαλμωδία καὶ προσευχή.
55. Ὁ πρακτικὸς – αὐτὸς ποὺ καλλιεργεῖ τὶς πρακτικὲς ἀρετὲς – εἶναι νοητὸς κτηνοτρόφος. Γιατί τὰ ἠθικὰ κατορθώματα ἔχουν θέση κτηνῶν. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε ὁ Ἰακώβ: «Οἱ δοῦλοι σου εἶναι κτηνοτρόφοι»(53). Ὁ γνωστικὸς εἶναι βοσκὸς προβάτων. Γιατί οἱ λογισμοὶ παρομοιάζονται μὲ πρόβατα ποὺ τὰ βόσκει ὁ νοῦς στὰ ὅρη τῶν θεωριῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε βοσκὸς προβάτων εἶναι βδέλυγμα γιὰ τοὺς Αἰγυπτίους(53), δηλαδὴ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις.
56. Ὁ φαῦλος νοῦς, ὅταν τὸ σῶμα κινεῖται μέσω τῶν αἰσθήσεων στὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἡδονές του, τὸ ἀκολουθεῖ καὶ συγκατατίθεται στὶς φαντασίες καὶ τὶς ὁρμές του. Ἐνῶ ὁ ἐνάρετος νοῦς ἐγκρατεύεται καὶ συγκρατεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς ἐμπαθεῖς φαντασίες καὶ ὁρμὲς καὶ μᾶλλον φροντίζει νὰ καλυτερεύσει αὐτὲς τὶς κινήσεις του.
57. Ἀπὸ τὶς ἀρετές, ἄλλες εἶναι σωματικές, ἄλλες ψυχικές. Σωματικὲς εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ χαμαικοιτία, ἡ διακονία, τὸ ἐργόχειρο ποὺ κάνομε γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνομε ἄλλους ἢ γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἐλεοῦμε κ.τ.λ. Ψυχικὲς ἀρετὲς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ μακροθυμία, ἡ πραότητα, ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχὴ κλπ. Ἂν λοιπὸν ἀπὸ κάποια ἀνάγκη ἢ περίσταση σωματική, π.χ. ἀρρώστια ἢ κάτι παρόμοιο, μᾶς συμβεῖ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ ἐκτελέσομε τὶς σωματικὲς ἀρετὲς ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω, ἔχομε συγχώρηση ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ γνωρίζει καὶ τὶς αἰτίες. Ἂν ὅμως δὲν ἐκτελοῦμε τὶς ψυχικὲς ἀρετές, δὲν θὰ ἔχομε καμιὰ ἀπολογία, γιατί δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀνάγκη ποὺ νὰ δικαιολογεῖ τὴ μὴ ἐκτέλεσή τους.
58. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ πείθει ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει νὰ καταφρονεῖ κάθε ἡδονὴ ποὺ εἶναι περαστική, καὶ κάθε κόπο καὶ λύπη. Ἃς σὲ πείσουν ὅλοι οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι τόσα ἔπαθαν γιὰ τὸν Χριστό.
59. Πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὴν μητέρα τῶν κακῶν, τὴ φιλαυτία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ παράλογη ἀγάπη τοῦ σώματος. Ἀπὸ αὐτὴ γεννιοῦνται, μοιάζοντας εὔλογοι, οἱ πρῶτοι καὶ ἐμπαθεῖς καὶ γενικότατοι τρεῖς μανιώδεις λογισμοί, τῆς γαστριμαργίας, τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς κενοδοξίας, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἀνυπέρβλητη τάχα ἀνάγκη τοῦ σώματος, κι ἀπὸ αὐτοὺς γεννιέται ὅλος ὁ κατάλογος τῶν κακῶν. Πρέπει λοιπόν, ὅπως εἴπαμε, νὰ προσέχομε καὶ νὰ τὴν πολεμοῦμε μὲ μεγάλη νήψη. Καὶ ὅταν ἀφανιστεῖ ἡ φιλαυτία, ἀφανίζονται μαζί της καὶ ὅλα ὅσα γεννιοῦνται ἀπ’ αὐτήν.
60. Τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας ὑποβάλλει στὸ μοναχὸ νὰ λυπᾶται τὸ σῶμα του καὶ νὰ τοῦ χορηγεῖ τροφὴ πέρα ἀπ’ ὅσο πρέπει, δῆθεν γιὰ νὰ μὴν ἀσθενήσει, καὶ ἔτσι παρασύρεται σιγὰ σιγὰ καὶ πέφτει στὸ βάραθρο τῆς φιληδονίας. στὸν κοσμικό, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὑποβάλλει νὰ φροντίζει πὼς νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἐπιθυμίες του.
61. Ἡ κορυφαία κατάσταση τῆς προσευχῆς εἶναι, ὅπως λένε, τὸ νὰ ἀποξενωθεῖ ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν σάρκα καὶ τὸν κόσμο καὶ νὰ γίνει ἄυλος τελείως καὶ ἀσχημάτιστος τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ διατηρεῖ ἀκέραιη αὐτὴ τὴν κατάσταση, αὐτὸς πράγματι προσεύχεται ἀδιαλείπτως(54).
62. Ὅπως τὸ σῶμα ὅταν πεθαίνει, χωρίζεται ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸν κόσμο, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ὅταν πεθαίνει μελετώντας τὴν κορυφαία ἐκείνη κατάσταση τῆς προσευχῆς, χωρίζεται ἀπὸ ὅλα τα νοήματα τοῦ κόσμου. Γιατί ἂν δὲν πεθάνει αὐτὸν τὸν θάνατο, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρεθεῖ καὶ νὰ ζήσει μαζὶ μὲ τὸ Θεό.
63. Κανένας νὰ μὴ σὲ ἐξαπατήσει, μοναχέ, ὅτι μπορεῖς νὰ σωθεῖς, ἂν εἶσαι ὑποδουλωμένος στὴν ἡδονὴ καὶ τὴν κενοδοξία.
64. Ὅπως τὸ σῶμα ἁμαρτάνει μὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα, καὶ ὑπάρχουν οἱ σωματικὲς ἀρετὲς γιὰ νὰ τὸ παιδαγωγοῦν ὥστε νὰ σωφρονεῖ, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἁμαρτάνει μὲ τὰ ἐμπαθῆ νοήματα, ἔχει ὅμως καὶ αὐτὸς τὶς ψυχικὲς ἀρετὲς νὰ τὸν παιδαγωγοῦν ὥστε, βλέποντας καθαρὰ καὶ χωρὶς πάθος τὰ πράγματα, νὰ σωφρονεῖ.
65. Ὅπως τὶς ἡμέρες τὶς διαδέχονται οἱ νύχτες καὶ τὰ καλοκαίρια οἱ χειμῶνες, ἔτσι τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ἡδονὴ τὶς διαδέχονται λύπες καὶ πόνοι, εἴτε κατὰ τὸ παρόν, εἴτε στὸ μέλλον.
66. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε νὰ ξεφύγει τὴν μέλλουσα κρίση, ἂν δὲν ὑπομείνει ἐδῶ θεληματικοὺς κόπους ἢ ἀκούσιες θλίψεις.
67. Λένε ὅτι γιὰ πέντε αἰτίες ὁ Θεὸς παραχωρεῖ νὰ πολεμούμαστε ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Πρώτη αἰτία εἶναι, καθὼς μᾶς πολεμοῦν καὶ πολεμοῦμε καὶ ἐμεῖς ἐναντίον τους, νὰ ἀποκτήσομε τὴν διάκριση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας. Δεύτερη, νὰ ἀποκτήσομε τὴν ἀρετὴ μὲ πόλεμο καὶ κόπο καὶ ἔτσι νὰ τὴν ἔχομε βέβαιη καὶ σταθερή. Τρίτη, προοδεύοντας στὴν ἀρετή, νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦμε, ἀλλὰ νὰ μάθομε νὰ ταπεινοφρονοῦμε. Τέταρτη, ἀφοῦ γνωρίσομε μὲ τὰ παθήματά μας τὴν κακία, νὰ τὴ μισήσομε τελείως. Πέμπτη, ἀνώτερη ἀπ’ ὅλες, ἀφοῦ ἀποκτήσομε τὴν ἀπάθεια, νὰ μὴν ξεχνᾶμε οὔτε τὴ δική μας ἀδυναμία, οὔτε τὴ δύναμη Ἐκείνου ποὺ μᾶς βοήθησε.
68. Ὁ νοῦς τοῦ πεινασμένου φαντάζεται ψωμὶ καὶ τοῦ διψασμένου νερό. Ἔτσι καὶ ὁ νοῦς τοῦ γαστρίμαργου φαντάζεται ποικιλίες φαγητῶν. τοῦ φιλήδονου, μορφὲς γυναικών. τοῦ κενόδοξου, τὶς τιμὲς τῶν ἀνθρώπων. τοῦ φιλάργυρου, τὰ κέρδη. τοῦ μνησίκακου, τὴν ἐκδίκηση ἐκείνου ποὺ τὸν λύπησε. τοῦ φθονεροῦ, τὴν βλάβη τοῦ φθονουμένου. κι ἔτσι καὶ στὰ ὑπόλοιπα πάθη. Γιατί ὁ νοῦς σχηματίζει τὰ ἐμπαθῆ νοήματα ὅταν τὸν ἐνοχλοῦν τὰ πάθη, καὶ ὅταν τὸ σῶμα εἶναι ξυπνητό, καὶ ὅταν κοιμᾶται.
69. Ὅταν ἡ ἐπιθυμία αὐξάνει τὶς αἰτίες ποὺ προξενοῦν τὶς ἡδονές, τότε καὶ ὁ νοῦς στὸν ὕπνο ἔχει σχετικὲς φαντασίες. Ὅταν αὐξάνει ὁ θυμὸς τὶς αἰτίες του, ὁ νοῦς βλέπει στὸν ὕπνο ἐκεῖνα ποὺ προξενοῦν φόβο. Οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες ὅμως αὐξάνουν τὰ πάθη ἐρεθίζοντάς τα καὶ ἔχοντας συνεργὸ τὴν ἀμέλειά μας. ἐνῶ οἱ ἅγιοι ἄγγελοι τὰ περιορίζουν, παρακινώντας μας στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν.
70. Τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ὅταν ἐρεθίζονται συχνότερα, δημιουργεῖ μέσα στὴν ψυχὴ δυσκολομετακίνητη συνήθεια φιληδονίας. Καὶ τὸ θυμικό, ὅταν ταράζεται συνεχῶς, κάνει τὸν ἄνθρωπο δειλὸ καὶ ἄνανδρο. Τὸ πρῶτο το θεραπεύει ἡ ἐπίμονη ἄσκηση νηστείας, ἀγρυπνίας καὶ προσευχῆς. τὸ δεύτερο, ἡ καλωσύνη, ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐσπλαχνία.
71. Οἱ δαίμονες μᾶς πολεμοῦν ἢ μὲ τὰ πράγματα ἢ μὲ τὰ ἐμπαθῆ νοήματα αὐτῶν τῶν πραγμάτων. Μὲ τὰ πράγματα πολεμοῦν ἐκείνους ποὺ κινοῦνται μέσα στὰ πράγματα, ἐνῶ μὲ τὰ νοήματα ἐκείνους ποὺ ἔχουν χωριστεῖ ἀπὸ τὰ πράγματα.
72. Ὅσο πιὸ εὔκολο εἶναι νὰ ἁμαρτάνομε μὲ τὴ διάνοια ἀπὸ τὸ νὰ ἁμαρτάνομε μὲ τὴν πράξη, τόσο βαρύτερος εἶναι ὁ πόλεμος ποὺ γίνεται μὲ τὰ νοήματα, ἀπὸ τὸν πόλεμο μὲ τὰ πράγματα.
73. Τὰ πράγματα εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ νοῦ, ἐνῶ τὰ νοήματά τους σχηματίζονται μέσα στὸ νοῦ. Ἀπὸ τὸ νοῦ λοιπὸν ἐξαρτᾶται ἡ καλὴ ἢ κακὴ χρήση τῶν νοημάτων. Γιατί τὴν ἐσφαλμένη χρήση τῶν νοημάτων τὴν ἀκολουθεῖ ἡ ἄπρεπη χρήση τῶν πραγμάτων.
74. Ἀπὸ τὰ ἑξῆς τρία δέχεται ὁ νοῦς τὰ ἐμπαθῆ νοήματα: ἀπὸ τὴν αἴσθηση, τὴν κράση τοῦ σώματος καὶ ἀπὸ τὴ μνήμη. Ἀπὸ τὴν αἴσθηση, ὅταν, προσβάλλοντας αὐτὴν τὰ πράγματα, πρὸς τὰ ὁποῖα ἔχομε τὰ πάθη, κινοῦν τὸ νοῦ σὲ ἐμπαθεῖς λογισμούς. Μὲ τὴν κράση, ὅταν ἀπὸ ἀκόλαστη διατροφὴ ἢ ἀπὸ ἐνέργεια δαιμόνων ἢ ἀπὸ κάποια ἀρρώστια, ἀλλοιώνεται ἡ κράση τοῦ σώματος καὶ κινεῖ τὸ νοῦ πάλι σὲ λογισμοὺς ἐμπαθεῖς ἢ πορνικούς. Μὲ τὴ μνήμη τέλος, ὅταν αὐτὴ ξαναφέρνει τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων πρὸς τὰ ὁποῖα κάποτε εἴχαμε πάθος, καὶ κινεῖ ὁμοίως τὸ νοῦ πρὸς ἐμπαθεῖς λογισμούς.
75. Ἐκεῖνα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς νὰ χρησιμοποιοῦμε, ἄλλα βρίσκονται στὴν ψυχή, ἄλλα στὸ σῶμα, καὶ ἄλλα γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα. Στὴν ψυχὴ βρίσκονται οἱ ψυχικὲς δυνάμεις. Στὸ σῶμα βρίσκονται τὰ αἰσθητήρια καὶ τὰ λοιπὰ ὄργανα. Γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι οἱ τροφές, τὰ κτήματα, τὰ χρήματα καὶ τὰ λοιπά. Τὸ νὰ μεταχειριστοῦμε λοιπὸν αὐτά, ἢ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτά, καλῶς ἢ κακῶς, αὐτὸ ἀποδεικνύει ἂν εἴμαστε ἐνάρετοι ἢ κακοί.
76. Ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονται στὴ φύση τῶν πραγμάτων, ἀναφέρονται ἢ στὴν ψυχή, ἢ στὸ σῶμα, ἢ γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα. Ὅσα ἀναφέρονται στὴν ψυχὴ εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ ἄγνοια, ἡ λήθη καὶ ἡ μνήμη, ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μίσος, ἡ λύπη καὶ ἡ χαρὰ καὶ τὰ λοιπά. Ὅσα ἀναφέρονται στὸ σῶμα εἶναι ἡ ἡδονὴ καὶ ὁ πόνος, ἡ αἴσθηση καὶ ἡ ἀναισθησία, ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀρρώστια, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος καὶ τὰ ὅμοια. Γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι ἡ ἀπόκτηση τέκνων καὶ ἡ ἀτεκνία, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια, ἡ δόξα καὶ ἡ ἀφάνεια καὶ τὰ λοιπά. Ἀπὸ αὐτά, ἄλλα νομίζονται καλὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κι ἄλλα κακά. Κανένα ὅμως ἀπ’ αὐτὰ δὲν εἶναι κακὸ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴν χρήση τοὺς γίνονται πράγματι κακὰ ἢ καλά.
77. Ἡ γνώση εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τῆς καλή, ὅπως καὶ ἡ ὑγεία. ἀλλὰ τὰ ἀντίθετά τους ὠφέλησαν πολλοὺς περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι αὐτά. Στοὺς κακοὺς ἡ γνώση δὲν βγαίνει σὲ καλό, ἂν καὶ φύσει εἶναι καλή. Ὁμοίως οὔτε ἡ ὑγεία, οὔτε ὁ πλοῦτος, οὔτε ἡ χαρά, γιατί δὲν τὰ χρησιμοποιοῦν γιὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς. Ἄρα λοιπὸν τοὺς συμφέρουν τὰ ἀντίθετα. Ἑπομένως οὔτε τὰ ἀντίθετα εἶναι φύσει κακά, ἂν καὶ νομίζονται κακά.
78. Μὴν κάνεις κακὴ χρήση τῶν νοημάτων, γιὰ νὰ μὴν κάνεις κατ’ ἀνάγκην κακὴ χρήση καὶ τῶν πραγμάτων. Γιατί ἂν δὲν ἁμαρτήσει κανεὶς πρῶτα μὲ τὴν διάνοια, δὲν θὰ ἁμαρτήσει ποτὲ μὲ τὴν πράξη.
79. Εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ βασικὲς κακίες, δηλαδὴ ἡ ἀφροσύνη, ἡ δειλία, ἡ ἀκολασία, ἡ δειλία, ἡ ἀκολασία, ἡ ἀδικία. Εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου, οἱ βασικὲς ἀρετές, δηλαδὴ ἡ φρόνηση, ἡ ἀνδρεία, ἡ σωφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη. Ἀλλὰ καθὼς φορέσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, ἃς φορέσομε καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου(55).
80. Ἂν θέλεις νὰ βρεῖς τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, ζήτα τὴν σὲ αὐτὴ τὴν Ὁδὸ ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ θύρα καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ»(56), καὶ ἐκεῖ θὰ τὴν βρεῖς. Ἀλλὰ ζήτα τὴν μὲ πολὺ μεγάλο κόπο, γιατί εἶναι λίγοι ὅσοι βρίσκουν αὐτὴ τὴν ὁδὸ(57), μὴν τυχὸν καὶ μείνεις ἔξω ἀπὸ τοὺς λίγους καὶ βρεθεῖς μαζὶ μὲ τοὺς πολλούς.
81. Γιὰ πέντε αἰτίες ἡ ψυχὴ παύει τὶς ἁμαρτίες: ἢ ἀπὸ τὸ φόβο τῶν ἀνθρώπων, ἢ ἀπὸ τὸ φόβο τῆς κρίσεως, ἢ γιὰ τὴν μελλοντικὴ ἀνταμοιβή, ἢ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἢ τέλος, γιὰ τὴν ἐπίπληξη τῆς συνειδήσεως.
82. Μερικοὶ λένε ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε τὸ κακὸ στὸν κόσμο, ἂν δὲν ὑπῆρχε κάποια ἄλλη δύναμη ποὺ μᾶς τραβὰ σ’ αὐτό. Αὐτὴ ὅμως δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἀμέλεια τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν τοῦ νοῦ. Γι’ αὐτὸ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἐπιμέλεια στὶς ἐνέργειες τοῦ νοῦ, πράττουν πάντοτε τὰ καλὰ καὶ οὐδέποτε τὰ κακά. Ἂν λοιπὸν θέλεις καὶ σύ, διῶξε τὴν ἀμέλεια καὶ διώχνεις μαζὶ μὲ αὐτὴ καὶ τὴν κακία, ποὺ εἶναι ἡ ἐσφαλμένη χρήση τῶν νοημάτων, τὴν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ κακὴ χρήση τῶν πραγμάτων.
83. Τὸ φυσικό του λογικοῦ μας εἶναι νὰ ὑποτάσσεται στὸ θεῖο λόγο, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξουσιάζει τὸ ἄλογο στοιχεῖο μέσα μας. Ἃς φυλαχθεῖ σὲ ὅλα αὐτὰ ἡ τάξη, καὶ τότε οὔτε τὸ κακὸ θὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο, οὔτε ἡ δύναμη ποὺ τραβάει σ’ αὐτὸ θὰ βρεθεῖ.
84. Οἱ λογισμοὶ εἶναι ἄλλοι ἁπλοί, ἄλλοι σύνθετοι. Ἁπλοὶ λογισμοὶ εἶναι οἱ ἀπαθεῖς, σύνθετοι οἱ ἐμπαθεῖς, γιατί ἀποτελοῦνται ἀπὸ πάθος καὶ νόημα. Καὶ ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, μποροῦμε νὰ δοῦμε πολλοὺς ἁπλοὺς λογισμοὺς νὰ ἀκολουθοῦν τοὺς σύνθετους, ὅταν αὐτοὶ ἀρχίζουν νὰ κινοῦνται πρὸς τὴν κατὰ διάνοιαν ἁμαρτία. Ἕνα παράδειγμα μὲ τὸν χρυσό. ἦρθε στὸ νοῦ κάποιου ἕνας λογισμὸς ἐμπαθὴς γιὰ τὸ χρυσό, αὐτὸς ἔνιωσε τὴν παρόρμηση νὰ τὸν κλέψει καὶ ἔτσι ἁμάρτησε μὲ τὸ νοῦ του. Μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τοῦ χρυσοῦ ἦρθε καὶ ἡ μνήμη τοῦ πορτοφολιοῦ καὶ τοῦ χρηματοκιβωτίου καὶ τῶν λοιπῶν. Καὶ ἐνῶ ἡ μνήμη τοῦ χρυσοῦ ἦταν σύνθετη (γιατί εἶχε τὸ πάθος), ἡ μνήμη τοῦ πορτοφολιοῦ καὶ τοῦ χρηματοκιβωτίου καὶ τῶν λοιπῶν ἦταν ἁπλή, γιατί δὲν εἶχε ὁ νοῦς πρὸς αὐτὰ πάθος. Καὶ σὲ κάθε λογισμὸ συμβαίνει τὸ ἴδιο – καὶ σὲ λογισμὸ κενοδοξίας καὶ γυναίκας καὶ σὲ ὅποιον ἄλλο. Γιατί δὲν εἶναι ἀπαραίτητα ἐμπαθεῖς ὅλοι οἱ λογισμοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν ἐμπαθῆ λογισμό, ὅπως ἀπέδειξε τὸ παράδειγμα. Ἀπὸ αὐτὰ λοιπὸν μποροῦμε νὰ καταλάβομε ποιὰ εἶναι τὰ ἐμπαθῆ νοήματα καὶ ποιὰ ὄχι.
