Κυριακή Στ΄ Ματθαίου
Ματθ. θ΄, 1-8
Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Ματθαῖον τὸν Εὐαγγελιστήν, ὁμιλία κθ΄
1 Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. 2 Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν τῷ παραλυτικῷ· Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 3 καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· Οὗτος βλασφημεῖ. 4 καὶ εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 5 τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; 6 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας – τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· Ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. 7 καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 8 ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις. 9 Καὶ παράγων ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ.
α΄. Δική του πόλη ἀποκαλεῖ ἐδῶ τὴν Καπερναούμ. Ἡ Βηθλεέμ τὸν ἔφερε στὴ ζωή, ἡ Ναζαρέτ τὸν μεγάλωσε, ἡ Καπερναούμ τὸν εἶχε μόνιμο κάτοικό της. Ὁ παραλυτικὸς ἐδῶ εἶναι ἄλλος ἀπὸ κεῖνον ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης. Ἐκεῖνος ἦταν πλαγιασμένος στὴν κολυβήθρα, αὐτὸς ἦταν στὴν Καπερναούμ. Ἐκεῖνος ἦταν ἄρρωστος τριάντα ὀκτὼ χρόνια· γι’ αὐτὸ ἐδῶ δὲ λέγεται τίποτα τέτοιο. Ἐκεῖνος δὲν εἶχε κανένα νὰ τὸν προστατέψη, τοῦτος ὅμως εἶχε αὐτοὺς ποὺ τὸν φρόντιζαν, ποὺ τὸν σήκωσαν κι ὅλας καὶ τὸν ἔφεραν. Καὶ σὲ τοῦτον λέγει, παιδί μου, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου· σ’ ἐκεῖνον, θέλεις νὰ βρῆς τὴν ὑγεία σου;
Κι ἐκεῖνον τὸν ἐθεράπευσε τὸ Σάββατο, αὐτὸν ὅμως ὄχι. Γιατὶ βέβαια θὰ τὸν κατηγοροῦσαν· καὶ γι’ αὐτο οἱ Ἰουδαῖοι σ’ αὐτὸν ἐκράτησαν σιωπή, σ’ ἐκεῖνον ὅμως ἐπετέθηκαν καὶ τὸν καταδίωξαν. Αὐτὰ τὰ εἶπα ὄχι χωρὶς λόγο ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ νομίση κανένας πὼς ὑπάρχει διαφωνία, ἐπειδὴ σχημάτισε τὴν ὑπόνοια πὼς ἦταν ὁ ἴδιος παραλυτικός. Ἐμεῖς ἄς προσέξωμε τὴ μετριοφροσύνη καὶ τὴν καλωσύνη τοῦ Κυρίου. Γιατὶ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὸ ἀπόφυγε τὸν κόσμο· κι ὅταν τὸν ἔδιωξαν οἱ Γαδαρηνοί, δὲν ἀντιστάθηκε, ἔφυγε καὶ μόνο ποὺ δὲν πῆγε μακρυά. Καὶ πέρασε ἀφοῦ ξαναμπῆκε στὸ πλοῖο, ἐνῶ μποροῦσε νὰ πάη περπατῶντας. Δὲν ἤθελε νὰ πραγματοποιῆ πάντα θαύματα, ὥστε νὰ μὴν καταστρέψη τὴν ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας. Ὁ Ματθαῖος λοιπὸν γράφει ὅτι τὸν ἔφεραν κοντὰ οἱ ἄλλοι, ὅτι ἀφοῦ ἄνοιξαν καὶ τὴ σκεπὴ τὸν κατέβασαν. Κι ἔβαλαν μπροστά στὸ Χριστὸ τὸν ἄρρωστο χωρὶ νὰ τοῦ ποῦν τίποτα ἀλλὰ ἀφήνοντάς τα ὅλα σ’ ἐκεῖνον. Σὴν ἀρχὴ καὶ ὁ ἴδιος πήγαινε ἐδῶ κι ἐκεῖ, καὶ δὲ ζητοῦσε τόσο μεγάλη πίστη ἀπ’ ὅσους τὸν πλησίαζαν. Ἐδῶ καὶ τὸν ἐπλησίασαν καὶ τοὺς ζητοῦσε πίστη. Ὅταν εἶδε, γράφει, τὴν πίστη τους, δηλ. ἐκεῖνων ποὺ ἄνοιξαν τὴ σκεπή. Δὲ γυρεύει παντοῦ τὴν πίστη ἀπὸ τοὺς ἀρρώστους μονάχα, π.χ. ὅταν παραφέρονται ἤ τὰ ἔχουν χαμένα ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια. Ἐδῶ φαίνεται, πὼς ἡ πίστη ἦταν τοῦ ἀρρώστου· δὲ θὰ δεχόταν νὰ τὸν κατέβαζαν ἀπὸ τὴ σκεπή, ἄν δὲν πίστευε. Ἀφοῦ αὐτοὶ ἔδειξαν τόση πίστη, δείχνει κι αὐτὸς τὴ δύναμή του, συγχωρῶντας τὶς ἁμαρτίες μὲ πλήρη ἐξουσία, καὶ μὲ ὅλη του τὴ συμπεριφορὰ δείχνοντας ὅτι εἶναι ὁμότιμος μ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸν γέννησε. Προσέξετε· προηγουμένως τὸ ἔδειξε αὐτὸ μὲ τὴ διδασκαλία του, ὅταν τοὺς μιλοῦσε σὰν ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἐξουσία· μὲ τὸν λεπρό, ὅταν εἶπε Θέλω, καθαρίσου· μὲ τὸν ἑκατόνταρχο, ποὺ τὸν ἐθαύμασε καὶ τὸν ἀνέβασε ψηλότερα ἀπὸ ὅλους· μὲ τὴ θάλασσα, ὅταν τὴν ὑπόταξε μὲ τὸ λόγο μόνο· μὲ τοὺς δαίμονες, ὅταν τὸν παραδέχονταν ὡς κριτή, καὶ τοὺς ἔδιωξε μὲ πολλὴ ἐξουσία. Ἐδῶ πάλι μὲ ἄλλο ἀνώτερο τρόπο τοὺς ἴδιους τοὺς ἐχθροὺς ἀναγκάζει νὰ παραδεχτοῦν τὴν ὁμοτιμία καὶ μὲ τὸ στόμα αὐτῶν τὸ κάνει φανερό. Ὁ ἴδιος δείχνεται ὅτι δὲν ἀγαποῦσε τὶς τιμές -ἦσαν πολλοὶ θεατὲς ποὺ ἔκλειναν τὴν εἴσοδο, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν κατέβασαν ἀπὸ ψηλὰ – δὲ βιάστηκε νὰ θεραπεύση ἀμέσως τὸ σῶμα ποὺ εἶναι ὁρατὸ, ἀλλὰ παίρνει τὴν ἀφορμὴ ἀπ’ αὐτοὺς