ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΤΟΜΟΣ Α´
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α´
Παραίνεση τῶν ἁγίων πατέρων γιὰ προκοπὴ στὴν τελειότητα
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´
Γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν «ἡσυχία» μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ´
Γιὰ τὴν κατάνυξη
ΤΟΜΟΣ Β´
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ´
Περὶ ἐγκρατείας… καὶ ὄχι μόνο στὴν τροφή, ἀλλὰ καὶ στὶς ὑπόλοιπες κινήσεις τῆς ψυχῆς
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε´
Διάφορες διηγήσεις ὠφέλιμες γιὰ τοὺς πολέμους ποὺ ξεσηκώνει μέσα μας τὸ πάθος τῆς πορνείας
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ´
Περὶ ἀκτημοσύνης. Παράλληλα πρέπει νὰ φυλαγόμαστε καὶ ἀπὸ τὴν πλεονεξία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ´
Διάφορες διηγήσεις ποὺ μᾶς ἐνθαρρύνουν γιὰ ὑπομονὴ καὶ ἀνδρεία
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η´
Τίποτε δὲν πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ ἐπίδειξη
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ´
Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαγρυπνοῦμε ὥστε νὰ μὴ κρίνουμε κανένα
Παραίνεση τῶν ἁγίων πατέρων γιὰ προκοπὴ στὴν τελειότητα
1. Ρώτησε κάποιος τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο:
«Τί ἂν φυλάξω, θὰ εἶμαι ἀρεστὸς στὸν Θεό;».
Καὶ ἀπάντησε ὁ Γέροντας: «Τήρησε αὐτὰ ποὺ θὰ σοῦ παραγγείλω:
- Ὅπου κι ἂν πᾶς, τὸν Θεὸ να᾿ χεῖς μπρὸς στὰ μάτια σου πάντοτε.
- Ὅ,τι κι ἂν κάνεις, νὰ στηρίζεται στὴ μαρτυρία τῶν θείων Γραφῶν.
- Καὶ σ᾿ ὅποιον τόπο κι ἂν κατοικεῖς, μὴ μετακινεῖσαι εὔκολα ἀπὸ κεῖ. Αὐτὲς τὶς τρεῖς παραγγελίες κράτησέ τες καὶ σώζεσαι».
8. Ὁ ἀββᾶς Βενιαμὶν πεθαίνοντας εἶπε στὰ πνευματικά του παιδιά:
«Κάντε αὐτὰ ποὺ θὰ σᾶς πῶ καὶ θὰ μπορέσετε νὰ σωθεῖτε: Νὰ εἶστε πάντοτε χαρούμενοι, νὰ προσεύχεστε ἀδιάκοπα καὶ νὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ γιὰ τὸ κάθε τί».
10.Εἶπε ὁ ἀββᾶς Γρηγόριος ὁ Θεολόγος:
«Ὁ Θεὸς ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο ποὺ εἶναι βαφτισμένος αὐτὰ τὰ τρία ζητάει: Ἀπὸ τὴν ψυχὴ ὀρθὴ πίστη, ἀπὸ τὴ γλῶσσα τὴν ἀλήθεια καὶ ἀπὸ τὸ σῶμα τὴ σωφροσύνη».
13.Ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος ἔλεγε:
«Εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀποκτοῦν, ὅσοι μποροῦν, τὰ χριστιανικὰ βιβλία. Καὶ μόνο ποὺ τὰ βλέπουμε τὰ βιβλία, μᾶς κάνουν πιὸ διστακτικοὺς πρὸς τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ καὶ μᾶς παρακινοῦν νὰ ἀνοίγουμε τὰ μάτια ὅλο καὶ περισσότερο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».
14.Εἶπε πάλι:
«Μεγάλη ἀσφάλεια γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀνάγνωση τῆς ἁγίας Γραφῆς».
15.Εἶπε ἐπίσης:
«Ἡ ἄγνοια τῆς ἁγίας Γραφῆς εἶναι μεγάλος γκρεμὸς καὶ βαθὺ χάσμα».
16.Εἶπε ἀκόμη:
«Τὸ νὰ ἀγνοοῦν οἱ ἄνθρωποι ἐντελῶς τοὺς θείους νόμους εἶναι μεγάλη προδοσία τῆς σωτηρίας».
8. Εἶπε ὁ ἴδιος πάλι:
«Ὁ Θεὸς στοὺς ἁμαρτωλοὺς χαρίζει καὶ τὸ κεφάλαιο, ὅταν μετανοοῦν, ὅπως στὴν πόρνη καὶ τὸν τελώνη, ἐνῷ ἀπὸ τοὺς δικαίους ζητάει καὶ τόκους. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ Κύριος στοὺς Ἀποστόλους:
Ἐὰν ἡ εὐσέβειά σας δὲν ξεπεράσει τὴν εὐσέβεια τῶν Γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων, δὲν θὰ μπεῖτε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».
9. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος:
«Ἐφόσον παραδέχεσαι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀξιόπιστος καὶ δυνατός, πίστευέ Τον καὶ θὰ μετέχεις στὶς εὐλογίες Του. Ἂν ὅμως τὸ παίρνεις ἀψήφιστα τὸ πρᾶγμα, σημαίνει ὅτι δὲν πιστεύεις».
Καὶ πρόσθεσε:
«Ὅλοι πιστεύουμε ὅτι εἶναι δυνατὸς ὁ Θεός, ἐπίσης πιστεύουμε ὅτι τὰ πάντα μπορεῖ νὰ κάνει, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔχεις πίστη μέσα σου καὶ γιὰ τὶς προσωπικές σου ὑποθέσεις, ὅτι δηλαδὴ καὶ σὲ σένα θὰ κάνει θαυμαστὰ σημεῖα».
10. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο Γέροντα:
«Πῶς ἔρχεται στὴν ψυχὴ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ;»
Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε:
«Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀκτημοσύνη, ἔρχεται μέσα του ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ».
22.Στὶς ἀρχὲς τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ὁ ἴδιος ὁ ἀββᾶς Εὐπρέπιος ἐπισκέφθηκε κάποιον Γέροντα καὶ τοῦ εἶπε:
«Ἀββᾶ, πές μου κάποιον λόγο, πῶς θὰ μπορέσω νὰ σωθῶ;»
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
«Ἐὰν θέλεις νὰ σωθεῖς, ὅπου κι ἂν πᾶς, μὴ βιαστεῖς νὰ πάρεις τὸν λόγο, πρὶν σὲ ρωτήσει κάποιος».
Αὐτὸς ἔνιωσε συντριβὴ γιὰ τὸν λόγο ποὺ τοῦ εἶπε καὶ ἔβαλε μετάνοια λέγοντας:
«Ἀλήθεια, πολλὰ βιβλία διάβασα καὶ τέτοια ὠφέλεια ποτὲ δὲ γνώρισα». Κι ἔφυγε πολὺ ὠφελημένος.
23.Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Εὐγενία:
«Μᾶς συμφέρει σὰν ζητιάνοι νὰ ζοῦμε, ἀρκεῖ μόνο νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ. Γιατὶ ὅποιος εἶναι μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ, εἶναι πλούσιος κι ἂν ἀκόμη ὑλικὰ εἶναι φτωχός. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος προτιμᾷ τὰ γήινα ἀπὸ τὰ πνευματικά, θὰ χάσει καὶ τὰ δυό, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ ἐπιθυμεῖ τὰ οὐράνια, θὰ βρεῖ ὁπωσδήποτε καὶ ἐπίγεια ἀγαθά».
28.Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας ὁ ἱερέας:
«Κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες ἔλεγε πὼς ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει, πάνω ἀπ᾿ ὅλα, νὰ ἀποκτήσει πίστη στὸν Θεὸ καὶ ν᾿ ἀναζητεῖ συνεχῶς καὶ μὲ πόθο τὸν Θεό. Νὰ ἐπιδιώκει ἐπίσης τὴν κακοπάθεια, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν ἁγνότητα, τὴ φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη σ᾿ ὅλους. Τὴν ὑποταγὴ καὶ τὴν πραότητα, τὴ μακροθυμία καὶ τὴν ὑπομονή, τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὸν Θεό, καὶ νὰ παρακαλεῖ συνεχῶς τὸν Θεὸ μὲ πόνο καρδιᾶς καὶ ἀληθινὴ ἀγάπη γιὰ νὰ μὴν κοιτάξει ποτὲ πρὸς τὰ πίσω, ἀλλὰ νὰ ἔχει στραμμένη τὴν προσοχή του σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἀκολουθοῦν. Νὰ μὴν ἔχει πεποίθηση στὰ καλά του ἔργα, δηλαδὴ στὴ διακονία του, καὶ νὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀδιάκοπα τὴ βοήθεια γιὰ ὅ,τι φέρνει ἡ κάθε μέρα».
32.Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα γιὰ τὴ φράση τῆς προσευχῆς ποὺ ὑπάρχει στὸ Εὐαγγέλιο:
«Τί σημαίνει τό: Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου;»
Καὶ ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε:
«Αυτό ἀφορά τους τελείους. Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἁγιασθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἐμᾶς, ἐφόσον μᾶς ἐξουσιάζουν τὰ πάθη».
44. Εἶπε ὁ μακάριος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος:
«Ὅταν κάθεσαι νὰ διαβάσεις λόγο Θεοῦ, νὰ ἐπικαλεῖσαι στὴν ἀρχὴ τὸν Θεὸ ν᾿ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, ὥστε νὰ μὴν περιοριστεῖς στὸ νὰ διαβάζεις μόνο αὐτὰ ποὺ γράφτηκαν ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ ἐκτελεῖς, καὶ ἔτσι νὰ μὴ γίνει καταδίκη μας ἡ μελέτη τοῦ βίου καὶ τῶν λόγων τῶν ἁγίων».
48.Ἀνηφορίζοντας ἀπὸ τὴ Γεθσημανὴ στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, συναντᾷ κανεὶς τὸ μοναστῆρι τοῦ ἀββᾶ Ἀβραμίου.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστῆρι ἡγούμενος ἦταν ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κυζικηνός. Τὸν ρωτήσαμε λοιπὸν κάποια μέρα:
«Ἀββᾶ, πῶς μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει κανεὶς ἀρετή;»
Καὶ μᾶς ἀπάντησε ὁ Γέροντας:
«Ἂν θέλει κανεὶς ν᾿ ἀποκτήσει μία ἀρετή, δὲν μπορεῖ νὰ τὴν κάνει κτῆμα του, ἂν δὲν μισήσει τὴν κακία ποὺ εἶναι ὁ ἀντίποδάς της.
- Ἂν λοιπὸν θέλεις νὰ ἔχεις πάντοτε πένθος στὴν ψυχή σου, μίσησε τὸ γέλιο.
- Θέλεις νὰ ἔχεις ταπείνωση; Μίσησε τὴν ὑπερηφάνεια.
- Θέλεις νὰ εἶσαι ἐγκρατής; Μίσησε τὴ λαιμαργία.
- Θέλεις νὰ εἶσαι σώφρων; Μίσησε τὴν ἀκόλαστη ζωή.
- Θέλεις νὰ εἶσαι ἀκτήμων; Μίσησε τὴ φιλαργυρία.
- Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι κάτοικος τῆς ἐρήμου, μισεῖ τὶς πόλεις ἐξαιτίας τῶν πειρασμῶν.
- Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἔχει ἡσυχία, μισεῖ τὴν παρρησία.
- Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ζεῖ ἄγνωστος, μισεῖ τὴν τάση γιὰ ἐπίδειξη.
- Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ κυριαρχεῖ στὴν ὀργή, μισεῖ νὰ περνάει τὶς ὦρες του μαζὶ μὲ πολλούς.
- Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἔχει ἀμνησικακία, ἀποφεύγει νὰ κακολογεῖ τοὺς ἄλλους.
- Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι ἀπερίσπαστος, μένει στὴ μοναξιά.
- Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ κυριαρχεῖ στὴ γλῶσσα, ἂς κλείνει τ᾿ αὐτιά του νὰ μὴν ἀκούει πολλά.
- Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ ἔχει τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ πάντοτε, θὰ μισήσει τὴ σωματικὴ ἀνάπαυση καὶ θὰ ἀγαπήσει τὴ θλίψη καὶ τὴ στενοχώρια».
56.Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μέγα σχετικὰ μὲ τὴν τελειότητα. Καὶ ἀπάντησε ὁ Γέροντας τὰ ἑξῆς:
«Δεν μπορεῖ νὰ εἶναι κανεὶς τέλειος, ἐὰν δὲν ἀποκτήσει ταπείνωση μεγάλη στὴν καρδιὰ καὶ στὸ σῶμα, ἐὰν δὲν μάθει δηλαδή:
- Νὰ μὴν ὑπολογίζει τὸν ἑαυτό του σὲ καμιὰ περίπτωση ἀλλὰ νὰ προτιμᾷ νὰ βάζει ταπεινὰ τὸν ἑαυτό του χαμηλότερα ἀπ᾿ ὅλη τὴν κτίση, νὰ μὴν κρίνει διόλου κάποιον, παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του, νὰ ὑπομένει τὴν καταφρόνια καὶ νὰ ἀποστρέφεται ὁλόψυχα κάθε κακία.
- Νὰ βιάζει τὸν ἑαυτό του να᾿ ναι μακρόθυμος, ἀγαθός, ν᾿ ἀγαπᾷ τοὺς ἀδελφούς, νὰ εἶναι σώφρων, νὰ κυριαρχεῖ στὸν ἑαυτό του, γιατὶ λέει ἡ ἁγία Γραφὴ «ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ἀνήκει σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀσκοῦν βία στὸν ἑαυτό τους καὶ αὐτοὶ οἱ ἀγωνιστὲς τὴν κερδίζουν».
- Νὰ βλέπει ἴσια μὲ τὰ μάτια, νὰ φρουρεῖ τὴ γλῶσσα καὶ ν᾿ ἀποφεύγει ν᾿ ἀκούει μάταια πράγματα ποὺ φθείρουν τὴν ψυχή.
- Τὰ χέρια νὰ κινοῦνται γιὰ νὰ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ καρδιὰ νὰ εἶναι καθαρὴ ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ σῶμα ἀμόλυντο, νὰ ἔχει τὴ μνήμη τοῦ θανάτου καθημερινά, ν᾿ ἀποκηρύσσει τὴν ἐσωτερικὴ ὀργὴ καὶ κακία.
- Νὰ ἀποτάσσεται τὰ ὑλικὰ καὶ τὶς σαρκικὲς ἡδονές, νὰ ἀποτάσσεται τὸ διάβολο καὶ ὅλα τὰ ἔργα αὐτοῦ καὶ νὰ συντάσσεται σταθερὰ μὲ τὸν Βασιλιὰ τῶν πάντων Θεὸ καὶ μ᾿ ὅλες τὶς ἐντολές του, νὰ προσεύχεται ἀδιάκοπα καὶ νὰ παραμένει κοντὰ στὸν Θεὸ πάντοτε, σὲ κάθε περίσταση καὶ σὲ κάθε ἐργασία».
60. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:
«Εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀποκτήσει κανεὶς τὸν Ἰησοῦ, παρὰ μόνο μὲ κόπο, μὲ ταπείνωση καὶ μὲ προσευχὴ ἀκατάπαυστη».
62. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα: «Ποιὸ καλὸ πρᾶγμα ὑπάρχει, γιὰ νὰ τὸ κάνω καὶ νὰ βρῶ ζωὴ μέσα σ᾿ αὐτό;»
Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας:
«Ὁ Θεὸς γνωρίζει τὸ καλό. Ὅμως ἄκουσα ὅτι κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες ρώτησε τὸν ἀββᾶ Νισθερῶο τὸν μεγάλο, τὸν φίλο του ἀββᾶ Ἀντωνίου:
«Ποιὸ θεωρεῖται ἔργο καλὸ γιὰ νὰ τὸ κάνω;»
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
«Ὅλες οἱ ἀρετὲς δὲν εἶναι ἰσοδύναμες; Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι ὁ Ἀβραὰμ ὑπῆρξε φιλόξενος καὶ εἶχε τὸν Θεὸ μαζί του. Ὁ Ἠλίας ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὁ Δαβὶδ ἦταν ταπεινὸς καὶ ὁ Θεὸς ἦταν μαζί του. Ὅ,τι λοιπὸν καταλαβαίνεις νὰ θέλει ἡ ψυχή σου ποὺ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ κάνε καὶ κράτα ἄγρυπνη τὴν καρδιά σου».
64. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Ἡ ἐπαγρύπνηση καὶ ἡ προσοχὴ στὸν ἑαυτό μας καὶ ἡ διάκριση, αὐτὲς οἱ τρεῖς ἀρετὲς εἶναι ὁδηγοὶ τῆς ψυχής».
70. Εἶπε ἀκόμη ὅτι, ὅταν πρόκειται ἕνας ἄνθρωπος νὰ χτίσει σπίτι, πολλὰ εἶναι τὰ χρειαζούμενα ποὺ συγκεντρώνει, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸ στήσει τὸ σπίτι, ἀλλὰ καὶ εἴδη διάφορα συγκεντρώνει, ἔτσι κι ἐμεῖς ἂς ἀποκτήσουμε λίγο, ἔστω, ἀπ᾿ ὅλες τὶς ἀρετές.
78. Εἶπε πάλι:
«Προσπάθησε ὅσο μπορεῖς νὰ μὴν κακομεταχειρισθεῖς γενικῶς κανένα, καὶ καθαρὴ κράτησε τὴν καρδιά σου στὶς σχέσεις σου μὲ κάθε ἄνθρωπο».
81. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παμβώ: «Ἐὰν ἔχεις καρδιά, μπορεῖς νὰ σωθεῖς».
89. Εἶπε κάποιος Γέροντας: «Ἔχε ἕτοιμο τὸ σπαθί σου γιὰ ἀγώνα».
Καὶ ὁ ἀδελφὸς ἀπάντησε: «Τὸ θέλω ἀλλὰ δὲν μ᾿ ἀφήνουν τὰ πάθη».
Κι ὁ Γέροντας πρόσθεσε:
«Ἡ ἁγία Γραφὴ λέει: Ζήτησέ με, ὅταν θλίβεσαι, καὶ θὰ σὲ ἀπαλλάξω καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Νὰ ἐπικαλεῖσαι λοιπὸν Αὐτὸν καὶ θὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ κάθε πειρασμό».
93. Εἶπε ἐπίσης:
«Άνθρωπέ μου, γιὰ σένα γεννήθηκε ὁ Χριστός, γι᾿ αὐτὸ ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ σωθεῖς ἐσύ.
Καὶ ἔγινε παιδί, καὶ μεγάλωσε ὡς ἄνθρωπος, ἐνῷ ἦταν Θεός.
Κάποια φορὰ ἔκανε τὸν ἀναγνώστη, πῆρε τὸ ἱερὸ βιβλίο μὲς στὴ συναγωγὴ καὶ διάβασε:
«Τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου εἶναι καὶ μένει σὲ μένα, γιατὶ μ᾿ αὐτὸ μὲ ἔχρισε».
Ἄλλη φορὰ ὡς ὑποδιάκονος ἔκαμε φραγγέλιο ἀπὸ σχοινὶ καὶ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω ἀπὸ τὸ ἱερὸ καὶ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια καὶ ὅλα τ᾿ ἄλλα.
Ἄλλοτε πάλι ὡς διάκονος, ζώστηκε τὴν πετσέτα καὶ ἔπλυνε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν του, δίνοντας ἐντολὴ νὰ πλένουν κι αὐτοὶ τὰ πόδια τῶν ἀδελφῶν τους, ὡς Ἱερέας, κάθισε ἀνάμεσα στοὺς ἱερεῖς καὶ δίδασκε τὸν λαό.
Κι ἄλλη φορὰ ὡς ἐπίσκοπος, πῆρε ἄρτο, τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν ἔδωσε στοὺς μαθητές του.
Μαστιγώθηκε ἐξαιτίας σου καὶ σὺ γι᾿ αὐτὸν δὲν σηκώνεις οὔτε μία προσβολή, ἐνταφιάστηκε καὶ ἀναστήθηκε ὡς Θεός.
Ὅλα γιὰ μᾶς μὲ τὴ σειρά, τὸ ἕνα κατόπιν τοῦ ἄλλου τὰ ὑπέστη, γιὰ νὰ μᾶς σώσει.
Ἂς εἴμαστε λοιπὸν νηφάλιοι, ἂς εἴμαστε ἄγρυπνοι, ἂς περνοῦμε τὸν καιρό μας προσευχόμενοι, ἂς κάνουμε ὅσα εἶναι εὐάρεστα σ᾿ Αὐτόν».
98. Εἶπε πάλι κάποιος ἀπ᾿ τοὺς Γέροντες:
«Ἐὰν ὁ μέσα μας ἄνθρωπος εἶναι νηφάλιος, ἔχει τὴ δύναμη νὰ προστατεύσει καὶ τὸν ἔξω ἄνθρωπο.
Ἐὰν ὅμως λείπει ἡ ἐσωτερικὴ προϋπόθεση ἂς φυλάξουμε μὲ ὅση δύναμη ἔχουμε τὴ γλῶσσα μας».
103.Εἶπε κάποιος Γέροντας:
«Είτε πέφτεις νὰ κοιμηθεῖς εἴτε σηκώνεσαι ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο κάνεις, ἐὰν ἔχεις τὸν Θεὸ μπροστὰ στὰ μάτια σου, σὲ καμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ σὲ φοβίσει ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐὰν ὁ λογισμὸς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ μείνει σταθερὰ προσηλωμένος στὸν Θεό, τότε καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θὰ μείνει μέσα σ᾿ αὐτόν».