85. Μερικοὶ λένε ὅτι οἱ δαίμονες ἀγγίζουν στὸν ὕπνο τὰ μόρια τοῦ σώματος καὶ κινοῦν τὸ πάθος τῆς πορνείας. Κατόπιν, ἀφοῦ κινηθεῖ τὸ πάθος, φέρνει μὲ τὴ μνήμη τὴ μορφὴ γυναίκας στὸ νοῦ. Ἄλλοι λένε ὅτι φαίνονται στὸ νοῦ μὲ σχῆμα γυναίκας καὶ ἀφοῦ ἀγγίσουν τὰ μόρια τοῦ σώματος, κινοῦν τὴν ὄρεξη, καὶ ἔτσι γίνονται οἱ φαντασίες. Ἄλλοι πάλι λένε ὅτι τὸ πάθος ποὺ ἐπικρατεῖ στὸ δαίμονα ποὺ πλησιάζει, κινεῖ τὸ πάθος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἔτσι ἀνάβει ἡ ψυχὴ γιὰ πονηροὺς λογισμούς, καὶ φέρνει μὲ τὴ μνήμη τὶς μορφὲς στὴν ἐπιφάνεια. Τὸ ἴδιο καὶ σὲ ἄλλες ἐμπαθεῖς φαντασίες. ἄλλοι λένε πὼς συμβαίνει ἔτσι, κι ἄλλοι ἀλλοιῶς. Ὡστόσο μὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς τρόπους ποὺ ἀναφέραμε δὲν μποροῦν οἱ δαίμονες νὰ κινήσουν ὁποιοδήποτε πάθος, ὅταν ἔχει ἡ ψυχὴ ἀγάπη καὶ ἐγκράτεια, οὔτε ὅταν τὸ σῶμα εἶναι ξυπνητό, οὔτε ὅταν κοιμᾶται.
86. Ἄλλες ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου εἶναι ἀνάγκη νὰ τηροῦμε καὶ σωματικῶς καὶ πνευματικῶς, ἄλλες μόνον πνευματικῶς. Παράδειγμα. τὰ «οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις»(58) καὶ τὰ ὅμοια, πρέπει νὰ τὰ τηροῦμε καὶ σωματικῶς καὶ πνευματικῶς, καὶ πνευματικῶς μάλιστα κατὰ τρεῖς τρόπους. Ἀλλὰ τὴν περιτομὴ(59), τὴν τήρηση τοῦ σαββάτου(60), τὸ νὰ σφάξομε τὸν ἀμνὸ καὶ νὰ φᾶμε τὰ ἄζυμα μὲ πικρίδες(61) καὶ τὰ ὅμοια, μόνο πνευματικῶς.
87. Τρεῖς γενικότερες ἠθικὲς καταστάσεις ὑπάρχουν στοὺς μοναχοὺς . Πρώτη, τὸ νὰ μὴν ἁμαρτάνει κανεὶς διόλου μὲ τὴν πράξη. Δεύτερη, νὰ μὴν πολυκαιρίζουν στὴν ψυχὴ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοὶ . Καὶ τρίτη, τὸ νὰ βλέπει κανεὶς κατὰ διάνοια χωρὶς πάθος τὶς μορφὲς τῶν γυναικὼν καὶ ὅσων τὸν λύπησαν.
88. Ἀκτήμων εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε ὅλα τα ὑπάρχοντά του, καὶ δὲν ἔχει τίποτε ἐπάνω στὴ γῆ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα του. Καὶ ἀφοῦ ἔσπασε καὶ τὴ σχέση πρὸς τὸ σῶμα, ἐμπιστεύθηκε τὴν φροντίδα του στὸ Θεὸ καὶ στοὺς εὐσεβεῖς.
89. Ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀποκτοῦν ἀγαθά, ἄλλοι τὰ ἀποκτοῦν ἀπαθῶς, γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν τὰ στεροῦνται, δὲν λυποῦνται. ὅπως εἴνει ἐκεῖνοι ποὺ δέχθηκαν μὲ χαρὰ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ὑπαρχόντων τοὺς(62). Ἄλλοι τὰ ἀποκτοῦν ἐμπαθώς, γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν πρόκειται νὰ τὰ στερηθοῦν, γίνονται περίλυποι. ὅπως ὁ πλούσιος του Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἔφυγε μὲ πολλὴ λύπη(63). Καὶ ἂν τὰ στερηθοῦν, λυποῦνται μέχρι θανάτου. Ἄρα λοιπὸν ἡ στέρηση φανερώνει ἂν κάποιος εἶναι ἀπαθὴς ἢ ἐμπαθής.
90. Ἐκείνους ποὺ προσεύχονται μὲ τελειότητα, τοὺς πολεμοῦν οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ μὴν ἐντυπώνουν στὸ νοῦ τοὺς γυμνά τα νοήματα τῶν πραγμάτων. Τοὺς γνωστικοὺς – ὅσους ἔχουν πνευματικὴ γνώση – , τοὺς πολεμοῦν γιὰ νὰ πολυκαιρίζουν σ’ αὐτοὺς οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τοὺς πρακτικούς τους πολεμοῦν γιὰ νὰ τοὺς πείσουν νὰ ἁμαρτήσουν μὲ τὴν πράξη. Μὲ κάθε τρόπο ἀγωνίζονται οἱ ἄθλιοι ἐναντίον ὅλων γιὰ νὰ χωρίσουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ Θεό.
91. Ἐκεῖνοι ποὺ στὴ ζωὴ αὐτὴ γυμνάζονται ἀπὸ τὴ θεία Πρόνοια στὴν εὐσέβεια, δοκιμάζονται μὲ τοὺς ἑξῆς πειρασμούς: ἢ μὲ τὴ δωρεὰ ἀγαθῶν, ὅπως εἶναι ἡ ὑγεία, ἡ ὀμορφιά, ἡ εὐτεκνία, τὰ χρήματα, ἡ δόξα καὶ τὰ ὅμοια. ἢ μὲ τὸ χτύπημα ἀπὸ λυπηρά, ὅπως ἡ στέρηση τέκνων καὶ χρημάτων καὶ δόξας. ἢ μὲ ὅσα προκαλοῦν πόνο στὸ σῶμα, π.χ. ἀσθένεια, βάσανα καὶ τὰ λοιπά. Καὶ πρὸς τοὺς πρώτους ὁ Κύριος λέει: «Ὅποιος δὲν ἀπαρνεῖται ὅλα τα ὑπάρχοντά του, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μαθητής μου»(64). Πρὸς τοὺς δεύτερους καὶ τοὺς τρίτους: «Μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ κερδίσετε τὶς ψυχὲς σᾶς»(65).
92. Τὰ ἑξῆς τέσσερα εἶναι, ὅπως λένε, ποὺ μεταβάλλουν τὴν κράση τοῦ σώματος καὶ ἔτσι προκαλοῦν στὸ νοῦ λογισμούς, εἴτε ἐμπαθεῖς εἴτε ἀπαθεῖς: οἱ ἄγγελοι, οἱ δαίμονες, τὸ κλίμα καὶ ἡ δίαιτα. Καὶ οἱ ἄγγελοι, λένε, τὴ μεταβάλλουν μὲ τὸ λόγο, οἱ δαίμονες μὲ τὴν ἐπαφή, τὸ κλίμα μὲ τὶς καιρικὲς ἀλλαγές, καὶ ἡ δίαιτα μὲ τὶς ποιότητες τῶν φαγητῶν, τὴν αὔξηση καὶ τὴν ἐλάττωσή τους. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ἡ κράση τοῦ σώματος δέχεται ἀλλοιώσεις μέσω τῆς μνήμης, τῆς ἀκοῆς καὶ τῆς ὁράσεως, ὅπου πρῶτα παθαίνει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὰ λυπηρὰ ἢ χαροποιὰ ποὺ τὴ βρίσκουν. καὶ πάσχοντας ἀπὸ αὐτὰ ἡ ψυχή, μεταβάλλει τὴν κράση τοῦ σώματος, καὶ ἔτσι προκαλεῖ στὸ νοῦ λογισμούς.
93. Θάνατος κυρίως εἶναι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ κεντρὶ τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ἁμαρτία(66). Αὐτὸ τὸ κεντρὶ ἀφοῦ δέχθηκε ὁ Ἀδάμ, ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ ἀπὸ τὸ Θεὸ(67), καὶ ἦρθε σὰν ἐπακόλουθο κατ’ ἀνάγκην ὁ θάνατος τοῦ σώματος. Ζωὴ πάλι κυρίως εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωὴ»(68). Αὐτὸς μὲ τὴ νέκρωσή Του ἐπανέφερε τὸ νεκρωμένο ἄνθρωπο στὴ ζωή.
94. Ἐκεῖνος ποὺ συγγράφει λόγους, τὸ κάνει ἢ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἢ πρὸς ὠφέλεια τῶν ἄλλων, ἢ καὶ γιὰ τὰ δύο, ἢ πρὸς βλάβη μερικῶν ἢ γιὰ ἐπίδειξη ἢ ἀπὸ κάποια ἀνάγκη.
95. «Τόπος χλόης» εἶναι ἡ πρακτικὴ ἀρετή. «Ὕδωρ ἀναπαύσεως»(69), ἡ γνώση τῶν δημιουργημάτων.
96. «Σκιὰ θανάτου» εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωή. Ἂν λοιπὸν κανεὶς εἶναι μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί Του, αὐτὸς μπορεῖ νὰ πεῖ μὲ βεβαιότητα: «Ἂν βαδίσω καὶ μέσα στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου, δὲ θὰ φοβηθῶ τὸ κακό, γιατί Ἐσὺ εἶσαι μαζί μου»(70).
97. Ὁ καθαρὸς νοῦς βλέπει ὀρθά τα πράγματα. Τὸ γυμνασμένο λογικὸ φέρνει μπροστά του ἐκεῖνα ποὺ εἶδε. Ἡ καθαρὴ ἀκοὴ τὰ δέχεται. Ἐκεῖνος ποὺ στερεῖται αὐτὰ τὰ τρία, κατηγορεῖ αὐτὸν ποὺ διδάσκει ὀρθά.
98. Μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ ποὺ βρίσκεται ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ τὴ δημιουργία Της καὶ τὴν πρόνοια, καὶ ποὺ τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς τὸ ἔκανε ἀπαθές.
99. Ἡ «ράβδος», λένε, σημαίνει τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ «βακτηρία» τὴν πρόνοιά Του. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀπόκτησε τὴν γνώση αὐτῶν τῶν δύο, μπορεῖ νὰ λέει: «Ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὐτὲς μὲ παρηγόρησαν»(71).
100. Ὅταν ὁ νοῦς γυμνωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ καταφωτίζεται ἀπὸ τὴν θεωρία τῶν ὄντων, τότε μπορεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεται ὅπως πρέπει.
Τρίτη Ἑκατοντάδα Κεφαλαίων Περὶ Ἀγάπης
1. Ὅποιος ἀγαπᾶ ἀληθινά το Θεό, αὐτὸς ὁπωσδήποτε προσεύχεται χωρὶς νὰ διασπᾶται. Καὶ ὅποιος προσεύχεται μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, αὐτὸς ἀγαπᾶ ἀληθινά το Θεό. Δὲν προσεύχεται ἀπερίσπαστα ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ νοῦ τοῦ προσηλωμένο σὲ κάτι ἀπὸ τὰ ἐπίγεια.
2. Ὁ νοῦς ποὺ χρονοτριβεῖ σὲ κάποιο αἰσθητὸ πράγμα, ὁπωσδήποτε ἔχει πάθος πρὸς αὐτό. πάθος ἐπιθυμίας, λύπης, ὀργῆς ἢ μνησικακίας. Καὶ ἂν δὲν καταφρονήσει ἐκεῖνο τὸ πράγμα, δὲν μπορεῖ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχο πάθος.
3. Ὅταν τὰ πάθη κυριαρχοῦν στὸ νοῦ, τὸν δένουν μὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα, καὶ ἀφοῦ τὸν χωρίσουν ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν κάνουν νὰ ἀσχολεῖται μὲ αὐτά. Ὅταν ὅμως ἐπικρατήσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸν λύνει ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ τὸν πείθει νὰ περιφρονεῖ ὄχι μόνο τα αἰσθητὰ πράγματα, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωή.
4. Ἀποτέλεσμα τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν εἶναι νὰ γίνονται ἀπαθῆ τα νοήματα τῶν πραγμάτων. Ἀποτέλεσμα τῆς ἀναγνώσεως καὶ τῆς θεωρίας, νὰ γίνεται ὁ νοῦς ἄϋλος καὶ ἀσχημάτιστος. Ἀπ’ αὐτὸ προέρχεταί το νὰ προσεύχεται κανεὶς ἀπερίσπαστα.
5. Δὲν φτάνει ἡ πρακτικὴ ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ τελείως ὁ νοῦς ἀπὸ τὰ πάθη, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστα, ἂν δὲν ἀκολουθοῦν καὶ διάφορες πνευματικὲς θεωρίες. Γιατί ἡ πρακτικὴ ἀρετὴ ἐλευθερώνει τὸ νοῦ μόνον ἀπὸ τὴν ἀκράτεια καὶ τὸ μίσος, ἐνῶ οἱ πνευματικὲς θεωρίες τὸν ἀπαλλάσσουν ἀπὸ τὴν λήθη καὶ τὴν ἄγνοια. Καὶ ἔτσι θὰ μπορέσει νὰ προσευχηθεῖ ὅπως πρέπει.
6. Δύο ἀκρότατες καταστάσεις ὑπάρχουν τῆς καθαρῆς προσευχῆς, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ μία συμβαίνει στοὺς πρακτικοὺς καὶ ἡ ἄλλη στοὺς θεωρητικούς. Καὶ ἡ πρώτη ἔρχεται στὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγαθὴ ἐλπίδα, ἡ ἄλλη ἀπὸ τὸ θεῖο ἔρωτα καὶ τὴν τελειότατη κάθαρση. Γνώρισμα τῆς πρώτης καταστάσεως εἶναι νὰ μαζεύει κανεὶς τὸ νοῦ τοῦ ἀπ’ ὅλα τα νοήματα τοῦ κόσμου καί, σὰν νὰ βρίσκεται κοντά του ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι παρών, νὰ προσεύχεται ἀπερίσπαστα καὶ ἀνενόχλητα. Γνώρισμα τῆς ἄλλης καταστάσεως εἶναι, μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ὁρμὴ τῆς προσευχῆς νὰ ἁρπαγεῖ ὁ νοῦς ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ἄπειρο φῶς, καὶ μήτε τὸν ἑαυτό του, μήτε κανένα ἄλλο ἀπὸ τὰ ὄντα νὰ ἀντιλαμβάνεται, παρὰ μόνο Αὐτὸν ποὺ ἐνεργεῖ μέσα του μὲ τὴν ἀγάπη τὴν ἔλλαμψη αὐτή. Καὶ τότε εἶναι ποὺ ὁ νοῦς, καθὼς κινεῖται γύρω ἀπὸ τοὺς λόγους περὶ Θεοῦ, δέχεται τὶς φανερώσεις γι’ Αὐτὸν καθαρὲς καὶ εὐδιάκριτες.
7. Ἐκεῖνο ποὺ ἀγαπᾶ κανείς, σ’ αὐτὸ καὶ εἶναι προσηλωμένος καὶ καταφρονεῖ ὅλα ὅσα τὸν ἐμποδίζουν ἀπὸ αὐτό, γιὰ νὰ μὴν τὸ στερηθεῖ. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, καλλιεργεῖ τὴν καθαρὴ προσευχή, καὶ κάθε πάθος ποὺ τὸν ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ αὐτή, τὸ ἀποδιώχνει ἀπὸ μέσα του.
8. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέβαλλε τὴν μητέρα τῶν παθῶν, τὴν φιλαυτία, εὔκολα ἀπαλλάσσεται, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη, τὴν ὀργή, τὴν λύπη, τὴν μνησικακία κτλ. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ εἶναι ὑποχείριος στὸ πρῶτο, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν θέλει, πληγώνεται καὶ ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη. Φιλαυτία εἶναι ἡ ἄλογη ἀγάπη πρὸς τὸ σῶμα μας.
9. Γιὰ τὶς ἑξῆς πέντε αἰτίες οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ τρόπο εἴτε ἀξιέπαινο, εἴτε ἀξιοκατηγόρητο. Δηλαδὴ ἢ γιὰ τὸ Θεό, ὅπως ὁ ἐνάρετός τους ἀγαπᾶ ὅλους, καὶ ὅπως ἀγαπᾶ τὸν ἐνάρετο κάποιος ποὺ δὲν εἶναι ἀκόμα ἐνάρετος. ἢ γιὰ φυσικοὺς λόγους, ὅπως οἱ γονεῖς ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους καὶ ἀντιστρόφως. ἢ ἀπὸ κενοδοξία, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ δοξάζεται ἀγαπᾶ ἐκεῖνον ποὺ τὸν δοξάζει. ἢ ἀπὸ φιλαργυρία, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν πλούσιο, ἐπειδὴ ἔλαβε κάτι ἀπ’ αὐτόν. ἢ ἀπὸ φιληδονία, ὅπως ἐκεῖνος ποὺ ἱκανοποιεῖ ἀπὸ ἄλλον τὴν κοιλιά του ἢ τὴν σαρκική του ἐπιθυμία. Ἡ πρώτη αἰτία εἶναι ἀξιέπαινη. ἡ δεύτερη οὔτε ἀξιέπαινη οὔτε ἀξιοκατηγόρητη. οἱ ὑπόλοιπες εἶναι ἐμπαθεῖς.
10. Ἂν μερικούς τους μισεῖς, καὶ μερικοὺς οὔτε τοὺς ἀγαπᾶς οὔτε τοὺς μισεῖς, καὶ μερικούς τους ἀγαπᾶς μέτρια ἐνῶ ἄλλους πάρα πολύ, ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀνισότητα μάθε ὅτι εἶσαι μακριὰ ἀπὸ τὴν τέλεια ἀγάπη, ἡ ὁποία διδάσκει νὰ ἀγαπήσεις κάθε ἄνθρωπο ἐξίσου.
11. Ἀπομακρύνσου ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ πράξε τὸ ἀγαθὸ(33). δηλαδὴ πολέμησε τοὺς ἐχθρούς, γιὰ νὰ περιορίσεις τὰ πάθη, κι ἔπειτα πρόσεχε νὰ μὴ μεγαλώσουν. Καὶ πάλι πολέμησε γιὰ νὰ ἀποκτήσεις τὶς ἀρετές, κι ἔπειτα πρόσεχε γιὰ νὰ τὶς φυλάξεις. Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει καὶ ἡ φράση: «Νὰ ἐργάζεσαι καὶ νὰ φυλάγεις»(34).
12. Οἱ δαίμονες, ποὺ μᾶς πειράζουν κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, ἢ θερμαίνουν τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ἢ ταράζουν τὸ θυμικό, ἢ θολώνουν τὸ λογιστικό, ἢ προκαλοῦν πόνους στὸ σῶμα, ἢ ἁρπάζουν τὰ πράγματά μας.
13. Οἱ δαίμονες, ἢ μᾶς πειράζουν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἢ ἐξεγείρουν ἐναντίον μᾶς ἐκείνους ποὺ δὲν φοβοῦνται τὸν Κύριο. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι μας πειράζουν, ὅταν χωριστοῦμε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν Κύριο στὴν ἔρημο(35). Καὶ μέσω ἀνθρώπων, ὅταν ζοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὸν Κύριο μέσω τῶν Φαρισαίων. Ἐμεῖς ὅμως, ἀτενίζοντας τὸ πρότυπό μας, τὸν Κύριο, θὰ τοὺς ἀποκρούσουμε καὶ στὶς δύο περιπτώσεις.
14. Ὅταν ὁ νοῦς ἀρχίζει νὰ προοδεύει στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρχίζει νὰ τὸν πειράζει ὁ δαίμονας τῆς βλασφημίας, καὶ τοῦ ὑποβάλλει τέτοιους λογισμούς, τοὺς ὁποίους κανένας ἄνθρωπος δὲ μπορεῖ νὰ ἐφεύρει, παρὰ μόνο ὁ τεχνίτης τῆς δουλειᾶς αὐτῆς, ὁ διάβολος. Κι αὐτὸ τὸ κάνει ἀπὸ φθόνο ἐναντίον ἐκείνου ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, γιὰ νὰ τὸν φέρει σὲ ἀπελπισία γιὰ τοὺς λογισμοὺς τοῦ αὐτούς, ὥστε νὰ μὴν τολμήσει νὰ ξαναϋψωθεῖ πρὸς Αὐτὸν μὲ τὴ συνηθισμένη τοῦ προσευχή. Τίποτε ὅμως ἀπ’ αὐτὸ δὲν ὠφελεῖται ὁ κακοῦργος, ἀλλὰ μᾶλλον μᾶς κάνει πιὸ στερεούς. Γιατί ὅταν μᾶς πολεμᾶ καὶ τὸν ἀντιπολεμοῦμε, γινόμαστε πιὸ ἔμπειροι καὶ πιὸ γνήσιοι στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ρομφαία τοῦ ἃς μπεῖ στὴν καρδιά του καὶ ἃς συντριβοῦν τὰ τόξα τοῦ(36).