καὶ θεραπεύει τὸ ἀόρατο πρῶτα, τὴν ψυχὴ συγχωρῶντας τὶς ἁμαρτίες. Τοῦτο τὸν ἄρρωστο τὸν ἔσωζε, στὸν ἴδιο ὅμως δὲν προξενοῦσε μεγάλη δόξα. Ἐκεῖνοι κινημένοι ἀπὸ πονηρία καὶ θέλοντας νὰ ἐπιτεθοῦν ἔκαναν τὸ θαῦμα νὰ λάμψη παρὰ τὴ θέλησή τους. Γιατὶ ἔτσι ὅπως ἦταν ἐκεῖνος ἐφευρετικός, χρησιμοποίησε τὸ φθόνο τους γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ θαύματος. Ἐπειδὴ λοιπὸν ἔκαναν θόρυβο μεταξύ τους κι ἔλεγαν Αὐτὸς βλασφημεῖ· ποιός μπορεῖ νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες παρὰ μόνο ὁ Θεός; Ἄς δοῦμε τί λέει ὁ ἴδιος. Ἆραγε διέλυσε τὴν ὑποψία; Καὶ βέβαια ἄν δὲν ἦταν ἴσος ἔπρεπε νὰ πῆ· Γιατὶ μοῦ ἀποδίδετε ὑπόληψη ποὺ δὲ μοῦ ταιρίαζει; Πολὺ ἀπέχω ἐγὼ ἀπὸ τὴ δύναμη αὐτή. Τώρα ὅμως δὲν εἶπε τίποτα τέτοιο. Ἴσα ἴσα βεβαίωσε καὶ ἐπικύρωσε τὸ ἀντίθετο, ὁλότελα, καὶ μὲ τὸ λόγο του καὶ μὲ τὸ θαῦμα. Ἐπειδὴ ἡ παριαυτολογία φαινόταν ὅτι στενοχωροῦσε τοὺς ἀκροατάς, μὲ τὸ στόμα τῶν ἄλλων βεβαιώνει, ὅ,τι τὸν ἀφορᾶ. Καὶ θαυμαστὸ εἶναι ὅτι τὸ κάνει ὄχι μόνο μὲ τὸ στόμα τῶν φίλων, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐχθρῶν. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ πλῆθος τῆς σοφίας του. Μὲ τὸ στόμα τῶν φίλων του, ὅταν εἶπε Θέλω, καθαρίσου καὶ ὅταν εἶπε, οὔτε ἀνάμεσα στοὺς Ἑβραίους δὲ βρῆκα τόση πίστη. Μὲ τὸ στόμα τῶν ἐχθρῶν του τώρα. Ἐπειδὴ εἶπαν κανένας δὲ μπορεῖ νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες παρὰ μόνο ὁ Θεός, συμπλήρωσε: Γιὰ νὰ μάθετε, ὅτι ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες πάνω στὴ ἀκοῦστε. Γυρίζει τότε καὶ λέγει στὸν παράλυτο. Σηκω πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε σπίτι σου. Κι ὄχι ἐδῶ μονάχα, ἀλλὰ κι ἀλλοῦ, ὅταν ἐκεῖνοι τοῦ ἔλεγαν· ὅτι δὲ σὲ λιθοβολοῦμε γιὰ μιὰ καλή σου πράξη, ἀλλὰ γιὰ τὴ βλασφημία σου, κι ὅτι ἐνῶ εἶσαι ἄνθρωπος, κάνεις τὸν ἑαυτό του Θεό, οὔτε ἐκεῖ δὲν ἀναίρεσε τὴ γνώμη αὐτή, ἀλλὰ τὴν ἐπικύρωσε λέγοντας· Ἄν δὲν κάνω τὰ ἔργα τοῦ Πατέρα μου, μὴ μὲ πιστεύετε, ἄν ὅμως τὰ ἐκτελῶ, κι ἄν δὲν πιστεύετε σὲ μένα, πιστέψετε στὰ ἔργα.