111.Εἶπε κάποιος ἀπ᾿ τοὺς πατέρες:
«Ἐὰν δὲν μισήσεις πρῶτα, δὲν μπορεῖς ν᾿ ἀγαπήσεις, ἐὰν δηλαδὴ δὲν μισήσεις τὴν ἁμαρτία, δὲν μπορεῖς νὰ κάνεις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναφέρεται στὴν ἁγία Γραφή, «Ἀπόφυγε τὸ κακὸ καὶ πρᾶξε τὸ καλό».
Ὅμως καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωση ἡ ψυχικὴ διάθεση εἶναι ἐκείνη ποὺ μετράει πάντοτε.
Γιατὶ ὁ Ἀδὰμ ἂν καὶ ἦταν μέσα στὸν παράδεισο, παρέβη τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ ὁ Ἰώβ, ἂν καὶ ἦταν καθισμένος πάνω στὴν κοπριά, κράτησε τὴν αὐτοκυριαρχία του.
Λοιπὸν τὸ μόνο ποὺ ζητάει ὁ Θεὸς ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἡ καλή του διάθεση καὶ νὰ ἔχει πάντοτε τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ μέσα του».
117.Εἶπε κάποιος Γέροντας:
«Φρόντισε μὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ νὰ μὴν ἁμαρτάνεις, γιὰ νὰ μὴν προσβάλεις τὸν Θεὸ ποὺ κατοικεῖ μέσα σου καὶ τὸν διώξεις ἀπ᾿ τὴν ψυχή σου».
147.Ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες:
«Ὅ,τι ἀποστρέφεσαι, μὴν τὸ κάνεις στὸν ἄλλο.
Ἀποστρέφεσαι τὸ νὰ πεῖ κάποιος λόγια ἐναντίον σου; Μὴν κακολογήσεις κι ἐσὺ κάποιον.
Ἀποστρέφεσαι τὸ νὰ σὲ ἐξευτελίσει κάποιος ἢ νὰ σὲ ἐξυβρίσει ἢ νὰ ἁρπάξει κάτι ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά σου ἢ ὅ,τι ἄλλο παρόμοιο μπορεῖ νὰ συμβεῖ; Καὶ ἐσὺ οὔτε ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ μὴν κάνεις σὲ ἄλλον.
Ὅποιος μπορεῖ νὰ κρατήσει αὐτὸν τὸν λόγο, τοῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ σωθεῖ».
Γιὰ τὸ ὅτι πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν «ἡσυχία» μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο
1. Ὅταν ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, ἔπεσε κάποτε σὲ ἀκηδία καὶ σὲ μεγάλη σύγχυση τῶν λογισμῶν του καὶ ἔλεγε στὸν Θεό:
«Κύριε, θέλω νὰ σωθῶ ἀλλὰ δὲν μ᾿ ἀφήνουν οἱ λογισμοί μου. Τί νὰ κάνω μὲ τὴ θλίψη μου αὐτή; Πῶς νὰ σωθῶ;»
Κάποια φορὰ λοιπὸν βγῆκε λίγο πρὸς τὰ ἔξω καὶ βλέπει κάποιον σὰν τὸν ἑαυτό του νὰ κάθεται καὶ νὰ κάνει ἐργόχειρο.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἄφηνε τὸ ἐργόχειρο, σηκωνόταν καὶ προσευχόταν, καὶ ξανὰ καθόταν καὶ συνέχιζε νὰ πλέκει τὸ σχοινί του.
Ὕστερα πάλι σηκωνόταν γιὰ προσευχή.
Ἦταν ἄγγελος Κυρίου ποὺ εἶχε σταλεῖ γιὰ νὰ διορθώσει τὸν Ἀντώνιο καὶ νὰ τοῦ δώσει σιγουριὰ καὶ ἄκουσε τὸν ἄγγελο νὰ τοῦ λέει:
«Κάνε κι ἐσὺ τὸ ἴδιο καὶ θὰ σωθεῖς».
Καὶ ὁ Ἀντώνιος ὅταν τ᾿ ἄκουσε, πῆρε μεγάλη χαρὰ καὶ κουράγιο. Καὶ ἔτσι κάνοντας προχωροῦσε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας του.
16. Κάποτε κάποιοι Γέροντες πῆγαν στὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο καὶ τὸν παρακάλεσαν θερμὰ νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τοὺς ἐρημῖτες μοναχούς, καὶ μάλιστα γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ἔχουν συναπαντήματα μὲ ἄλλους ἀνθρώπους.
Τότε ὁ Γέροντας εἶπε:
«Ὅταν ἡ παρθένος μένει στὸ σπίτι τοῦ πατέρα της, πολλοὶ ζητοῦν νὰ τὴ μνηστευθοῦν, ὅταν ὅμως παντρευθεῖ, δὲν ἀρέσει σὲ ὅλους, ἄλλοι τὴ βρίσκουν ψεγάδια καὶ ἄλλοι τὴν ἐπαινοῦν, καὶ δὲν τιμᾶται, ὅπως πρῶτα, ὅταν ἦταν κρυμμένη. Τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ θέματα τῆς ψυχῆς, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ κοινοποιοῦνται, δὲν μποροῦν νὰ ἱκανοποιήσουν ὅλους».
17.Ὁ ἀββᾶς Βιτίμης διηγήθηκε τὸ ἑξῆς:
«Κάποτε καθὼς κατέβαινα στὴ Σκήτη, κάποιοι μοῦ ἔδωσαν λίγα μῆλα, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρω στοὺς Γέροντες. Καὶ ἐγὼ κτύπησα τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ τοῦ ἀββᾶ Ἀχιλλᾶ, γιὰ νὰ τοῦ τὰ δώσω.
Μοῦ εἶπε τότε ἐκεῖνος:
«Ἀλήθεια, ἀδελφέ μου, δὲν θὰ ἤθελα τούτη τὴν ὥρα νὰ μοῦ κτυπήσεις τὴν πόρτα, κι ἂν ἀκόμη μου μετέφερες τὸ μάννα. Μὴν πᾶς καὶ σὲ κανένα ἄλλο κελί».
Ἐγὼ τότε ἀνεχώρησα γιὰ τὸ κελί μου καὶ πρόσφερα τὰ μῆλα στὴν ἐκκλησία».
11. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἡσαΐα:
«Πῶς πρέπει νὰ ἡσυχάζει κανεὶς μέσα στὸ κελί;»
Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας:
«Τὸ νὰ ἡσυχάζει κανεὶς στὸ κελὶ σημαίνει νὰ ἐκθέτει συνεχῶς τὸν ἑαυτό του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐπιστρατεύει ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ ἀντιστέκεται σὲ κάθε λογισμὸ ποὺ σπέρνει ὁ ἐχθρός, γιατὶ αὐτὸ σημαίνει ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο».
Καὶ εἶπε ὁ ἀδελφός:
«Τί σημαίνει κόσμος;»
- «Κόσμος εἶναι -ἀπάντησε ὁ Γέροντας-τὸ νὰ διασπᾶται κανεὶς σὲ πολλὲς καὶ διάφορες ὑποθέσεις.
- Κόσμος εἶναι τὸ νὰ ἐνεργοῦν οἱ ἄνθρωποι τὰ ἀντίθετα πρὸς τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ νὰ ἱκανοποιοῦν τὰ σαρκικά τους θελήματα.
- Κόσμος εἶναι τὸ νὰ νομίσει κανεὶς ὅτι μένει παντοτινὰ στὴ ζωὴ αὐτή.
- Κόσμος εἶναι νὰ φροντίζει γιὰ τὸ σῶμα πρὸς βλάβην τῆς ψυχῆς καὶ νὰ καυχιέται γι᾿ αὐτὰ ποὺ ἀφήνει πίσω του.
Κι αὐτὰ δὲν τὰ εἶπα ἀπὸ μόνος μου, ἀλλὰ ὁ Ἰωάννης ὁ Ἀπόστολος εἶναι ποὺ τὰ λέει:
Μὴν ἀγαπᾶτε τὸν κόσμο μήτε ὅσα εἶναι τοῦ κόσμου».
23.Ἕνας ἀδελφὸς τὸν ρώτησε: «Τί χρειάζεται νὰ κάνει ὁ ἡσυχαστής;»
Κι αὐτὸς εἶπε:
«Ὁ ἡσυχαστὴς εἶναι ἀνάγκη νὰ κάνει τὶς τρεῖς αὐτὲς ἐργασίες:
- νὰ ἔχει φόβο Θεοῦ συνεχῶς,
- νὰ ζητάει ὑπομονετικὰ
- καὶ νὰ μὴ χαλαρώσει στὴν καρδιά του ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ».
28.Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα:
«Καλό πρᾶγμα εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ὁ συνετὸς ἄνθρωπος ἡσυχάζει, ἀληθινά, εἶναι σπουδαῖο νὰ ζεῖ τὸν ἡσύχιο βίο ἡ μοναχὴ ἢ ὁ μοναχὸς καὶ προπάντων οἱ νέοι. Νὰ ξέρεις ὅμως ὅτι, ἂν κάποιος ἔχει τὴν πρόθεση νὰ ζήσει τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας, ἔρχεται ἀμέσως ὁ πονηρὸς καὶ βαρύνει τὴν ψυχὴ μὲ ἀκηδία, μὲ ἀδιαφορία, μὲ λογισμούς, βαρύνει καὶ τὸ σῶμα μὲ ἀρρώστιες, μὲ ἀτονία, μὲ λύσιμο τῶν γονάτων καὶ ὅλων τῶν μελῶν, γενικὰ παραλύει τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος, ὁπότε λέει κανεὶς «εἶμαι ἄρρωστος καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τὴν ἀκολουθία μου». Ὅμως ἂν εἴμαστε νηφάλιοι, ὅλα αὐτὰ διαλύονται.
Ἦταν ἕνας μοναχὸς ποὺ μόλις ἄρχιζε νὰ κάνει τὴν ἀκολουθία του, τὸν ἔπιανε ρῖγος καὶ πυρετός, πονοῦσε τὸ κεφάλι του καὶ τότε ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «Νά, εἶμαι ἄρρωστος καὶ κάποια ὥρα μπορεῖ νὰ πεθάνω, λοιπὸν ἂς σηκωθῶ πρὶν πεθάνω καὶ ἂς κάνω τὴν ἀκολουθία μού». Μὲ αὐτὸν τὸν λογισμὸ πίεζε τὸν ἑαυτό του καὶ ἔκαμνε τὴν ἀκολουθία του καὶ μόλις σταματοῦσε ἡ προσευχή, σταματοῦσε καὶ ὁ πυρετός, καὶ πάλι τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἐρχόταν ὁ πυρετός, καὶ πάλι τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἐρχόταν ὁ πυρετός, καὶ ξανὰ μ᾿ αὐτὸν τὸν λογισμὸ ἀντιστεκόταν ὁ ἀδελφὸς καὶ ἔκαμνε τὴν ἀκολουθία του καὶ τελικὰ νίκησε τὸν ἀρνητικὸ λογισμό».
30. Ἕνας ἀδελφὸς ζοῦσε σὲ κοινόβιο, κρατώντας αὐστηρὴ ἄσκηση.
Ὅταν μερικοὶ ἀδελφοὶ τῆς Σκήτης ἄκουσαν γι᾿ αὐτόν, ἦρθαν νὰ τὸν δοῦν καὶ μπῆκαν στὸν τόπο, ὅπου ὁ ἴδιος ἐργαζόταν.
Ἐκεῖνος ἀφοῦ τοὺς ἀσπάστηκε, στράφηκε πίσω καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται.
Οἱ ἀδελφοὶ βλέποντας αὐτὸ ποὺ ἔκανε τοῦ λένε: «Ἰωάννη, ποιὸς σοῦ ἔδωσε τὸ σχῆμα ἢ ποιὸς σὲ ἔκανε μοναχὸ καὶ δὲν σοῦ δίδαξε νὰ παίρνεις ἀπ᾿ τοὺς ἀδελφοὺς τὸ ἐπανωφόρι καὶ νὰ τοὺς λές: εὐχηθεῖτε ἢ καθῖστε;»
Τοὺς ἀπαντᾶ:
«Ὁ Ἰωάννης ὁ ἁμαρτωλὸς δὲν εὐκαιρεῖ γι᾿ αὐτά».
32. Ζοῦσε κάποτε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἕνας μορφωμένος ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἔλεγαν Κοσμᾶ. Ἦταν ἀξιοθαύμαστος καὶ πολὺ ἐνάρετος, μὲ ταπεινὸ φρόνημα, σπλαχνικός, ἐγκρατής, παρθένος, ἄνθρωπος τῆς ἡσυχίας, φιλόξενος, φίλος τῶν φτωχῶν.
Ἐπειδὴ ἐγὼ τοῦ εἶχα μεγάλη οἰκειότητα, μιὰ φορὰ τοῦ λέω:
«Κάνε ἀγάπη, πόσο χρόνο ζεῖς τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας;»
Ἐπειδὴ σώπαινε καὶ δὲν μοῦ ἔδινε κἂν μιὰ ἀπάντηση, πάλι τοῦ λέω:
«Γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου πές μου».
Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ γιὰ λίγο κρατήθηκε, μοῦ λέει:
«Ἔχω τριάντα τρία χρόνια».
Πάλι τοῦ λέω:
«Κάνε τέλεια τὴν ἀγάπη, γιατὶ ξέρεις πολὺ καλὰ ὅτι γιὰ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς σὲ ρωτῶ, πές μου, τόσο μεγάλο χρονικὸ διάστημα τῆς ἡσυχαστικῆς σου ζωῆς τί κατόρθωσες;»
Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἀναστέναξε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς, μοῦ λέει: «Ἕνας ἄνθρωπος κοσμικὸς τί μπορεῖ νὰ κατορθώσει καὶ μάλιστα τὴ στιγμὴ ποὺ κάθεται στὸ σπίτι του;»
Ὅμως ἐγὼ τὸν παρακαλοῦσα:
«Για χάρη τοῦ Κυρίου πές μου καὶ ὠφέλησέ με».
Καὶ ἐπειδὴ τὸν πίεσα πολύ, εἶπε:
«Συγχώρεσέ με, αὐτὰ τὰ τρία ξέρω ὅτι κατόρθωσα: νὰ μὴ γελῶ, νὰ μὴν ὁρκίζομαι καὶ νὰ μὴ λέω ψέματα».
Ἐγὼ ὅταν τ᾿ ἄκουσα, δόξασα τὸν Θεό».
36. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας στὸν ἀββᾶ Μακάριο:
«Πές μου ἕναν λόγο».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Νὰ ἀποφεύγεις τοὺς ἀνθρώπους».
Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Τί σημαίνει νὰ ἀποφεύγει κανεὶς τοὺς ἀνθρώπους;»
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:
«Σημαίνει νὰ καθίσεις στὸ κελί σου καὶ νὰ κλάψεις τὶς ἁμαρτίες σου».
38. Ἕνας ἀδελφὸς ἐπισκέφτηκε στὴ Σκήτη τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ καὶ τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πεῖ κάποιον λόγο.
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Πήγαινε, κάθισε στὸ κελί σου, καὶ τὸ κελί σου θὰ σοῦ τὰ διδάξει ὅλα».
45. Ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ λέει στὸν ἀββᾶ Νισθερῶο:
«Τί νὰ κάνω μὲ τὴ γλῶσσα μου, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴ συγκρατήσω;»
Τοῦ λέει ὁ Γέροντας:
«Βρίσκεις ἀνάπαυση, ἂν μιλήσεις;»
«Ὄχι», τοῦ ἀπαντᾶ.
Τότε λέει ὁ Γέροντας: «Ἀφοῦ δὲν ἔχεις ἀνάπαυση, γιατί μιλᾷς; Καλύτερα νὰ σιωπᾷς καί, ἂν γίνεται συζήτηση, προτιμότερο πολλὰ νὰ ἀκοῦς παρὰ νὰ λές».
60. Διηγήθηκε κάποιος ὅτι τρεῖς φιλόπονοι ἄνθρωποι, φίλοι μεταξύ τους, ἔγιναν μοναχοί.
Ὁ πρῶτος διάλεξε σὰν ἔργο του νὰ εἰρηνεύει τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εἶχαν ἐχθρικὲς σχέσεις μεταξύ τους, σύμφωνα μὲ τὸν Εὐαγγελικὸ λόγο:
«Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί».
Ὁ δεύτερος νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀρρώστους καὶ ὁ τρίτος ἔφυγε γιὰ νὰ ἡσυχάσει στὴν ἔρημο.
Ὁ πρῶτος λοιπόν, ἂν καὶ κόπιασε γιὰ νὰ σταματήσει τὶς διαμάχες τῶν ἀνθρώπων, δὲν μπόρεσε νὰ τοὺς θεραπεύσει ὅλους καί, ἐπειδὴ ἔπεσε σὲ ἀκηδία, πῆγε σ᾿ αὐτὸν ποὺ ὑπηρετοῦσε τοὺς ἀρρώστους καὶ τὸν βρῆκε κι αὐτὸν νὰ παραμελεῖ τὸ ἔργο του, καθὼς δὲν ἐπαρκοῦσε νὰ ἐφαρμόσει πλήρως τὴν ἐντολή.
Συμφώνησαν λοιπὸν καὶ οἱ δυὸ καὶ πῆγαν νὰ δοῦν τὸν ἐρημίτη. Τοῦ ἐξέθεσαν τὴ θλίψη τους καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς πεῖ τί κατόρθωσε αὐτός.
Ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἔμεινε ἀμίλητος γιὰ λίγο, ἔριξε κατόπιν νερὸ στὴ λεκάνη καὶ τοὺς λέει:
«Προσέξτε τὸ νερό».
Ἦταν βέβαια ταραγμένο.
Μετὰ ἀπὸ λίγο τοὺς λέει πάλι:
«Προσέξτε καὶ τώρα πῶς ἔγινε τὸ νερό».
Καὶ μόλις πρόσεξαν τὸ νερό, βλέπουν σὰν σὲ καθρέπτη τὰ πρόσωπά τους.
Τοὺς λέει λοιπὸν τότε:
«Έτσι εἶναι κι αὐτὸς ποὺ ζεῖ ἀνάμεσα σὲ ἀνθρώπους. Ἐξαιτίας τῆς ταραχῆς δὲν βλέπει τὰ σφάλματά του. Ὅταν ὅμως ἡσυχάσει καὶ προπαντὸς στὴν ἔρημο, τότε βλέπει τὰ ἐλαττώματα τοῦ ἑαυτοῦ του».
62. Εἶπε ἕνας Γέροντας:
«Ὅπως ἀκριβῶς σ᾿ ἕναν δρόμο, ὅπου πηγαινοέρχονται πολλοὶ πεζοί, ποτὲ δὲν φυτρώνει χορτάρι οὔτε κι ἂν τὸ σπείρεις, γιατὶ πατιέται τὸ χῶμα, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ μᾶς.
Παραιτήσου ἀπὸ κάθε φροντίδα καὶ θὰ δεῖς νὰ φυτρώνουν αὐτά, ποὺ δὲν γνώριζες, ὅτι βρίσκονταν μέσα σου, ἐπειδὴ πάνω σ᾿ αὐτὰ περπατοῦσες».
65. Ἕνας Γέροντας εἶπε:
«Ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε στὸν Θεό, ὀφείλει νὰ ξεκόψει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ἀγάπη, ἕως ὅτου πληροφορηθεῖ ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε φίλος του.
Γιατὶ ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων μᾶς ἐμποδίζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ».
1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
«Ἔχοντας τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ ζωντανὸ στὴ σκέψη μας, νὰ θυμόμαστε πάντοτε τὸ θάνατο.
Νὰ μισήσουμε τὸν κόσμο καὶ ὅλα τὰ τοῦ κόσμου, νὰ μισήσουμε κάθε σαρκικὴ ἀνάπαυση, νὰ ἀπαρνηθοῦμε στὴ ζωὴ αὐτή, γιὰ νὰ ζήσουμε μὲ τὸν Θεό. Νὰ θυμᾶστε τί ὑποσχεθήκατε στὸν Θεό. Γιατὶ αὐτὸ θὰ μᾶς τὸ ζητήσει τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
Ἂς δοκιμασθοῦμε λοιπὸν μὲ τὴν πεῖνα, τὴ δίψα καὶ τὴ γύμνια.
Ἂς ἀγρυπνήσουμε, ἂς πενθήσουμε, ἂς στενάξουμε μὲ τὴν καρδιά μας.
Ἂς ἐρευνήσουμε ἂν γίναμε ἄξιοι τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἀγαπήσουμε τὴ θλίψη, γιὰ νὰ βροῦμε τὸν Θεό.
Νὰ καταφρονήσουμε τὴ σάρκα, γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή μας».
2. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο, ὅτι ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του καθισμένος στὸ ἐργόχειρό του, εἶχε στὸν κόρφο του ἕνα μαντήλι γιὰ τὰ δάκρυα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὰ μάτια του.
3. Ἕνας ἀδελφὸς παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Ἀμμωνᾶ:
«Πές μου ἕναν λόγο».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Πήγαινε καὶ νὰ σκέφτεσαι, ὅπως σκέφτονται οἱ κακοῦργοι ποὺ εἶναι στὴ φυλακή, ἐκεῖνοι πάντα ρωτοῦν τοὺς ἀνθρώπους ποῦ εἶναι ὁ ἄρχοντας καὶ πότε ἔρχεται, καὶ κλαῖνε ἀπὸ τὴν ἀγωνία.