15. Ὁ νοῦς ὅταν ἀσχολεῖται μὲ τὰ ὁρατά, τὰ νοεῖ ὅπως εἶναι στὴ φύση τοὺς διὰ μέσου της αἰσθήσεως. Καὶ βέβαια, οὔτε ὁ νοῦς εἶναι κακό, οὔτε ἡ κατὰ φύση νόηση, οὔτε τὰ πράγματα, οὔτε ἡ αἴσθηση. Ἐπειδὴ αὐτὰ εἶναι ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ποιὸ εἶναι λοιπὸν τὸ κακό; Εἶναι φανερὸ ὅτι εἶναι τὸ πάθος ποὺ εἰσέρχεται στὴν κατὰ φύση νόηση, καὶ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει στὰ διάφορα νοήματα, ἂν ὁ νοῦς εἶναι ἄγρυπνος.
16. Πάθος εἶναι μία κίνηση τῆς ψυχῆς ἔξω ἀπὸ τὴ φυσική της κατάσταση ἢ πρὸς μιὰ ἀγάπη παράλογη, ἢ πρὸς ἕνα μίσος ἄκριτο γιὰ κάποιον ἢ γιὰ κάτι ἀπὸ τὰ αἰσθητά. Παράλογη εἶναι ἡ ἀγάπη λ.χ. γιὰ φαγητὰ ἢ γιὰ γυναίκα ἢ γιὰ χρήματα ἢ γιὰ δόξα περαστικὴ ἢ γιὰ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ πράγματα, ἢ πρὸς κάποιον ποὺ ἐξασφαλίζει τὰ παραπάνω. Μίσος ἄκριτο εἶναι λ.χ. εἴτε γιὰ κάτι ἀπ’ ὅσα προείπαμε, εἴτε ἐναντίον κάποιου ἐξαιτίας αὐτῶν.
17. Κακία πάλι εἶναι ἡ ἐσφαλμένη κρίση τῶν νοημάτων, τὴν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ κακὴ χρήση τῶν πραγμάτων. Π.χ. στὴν περίπτωση τῆς γυναίκας, ἡ ὀρθὴ κρίση γιὰ τὴ σαρκικὴ ἐπαφή, εἶναι ἡ γέννηση παιδιῶν. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀπέβλεψε στὴν ἡδονή, ἔσφαλλε στὴν κρίση του, γιατί θεώρησέ το μὴ καλὸ ὡς καλό. Αὐτὸς λοιπὸν κάνει κακὴ χρήση τῆς γυναίκας, ὅταν ἔρχεται σ’ ἐπαφὴ μαζί της. Παρόμοια συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ἄλλα πράγματα καὶ νοήματα.
18. Ὅταν οἱ δαίμονες βγάλουν τὸ νοῦ σου ἀπὸ τὴ σωφροσύνη καὶ τὸν περικυκλώσουν μὲ τοὺς λογισμοὺς τῆς πορνείας, τότε λέγε μὲ δάκρυα στὸν Κύριο: «Ἀφοῦ μὲ ἔβγαλαν ἔξω, μὲ περικύκλωσαν(37). Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ ἀγαλλίασή μου, γλύτωσε μὲ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μὲ κύκλωσαν»(38). Καὶ θὰ σωθεῖς.
19. Ὁ δαίμονας τῆς πορνείας εἶναι δυνατὸς καὶ ἐπιτίθεται μὲ σφοδρότητα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται ἐναντίον αὐτοῦ του πάθους, καὶ μάλιστα σ’ ὅσους δὲν προσέχουν στὸ θέμα τῆς τροφῆς καὶ συναναστρέφονται μὲ γυναῖκες. Γιατί ἐξαπατώντας μὲ τρόπο τὸ νοῦ μὲ τὴν ἁπαλότητα τῆς ἡδονῆς, ἐμφανίζεται κατόπιν στὴν ὥρα τῆς ἡσυχίας καὶ μὲ τὴ μνήμη φλογίζει τὸ σῶμα καὶ παρουσιάζει στὸ νοῦ διάφορες μορφές. Ἔτσι τὸν παρακινεῖ νὰ δώσει τὴ συγκατάθεσή του στὴν ἁμαρτία. Ἂν δὲ θέλεις νὰ χρονίζουν αὐτὲς οἱ μορφὲς μέσα σου, χρησιμοποίησε τὴ νηστεία, τοὺς κόπους, τὴν ἀγρυπνία καὶ τὴν καλὴ ἡσυχία μὲ ἀκατάπαυστη καὶ ἔνθερμη προσευχή.
20. Οἱ δαίμονες ποὺ ζητοῦν ἀδιάκοπα τὴν ψυχή μας, τὴν ζητοῦν μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, γιὰ νὰ τὴν ρίξουν στὴν κατὰ διάνοια ἁμαρτία ἢ στὴν ἔμπρακτη. Ὅταν βροῦν λοιπὸν τὸ νοῦ νὰ μὴν τοὺς δέχεται, τότε θὰ ντραποῦν καὶ θὰ καταισχυνθοῦν. Ὅταν τὸν δοῦν ν’ ἀσχολεῖται μὲ τὴν πνευματικὴ θεωρία, τότε θὰ ὑποχωρήσουν καὶ θὰ καταντροπιαστοὺν ταχύτατα.
21. Ἐκεῖνος ποὺ ἑτοιμάζει τὸ νοῦ του πρὸς τοὺς ἱεροὺς ἀγῶνες καὶ διώχνει ἀπὸ αὐτὸν τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, εἶναι ἀντίστοιχος μὲ διάκονο. Ἐκεῖνος ποὺ φωτίζει τὸ νοῦ του μὲ τὴ γνώση τῶν ὄντων καὶ ἐξαφανίζει ἀπὸ αὐτὸν τὴν ψευδώνυμη γνώση, εἶναι ἀντίστοιχος μὲ πρεσβύτερο. Κι ἐκεῖνος ποὺ τελειοποιεῖ τὸ νοῦ του, χρίοντας τὸν μὲ τὸ ἅγιο μύρο τῆς γνώσεως καὶ προσκυνήσεως τῆς Ἁγίας Τριάδας, εἶναι ἀντίστοιχος μὲ ἐπίσκοπο.
22. Οἱ δαίμονες ἐξασθενοῦν, ὅταν μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν περιορίζονται τὰ πάθη μας. Χάνονται ὅμως, ὅταν τὰ πάθη μᾶς ἐξαφανίζονται τελείως μὲ τὴν ἀπάθεια, ἀφοῦ τότε δὲν βρίσκουν αὐτὰ ποὺ τοὺς ἔφερναν μέσα στὴν ψυχὴ καὶ τὴν πολεμοῦσαν. Αὐτὸ ἴσως ἐννοεῖ καὶ ἡ φράση: «Θὰ ἐξασθενήσουν καὶ θὰ χαθοῦν ἀπὸ μπροστά σου»(39).
23. Ἄλλοι ἄνθρωποι ἀπέχουν ἀπὸ τὰ πάθη ἐξαιτίας ἀνθρώπινου φόβου. Ἄλλοι ἀπὸ κενοδοξία. Ἄλλοι γιὰ λόγους ἐγκράτειας. Ἄλλοι ὅμως, ἐλευθερώνονται ἀπὸ τὰ πάθη κατὰ θεϊκὴ ἀπόφαση.
24. Ὅλοι οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, περιέχουν τοῦτα τὰ τέσσερα στοιχεῖα: τὶς ἐντολές, τὰ δόγματα, τὶς ἀπειλές, τὶς ὑποσχέσεις. Καὶ γι’ αὐτὰ ὑποφέρομε κάθε σκληραγωγία, δηλαδὴ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, χαμαικοιτίες, κόπους καὶ μόχθους σὲ διακονίες, ὕβρεις, ἀτιμίες, βασανισμούς, θανάτους καὶ τὰ ὅμοια. «Γιὰ τοὺς λόγους Σου – λέει ὁ Δαβὶδ – ἐγὼ περπάτησα σκληροὺς δρόμους»(40).
25. Ἀνταμοιβὴ τῆς ἐγκράτειας εἶναι ἡ ἀπάθεια. Ἀνταμοιβὴ τῆς πίστεως εἶναι ἡ γνώση. Ἡ ἀπάθεια γεννᾶ τὴ διάκριση, ἐνῶ ἡ γνώση τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
26. Ὅταν ὁ νοῦς κατορθώνει τὴν πρακτικὴ ἀρετή, προκόβει στὴ φρόνηση. ὅταν κατορθώνει τὴ θεωρητική, προκόβει στὴ γνώση. Ἰδίωμα τῆς πρώτης εἶναι νὰ ὁδηγεῖ τὸν ἀγωνιστὴ σὲ διάκριση ἀρετῆς καὶ κακίας, ἐνῶ τῆς θεωρητικῆς νὰ ὁδηγεῖ αὐτὸν ποὺ μετέχει σ’ αὐτὴν στοὺς λόγους γιὰ τὰ ἀσώματα καὶ τὰ σωματικὰ ὄντα. Καὶ τότε γίνεται ἄξιος γιὰ τὴ θεολογικὴ χάρη, ὅταν, περνώντας μὲ τὰ φτερὰ τῆς ἀγάπης ἀπ’ ὅλα ὅσα ἔχουν λεχθεῖ, ἔρθει σὲ θεωρία καὶ ἐξετάσει – ὅσο εἶναι δυνατὸ στὸν ἀνθρώπινο νοῦ – τὸ λόγο περὶ τῶν ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Πνεύματος.
27. Ὅταν πρόκειται νὰ θεολογήσεις, μὴν ἀναζητήσεις τοὺς λόγους ποὺ ἀφοροῦν στὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς βρεῖ νοῦς ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ νοῦς κάποιου ἀπὸ τὰ ὄντα ποὺ εἶναι μετὰ τὸ Θεό. Ἀλλὰ νὰ ἐξετάζεις, ὅσο εἶναι δυνατό, τοὺς λόγους γιὰ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ γιὰ τὴν αἰωνιότητά Του, τὴν ἀπειρία καὶ ἀπεριοριστία, τὴν ἀγαθότητα, τὴ σοφία καὶ τὴ δύναμή Του νὰ δημιουργεῖ, νὰ προνοεῖ καὶ νὰ κρίνει τὰ ὄντα. Μεταξύ των ἀνθρώπων, μέγας θεολόγος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀνακαλύπτει – ἔστω καὶ λίγο – τους λόγους αὐτούς.
28. Δυνατὸς ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἕνωσε τὴ γνώση μὲ τὴν πράξη. Γιατί μὲ τὴν πράξη μαραίνει τὴν ἐπιθυμία καὶ ἡμερώνει τὸ θυμό, ἐνῶ μὲ τὴν γνώση δίνει φτερὰ στὸ νοῦ καὶ ὑψώνεται πρὸς τὸ Θεό.
29. Ὅταν ὁ Κύριος λέει: «Ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας εἴμαστε ἕνα»(41), ἐννοεῖ τὴν ταυτότητα τῆς οὐσίας. Κι ὅταν πάλι λέει: «Ἐγὼ εἶμαι στὸν Πατέρα κι ὁ Πατέρας σ’ ἐμένα»(42), φανερώνει ὅτι οἱ ὑποστάσεις εἶναι ἀχώριστες. Οἱ τριθεΐτες λοιπόν, ποὺ χωρίζουν τὸν Υἱὸ ἀπὸ τὸν Πατέρα, πέφτουν σὲ διπλὸ γκρεμό. Ὅταν λένε ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι αἰώνιος ὅπως καὶ ὁ Πατέρας, Τὸν χωρίζουν ὅμως ἀπὸ Αὐτόν, ἀναγκάζονται νὰ ποῦν ὅτι δὲν γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ νὰ πέσουν στὴν παραδοχὴ τριῶν Θεῶν καὶ τριῶν ἀρχῶν. Ὅταν λένε ὅτι ὁ Υἱὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ Τὸν χωρίζουν ἀπὸ Αὐτόν, ἀναγκάζονται νὰ ποῦν ὅτι δὲν εἶναι αἰώνιος ὅπως ὁ Πατέρας καὶ νὰ θέσουν στὴν ἐξουσία τοῦ χρόνου τὸν Κύριό των χρόνων. Γιατί, καθὼς λέει ὁ μέγας Γρηγόριος, πρέπει καὶ σὲ ἕνα Θεὸ νὰ πιστεύομε, καὶ τὶς τρεῖς Ὑποστάσεις νὰ ὁμολογοῦμε, καὶ τὴν κάθε μία μὲ τὴν ἰδιότητά της. Γιατί, ναὶ μὲν ἡ θεότητα διαιρεῖται, ἀλλὰ ἀδιαιρέτως. καὶ ἑνώνεται, ἀλλὰ διαιρετῶς, ὅπως λέει ὁ ἴδιος Γρηγόριος. Καὶ γιὰ τοῦτο, εἶναι ὑπερλογη καὶ ἡ διαίρεση καὶ ἡ ἕνωση. Γιατί, τί παράδοξο θὰ ἦταν, ἂν ὅπως ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι ἑνώνονταν καὶ χωρίζονταν ὁ Υἱὸς μὲ τὸν Πατέρα καὶ τίποτε περισσότερο;
30. Ὁ τέλειος στὴν ἀγάπη, ποὺ ἔφτασε στὴν ἀκρότητα τῆς ἀπάθειας, δὲν γνωρίζει διαφορὰ δικοῦ του καὶ ξένου, ἢ δικῆς του καὶ ξένης, ἢ πιστοῦ καὶ ἀπίστου, ἢ δούλου καὶ ἐλεύθερου, ἢ γενικὰ ἀρσενικοῦ καὶ θηλυκοῦ. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἔχει γίνει ἀνώτερος ἀπὸ τὴν τυρρανία τῶν παθῶν καὶ ἀποβλέπει στὴ μία ἀνθρώπινη φύση, ὅλους τους θεωρεῖ ἴσους καὶ ἔχει τὴν ἴδια διάθεση ἀπέναντι ὅλων. Γιατί δὲν ὑπάρχει γι’αὐτὸν Ἕλληνας καὶ Ἰουδαῖος, οὔτε ἀρσενικὸ καὶ θηλυκό, οὔτε δοῦλος καὶ ἐλεύθερος, ἀλλὰ ὅλα καὶ σὲ ὅλα ὁ Χριστὸς(43).
31. Ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ βρίσκονται μέσα στὴν ψυχὴ παίρνουν οἱ δαίμονες τὶς ἀφορμὲς καὶ ὑποκινοῦν μέσα μας τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς. Κατόπιν πολεμοῦν μὲ αὐτοὺς τὸ νοῦ καὶ τὸν βιάζουν νὰ δώσει τὴ συγκατάθεσή του στὴν ἁμαρτία. Ἀφοῦ νικηθεῖ, τὸν ὁδηγοῦν στὴν κατὰ διάνοια ἁμάρτια. καὶ ὅταν αὐτὴ συντελεσθεῖ, τὸν φέρνουν αἰχμάλωτο στὴν πράξη. Κατόπιν, αὐτοὶ ποὺ μὲ τοὺς λογισμοὺς ἐρήμωσαν τὴν ψυχή, ἀποχωροῦν μαζὶ μὲ αὐτούς, καὶ μένει στὸ νοῦ μόνο το εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας, γιὰ τὸ ὁποῖο λέει ὁ Κύριος: «Ὅταν δεῖτε τὸ βδελυρὸ εἴδωλο τῆς ἐρημώσεως νὰ στέκεται σὲ τόπο ἅγιο – ὅποιος διαβάζει, ἃς ἐννοεῖ…»(44). Ἃς ἐννοεῖ ὅτι τόπος ἅγιος καὶ ναὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὸν ὁποῖον οἱ δαίμονες, ἀφοῦ ἐρημώσουν μὲ τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμοὺς τὴν ψυχή, τοποθετοῦν τὸ εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας. Ὅτι καὶ ἱστορικῶς ἔγιναν αὐτά, κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ διάβασαν τὸν Ἰώσηπο, δὲν ἀμφιβάλλει. Πλὴν μερικοὶ λένε ὅτι αὐτὰ θὰ γίνουν καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀντιχρίστου.
32. Τρία πράγματα εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς παρακινοῦν στὰ καλά: τὰ φυσικὰ σπέρματα, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ ἡ ἀγαθὴ προαίρεση. Φυσικὰ σπέρματα ἐννοῶ τὸ ἑξῆς: ὅταν αὐτὸ ποὺ θέλομε νὰ μᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, τὸ κάνομε κι ἐμεῖς σ’ αὐτοὺς(45). ἢ ὅταν δοῦμε κανέναν σὲ στενοχώρια ἢ σὲ ἀνάγκη καὶ ἐκ φύσεως τὸν ἐλεοῦμε. Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μᾶς παρακινοῦν ὅταν, βαδίζοντας γιὰ κάποιο καλὸ πράγμα, βροῦμε βοήθεια καλὴ καὶ προχωρήσομε. Καὶ ἡ ἀγαθὴ προαίρεση, ὅταν διακρίνομε τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακὸ καὶ προτιμοῦμε τὸ καλό.
33. Τρία πάλι εἶναι ἐκεῖνα ποὺ μᾶς παρακινοῦν στὰ κακά: τὰ πάθη, οἱ δαίμονες καὶ ἡ κακὴ προαίρεση. Τὰ πάθη, ὅπως ὅταν ἐπιθυμοῦμε κάτι παράλογο. ὅπως π.χ. ἕνα φαγητὸ ὄχι στὸν ὁρισμένο τοῦ καιρὸ ἢ χωρὶς ἀνάγκη, ἢ γυναίκα ὄχι γιὰ σκοπὸ τεκνογονίας ἢ ὄχι τὴ νόμιμη σύζυγο. Κι ἀκόμα ὅταν θυμώνομε ἢ λυπούμαστε ἄδικα. π.χ. ἐναντίον ἐκείνου ποὺ μᾶς προξένησε ἀτιμία ἢ ζημία. Οἱ δαίμονες, ὅπως ὅταν καιροφυλακτοῦν νὰ μᾶς βροῦν σὲ ἀμέλεια καὶ τότε ξαφνικά μας ἐπιτίθενται καὶ κινοῦν ἐναντίον μᾶς τὰ πιὸ πάνω πάθη καὶ τὰ ὅμοια. Καὶ ἡ κακὴ προαίρεση, ὅπως ὅταν, ἐνῶ ξέρομε τὸ καλό, προτιμοῦμε τὸ κακό.
34. Ὁ μισθὸς τῶν κόπων τῆς ἀρετῆς εἶναι ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ γνώση. Αὐτὲς γίνονται πρόξενοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅπως ἀντιθέτως τὰ πάθη καὶ ἡ ἄγνοια προξενοῦν τὴν αἰώνια κόλαση. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ κοπιάζει γιὰ ἀνθρώπινη δόξα καὶ ὄχι γιὰ τὸ ἀληθινὸ καλό, ἀκούει ἀπὸ τὴ Γραφή: «Ζητᾶτε καὶ δὲν παίρνετε, ἐπειδὴ ζητᾶτε μὲ κακὸ σκοπὸ»(46).
35. Ὑπάρχουν πολλὰ φύσει καλὰ ποὺ κάνουν οἱ ἄνθρωποι, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι καλὰ γιὰ κάποια αἰτία. π.χ. ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ προσευχή, ἡ ψαλμωδία, ἡ φιλοξενία, εἶναι φύσει καλὰ ἔργα, ἀλλ’ ὅταν γίνονται ἀπὸ κενοδοξία, δὲν εἶναι καλά.
36. Γιὰ ὅλα ὅσα κάνομε, ὁ Θεὸς ἐξετάζει τὸ σκοπό, ἂν τὰ κάνομε γι’ Αὐτὸν ἢ ἀπὸ ἄλλη αἰτία.
37. Ὅταν ἡ Γραφὴ μᾶς λέει: «Σὺ θὰ ἀποδώσεις στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα τοῦ»(47), δὲν ἐννοεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἀνταμείβει τὰ ἔργα ποὺ γίνονται ἔξω ἀπὸ τὸν ὀρθὸ σκοπό, ἂν καὶ φαίνονται καλά, ἀλλὰ μόνον ἐκεῖνα ποὺ γίνονται σύμφωνα μὲ τὸν ὀρθὸ σκοπό. Γιατί ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ δὲν ἀποβλέπει στὰ ἔργα, ἀλλὰ στὸ σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο γίνονται τὰ ἔργα.
38. Ὁ δαίμονας τῆς ὑπερηφάνειας ἔχει διπλὴ πονηρία. ἢ πείθει τὸν μοναχὸ νὰ ἀποδίδει στὸν ἑαυτὸ τοῦ τὰ κατορθώματα καὶ ὄχι στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ χορηγός των καλῶν καὶ βοηθὸς γιὰ τὴν κατόρθωσή τους, η, ἂν δὲν πείθεται σ’ αὐτό, τοῦ ὑποβάλλει τὴν ἰδέα νὰ ἐξευτελίζει τοὺς πιὸ ἀτελεῖς ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς μοναχούς. Ἀγνοεῖ ὅμως αὐτὸς ποὺ ὑποβάλλεται, ὅτι ὁ δαίμονας προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἂν δηλαδὴ τοὺς ἐξευτελίζει ἐκείνους, γιατί δὲν μπόρεσαν νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ἀρετὴ ὅπως αὐτός, τότε παραδέχεται ὅτι αὐτὸς μὲ τὴν δικὴ τουδύναμη τὴν κατόρθωσε, πράγμα ἀδύνατο, ἀφοῦ ὁ Κύριος εἶπε: «Χωρὶς ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε»(48). Γιατί ὅταν ἡ δική μας ἀσθένεια κινηθεῖ πρὸς τὰ καλά, χωρὶς τὸν Χορηγό των καλῶν, δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ὁλοκληρώσει.