β΄. Ἐδῶ ὡστόσο παρουσιάζει κι ἄλλο σημάδι τῆς θεότητάς του -ὄχι μικρό- καὶ τῆς ὁμοτιμίας μὲ τὸν Πατέρα. Ἐκεῖνοι ἔλεγαν ὅτι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων ἀνήκει μόνο στὸ Θεό. Αὐτὸς ὅμως ὄχι μόνο τὰ ἁμαρτήματα συγχωρεῖ, ἀλλὰ καὶ πρὶν ἀπ’ αὐτὸ κάνει κάτι ἄλλο ποὺ εἶναι ἀποκλειστικὸ προνόμοιο τοῦ Θεοῦ· ἀποκαλύπτει τὰ μυστικὰ ποὺ εἶναι κρυμμένα στὴν ψυχή. Δὲν εἶχαν ἐκφράσει αὐτὸ ποὺ ἐσκέφτηκαν. Μερικοὶ γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους· Αὐτὸς βλασφημεῖ. Καὶ ἐπειδὴ ὀ Χριστὸς ἤξερε τὶς σκέψεις τους εἶπε· Γιατὶ κάνετε μὲ τὸ νοῦ σας πονηρὲς σκέψεις; Ὅτι μόνο στὸ Θεὸ ἀνήκει νὰ γνωρίζει τὰ μυστικά, ἄκουσε τί λέει ὁ προφήτης· Σὺ μόνος ἀπ’ ὅλους γνωρίζεις τὶς καρδιές· καὶ πάλι σὺ ὁ Θεὸς ποὺ ἐξετάζεις τὸν ἐσωτερικό μας κόσμο. Καὶ ὁ Ἱερεμίας λέγει· Βαθύτερα ἀπ’ ὅλα ἡ καρδιά εἶναι ἄνθρωπος καὶ ποιός θὰ τὸν κατανοήση; Καὶ τοῦτο· ὁ ἄνθρωπος κοιτάζει τὸ πρόσωπο· ὁ Θεὸς βλέπει τὴν καρδιά. Ἀπὸ ἄλλα πολλὰ μποροῦμε νὰ διαπιστώσωμε ,ὅτι ἀνήκει στὸ Θεὸ νὰ γνωρίζη τὴν ψυχή. Ἀποδεικνύοντας λοιπὸν ὅτι εἶναι Θεὸς, ἴσος μὲ τὸν Πατέρα του, ἀποκαλύπτει καὶ φανερώνει αὐτὰ ποὺ συλλογίζονταν. Γιατὶ αὐτοὶ ἐπειδὴ φοβοῦνταν τὸν κόσμο, δὲν τολμοῦσαν νὰ διατυπώσουν μπροστὰ σ’ ὅλους τὴ γνώμη τους. Κι ἐδῶ δείχνει πολλὴ πραότητα. Γιατὶ, λέει, κάνετε μέσα στὴν καρδιά σας πονηρὲς σκέψεις; Καὶ βέβαια, ἄν ἔπρεπε κάποιος ν’ ἀγανακτήση, αὐτὸς ἦταν ὁ ἄρρωστος, ἐπειδὴ εἶχε ξεγελαστῆ. Μποροῦσε νὰ πῆ· Γιὰ ἄλλο ἦρθα νὰ μὲ θεραπεύσης, κι ἄλλο σὺ διορθώνεις; Ἀπὸ ποῦ εἶναι φανερὸ ὅτι συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες μου; Τώρα ὡστόσο αὐτὸς τίποτα τέτοιο δὲν λέει, ἀλλὰ παραδίδει τὸν ἑαυτό του στὴ διάκριση ἐκείνου ποὺ τὸν θεραπεύει. Ἐνῶ ἐκεῖνοι, ὑπερβολικοὶ καὶ φθονεροὶ καθὼς εἶναι, ὑπονομεύουν τὴν φιλάνθρωπη δράση τῶν ἄλλων. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἐπιπλήττει βέβαια, ἀλλὰ μὲ ὅλη τὴν ἐπιείκεια. Ἄν δὲν σᾶς φαίνεται πιστευτὸ τὸ πρῶτο καὶ νομίζετε κομπορρημοσύνη ὅ,τι εἶπα, ὁρίστε προσθέτω σ’ αὐτὸ καὶ κάτι ἀκόμα· θ’ ἀποκαλύψω τὰ μυστικά σας· κι ἄλλο πάλι ἔπειτα ἀπ’ αὐτό. Τὸ ὅτι θὰ σφίξη τὶς ἀρθρώσεις τοῦ παραλυτικοῦ. Κι ὅταν μίλησε στὸν παράλυτο δὲν φανέρωσε καθαρὰ τὴν ἐξουσία του μὲ τοὺς λόγους του. Δὲν εἶπε συγχωρῶ τίς ἁμαρτίες σου, ἀλλὰ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου. Κι ὅταν αὐτοὶ τὸν ἀνάγκασαν, παρουσιάζει λαμπρότερα τὴν ἐξουσία του, λέγοντας· Καὶ γιὰ νὰ μάθετε, ὅτι ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες πάνω στὴ γῆ. Βλέπετε πόσο ἤθελε νὰ νομίζεται ἴσος μὲ τὸν Πατέρα; Οὔτε εἶπε, ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κάποιον ἄλλο ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἤ ὅτι τοῦ ἐδωσε ἐξουσία, ἀλλὰ ὅτι ἔχει ἐξουσία. Καὶ δὲν τὸ λέει αὐτὸ γιὰ ἐπίδειξη, ἀλλὰ Γιὰ νὰ σᾶς πείσω, λέγει, ὅτι δὲ βλασφημῶ κάνοντας τὸν ἑαυτό μου ἴσο μὲ τὸ Θεό. Παντοῦ θέλει νὰ δίνη ἀποδείξεις σαφεῖς, ἀναντίρρητες, ὅπως ὅταν λέη· Πήγαινε, δεῖξε τὸν ἑαυτό σου στὸν ἱερέα. Κι ὅταν δείχνη τὴν πεθερὰ τοῦ Πέτρου νὰ ὑπηρετῆ. Κι ὅταν ἐπιτρέπη νὰ κατακρημνισθοῦν οἱ χήροι. Ἔτσι λοιπὸν κι ἐδῶ. Τὴ σύσφιξη τῶν ἀνθρώσεων τὴν κάνει ἀπόδειξη τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτημάτων. Καὶ τὸ σήκωμα τοῦ κρεβατιοῦ ἀπόδειξη τῆ σύσφιξης. Ὥστε νὰ μὴ νομισθῆ ὅτι εἶναι φαντασία αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει. Καὶ δὲν τὸ ἔκανε αὐτὸ παρὰ ἀφοῦ τοὺς ρώτησε· Τί εἶναι πιὸ εὔκολο νὰ πῆς, συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες· ἤ νὰ πῆς σήκωσε τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου. Αὐτὸ ποὺ λέει, εἶναι τὸ ἑξῆς. Τί σᾶς φαίνεται εὐκολώτερο, νὰ σφίξετε χαλαρωμένες ἀρθρώσεις, ἤ νὰ συγχωρήσετε ἁμαρτίες; Φανερὸ ὅτι νὰ σφίξετε τὶς ἀρθρώσεις. Ὅσο ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὸ σῶμα, τόσο ἀνώτερη εἶναι ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ ἕνα εἶναι ἀόρατο καὶ τὸ ἄλλο φανερὸ, γι’ αὐτὸ προσθέτω καὶ τὸ κατώτερο ἀλλὰ φανερώτερο. Ἔτσι τὸ μεγαλύτερο κι ἀόρατο νὰ λάβη μ’ αὐτὸ τὴν ἀπόδειξη. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὥρα φανέρωνε προκαταβολικὰ μὲ τὰ ἔργα του αὐτὸ ποὺ ὁ Ἰωάννης εἶχε πεῖ, ὅτι αὐτὸς σηκώνει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου.