Ἔτσι καὶ ὁ μοναχὸς ὀφείλει πάντα νὰ προσέχει τὴν ψυχή του καὶ νὰ λέει:
«Ἀλίμονό μου, πῶς θὰ μπορέσω νὰ παρουσιασθὼ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τί θὰ τοῦ ἀπολογηθῶ;»
Ἂν σ᾿ αὐτὸ ἔχεις διαρκῶς στραμμένη τὴν προσοχή σου, μπορεῖς νὰ σωθεῖς».
6. Ἕνας ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Μὲ ταράζουν οἱ λογισμοί μου καὶ δὲν μ᾿ ἀφήνουν νὰ φροντίσω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου, ἀλλὰ μὲ κάνουν νὰ προσέχω τὶς ἐλλείψεις τοῦ ἀδελφοῦ μου».
Ὁ Γέροντας τοῦ μίλησε τότε γιὰ τὸν ἀββᾶ Διόσκορο, ὅτι στὸ κελί του ἔκλαιγε πάντοτε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἐνῷ ὁ μαθητής του καθόταν στὸ ἄλλο κελί.
Πῆγε λοιπὸν κάποια φορὰ ὁ μαθητὴς στὸ κελὶ τοῦ Γέροντα καὶ τὸν βρῆκε νὰ κλαίει, ὁπότε τοῦ λέει:
«Πάτερ, γιατί κλαῖς;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:
«Τὶς ἁμαρτίες μου, παιδί μου, κλαίω».
Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός:
«Δεν ἔχεις ἁμαρτίες, πάτερ».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀποκρίνεται:
«Ἀλήθεια, ἂν ἀφεθῶ νὰ δῶ τὶς ἁμαρτίες μου, δὲν μοῦ φθάνουν ἄλλοι τρεῖς ἢ τέσσερις νὰ κλαῖνε μαζί μου γι᾿ αὐτές».
Εἶπε λοιπὸν ὁ ἀββᾶς Ποιμήν: «Ἔτσι εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ γνώρισε τὸν ἑαυτό του».
8. Ὁ ἀββᾶς Ἠλίας εἶπε:
«Ἐγὼ τρία πράγματα φοβοῦμαι,
- τὴν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα,
- τὴ συνάντησή μου μὲ τὸν Θεὸ καὶ
- τὴν ἔκδοση τῆς καταδικαστικῆς ἀπόφασης γιὰ μένα».
9. Ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας εἶπε:
«Εἶναι ἀπαραίτητο αὐτὸς ποὺ ζεῖ τὴ ζωὴ τῆς ἡσυχίας νὰ βάζει τὸν φόβο τῆς συνάντησης μὲ τὸν Θεὸ μπροστὰ ἀπὸ τὴν ἀνάσα του, γιατὶ ἐνόσω ἡ ἁμαρτία πείθει τὴν καρδιά του νὰ τὴν ἀκολουθεῖ, δὲν ἦρθε ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα του ἀκόμα καὶ βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ».
14. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
- «Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ δὲν ἀγωνίσθηκα γιὰ τὴ σωτηρία μου.
- Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ δὲν ἀγωνίσθηκα νὰ καθαρίσω τὸν ἑαυτό μου, ὥστε νὰ εἶμαι ἄξιος νὰ γείρει λίγο πρὸς τὸ μέρος μου ὁ ἐλεήμων Θεός.
- Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ δὲν ἀγωνίσθηκα νὰ βγῶ νικητὴς στοὺς πολέμους τῶν ἐχθρῶν σου, ὥστε Ἐσὺ νὰ βασιλεύσεις μέσα μου».
15. Εἶπε πάλι:
- «Ἀλίμονό μου, ποὺ ὁλόγυρά μου βρίσκεται τ᾿ ὄνομά Σου, κι ὅμως ἐγὼ ὑπηρετῶ τοὺς ἐχθρούς σου.
- Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ κάνω αὐτὰ ποὺ ἀηδιάζει ὁ Θεός, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν μὲ θεραπεύει».
16. Εἶπε ἀκόμη:
- «Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, γιατὶ ἔχω ἀπέναντί μου κατηγόρους γιὰ ὅσα γνωρίζω καὶ γιὰ ὅσα δὲν γνωρίζω καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὰ ἀρνηθῶ.
- Ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου, πῶς μπορῶ νὰ συναντήσω τὸν Κύριό μου καὶ τοὺς ἁγίους του, ἀφοῦ οἱ ἐχθροί μου δὲν ἄφησαν οὔτε ἕνα μέλος μου καθαρὸ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ;»
17. Ὁ μακάριος Θεόφιλος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ἔλεγε:
«Πόσο μεγάλο φόβο καὶ τρόμο καὶ δυσκολία ἔχουμε νὰ ἀντικρίσουμε, τὴν ὥρα ποὺ ἡ ψυχὴ χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα! Τότε μᾶς πλησιάζει στρατιὰ καὶ δύναμη τῶν ἀντίθετων δυνάμεων, οἱ ἄρχοντες τοῦ σκότους, οἱ κυρίαρχοι τῆς πονηρίας καὶ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, τὰ πονηρὰ δηλαδὴ πνεύματα, καὶ κρατοῦν τὴν ψυχὴ σὰν σὲ κάποια δίκη, παρουσιάζοντας ἐνώπιόν της ὅλα τὰ ἁμαρτήματα, ποὺ εἴτε μὲ ἐπίγνωση εἴτε ἀπὸ ἄγνοια ἔκανε, ἀπὸ τὴ νεαρὴ ἡλικία μέχρι τὴν ὥρα ποὺ στὰ ξαφνικὰ τὴν κατέλαβαν. Στέκονται λοιπὸν καὶ τὴν κατηγοροῦν γιὰ ὅλα, ὅσα ἔκανε. Λοιπόν, ποιὸν τρόμο νομίζεις ὅτι αἰσθάνεται ἐκείνη τὴν ὥρα, ἕως ὅτου βγεῖ ἡ ἀπόφαση καὶ ἐλευθερωθεῖ ἀπ᾿ αὐτά; Αὐτὴ εἶναι ἡ κρίσιμη ὥρα γιὰ τὴν ψυχή, μέχρι νὰ δεῖ ποιὸ θὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα γι᾿ αὐτήν.
Ἐπίσης καὶ οἱ θεῖες δυνάμεις στέκονται ἀκριβῶς ἀπέναντι στὶς ἀντίθετες καὶ μὲ τὴ σειρά τους παρουσιάζουν τὰ καλά της ἔργα. Σκέψου λοιπόν, ἡ ψυχὴ μὲς στὴ μέση μὲ τί φόβο καὶ τρόμο στέκεται, ἕως ὅτου βγεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς δίκης της ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτή, καὶ ἂν εἶναι ἄξια, οἱ πρῶτοι διώχνονται ἐπιτιμητικὰ καὶ τὴν ψυχὴ τὴν ἁρπάζουν οἱ Θεῖες δυνάμεις ἀπὸ τὰ χέρια τῶν δαιμόνων καὶ στὸ ἑξῆς κατοικεῖ ἀμέριμνη, σύμφωνα μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ: «Ὅλοι ὅσοι θὰ κατοικοῦν σὲ σένα θὰ εὐφραίνονται».
Ἔτσι ἐκπληρώνεται καὶ ἄλλος λόγος τῆς Γραφῆς, «Ἔφυγε μακριά τους κάθε πόνος, λύπη καὶ στεναγμός».
Τότε ἐλευθερωμένη πιὰ προχωρεῖ σ᾿ ἐκείνη τὴν ἀπερίγραπτη χαρὰ καὶ δόξα, στὴν ὁποία καὶ θὰ ἐγκατασταθεῖ.
Ἐὰν ὅμως βρεθεῖ νὰ ἔχει ζήσει μὲ ἀμέλεια, ἀκούει τὴ φοβερότατη φωνή:
«Νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ ἀσεβῆς, γιὰ νὰ μὴ δεῖ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου».
Τότε τὴν ψυχὴ αὐτὴ τὴν περιμένει ἡμέρα ὀργῆς, ἡμέρα θλίψης καὶ ἀνάγκης, τὸ σκοτάδι καὶ ἡ μαυρίλα. Ἀφοῦ παραδοθεῖ στὴν κόλαση καὶ στὴν αἰώνια φωτιά, θὰ εἶναι καταδικασμένη νὰ τιμωρεῖται στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Τότε ποῦ εἶναι ἡ καύχηση τοῦ κόσμου, ποῦ ἡ κενοδοξία, ποῦ ἡ καλοπέραση καὶ ἡ ἀπόλαυση, ποῦ ἡ ἐπίδειξη, ποῦ ἡ ἀνάπαυση, ποῦ τὰ μεγάλα λόγια, ποῦ τὰ χρήματα καὶ ἡ ὑψηλὴ καταγωγή, ποῦ ὁ πατέρας, ποῦ ἡ μητέρα, ποῦ οἱ ἀδελφοί; Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς θὰ μπορέσει νὰ γλιτώσει αὐτὴν τὴν ψυχή, ποὺ θὰ τὴν καίει ἡ φωτιὰ καὶ πικρὰ βάσανα θὰ τὴν κατέχουν;
Ἀφοῦ αὐτὰ ἔτσι ἔχουν, τί λογῆς πρέπει νὰ εἶναι ἡ δική μας ζωὴ μὲ ἅγια ἀναστροφὴ καὶ μὲ κάθε εὐλάβεια πρὸς τὸν Θεό;
Τί ἀγάπη ἔχουμε χρέος νὰ ἀποκτήσουμε, τί λογῆς συμπεριφορά, τί τρόπο ζωῆς, τί λογῆς πορεία;
Ποιὰ ἀκρίβεια στὴν κάθε μας ἐνέργεια, τί λογῆς πρέπει να᾿ ναι ἡ προσευχή μας, πόση βεβαιότητα νὰ ἔχουμε;
Αὐτὰ λοιπὸν ἀφοῦ τὰ περιμένουμε νὰ συμβοῦν, ἂς φροντίσουμε νὰ μᾶς βρεῖ ὁ Κύριος ἀκηλίδωτους καὶ ἄμεμπτους, μὲ εἰρήνη, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ λέει:
«Ἐλάτε οἱ εὐλογημένοι ἀπὸ τὸν Πατέρα μου καὶ κληρονομῆστε τὴ βασιλεία, ποὺ ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ σᾶς ἀπὸ τότε ποὺ δημιουργήθηκε ὁ κόσμος».
21. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰακώβ:
«Ὅπως ἀκριβῶς σ᾿ ἕνα σκοτεινὸ θάλαμο, ὅταν μπεῖ ἕνα λυχνάρι, τὸν φωτίζει, ἔτσι καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἐὰν ἔλθει στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, τὴ φωτίζει καὶ τῆς διδάσκει ὅλες τὶς ἀρετὲς καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ».
23. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Λογγίνος:
- «Ἡ νηστεία ταπεινώνει τὸ σῶμα,
- ἡ ἀγρυπνία καθαρίζει τὸν νοῦ,
- ἡ ἡσυχία φέρνει τὸ πένθος,
- τὸ πένθος βαπτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία».
24. Ὁ ἀββᾶς Λογγίνος εἶχε μεγάλη κατάνυξη τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ψαλμῳδίας του, καὶ μία φορὰ τοῦ λέει ἕνας μαθητής του:
«Ἀββᾶ, αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς κανόνας, νὰ κλαίει ὁ μοναχός, ὅταν κάνει τὴν ἀκολουθία του;»
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:
«Ναι, παιδί μου, αὐτὸς εἶναι ὁ κανόνας, ποὺ ἐπιζητεῖ ὁ Θεός.
Βέβαια ὁ Θεὸς δὲν ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο νὰ κλαίει, ἀλλὰ νὰ χαίρεται καὶ νὰ εὐφραίνεται καὶ νὰ τὸν δοξάζει, ὅπως οἱ ἄγγελοι, μὲ τὴν καθαρὴ καὶ ἀναμάρτητη ζωή του.
Ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε στὴν ἁμαρτία καὶ γι᾿ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ κλαίει, ἐνῷ ὅπου δὲν ὑπάρχει ἁμαρτία, ἐκεῖ δὲν ἔχει θέση τὸ κλάμα».
28. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου, ὅτι εἶπε ὁ Γέροντας:
«Ὅταν ἤμουν μικρὸ παιδί, μαζὶ μὲ ἄλλα παιδιὰ ἔβοσκα μοσχάρια. Κάποια μέρα πῆγαν νὰ κλέψουν σῦκα, καὶ καθὼς ἔτρεχαν, ἔπεσε ἕνα ἀπὸ τὰ σῦκα κι ἐγὼ τὸ πῆρα καὶ τὸ ἔφαγα. Ἀπὸ τότε, ὅποτε τὸ θυμᾶμαι αὐτό, κάθομαι καὶ κλαίω».
29. Διηγήθηκαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι περπατώντας κάποια φορὰ στὴν ἔρημο, βρῆκε παραπεταμένο πάνω στὸ χῶμα ἕνα κρανίο νεκροῦ.
Τὸ κούνησε λίγο μὲ τὸ φοινικένιο ραβδὶ τοῦ λέγοντάς του: «Σύ, ποιὸς εἶσαι; Ἀποκρίσου με».
Τὸ κρανίο τοῦ μίλησε καὶ εἶπε:
«Ἐγὼ ἤμουν ἀρχιερέας τῶν εἰδωλολατρῶν ποῦ παρέμειναν σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, κι ἐσὺ εἶσαι ὁ ἀββᾶς Μακάριος ποὺ ἔχει μέσα σου τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὅποια ὥρα λοιπὸν σπλαχνίζεσαι αὐτοὺς ποὺ εἶναι στὴν κόλαση, παρηγοροῦνται λίγο».
Τὸν ρωτάει ὁ ἀββᾶς Μακάριος: «Καὶ τί λογῆς παρηγοριὰ ἔχουν;»
Καὶ ἀπαντᾷ τὸ κρανίο: «Ὅση εἶναι ἡ ἀπόσταση μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, τόση εἶναι ἡ φωτιὰ κάτω ἀπὸ μᾶς. Καθὼς λοιπὸν στεκόμαστε μέσα στὴ φωτιὰ ἀπὸ τὸ κεφάλι ὡς τὰ πόδια, δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἕνας νὰ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου, γιατὶ ἡ ράχη τοῦ ἑνὸς εἶναι κολλημένη στὴ ράχη τοῦ ἄλλου. Ὅταν ὅμως προσεύχεσαι γιὰ μᾶς, βλέπει ἐν μέρει ὁ ἕνας τὸ πρόσωπο τοῦ ἄλλου».
Ἔκλαψε τότε ὁ Γέροντας καὶ εἶπε: «Ἀλίμονο στὴν ἡμέρα ποὺ γεννήθηκε ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν αὐτὴ εἶναι ἡ παρηγοριὰ τῆς κόλασης».
Τὸν ξαναρωτάει ὁ Γέροντας: «Ὑπάρχει ἄλλο χειρότερο βάσανο ἀπ᾿ αὐτό;»
Καὶ λέει τὸ κρανίο: «Τὸ μεγαλύτερο βάσανο εἶναι κάτω ἀπὸ μᾶς».
«Και ποιοὶ εἶναι σ᾿ αὐτό;» ρωτᾷ ὁ Γέροντας.
«Ἐμεῖς -ἀπαντᾶ τὸ κρανίο-ποὺ δὲν γνωρίσαμε τὸν Θεό, βρίσκουμε ἔστω λίγο ἔλεος. Ἐκεῖνοι ὅμως ποὺ γνώρισαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἀρνήθηκαν καὶ δὲν ἔκαναν τὸ θέλημά του, αὐτοὶ εἶναι ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπὸ μᾶς».
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὰ πῆρε ὁ Γέροντας τὸ κρανίο του, τὸ ἔθαψε στὴ γῆ καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του.
30. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ:
«Τί νὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάθε πειρασμὸ ποὺ τοῦ ἔρχεται ἢ σὲ κάθε λογισμὸ ποῦ τοῦ ὑποβάλλει ὁ ἐχθρός;»
Ὁ Γέροντας ἀπαντᾷ:
«Ὀφείλει νὰ κλαίει μπροστὰ στὸν ἀγαθότατο Θεό, γιὰ νὰ τὸν βοηθήσει καὶ πολὺ γρήγορα θὰ βρεῖ ἀνάπαυση, ἂν παρακαλεῖ μὲ ἐπίγνωση, γιατὶ εἶναι γραμμένο: Δὲν θὰ φοβηθῶ τί θὰ μοῦ κάνει ἄνθρωπος».
31. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωυσῆς:
«Ὅσοι νικηθήκαμε ἀπὸ κάποιο σωματικὸ πάθος, ἂς μὴν ἀμελήσουμε νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ πενθήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας, προτοῦ μᾶς βρεῖ τὸ πένθος τῆς κρίσεως».
32. Εἶπε πάλι:
«Μὲ τὰ δάκρυα ἀποκτᾷ ὁ ἄνθρωπος τὶς ἀρετὲς καὶ μὲ τὰ δάκρυα ἐπίσης συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες.
Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ κλαῖς, μὴν ὑψώσεις τὸν τόνο τοῦ ἀναστεναγμοῦ σου.
Καὶ ἂς μὴ γνωρίζει τὸ ἀριστερό σου χέρι τί κάνει τὸ δεξί. Τὸ ἀριστερὸ βέβαια εἶναι ἡ κενοδοξία».
39. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Τί νὰ κάνω μὲ τὶς ἁμαρτίες μου;»
Καὶ ἀπαντώντας ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, μὲ δάκρυα λυτρώνεται ἀπ᾿ αὐτὲς καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ἀποκτήσει ἀρετές, μὲ δάκρυα τὶς ἀποκτᾷ.
Γιατὶ τὸ νὰ κλαῖμε εἶναι ἡ ὁδὸς ποὺ μᾶς παρέδωσε ἡ Γραφή, καθὼς καὶ οἱ πατέρες, ποὺ ἔλεγαν: Κλᾶψτε, ἄλλη ὁδὸς δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνον αὐτή».
40. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Τί νὰ κάνω μ᾿ αὐτὲς τὶς ἐσωτερικὲς ἀνησυχίες ποὺ μὲ ταράζουν;»
Τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:
«Νὰ κλάψουμε μπροστὰ στὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ ἀκούραστα, ἕως ὅτου μᾶς δώσει τὸ ἔλεός του».
41. Ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ διηγήθηκε ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ εἶπε:
«Κάποτε καθόμουν μαζὶ μὲ τὸν ἀββᾶ Ποιμένα καὶ τὸν εἶδα νὰ πέφτει σὲ ἔκσταση.
Ἐπειδὴ τοῦ εἶχα πολὺ θάρρος, τοῦ ἔβαλα μετάνοια παρακαλώντας τον «πές μου, ποῦ ἤσουν;»
Ἐκεῖνος ἀναγκάσθηκε καὶ εἶπε:
«Ὁ λογισμός μου ἦταν ἐκεῖ στὸν Σταυρὸ τοῦ Σωτῆρος, ὅπου ἔστεκε ἡ ἁγία Μαρία ἡ Θεοτόκος καὶ ἔκλαιγε, καὶ ἐγὼ ἤθελα πάντοτε ἔτσι νὰ κλαίω».
42. Ἕνας ἀδερφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Τί νὰ κάνω;»
Ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ μᾶς ἐπισκεφθεῖ, γιὰ ποιὸ πρᾶγμα θὰ ἀνησυχήσουμε;»
Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας».
Λέει λοιπὸν ὁ Γέροντας:
«Ἂς μποῦμε ἑπομένως στὸ κελί μας καὶ μένοντας ἐκεῖ ἂς θυμόμαστε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τότε ὁ Κύριος θὰ μᾶς βοηθάει σὲ ὅλα».
43. Ὁ μακάριος Ἀθανάσιος, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ἀλεξάνδρειας, παρακάλεσε τὸν ἀββᾶ Παμβὼ νὰ κατέβει ἀπὸ τὴν ἔρημο στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Πραγματικά, κατέβηκε καὶ βλέποντας μία θεατρίνα, γέμισαν δάκρυα τὰ μάτια του.
Ὅταν τὸν ρώτησαν ὅσοι ἦταν κοντά του νὰ μάθουν γιατί ἔκλαψε, εἶπε:
«Δύο πράγματα μοῦ ἔφεραν τὰ δάκρυα, τὸ ἕνα ἡ ἀπώλεια ἐκείνης, καὶ τὸ ἄλλο τὸ ὅτι ἐγὼ δὲν ἔχω τόση φροντίδα νὰ ἀρέσω στὸν Θεό, ὅση ἔχει αὐτή, προκειμένου νὰ ἀρέσει σὲ ἀνήθικους ἀνθρώπους».
44. Ὁ ἀββᾶς Παῦλος εἶπε:
«Μέχρι τὸν λαιμὸ εἶμαι βυθισμένος σὲ βοῦρκο καὶ κλαίω μπροστὰ στὸν Κύριο λέγοντας: Ἐλέησέ με».
46. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Σεραπίωνα, ὅτι ἡ ζωή του ἦταν σὰν ἑνὸς πουλιοῦ.
Δὲν ἀπόκτησε ποτὲ κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ οὔτε ἔμεινε σὲ κελί, ἀλλὰ τυλιγμένος ἕνα σεντόνι καὶ κρατώντας ἕνα μικρὸ Εὐαγγέλιο τριγυρνοῦσε ἔtσι σὰν νὰ μὴν εἶχε σῶμα.