39. Ἐκεῖνος ποὺ γνώρισε τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, αὐτὸς δοκίμασε τὴ θεία δύναμη. Καὶ ἐπειδὴ ἄλλα ἔχει κατορθώσει κι ἄλλα ἐπιδιώκει νὰ κατορθώσει μὲ τὴ θεία δύναμη, δὲν ἐξευτελίζει ποτὲ κάνενα ἄνθρωπο. Γιατί γνωρίζει ὅτι ὅπως βοήθησε ὁ Θεὸς τὸν ἴδιο καὶ τὸν ἐλευθέρωσε ἀπὸ πολλὰ καὶ φοβερὰ πάθη, ἔτσι εἶναι σὲ θέση νὰ βοηθήσει καὶ ὅλους, ὅταν θέλει καὶ μάλιστα ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται γι’ Αὐτόν. ἂν καὶ γιὰ λόγους ποὺ μόνος Ἐκεῖνος γνωρίζει, δὲν τοὺς ἐλευθερώνει ὅλους μαζὶ ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ ξεχωριστά, ὡς ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος γιατρός, ἐλευθερώνει τὸν καθένα ποὺ προσπαθεῖ.
40. Ὅταν σταματοῦν νὰ ἐνεργοῦν τὰ πάθη, ἢ γιατί κόπηκαν οἱ αἰτίες τους ἢ γιατί οἱ δαίμονες ὑποχωροῦν ἀπὸ δόλο, τότε ἐμφανίζεται ἡ ὑπερήφανεια.
41. Σχεδὸν κάθε ἁμαρτία γίνεται γιὰ χάρη ἡδονῆς, καὶ ἡ ἐξάλειψή της γίνεται μὲ τὴν κακοπάθεια καὶ τὴ λύπη ποὺ προξενοῦνται εἴτε θεληματικὰ μὲ τὴ μετάνοια, εἴτε μὲ τρόπο ποὺ οἰκονομεῖ ἡ θεία πρόνοια. Γιατί ἂν ἀνακρίναμε τὸν ἑαυτό μας, δὲν θὰ καταδικαζόμαστε ἀπὸ τὸ Θεό. καὶ ὅταν δοκιμαζόμαστε ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ θλίψεις, μᾶς παιδαγωγεῖ γιὰ νὰ μὴν κατακριθοῦμε μαζὶ μὲ τὸν κόσμο(49).
42. Ὅταν σου ἔρθει ἀναπάντεχος πειρασμός, μὴν κατηγορεῖς ἐκεῖνον ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε, ἀλλὰ ἐξέταζε τὸ γιατί σου ἦρθε, καὶ θὰ βρεῖς διόρθωση. Ἐπειδὴ εἴτε ἀπὸ ἐκεῖνον, εἴτε ἀπὸ ἄλλον, σοῦ ἔπρεπε νὰ τὸ πιεῖς τὸ πικρὸ ποτήρι τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ.
43. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ εἶσαι κακότροπος, μὴν ἀρνεῖσαι τὴν κακοπάθεια, γιὰ νὰ ταπεινωθεῖς μὲ αὐτὴν καὶ νὰ ξεράσεις τὴν ὑπερηφάνεια.
44. Ἄλλοι πειρασμοὶ φέρνουν στοὺς ἀνθρώπους ἡδονές, ἄλλοι λύπες, ἄλλοι σωματικοὺς πόνους. Καὶ ἀνάλογα μὲ τὴν αἰτία τῶν παθῶν ποὺ βρίσκεται στὴν ψυχή, ἐπιβάλλει καὶ τὸ φάρμακο ὁ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν μὲ τὴν κρίση Του.
45. Οἱ πειρασμοὶ σὲ ἄλλους στέλνονται ἀπὸ τὸ Θεὸ γιὰ τὴν ἐξάλειψη ἁμαρτημάτων ποὺ ἔχουν ἤδη γίνει, σὲ ἄλλους γιὰ ἁμαρτήματα ποὺ τώρα γίνονται, καὶ σὲ ἄλλους γιὰ νὰ τοὺς ἐμποδίσουν ἀπὸ ἁμαρτήματα ποὺ πρόκειται νὰ γίνουν στὸ μέλλον. Ἐκτὸς βέβαια ἀπὸ ἐκείνους τοὺς πειρασμοὺς ποὺ στέλνονται γιὰ νὰ δοκιμαστεῖ κάποιος, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Ἰώβ.
46. Ὁ φρόνιμος ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ἀναλογίζεται τὴ θεραπευτικὴ ἐνέργεια τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, ὑπομένει εὐχαρίστως τὶς συμφορὲς ποὺ τοῦ ἐπέρχονται καὶ σκέφτεται ὅτι κανένας ἄλλος δὲν εἶναι αἴτιός τους παρὰ μόνο οἱ ἁμαρτίες του. Ὁ ἀνόητος ὅμως, ἐπειδὴ δὲ γνωρίζει τὴ σοφότατη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἁμαρτάνει καὶ τιμωρεῖται, θεωρεῖ ὡς αἰτίους τῶν συμφορῶν του ἢ τὸ Θεό, ἢ τοὺς ἀνθρώπους.
47. Ὑπάρχουν μερικὰ μέσα ποὺ σταματοῦν τὴν πρόοδο τῶν παθῶν καὶ δὲν τὰ ἀφήνουν νὰ μεγαλώσουν. καὶ ἄλλα ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἐλάττωσή τους καὶ τὰ περιορίζουν. Ἡ νηστεία, γιὰ παράδειγμα, ὁ κόπος καὶ ἡ ἀγρυπνία δὲν ἀφήνουν τὴν ἐπιθυμία νὰ αὐξηθεῖ. Ἡ ἀναχώρηση ὅμως καὶ ἡ θεωρία, ἡ προσευχὴ καὶ ὁ ἔρωτας πρὸς τὸν Θεὸ τὴν ἐλαττώνουν καὶ τὴν ὁδηγοῦν στὴν ἐξαφάνιση. Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὸν θυμό. Ἡ μακροθυμία, ἡ ἀμνησικακία καὶ ἡ πραότητα σταματοῦν τὸν θυμὸ καὶ δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ μεγαλώνει, ἐνῶ ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ καλωσύνη καὶ ἡ φιλανθρωπία, ὁδηγοῦν στὴν ἐλάττωση τοῦ θυμοῦ.
48. Ἐκείνου ποὺ ὁ νοῦς εἶναι πάντοτε κοντὰ στὸ Θεό, αὐτοῦ καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐξήθηκε πάρα πολὺ κι ἔγινε θεῖος ἔρωτας καὶ τὸ θυμικὸ ὁλόκληρο μεταβλήθηκε σὲ θεία ἀγάπη. Γιατί ὁ νοῦς, μὲ τὴν πολυκαιρη μέθεξη τῆς θείας ἐλλάμψεως, ἀφοῦ ἔγινε ὅλος φωτεινός, καὶ τὸ παθητικὸ μέρος τοῦ ἀφοῦ τὸ ὑπέταξε σφιχτὰ στὸν ἑαυτό του, τὸ μετέβαλε – ὅπως εἶπα – σὲ ἀκατάληπτο θεῖο ἔρωτα καὶ ἀκατάπαυστη ἀγάπη καὶ τὸ ἔφερε ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πρὸς τὸ Θεῖο.
49. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν φθονεῖ, μήτε ὀργίζεται, μήτε μνησικακεῖ ἐναντίον αὐτοῦ ποὺ τὸν λύπησε, δὲ σημαίνει ὅτι ἤδη ἔχει ὁπωσδήποτε καὶ ἀγάπη πρὸς αὐτόν. Γιατί μπορεῖ καὶ χωρὶς νὰ ἀγαπᾶ, νὰ μὴν ἀνταποδίδει κακὸ στὸ κακό, λόγω τῆς ἐντολῆς(50). δὲν μπορεῖ ὅμως ἐξάπαντος καὶ νὰ ἀνταποδώσει καλὸ στὸ κακὸ ἀβίαστα. Γιατί τὸ νὰ εὐεργετεῖ κανεὶς μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ ὅσους τὸν μισοῦν, εἶναι ἰδίωμα μόνο της τέλειας πνευματικῆς ἀγάπης.
50. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀγαπᾶ κάποιον, δὲν σημαίνει ὅτι καὶ τὸν μισεῖ ὁπωσδήποτε. οὔτε πάλι ἐκεῖνος ποὺ δὲν μισεῖ, ὁπωσδήποτε ἀγαπᾶ, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ εἶναι σὲ μιὰ μέση κατάσταση, οὔτε νὰ ἀγαπᾶ, οὔτε νὰ μισεῖ. Τὴν ἀγαπητικὴ διάθεση τὴν προξενοῦν μόνο οἱ πέντε τρόποι ποὺ ἀναφέρονται στὸ ἔνατο κεφάλαιο αὐτῆς τῆς ἑκατοντάδας. ὁ ἀξιέπαινος, ὁ μέσος καὶ οἱ ἀξιοκατηγόρητοι.
51. Ὅταν δεῖς τὸ νοῦ σου νὰ ἀπασχολεῖται μὲ εὐχαρίστηση μὲ τὰ ὑλικὰ καὶ νὰ καταγίνεται μὲ τὰ νοήματά τους, νὰ γνωρίζεις ὅτι μᾶλλον τὰ ὑλικὰ ἀγαπᾶς παρὰ τὸ Θεό. «Γιατί ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, λέει ὁ Κύριος, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιὰ σᾶς»(51).
52. Ὁ νοῦς ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεὸ καὶ παραμένει σ’ Αὐτὸν μὲ προσευχὴ καὶ ἀγάπη, γίνεται σοφὸς καὶ ἀγαθὸς καὶ δυνατὸς καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἐλέημων καὶ μακρόθυμος, καὶ μὲ μιὰ λέξη ἔχει ἐπάνω του ὅλα τα θεία ἰδιώματα. Ὅταν ὅμως ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ Θεό, ἢ γίνεται κτηνώδης, καθὼς γίνεται φιλήδονος, ἡ θηριώδης, μαχόμενος γιὰ τὰ ὑλικὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
53. Κόσμο ὀνομάζει ἡ Γραφὴ τὰ ὑλικὰ πράγματα. Καὶ κοσμικοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπασχολοῦν τὸ νοῦ τους μὲ αὐτά, καὶ σ’ αὐτοὺς λέει ἐπιτιμητικά: «Μὴν ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο, μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου. Ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ματιῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ πλούτου, ὅλα αὐτὰ δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν κόσμο κ.λ.π.»(52).
54. Μοναχὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀπομάκρυνε τὸ νοῦ του ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ εἶναι ἀφοσιωμένος στὸ Θεὸ μὲ ἐγκράτεια, ἀγάπη, ψαλμωδία καὶ προσευχή.
55. Ὁ πρακτικὸς – αὐτὸς ποὺ καλλιεργεῖ τὶς πρακτικὲς ἀρετὲς – εἶναι νοητὸς κτηνοτρόφος. Γιατί τὰ ἠθικὰ κατορθώματα ἔχουν θέση κτηνῶν. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε ὁ Ἰακώβ: «Οἱ δοῦλοι σου εἶναι κτηνοτρόφοι»(53). Ὁ γνωστικὸς εἶναι βοσκὸς προβάτων. Γιατί οἱ λογισμοὶ παρομοιάζονται μὲ πρόβατα ποὺ τὰ βόσκει ὁ νοῦς στὰ ὅρη τῶν θεωριῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ κάθε βοσκὸς προβάτων εἶναι βδέλυγμα γιὰ τοὺς Αἰγυπτίους(53), δηλαδὴ τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις.
56. Ὁ φαῦλος νοῦς, ὅταν τὸ σῶμα κινεῖται μέσω τῶν αἰσθήσεων στὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ἡδονές του, τὸ ἀκολουθεῖ καὶ συγκατατίθεται στὶς φαντασίες καὶ τὶς ὁρμές του. Ἐνῶ ὁ ἐνάρετος νοῦς ἐγκρατεύεται καὶ συγκρατεῖ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς ἐμπαθεῖς φαντασίες καὶ ὁρμὲς καὶ μᾶλλον φροντίζει νὰ καλυτερεύσει αὐτὲς τὶς κινήσεις του.
57. Ἀπὸ τὶς ἀρετές, ἄλλες εἶναι σωματικές, ἄλλες ψυχικές. Σωματικὲς εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ χαμαικοιτία, ἡ διακονία, τὸ ἐργόχειρο ποὺ κάνομε γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνομε ἄλλους ἢ γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἐλεοῦμε κ.τ.λ. Ψυχικὲς ἀρετὲς εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ μακροθυμία, ἡ πραότητα, ἡ ἐγκράτεια, ἡ προσευχὴ κλπ. Ἂν λοιπὸν ἀπὸ κάποια ἀνάγκη ἢ περίσταση σωματική, π.χ. ἀρρώστια ἢ κάτι παρόμοιο, μᾶς συμβεῖ νὰ μὴν μποροῦμε νὰ ἐκτελέσομε τὶς σωματικὲς ἀρετὲς ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω, ἔχομε συγχώρηση ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ γνωρίζει καὶ τὶς αἰτίες. Ἂν ὅμως δὲν ἐκτελοῦμε τὶς ψυχικὲς ἀρετές, δὲν θὰ ἔχομε καμιὰ ἀπολογία, γιατί δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀνάγκη ποὺ νὰ δικαιολογεῖ τὴ μὴ ἐκτέλεσή τους.
58. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ πείθει ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔχει νὰ καταφρονεῖ κάθε ἡδονὴ ποὺ εἶναι περαστική, καὶ κάθε κόπο καὶ λύπη. Ἃς σὲ πείσουν ὅλοι οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι τόσα ἔπαθαν γιὰ τὸν Χριστό.
59. Πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὴν μητέρα τῶν κακῶν, τὴ φιλαυτία, ἡ ὁποία εἶναι ἡ παράλογη ἀγάπη τοῦ σώματος. Ἀπὸ αὐτὴ γεννιοῦνται, μοιάζοντας εὔλογοι, οἱ πρῶτοι καὶ ἐμπαθεῖς καὶ γενικότατοι τρεῖς μανιώδεις λογισμοί, τῆς γαστριμαργίας, τῆς φιλαργυρίας καὶ τῆς κενοδοξίας, ξεκινώντας ἀπὸ τὴν ἀνυπέρβλητη τάχα ἀνάγκη τοῦ σώματος, κι ἀπὸ αὐτοὺς γεννιέται ὅλος ὁ κατάλογος τῶν κακῶν. Πρέπει λοιπόν, ὅπως εἴπαμε, νὰ προσέχομε καὶ νὰ τὴν πολεμοῦμε μὲ μεγάλη νήψη. Καὶ ὅταν ἀφανιστεῖ ἡ φιλαυτία, ἀφανίζονται μαζί της καὶ ὅλα ὅσα γεννιοῦνται ἀπ’ αὐτήν.
60. Τὸ πάθος τῆς φιλαυτίας ὑποβάλλει στὸ μοναχὸ νὰ λυπᾶται τὸ σῶμα του καὶ νὰ τοῦ χορηγεῖ τροφὴ πέρα ἀπ’ ὅσο πρέπει, δῆθεν γιὰ νὰ μὴν ἀσθενήσει, καὶ ἔτσι παρασύρεται σιγὰ σιγὰ καὶ πέφτει στὸ βάραθρο τῆς φιληδονίας. στὸν κοσμικό, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ὑποβάλλει νὰ φροντίζει πὼς νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἐπιθυμίες του.
61. Ἡ κορυφαία κατάσταση τῆς προσευχῆς εἶναι, ὅπως λένε, τὸ νὰ ἀποξενωθεῖ ὁ νοῦς ἀπὸ τὴν σάρκα καὶ τὸν κόσμο καὶ νὰ γίνει ἄυλος τελείως καὶ ἀσχημάτιστος τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ διατηρεῖ ἀκέραιη αὐτὴ τὴν κατάσταση, αὐτὸς πράγματι προσεύχεται ἀδιαλείπτως(54).
62. Ὅπως τὸ σῶμα ὅταν πεθαίνει, χωρίζεται ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὸν κόσμο, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ὅταν πεθαίνει μελετώντας τὴν κορυφαία ἐκείνη κατάσταση τῆς προσευχῆς, χωρίζεται ἀπὸ ὅλα τα νοήματα τοῦ κόσμου. Γιατί ἂν δὲν πεθάνει αὐτὸν τὸν θάνατο, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρεθεῖ καὶ νὰ ζήσει μαζὶ μὲ τὸ Θεό.
63. Κανένας νὰ μὴ σὲ ἐξαπατήσει, μοναχέ, ὅτι μπορεῖς νὰ σωθεῖς, ἂν εἶσαι ὑποδουλωμένος στὴν ἡδονὴ καὶ τὴν κενοδοξία.
64. Ὅπως τὸ σῶμα ἁμαρτάνει μὲ τὰ ὑλικὰ πράγματα, καὶ ὑπάρχουν οἱ σωματικὲς ἀρετὲς γιὰ νὰ τὸ παιδαγωγοῦν ὥστε νὰ σωφρονεῖ, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἁμαρτάνει μὲ τὰ ἐμπαθῆ νοήματα, ἔχει ὅμως καὶ αὐτὸς τὶς ψυχικὲς ἀρετὲς νὰ τὸν παιδαγωγοῦν ὥστε, βλέποντας καθαρὰ καὶ χωρὶς πάθος τὰ πράγματα, νὰ σωφρονεῖ.
65. Ὅπως τὶς ἡμέρες τὶς διαδέχονται οἱ νύχτες καὶ τὰ καλοκαίρια οἱ χειμῶνες, ἔτσι τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ἡδονὴ τὶς διαδέχονται λύπες καὶ πόνοι, εἴτε κατὰ τὸ παρόν, εἴτε στὸ μέλλον.
66. Δὲν εἶναι δυνατὸν ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε νὰ ξεφύγει τὴν μέλλουσα κρίση, ἂν δὲν ὑπομείνει ἐδῶ θεληματικοὺς κόπους ἢ ἀκούσιες θλίψεις.
67. Λένε ὅτι γιὰ πέντε αἰτίες ὁ Θεὸς παραχωρεῖ νὰ πολεμούμαστε ἀπὸ τοὺς δαίμονες. Πρώτη αἰτία εἶναι, καθὼς μᾶς πολεμοῦν καὶ πολεμοῦμε καὶ ἐμεῖς ἐναντίον τους, νὰ ἀποκτήσομε τὴν διάκριση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κακίας. Δεύτερη, νὰ ἀποκτήσομε τὴν ἀρετὴ μὲ πόλεμο καὶ κόπο καὶ ἔτσι νὰ τὴν ἔχομε βέβαιη καὶ σταθερή. Τρίτη, προοδεύοντας στὴν ἀρετή, νὰ μὴν ὑψηλοφρονοῦμε, ἀλλὰ νὰ μάθομε νὰ ταπεινοφρονοῦμε. Τέταρτη, ἀφοῦ γνωρίσομε μὲ τὰ παθήματά μας τὴν κακία, νὰ τὴ μισήσομε τελείως. Πέμπτη, ἀνώτερη ἀπ’ ὅλες, ἀφοῦ ἀποκτήσομε τὴν ἀπάθεια, νὰ μὴν ξεχνᾶμε οὔτε τὴ δική μας ἀδυναμία, οὔτε τὴ δύναμη Ἐκείνου ποὺ μᾶς βοήθησε.
68. Ὁ νοῦς τοῦ πεινασμένου φαντάζεται ψωμὶ καὶ τοῦ διψασμένου νερό. Ἔτσι καὶ ὁ νοῦς τοῦ γαστρίμαργου φαντάζεται ποικιλίες φαγητῶν. τοῦ φιλήδονου, μορφὲς γυναικών. τοῦ κενόδοξου, τὶς τιμὲς τῶν ἀνθρώπων. τοῦ φιλάργυρου, τὰ κέρδη. τοῦ μνησίκακου, τὴν ἐκδίκηση ἐκείνου ποὺ τὸν λύπησε. τοῦ φθονεροῦ, τὴν βλάβη τοῦ φθονουμένου. κι ἔτσι καὶ στὰ ὑπόλοιπα πάθη. Γιατί ὁ νοῦς σχηματίζει τὰ ἐμπαθῆ νοήματα ὅταν τὸν ἐνοχλοῦν τὰ πάθη, καὶ ὅταν τὸ σῶμα εἶναι ξυπνητό, καὶ ὅταν κοιμᾶται.
69. Ὅταν ἡ ἐπιθυμία αὐξάνει τὶς αἰτίες ποὺ προξενοῦν τὶς ἡδονές, τότε καὶ ὁ νοῦς στὸν ὕπνο ἔχει σχετικὲς φαντασίες. Ὅταν αὐξάνει ὁ θυμὸς τὶς αἰτίες του, ὁ νοῦς βλέπει στὸν ὕπνο ἐκεῖνα ποὺ προξενοῦν φόβο. Οἱ ἀκάθαρτοι δαίμονες ὅμως αὐξάνουν τὰ πάθη ἐρεθίζοντάς τα καὶ ἔχοντας συνεργὸ τὴν ἀμέλειά μας. ἐνῶ οἱ ἅγιοι ἄγγελοι τὰ περιορίζουν, παρακινώντας μας στὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν.