γ΄. Ἀφοῦ τὸν σήκωσε λοιπὸν ἀπὸ τὸ κρεβάτι, τὸν στέλνει στὸ σπίτι. Καὶ πάλι ἐδῶ δείχνει μετριοφροσύνη κι ὅτι δὲν ἦταν φαντασία ὅ,τι εἶχε γίνει. Τοὺς μάρτυρες τῆς ἀρρώστιας τοὺς κάνει καὶ τῆς ὑγείας μάρτυρας. Ἐγὼ θὰ ἤθελα, λέγει, μὲ τὴ δική σου ἀσθένεια, νὰ θεραπεύσω κι αὐτοὺς ποὺ νομίζουν πὼς εἶναι ὑγιεῖς, ἐνῶ τὸ πνεῦμα τους νοσεῖ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲ θέλουν πήγαινε στὸ σπίτι, γιὰ νὰ διορθώσης τοὺς δικούς σου. Βλέπετε πῶς δείχνει ὅτι εἶναι δημιουργὸς καὶ ψυχῆς καὶ σωμάτων; Τοῦ καθενὸς ἀπ’ αὐτὰ θεραπεύει τὴν παράλυση, καὶ κάνει φανερὸ τὸ ἀόρατο ἀπὸ τὸ ὁρατό. Σέρνονται ὅμως ἀκομα στὴ γῆ. Ὅταν εἶδε ὁ κόσμος ἐθαύμασαν, καὶ δόξασαν τὸ Θεὸ, ποὺ ἔδωσε τέτοια ἐξουσία στοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἐμπόδιζε ἡ σάρκα. Αὐτὸς ὅμως δὲν τοὺς κατηγόρησε, ἀλλὰ προχωρεῖ ἀνεβάζοντάς τους μὲ τὰ ἔργα, καὶ κάνοντας ὑψηλὸ τὸ φρόνημά τους. Ἐπὶ τέλους δὲν ἦταν μικρὸ νὰ θεωρῆσαι πὼς εἶσαι μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, κι ὅτι ἔρχεσαι ἀπὸ τὸ Θεό. Ἄν εἶχαν ἀποκτήσει γι’ αὐτὰ σὲ σημαντικὸ βαθμὸ βεβαιότητα, προχωρῶντας θὰ καταλάβαιναιν, ὅτι ἦταν Γιὸς τοῦ Θεοῦ. Δὲν τὰ συνέλαβαν ὅμως αὐτὰ καθαρὰ, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὸν πλησιάσουν. Ἔλεγαν πάλι· αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔρχεται ἀπὸ τὸ Θεό. Πῶς εἶναι αὐτὸς ἀπὸ τὸ Θεό; Καὶ συνεχῶς ἔλεγαν τὰ ἴδια, σὰν προκαλύμματα τῶν παθῶν τους. Τὸ ἴδιο κάνουν πολλοὶ καὶ τώρα· καὶ μόλο ποὺ νομίζουν ὅτι ὑπερασπίζουν τὸ Θεό, ἱκανοποιοῦν δικά τους πάθη, ἐνῶ πρέπει σ’ ὅλα νὰ εἴμαστε μετριοπαθεῖς.Γιατὶ καὶ ὁ Θεὸς τῶν ὅλων, ἐνῶ μπορεῖ νὰ ρίξη κεραυνὸ σὲ ὅσους τὸν βλασφημοῦν, ὅμως ἀνατέλλει τὸν ἥλιο καὶ ρίχνει τὴ βροχὴ κι ὅλα τὰ ἄλλα παραχωρεῖ μὲ ἀφθονία. Αὐτὸν πρέπει νὰ μιμούμαστε κι ἐμεῖς καὶ νὰ παρακαλοῦμε, νὰ προτρέπωμε, νὰ συμβουλεύωμε μὲ πραότητα, νὰ μὴ θυμώνωμε, νὰ μὴν ἀποθηριωνώμαστε. Οὔτε μικρὴ βλάβη δὲν παθαίνει ὁ Θεος ἀπὸ τὴ βλασφιμία σου, γιὰ νὰ βλασφημήσης· ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ βλασφήμησε, αὐτὸς δέχτηκε καὶ τὴν πληγή. Στέναξε λοιπὸν καὶ θρήνησε· τὸ πάθος ποὺ ἔχης εἶναι ἄξιο γιὰ δάκρυα. Καὶ τὸν πληγωμένο τίποτα δὲν μπορεῖ τόσο τέλεια νὰ τὸν θεραπεύση, ὅσο ἡ καλωσύνη. Ἡ καλωσύνη εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ κάθε βία. Προσέξετε λοιπὸν πὼς μιλᾶ αὐτὸς ποὺ ὑβρίστηκε ἀπὸ μᾶς καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Στὴν πρώτη λέει· Τί σοῦ ἔκανα, λαέ μου; Στὴν ἄλλη. Σαῦλε, Σαῦλε, γιατὶ μὲ καταδιώκεις; Κι ὁ Παῦλος ὁρίζει μὲ καλωσύνη νὰ μεταχειρζώμαστε τοὺς ἀντιθέτους. Κι ὁ Χριστὸς, ὅταν ἦρθαν κοντά του οἱ μαθηταί του καὶ ζητοῦσαν νὰ κατεβῆ φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό, τοὺς μάλλωσε ἔντονα καὶ τοὺς εἶπε· Δὲν ξέρετε ποιὸ πνεῦμα ἔχετε σεις. Ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίσταση δὲν εἶπε· Ἀχρεῖοι κι ἀγύρτες, σεῖς καὶ φθονεροὶ κι ἐχθροὶ τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ γιατὶ κάμετε πονηρὲς σκέψεις μέσα σας; Πρέπει λοιπὸν νὰ τονίζωμε τὸ πάθος μὲ μετριοπάθεια. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ γίνεται καλύτερος ἀπὸ φόβο ἀνθρώπων, γρήγορα θὰ γυρίση πάλι στὴν κακία. Γι’ αὐτὸ διέταξε ν’ ἀφεθοῦν καὶ τὰ ζιζάνια, παραχωρῶντας μιὰ προθεσμία γιὰ μετάνοια. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς λοιπὸν μετάνοιωσαν κι ἔγιναν σπουδαῖοι ἀπὸ κακοὶ ποὺ ἦσαν, ὅπως ὁ Παῦλος, ὁ τελώνης, ὁ ληστής. Αὐτοὶ ἦσαν ζιζάνια, ἔγιναν ὅμως σιτάρι μεστωμένο. Στοὺς σπόρους φαίνεται τοῦτο δύσκολο· εἶναι ὅμως εὔκολο καὶ κατορθωτὸ σχετικὰ μὲ τὴ θέληση· δὲν ἔχει αὐτὴ δεθῆ μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους, ἀλλὰ ἔχει τιμηθῆ μὲ ἐλευθερία. Ὅταν συναντήσης λοιπὸν ἐχθρὸ τῆς ἀληθείας, θεράπευσέ τον, περιποιήσου τον, ξαναφέρε τον στὴν ἀρετὴ δείχνοντάς του τέλεια ζωή, παρέχοντας λόγο ἀκατηγόρητο, γίνου προστάτης καὶ κηδεμόνας του. Χρησιμοποίησε κάθε τρόπο γιὰ διόρθωση , ὅπως κάνουν οἱ ἄριστοι γιατροί. Οὔτε αὐτοὶ δὲν θεραπεύουν μ’ ἕνα τρόπο μόνο· ὅταν δοῦν ὅτι δὲν ὑποχωρεῖ ἡ πληγὴ μὲ τὸ πρῶτο φάρμακο, προσθέτουν δεύτερο, κι ἔπειτα τρίτο. Κάνουν ἐγχειρήσεις, χρησιμοποιοῦν ἐπιδέσμους. Καὶ σὺ λοιπὸν ποὺ εἶσαι γιατρὸς τῶν ψυχῶν, μεταχειρίσου κάθε θεραπευτικὸ τρόπο κατὰ τοὺς νόμους τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ λάβης μισθὸ καὶ τῆς δικῆς σου σωτηρίας καὶ τῆς ὠφέλειας τῶν ἄλλων. Πρᾶξε τα ὅλα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι θὰ δοξαστῆς καὶ σύ. Θὰ δοξάσω, λέει, ὅποιους μὲ δοξάσουν. Κι ὅποιοι θέλουν νὰ μὲ ἀφανίσουν θ’ ἀφανιστοῦν. Ἄς τὰ πράττωμε λοιπὸν ὅλα γιὰ τὴ δόξα του, γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε αὐτὸ τὸ μακάριο τέλος . Αὐτὸ μακάρι ὅλοι μας νὰ τὸ ἐπιτύχουμε, μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Δική του ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου
Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον
Τόμος Δεύτερος
Ἀθῆναι 1969
(σελ.178-184)