Πολλὲς φορὲς τὸν ἔβρισκαν νὰ κάθεται στὸν δρόμο ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ καὶ νὰ κλαίει γοερὰ καὶ τὸν ρωτοῦσαν:
«Γέροντα, γιατί κλαῖς ἔτσι;»
Κι ἐκεῖνος τοὺς ἀπαντοῦσε:
«Ὁ Κύριός μου, μοῦ ἐμπιστεύθηκε τὰ πλούτη του, ἀλλὰ ἐγὼ τὰ ἔχασα, γι᾿ αὐτὸ θέλει νὰ μὲ τιμωρήσει».
Ἐκεῖνοι, σὰν τὸν ἄκουγαν, νόμιζαν ὅτι μιλάει γιὰ χρυσάφι καὶ πολλὲς φορὲς τοῦ ἔριχναν ἕνα κομμάτι ψωμὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν:
«Ἀδελφέ, δέξου το αὐτὸ καὶ φάε, ὅσο γιὰ τὰ πλούτη ποὺ ἔχασες, ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη νὰ σοῦ τὰ στείλει».
Καὶ ὁ Γέροντας ἀποκρινόταν: «Ἀμήν».
47. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική:
«Αὐτοὺς ποὺ πρωτοέρχονται στὸν Θεὸ τοὺς περιμένει ἀγῶνας καὶ κόπος πολύς, ὕστερα ὅμως ἀκολουθεῖ χαρὰ ἀνείπωτη. Ὅπως ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ θέλουν ν᾿ ἀνάψουν φωτιά, στὴν ἀρχὴ καπνίζονται καὶ τὰ μάτια τους δακρύζουν καὶ κατόπιν πετυχαίνουν αὐτὸ ποὺ θέλουν. Καὶ μάλιστα ἡ Γραφὴ λέει, «ὁ Θεός μας εἶναι φωτιὰ ποὺ κατακαίει».
Ἔτσι πρέπει κι ἐμεῖς τὴ θεϊκὴ φωτιὰ νὰ τὴν ἀνάψουμε μέσα μας μὲ δάκρυα καὶ κόπο».
48. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:
«Ὁ μοναχός τη νύκτα τὴν κάνει μέρα ἀγρυπνώντας καὶ ἐπιμένοντας στὴν προσευχή. Ἔτσι κατανύσσοντας τὴν καρδιά του χύνει δάκρυα καὶ ἐπικαλεῖται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἔλεος».
49. Κάποιοι ἀδελφοὶ ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββᾶ Φίλικα, ἔχοντας μαζί τους ἀνθρώπους κοσμικούς, καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ τοὺς πεῖ ἕνα λόγο, ἀλλὰ ὁ Γέροντας σιωποῦσε.
Καθὼς ὅμως τὸν παρακαλοῦσαν πολλὴ ὥρα, τοὺς εἶπε: «Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε κάποιο λόγο;»
Τοῦ λένε: «Ναί, ἀββᾶ», καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε:
«Τώρα πιὰ δὲν ὑπάρχει λόγος. Ἄλλοτε, ὅταν ρωτοῦσαν τοὺς Γέροντες οἱ ἀδελφοὶ καὶ ἔκαμναν ὅσα τοὺς ἔλεγαν, ὁ Θεὸς τοὺς φώτιζε πῶς νὰ μιλήσουν. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτοῦν βέβαια, ἀλλὰ δὲν τηροῦν αὐτὰ ποὺ ἀκοῦν, ὁ Θεὸς πῆρε ἀπὸ τοὺς Γέροντες τὴ χάρη κι ἔτσι δὲν βρίσκουν τί νὰ ποῦν, γιατὶ ἀκριβῶς δὲν ὑπάρχει αὐτὸς ποὺ θὰ τὰ ἐφαρμόσει».
Ὅταν τὰ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ ἀδελφοὶ στέναξαν καὶ εἶπαν: «Ἀββᾶ, προσευχήσου γιὰ μᾶς».
55. Διηγήθηκε ἕνας Γέροντας ὅτι κάποιος ἀδελφὸς ἤθελε νὰ φύγει γιὰ νὰ μονάσει, ἀλλὰ τὸν ἐμπόδιζε ἡ ἴδια ἡ μητέρα του.
Αὐτὸς ὅμως δὲν παραιτοῦνταν ἀπὸ τὸν σκοπό του καὶ ἔλεγε: «Θέλω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου».
Ἡ μητέρα του ἂν καὶ προσπάθησε πολὺ νὰ τὸν ἐμποδίσει, δὲν τὰ κατάφερε καὶ τελικὰ ὑποχώρησε στὴν ἐπιθυμία του.
Ἔφυγε λοιπόν, ἔγινε καὶ μοναχός, ἀλλὰ ξόδεψε τὴ ζωή του μὲ ἀμέλεια.
Κάποτε πέθανε ἡ μητέρα του καὶ μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα συνέβη νὰ ἀρρωστήσει κι αὐτὸς πολὺ βαριὰ καὶ κάποια στιγμὴ ἦρθε σὲ ἔκσταση καὶ ἁρπάχθηκε στὴν κρίση, ἐκεῖ βρῆκε τὴ μητέρα του ἀνάμεσα στοὺς κατάδικους.
Ἐκείνη λοιπόν, μόλις τὸν εἶδε, ἔκπληκτή του λέει: «Τί συμβαίνει, παιδί μου; Καὶ σὺ καταδικάσθηκες να᾿ ρθεῖς στὸν τόπο αὐτό; Καὶ ποῦ πῆγαν τὰ λόγια ποὺ ἔλεγες; Θέλω νὰ σώσω τὴν ψυχή μου;»
Ντροπιάστηκε βέβαια μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἄκουσε καὶ στεκόταν καταλυπημένος μὴ μπορώντας νὰ τῆς δώσει καμιὰ ἀπάντηση.
Οἰκονόμησε ὅμως ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς καὶ μετὰ τὸ ὅραμα αὐτὸ ἀνέλαβε ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του.
Καὶ ἐπειδὴ σκέφθηκε ὅτι ἀπὸ τὸν Θεὸ τοῦ ἔγινε μία τέτοια ἐπίσκεψη, ἔγινε ἔγκλειστος καὶ φρόντιζε γιὰ τὴ σωτηρία του, μετανοώντας καὶ κλαίοντας γιὰ ὅσα μὲς στὴν ἀμέλειά του ἔκανε πιὸ μπροστά.
Καὶ τόσο μεγάλη ἦταν ἡ κατάνυξή του, ὥστε πολλοὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ὑποχωρήσει λίγο, μήπως καὶ πάθει κάποια ζημιὰ ἀπὸ τὸ ὑπερβολικὸ κλάμα.
Αὐτὸς ὅμως δὲν παρηγοριόταν μὲ τίποτε καὶ ἔλεγε:
«Ἐὰν δὲν μπόρεσα νὰ ἀντέξω τὸν ἐξευτελισμὸ ἀπὸ τὴ μητέρα μου, πῶς θὰ σηκώσω κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως τὴν αἰσχύνη μπροστὰ στὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους;»
56. Εἶπε κάποιος Γέροντας:
«Ἐὰν ὑπῆρχε περίπτωση, κατὰ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μετὰ τὴν ἀνάσταση, νὰ ξεψυχήσουν ἀπὸ φόβο οἱ ἄνθρωποι, ὅλος ὁ κόσμος θὰ πέθαινε ἀπὸ τρόμο καὶ ἔκπληξη. Τί θέαμα θὰ εἶναι νὰ βλέπει κανεὶς νὰ ἀνοίγουν οἱ οὐρανοὶ καὶ τὸν Θεὸ νὰ ἐμφανίζεται μὲ ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση καὶ ἀναρίθμητες στρατιὲς ἀγγέλων, καὶ μαζὶ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα! Γι᾿ αὐτὸ ὀφείλουμε νὰ ζοῦμε ἔτσι, ὡσὰν κάθε μέρα νὰ ζητάει ὁ Θεὸς νὰ λογοδοτοῦμε γιὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς μας».
57. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα: «Πῶς ἔρχεται ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ στὶς ψυχές;»
Ὁ Γέροντας ἀπάντησε:
«Ἂν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὸ νὰ μὴν κρίνει τοὺς ἄλλους, θα ᾿ρθεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν».
58. Ἕνας ἀδελφὸς ἐπισκέφθηκε κάποιον Γέροντα καὶ τὸν ρώτησε:
«Ἀββᾶ, γιὰ ποιὸν λόγο ἡ καρδιά μου εἶναι σκληρὴ καὶ δὲν φοβοῦμαι τὸν Θεό;»
Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας:
«Νομίζω πὼς ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἔχει παντοτινὸ ἔλεγχο μέσα του, ἀποκτᾷ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ».
Τὸν ξαναρωτᾷ ὁ ἀδελφός: «Καὶ τί εἶναι ὁ ἔλεγχος;»
Καὶ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:
«Εἶναι τὸ νὰ ἐλέγχει ὁ ἄνθρωπος σὲ κάθε περίπτωση τὶς κινήσεις τῆς ψυχῆς του λέγοντας στὸν ἑαυτό του:
«Θυμήσου ὅτι κάποια ὥρα θὰ συναντήσεις τὸν Θεό».
Νὰ προσθέτει καὶ αὐτό: «Τί ἔχω ἐγὼ νὰ κάνω μὲ τοὺς ἀνθρώπους;»
Νομίζω πὼς ἂν μείνει κανεὶς σταθερὰ σ᾿ αὐτά, θα ᾿ρθεῖ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ μέσα του».
59. Εἶδε κάποτε ἕνας Γέροντας κάποιον νὰ γελᾷ καὶ τοῦ λέει:
«Πρόκειται νὰ ἀπολογηθοῦμε ἐνώπιον οὐρανοῦ καὶ γῆς γιὰ ὅλη μας τὴ ζωὴ καὶ σὺ γελᾷς;»
60. Εἶπε ἕνας Γέροντας:
«Ὅπως μᾶς συνοδεύει παντοῦ ἡ σκιά μας, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο πρέπει νὰ ἔχουμε μέσα μας τὰ δάκρυα καὶ τὴ συντριβή, ὅπου κι ἂν βρισκόμαστε».
61. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕναν Γέροντα: «Τί νὰ κάνω;»
Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Γέροντας: «Ὀφείλουμε νὰ χύνουμε δάκρυα πάντοτε. Συνέβη κάποτε κάποιος ἀπὸ τοὺς πατέρες νὰ πεθάνει καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὴ ὥρα ἐπανῆλθε στὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ρωτήσαμε:
«Τί εἶδες ἐκεῖ, ἀββᾶ;» Καὶ μᾶς εἶπε τότε κλαίοντας:
«Άκουσα ἐκεῖ ἕναν ἀσταμάτητο θρῆνο ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔλεγαν ἀλίμονό μου, ἀλίμονό μου».
Τὸ ἴδιο καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ λέμε πάντοτε».
62. Ἀδελφὸς ζήτησε ἀπὸ κάποιον Γέροντα νὰ μάθει λέγοντας:
«Πόσο ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή μου τὰ δάκρυα, καθὼς ἀκούω τοὺς Γέροντες νὰ μιλοῦν γι᾿αὐτά, ἀλλὰ δὲν ἔρχονται καὶ θλίβομαι».
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
«Οι Ἰσραηλῖτες περίμεναν σαράντα χρόνια γιὰ νὰ μποῦν στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Τὰ δάκρυα εἶναι ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, στὴν ὁποία ἐὰν ἐπιστρέψεις, δὲν ἔχεις στὸ ἑξῆς νὰ φοβηθεῖς πόλεμο. Ἔτσι ὁ Θεὸς θέλει νὰ θλίβεται ἡ ψυχή, γιὰ νὰ ἐπιθυμεῖ πάντοτε νὰ μπεῖ στὴ χώρα ἐκείνη».
64. Δυὸ σαρκικοὶ ἀδελφοὶ ἀπαρνήθηκαν τὸν κόσμο καὶ πῆγαν στὸ ὄρος τῆς Νιτρίας, ὅπου καὶ ὑποτάχτηκαν σ᾿ ἕναν πνευματικὸ πατέρα.
Ὁ Θεὸς ἔδωσε καὶ στοὺς δυὸ τὸ χάρισμα τῶν δακρύων καὶ τῆς κατανύξεως. Μιὰ φορὰ λοιπὸν ὁ Γέροντας σὲ ὅραμα βλέπει τοὺς δυὸ ἀδελφοὺς νὰ στέκονται καὶ νὰ προσεύχονται κρατώντας στὰ χέρια φύλλα χαρτιοῦ γραμμένα καὶ νὰ τὰ βρέχουν μὲ τὰ δάκρυά τους.
Τοῦ ἑνὸς τὰ γράμματα σβήνονταν εὔκολα, ἐνῷ τοῦ ἄλλου ὕστερα ἀπὸ κόπο, γιατὶ φαίνονταν σὰν νὰ ἦταν γραμμένα μὲ ἔγκαυστη μελάνη.
Ὁ Γέροντας παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δοθεῖ ἐξήγηση γιὰ τὸ ὅραμα.
Πραγματικὰ τοῦ παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέει:
«Τα γράμματα στὰ χαρτιὰ εἶναι τὰ ἁμαρτήματά τους. Ὁ ἕνας με φυσικὸ τρόπο ἁμάρτησε καὶ γι᾿ αὐτὸ εὔκολα διαλύονται τὰ σφάλματά του. Ὁ ἄλλος μολύνθηκε μὲ ἀκάθαρτα καὶ βρωμερὰ παρὰ φύσιν ἁμαρτήματα καὶ γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται νὰ καταβάλει περισσότερο κόπο γιὰ μετάνοια καὶ πολλὴ ταπείνωση».
Ἀπὸ τὸ ὅραμα καὶ ὕστερα ἔλεγε ὁ Γέροντας στὸν ἀδελφό:
«Κόπιασε, ἀδελφέ, γιατὶ τὰ γράμματα εἶναι ἐγκαυστὰ καὶ μὲ κόπο ἐξαλείφονται», ἀλλὰ δὲν τοῦ φανέρωσε τὸ πρᾶγμα μέχρι τὸν θάνατό του, γιὰ νὰ μὴν τοῦ κόψει τὴν προθυμία.
Ὡστόσο ὅλο καὶ περισσότερο τοῦ ἔλεγε: «Κόπιασε, ἀδελφέ, γιατὶ μὲ κόπο σβήνουν».
66. Ἕνας ἀδελφὸς προχωρημένος στὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν ὥρα ποὺ ἔκαμνε τὸν κανόνα του μαζὶ μὲ τὸν δικό του ἀδελφό, τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά του καὶ σταματοῦσε νὰ λέει τὸν ψαλμό. Μιὰ φορὰ ὁ ἀδελφὸς τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ πεῖ τί σκέφτεται τὴν ὥρα τοῦ κανόνα καὶ κλαίει τόσο πικρά.
Αὐτὸς τοῦ εἶπε: «Συγχώρησέ με, ἀδελφέ. Ἐγὼ πάντοτε ὅταν κάνω τὸν κανόνα μου, βλέπω τὸν κριτῆ κι ἐμένα τὸν ἴδιο νὰ στέκομαι μπροστά του σὰν κατάδικος καὶ νὰ ἀνακρίνομαι καὶ νὰ μοῦ λέει: «Γιατί ἁμάρτησες;» Λοιπόν, ἐπειδὴ δὲν ἔχω τί νὰ ἀπολογηθῶ, μοῦ κλείνεται τὸ στόμα καὶ γι᾿ αὐτὸ χάνω τὸν στίχο τοῦ ψαλμοῦ. Συγχώρησέ με ὅμως, ποὺ σὲ θλίβω. Κι ἂν σὲ ἀναπαύει, ἂς κάνει ὁ καθένας μας χωριστὰ ἀπὸ τὸν ἄλλον τὸν κανόνα του».
Τοῦ λέει ὁ ἀδελφός: «Ὄχι, πάτερ, γιατὶ κι ἂν ἀκόμη ἐγὼ δὲν ἔχω πένθος, ἀλλ᾿ ὅμως, ὅταν σὲ βλέπω, κακίζω τὸν ἑαυτό μου».
Κι ὁ Θεὸς εἶδε τὴν ταπείνωσή του καὶ χάρισε καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸ πένθος τοῦ ἀδελφοῦ του.
67. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς πῆγε σὲ κάποιον Γέροντα ποὺ κατοικοῦσε στὸ ὄρος Σινᾶ καὶ τὸν παρακάλεσε:
«Πάτερ, πές μου πῶς πρέπει νὰ προσεύχομαι, γιατὶ πολὺ ἐξόργισα τὸν Θεό».
Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Παιδί μου, ἐγὼ ὅταν προσεύχομαι, ἔτσι λέω:
Κύριε, ἀξίωσέ με νὰ σὲ ὑπηρετήσω, ὅπως ὑπηρέτησα τὸν Σατανᾶ, κι ἀξίωσέ με νὰ σὲ ἀγαπήσω, ὅπως ἀγάπησα τὴν ἁμαρτία».
68. Εἶπε πάλι: «Καλὸ εἶναι ὁ ἄνθρωπος νὰ ἁπλώνει τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ γιὰ προσευχὴ καὶ νὰ παρακαλάει τὸν Θεό, νὰ περάσει ἤρεμα ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν ἔξοδό της μέσα ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ τὴν ἐμποδίσουν στὸν ἀέρα».
75. Ἕνας Γέροντας εἶπε:
«Σὲ ᾿κεῖνον ποὺ μετανοεῖ ἁρμόζει νὰ κάνει αὐτά:
- Νὰ ζήσει μόνος,
- νὰ ἔχει φροντίδα γιὰ τὴν ψυχή του,
- νὰ πενθεῖ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του,
- νὰ μὴν ἔχει μέριμνα γιὰ τὰ πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου,
- κανένα νὰ μὴ στενοχωρήσει, τὸν ἑαυτό του νὰ θλίβει,
- τὸν ἑαυτό του νὰ ἐλέγχει,
- νὰ ζεῖ στερημένα, νὰ κρίνει τὸν ἑαυτό του,
- πάντοτε νὰ ἀγρυπνεῖ καὶ μὲ πόνο καρδιᾶς νὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ ἔλεός του».
76. Ἕνας Γέροντας εἶπε:
«Ὅπως κάθε ἁμαρτία, ποὺ θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐνῷ αὐτὸς ποὺ πορνεύει ἁμαρτάνει στὸ σῶμα του, γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔρχεται τὸ μόλυσμα, ἔτσι κάθε ἐργασία ποὺ θὰ κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ χύνει δάκρυα καθαρίζει τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα. Γιατὶ τὸ δάκρυ καθὼς κατεβαίνει ἀπὸ πάνω, ξεπλένει καὶ ἁγιάζει ὅλο τὸ σῶμα».
80. Εἶπε πάλι:
«Τὸ νὰ μιλάει κανεὶς γιὰ τὴν πίστη καὶ νὰ διαβάζει τὰ δόγματα εἶναι πράγματα ποὺ ξηραίνουν τὴν κατάνυξη τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἐξαφανίζουν, ἐνῷ οἱ βίοι καὶ οἱ λόγοι τῶν Γερόντων δίνουν φῶς στὴν ψυχή».
81. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε κάποιον Γέροντα:
«Γιὰ ποιὸν λόγο ἡ ψυχή μου ἀγαπᾷ τὴν ἀκαθαρσία;»
Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε: «Ἡ ψυχὴ θέλει τὰ πάθη, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ποὺ τὴ συγκρατεῖ. Πρέπει νὰ χύνουμε δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ τὶς ἀκάθαρτες διαθέσεις μας. Εἶδες τὴ Μαρία, ὅταν ἔσκυψε στὸ μνῆμα καὶ ἔκλαιε, πῶς τῆς μίλησε ὁ Κύριος; Τὸ ἴδιο θὰ συμβεῖ καὶ μὲ τὴν ψυχή».
82. Ἕνας Γέροντας εἶπε:
«Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ κάθεται στὸ κελί του καὶ μελετάει τοὺς ψαλμούς, μοιάζει μὲ ἄνθρωπο ποὺ ζητάει τὸν βασιλιά.
Ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ θρηνώντας ζητάει κάτι, κρατάει τὰ πόδια τοῦ βασιλιά, παρακαλώντας νὰ βρεῖ ἔλεος ἀπὸ μέρους του, ὅπως εἶχε κάνει ἡ πόρνη».
83. Εἶπε ἕνας Γέροντας:
«Λίγο-λίγο συνήθισε τὴν καρδιά σου νὰ λέει γιὰ τὸν καθέναν ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς:
«Στ᾿ ἀλήθεια, αὐτὸς εἶναι πιὸ προχωρημένος ἀπὸ μένα στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ».
Καὶ πάλι: «Αὐτὸς εἶναι καλύτερος ἀπὸ μένα».
Καὶ ἔτσι σιγὰ-σιγὰ θὰ φθάσεις στὸ σημεῖο νὰ βάζεις τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ ὅλους, καὶ θὰ κατοικήσει μέσα σου τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Ἐνῷ, ἂν περιφρονήσεις ἕναν ἄνθρωπο, φεύγει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ σένα καὶ παραδίνεις τὸν ἑαυτό σου σὲ σαρκικοὺς μολυσμοὺς καὶ σοῦ σκληρύνεται ἡ καρδιὰ καὶ δὲν θὰ ὑπάρχει καμιὰ κατάνυξη μέσα σου».
85. Εἶπε πάλι:
«Ἀλίμονό σου, ψυχή, γιατὶ συνήθισες μόνο νὰ ζητᾷς τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ἀκοῦς καὶ τίποτε νὰ μὴν κάνεις ἀπὸ ὅσα ἀκοῦς.