70. Τὸ ἐπιθυμητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, ὅταν ἐρεθίζονται συχνότερα, δημιουργεῖ μέσα στὴν ψυχὴ δυσκολομετακίνητη συνήθεια φιληδονίας. Καὶ τὸ θυμικό, ὅταν ταράζεται συνεχῶς, κάνει τὸν ἄνθρωπο δειλὸ καὶ ἄνανδρο. Τὸ πρῶτο το θεραπεύει ἡ ἐπίμονη ἄσκηση νηστείας, ἀγρυπνίας καὶ προσευχῆς. τὸ δεύτερο, ἡ καλωσύνη, ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ εὐσπλαχνία.
71. Οἱ δαίμονες μᾶς πολεμοῦν ἢ μὲ τὰ πράγματα ἢ μὲ τὰ ἐμπαθῆ νοήματα αὐτῶν τῶν πραγμάτων. Μὲ τὰ πράγματα πολεμοῦν ἐκείνους ποὺ κινοῦνται μέσα στὰ πράγματα, ἐνῶ μὲ τὰ νοήματα ἐκείνους ποὺ ἔχουν χωριστεῖ ἀπὸ τὰ πράγματα.
72. Ὅσο πιὸ εὔκολο εἶναι νὰ ἁμαρτάνομε μὲ τὴ διάνοια ἀπὸ τὸ νὰ ἁμαρτάνομε μὲ τὴν πράξη, τόσο βαρύτερος εἶναι ὁ πόλεμος ποὺ γίνεται μὲ τὰ νοήματα, ἀπὸ τὸν πόλεμο μὲ τὰ πράγματα.
73. Τὰ πράγματα εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ νοῦ, ἐνῶ τὰ νοήματά τους σχηματίζονται μέσα στὸ νοῦ. Ἀπὸ τὸ νοῦ λοιπὸν ἐξαρτᾶται ἡ καλὴ ἢ κακὴ χρήση τῶν νοημάτων. Γιατί τὴν ἐσφαλμένη χρήση τῶν νοημάτων τὴν ἀκολουθεῖ ἡ ἄπρεπη χρήση τῶν πραγμάτων.
74. Ἀπὸ τὰ ἑξῆς τρία δέχεται ὁ νοῦς τὰ ἐμπαθῆ νοήματα: ἀπὸ τὴν αἴσθηση, τὴν κράση τοῦ σώματος καὶ ἀπὸ τὴ μνήμη. Ἀπὸ τὴν αἴσθηση, ὅταν, προσβάλλοντας αὐτὴν τὰ πράγματα, πρὸς τὰ ὁποῖα ἔχομε τὰ πάθη, κινοῦν τὸ νοῦ σὲ ἐμπαθεῖς λογισμούς. Μὲ τὴν κράση, ὅταν ἀπὸ ἀκόλαστη διατροφὴ ἢ ἀπὸ ἐνέργεια δαιμόνων ἢ ἀπὸ κάποια ἀρρώστια, ἀλλοιώνεται ἡ κράση τοῦ σώματος καὶ κινεῖ τὸ νοῦ πάλι σὲ λογισμοὺς ἐμπαθεῖς ἢ πορνικούς. Μὲ τὴ μνήμη τέλος, ὅταν αὐτὴ ξαναφέρνει τὰ νοήματα τῶν πραγμάτων πρὸς τὰ ὁποῖα κάποτε εἴχαμε πάθος, καὶ κινεῖ ὁμοίως τὸ νοῦ πρὸς ἐμπαθεῖς λογισμούς.
75. Ἐκεῖνα ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς νὰ χρησιμοποιοῦμε, ἄλλα βρίσκονται στὴν ψυχή, ἄλλα στὸ σῶμα, καὶ ἄλλα γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα. Στὴν ψυχὴ βρίσκονται οἱ ψυχικὲς δυνάμεις. Στὸ σῶμα βρίσκονται τὰ αἰσθητήρια καὶ τὰ λοιπὰ ὄργανα. Γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι οἱ τροφές, τὰ κτήματα, τὰ χρήματα καὶ τὰ λοιπά. Τὸ νὰ μεταχειριστοῦμε λοιπὸν αὐτά, ἢ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτά, καλῶς ἢ κακῶς, αὐτὸ ἀποδεικνύει ἂν εἴμαστε ἐνάρετοι ἢ κακοί.
76. Ἐκεῖνα ποὺ βρίσκονται στὴ φύση τῶν πραγμάτων, ἀναφέρονται ἢ στὴν ψυχή, ἢ στὸ σῶμα, ἢ γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα. Ὅσα ἀναφέρονται στὴν ψυχὴ εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ ἄγνοια, ἡ λήθη καὶ ἡ μνήμη, ἡ ἀγάπη καὶ τὸ μίσος, ἡ λύπη καὶ ἡ χαρὰ καὶ τὰ λοιπά. Ὅσα ἀναφέρονται στὸ σῶμα εἶναι ἡ ἡδονὴ καὶ ὁ πόνος, ἡ αἴσθηση καὶ ἡ ἀναισθησία, ἡ ὑγεία καὶ ἡ ἀρρώστια, ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος καὶ τὰ ὅμοια. Γύρω ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι ἡ ἀπόκτηση τέκνων καὶ ἡ ἀτεκνία, ὁ πλοῦτος καὶ ἡ φτώχεια, ἡ δόξα καὶ ἡ ἀφάνεια καὶ τὰ λοιπά. Ἀπὸ αὐτά, ἄλλα νομίζονται καλὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κι ἄλλα κακά. Κανένα ὅμως ἀπ’ αὐτὰ δὲν εἶναι κακὸ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὴν χρήση τοὺς γίνονται πράγματι κακὰ ἢ καλά.
77. Ἡ γνώση εἶναι ἀπὸ τὴ φύση τῆς καλή, ὅπως καὶ ἡ ὑγεία. ἀλλὰ τὰ ἀντίθετά τους ὠφέλησαν πολλοὺς περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι αὐτά. Στοὺς κακοὺς ἡ γνώση δὲν βγαίνει σὲ καλό, ἂν καὶ φύσει εἶναι καλή. Ὁμοίως οὔτε ἡ ὑγεία, οὔτε ὁ πλοῦτος, οὔτε ἡ χαρά, γιατί δὲν τὰ χρησιμοποιοῦν γιὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς. Ἄρα λοιπὸν τοὺς συμφέρουν τὰ ἀντίθετα. Ἑπομένως οὔτε τὰ ἀντίθετα εἶναι φύσει κακά, ἂν καὶ νομίζονται κακά.
78. Μὴν κάνεις κακὴ χρήση τῶν νοημάτων, γιὰ νὰ μὴν κάνεις κατ’ ἀνάγκην κακὴ χρήση καὶ τῶν πραγμάτων. Γιατί ἂν δὲν ἁμαρτήσει κανεὶς πρῶτα μὲ τὴν διάνοια, δὲν θὰ ἁμαρτήσει ποτὲ μὲ τὴν πράξη.
79. Εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ ἀνθρώπου εἶναι οἱ βασικὲς κακίες, δηλαδὴ ἡ ἀφροσύνη, ἡ δειλία, ἡ ἀκολασία, ἡ δειλία, ἡ ἀκολασία, ἡ ἀδικία. Εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου, οἱ βασικὲς ἀρετές, δηλαδὴ ἡ φρόνηση, ἡ ἀνδρεία, ἡ σωφροσύνη, ἡ δικαιοσύνη. Ἀλλὰ καθὼς φορέσαμε τὴν εἰκόνα τοῦ χοϊκοῦ, ἃς φορέσομε καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου(55).
80. Ἂν θέλεις νὰ βρεῖς τὴν ὁδὸ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, ζήτα τὴν σὲ αὐτὴ τὴν Ὁδὸ ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ θύρα καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωὴ»(56), καὶ ἐκεῖ θὰ τὴν βρεῖς. Ἀλλὰ ζήτα τὴν μὲ πολὺ μεγάλο κόπο, γιατί εἶναι λίγοι ὅσοι βρίσκουν αὐτὴ τὴν ὁδὸ(57), μὴν τυχὸν καὶ μείνεις ἔξω ἀπὸ τοὺς λίγους καὶ βρεθεῖς μαζὶ μὲ τοὺς πολλούς.
81. Γιὰ πέντε αἰτίες ἡ ψυχὴ παύει τὶς ἁμαρτίες: ἢ ἀπὸ τὸ φόβο τῶν ἀνθρώπων, ἢ ἀπὸ τὸ φόβο τῆς κρίσεως, ἢ γιὰ τὴν μελλοντικὴ ἀνταμοιβή, ἢ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἢ τέλος, γιὰ τὴν ἐπίπληξη τῆς συνειδήσεως.
82. Μερικοὶ λένε ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε τὸ κακὸ στὸν κόσμο, ἂν δὲν ὑπῆρχε κάποια ἄλλη δύναμη ποὺ μᾶς τραβὰ σ’ αὐτό. Αὐτὴ ὅμως δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ ἀμέλεια τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν τοῦ νοῦ. Γι’ αὐτὸ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ἐπιμέλεια στὶς ἐνέργειες τοῦ νοῦ, πράττουν πάντοτε τὰ καλὰ καὶ οὐδέποτε τὰ κακά. Ἂν λοιπὸν θέλεις καὶ σύ, διῶξε τὴν ἀμέλεια καὶ διώχνεις μαζὶ μὲ αὐτὴ καὶ τὴν κακία, ποὺ εἶναι ἡ ἐσφαλμένη χρήση τῶν νοημάτων, τὴν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ κακὴ χρήση τῶν πραγμάτων.
83. Τὸ φυσικό του λογικοῦ μας εἶναι νὰ ὑποτάσσεται στὸ θεῖο λόγο, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐξουσιάζει τὸ ἄλογο στοιχεῖο μέσα μας. Ἃς φυλαχθεῖ σὲ ὅλα αὐτὰ ἡ τάξη, καὶ τότε οὔτε τὸ κακὸ θὰ ὑπάρχει στὸν κόσμο, οὔτε ἡ δύναμη ποὺ τραβάει σ’ αὐτὸ θὰ βρεθεῖ.
84. Οἱ λογισμοὶ εἶναι ἄλλοι ἁπλοί, ἄλλοι σύνθετοι. Ἁπλοὶ λογισμοὶ εἶναι οἱ ἀπαθεῖς, σύνθετοι οἱ ἐμπαθεῖς, γιατί ἀποτελοῦνται ἀπὸ πάθος καὶ νόημα. Καὶ ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, μποροῦμε νὰ δοῦμε πολλοὺς ἁπλοὺς λογισμοὺς νὰ ἀκολουθοῦν τοὺς σύνθετους, ὅταν αὐτοὶ ἀρχίζουν νὰ κινοῦνται πρὸς τὴν κατὰ διάνοιαν ἁμαρτία. Ἕνα παράδειγμα μὲ τὸν χρυσό. ἦρθε στὸ νοῦ κάποιου ἕνας λογισμὸς ἐμπαθὴς γιὰ τὸ χρυσό, αὐτὸς ἔνιωσε τὴν παρόρμηση νὰ τὸν κλέψει καὶ ἔτσι ἁμάρτησε μὲ τὸ νοῦ του. Μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τοῦ χρυσοῦ ἦρθε καὶ ἡ μνήμη τοῦ πορτοφολιοῦ καὶ τοῦ χρηματοκιβωτίου καὶ τῶν λοιπῶν. Καὶ ἐνῶ ἡ μνήμη τοῦ χρυσοῦ ἦταν σύνθετη (γιατί εἶχε τὸ πάθος), ἡ μνήμη τοῦ πορτοφολιοῦ καὶ τοῦ χρηματοκιβωτίου καὶ τῶν λοιπῶν ἦταν ἁπλή, γιατί δὲν εἶχε ὁ νοῦς πρὸς αὐτὰ πάθος. Καὶ σὲ κάθε λογισμὸ συμβαίνει τὸ ἴδιο – καὶ σὲ λογισμὸ κενοδοξίας καὶ γυναίκας καὶ σὲ ὅποιον ἄλλο. Γιατί δὲν εἶναι ἀπαραίτητα ἐμπαθεῖς ὅλοι οἱ λογισμοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν ἐμπαθῆ λογισμό, ὅπως ἀπέδειξε τὸ παράδειγμα. Ἀπὸ αὐτὰ λοιπὸν μποροῦμε νὰ καταλάβομε ποιὰ εἶναι τὰ ἐμπαθῆ νοήματα καὶ ποιὰ ὄχι.
85. Μερικοὶ λένε ὅτι οἱ δαίμονες ἀγγίζουν στὸν ὕπνο τὰ μόρια τοῦ σώματος καὶ κινοῦν τὸ πάθος τῆς πορνείας. Κατόπιν, ἀφοῦ κινηθεῖ τὸ πάθος, φέρνει μὲ τὴ μνήμη τὴ μορφὴ γυναίκας στὸ νοῦ. Ἄλλοι λένε ὅτι φαίνονται στὸ νοῦ μὲ σχῆμα γυναίκας καὶ ἀφοῦ ἀγγίσουν τὰ μόρια τοῦ σώματος, κινοῦν τὴν ὄρεξη, καὶ ἔτσι γίνονται οἱ φαντασίες. Ἄλλοι πάλι λένε ὅτι τὸ πάθος ποὺ ἐπικρατεῖ στὸ δαίμονα ποὺ πλησιάζει, κινεῖ τὸ πάθος τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἔτσι ἀνάβει ἡ ψυχὴ γιὰ πονηροὺς λογισμούς, καὶ φέρνει μὲ τὴ μνήμη τὶς μορφὲς στὴν ἐπιφάνεια. Τὸ ἴδιο καὶ σὲ ἄλλες ἐμπαθεῖς φαντασίες. ἄλλοι λένε πὼς συμβαίνει ἔτσι, κι ἄλλοι ἀλλοιῶς. Ὡστόσο μὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς τρόπους ποὺ ἀναφέραμε δὲν μποροῦν οἱ δαίμονες νὰ κινήσουν ὁποιοδήποτε πάθος, ὅταν ἔχει ἡ ψυχὴ ἀγάπη καὶ ἐγκράτεια, οὔτε ὅταν τὸ σῶμα εἶναι ξυπνητό, οὔτε ὅταν κοιμᾶται.
86. Ἄλλες ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου εἶναι ἀνάγκη νὰ τηροῦμε καὶ σωματικῶς καὶ πνευματικῶς, ἄλλες μόνον πνευματικῶς. Παράδειγμα. τὰ «οὐ μοιχεύσεις, οὐ φονεύσεις, οὐ κλέψεις»(58) καὶ τὰ ὅμοια, πρέπει νὰ τὰ τηροῦμε καὶ σωματικῶς καὶ πνευματικῶς, καὶ πνευματικῶς μάλιστα κατὰ τρεῖς τρόπους. Ἀλλὰ τὴν περιτομὴ(59), τὴν τήρηση τοῦ σαββάτου(60), τὸ νὰ σφάξομε τὸν ἀμνὸ καὶ νὰ φᾶμε τὰ ἄζυμα μὲ πικρίδες(61) καὶ τὰ ὅμοια, μόνο πνευματικῶς.
87. Τρεῖς γενικότερες ἠθικὲς καταστάσεις ὑπάρχουν στοὺς μοναχοὺς . Πρώτη, τὸ νὰ μὴν ἁμαρτάνει κανεὶς διόλου μὲ τὴν πράξη. Δεύτερη, νὰ μὴν πολυκαιρίζουν στὴν ψυχὴ οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοὶ . Καὶ τρίτη, τὸ νὰ βλέπει κανεὶς κατὰ διάνοια χωρὶς πάθος τὶς μορφὲς τῶν γυναικὼν καὶ ὅσων τὸν λύπησαν.
88. Ἀκτήμων εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀρνήθηκε ὅλα τα ὑπάρχοντά του, καὶ δὲν ἔχει τίποτε ἐπάνω στὴ γῆ, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σῶμα του. Καὶ ἀφοῦ ἔσπασε καὶ τὴ σχέση πρὸς τὸ σῶμα, ἐμπιστεύθηκε τὴν φροντίδα του στὸ Θεὸ καὶ στοὺς εὐσεβεῖς.
89. Ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀποκτοῦν ἀγαθά, ἄλλοι τὰ ἀποκτοῦν ἀπαθῶς, γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν τὰ στεροῦνται, δὲν λυποῦνται. ὅπως εἴνει ἐκεῖνοι ποὺ δέχθηκαν μὲ χαρὰ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ὑπαρχόντων τοὺς(62). Ἄλλοι τὰ ἀποκτοῦν ἐμπαθώς, γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν πρόκειται νὰ τὰ στερηθοῦν, γίνονται περίλυποι. ὅπως ὁ πλούσιος του Εὐαγγελίου, ὁ ὁποῖος ἔφυγε μὲ πολλὴ λύπη(63). Καὶ ἂν τὰ στερηθοῦν, λυποῦνται μέχρι θανάτου. Ἄρα λοιπὸν ἡ στέρηση φανερώνει ἂν κάποιος εἶναι ἀπαθὴς ἢ ἐμπαθής.
90. Ἐκείνους ποὺ προσεύχονται μὲ τελειότητα, τοὺς πολεμοῦν οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ μὴν ἐντυπώνουν στὸ νοῦ τοὺς γυμνά τα νοήματα τῶν πραγμάτων. Τοὺς γνωστικοὺς – ὅσους ἔχουν πνευματικὴ γνώση – , τοὺς πολεμοῦν γιὰ νὰ πολυκαιρίζουν σ’ αὐτοὺς οἱ ἐμπαθεῖς λογισμοί. Τοὺς πρακτικούς τους πολεμοῦν γιὰ νὰ τοὺς πείσουν νὰ ἁμαρτήσουν μὲ τὴν πράξη. Μὲ κάθε τρόπο ἀγωνίζονται οἱ ἄθλιοι ἐναντίον ὅλων γιὰ νὰ χωρίσουν τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ Θεό.
91. Ἐκεῖνοι ποὺ στὴ ζωὴ αὐτὴ γυμνάζονται ἀπὸ τὴ θεία Πρόνοια στὴν εὐσέβεια, δοκιμάζονται μὲ τοὺς ἑξῆς πειρασμούς: ἢ μὲ τὴ δωρεὰ ἀγαθῶν, ὅπως εἶναι ἡ ὑγεία, ἡ ὀμορφιά, ἡ εὐτεκνία, τὰ χρήματα, ἡ δόξα καὶ τὰ ὅμοια. ἢ μὲ τὸ χτύπημα ἀπὸ λυπηρά, ὅπως ἡ στέρηση τέκνων καὶ χρημάτων καὶ δόξας. ἢ μὲ ὅσα προκαλοῦν πόνο στὸ σῶμα, π.χ. ἀσθένεια, βάσανα καὶ τὰ λοιπά. Καὶ πρὸς τοὺς πρώτους ὁ Κύριος λέει: «Ὅποιος δὲν ἀπαρνεῖται ὅλα τα ὑπάρχοντά του, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μαθητής μου»(64). Πρὸς τοὺς δεύτερους καὶ τοὺς τρίτους: «Μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ κερδίσετε τὶς ψυχὲς σᾶς»(65).
92. Τὰ ἑξῆς τέσσερα εἶναι, ὅπως λένε, ποὺ μεταβάλλουν τὴν κράση τοῦ σώματος καὶ ἔτσι προκαλοῦν στὸ νοῦ λογισμούς, εἴτε ἐμπαθεῖς εἴτε ἀπαθεῖς: οἱ ἄγγελοι, οἱ δαίμονες, τὸ κλίμα καὶ ἡ δίαιτα. Καὶ οἱ ἄγγελοι, λένε, τὴ μεταβάλλουν μὲ τὸ λόγο, οἱ δαίμονες μὲ τὴν ἐπαφή, τὸ κλίμα μὲ τὶς καιρικὲς ἀλλαγές, καὶ ἡ δίαιτα μὲ τὶς ποιότητες τῶν φαγητῶν, τὴν αὔξηση καὶ τὴν ἐλάττωσή τους. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, ἡ κράση τοῦ σώματος δέχεται ἀλλοιώσεις μέσω τῆς μνήμης, τῆς ἀκοῆς καὶ τῆς ὁράσεως, ὅπου πρῶτα παθαίνει ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὰ λυπηρὰ ἢ χαροποιὰ ποὺ τὴ βρίσκουν. καὶ πάσχοντας ἀπὸ αὐτὰ ἡ ψυχή, μεταβάλλει τὴν κράση τοῦ σώματος, καὶ ἔτσι προκαλεῖ στὸ νοῦ λογισμούς.
93. Θάνατος κυρίως εἶναι ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ κεντρὶ τοῦ θανάτου εἶναι ἡ ἁμαρτία(66). Αὐτὸ τὸ κεντρὶ ἀφοῦ δέχθηκε ὁ Ἀδάμ, ἐξορίστηκε ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ ἀπὸ τὸ Θεὸ(67), καὶ ἦρθε σὰν ἐπακόλουθο κατ’ ἀνάγκην ὁ θάνατος τοῦ σώματος. Ζωὴ πάλι κυρίως εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωὴ»(68). Αὐτὸς μὲ τὴ νέκρωσή Του ἐπανέφερε τὸ νεκρωμένο ἄνθρωπο στὴ ζωή.
94. Ἐκεῖνος ποὺ συγγράφει λόγους, τὸ κάνει ἢ γιὰ τὸν ἑαυτό του ἢ πρὸς ὠφέλεια τῶν ἄλλων, ἢ καὶ γιὰ τὰ δύο, ἢ πρὸς βλάβη μερικῶν ἢ γιὰ ἐπίδειξη ἢ ἀπὸ κάποια ἀνάγκη.
95. «Τόπος χλόης» εἶναι ἡ πρακτικὴ ἀρετή. «Ὕδωρ ἀναπαύσεως»(69), ἡ γνώση τῶν δημιουργημάτων.
96. «Σκιὰ θανάτου» εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωή. Ἂν λοιπὸν κανεὶς εἶναι μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ ὁ Θεὸς εἶναι μαζί Του, αὐτὸς μπορεῖ νὰ πεῖ μὲ βεβαιότητα: «Ἂν βαδίσω καὶ μέσα στὴ σκιὰ τοῦ θανάτου, δὲ θὰ φοβηθῶ τὸ κακό, γιατί Ἐσὺ εἶσαι μαζί μου»(70).
97. Ὁ καθαρὸς νοῦς βλέπει ὀρθά τα πράγματα. Τὸ γυμνασμένο λογικὸ φέρνει μπροστά του ἐκεῖνα ποὺ εἶδε. Ἡ καθαρὴ ἀκοὴ τὰ δέχεται. Ἐκεῖνος ποὺ στερεῖται αὐτὰ τὰ τρία, κατηγορεῖ αὐτὸν ποὺ διδάσκει ὀρθά.
98. Μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ ποὺ βρίσκεται ἐκεῖνος ποὺ γνωρίζει τὴν Ἁγία Τριάδα καὶ τὴ δημιουργία Της καὶ τὴν πρόνοια, καὶ ποὺ τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς τὸ ἔκανε ἀπαθές.
99. Ἡ «ράβδος», λένε, σημαίνει τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, καὶ ἡ «βακτηρία» τὴν πρόνοιά Του. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀπόκτησε τὴν γνώση αὐτῶν τῶν δύο, μπορεῖ νὰ λέει: «Ἡ ράβδος σου καὶ ἡ βακτηρία σου, αὐτὲς μὲ παρηγόρησαν»(71).
100. Ὅταν ὁ νοῦς γυμνωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη καὶ καταφωτίζεται ἀπὸ τὴν θεωρία τῶν ὄντων, τότε μπορεῖ νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεται ὅπως πρέπει.
Τέταρτη Ἑκατοντάδα Κεφαλαίων Περὶ Ἀγάπης
1. Πρῶτα ὁ νοῦς αἰσθάνεται θαυμασμὸ καθὼς ἐννοεῖ τὴν ἀπόλυτη ἀπειρία τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖνο τὸ ἀπέραντο καὶ πολυπόθητο πέλαγος τῆς Θεότητας. Ἔπειτα κυριεύεται ἀπὸ ἔκπληξη καθὼς σκέφτεται πὼς ὁ Θεὸς δημιούργησε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μηδέν. Ἀλλὰ ὅπως ἡ μεγαλοσύνη Του δὲν ἔχει ὅριο(Ψάλμ. 144,3), ἔτσι καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐξιχνιάσει τὴ σοφία Τοῦ(Ἡσ. 40,28).
2. Πῶς νὰ μὴν θαυμάζει ὁ νοῦς, ὅταν συλλογίζεται τὸ ἀπέραντο πέλαγος τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ, ποῦ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ἔκπληξη; Ἢ πῶς νὰ μὴν σαστίσει, ὅταν σκέφτεται πὼς καὶ ἀπὸ ποὺ ἔγινε ἡ λογικὴ καὶ νοερὴ οὐσία, καὶ τὰ τέσσερα στοιχεῖα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦνται τὰ σώματα, χωρὶς νὰ ὑπάρχει καμιὰ ὕλη πρὶν ἀπὸ τὴν δημιουργία τους, καὶ ποιὰ εἶναι ἡ δύναμη ἐκείνη ποὺ μπῆκε σὲ ἐνέργεια καὶ τὰ ἔφερε στὴν ὕπαρξη; Ἀλλὰ τοῦτο οἱ Ἕλληνες δὲν τὸ παραδέχονται, γιατί ἀγνοοῦν τὴν παντοδύναμη Ἀγαθότητα καὶ τὴ δραστικὴ σοφία καὶ γνώση Της ποὺ ξεπερνᾶ κάθε νοῦ.
3. Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι προαιώνια Δημιουργός, ὅταν θέλει δημιουργεῖ μὲ τὸν ὁμοούσιο Λόγο Του καὶ τὸ Πνεῦμα ἀπὸ ἄπειρη ἀγαθότητα. Καὶ μὴ ρωτήσεις γιὰ ποιὸ λόγο δημιούργησε τώρα, ἀφοῦ εἶναι ἀγαθὸς πάντοτε; Γιατί ἐγώ σου ἀπαντῶ ὅτι ἡ ἀνεξερεύνητη σοφία τῆς ἄπειρης θείας οὐσίας ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη γνώση.
4. Τὴν γνώση τῶν ὄντων ποὺ ὑπῆρχε στὸ Θεὸ προαιώνια, ἔφερε στὴν ὕπαρξη ὁ Δημιουργὸς καὶ τὴν πρόβαλε πρὸς τὰ ἔξω, ὅταν τὸ θέλησε. Γιατί εἶναι ἄτοπο νὰ ἀμφιβάλομε ἂν ὁ παντοδύναμος Θεὸς μπορεῖ νὰ δώσει ὕπαρξη σὲ κάτι, ὅταν θέλει.
5. Γιὰ ποιὰ αἰτία δημιούργησε ὁ Θεὸς νὰ τὸ ἐρευνᾶς. γιατί εἶναι δυνατὴ αὐτὴ ἡ γνώση. Νὰ μὴν ἐρευνᾶς ὅμως τὸ πὼς καὶ τὸ γιατί δημιούργησε πρόσφατα, γιατί αὐτὸ δὲν εἶναι στὶς δυνατότητες τοῦ νοῦ σου. Γιατί ἀπὸ τὰ θεία ἄλλα εἶναι κατανοητὰ στοὺς ἀνθρώπους, κι ἄλλα ἀκατανόητα. Θεωρία ἀχαλίνωτη, ἴσως ὠθήσει καὶ στὸν κρημνό, ὅπως εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους.
6. Μερικοὶ ὑποστηρίζουν ὅτι τὰ δημιουργήματα ὑπάρχουν προαιώνια μαζὶ μὲ τὸ Θεό, πράγμα ἀδύνατο. Πῶς μποροῦν νὰ συνυπάρχουν προαιώνια μὲ τὸν ἀπὸ κάθε ἄποψη Ἄπειρό τα ἀπὸ κάθε ἄποψη πεπερασμένα; Ἢ πῶς εἶναι πράγματι δημιουργήματα, ἂν εἶναι συναιώνια μὲ τὸν Δημιουργό; Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι βέβαιά των Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι παρουσιάζουν τὸ Θεὸ ὡς Δημιουργὸ ὄχι τῆς οὐσίας τῶν δημιουργημάτων, ἀλλὰ μόνο των ἰδιοτήτων τους. Ἐμεῖς ὅμως, ποὺ ἔχομε γνωρίσει τὸ Θεὸ ὡς παντοδύναμο, λέμε ὅτι εἶναι Δημιουργὸς ὄχι ἰδιοτήτων, ἀλλὰ οὐσιῶν μαζὶ μὲ τὶς ἰδιότητές τους. Κι ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, δὲν συνυπάρχουν προαιωνίως τὰ δημιουργήματα μὲ τὸ Θεό.
7. Τὸ θεῖον καὶ τὰ σχετικὰ μὲ αὐτό, εἶναι ἀπὸ μία ἄποψη γνωστό, ἐνῶ ἀπὸ ἄλλη ἄποψη παραμένει ἄγνωστο. Γίνεται γνωστὸ μὲ τὴ θεωρία τῶν ἰδιοτήτων του. παραμένει ὅμως ἄγνωστο κατὰ τὴν οὐσία του.
8. Μὴ ζητήσεις στὴν ἁπλὴ καὶ ἄπειρη οὐσία τῆς Ἁγίας Τριάδας νὰ βρεῖς ἕξεις καὶ ἱκανότητες, γιὰ νὰ μὴν τὴν κάνεις σύνθετη ὅπως τὰ κτίσματα, πράγμα ποὺ εἶναι ἄτοπο καὶ ἀνεπίτρεπτο νὰ ἐννοήσεις γιὰ τὸν Θεό.
9. Μόνο ἡ ἄπειρη καὶ παντοδύναμη θεία οὐσία ποὺ δημιούργησε τὰ πάντα, εἶναι ἁπλή, μονοειδής, χωρὶς ποιότητες, ἀμετάβλητη καὶ ἀδιατάρακτη. Ὅλη ἡ κτίση εἶναι σύνθετη ἀπὸ οὐσία καὶ γνωρίσματα, κι ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὴ θεία Πρόνοια, γιατί δὲν εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπὸ μεταβλητότητα.
10. Κάθε οὐσία, νοερὴ καὶ αἰσθητική, ὅταν ἦρθε στὴν ὕπαρξη, ἔλαβε ἀπὸ τὸ Θεὸ δυνάμεις κατάλληλες γιὰ τὴν κατανόηση τῶν ὄντων. Ἡ νοερὴ οὐσία ἔλαβε τὴ νοητικὴ δύναμη, ἡ αἰσθητικὴ τὶς αἰσθήσεις.
11. Ὁ Θεὸς μετέχεται μόνο, ἐνῶ ἡ κτίση καὶ μετέχει καὶ μεταδίδει. Μετέχει στὴν ὕπαρξη, μεταδίδει ὅμως μόνο το ἀγαθὸ καὶ τὴν εὐδαιμονία. Ἀλλὰ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἡ σωματικὴ καὶ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἡ ἀσώματη οὐσία.
12. Ἡ ἀσώματη οὐσία μεταδίδει τὸ ἀγαθὸ καὶ τὴν εὐδαιμονία καὶ ὅταν μιλᾶ καὶ ὅταν ἐνεργεῖ καὶ ὅταν ἐξετάζεται θεωρητικά. ἡ σωματικὴ μόνον ὅταν ἐξετάζεται θεωρητικά.
13. Τὸ νὰ ὑπάρχει πάντοτε ἢ ὄχι νοερὴ καὶ λογικὴ οὐσία ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ βούληση Ἐκείνου, ποὺ ὅλα τα δημιούργησε καλά. Τὸ νὰ εἶναι ὅμως τὰ δημιουργήματα ἀγαθὰ ἢ κακὰ κατὰ τὴν προαίρεση, αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ θέλησή τους.
14. Τὸ κακὸ δὲν βρίσκεται στὴν οὐσία τῶν ὄντων, ἀλλὰ στὴν σφαλερὴ καὶ ἄλογη κίνησή τους.
15. Ἡ ψυχὴ κινεῖται λογικὰ καὶ σωστὰ ὅταν τὸ ἐπιθυμητικὸ τῆς μέρος ἔχει ἀποκτήσει σὰν ἰδιότητά του τὴν ἐγκράτεια. κι ὅταν τὸ θυμικὸ μέρος τῆς εἶναι προσηλωμένο στὴν ἀγάπη καὶ ἀποστρέφεται τὸ μίσος. κι ὅταν τὸ λογιστικὸ μέρος τῆς βρίσκεται κοντὰ στὸν Θεὸ μὲ προσευχὴ καὶ πνευματικὴ θεωρία.
16. Δὲν ἔχει ἀκόμη τέλεια ἀγάπη, οὔτε βαθιὰ γνώση τῆς θείας πρόνοιας, ἐκεῖνος ποὺ σὲ καιρὸ πειρασμοῦ δὲν κάνει ὑπομονὴ γιὰ ὅσα λυπηρά του συμβαίνουν, ἀλλὰ ἀποκόβεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν πνευματικῶν ἀδελφῶν.
17. Σκοπὸς τῆς θείας πρόνοιας εἶναι νὰ ἑνώνει μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὴν πνευματικὴ ἀγάπη ἐκείνους ποὺ ἔχει χωρίσει ἡ κακία μὲ διάφορους τρόπους, -ἂν βέβαια γι’ αὐτὸ ἔπαθε ὁ Σωτήρας, δηλ. γιὰ νὰ μαζέψει σὲ ἕνα τα διασκορπισμένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ(Ἰω. 11,52). Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ δὲν ἀνέχεται τὰ ἐνοχλητικά, οὔτε ὑποφέρει τὰ λυπηρά, οὔτε ὑπομένει τὰ ἐπίπονα, βαδίζει ἔξω ἀπὸ τὴ θεία ἀγάπη καὶ τὸ σκοπὸ τῆς πρόνοιας.
18. Ἀφοῦ ἡ ἀγάπη δείχνει ὑπομονὴ καὶ καλωσύνη(Ἃ΄ Κορ. 13,4), ὅποιος λιγοψυχεῖ γιὰ τὰ ὅσα λυπηρά του συμβαίνουν καὶ γι’ αὐτὸ γίνεται κακὸς καὶ διακόπτει τὴν ἀγάπη πρὸς ἐκείνους ποῦ τὸν λύπησαν, πῶς δὲν ξεπέφτει ἀπὸ τὸ σκοπὸ τῆς θείας πρόνοιας;
19. Πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου μήπως ἡ κακία ποὺ σὲ χωρίζει ἀπὸ τὸν ἀδελφό, δὲν βρίσκεται στὸν ἀδελφό, ἀλλὰ σὲ σένα, καὶ τρέξε νὰ συμφιλιωθεῖς μαζί του, γιὰ νὰ μὴν ξεπέσεις ἀπὸ τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης.
20. Μὴν καταφρονήσεις τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, γιατί μὲ αὐτὴν θὰ γίνεις υἱὸς Θεοῦ. Παραβαίνοντας τὴν, θὰ βρεθεῖς παιδὶ τῆς γέενας.
21. Ἐκεῖνα ποὺ χωρίζουν ἀπὸ τὴν ἀγάπη τῶν φίλων εἶναι τὰ ἑξῆς: τὸ νὰ φθονεῖ κανεὶς ἢ νὰ φθονεῖται, τὸ νὰ ζημιώνει ἢ νὰ ζημιώνεται, τὸ νὰ προσβάλλει ἢ νὰ προσβάλλεται, καὶ οἱ λογισμοὶ ἀπὸ ὑποψίες. Μήπως λοιπὸν προκάλεσες ἢ ἔπαθες κάτι τέτοιο καὶ γι’ αὐτὸ χωρίζεσαι ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ φίλου;
22. Σοῦ προκάλεσε κάποιο πειρασμὸ ὁ ἀδελφός σου καὶ ἡ λύπη σὲ ὁδήγησε στὸ μίσος; Μὴ νικιέσαι ἀπὸ τὸ μίσος, ἀλλὰ νὰ νικᾶς τὸ μίσος μὲ τὴν ἀγάπη. Καὶ θὰ τὸ νικήσεις, ἂν προσεύχεσαι γιὰ χάρη τοῦ εἰλικρινὰ στὸ Θεὸ καὶ δέχεσαι τὴν ἀπολογία του. Ή καὶ σὺ ὁ ἴδιος τὸν ἱκανοποιεῖς μὲ δική σου ἀπολογία, θεωρώντας τὸν ἑαυτό σου αἴτιο τοῦ πειρασμοῦ καὶ μακροθυμώντας, ὥσπου νὰ περάσει τὸ σύννεφο.
23. Μακρόθυμος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ περιμένει καρτερικά το τέλος τοῦ πειρασμοῦ καὶ κερδίζει τὸν ἔπαινο τῆς ὑπομονῆς.
24. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μακροθυμεῖ, ἔχει πολλὴ φρόνηση(Παροιμ. 14,29) γιατί ὅλα ὅσα τοῦ συμβαίνουν, τὰ ἀναφέρει στὸ τέλος τους, καὶ αὐτὸ περιμένοντας, ὑπομένει τὰ λυπηρά. Καὶ τὸ τέλος τοῦ εἶναι, κατὰ τὸν Ἀπόστολο, ἡ αἰώνια ζωὴ(Ρωμ. 6,22). «Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τὸ νὰ γνωρίζουν Ἐσένα, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καὶ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ μᾶς ἀπέστειλες»(Ἰω. 17,3).
25. Μὴν εἶσαι εὔκολος στὸ νὰ ἀπορρίπτεις τὴν πνευματικὴ ἀγάπη, γιατί δὲν ἔχει μείνει στοὺς ἀνθρώπους ἄλλη ὁδὸς σωτηρίας.
26. Τὸν ἀδελφὸ ποὺ τὸν εἶχες μέχρι χθὲς πνευματικὸ καὶ ἐνάρετο, μὴν τὸν κρίνεις σήμερα, ἐπειδὴ ὁ πονηρὸς σ’ ἔβαλε νὰ τὸν μισήσεις, ὡς κακὸ καὶ φαῦλο. Ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη ποὺ μακροθυμεῖ, ἔχοντας στὸ νοῦ σου τὰ χθεσινὰ καλά, διῶξε τὸ σημερινὸ μίσος τῆς ψυχῆς.
27. Ἐκεῖνον ποὺ ὡς χθὲς τὸν ἐπαινοῦσες ὡς καλὸ καὶ τὸν ἐγκωμίαζες ὡς ἐνάρετο, μὴν τὸν κακολογήσεις σήμερα ὡς κακὸ καὶ φαῦλο, ἐπειδὴ μετέβαλλες τὴν ἀγάπη σου σὲ μίσος, προβάλλοντας τὸν κακὸ λόγο τοῦ ἀδελφοῦ ὡς πρόσχημα τοῦ δικοῦ σου μίσους. Ἀλλὰ ἐξακολούθησε τοὺς ἐπαίνους σου, ἔστω καὶ ἂν ἀκόμη κυριαρχεῖσαι ἀπὸ τὴ λύπη, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν ἐπανέρχεσαι στὴν ἴδια σωτηριώδη ἀγάπη.
28. Ὅταν συνομιλεῖς μὲ ἄλλους, πρόσεχε μήπως ἐξαιτίας τῆς λύπης ποὺ διατηρεῖς ἀκόμα κρυμμένη, νοθεύσεις τὸ συνηθισμένο ἔπαινο τοῦ ἀδελφοῦ, ἀνακατώνοντας ἀσυναίσθητα στοὺς λόγους σου τὴν κατηγορία. Στὴ συνάντηση μὲ τοὺς ἄλλους νὰ χρησιμοποιήσεις ἁγνὸ ἔπαινο τοῦ ἀδελφοῦ καὶ νὰ προσεύχεσαι γι’ αὐτὸν εἰλικρινὰ σὰν νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὸν ἑαυτό σου. ἔτσι θὰ ἐλευθερωθεῖς πολὺ σύντομα ἀπὸ τὸ ὀλέθριο μίσος.
29. Μὴν πεῖς, «Δὲν μισῶ τὸν ἀδελφό μου», ἐνῶ δὲν θέλεις νὰ τὸν θυμᾶσαι, ἀλλὰ ἄκουσε τί λέει ὁ Μωυσῆς: «Μὴ νιώσεις μίσος γιὰ τὸν ἀδελφό σου στὴ διάνοιά σου. Νὰ ἐλέγξεις τὸν ἀδελφό σου καὶ δὲν θὰ κάνεις ἐξαιτίας τοῦ ἁμαρτία»(Λευϊτ. 19,17).
30. Ἂν κάποιος ἐπειδὴ πειράζεται ἀπὸ τὸν διάβολο ἐπιμένει νὰ σὲ κακολογεῖ, ἐσὺ μὴ βγεῖς ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἀγάπης, καθὼς ὁ ἴδιος δαίμονας πειράζει καὶ σένα κατὰ διάνοια. Καὶ δὲ θὰ βγεῖς ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτή, ἂν ἐνῶ σὲ κατηγορεῖ, ἐσὺ εὔχεσαι τὸ καλό του, ἂν ἐνῶ σὲ δυσφημεῖ, ἐσὺ φανεῖς συμφιλιωτικός. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς κατὰ Χριστὸν φιλοσοφίας. Καὶ ὅποιος δὲν βαδίζει αὐτὴ τὴν ὁδό, δὲν συγκατοικεῖ μὲ τὸν Χριστό.
31. Μὴ νομίζεις ὅτι σὲ ἀγαποῦν ἐκεῖνοι πού σου μεταφέρουν λόγια τὰ ὁποῖα σου προξενοῦν λύπη καὶ μίσος ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ, ἀκόμα καὶ ἄν σου φαίνονται ὅτι λὲν ἀλήθεια. ἀλλὰ νὰ τοὺς ἀποστρέφεσαι σὰν θανατηφόρα φίδια, ὥστε κι ἐκείνους νὰ σταματήσεις νὰ κατηγοροῦν, καὶ τὴν δική σου ψυχὴ νὰ ἀπαλλάξεις ἀπὸ τὴν κακία.
32. Μὴ θίξεις τὸν ἀδελφό σου μὲ ὑπονοούμενα, μὴν τυχόν σου ἀνταποδώσει κι ἐκεῖνος τὰ ἴδια, καὶ διώξεις τὴν ἀγάπη καὶ ἀπὸ τοὺς δύο σας, ἀλλὰ μὲ παρρησία γεμάτη ἀγάπη, πήγαινε κι ἔλεγξε τὸν γιὰ νὰ διαλύσεις τὶς αἰτίες τῆς λύπηςκαι ν’ ἀπαλλάξεις καὶ τοὺς δυό σας ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ τὴν λύπη.
33. Ἐξέτασε τὴ συνείδησή σου μὲ κάθε λεπτομέρεια, μήπως ἐξαιτίας σου δὲν συμφιλιώθηκε ὁ ἀδελφὸς μαζί σου. Καὶ μὴν τὴν καταφρονεῖς, γιατί αὐτὴ γνωρίζει τὰ μυστικά σου καὶ σὲ κατηγορεῖ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σου καὶ σοῦ γίνεται ἐμπόδιο τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.