Ἀλίμονό σου, σῶμα, γιατὶ ξέρεις αὐτὰ ποὺ σὲ μολύνουν καὶ πάντοτε αὐτὰ ζητᾷς, τὸν χορτασμὸ καὶ τὴν ἀπόλαυση.
Ἀλίμονο στὸν νεώτερο ποὺ γεμίζει τὴν κοιλιά του καὶ δίνει ἐμπιστοσύνη στὸ θέλημά του, γιατὶ ἔτσι εἶναι μάταιη ἡ ἀπάρνηση τοῦ κόσμου ποὺ ἔκανε».
87. Κάποιος Γέροντας ζοῦσε μόνος στὴ μονὴ τῶν Μονιδίων καὶ ἡ παντοτινή του προσευχὴ ἦταν ἡ ἑξῆς:
«Κύριε, δὲν ἔχω τὸν φόβο σου μέσα μου, γι᾿ αὐτὸ στεῖλε μου κάποιον κεραυνὸ ἢ κάποια ἄλλη δύσκολη περίσταση, ἢ ἀρρώστια ἢ δαίμονα, μήπως ἔστω καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο φοβηθεῖ ἡ πωρωμένη μου ψυχή».
Αὐτὰ ἔλεγε καὶ συνέχιζε νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεό.
«Ξέρω ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὲ συγχωρήσεις. Γιατὶ ἁμάρτησα πολὺ σὲ σένα, Δέσποτα, ἀλλ᾿ ἂν εἶναι δυνατὸν λόγῳ τῆς εὐσπλαχνίας σου, συγχώρεσέ με. Ἂν ὅμως αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει, τιμώρησέ με ἐδῶ στὴ γῆ, Δέσποτα, καὶ ἐκεῖ μὴ μὲ παιδεύσεις, ἀλλ᾿ ἐὰν καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο, τιμώρησέ με ἐδῶ κατὰ ἕνα μέρος καὶ ἐκεῖ ἀνακούφισέ με, ἔστω καὶ λίγο, ἀπὸ τὴν τιμωρία τῆς κόλασης. Ἄρχισε ἀπὸ τώρα νὰ μὲ παιδεύεις, ἀλλὰ ἂς μὴν περιπέσω στὴν ὀργή σου, Δέσποτα».
Μ᾿ αὐτὴ τὴν ἐπιμονὴ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο μὲ ἀσταμάτητα δάκρυα, μὲ πολλὴ ταπείνωση στοὺς λογισμούς του καὶ μὲ νηστεῖες παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ σκεπτόταν:
«Άραγε τί νὰ σημαίνει ὁ λόγος ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται;»
Καὶ κάποια ἡμέρα ἐνῷ καθόταν κατὰ γῆς θλιμμένος καὶ θρηνοῦσε κατὰ τὴ συνήθειά του, νύσταξε, καὶ νά, τοῦ παρουσιάσθηκε ὁ Χριστὸς μὲ ἱλαρὸ πρόσωπο καὶ μὲ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ εἶπε:
«Τί ἔχεις, ἄνθρωπε, γιατί τόσο κλαῖς;»
Τοῦ ἀπάντησε ἐκεῖνος: «Ἐπειδὴ ἔπεσα, Κύριε».
Καὶ ὁ Ἰησοῦς ποὺ τοῦ ἐμφανίσθηκε τοῦ λέει: «Σήκω ἐπάνω».
Ἀποκρίθηκε τότε ὁ πεσμένος στὴ γῆ: «Δὲν μπορῶ, ἂν δὲν μοῦ δώσεις τὸ χέρι σου».
Καὶ ἅπλωσε Ἐκεῖνος τὸ χέρι του καὶ τὸν σήκωσε καὶ τοῦ λέει πάλι μὲ καλοσύνη:
«Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου, γιατί τόσο λυπᾶσαι;»
«Και δὲν θέλεις, Κύριε, -ρωτᾷ ὁ ἀδελφός-νὰ κλάψω καὶ νὰ λυπηθῶ ποὺ τόσο σὲ πίκρανα;»
Τότε ὁ Κύριος ἅπλωσε τὸ χέρι του πάνω στὸ κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ, τὸ ἀγκάλιασε καὶ τοῦ λέει:
«Μη θλίβεσαι, ὁ Θεὸς θὰ εἶναι βοηθός σου ἀπὸ δῶ καὶ πέρα. Ἐπειδὴ ἐσὺ πόνεσες, δὲν θὰ στρέφεται πιὰ ἡ λύπη μου ἐναντίον σου. Ἐφόσον γιὰ σένα ἔχω χύσει τὸ αἷμα μου, δὲν θὰ δείξω πολὺ περισσότερο τὴ φιλανθρωπία μου καὶ σὲ σένα καὶ σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ;»
Ὁ ἀδελφὸς συνῆλθε κατόπιν ἀπὸ τὴν ὀπτασία καὶ ἔνιωσε τὴν καρδιά του πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρά, γιατὶ βεβαιώθηκε ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἐλέησε καὶ ἔζησε σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ πολλὴ ταπείνωση εὐχαριστώντας τὸν Θεό.
90. Κάποιος Γέροντας, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας, μὴ γνωρίζοντας ὅτι ὁ μαθητής του ἄκουε, θρηνοῦσε πικρὰ μὲ ὀλολυγμούς.
Τὰ δόντια του ἔτριζαν κι ἔπεφταν ἄφθονα τὰ δάκρυά του.
Καὶ ὅταν τὸν παρακάλεσε ὁ μαθητής του νὰ τοῦ πεῖ τί τοῦ συμβαίνει, εἶπε:
«Ἦρθα σὲ κατάνυξη καὶ εἶδα τὶς ψυχὲς τῶν ἁμαρτωλῶν στὸν Ἅδη σὲ ποιὰ θλίψη εἶναι καὶ δὲν μπορῶ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη νὰ παρηγορηθῶ».
93. Κάποιος εἶδε ἕνα νέο μοναχὸ νὰ γελάει καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴ γελᾷς, ἀδελφέ, γιατὶ διώχνεις τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ ἀπ᾿ τὴν ψυχή σου».
103. Εἶπε πάλι:
«Ἐὰν περιπέσεις σὲ ἁμάρτημα καὶ μετὰ ἀποκαταστήσεις τὶς σχέσεις σου μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἀρχίσεις τὴ ζωὴ τοῦ πένθους καὶ τῆς μετάνοιας, πρόσεξε μὴν παύσεις νὰ πονᾷς καὶ νὰ στενάζεις ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὡς τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου σου, γιατὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ξαναπέσεις γρήγορα στὸν ἴδιο βόθρο.
Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη εἶναι χαλινάρι τῆς ψυχῆς, ποὺ τὴ συγκρατεῖ γιὰ νὰ μὴν ξαναπέσει».
108. Κάποιος Γέροντας ποὺ ἔμενε στὸ κελί του ὁλομόναχος, ἔκανε ἑξήντα χρόνια μοναχὸς χωρὶς νὰ σταματήσει ποτὲ νὰ κλαίει.
Καὶ ἔλεγε πάντα: «Τὸν χρόνο τῆς ζωῆς μας τὸν ἔχει δώσει ὁ Θεὸς γιὰ μετάνοια καὶ πολὺ θὰ τὸν ἀναζητήσουμε κάποτε».
110. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε ἕναν Γέροντα:
«Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, πού, ὅταν δῶ κάποιον νὰ ἁμαρτάνει, τὸν κατακρίνω, καὶ ὅταν ἀκούσω γιὰ ἕναν ἀδελφὸ πὼς εἶναι ἀμελής, τὸν μισῶ καὶ θὰ χάσω ἔτσι τὴν ψυχή μου;»
Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας:
«Ὅταν ἀκούσεις κάτι τέτοιο, ἀπομακρύνσου ἀμέσως ἀπ᾿ τὸν λογισμὸ αὐτὸ κάνοντας ἕνα ἅλμα καὶ σπεῦσε νὰ θυμηθεῖς τὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἀναλογίσου δίπλα σου τὸ φρικτὸ βῆμα, τὸν ἀδέκαστο δικαστῆ, τοὺς πύρινους ποταμούς, ποὺ ρέουν μπροστὰ σ᾿ ἐκεῖνο τὸ βῆμα κοχλάζοντας μέσα στὴ φοβερὴ φλόγα, τὶς ἀκονισμένες ρομφαῖες, τὶς σκληρὲς τιμωρίες, τὴν κόλαση ποὺ δὲν ἔχει τέλος, τὴ νύχτα τὴν ἄφεγγη, τὸ σκοτάδι τὸ ἐξώτερο, τὸ φαρμακερὸ φίδι, τὰ ἄλυτα δεσμά, τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν καὶ τὸν ὀδυρμὸ ποὺ δὲν ἔχει παρηγοριά. Αὐτὰ λοιπὸν νὰ σκέπτεσαι, τὴν ἀναπόφευκτη δηλαδὴ πανωλεθρία.
Κι ἐκεῖνος ὁ δικαστῆς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ κατηγόρους οὔτε ἀπὸ μάρτυρες οὔτε ἀπὸ ἀποδείξεις οὔτε ἀπὸ ἔλεγχο. Ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὰ πεπραγμένα θὰ παρουσιασθεῖ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ κάθε ἐνόχου. Τότε κανεὶς δὲν θὰ βρεθεῖ νὰ βγεῖ καὶ νὰ μᾶς γλιτώσει ἀπὸ τὴν τιμωρία, οὔτε πατέρας οὔτε γιὸς οὔτε μητέρα μήτε θυγατέρα μήτε κανεὶς ἄλλος συγγενής, οὔτε γείτονας οὔτε φίλος οὔτε συνήγορος. Μήτε μπορεῖ τὴν ἐνοχὴ νὰ τὴν ἐξαγοράσει τὸ χρῆμα, ὁ περίσσιος πλοῦτος ἢ ἡ δύναμη. Ὅλα αὐτὰ σὰν νά ᾿ταν σκόνη θὰ ἐξαφανισθοῦν ἀπ᾿ τὴ μέση, καὶ μόνος ὁ κρινόμενος θὰ πάρεις τὶς ἀπολαβές του γιὰ ὅσα ἔπραξε, ἢ τὴν ἀθωωτικὴ ἀπόφαση ἢ τὴν καταδικαστική. Τότε κανεὶς ἄλλος δὲν θὰ μπορεῖ νὰ κριθεῖ γιὰ χάρη ἄλλου. Ὁ καθένας θὰ κριθεῖ χωριστὰ γιὰ ὅσα διέπραξε.
Γνωρίζοντας αὐτὲς τὶς ἀλήθειες μὴν κατακρίνεις κανέναν καὶ θὰ εἶσαι πάντα εἰρηνικός».
Περὶ ἐγκρατείας… καὶ ὄχι μόνο στὴν τροφή, ἀλλὰ καὶ στὶς ὑπόλοιπες κινήσεις τῆς ψυχῆς
1. Κάποιοι ἀδελφοὶ ἀπὸ τὴ σκήτη ξεκίνησαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο. Μπῆκαν λοιπὸν σ᾿ ἕνα καράβι γιὰ νὰ πᾶνε καὶ σ᾿ αὐτὸ βρῆκαν ἕναν ἄλλο Γέροντα, ποὺ ἤθελε κι αὐτὸς νὰ πάει ἐκεῖ. Δὲν τὸν γνώριζαν ὅμως αὐτὸν οἱ ἀδελφοί. Καθισμένοι λοιπὸν μέσα στὸ καράβι ἀνέφεραν μεταξύ τους ἀποφθέγματα Πατέρων ἢ ρητὰ ἀπὸ τὴ Γραφὴ καὶ ἀπὸ ἀνάμεσα γιὰ τὸ ἐργόχειρό τους. Ὁ Γέροντας ἔμενε ἐντελῶς σιωπηλός. Σὰν βγῆκαν στὸ λιμάνι, παρατήρησαν ὅτι καὶ ὁ Γέροντας πήγαινε πρὸς τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο.
Κι ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ τοὺς εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος: «Καλὴ συνοδεία βρήκατε τὸν Γέροντα αὐτόν». Καὶ στὸν Γέροντα εἶπε: «Καλοὺς ἀδελφοὺς εἶχες μαζί σου, ἀββᾶ». Καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ: «Καλοὶ βέβαια εἶναι, ἀλλὰ ἡ αὐλή τους δὲν ἔχει πόρτα, καὶ ὅποιος θέλει μπαίνει στὸν στάβλο καὶ λύνει τὸ γαϊδούρι».
Καὶ αὐτὸ τὸ εἶπε, γιατὶ ὅ,τι ἐρχόταν στὸ στόμα τους, τὸ ἔλεγαν.
8. Ὁ ἴδιος βάδιζε κάποτε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, καὶ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς βρῆκε πάνω στὸν δρόμο ἕνα μικρὸ ἀρακὰ χλωρὸ καὶ λέει στὸν Γέροντα:
«Πάτερ, μοῦ ἐπιτρέπεις νὰ τὸ πάρω αὐτό;»
Τὸν κοίταξε μὲ ἀπορία ὁ Γέροντας καὶ τοῦ λέει: «Ἐσὺ τὸ ἔβαλες ἐκεῖ;»
«Ὄχι» ἀπαντᾷ ὁ ἀδελφός.
«Και πῶς λοιπὸν θέλεις νὰ πάρεις -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔβαλες ἐσύ;»
20. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἑλλάδιο ὅτι ἔτρωγε ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Ὅταν ἔφτανε τὸ Πάσχα ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «Οἱ ἀδελφοὶ τρῶνε ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Ἐγὼ ὅμως ὀφείλω νὰ κάνω λίγο κόπο γιὰ τὸ Πάσχα καὶ ἐπειδὴ τὶς ἄλλες μέρες τρώγω καθιστός, τώρα ποὺ εἶναι Πάσχα θὰ κάνω τὸν κόπο νὰ τρώγω ὄρθιος».
21. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἑλλάδιο ὅτι ἔμεινε εἴκοσι χρόνια στὰ Κελλία καὶ δὲν σήκωσε ποτὲ τὰ μάτια του νὰ δεῖ τὴ στέγη τῆς ἐκκλησίας.
22. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Ζήνωνα ὅτι βαδίζοντας κάποτε στὴν Παλαιστίνη κουράστηκε καὶ ἔκατσε νὰ φάει κοντὰ σ᾿ ἕναν κῆπο μὲ ἀγγουριές.
Καὶ τοῦ λέει ὁ λογισμός του: «Πάρε ἕνα ἀγγουράκι καὶ φᾶγε, δὲν εἶναι τίποτε αὐτό».
Κι αὐτὸς ἀπάντησε στὸν λογισμό του: «Οἱ κλέφτες πᾶνε στὴν κόλαση».
Σηκώθηκε λοιπὸν καὶ στάθηκε μέσα στὸν καύσωνα πέντε μέρες. Καὶ ἀφοῦ τσιγαρίσθηκε, εἶπε: «Δὲν μπορῶ νὰ ἀντέξω τὴν κόλαση».
Λέγει τότε στὸν λογισμό του: «Ἂν δὲν μπορεῖς, μὴν κλέβεις γιὰ νὰ τρῶς».
23. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Τη σιωπὴ νὰ τὴν ἀγαπᾷς περισσότερο ἀπὸ τὸ λόγο. Γιατὶ ἡ σιωπὴ φέρνει θησαυρό, ἐνῷ ἡ ὁμιλία τὸν διασκορπίζει».
29. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός:
«Ἐὰν ἕνας βασιλιὰς θελήσει νὰ καταλάβει μία ἐχθρικὴ πόλη, πρῶτα δεσμεύει τὸ νερὸ καὶ τὴν τροφή. Καὶ ἔτσι οἱ ἐχθροὶ κινδυνεύοντας νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖνα ὑποτάσσονται σ᾿ αὐτόν. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὰ σαρκικὰ πάθη. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ζήσει μὲ νηστεία καὶ πεῖνα, οἱ ἐχθροὶ ποὺ εἶναι στὴν ψυχή του χάνουν τὴ δύναμη τους».
33. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰσίδωρο, τὸν πρεσβύτερο τῆς Σκήτης: «Γιατί οἱ δαίμονες σὲ φοβοῦνται τόσο πολύ;»
Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας: «Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔγινα μοναχὸς προσπαθῶ νὰ μὴν ἐπιτρέπω τὴν ὀργὴ νὰ ἀνέβει στὸ στόμα μου».
37. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες πῆγε στὸν συνασκητή του γιὰ νὰ πᾶν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ἀββᾶ Ἰωσήφ.
Τοῦ λέει λοιπόν: «Πὲς στὸν μαθητή σου νὰ μᾶς στρώσει τὸ γαϊδουράκι».
Καὶ τοῦ ἀποκρίνεται ἐκεῖνος: «Φώναξέ τον καὶ ὅ,τι θέλεις θὰ στὸ κάνει».
Τὸν ρωτᾷ «πῶς ὀνομάζεται» καὶ ἀπαντᾷ ὁ ἄλλος «δὲν γνωρίζω».
Πόσον καιρὸ εἶναι μαζί σου -λέει ὁ Γέροντας- καὶ δὲν ξέρεις τὸ ὄνομά του;»
«Δυὸ χρόνια» τοῦ ἀπαντᾷ.
«Ἂν ἐσὺ δυὸ χρόνια δὲν γνωρίζεις τὸ ὄνομα τοῦ μαθητῆ σου -λέει ὁ ἐπισκέπτης Γέροντας- ἐγὼ τί χρειάζεται νὰ τὸ μάθω σὲ μία μέρα;»
45. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μακάριος:
«Ἐὰν ἐπιπλήττοντας κάποιον, αἰσθανθεῖς μέσα σου νὰ κινεῖται ὀργή, ἱκανοποιεῖς δικό σου πάθος. Καὶ δὲν σὲ ὑποχρεώνει κανεὶς νὰ χάσεις τὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ σώσεις ἄλλους».
46. Προσφέρθηκαν κάποτε στὸν ἀββᾶ Μακάριο σταφύλια ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὰ φάει. Ἀπὸ ἐγκράτεια ὅμως τὰ ἔστειλε σὲ ἕναν ἀδελφὸ ἄρρωστο ποὺ κι αὐτὸς εἶχε τὴν ἐπιθυμία νὰ φάει σταφύλια. Αὐτὸς τὰ πῆρε, ἔδειξε μάλιστα πάρα πολὺ χαρούμενος, γιατὶ ἤθελε νὰ κρύψει τὴν ἐγκράτειά του, καὶ κατόπιν τὰ ἔστειλε σὲ ἄλλον ἀδελφὸ μὲ τὴ δικαιολογία ὅτι δὲν ἔχει ὄρεξη γιὰ ὁτιδήποτε φαγώσιμο. Τὰ πῆρε κι ἐκεῖνος καὶ ἔκανε τὸ ἴδιο, ἂν καὶ εἶχε μεγάλη ἐπιθυμία νὰ τὰ γευθεῖ. Καθὼς λοιπὸν σὲ πολλοὺς ἀδελφοὺς πῆγαν τὰ σταφύλια καὶ κανεὶς δὲν θέλησε νὰ τὰ φάει, ὁ τελευταῖος ἐπίσης ἀδελφὸς δὲν τὰ ἔφαγε καὶ τὰ ἔστειλε στὸν ἀββᾶ Μακάριο πιστεύοντας ὅτι τοῦ προσφέρει σπουδαῖο δῶρο. Ὁ Μακάριος ὅμως τὰ ἀναγνώρισε καὶ ἀφοῦ ἐρεύνησε τί ἀκριβῶς συνέβη, θαύμασε καὶ εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ γιὰ τὴν τόσο μεγάλη ἐγκράτεια τῶν ἀδελφῶν.
54. Εἶπε πάλι:
«Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος θὰ θυμᾶται τὸ ρητὸ τῆς Γραφῆς ὅτι τὰ λόγια σου θὰ σὲ δικαιώσουν καὶ τὰ λόγια σου θὰ σὲ καταδικάσουν, θὰ προτιμάει μᾶλλον νὰ σιωπᾶ».
55. Εἶπε ἀκόμη ὁ Γέροντας ὅτι ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Παμβὼ ἐὰν εἶναι καλὸ νὰ ἐπαινοῦμε τὸν πλησίον.
Καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Καλύτερη εἶναι ἡ σιωπή».
84. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Τιθόη:
«Πῶς νὰ περιφρουρήσω τὴν καρδιά μου;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Πῶς νὰ φυλάξουμε τὴν καρδιά μας, ὅταν εἶναι ἀνοικτὲς ἡ γλῶσσα μας καὶ ἡ κοιλιά μας;»
87. Εἶπε πάλι:
«Ἐκεῖνος ποὺ δὲν κυριαρχεῖ στὴ γλῶσσα του σὲ ὥρα ὀργῆς, αὐτὸς οὔτε στὰ πάθη του θὰ κυριαρχήσει ποτέ».
88. Εἶπε ἀκόμη:
«Προτιμότερο εἶναι νὰ τρώει κανεὶς κρέας καὶ νὰ πίνει κρασί, παρὰ νὰ τρώει τὶς σάρκες τῶν ἀδελφῶν του μὲ τὴν καταλαλιά».
104. Βγῆκε ἔξω κάποια φορὰ ὁ Γέροντας τὴ νύκτα καὶ μὲ βρῆκε νὰ κοιμᾶμαι στὴν αὐλὴ τοῦ κελιοῦ.