34. Τὴν ὥρα τῆς εἰρήνης σου μὴ θυμᾶσαι ἐκεῖνα πού σου εἶπε ὁ ἀδελφὸς τὸν καιρὸ ποὺ σὲ στενοχώρησε, εἴτε σὲ σένακατα πρόσωπο τὰ εἶπε, εἴτε σὲ ἄλλον καὶ μετὰ τὰ ἄκουσες, γιὰ νὰ μὴν ξαναγυρίσεις στὸ ὀλέθριο μίσος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ μὲ τὸ νὰ ἀνέχεσαι τοὺς λογισμοὺς τῆς μνησικακίας.
35. Δὲν μπορεῖ ἡ λογικὴ ψυχή, ὅταν ἔχει μίσος ἐναντίον κάποιου ἀνθρώπου, νὰ εἰρηνεύει μὲ τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος ἔχει δώσει τὶς ἐντολές. Γιατί λέει: “Ἂν δὲν συγχωρεῖτε στοὺς ἀνθρώπους τὰ σφάλματά τους, μήτε ὁ Πατέρας σᾶς ὁ οὐράνιος θὰ συγχωρήσει τὰ δικά σας σφάλματα”(Ματθ. 6,14-15). Κι ἂν ὁ ἄλλος εἶναι ποὺ δὲν θέλει νὰ εἰρηνεύει, ἐσὺ πάντως φύλαξε τὸν ἑαυτό σου ἀπὸ τὸ μίσος, καὶ νὰ προσεύχεσαι γι’ αὐτὸν εἰλικρινὰ καὶ νὰ μὴν τὸν κακολογεῖς σὲ κανέναν.
36. Ἡ ἄκρα εἰρήνη τῶν ἁγίων ἀγγέλων συντηρεῖται ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς διαθέσεις: ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη μεταξύ τους. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ ὅλους τους ἁγίους ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου. Ὡραιότατα λοιπὸν ἔχει λεχθείοτι σ’ αὐτὲς τὶς δύο ἐντολὲς κρέμονται ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆτες(Ματθ. 22, 40).
37. Μὴ θέλεις ν’ ἀρέσεις στὸν ἑαυτό σου, καὶ δὲ θὰ μισεῖς τὸν ἀδελφό σου. Μὴν εἶσαι φίλαυτος, καὶ θὰ γίνεις φιλόθεος.
38. Ἂν διάλεξες νὰ ζήσεις μαζὶ μὲ πνευματικοὺς ἀδελφούς, ἀπαρνήσου ἀπὸ τὴν πόρτα ἀκόμη τὰ θελήματά σου. Γιατί δὲ θὰ μπορέσεις μὲ ἄλλον τρόπο νὰ εἰρηνεύσεις, οὔτε μὲ τὸ Θεό, οὔτε μὲ τοὺς ἀδελφούς.
39. Ἐκεῖνος ποὺ μπόρεσε νὰ ἀποκτήσει τὴν τέλεια ἀγάπη καὶ νὰ ρυθμίσει σύμφωνα μὲ αὐτὴν ὅλη τὴν ζωή του, αὐτὸς ἐπικαλεῖται τὸν Κύριο Ἰησοῦ μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Ἃ΄ Κορ. 12, 3).
40. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ ἐπιθυμεῖ νὰ δίνει πάντοτε φτερὰ στὸ νοῦ γιὰ τὴν ἀναστροφὴ μὲ τὸ Θεό, ἐνῶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, τὸν διαθέτει νὰ σκέφτεται πάντοτε καλὰ γι’ αὐτόν.
41. Γνώρισμα ἐκείνου ποὺ ἀγαπᾶ ἀκόμη τὴν κούφια δόξα ἢ εἶναι προσκολλημένος σὲ κάτι ὑλικό, εἶναι νὰ στενοχωρεῖται μὲ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὰ πρόσκαιρα ἢ νὰ μνησικακεῖ ἢ νὰ διατηρεῖ μίσος ἐναντίον τοὺς ἢ νὰ εἶναι ὑποδουλωμένος σὲ αἰσχροὺς λογισμούς. Γιὰ τὴν ψυχὴ ὅμως ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, ὅλα αὐτὰ εἶναι τελείως ξένα.
42. Ὅταν μήτε πεῖς, μήτε πράξεις κάτι αἰσχρὸ κατὰ διάνοιαν, καὶ ὅταν δὲν μνησικακεῖς ἐναντίον ἐκείνου ποὺ σὲ ζημίωσε ἢ σὲ κατηγόρησε, καὶ ὅταν τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς διατηρεῖς πάντοτε τὸ νοῦ σου ἄυλο καὶ ἀσχημάτιστο, τότε νὰ γνωρίζεις ὅτι ἔφθασες στὰ ὅρια τῆς ἀπάθειας καὶ τῆς τέλειας ἀγάπης.
43. Δὲν εἶναι μικρὸς ὁ ἀγώνας νὰ ἐλευθερωθεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν κενοδοξία. Καὶ ἐλευθερώνεται μὲ τὴν κρυφὴ ἐργασία τῶν ἀρετῶν καὶ τὴ συχνότερη προσευχή. Σημάδι δὲ τῆς ἀπαλλαγῆς εἶναι νὰ μὴ μνησικακεῖ πλέον ἐναντίον ἐκείνου ποὺ τὸν κατηγόρησε ἢ τὸν κατηγορεῖ.
44. Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι δίκαιος, δίνε σὲ κάθε μέρος σου, δηλαδὴ στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα, ὅ,τι τοὺς πρέπει. Στὸ λογιστικό της ψυχῆς δίνε ἀναγνώσματα καὶ θεωρίες καὶ προσευχή. Στὸ θυμικὸ ἀγάπη πνευματική, ποὺ εἶναι ἀντίθετη στὸ μίσος. Στὸ ἐπιθυμητικό, σωφροσύνη καὶ ἐγκράτεια. Στὸ σαρκίο, τροφὲς καὶ σκεπάσματα τὰ μόνα πιὸ ἀπαραίτητα(Ἃ΄ Τιμ. 6,8).
45. Ὁ νοῦς ἐνεργεῖ κατὰ φύση, ὅταν ἔχει στὴν ἐξουσία τοῦ τὰ πάθη, καὶ ἐξετάζει τοὺς λόγους τῶν ὄντων, καὶ μένει στὸ Θεό.
46. Ὅπως τὴν ὑγεία καὶ τὴν νόσο τὴν ἀναφέρουμε στὸ σῶμα τοῦ ζώου, καὶ τὸ φῶς καὶ τὸ σκοτάδι στὸ μάτι, ἔτσι ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ κακία ἀναφέρονται στὴν ψυχὴ καὶ ἡ γνώση καὶ ἡ ἀγνωσία στὸ νοῦ.
47. Ἡ πνευματικὴ ἐνασχόλησητου χριστιανοῦ στρέφεται στὰ ἑξῆς τρία: στὶς ἐντολές, στὰ δόγματα καὶ στὴν πίστη. Οἱ ἐντολὲς χωρίζουν τὸ νοῦ ἀπὸ τὰ πάθη, τὰ δόγματα τὸν εἰσάγουν στὴν γνώση τῶν ὄντων, ἐνῶ ἡ πίστη, στὴ θεωρία τῆς Ἁγίας Τριάδας.
48. Ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς ἀποκρούουν μόνον τοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἄλλοι κόβουν καὶ τὰ πάθη. Καὶ ἡ ἀπόκρουση γίνεται π.χ. ἢ μὲ ψαλμωδία ἢ μὲ προσευχὴ ἢ μὲ τὴν ἀνύψωση τοῦ νοῦ ἢ μὲ κάποιον ἄλλο περισπασμὸ σὲ κάτι ἐκεῖ κοντά. Τὰ πάθη τὰ κόβει κανεὶς μὲ τὴν καταφρόνηση ἐκείνων τῶν πραγμάτων, πρὸς τὰ ὁποῖα ἔχει τὰ πάθη.
49. Τὰ πράγματα πρὸς τὰ ὁποῖα ἔχομε τὰ πάθη εἶναι τὰ ἑξῆς: ἡ γυναίκα, τὰ χρήματα, τὰ δῶρα κτλ. Καὶ τὴν γυναίκα, τότε μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν καταφρονεῖ, ὅταν καὶ μετὰ τὴν ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο, μαραίνει τὸ σῶμα ὅπως χρειάζεται μὲ τὴν ἐγκράτεια. Τὰ χρήματα, ὅταν πείθει τὸν λογισμό του νὰ ἀκολουθεῖ τὴν αὐτάρκεια στὸ κάθε τί, καὶ τὴ δόξα ὅταν ἀγαπήσει τὴν κρυφὴ ἐργασία τῶν ἐντολῶν ποὺ φαίνεται μόνο στὸ Θεό. Παρόμοια καὶ γιὰ τὰ ἄλλα πράγματα. Κι ὅποιος αὐτὰ τὰ καταφρονεῖ, δὲ θὰ μισήσει ποτὲ κανένα.
50. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπαρνήθηκε τὰ ὑλικὰ πράγματα, π.χ. τὴ γυναίκα, τὰ χρήματα κτλ., ἔκανε τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο μοναχό, ὄχι ὅμως ἀκόμη καὶ τὸν ἐσωτερικό. Ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ ἀπαρνήθηκε καὶ τὰ ἐμπαθῆ νοήματα τῶν πραγμάτων, αὐτὸς ἔκανε μοναχὸ καὶ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ νοῦς. Καὶ τὸν ἐξωτερικὸ ἄνθρωπο τὸν κάνει κανεὶς μοναχὸ εὔκολα, μόνο ἂν τὸ θελήσει. Ἀλλὰ δὲν εἶναι μικρὸς ὁ ἀγώνας, νὰ κάνει μοναχὸ τὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο.
51. Ποιὸς εἶναι ἄραγε στὴν παροῦσα γενεά, ποὺ ἐλευθερώθηκε ὁλότελα ἀπὸ ἐμπαθῆ νοήματα καὶ κρίθηκε ἄξιος νὰ ἀποκτήσει ἀδιάκοπη τὴν καθαρὴ καὶ ἄυλη προσευχή, ποῦ εἶναι τὸ σημάδι τοῦ ἐσωτερικοῦ μοναχοῦ;
52. Πολλὰ πάθη εἶναι κρυμμένα στὶς ψυχές μας, ποὺ βγαίνουν στὴν ἐπιφάνεια ὅταν παρουσιάζονται τὰ πράγματα ποὺ τὰ ἐρεθίζουν.
53. Μπορεῖ κανεὶς νὰ μὴν ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὰ πάθη ὅταν λείπουν τὰ πράγματα, γιατί ἔφτασε σὲ ἕνα ὁρισμένο βαθμὸ ἀπάθειας. Ὅταν ὅμως παρουσιαστοὺν τὰ πράγματα, ἀμέσως τὰ πάθη τραβοῦν τὴν προσοχὴ τοῦ νοῦ.
54. Μὴ νομίζεις ὅτι ἔχεις τέλεια ἀπάθεια, ὅταν δὲν εἶναι παρὸν τὸ πράγμα ποὺ ἐρεθίζει κάποιο πάθος. Ὅταν παρουσιαστεῖ αὐτὸ κι ἐσὺ μένεις ἀνεπηρέαστος καὶ ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴ μνήμη τοῦ κατόπιν, τότε νὰ γνωρίζεις ὅτι ἔφτασες στὰ ὅρια τῆς ἀπάθειας. Ἀλλὰ οὔτε τότε νὰ μὴν ἀμελήσεις. γιατί ἀρετὴ ποὺ πολυκαιρίζει νεκρώνει τὰ πάθη, ὅταν ὅμως παραμελεῖται, αὐτὰ πάλι ξεσηκώνονται.
55. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Χριστό, ὁπωσδήποτε Τὸν μιμεῖται ὅσο μπορεῖ. Ὁ Χριστὸς π.χ. δὲν ἔπαυσε νὰ εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους. καὶ ἐνῶ δεχόταν τὴν ἀχαριστία καὶ τὶς βλασφημίες τους, ἔδειχνε μακροθυμία. καὶ ὅταν Τὸν χτυποῦσαν καὶ Τὸν θανάτωναν, ὑπέμεινε χωρὶς καθόλου νὰ λογαριάζει γιὰ κανένα τὸ κακὸ ποὺ Τοῦ ἔκανε. Αὐτὰ τὰ τρία εἶναι τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, χωρὶς τὰ ὁποῖα, ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ἀγαπᾶ τὸ Χριστὸ ἢ ὅτι θὰ ἐπιτύχει τὴν βασιλεία Του, ξεγελᾶ τὸν ἑαυτό του. Γιατί ὁ Κύριος λέει: “Δὲν θὰ μπεῖ στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καθένας ποὺ μὲ λέει Κύριε – Κύριε, ἀλλὰ ὅποιος κάνει τὸ θέλημα τοῦ Πατέρα μου”(Ματθ. 7, 21), καὶ πάλι: “Ὅποιος μὲ ἀγαπᾶ, θὰ τηρήσει τὶς ἐντολές μου”(Ἰω. 14, 15).
56. Ὅλος ὁ σκοπὸς τῶν ἐντολῶν τοῦ Σωτήρα εἶναι νὰ ἐλευθερώσουν τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν ἀκρασία καὶ τὸ μίσος, καὶ νὰ τὸν φέρουν στὴν ἀγάπη Αὐτοῦ καὶ τοῦ πλησίον, ἀπὸ τὰ ὁποῖα γεννιέται τὸ φῶς τῆς ἐνεργοῦ ἁγίας γνώσεως.
57. Ὅταν κριθεῖς ἄξιος καὶ λάβεις ἀπὸ τὸ Θεὸ μιὰ μερικὴ πνευματικὴ γνώση, μὴν ἀμελεῖς τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐγκράτεια. Γιατί αὐτὲς καθαρίζουν τὸ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς καὶ διαρκῶς ἀνοίγουν τὸ δρόμο πρὸς τὴν πνευματικὴ γνώση.
58. Δρόμος γιὰ τὴ γνώση εἶναι ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ ταπείνωση. χωρὶς αὐτὰ κανεὶς δὲ θὰ δεῖ τὸν Κύριο.
59. Ἐπειδὴ ἡ γνώση “φουσκώνει”, ἐνῶ ἡ ἀγάπη οἰκοδομεῖ(Ἃ΄ Κορ. 8, 2), ἕνωσε μὲ τὴ γνώση τὴν ἀγάπη καὶ θὰ εἶσαι ταπεινὸς καὶ πνευματικὸς οἰκοδόμος, ποὺ θὰ οἰκοδομεῖς καὶ τὸν ἑαυτό σου καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ σὲ πλησιάζουν.
60. Ἡ ἀγάπη κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν φθονεῖ, μήτε νὰ πικραίνεται πρὸς ἐκείνους ποὺ τὸν φθονοῦν, μήτε νὰ κοινολογεῖ ἐπιδεικτικά το προτέρρημα ποὺ προκαλεῖ φθόνο, μήτε νὰ νομίζει ὅτι πέτυχε πιὰ τὸ σκοπὸ τοῦ(Φιλιπ. 3, 13), καὶ γιὰ ὅσα δὲν γνωρίζει, νὰ ὁμολογεῖ χωρὶς νὰ ντρέπεται τὴν ἄγνοιά του. Ἔτσι ἡ ἀγάπη κάνει τὸ νοῦ ταπεινὸ καὶ νὰ προχωρεῖ συνεχῶς στὴν πνευματικὴ γνώση.
61. Εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο φυσικὰ παρεπόμενα τῆς γνώσεως ἡ οἴηση καὶ ὁ φθόνος, καὶ μάλιστα στὴν ἀρχή. Καὶ ἡ οἴηση φυτρώνει μέσα μας μόνο, ἐνῶ ὁ φθόνος καὶ ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά. ἐσωτερικά, ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ἔχουν γνώση. ἐξωτερικά, ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἔχουν ἄγνοια. Ἡ ἀγάπη λοιπὸν ἀνατρέπει καὶ τὰ τρία: τὴν οἴηση, γιατί ἡ ἀγάπη δὲν “φουσκώνεςι”. τὸν ἐσωτερικὸ φθόνο, γιατί ἡ ἀγάπη δὲν ζηλεύει. τὸν ἐξωτερικό, ἐπειδὴ ἡ ἀγάπη δείχνει μακροθυμία καὶ ἀγαθότητα(Ἃ΄ Κορ. 13, 4). Εἶναι ἀναγκαῖο λοιπόν, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει γνώση, νὰ προσθέσει σ’ αὐτὴ καὶ τὴν ἀγάπη, γιὰ νὰ διατηρεῖ πάντοτε τὸ νοῦ τοῦ ἀπλήγωτο.
62. Ἐκεῖνος ποὺ καταξιώθηκε καὶ ἔλαβε τὸ χάρισμα τῆς γνώσεως, ἔχει ὅμως ἐναντίον ἀνθρώπου λύπη ἢ μνησικακία ἢ μίσος, εἶναι ὅμοιος μ’ ἐκεῖνον ποὺ τρυπᾶ τὰ μάτια του μὲ ἀγκάθια καὶ τριβόλια. Γι’ αὐτὸ ἡ γνώση ἔχει ἀνάγκη ἀπαραίτητα ἀπὸ τὴν ἀγάπη.
63. Μὴν ἀφιερώνεις ὅλη σου τὴν ἐπιμέλεια στὸ σῶμα. ὅρισέ του τὴν ἄσκηση ποὺ μπορεῖ νὰ κάνει καὶ στρέψε ὅλο το νοῦ σου πρὸς τὸ ἐσωτερικό σου. Γιατί ἡ σωματικὴ ἄσκηση λίγο ὠφελεῖ, ἐνῶ ἡ εὐσέβεια εἶναι σὲ ὅλα ὠφέλιμη(Ἃ΄ Τιμ. 4, 8).
64. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι στραμμένος ἀκατάπαυστα στὸ ἐσωτερικό του, εἶναι ἐγκρατής, μακρόθυμος, εὐεργετικός, ταπεινός. Καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ ἐπιδίδεται στὴ θεωρία καὶ τὴν θεολογία καὶ τὴν προσευχή. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος: “Νὰ ἐνεργεῖται σύμφωνα μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Πνεύματος κτλ.”(Γαλ. 5, 16).
65. Ἐκεῖνος ποὺ δὲν γνωρίζει νὰ βαδίζει τὸν πνευματικὸ δρόμο, δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ ἐμπαθῆ νοήματα, ἀλλὰ ἔχει ὅλη του τὴν ἐπιμέλεια γύρω ἀπὸ τὴ σάρκα, καὶ ἢ παρατρώει καὶ εἶναι ἀκόλαστος καὶ λυπᾶται ἐναντίον τοῦ πλησίον του καὶ ὀργίζεται καὶ μνησικακεῖ, κι ἔτσι σκοτίζει τὸ νοῦ του, ἢ κάνει ὑπερβολικὴ ἄσκηση καὶ συγχίζει τὴ διάνοιά του.
66. Κανένα ἀπὸ ὅσα μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ χρήση δὲν καταργεῖ ἡ Γραφή, ἀλλὰ καταδικάζει τὴν ἀμετρία καὶ διορθώνει τὴν ἀλόγιστη χρήση. Γιὰ παράδειγμα: δὲν ἐμποδίζει νὰ τρώει κανένας, οὔτε νὰ κάνει παιδιά, οὔτε νὰ ἔχει χρήματα καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιεῖ σωστά. Ἐμποδίζει τὴν γαστριμαργία, τὴν πορνεία κτλ. Οὔτε καὶ νὰ τὰ σκέφτεται κανεὶς ἐμποδίζει ἡ Γραφή, γιατί γι’ αὐτὸ ἔγιναν, ἀλλὰ ἐμποδίζει το νὰ τὰ σκέφτεται κανεὶς μὲ πάθος.
67. Ἀλλὰ ἀπὸ ὅσα θεάρεστα κάνομε εἶναι κατ’ ἐντολήν, κι ἄλλα χωρὶς ἐντολή, ἀλλὰ τὰ προσφέρομε θεληματικά. Τὸ νὰ ἀγαποῦμε τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον, τὸ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἐχθρούς, τὸ νὰ μὴ μοιχεύουμε ἢ φονεύομε κτλ., εἶναι κατ’ ἐντολήν, καὶ ὅταν τὰ παραβαίνομε, καταδικαζόμαστε. Χωρὶς ἐντολὴ εἶναι ἡ παρθενία, ἡ ἀγαμία, ἡ ἀκτημοσύνη, ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο κτλ. Ἔτσι ἂν ἀπὸ ἀσθένεια δὲν μπορέσομε νὰ κατορθώσομε κάποιες ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐξιλεώσομε μὲ τὶς ἑκούσιες προσφορὲς μᾶς τὸν ἀγαθὸ Κύριό μας.
68. Ἐκεῖνος ποὺ διάλεξε τὴν παρθενία καὶ τὴν ἀγαμία, ὀφείλει νὰ ἔχει πάντοτε τὴ μέση του καλὰ ζωσμένη καὶ τὸ λυχνάρι τοῦ πάντοτε ἀναμμένο(Λουκ. 12, 35). Τὴ μέση ζωσμένη μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὸ λυχνάρι ἀναμμένο μὲ τὴν προσευχή, τὴν θεωρία καὶ τὴν πνευματικὴ ἀγάπη.