Καὶ ἄρχισε ὁ Γέροντας νὰ μὲ θρηνεῖ καὶ ἔλεγε κλαίοντας:
«Ἄραγε ποὺ βρίσκεται ὁ λογισμός του καὶ κοιμᾶται τόσο ἀμέριμνα;»
106. Κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες ἐπισκέφθηκε ἄλλον Γέροντα, ὁ ὁποῖος εἶπε στὸν μαθητή του:
«Κάνε μας λίγη φακή». Καὶ ἔκανε. «Μούσκεψε καὶ ψωμὶ» καὶ μούσκεψε.
Καὶ παρέμειναν μιλώντας γιὰ πνευματικὰ θέματα ὡς τὴν ἕκτη ὥρα τῆς ἄλλης μέρας.
Καὶ λέει στὸν μαθητή του πάλι:
«Κάνε μας λίγη φακή, παιδί μου».
Καὶ τοῦ ἀπαντᾷ ὁ μαθητής: «Ἀπὸ χθὲς τὴν ἔκανα».
Καὶ τότε σηκώθηκαν καὶ ἔφαγαν.
107. Ἀρρώστησε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες καὶ ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τροφή, τὸν παρακαλοῦσε πολλὲς μέρες ὁ μαθητής του νὰ τοῦ κάνει λίγο κουρκούτι ἀπὸ σιμιγδάλι. Πράγματι πῆγε, τὸ ἔκανε καὶ τοῦ τὸ ἔφερε νὰ φάει. Ἀλλὰ ὑπῆρχε ἐκεῖ κρεμασμένο ἕνα ἀγγεῖο μὲ λίγο μέλι μέσα καὶ ἕνα ἄλλο μὲ λίγο λάδι ἀπὸ λινόσπορο, μύριζε μάλιστα αὐτό, γιατὶ ἦταν ἀπὸ πολὺ καιρὸ καὶ προοριζόταν γιὰ τὸ λυχνάρι. Καὶ ὁ ἀδελφὸς κατὰ λάθος ἔβαλε στὸ φαγητὸ τοῦ Γέροντα ἀπ᾿ αὐτὸ ἀντὶ γιὰ μέλι.
Ὁ Γέροντας ὅταν τὸ δοκίμασε, δὲν ἔβγαλε μιλιὰ ἀλλὰ ἔφαγε σιωπηλός. Ὁ ἀδελφὸς ἐπέμεινε νὰ πάρει καὶ δεύτερη φορὰ καὶ ὁ Γέροντας βιάζοντας τὸν ἑαυτό του ἔφαγε.
Τοῦ δίνει καὶ τρίτη φορὰ, ἀλλὰ δὲν θέλησε νὰ φάγει λέγοντας: «Ἀλήθεια, παιδί μου, δὲν μπορῶ».
Κι ὁ ἀδελφὸς γιὰ νὰ τοῦ κάνει τὴ διάθεση, τοῦ λέει: «Ὡραῖο εἶναι, ἀββᾶ μου, νά, κι ἐγὼ θὰ φάω μαζὶ σου».
Μόλις ὅμως τὸ δοκίμασε καὶ ἀντιλήφθηκε τί ἔκανε, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ λέγοντας:
«Ἀλίμονό μου, ἀββᾶ, σὲ σκότωσα, καὶ σὺ μοῦ φόρτωσες τὴν ἁμαρτία ποὺ δὲν μίλησες».
Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει: «Παιδί μου, μὴ θλίβεσαι, ἐὰν ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ φάω μέλι, μέλι θὰ εἶχες βάλει».
Διάφορες διηγήσεις ὠφέλιμες γιὰ τοὺς πολέμους ποὺ ξεσηκώνει μέσα μας τὸ πάθος τῆς πορνείας
1. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
«Νομίζω πὼς τὸ σῶμα ἔχει μία φυσικὴ κίνηση ποὺ ἔχει γίνει ἕνα μ᾿ αὐτό, ἀλλὰ δὲν ἐνεργεῖ χωρὶς τὴ συγκατάθεση τῆς ψυχῆς, σημειώνει μόνο στὸ σῶμα μία ἀπαθῆ κίνηση. Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἄλλη κίνηση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὅτι τρέφουμε καὶ περιποιούμαστε τὸ σῶμα μὲ φαγητὰ καὶ ποτά. Καὶ ἡ θερμότητα τοῦ αἵματος ποὺ ὀφείλεται σ᾿ αὐτά, διεγείρει τὸ σῶμα σὲ ἐνέργεια.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος: «Μὴ μεθᾶτε μὲ κρασὶ ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀσωτεία».
Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος, ὅταν ἔδινε ἐντολὲς στοὺς μαθητές του, εἶπε: «Προσέχετε μὴ σκληρύνουν οἱ καρδιές σας μέσα στὴν κραιπάλη καὶ στὴ μέθη».
Ὑπάρχει ὅμως καὶ μία ἄλλη κίνηση σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται πνευματικά. Αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν δολιότητα καὶ τὸν φθόνο τῶν δαιμόνων.
Ὥστε πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι τρεῖς σωματικὲς κινήσεις ὑπάρχουν. Μιὰ ἡ φυσική, ἡ ἄλλη ἀπὸ ἀπροσεξία στὶς τροφὲς καὶ ἡ τρίτη ἀπὸ τοὺς δαίμονες».
14. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Ὅπως ὁ σωματοφύλακας τοῦ βασιλιὰ στέκεται στὸ πλάι του πάντοτε ἕτοιμος, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ εἶναι σὲ ἐγρήγορση ἀπέναντι στὸν δαίμονα τῆς σαρκικῆς ἁμαρτίας».
24. Διηγοῦνταν γιὰ τὴν ἀμμὰ Σάρρα ὅτι ὑπέμεινε δεκατρία χρόνια σφοδρὸ πόλεμο ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς πορνείας καὶ ποτὲ δὲν προσευχήθηκε γιὰ νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ πόλεμος, ἀλλὰ μόνο ἔλεγε: «Θεέ μου, δός μου δύναμη».
25. Εἶπαν ἐπίσης γιὰ τὴν ἴδια ὅτι κάποια φορὰ τὸ πονηρὸ πνεῦμα τῆς πορνείας τῆς ἐπετέθη σφοδρότερα θυμίζοντάς της τὰ μάταια πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ.
Ἀλλὰ αὐτὴ ἀνυποχώρητη χάρις στὸ φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἄσκησή της, εὐθὺς ἀνέβηκε στὸ δωμάτιό της νὰ προσευχηθεῖ.
Τῆς παρουσιάζεται τότε τὸ πνεῦμα τῆς πορνείας σωματικὰ καὶ τῆς λέει: «Ἐσὺ μὲ νίκησες, Σάρρα».
Κι ἐκείνη ἀπαντᾷ: «Δὲν σὲ νίκησα ἐγώ, ἀλλὰ ὁ Δεσπότης μου Χριστός».
34. Εἶπε ἕνας Γέροντας:
«Λέει ὁ ἐχθρὸς στὸν Πατέρα, στέλνω τοὺς δικούς μου στοὺς δικούς σου γιὰ νὰ καταστρέψω τοὺς δικούς σου. Κι ἂν δὲν μπορῶ νὰ περάσω τὴν πονηριά μου στοὺς ἐκλεκτούς σου, τουλάχιστον τοὺς δημιουργῶ φαντασίες μέσα στὴ νύκτα».
Καὶ λέει σ᾿ αὐτὸν ὁ Σωτῆρας: «Ἐὰν ποτὲ τὸ ἔκτρωμα θὰ κληρονομήσει τὸν πατέρα του, ἄλλο τόσο κι αὐτὸ θὰ λογαριασθεῖ ὡς ἁμαρτία στοὺς ἐκλεκτούς μου».
35. Γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν βλαβερῶν λογισμῶν ἀποκρίθηκε κάποιος Γέροντας:
«Παρακαλῶ, ἀδελφέ, ὅπως σταματήσαμε τὶς βλαβερὲς πράξεις, ἂς σταματήσουμε καὶ τοὺς λογισμούς. Γιατὶ τί εἴμαστε, παρὰ χῶμα ποὺ προῆλθε ἀπὸ χῶμα;»
42. Πολεμήθηκε κάποτε ἕνας μαθητὴς μεγάλου Γέροντα ἀπὸ σαρκικὸ πειρασμό.
Καὶ ὁ Γέροντας βλέποντας τὸν κόπο του, τοῦ λέει: «Θέλεις νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ νὰ σοῦ ξαλαφρώσει τὸν πόλεμο;»
Κι αὐτὸς εἶπε: «Ὄχι, ἀββᾶ, γιατὶ ἂν καὶ κοπιάζω, ἀλλὰ βλέπω καρπὸ ἀπὸ τὸν κόπο μου. Καλύτερα παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δίνει ὑπομονὴ νὰ τὸν ἀντέξω».
Κι ὁ ἀββᾶς τότε τοῦ εἶπε: «Σήμερα διαπίστωσα ὅτι ἔχεις προκόψει καὶ μὲ ἔχεις ξεπεράσει».
80. Εἶπε ἐπίσης ὁ Γέροντας ὅτι οἱ πονηροὶ λογισμοὶ μοιάζουν τὶς μῦγες ποὺ μπαίνουν μέσα στὸ σπίτι.
Ἂν λοιπὸν τὶς σκοτώνεις τμηματικά, μία-μία καθὼς μπαίνουν, δὲν κουράζεσαι. Ἂν ὅμως ἀφήσεις νὰ γεμίσει τὸ σπίτι, πολὺς κόπος θὰ χρειαστεῖ γιὰ νὰ τὶς βγάλεις.
Μπορεῖ βέβαια νὰ τὸ κατορθώσεις, μπορεῖ ὅμως νὰ ἀποκάμεις καὶ νὰ τὶς ἀφήσεις νὰ σοῦ ρημάξουν τὸ σπίτι.
87. Εἶπε ἕνας Γέροντας: «Ἡ ἀμεριμνία, ἡ σιωπὴ καὶ ἡ καλυμμένη ἐσωτερικὴ ἐργασία γεννοῦν τὴν καθαρότητα».
Περὶ ἀκτημοσύνης. Παράλληλα πρέπει νὰ φυλαγόμαστε καὶ ἀπὸ τὴν πλεονεξία
1. Κάποιος ἀδελφὸς ποὺ ἀπαρνήθηκε τὸν κόσμο, μοίρασε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς φτωχούς, κράτησε ὅμως λίγα γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ πῆγε στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο. Ὅταν τό ᾿μαθε αὐτὸ ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Ἐὰν θέλεις νὰ γίνεις μοναχός, πήγαινε στὸ τάδε χωριό, ἀγόρασε κρέας, τύλιξέ το στὸ σῶμα σου γυμνὸ καὶ ἔλα κατόπιν ἐδῶ».
Ἔκανε ὁ ἀδελφὸς ὅπως τοῦ ὑπέδειξε, ἀλλὰ τὰ σκυλιὰ καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ ξέσχισαν τὸ σῶμα του.
Ὅταν γύρισε στὸν Γέροντα, τὸν ρώτησε νὰ μάθει ἐὰν ἔγιναν τὰ πράγματα ὅπως τὸν συμβούλεψε.
Καὶ καθὼς ἐκεῖνος τοῦ ἔδειχνε τὸ καταξεσχισμένο σῶμα του, τοῦ λέει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος:
«Ἐκείνοι ποὺ ἀπαρνοῦνται τὸν κόσμο καὶ θέλουν νὰ ἔχουν χρήματα, ἔτσι κατακόπτονται ἀπὸ τοὺς δαίμονες ποὺ τοὺς πολεμοῦν».
7. Πῆγε κάποιος ἀδελφὸς στὸν Ἀγάθωνα καὶ τοῦ ᾿πε: «Ἄφησέ με νὰ μένω μαζί σου».
Καθὼς ὅμως πήγαινε βρῆκε στὸ δρόμο ἕνα κομμάτι νίτρο καὶ τό ᾿φερε αὐτό.
Καὶ ὁ Γέροντας τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ βρῆκες τὸ νίτρο;»
«Στὸ δρόμο -εἶπε ὁ ἀδελφός- τὸ βρῆκα καθὼς περπατοῦσα, καὶ τὸ πῆρα».
Τοῦ λέει τότε ὁ Γέροντας: «Ἐὰν ἦλθες νὰ κατοικήσεις μαζί μου, αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ ἔβαλες ἐσὺ ἐκεῖ, πῶς τὸ πῆρες;»
Καὶ τὸν ἔστειλε νὰ τὸ πάει στὸ μέρος ἀπ᾿ ὅπου τὸ εἶχε πάρει.
18. Εἶπε ἐπίσης:
«Εἶναι ἀδύνατο νὰ ζήσει κανεὶς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐὰν εἶναι φιλήδονος καὶ φιλοχρήματος».
22. Ἐπισκέφθηκαν κάποτε μερικοὶ ἀδελφοὶ τὸν ἀββᾶ Μακάριο στὴ Σκήτη.
Μέσα στὸ κελί του δὲν ὑπῆρχε τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ νερὸ χαλασμένο, καὶ τοῦ εἶπαν:
«Ἀββᾶ, ἔλα πάνω στὸ χωριὸ καὶ θὰ σὲ φροντίζουμε».
Κι ὁ Γέροντας τοὺς λέει: «Ἀδελφοί, γνωρίζετε τὸ ψωμάδικο τοῦ τάδε στὴν πόλη;»
«Ναί», τοῦ εἶπαν.
«Τὸ ξέρω κι ἐγὼ» τοὺς ἀποκρίθηκε.
«Ξέρετε καὶ τὸ χωράφι τοῦ δεῖνα ἀπ᾿ ὅπου περνάει ὁ ποταμός;»
Τοῦ εἶπαν: «Ναί».
Καὶ κατέληξε ὁ Γέροντας: «Κι ἐγὼ τὸ ξέρω. Ὅταν λοιπὸν θέλω κάτι, δὲν σᾶς ἔχω ἀνάγκη. Παίρνω τὰ πόδια μου καὶ πηγαίνω».
30. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:
«Ἡ θεληματικὴ ἀκτημοσύνη εἶναι θησαυρὸς γιὰ τὸν μοναχό. Θησαύρισε, ἀδελφέ μου, γιὰ τὸν Οὐρανό, γιατὶ ἀτέλειωτοι εἶναι οἱ αἰῶνες τῆς ἀναπαύσεως».
Διάφορες διηγήσεις ποὺ μᾶς ἐνθαρρύνουν γιὰ ὑπομονὴ καὶ ἀνδρεία
1. Πῆγαν κάποιοι στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο καὶ τοῦ εἶπαν:
«Πές μας κάποιο λόγο πῶς νὰ σωθοῦμε».
Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς λέει: «Ἀκούσατε τί λέει ἡ Γραφή; Σᾶς ἀρκεῖ αὐτή».
Ἀλλὰ αὐτοὶ εἶπαν: «Θέλουμε καὶ ἀπὸ σένα, πάτερ, νὰ ἀκούσουμε».
Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε: «Τὸ Εὐαγγέλιο λέει: Ἂν κάποιος σὲ χτυπήσει στὸ δεξὶ μάγουλο, γύρισέ του καὶ τὸ ἄλλο».
«Δεν μποροῦμε -τοῦ λένε- νὰ τὸ κάνουμε αὐτό».
«Ἐὰν δὲν μπορεῖτε νὰ στρέψετε καὶ τὸ ἄλλο -λέει ὁ Γέροντας-ὑπομείνετε τουλάχιστον τὸ ράπισμα στὸ ἕνα».
«Οὔτε αὐτὸ μποροῦμε», τοῦ ἀπαντοῦν.
Ξαναμιλάει ὁ Γέροντας:
«Ἐὰν οὔτε αὐτὸ μπορεῖτε, μὴν ἀνταποδίδετε τὰ ἴσα».
Λένε πάλι: «Οὔτε αὐτὸ μποροῦμε».
Τότε ὁ Γέροντας γυρνάει καὶ λέει στὸν μαθητή του:
«Κάνε τοὺς λίγο κουρκούτι, γιατὶ εἶναι ἄρρωστοι. Ἐὰν τὸ ἕνα δὲν μπορεῖτε καὶ τὸ ἄλλο δὲν θέλετε, τί νὰ σᾶς κάνω;»
4. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Τὰ σημάδια τῆς προκοπῆς τοῦ μοναχοῦ στοὺς πειρασμοὺς φαίνονται».
6. Ὁ ἀββᾶς Βησσαρίων εἶπε:
«Σαράντα χρόνια δὲν ἔπεσα στὸ πλευρό μου, ἀλλὰ κοιμόμουν καθιστὸς ἢ ὄρθιος».
15. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Τίποτε δὲν ὠφελεῖ τόσο τὸν ἀρχάριο ὅσο οἱ προσβολὲς καὶ οἱ περιφρονήσεις. Ὅπως δηλαδὴ προκόβει τὸ δένδρο ποὺ ποτίζεται καθημερινά, τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἀρχάριος ποὺ περιφρονεῖται καὶ ὑπομένει».
20. Εἶπε πάλι ὅτι κάποιος Γέροντας ἔμεινε σὲ κάποιο ἱερὸ εἰδωλολατρικό. Πῆγαν λοιπὸν οἱ δαίμονες καὶ τοῦ λένε: «Φύγε ἀπὸ τὸν τόπο μας».
Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε: «Ἐσεῖς δὲν ἔχετε τόπο».
Ἄρχισαν τότε νὰ τοῦ σκορπίζουν ἐντελῶς τὰ βάϊά του κι ὁ Γέροντας ἐπέμενε νὰ τὰ μαζεύει.
Κατόπιν τὸν ἔπιασε ὁ δαίμονας ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ἔσυρε ἔξω.
Μόλις ἔφτασε στὴν πόρτα ὁ Γέροντας, μὲ τὸ ἄλλο του τὸ χέρι ἔπιασε τὴν πόρτα κράζοντας:
«Ἰησοῦ, βοήθησέ με» καὶ εὐθὺς ὁ δαίμονας ἐξαφανίστηκε καὶ ὁ Γέροντας ἀναλύθηκε στὰ δάκρυα.
Τὸν ρώτησε τότε ὁ Κύριος: «Γιατί κλαῖς;»
«Γιατὶ τολμοῦν -εἶπε ὁ Γέροντας- νὰ πιάσουν τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν μεταχειρίζονται ἔτσι».
«Ἐσὺ ἀμέλησες -τοῦ παρατήρησε ὁ Κύριος- γιατὶ μόλις μὲ ζήτησες, νὰ πῶς σοῦ βρέθηκα».
Καὶ αὐτὰ ποὺ λέω σημαίνουν ὅτι χρειάζεται πολὺς κόπος. Ἐὰν δὲν κοπιάσει κανείς, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὸν Θεὸ μαζί του. Γιατὶ Αὐτὸς γιὰ χάρη μας σταυρώθηκε.
24. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα ὅτι κάποτε ἕνας εὐλαβὴς δεχόταν βρισιὲς ἀπὸ κάποιον καὶ τοῦ λέει:
«Μποροῦσα κι ἐγὼ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο νὰ σοῦ μιλήσω, ἀλλὰ ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ μοῦ κλείνει τὸ στόμα».
30. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰσίδωρος:
«Ἡ σοφία τῶν ἁγίων αὐτὴ εἶναι, νὰ ἔχουν ἐπίγνωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ ὅλα τὰ νικᾷ ὁ ἄνθρωπος ὑπακούοντας στὴν ἀλήθεια, καθὼς εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ πνεύματα τὸ φοβερότερο εἶναι τὸ νὰ ἀκολουθεῖ κανεὶς τὴ δική του καρδιά, δηλαδὴ τί τοῦ ὑπαγορεύει ὁ λογισμός του καὶ ὄχι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ὕστερα τοῦ προκαλεῖ θλίψη, γιατὶ παραμένει γι᾿ αὐτὸν ἄγνωστο τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν βρίσκει τὴν ὁδὸ τῶν ἁγίων γιὰ νὰ βαδίζει σ᾿ αὐτήν. Τώρα λοιπὸν εἶναι καιρὸς νὰ κάνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ἡ σωτηρία κερδίζεται σὲ καιρὸ θλίψεως καθὼς λέει ἡ Γραφή:
«Με τὴν ὑπομονή σας, θὰ σώσετε τὴν ψυχή σας».
35. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ματόης:
«Προτιμώ ἐργασία ἐλαφριὰ καὶ συνεχῆ παρὰ ἐξουθενωτικὴ ἐξαρχῆς ποὺ γρήγορα ὅμως σταματάει».
58. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Φορτᾶς:
«Ἐὰν ὁ Θεὸς θέλει νὰ ζῶ, γνωρίζει πῶς θὰ μὲ ἐξοικονομήσει. Ἐὰν ὅμως δὲν θέλει, τί σκοπὸ ἔχει γιὰ μένα ἡ ζωή;»
Δὲν δεχόταν τίποτε ἀπὸ κανένα, ἂν καὶ ἦταν κρεβατωμένος. Καὶ ἔλεγε:
«Ἐὰν προσφέρει κανεὶς κάποια φορὰ κάτι σὲ μένα καὶ δὲν τὸ κάνει γιὰ τὸν Θεό, οὔτε ἐγὼ ἔχω κάτι νὰ τοῦ δώσω οὔτε θά ᾿χει μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό, ἐφόσον δὲν τὸ πρόσφερε γιὰ τὸν Θεό, καὶ ἔτσι ἀδικεῖται αὐτὸς ποὺ πρόσφερε.
Ὅσοι ἔχουν ἀφιερωθεῖ στὸν Θεὸ καὶ σ᾿ Αὐτὸν ἀποβλέπουν μόνο, πρέπει νὰ ἔχουν τέτοια εὐλάβεια, ὥστε τίποτε νὰ μὴν ἐκλαμβάνουν ὡς καταφρόνια, ἔστω κι ἂν συμβεῖ ἄπειρες φορὲς νὰ ἀδικοῦνται».