69. Μερικοὶ ἀδελφοὶ νομίζουν ὅτι δὲν ἔχουν τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐπειδὴ ἔχουν ἀμελήσει τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν, δὲν γνωρίζουν ὅτι ὅποιος ἔχει ἀνόθευτη τὴν πίστη του στὸ Χριστό, ἔχει ὅλα μαζί τα χαρίσματα μέσα του. Ἐπειδὴ ἐξαιτίας τῆς ἀργίας μᾶς εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὴν κατ’ ἐνέργειαν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν, ἡ ὁποία μᾶς δείχνει τοὺς θησαυροὺς ποὺ ἔχομε μέσα μας, δικαιολογημένα νομίζομε ὅτι δὲν ἔχομε τὰ θεία χαρίσματα.
70. Ἂν ὁ Χριστὸς κατοικεῖ στὶς καρδιὲς μᾶς(Ἔφ. 3, 17) μὲ τὴν πίστη, κατὰ τὸ θεῖο Ἀπόστολο, καὶ ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως εἶναι κρυμμένοι μέσα σ’ Αὐτὸν(Κόλ. 2, 3), ἄρα ὅλοι οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως εἶναι κρυμμένοι μέσα στὶς καρδιές μας. Γίνονται φανεροὶ στὴν καρδιὰ ἀνάλογα μὲ τὴν κάθαρση καθενὸς μέσω τῆς ἐργασίας τῶν ἐντολῶν.
71. Αὐτὸς εἶναι ὁ θησαυρὸς ποὺ εἶναι κρυμμένος στὸν ἀγρὸ τῆς καρδιᾶς σου, τὸν ὁποῖον δὲ βρῆκες ἀκόμη ἐξαιτίας τῆς ἀργίας σου. Γιατί ἂν τὸν εἶχες βρεῖ, θὰ πουλοῦσες τὰ πάντα γιὰ νὰ ἀγοράσεις αὐτὸ τὸν ἀγρὸ(Ματθ. 13, 44). Τώρα ἀφοῦ ἄφησες τὸν ἀγρό, περιποιεῖσαι τὰ γύρω του ἀγροῦ, στὰ ὁποῖα δὲν βρίσκεις τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ ἀγκάθια καὶ τριβόλια.
72. Γι’ αὐτὸ λέει ὁ Σωτήρας: “Μακάριοι ὅσοι ἔχουν καθαρὴ καρδιά, γιατί αὐτοὶ θὰ δοῦν τὸν Θεὸ”(Ματθ. 5, 8). Τότε θὰ δοῦν Αὐτὸν καὶ τοὺς θησαυρούς Του, ὅταν καθαρίσουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐγκράτεια. καὶ τόσο περισσότερο θὰ Τὸν δοῦν, ὅσο καθαρότεροι γίνονται.
73. Γι’ αὐτὸ πάλι λέει: “Πουλῆστε τὰ ὑπάρχοντά σας καὶ δώσετε ἐλεημοσύνη, καὶ νά, θὰ εἶναι ὅλα σας καθαρὰ”(Λουκ. 12, 33. 11, 41), γιατί δὲν θὰ ἀσχολεῖσθε πιὰ μὲ τὰ σωματικά, ἀλλὰ ὁ στόχος σας θὰ εἶναι νὰ καθαρίζετε ἀπὸ μίσος καὶ ἀκρασία τὸ νοῦ σᾶς (τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος ὀνομάζει καρδιά). Γιατί αὐτά, μὲ τὸ νὰ μολύνουν τὸ νοῦ, δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ βλέπει τὸ Χριστὸ ποὺ κατοικεῖ μέσα του μὲ τὴ χάρη τοῦ ἁγίου βαπτίσματος.
74. Ὁδούς, ἡ Γραφὴ ὀνομάζει τὶς ἀρετές. Μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετὲς εἶναι ἡ ἀγάπη. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος: “Ἀκόμη σᾶς δείχνω μιὰ ἐξαίρετη ὁδὸ (τὴν ἀγάπη)”(Ἃ΄ Κορ. 12, 31). ἐπειδὴ αὕτη μᾶς κάνει νὰ καταφρονοῦμε τὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ κανένα ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα νὰ μὴν προτιμοῦμε ἀπὸ τὰ αἰώνια.
75. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ ἀντιστέκεται στὴν ἐπιθυμία, γιατί πείθει τὸ νοῦ νὰ ἐγκρατεύεται ἀπὸ τὶς ἡδονές. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον ἀντιστέκεται στὸ θυμό, γιατί κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ καταφρονεῖ τὴ δόξα καὶ τὰ χρήματα. Καὶ αὐτὰ εἶναι τὰ δύο δηνάρια ποὺ ἔδωσε ὁ Σωτήρας στὸν πανδοχέα(Λουκ. 10, 35), γιὰ νὰ φροντίσει γιὰ σένα. Ἀλλὰ μὴ φανεῖς ἀχάριστος καὶ σχετίζεσαι πάλι μὲ τοὺς ληστές, μήπως ξαναπληγωθεῖς, ὁπότε δὲν θὰ βρεθεῖς μισοπεθαμένος, ἀλλὰ νεκρὸς .
76. Καθάρισε τὸ νοῦ σου ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὴ μνησικακία καὶ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς, καὶ τότε θὰ μπορέσεις νὰ νιώσεις ὅτι ὁ Θεὸς κατοικεῖ μέσα σου.
77. Ποιὸς σὲ φώτισε στὴν πίστη τῆς Ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ προσκυνητὴς Τριάδας; Ἢ ποιός σου ἔμαθε τὴν οἰκονομία γιὰ τὴν σάρκωση τοῦ ἑνὸς προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδας; Καὶ ποιὸς σὲ δίδαξε τοὺς λόγους τῶν ἀσωμάτων; Ἢ τοὺς λόγους περὶ τῆς δημιουργίας καὶ τοῦ τέλους τοῦ ὁρατοῦ κόσμου; Ἢ σχετικὰ μὲ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καὶ τὴν αἰώνια ζωή, τὴ δόξα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ τὴ φοβερὴ κρίση; Δὲν σοῦ τὰ ἔμαθε ὅλα αὐτὰ ἡ χάρη τοῦ Χριστοῦ ποὺ κατοικεῖ μέσα σου, ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἀρραβώνας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος(Β΄ Κορ. 1, 22. 5, 5); Τί μεγαλύτερο ἀπ’ αὐτὴ τὴν χάρη; Ἢ τί καλύτερο ἀπ’ αὐτὴ τὴ σοφία καὶ γνώση; Ἢ τί ὑψηλότερο ἀπ’ αὐτὲς τὶς ὑποσχέσεις; Ἂν ὅμως καθόμαστε ἀργοὶ καὶ ἀμελεῖς καὶ δὲν καθαρίζομε τοὺς ἑαυτούς μας ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ μᾶς μολύνουν καὶ τυφλώνουν τὸ νοῦ μας, ὥστε νὰ μὴν μποροῦμε νὰ βλέπομε καθαρότερα καὶ ἀπὸ τὸν ἥλιο τοὺς λόγους ὅσων ἀναφέραμε, νὰ κατηγοροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ὄχι νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν κατοίκηση τῆς χάρης μέσα στὶς καρδιές μας.
78. Ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος σου ὑποσχέθηκε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ ἔδωσε ὡς ἀρραβώνα τὸ Πνεῦμα Του στὴν καρδιά σου(Β΄ Κορ. 1, 22), σοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἐπιμελεῖσαι τὸ βίο σου, ὥστε νὰ καθαριστεῖ ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πάθη, καὶ ν’ ἀρχίσει ἀπὸ τοῦτον ἐδῶ τὸν κόσμο τὴν ἀπόλαυση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.
79. Ὅταν ἀξιωθεῖς νὰ φθάσεις τὶς θεῖες καὶ ὑψηλὲς θεωρίες, φρόντιζε πάρα πολὺ νὰ ἔχεις ἀγάπη καὶ ἐγκράτεια, γιὰ νὰ διατηρεῖς ἀτάραχό το παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, καὶ νὰ μὴν ἐκλείπει ποτὲ τὸ φῶς τῆς ψυχῆς σου.
80. Τὸ θυμικὸ μέρος τῆς ψυχῆς, χαλιναγώγησέ το μὲ τὴν ἀγάπη. τὸ ἐπιθυμητικό, μάρανέ το μὲ τὴν ἐγκράτεια. καὶ τὸ λογιστικό, φτέρωσέ το μὲ τὴν προσευχή. Ἔτσι τὸ φῶς τοῦ νοῦ δὲν σκοτεινιάζει ποτέ.
81. Αὐτὰ ποὺ διώχνουν τὴν ἀγάπη εἶναι τὰ ἑξῆς: προσβολή, ζημία, συκοφαντία σὲ θέματα πίστεως ἢ διαγωγῆς, δαρμοί, πληγὲς καὶ τὰ λοιπά, κι αὐτὰ εἴτε γίνονται στὸν ἴδιο, εἴτε σὲ κανένα συγγενῆ ἢ φίλο του. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ μ’ αὐτὰ διώχνει τὴν ἀγάπη , δὲν ἔμαθε ἀκόμη ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ.
82. Φρόντισε ὅσο μπορεῖς νὰ ἀγαπήσεις κάθε ἄνθρωπο. Ἂν αὐτὸ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις ἀκόμη, τουλάχιστον μὴ μισήσεις κανένα. Ἀλλὰ μήτε αὐτὸ δὲν μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις, ἂν δὲν καταφρονήσεις τὰ πράγματα τοῦ κόσμου.
83. Βλασφήμισε κάποιος; Μὴ μισήσεις αὐτόν, ἀλλὰ τὴν βλασφημία καὶ τὸν δαίμονα ποὺ τὸν ἔβαλε καὶ βλαφήμησε. Ἂν ὅμως μισεῖς ἐκεῖνον ποὺ βλασφήμησε, μίσησες κάποιον ἄνθρωπο καὶ ἔτσι ἀθέτησες τὴν ἐντολή. Ὅ,τι ἔκανε ἐκεῖνος μὲ τὸν λόγο, ἐσὺ τὸ κάνεις μὲ τὸ ἔργο. Ἂν τώρα τηρεῖς τὴν ἐντολή, δεῖξε τὴν ἀγάπη σου καὶ ὅσο μπορεῖς βοήθησε τὸν νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ κακό.
84. Δὲν θέλει ὁ Χριστὸς νὰ ἔχεις ἐναντίον κανενὸς γενικὰ ἀνθρώπου μίσος ἢ λύπη ἢ ὀργὴ ἢ μνησικακία, γιὰ ὁποιοδήποτε πρόσκαιρο πράγμα. Καὶ αὐτὸ τὸ φωνάζουν στὸν καθένα τὰ τέσσερα Εὐαγγέλια.
85. Πολλοὶ εἴμαστε ἐκεῖνοι ποὺ λέμε, λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ πράττουν. Κανεὶς ὡστόσο, δὲν πρέπει νὰ νοθεύει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀμέλειά του, ἀλλὰ νὰ ὁμολογεῖ ὁ καθένας τὴν ἀσθένειά του , χωρὶς ὅμως νὰ κρύβει τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι δὲν θὰ γίνομε ὑποδοκοί, μαζὶ μὲ τὴν παράβαση τῶν ἐντολῶν, καὶ γιὰ ἐσφαλμένη ἐξήγηση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
86. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἐγκράτεια ἐλευθερώνουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ πάθη. Ἡ ἀνάγνωση καὶ ἡ θεωρία ἐλευθερώνουν τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν ἄγνοια. Ἡ ἀληθινὴ προσευχὴ τὸν φέρνει μπροστὰ στὸν ἴδιο το Θεό.
87. Ὅταν μᾶς δοῦν οἱ δαίμονες ὅτι καταφρονοῦμε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, μὲ σκοπὸ νὰ μὴ μισήσομε γιὰ χάρη τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔτσι ξεπέσομε ἀπὸ τὴν ἀγάπη, τότε ξεσηκώνουν ἐναντίον μᾶς συκοφαντίες, γιὰ νὰ μισήσομε τοὺς συκοφάντες, μὴ ὑποφέροντας τὴ λύπη.
88. Δὲν ὑπάρχει βαρύτερος πόνος τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴ συκοφαντία, εἴτε στὴν πίστη, εἴτε στὴ διαγωγὴ συκοφαντεῖται κάποιος. Καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ μείνει ἀδιάφορος ὅταν συκοφαντεῖται, παρὰ μόνο ἐκεῖνος ποὺ στρέφει τὰ μάτια του στὸ Θεό, ὅπως ἡ Σωσσάνα. Ὁ Ὁποῖος μόνος μπορεῖ νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὸν κίνδυνο καὶ νὰ φανερώσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀλήθεια, ὅπως ἔκανε στὴν περίπτωση τῆς Σωσσάνας, καὶ νὰ παρηγορήσει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἐλπίδα.
89. Ὅσο ἐσὺ προσεύχεσαι μὲ τὴν ψυχή σου γιὰ χάρη ἐκείνου ποὺ σὲ συκοφάντησε, τόσο καὶ ὁ Θεὸς πείθει γιὰ τὴν ἀθωότητά σου ὅσους σκανδαλίστηκαν λόγω τῆς συκοφαντίας.
90. Φύσει ἀγαθὸς εἶναι μόνο ὁ Θεὸς(Ματθ. 19, 17). Κατὰ τὴν προαίρεση ἀγαθὸς εἶναι μόνον ἐκεῖνος ποὺ μιμεῖται τὸν Θεό, δηλαδὴ ὁ σκοπὸς τοῦ εἶναι νὰ ἑνώσει τοὺς πονηροὺς μὲ Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι φύσει ἀγαθός, γιὰ νὰ γίνουν ἀγαθοί. Γι’ αὐτὸ ὅταν ἐκεῖνοι τὸν λοιδωροῦν, αὐτὸς εὐλογεῖ. ὅταν τὸν καταδιώκουν, ὑπομένει. ὅταν τὸν βλασφημοῦν, παρηγορεῖ(Ἃ΄ Κορ. 4, 12-13). ὅταν τὸν φονεύουν , προσεύχεται γι’ αὐτούς. Τ ἁπάντα κάνει γιὰ νὰ μὴν ξεπέσει ἀπὸ τὸ σκοπὸ τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία εἶναι Αὐτὸς ὁ Θεὸς μᾶς(Ἃ΄ Ἰω. 4, 8).
91. Οἱ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου μᾶς διδάσκουν νὰ χρησιμοποιοῦμε λογικά τα πράγματα ποὺ δὲν ὁδηγοῦν σὲ πάθος. Ἡ λογικὴ χρήση αὐτῶν τῶν πραγμάτων κάνει καθαρὴ τὴν κατάσταση τῆς ψυχῆς. Ἡ καθαρὴ κατάσταση γεννᾶ τὴν ἀπάθεια, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιέται ἡ τέλεια ἀγάπη.
92. Δὲν ἔχει ἀκόμη τὴν ἀπάθεια ἐκεῖνος ποὺ ἐπειδὴ τοῦ ἔτυχε κάποιος πειρασμός, δὲν μπορεῖ νὰ παραβλέψει τὸ ἑλλάτωμα τοῦ φίλου, εἴτε εἶναι πραγματικὸ εἴτε ὑποθετικό. Γιατί τὰ πάθη ποὺ ὑπάρχουν στὴν ψυχή, ὅταν ταράζονται τυφλώνουν τὸ νοῦ καὶ δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ ἀτενίσει πρὸς τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας, οὔτε νὰ διακρίνει τὸ καλύτερο ἀπὸ τὸ χειρότερο. Ἄρα οὔτε τὴν τέλεια ἀγάπη δὲν ἀπόκτησε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἡ ὁποία ἀποδιώχνει τὸ φόβο τῆς κρίσεως(Ἃ΄ Ἰω. 4, 18).
93. Ὁ πιστὸς φίλος δὲν ἀνταλλάσεται μὲ τίποτα(Σόφ. Σείρ. 6, 15). ἐπειδὴ τὶς συμφορὲς τοῦ φίλου τὶς νομίζει γιὰ δικές του καὶ ὑποφέρει μαζί του ὑπομένοντας μέχρι θανάτου.
94. Ὑπάρχουν πολλοὶ φίλοι, ἀλλὰ στὸν καιρὸ τῆς εὐημερίας(Παροιμ. 19, 4). Στὸν καιρὸ τοῦ πειρασμοῦ, ζήτημα ἂν βρεῖς ἕνα.
95. Κάθε ἄνθρωπο πρέπει νὰ τὸν ἀγαποῦμε μὲ τὴν ψυχή μας. Ὅμως μόνο στὸ Θεὸ νὰ ἔχομε τὴν ἐλπίδα μας, καὶ μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας νὰ Τὸν λατρεύομε. Γιατί ὅσο μᾶς συντηρεῖ Ἐκεῖνος, καὶ οἱ φίλοι μας περιποιοῦνται καὶ οἱ ἐχθροὶ δὲν μποροῦν νὰ μᾶς βλάψουν. Ὅταν ὅμως Ἐκεῖνος μᾶς ἐγκαταλείψει, καὶ οἱ φίλοι μας ἀποστρέφονται, καὶ οἱ ἐχθροὶ ἀποκτοῦν δύναμη ἐναντίον μας.
96. Τέσσερις εἶναι γενικὰ οἱ τρόποι ἐγκαταλείψεως: ἡ κατ’ οἰκονομίαν Θεοῦ, ὅπως ἔγινε στὸ πάθος τοῦ Κυρίου(Ματθ. 27, 46. Μάρκ. 15, 34), ὥστε μὲ τὴ νομιζόμενη ἐγκατάλειψη νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εἶχαν ἐγκαταλειφθεῖ. ἔπειτα ἡ πρὸς δοκιμήν, ὅπως μὲ τὸν Ἰὼβ καὶ τὸν Ἰωσήφ, γιὰ νὰ ἀναδειχθοῦν ὁ πρῶτος ὑπόδειγμα ἀνδρείας, καὶ ὁ ἄλλος ὑπόδειγμα σωφροσύνης(Ἰὼβ 40, 8. Γέν. 39, 7-20). τρίτη, ἡ πατρικὴ παιδαγωγία, ὅπως μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, γιὰ νὰ φυλάξει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη τὴν ἄφθονη χάρη(Β΄ Κορ. 12, 7). τέλος, ἡ ἐγκατάλειψη λόγω ἀποστροφῆς, ὅπως τῶν Ἰουδαίων, ὥστε μὲ τὴν τιμωρία νὰ μαλακώσουν καὶ νὰ λυγίσουν σὲ μετάνοια. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ τρόποι εἶναι σωτήριοι καὶ γεμάτοι ἀπὸ θεία ἀγαθότητα καὶ φιλανθρωπία.
97. Μόνο ὅσοι τηροῦν πιστὰ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ εἶναι γνήσιοι μύστες τῶν θείων κρίσεων, δὲν ἐγκαταλείπουν τοὺς φίλους οἱ ὁποῖοι πειράζονται κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ. Οἱ καταφρονητὲς ὅμως τῶν ἐντολῶν καὶ ἀμύητοι στὶς θεῖες παραχωρήσεις, ὅταν ὁ φίλος εὐημερεῖ, ἀπολαμβάνουν μαζί του, ἐνῶ ὅταν ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, τὸν ἐγκαταλείπουν. Κάποτε συμμαχοῦν καὶ μὲ τοὺς ἐχθρούς του.
98. Οἱ φίλοι του Χριστοῦ ἀγαποῦν τοὺς πάντες ἀληθινά, δὲν ἀγαπιοῦνται ὅμως ἀπὸ ὅλους. Οἱ φίλοι του κόσμου ἐπίσης δὲν ἀγαπιοῦνται ἀπὸ ὅλους. Καὶ οἱ φίλοι του Χριστοῦ διατηροῦν τὴν ἀγάπη συνεχῶς μέχρι τέλους, ἐνῶ οἱ φίλοι του κόσμου μέχρις ὅτου συγκρουσθοῦν μεταξύ τους γιὰ πράγματα τοῦ κόσμου.
99. Ὁ πιστὸς φίλος εἶναι ἰσχυρὸ καταφύγιο(Σόφ. Σείρ. 6, 14), ἐπειδὴ καὶ στὴν εὐημερία τοῦ φίλου εἶναι σύμβουλος ἀγαθὸς καὶ συνεργὸς μὲ ὅλη του τὴν ψυχή, καὶ στὶς θλίψεις τοῦ εἶναι βοηθὸς ὁλότελα εἰλικρινὴς καὶ ὑπερασπιστῆς ποὺ συμμετέχει ἀπόλυτα στὶς δυσκολίες.
100. Πολλοὶ ἔχουν πεῖ πολλὰ περὶ ἀγάπης, ἂν ὅμως τὴν ἀναζητήσεις, θὰ τὴ βρεῖς μόνο στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ μόνο αὐτοὶ εἶχαν τὴν ἀληθινὴ Ἀγάπη δάσκαλο τῆς ἀγάπης, γιὰ τὴν ὁποία ἔλεγαν: “Ἂν ἔχω τὸ χάρισμα τῆς προφητείας καὶ ἂν γνωρίζω ὅλα τα μυστικὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔχω ὅλη τὴ γνώση, ἀλλὰ δὲν ἔχω ἀγάπη, δὲν ὠφελοῦμαι τίποτε”(Ἃ΄ Κορ. 13, 2-3). Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ ἀπόκτησε τὴν ἀγάπη, ἀπόκτησε τὸ Θεό, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη(Ἃ΄ Ἰω. 4, 8).
Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες.
Ἀμήν.
Πηγή: Φιλοκαλία, Τόμος Β
Leave a Reply
Want to join the discussion?Feel free to contribute!