63. Ἐπισκέφθηκαν κάποιοι ἀδελφοὶ στὴν ἔρημο ἕνα φημισμένο Γέροντα καὶ τοῦ εἶπαν:
«Πῶς μένεις καρτερικὰ ἐδῶ, ἀββᾶ, σηκώνοντας τὴν κακοπάθεια αὐτή;»
Καὶ ὁ Γέροντας ἀποκρίθηκε:
«Ὅλη ἡ κακοπάθειά μου ὅσον χρόνο βρίσκομαι ἐδῶ, δὲν συγκρίνεται οὔτε μὲ μία μέρα τῆς κόλασης».
68. Ἕνας Γέροντας μόναζε στὴν ἔρημο καὶ τὸ διάστημα ποὺ περπατοῦσε γιὰ νὰ προμηθεύεται τὸ νερὸ ἦταν δώδεκα μίλια.
Κάποια φορὰ λοιπὸν ποὺ πῆγε νὰ πάρει νερό, βαρέθηκε καὶ εἶπε:
«Τί χρειάζεται αὐτὸς ὁ κόπος; Θά ᾿ρθω νὰ μείνω κοντὰ στὸ νερό».
Μόλις τό ᾿πε αὐτό, στρέφει τὸ κεφάλι καὶ βλέπει κάποιον νὰ τὸν ἀκολουθεῖ καὶ νὰ μετράει τὰ βήματά του.
Τὸν ρωτάει εὐθύς: «Ποιὸς εἶσαι ἐσύ;»
«Ἄγγελος Κυρίου -τοῦ ἀπαντᾷ- σταλμένος νὰ μετρήσω τὰ βήματά σου γιὰ νὰ σοῦ δώσω τὸν μισθό σου».
Μόλις τ᾿ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Γέροντας, ἐνθαρρύνθηκε, ἔγινε προθυμότερος καὶ πῆγε ἄλλα πέντε μίλια πιὸ βαθιὰ στὴν ἔρημο.
80. Ἦταν ἕνας Γέροντας στὴ Θηβαϊδα ποὺ ἔμενε σ᾿ ἕνα σπήλαιο καὶ εἶχε ἕναν ὑποτακτικὸ μαθητευόμενο. Συνήθιζε ὁ Γέροντας κάθε βράδυ νὰ τοῦ δίνει ὠφέλιμες συμβουλὲς καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ νουθεσία, ἔκανε προσευχὴ καὶ τὸν ἔστελνε νὰ κοιμηθεῖ. Κάποτε συνέβη μερικοὶ εὐλαβεῖς λαϊκοί, ἐπειδὴ γνώριζαν τὴ μεγάλη ἄσκηση τοῦ Γέροντα, νὰ τοὺς ἐπισκεφθοῦν καὶ νὰ προσφέρουν σ᾿ αὐτοὺς κάποιο φαγητὸ νὰ φᾶνε. Ἀφοῦ ἔφυγαν αὐτοί, κάθισε πάλι ὁ Γέροντας τὸ βραδάκι, ὅπως τὸ συνήθιζε, καὶ νουθετοῦσε τὸν ἀδελφό. Τὴν ὥρα ὅμως ποὺ τοῦ μιλοῦσε, τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Καὶ ὁ ἀδελφὸς ἔμεινε κοντά του, ἕως ὅτου ξυπνήσει καὶ τοῦ κάνει τὴν εὐχή. Καθὼς λοιπὸν καθόταν πολλὴ ὥρα καὶ ὁ Γέροντας δὲν ξυπνοῦσε, ἐνοχλήθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμούς του νὰ πάει νὰ κοιμηθεῖ χωρὶς νὰ τοῦ κάνει τὴν ἀπόλυση. Ἀλλὰ βίασε τὸν ἑαυτό του καὶ ἀντιστάθηκε στὸν λογισμὸ καὶ παρέμεινε. Πάλι ὅμως ἐνοχλήθηκε καὶ δὲν ἔφυγε. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἐνοχλήθηκε ἑπτὰ φορὲς καὶ ἀντιστάθηκε στὸν λογισμό. Ἀργότερα, ἀφοῦ εἶχε προχωρήσει ἡ νύκτα, ξύπνησε ὁ Γέροντας καὶ τὸν βρῆκε νὰ κάθεται δίπλα του καὶ τοῦ λέει:
«Δεν ἔφυγες μέχρι αὐτὴ τὴν ὥρα;»
Κι ἐκεῖνος εἶπε:
«Ὄχι, ἀββᾶ, γιατί δὲν μοῦ ᾿κανες ἀπόλυση».
«Καὶ γιατί -τὸν ρωτάει ὁ Γέροντας- δὲν μὲ ξύπνησες;»
«Δὲν τόλμησα -ἀπαντᾷ ὁ μαθητής- νὰ σὲ σκουντήσω γιὰ νὰ μὴ σοῦ διακόψω τὸν ὕπνο».
Σηκώθηκαν εὐθύς, ἄρχισαν τὸν ὄρθρο καὶ ὅταν τελείωσε ἡ ἀκολουθία, ἀπέλυσε τὸν ἀδελφὸ ὁ Γέροντας. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ καθόταν μόνος, ἦρθε σὲ ἔκσταση καὶ βλέπει κάποιον νὰ τοῦ δείχνει ἕναν τόπο λαμπρὸ στὸν ὁποῖο ὑπῆρχε ἕνας θρόνος καὶ ἐπάνω στὸν θρόνο ἦταν τοποθετημένα ἑπτὰ στεφάνια.
Καὶ ρώτησε αὐτὸν ποὺ τοῦ τὰ ἔδειχνε:
«Τίνος εἶναι αὐτά;»
Κι ἐκεῖνος εἶπε:
«Τοῦ μαθητῆ σου. Τὸν τόπο καὶ τὸν θρόνο τοῦ τὰ χάρισε ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ὑπακοή του. Καὶ τὰ ἑπτὰ στεφάνια τὰ κέρδισε αὐτὴ τὴ νύκτα».
Ἀπόρησε ὁ Γέροντας γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἄκουσε καὶ γεμάτος ἀπὸ δέος καλεῖ τὸν ἀδελφὸ καὶ τοῦ λέει:
«Πές μου, τί ἔκανες τὴ νύκτα αὐτή;»
«Συγχώρα με, ἀββᾶ -ἀπάντησε ἐκεῖνος- δὲν ἔκανα τίποτε».
Ὁ Γέροντας νομίζοντας ὅτι ἀπὸ ταπεινοφροσύνη δὲν ὁμολογεῖ, τοῦ εἶπε:
«Δεν θὰ σ᾿ ἀφήσω νὰ φύγεις, ἐὰν δὲν μοῦ πεῖς τί ἔκανες ἢ τί σκέφτηκες τὴ νύκτα αὐτή».
Ἀλλὰ ὁ ἀδελφὸς ἐπειδὴ γνώριζε καλὰ ὅτι τίποτε δὲν ἔχει κάνει, δὲν εἶχε τί νὰ πεῖ. Καὶ λέει στὸν πατέρα:
«Ἀββᾶ, δὲν ἔκανα τίποτε, παρὰ μόνο ὅτι ἐνοχλήθηκα ἀπὸ λογισμοὺς ἑπτὰ φορὲς νὰ φύγω χωρὶς νὰ μοῦ κάνεις τὴν ἀπόλυση, ἀλλὰ δὲν ἔφυγα».
Ὅταν τ᾿ ἄκουσε αὐτὸ ὁ Γέροντας, κατάλαβε ὅτι κάθε φορὰ ποὺ πάλευε καὶ νικοῦσε τὸν λογισμό του, κέρδιζε ἕνα στεφάνι ἀπὸ τὸν Θεό. Στὸν ἀδελφὸ βέβαια δὲν εἶπε τίποτε, ἀλλὰ τὰ διηγήθηκε αὐτὰ σὲ ἀνθρώπους πνευματικοὺς χάριν ὠφελείας, γιὰ νὰ γνωρίζουμε ὅτι καὶ γιὰ λογισμοὺς ποὺ δὲν ἔχουν ἰδιαίτερη σπουδαιότητα ὁ Θεὸς μᾶς στεφανώνει.
Καλὸ λοιπὸν εἶναι νὰ βιάζουμε πάντοτε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεό.
Γιατὶ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν βιάζεται καὶ τὴν ἁρπάζουν αὐτοὶ ποὺ ἀγωνίζονται.
81. Κάποτε ἕνας Γέροντας ποὺ ἔμενε στὰ Κελλία μόνος, ἀρρώστησε. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανέναν νὰ τὸν ἐξυπηρετεῖ, σηκωνόταν καὶ ὅ,τι ἔβρισκε στὸ κελί του τὸ ἔτρωγε μὲ διάκριση. Ἔμεινε ἄρρωστος πολλὲς μέρες καὶ κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ. Ὅταν πέρασαν τριάντα μέρες καὶ κανεὶς δὲν εἶχε ἔρθει, ἔστειλε ὁ Θεὸς ἕναν ἄγγελο νὰ τὸν ὑπηρετεῖ.
Ἔμεινε ἐκεῖ ὁ ἄγγελος ἑπτὰ ἡμέρες καὶ τότε θυμήθηκαν οἱ Πατέρες τὸν Γέροντα καὶ εἶπαν μεταξύ τους:
«Μήπως πέθανε ὁ τάδε Γέροντας;»
Πῆγαν πράγματι καὶ μόλις χτύπησαν τὴν πόρτα, ἔφυγε ὁ ἄγγελος.
Ὁ Γέροντας φώναζε δυνατὰ ἀπὸ μέσα:
«Φύγετε ἀπ᾿ ἐδῶ, ἀδελφοί».
Ἀλλὰ παραβίασαν τὴν πόρτα καὶ μπῆκαν καὶ τὸν ρώτησαν γιατὶ φώναζε.
Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:
«Τριάντα ἡμέρες ἤμουν ἄρρωστος καὶ κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ μὲ δεῖ. Καὶ νά, ἐδῶ καὶ ἑπτὰ ἡμέρες ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸν ἄγγελό του νὰ μὲ ὑπηρετεῖ. Καὶ μόλις ἤλθατε, ἔφυγε ἀπὸ κοντά μου».
Μετὰ τὸ λόγο αὐτό, ἐκοιμήθη. Καὶ οἱ ἀδελφοὶ θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ δὲν ἐγκαταλείπει αὐτοὺς ποὺ ἐλπίζουν σ᾿ Αὐτόν.
82. Εἶπε ἕνας Γέροντας:
«Ἐὰν σὲ βρεῖ ἀρρώστια σωματική, μὴ χάνεις τὸ θάρρος σου. Γιατὶ ἂν θέλησε ὁ Κύριός σου νὰ ὑποφέρεις στὸ σῶμα, ποιὸς εἶσαι σὺ ποὺ θὰ δυσφορήσεις; Αὐτὸς δὲν σὲ φροντίζει γιὰ ὅλα; Μήπως ζεῖς ἐν τῇ ἀπουσίᾳ του; Νὰ εἶσαι καρτερικὸς λοιπὸν καὶ νὰ Τὸν παρακαλεῖς νὰ σοῦ δίνει αὐτὰ ποὺ σοῦ συμφέρουν, δηλαδὴ νὰ γίνεται τὸ θέλημά Του. Νὰ ζεῖς μὲ καρτερία καὶ νὰ τρέφεσαι ἀπὸ ἐλεημοσύνη (ὅσο εἶσαι ἄρρωστος)».
87. Ἔλεγε κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες γιὰ τὸν φτωχὸ Λάζαρο:
«Δεν βρίσκουμε νά ᾿ χει κάνει αὐτὸς καμιὰ ἀρετή, μόνο ποὺ δὲν γόγγυσε ποτὲ κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι δὲν τὸν σπλαχνίστηκε, ἀντίθετα, σήκωσε τὸν πόνο του μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ δὲν κατέκρινε τὸν πλούσιο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν δέχθηκε ὡς δικό του».
89. Εἶπε ἄλλος Γέροντας:
«Ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν προκόβουμε εἶναι ὅτι δὲν γνωρίζουμε τὰ μέτρα μας, οὔτε ἔχουμε ὑπομονὴ στὸ ἔργο ποὺ ἀρχίζουμε ἀλλὰ θέλουμε ἄκοπα νὰ ἀποκτοῦμε ἀρετή. Ἐπιπλέον πηγαίνουμε ἀπὸ τόπο σὲ τόπο νομίζοντας ὅτι θὰ βροῦμε κάποιον τόπο ποὺ δὲν ὑπάρχει διάβολος».
97. Ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες κατοικοῦσε σὲ κάποιον τόπο καὶ ἔκανε ζωὴ ὑποδειγματική.
Αὐτὸς εἶχε ἕναν ἀδελφὸ ποὺ ἦταν ἡγούμενος μιᾶς Λαύρας. Σκέφθηκε λοιπὸν κάποια μέρα:
«Γιατί νὰ κάθομαι ἐδῶ καὶ νὰ κοπιάζω; Θὰ πάω στὸν ἀδελφό μου καὶ αὐτὸς θὰ μοῦ δίνει τὰ χρειαζούμενα».
Σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν ἀδελφό του, ὁ ὁποῖος μόλις τὸν εἶδε χάρηκε. Λέγει λοιπὸν τοῦ ἀδελφοῦ του:
«Θέλω νὰ μείνω ἐδῶ ἀλλὰ δώσ᾿ μου ἕνα κελὶ γιὰ νὰ μένω μόνος».
Τοῦ ἔδωσε, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη καὶ ὕστερα λησμόνησε ὅτι ὁ ἀδελφός του ἦλθε ἐκεῖ.
Οἱ ἀδελφοὶ τῆς Λαύρας βλέποντας ὅτι εἶναι ἀδελφὸς τοῦ ἡγουμένου, νόμιζαν ὅτι ὁ ἀδελφός του, τοῦ προσφέρει ὅ,τι χρειάζεται καὶ δὲν τοῦ πῆγαν τίποτε, οὔτε τὸν κάλεσαν σὲ κελὶ νὰ πάρει τουλάχιστον ψωμί.
Καὶ αὐτὸς καθὼς ἦταν διστακτικὸς ἀπὸ σεβασμό, δὲν ἐνοχλοῦσε κανέναν.
Σκέφθηκε τότε καὶ εἶπε:
«Ἴσως δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μείνω ἐδῶ».
Παίρνει λοιπὸν τὸ κλειδὶ τοῦ κελιοῦ, τὸ ἐπιστρέφει στὸν ἀδελφό του καὶ τοῦ λέει:
«Συγχώρα με, δὲν μπορῶ νὰ μένω ἐδῶ».
Ἐκεῖνος ἐξεπλάγη καὶ τοῦ λέει:
«Πότε ἦλθες ἐδῶ;»
«Ἐσὺ δὲν μοῦ ᾿δωσες τὸ κλειδὶ τοῦ κελιοῦ;» τὸν ρωτάει.
«Πίστεψέ με -τοῦ λέει ὁ ἀδελφός του- δὲν θυμόμουν ὅτι ἦλθες ἐδῶ. Ἀλλὰ γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Κυρίου, πές μου ποιὸς λογισμὸς σὲ ἔκανε καὶ ἦλθες ἐδῶ;»
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
«Ἀκριβῶς μὲ τέτοια ἐλπίδα, νὰ βρῶ δηλαδὴ ἀνάπαυση κοντά σου».
Τότε τοῦ λέει ὁ ἀδελφός του:
«Δίκαια λοιπὸν μ᾿ ἔκανε ὁ Θεὸς νὰ σὲ λησμονήσω, γιατὶ δὲν στήριξες τὴν ἐλπίδα σου σ᾿ Ἐκεῖνον, ἀλλὰ σὲ μένα».
Ἔτσι σηκώθηκε καὶ ἐπέστρεψε στὸ τόπο ποὺ κατοικοῦσε πρῶτα.
Τίποτε δὲν πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ ἐπίδειξη
7. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Νομίζω πὼς εἶναι πολὺ σπουδαῖο καὶ πολύτιμο ἀγαθὸ νὰ νικήσει κανεὶς τὴν κενοδοξία καὶ νὰ προκόψει στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ πέφτει στὴν ἐξουσία αὐτοῦ τοῦ πονηροῦ πάθους τῆς κενοδοξίας, γίνεται ξένος πρὸς τὴν εἰρήνη, σκληραίνει ἡ καρδιά του πρὸς τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφοὺς καὶ τελικὴ συμφορά του εἶναι ὅτι πέφτει στὴν ὑψηλοφροσύνη, δηλαδὴ στὴν ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶναι ἡ μάνα ὅλων τῶν κακῶν.
Ἐσὺ ὅμως, πιστὲ δοῦλε τοῦ Χριστοῦ, κράτα κρυφὴ τὴν ἐργασία σου, καὶ μὲ πόνο καρδιᾶς φρόντισε νὰ μὴ χάσεις τὸν μισθὸ τῆς ἐργασίας σου ἐξαιτίας τῆς ἀνθρωπαρέσκειας. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ κάνει κάτι γιὰ νὰ ἐπιδειχθεῖ στοὺς ἀνθρώπους ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν μισθό του, ὅπως εἶπε ὁ Κύριος».
12. Πῆγε ἄλλος ἀδελφὸς σ᾿ αὐτὸν (στὸν ἀββᾶ Θεόδωρο τῆς Φέρμης) καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει καὶ νὰ ἐρευνᾷ γιὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα ἀκόμη δὲν εἶχε ἀρχίσει νὰ τὰ ἐφαρμόζει. Καὶ τοῦ λέει ὁ Γέροντας:
«Ἀκόμη δὲν βρῆκες πλοῖο, οὔτε τὶς ἀποσκευές σου φόρτωσες, καὶ πρὶν ταξιδέψεις, ἔφτασες κιόλας σ᾿ ἐκείνη τὴν πόλη; Πρῶτα ἄρχισε τὴν ἐργασία καὶ καθὼς τὴν κάνεις, θὰ φθάσεις σ᾿ αὐτὰ ποὺ τώρα λές».
16. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Μάθε στὴν καρδιά σου νὰ ἐφαρμόζει αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ γλῶσσα σου».
17. Εἶπε ἐπίσης:
«Οἱ ἄνθρωποι παρουσιάζουν μὲ πληρότητα τὴ διδασκαλία, ἀλλὰ ἐλάχιστα ἀπ᾿ αὐτὰ ἐφαρμόζουν».
20. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ποιμήν:
«Ἐκεῖνος ποὺ μὲ κάθε τρόπο ἐπιδιώκει τὴ φιλία τῶν ἀνθρώπων, ἀπομακρύνεται ἐντελῶς ἀπὸ τὴ φιλία τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι καλὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ ἀρέσει σὲ ὅλους. Γιατὶ ἡ Γραφὴ λέει: Ἀλίμονό σας ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σᾶς ἐπαινοῦν».
22. Ὁ ἀββᾶς Ἀμμοῦν τῆς Ραϊθοῦς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:
«Ὅταν διαβάζω τὴν Ἁγία Γραφὴ γυρεύει ὁ λογισμός μου νὰ φτιάξει κάποιες ὡραῖες φράσεις, γιὰ νὰ ἔχω ν᾿ ἀπαντῶ, ὅταν μὲ ρωτοῦν».
Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Δὲν χρειάζεται. Καλύτερα εἶναι ἀπὸ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ (τῆς καρδιᾶς) νὰ ἀποκτήσεις καὶ τὸ νὰ μὴ μεριμνᾷς τί θὰ πεῖς, καὶ σωστὰ νὰ μιλᾶς».
26. Εἶπε ἡ ἁγία Συγκλητική:
«Ὅπως ἀκριβῶς ὁ θησαυρὸς ὅταν βγεῖ στὸ φανερό, μὲ τὸν καιρὸ λιγοστεύει καὶ τελικὰ ἐξαφανίζεται, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἡ ἀρετή, ὅταν γίνεται γνωστὴ καὶ κοινοποιεῖται, χάνεται. Καὶ ὅπως τὸ κερὶ λιώνει, ὅταν πλησιάσει τὴ φωτιά, τὸ ἴδιο καὶ ἡ ψυχὴ διασκορπίζεται ἀπὸ τοὺς ἐπαίνους καὶ χαλαρώνει».
28. Κάποια φορὰ ποὺ καθόταν ὁ ἀββᾶς Τιθόης, κοντὰ ἐκεῖ ἦταν ἕνας ἀδελφὸς ἀλλὰ δὲν τὸ ἤξερε αὐτὸ καὶ στέναξε, καὶ δὲν κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ ἀδελφὸς δίπλα, γιατὶ βρισκόταν σὲ ἔκσταση. Κατόπιν ὅμως τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ εἶπε: «Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ, δὲν ἔγινα ἀκόμα μοναχός, ἀφοῦ στέναξα μπροστά σου».
31. Ἕνας ἀδελφός, ἀσκητὴς ποὺ δὲν ἔτρωγε ψωμί, ἐπισκέφθηκε κάποιον ὀνομαστὸ Γέροντα. Βρέθηκαν ἐκεῖ τὴ μέρα ἐκείνη κι ἄλλοι ξένοι καὶ μαγείρεψε ὁ Γέροντας γιὰ χάρη τους λίγο φαγητό. Ὅταν κάθισαν νὰ φᾶνε, ὁ ἀσκητὴς ἔβαλε γιὰ τὸν ἑαυτό του μόνο ρεβίθια μουσκεμένα καὶ ἔτρωγε. Ὅταν σηκώθηκαν ἀπ᾿ τὸ τραπέζι, τὸν πῆρε ἰδιαίτερα ὁ Γέροντας καὶ τοῦ ᾿πε:
«Ἀδελφέ, ὅταν ἐπισκέπτεσαι κάποιον, μὴ δείχνεις τὴ μοναχική σου ἄσκηση. Ἄν, πάλι, θέλεις νὰ κρατᾷς ὁπωσδήποτε τὴν ἄσκησή σου, νὰ κάθεσαι στὸ κελί σου καὶ νὰ μὴν πηγαίνεις πουθενά».
Ὁ ἀσκητὴς πῆρε ἕνα καλὸ μάθημα ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Γέροντα καὶ στὸ ἑξῆς στὶς συναντήσεις μὲ τοὺς ἀδελφοὺς δὲν ξεχώριζε.
32. Εἶπε κάποιος ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὅτι στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ, κοντὰ στὸ χωριὸ ὅπου ὁ μακάριος Σιλουανὸς ζοῦσε στὴν Παλαιστίνη, κατοικοῦσε ἕνας ἀδελφὸς ποὺ προσποιοῦνταν τὸν σαλό. Ἔτσι, κάθε φορὰ ποὺ τὸν συναντοῦσε κάποιος ἀδελφός, ἄρχιζε καὶ γελοῦσε. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν κι ἐκεῖνος τὸν ἄφηνε κι ἔφευγε.
Συνέβη κάποια φορὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ἀββᾶ Σιλουανὸ τρεῖς Πατέρες. Καὶ ἀφοῦ ἔκαναν προσευχή, τὸν παρακάλεσαν νὰ στείλει κάποιον μαζί τους γιὰ νὰ δοῦν τοὺς ἀδελφοὺς μέσα στὰ κελιά τους. Εἶπαν ἐπίσης στὸν Γέροντα:
«Κάνε ἀγάπη καὶ δῶσε ἐντολὴ στὸν ἀδελφὸ νὰ μᾶς πάει σ᾿ ὅλους».
Καὶ ὁ Γέροντας ἐνώπιόν τους εἶπε στὸν ἀδελφό:
«Να πᾶς τοὺς Πατέρες σὲ ὅλους».
Ἰδιαίτερα ὅμως τοῦ παρήγγειλε:
«Πρόσεξε, νὰ μὴν τοὺς πᾶς σ᾿ ἐκεῖνον τὸν σαλό, γιὰ νὰ μὴν σκανδαλισθοῦν».
Καθὼς περνοῦσαν ἀπ᾿ τὰ κελιὰ τῶν ἀδελφῶν οἱ Πατέρες, ἔλεγαν στὸν ὁδηγό τους: «Δεῖξε ἀγάπη νὰ μᾶς πᾶς σὲ ὅλους». Καὶ ἀπαντοῦσε ἐκεῖνος: «Βεβαίως». Ὅμως δὲν τοὺς πῆγε στὸ κελὶ τοῦ σαλοῦ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Γέροντα.
Ὅταν ἐπέστρεψαν στὸν Γέροντα τοὺς εἶπε:
«Εἴδατε τοὺς ἀδελφούς;»
«Ναὶ -τοῦ εἶπαν- καὶ εὐχαριστοῦμε. Ἀλλὰ λυπούμαστε ποὺ δὲν πήγαμε σ᾿ ὅλους».
Ρωτάει τότε ὁ Γέροντας τὸν ὁδηγό τους:
«Δὲν σοῦ εἶπα νὰ τοὺς πᾶς σὲ ὅλους;»
«Ἔτσι ἔκανα, πάτερ» ἀπάντησε ὁ ἀδελφός.
Ἀλλὰ καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔφευγαν οἱ Πατέρες εἶπαν πάλι στὸν Γέροντα:
«Ἀληθινὰ σᾶς εἴμαστε εὐγνώμονες, ποὺ εἴδαμε τοὺς ἀδελφούς, γιὰ ἕνα μόνο λυπούμαστε ποὺ δὲν τοὺς εἴδαμε ὅλους».
Παίρνει τότε ὁ ἀδελφὸς τὸν Γέροντα ἰδιαίτερα καὶ τοῦ λέει:
«Στὸν σαλὸ ἀδελφὸ δὲν τοὺς πῆγα».
Ἀφοῦ ἔφυγαν οἱ Πατέρες, ὁ Γέροντας καλοσκέφτηκε αὐτὸ ποὺ ἔγινε, σηκώνεται λοιπὸν καὶ πάει στὸν ἀδελφὸ ποὺ προσποιοῦνταν τὸν σαλό.
Χωρὶς νὰ χτυπήσει, ἀνοίγει σιγὰ-σιγὰ τὸ μάνδαλο καὶ αἰφνιδιάζει τὸν ἀδελφό.
Ἐκεῖνος καθισμένος ἔκανε τὴν πνευματική του ἐργασία καὶ εἶχε δυὸ καλαθάκια, τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δεξιὰ καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὰ ἀριστερά.
Σὰν εἶδε τὸν Γέροντα, ἄρχισε -ὅπως συνήθιζε- νὰ γελάει. Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Ἄσ᾿ τα τώρα αὐτὰ καὶ πές μου ποιὰ εἶναι ἡ ἄσκησή σου».
Ἐκεῖνος πάλι γελοῦσε. Συνέχισε ὁ ἀββᾶς Σιλουανός:
«Τὸ ξέρεις πολὺ καλὰ ὅτι ἐκτὸς Σαββάτου καὶ Κυριακῆς δὲν βγαίνω ἀπὸ τὸ κελί, ἀλλὰ τώρα ἦρθα μεσοβδόμαδα, γιατὶ ὁ Θεὸς μ᾿ ἔστειλε ἐδῶ».
Φοβήθηκε ὁ ἀδελφὸς καὶ βάζοντας μετάνοια στὸν Γέροντα, τοῦ λέει:
«Συγχώρεσέ με, πάτερ. Κάθε πρωὶ ἀρχίζω τὴν πνευματική μου ἐργασία ἔχοντας τὰ χαλίκια αὐτὰ μπροστά μου. Ἐὰν μοῦ ἔρθει καλὸς λογισμός, ρίχνω ἕνα χαλίκι στὸ δεξιὸ ζεμπίλι, ἂν ἔρθει πονηρὸς λογισμός, ρίχνω στὸ ἀριστερό. Τὸ ἀπόγευμα μετρῶ τὰ χαλίκια καὶ ἂν τοῦ δεξιοῦ εἶναι περισσότερα, τρώγω, ἂν ὅμως τοῦ ἀριστεροῦ εἶναι περισσότερα, δὲν τρώγω. Τὴν ἑπόμενη μέρα πάλι ἐὰν μοῦ ἔρθει πονηρὸς λογισμός, λέγω στὸν ἑαυτό μου: Πρόσεξε τί κάνεις, γιατὶ πάλι δὲν θὰ φᾶς».
Θαύμασε σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ ἀββᾶς Σιλουανός, καὶ εἶπε:
«Πράγματι οἱ Πατέρες ποὺ ἦρθαν σήμερα ἅγιοι ἄγγελοι ἦταν, ποὺ ἤθελαν νὰ κάνουν γνωστὴ τὴν ἀρετὴ τοῦ ἀδελφοῦ. Γιατὶ καὶ μὲ τὴν παρουσία τους ἔνιωσα μεγάλη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη πνευματική».
37. Εἶπε ἕνας Γέροντας:
«Ἐκεῖνος ποὺ φανερώνει τὰ καλά του ἔργα καὶ τὰ κάνει γνωστὰ στὸν κόσμο, μοιάζει μὲ τὸν σποριὰ ποὺ ρίχνει τὸν σπόρο στὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς καὶ ἔρχονται τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὸν τρῶνε. Ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ κρύβει τὴν ἄσκησή του, ὅπως βάζει ὁ σποριὰς τὸν σπόρο μέσα στῆς γῆς τὰ αὐλάκια, αὐτὸς ἀκριβῶς θὰ ἔχει ἄφθονη συγκομιδή».
Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐπαγρυπνοῦμε ὥστε νὰ μὴ κρίνουμε κανένα
1. Σὲ κάποιον ἀδελφὸ ποὺ ἔμενε στὸ κοινόβιο τοῦ ἀββᾶ Ἠλία, συνέβη κάποτε ἕνας πειρασμός. Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ κεῖ καὶ πῆγε κοντὰ στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, στὸ ὄρος. Ἀφοῦ ἔμεινε ὁ ἀδελφὸς κοντά του κάποιο χρονικὸ διάστημα, τὸν ἔστειλε ὁ ἀββᾶς στὸ κοινόβιο ἀπ᾿ ὅπου εἶχε φύγει. Ἐκεῖνοι ὅμως μόλις τὸν εἶδαν, τὸν ξανάδιωξαν καὶ ὁ ἀδελφὸς γύρισε πάλι στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο καὶ τοῦ εἶπε:
«Δὲν θέλησαν νὰ μὲ δεχθοῦν, πάτερ».
Τὸν ἔστειλε πάλι ὁ Γέροντας καὶ τοὺς μήνυσε τὸ ἑξῆς:
«Ἕνα καράβι ναυάγησε μέσα στὸ πέλαγος, ἔχασε τὸ φορτίο του καὶ μὲ κόπο πολὺ ἔφθασε στὴ στεριά. Καὶ ἐσεῖς ὅ,τι σώθηκε καὶ ἔφθασε στὴ στεριά, θέλετε νὰ τὸ καταποντίσετε;»
Κι ἐκεῖνοι ὅταν ἄκουσαν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος τὸν ἔστειλε, εὐθὺς τὸν δέχθηκαν.
8. Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Ἐὰν σοῦ ἔρθει λογισμὸς νὰ κατακρίνεις τὸν πλησίον γιὰ κάποιο ἁμάρτημά του, πρῶτα νὰ σκεφθεῖς ὅτι ἐσὺ εἶσαι περισσότερο ἁμαρτωλὸς ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐκεῖνα ποὺ νομίζεις ὅτι σωστὰ τὰ κάνεις, μὴν πιστέψεις ὅτι ἦσαν ἀρεστὰ στὸν Θεό. Καὶ ἔτσι δὲν θὰ τολμήσεις νὰ καταδικάσεις τὸν πλησίον».
9. Εἶπε ἐπίσης:
«Ἐὰν δὲν κατακρίνεις τὸν πλησίον ἀλλὰ ἐξουθενώνεις τὸν ἑαυτό σου, παρέχεις ἀνάπαυση στὴ συνείδηση σου».
9. Πῆγε κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Θηβαῖος σε κάποιο κοινόβιο καὶ εἶδε ἕναν ἀδελφὸ νὰ σφάλλει καὶ τὸν κατέκρινε.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν ἔρημο, ἦλθε ἄγγελος Κυρίου καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ του καὶ τοῦ εἶπε:
«Δὲν σοῦ ἐπιτρέπω νὰ μπεῖς».
Κι ἐκεῖνος παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:
«Τί συμβαίνει;»
Ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε:
«Ὁ Θεὸς μὲ ἔστειλε λέγοντας: Πές του, ποῦ προστάζεις νὰ βάλω τὸν ἀδελφὸ ποὺ ἔσφαλε καὶ τὸν καταδίκασες».
Εὐθὺς μετανόησε ὁ ἀββᾶς καὶ εἶπε:
«Ἁμάρτησα, συγχώρεσέ με».
Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε:
«Σήκω, σὲ συγχώρεσε ὁ Θεός. Καὶ στὸ ἑξῆς νὰ προσέχεις νὰ μὴν κρίνεις κανέναν, προτοῦ τὸν κρίνει ὁ Θεός».
10. Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου:
«Παρακάλεσα τὸν Γέροντά μου λέγοντας: Πές μου κάποιον λόγο».
Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Νὰ μὴν κακομεταχειριστεῖς κανέναν οὔτε νὰ τὸν κατακρίνεις. Αὐτὰ νὰ κάνεις καὶ σώζεσαι».
11. Ἔλεγαν γιὰ τὸν ἀββᾶ Μακάριο τὸν μεγάλο ὅτι εἶχε γίνει, ὅπως λέει ἡ Γραφή, θεὸς ἐπίγειος. Γιατὶ ὅπως ἀκριβῶς ὁ Θεὸς σκεπάζει τὸν κόσμο, ἔτσι καὶ ὁ ἀββᾶς Μακάριος σκέπαζε τὰ ἐλαττώματα ποὺ ἔβλεπε στοὺς ἄλλους, σὰν νὰ μὴ τὰ ἔβλεπε, καὶ ἐκεῖνα ποὺ ἄκουε σὰν νὰ μὴ τὰ ἄκουε.
12. Κάποιος ἀδελφὸς τῆς Σκήτης κάποτε ἔσφαλε. Ἔγινε συγκέντρωση στὴν ὁποία κάλεσαν τὸν ἀββᾶ Μωυσῆ ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν θέλησε νὰ πάει.
Τοῦ παρήγγειλε τότε ὁ πρεσβύτερος: «Ἔλα, γιατὶ σὲ περιμένουν ὅλοι».
Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε καὶ πῆγε κρατώντας στὴν πλάτη ἕνα καλάθι τρύπιο ποὺ τὸ γέμισε ἄμμο.
Οἱ Πατέρες ποὺ βγῆκαν νὰ τὸν προϋπαντήσουν τοῦ λένε: «Τί εἶναι αὐτό, πάτερ;»
«Οι ἁμαρτίες μου -ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας- ποὺ κυλοῦν καὶ πέφτουν πίσω μου καὶ δὲν τὶς βλέπω. Καὶ ἦλθα ἐγὼ σήμερα νὰ κρίνω τὰ σφάλματα ἄλλου».
Ὅταν τ᾿ ἄκουσαν αὐτὰ οἱ Πατέρες, δὲν εἶπαν τίποτε ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ ἀλλὰ τὸν συγχώρεσαν.
18. Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Πές μου, πῶς θὰ γίνω μοναχός;»
Καὶ ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐὰν θέλεις νὰ βρεῖς ἀνάπαυση καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο καὶ στὴ μέλλουσα ζωή, νὰ λὲς σὲ κάθε περίπτωση: Ποιὸς εἶμαι ἐγώ; Καὶ νὰ μὴν κατακρίνεις κανένα».
20. Εἶπε ἐπίσης:
«Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ φαίνεται ὅτι σιωπᾷ ἐνῷ ἡ καρδιά του κατακρίνει τοὺς ἄλλους, ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πάντοτε λαλεῖ.
Καὶ μπορεῖ ἕνας ἄλλος νὰ μιλάει ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ καὶ ὅμως κρατάει σιωπὴ γιατὶ δὲν λέει τίποτε περισσότερο ἀπ᾿ ὅσα ὠφελοῦν».
21. Ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Ἐὰν δῶ κάποιο σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μου, εἶναι καλὸ νὰ τὸ σκεπάσω;»
Κι ὁ Γέροντας ἀπάντησε:
«Ὅποια ὥρα σκεπάσουμε τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μας, σκεπάζει καὶ ὁ Θεὸς τὸ δικό μας. Καὶ ὅποια ὥρα θὰ φανερώσουμε τοῦ ἀδελφοῦ τὸ σφάλμα, θὰ φανερώσει καὶ ὁ Θεὸς τὸ δικό μας».
28. Ρώτησε ἕνας ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Τί νὰ κάνω ποὺ ὅταν πάω νὰ κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία μὲ κυριεύει ἡ ἀμέλεια;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
«Νὰ μὴν ἐξευτελίσεις κανέναν οὔτε νὰ τὸν κατακρίνεις. Κανέναν νὰ μὴν κατηγορήσεις καὶ ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δώσει ἀνάπαυση καὶ ἡ πνευματική σου ἐργασία θὰ γίνεται ἤρεμα».
29. Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Τί νὰ κάνω;»
Κι ὁ Γέροντας τοῦ εἶπε:
«Εἶναι γραμμένο: Τὴν ἀνομία μου ἐγὼ θὰ τὴν ἐξαγγείλω καὶ θὰ φροντίσω νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μου».
40. Κάποιος ἀδελφὸς ἔκανε μία ἐρώτηση σ᾿ ἕναν ἅγιο Γέροντα γιὰ νὰ ἔχει μία βάση, ὥστε νὰ μὴν ἁμαρτάνει μὲ τὸν λογισμό.
«Ἂς ὑποθέσουμε -εἶπε- ὅτι βλέπω κάποιον νὰ κάνει κάτι καὶ τὸ λέω αὐτὸ σὲ κάποιον ἄλλο, καὶ βλέπω ὅτι δὲν τὸν κατακρίνω, ἀλλὰ ἁπλῶς τὸ συζητοῦμε. Αὐτὸ παύει νὰ εἶναι κατάκριση;»
Ὁ Γέροντας εἶπε: «Ἐὰν μιλᾷς μὲ ἐμπάθεια ἔχοντας κάτι ἐναντίον του, εἶναι κατάκριση, ἂν ὅμως εἶσαι ἐλεύθερος ἀπὸ πάθος, δὲν εἶναι κατάκριση. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ μεγαλώνει τὸ κακό, ἡ σιωπὴ εἶναι προτιμότερη».
42. Ἄκουσε κάποιος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες ὅτι ἕνας ἀδελφὸς ἔπεσε στὸ ἁμάρτημα τῆς πορνείας. Καὶ εἶπε:
«Ὤ, ἄσχημα ἔκανε».
Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες πεθαίνει ὁ ἀδελφός. Καὶ πάει ἄγγελος τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀδελφοῦ στὸν Γέροντα καὶ τοῦ λέει:
«Δὲς αὐτὸν ποὺ κατέκρινες, πέθανε. Ποῦ παραγγέλλεις νὰ τὸν βάλω, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἢ στὴν κόλαση;»
Μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, μέχρι τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του ὁ Γέροντας ζητοῦσε ἀσταμάτητα ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ δάκρυα καὶ πόνο πολὺ νὰ τὸν συγχωρήσει.
49. Εἶπε κάποιος Γέροντας:
«Ἐὰν δεῖς ἀδελφὸ νὰ ἁμαρτάνει, μὴ ρίξεις τὴν αἰτία σ᾿ αὐτὸν ἀλλὰ στὸν πολέμιό του, καὶ πές: Ὅπως αὐτὸς νικήθηκε, ἔτσι κι ἐγώ.
Κλαῖε καὶ ζῆτα τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ δεῖχνε συμπόνια σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἄθελά του πάσχει. Γιατὶ κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἁμαρτήσει στὸν Θεό, ἀλλὰ ὅλοι σφάλλουμε».
54. Εἶπε ἕνας Γέροντας:
«Τίποτε δὲν παροργίζει τόσο τὸν Θεὸ καὶ τίποτε δὲν ἀπογυμνώνει τόσο τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ χάρη, ὥστε νὰ φτάσει καὶ σὲ ἐγκατάλειψη ἀπὸ μέρους τοῦ Θεοῦ, ὅσο τὸ νὰ κατηγορεῖ τὸν πλησίον του ἢ νὰ τὸν κατακρίνει ἢ νὰ τὸν ἐξουθενώνει. Καὶ εἶναι τόσο βαρύτερη ἡ κατάκριση ἀπὸ κάθε ἄλλη ἁμαρτία, ὥστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς λέει:
«Ὑποκριτή, βγάλε πρῶτα τὸ δοκάρι ποὺ ἔχεις στὸ μάτι σου καὶ τότε θὰ δεῖς καθαρὰ γιὰ νὰ βγάλεις τὸ σκουπιδάκι ποὺ βρίσκεται στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου».
Παρομοίασε δηλαδὴ τὸ ἁμάρτημα τοῦ πλησίον μὲ τὸ σκουπιδάκι, ἐνῷ τὴν κατάκριση μὲ τὸ δοκάρι.
Εἶναι τόσο κακὸ τὸ νὰ κατακρίνει κανείς, σχεδὸν ξεπερνᾷ κάθε ἁμαρτία.
Ἑπομένως τίποτε δὲν εἶναι βαρύτερο, ἀδελφοί μου, οὔτε χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ καταδικάσουμε ἢ νὰ ἐξουθενώσουμε τὸν πλησίον.
Γιατί νὰ μὴν προτιμοῦμε νὰ κατακρίνουμε τὸν ἑαυτό μας;
Καὶ ἐννοῶ τὰ κακὰ τὰ δικά μας ποὺ καλὰ τὰ γνωρίζουμε καὶ γιὰ τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ δώσουμε λόγο στὸν Θεό.
Γιατί ἁρπάζουμε τὸ δικαίωμα τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦ;
Τί θέλουμε ἀπὸ τὸ πλάσμα του, τί θέλουμε ἀπὸ τὸν πλησίον;
Τί ζητᾶμε ἀπὸ τὰ βάρη τοῦ ἄλλου;
Ἔχουμε, ἀδελφοί, τί νὰ φροντίσουμε. Ὁ καθεὶς ἂς προσέχει τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς δικές του κακίες.
Ἡ ἐξουσία νὰ δικαιώνει καὶ νὰ καταδικάζει, ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, ποὺ γνωρίζει καὶ τὴν κατάσταση τοῦ καθενὸς καὶ τὴ δύναμη, τὸν τρόπο τῆς ζωῆς καὶ τὰ χαρίσματά του, τὴν ἰδιοσυγκρασία καὶ τὶς ἱκανότητές του, ἀνήκει στὸν Θεὸ ποὺ κρίνει ἀνάλογα μὲ τὸ καθένα ἀπ᾿ αὐτά, ὅπως ὁ ἴδιος μόνος τὰ γνωρίζει».