Εὐλόγησον Πάτερ,

Χαίρω καὶ εὐφραίνομαι, βλέποντας σήμερον στολισμένην τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ πλῆθος τῶν παιδιῶν της, καὶ ὅλους σας, ὅπου μὲ πολλὴν χαρὰν ἐσυντρέξατε. Διότι ὅταν ἀποβλέπω εἰς τὰ χαρούμενά σας πρόσωπα, ἔχω σημεῖον μεγαλώτατον τῆς ψυχικῆς σας ἡδονῆς, καθὼς ἔλεγε καὶ κάποιος σοφός? «Καρδίας εὐφραινομένης θάλλει πρόσωπον». Διὰ τοῦτο λοιπὸν καὶ ἐγὼ ἐσηκώθηκα σήμερον μὲ περισσοτέραν προθυμίαν, διὰ νὰ σᾶς μεταδώσω εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν αὐτὴν τὴν πνευματικὴν χαράν, καὶ νὰ σᾶς γένω μηνυτὴς τοῦ ἐρχομοῦ τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, τοῦ ἱατρικού λέγω τῶν ψυχῶν μας. Διότι ὁ κοινὸς ἁπάντων ἠμῶν Δεσπότης, θέλων ὡς φιλόστοργος Πατὴρ νὰ ξεπλύνωμεν τὰς ἁμαρτίας, ὅπου ἐκάμαμεν εἰς ὅλον τὸν καιρόν, ἐπενόησεν εἰς ἠμᾶς τήν θεραπείαν, καὶ διὰ μέσου τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς.

Ἄς μὴ γίνεται λοιπὸν τὶς κατηφής, ἃς μὴ γίνεται τὶς σκυθρωπός, ἀλλ’ ἃς χορεύη, καὶ ἃς χαίρεται καὶ ἃς δοξάζη τὸν κηδεμόνα, καὶ ἐπιμελητὴν τῶν ψυχῶν μας, ὅπου μᾶς ἄνοιξεν αὐτὴν τὴν ἐξαίρετον στράταν, καὶ ἃς δεχθῆ μὲ πολλὴν χαρὰν τὸν ἐρχομόν της. Ἀς ἐντραπῶσιν οἱ Ἕλληνες, ἃς καταισχύνονται οἱ Ἐβραίοι βλεποντες τὴν ἀγάπην μας, ὅπου ἀποδεχόμεθα καὶ ἀσπαζόμεθα τὸν ἐρχομόν της μὲ ἱλαρὰν προθυμίαν, καὶ ἃς μανθάνωσι διὰ μέσου τῆς δοκιμῆς τῶν πραγμάτων, πόση διαφορὰ εἶναι ἀναμέσον ἠμῶν καὶ αὐτῶν. Καὶ ἀς ονομάζωσιν ἐκεῖνοι ἐορτᾶς καὶ πανηγύρεις τὴν μέθην καὶ ὄλας τὰς ἄλλας ἀκολασίας, καὶ ἀσχημοσύνας, ὅπου ἀπὸ ἐδῶ εἶναι πρέπον νὰ σύρουν εἰς τοῦ λόγου τους. Ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ ἃς ὀνομάζη ἑορτὴν τὰ ἐναντία ἐκείνων, τήν Νηστείαν, δηλαδή, τήν καταφρόνησιν τῆς κοιλίας, καὶ κάθε ἄλλην ἀρετήν, ὅπου ἀκολουθεῖ εἰς αὐτὴν διότι αὐτὴ εἶναι ἀληθινὴ ἑορτή. Ἐκεῖ ὅπου εἶναι σωτηρία ψυχῶν, ἐκεῖ ὅπου εἶναι εἰρήνη καὶ ὁμόνοια, ἐκεῖ ὅπου εἶναι ἀποδιωγμένη κάθε κοσμικὴ φαντασία· ἐκεῖ ὅπου εἶναι μακρὰ ἡ κραυγὴ καὶ ἡ σύγχυσις καὶ τὰ τρεξίματα τῶν μαγείρων, καὶ τὰ σφαξίματα τῶν ἄλογων ζώων καὶ ἀντὶ δι’ αὐτὰ πολιτεύεται κάθε ἡσυχία, καὶ γαλήνη, καὶ ἀγάπη, καὶ χαρά, καὶ εἰρήνη, καὶ πραότης λόγου καὶ ἄλλα ἀμέτρητα ἀγαθά.

Ἐλᾶτε λοιπὸν σᾶς παρακαλῶ νὰ διαλεχθῶμεν ὀλίγα τινὰ δι’ αὐτὴν πρὸς τὴν ἀγάπην σας, παρακαλώντας σας πρώτον τοῦτο νὰ δεχθῆτε μὲ πολλὴν ἡσυχίαν τοὺς λόγους μου, διὰ νὰ καρποφορηθῆτε κανένα ἄξιον, καὶ νὰ ἀναχωρήσετε ὕστερον εἰς τὰ ὀσπήτια σας. Διότι δὲν εἴμεθα ἐδῶ συναθροισμένοι ἁπλῶς καὶ ματαίως, διὰ νὰ ὁμιλήση ὁ ἕνας, καὶ ὁ ἄλλος νὰ κροτήση ἁπλῶς τὰ λεγόμενα, καὶ οὕτω νὰ ἀναχωρήσωμεν ἀπ’ ἐδῶ, ἀλλὰ διὰ νὰ λαλήσωμεν ἠμεῖς κανένα ὠφέλιμον, καὶ ἀπ’ ἐκεῖνα ὅπου συγκροτούσι τὴν σωτηρίαν μας, καὶ ἐσεῖς, ἀφ’ οὐ κερδήσετε ἀπὸ τὰ λεγόμενα, καὶ λάβετε πολλὴν ὠφέλειαν, οὕτω νὰ εὐγῆτε ἀπ’ ἐδῶ, ἐπειδὴ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἰατρεῖον πνευματικὸν καὶ πρέπει ἐκεῖνοι ὅπου ἔρχονται ἐδῶ νὰ λαμβάνουσι τὰ ἁρμόδια ἰατρικά, καὶ νὰ τὰ βάνουσιν ἐπάνω εἰς τὰ τραύματά τους, καὶ οὕτω νὰ στρέφωνται εἰς τοὺς οἴκους των.
Καὶ ὅτι μοναχὴ ἡ ἀκρόασις δὲν ὠφελεῖ τίποτε, ἂν δὲν τὴν βάλη τις εἰς πράξιν καὶ μὲ τὰ ἔργα· ἄκουε τὸν Παῦλον, ὅπου λέγει. «Οὐ γὰρ οἱ ἀκροαταὶ τοῦ νόμου δίκαιοι παρὰ τῷ Θεῶ, ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ τοῦ νόμου δικαιωθήσονται». Καὶ ὁ Χριστὸς δημηγορῶν ἔλεγεν. «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοὶ Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν Βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς».
Ἠξεύροντες λοιπόν, ἀγαπητοί, πὼς ἀπὸ τὴν ἀκρόασιν δὲν θέλομεν ἔχει καμμίαν ὠφέλειαν, ἂν δὲν ἤθελεν ἀκολουθήσει καὶ τὸ τέλος διὰ μέσου τῶν ἔργων, ἃς μὴ γενώμεθα μοναχὰ ἀκροαταί, ἀλλὰ καὶ κατορθωταὶ ὅπως ἀκολουθοῦντα τὰ ἔργα εἰς τοὺς λόγους, ἤθελαν γείνει ἀφορμὴ εἰς ἠμᾶς πολλῆς παρρησίας.
Ἀπλώσαντες λοιπὸν τοὺς κόλπους τῆς διανοίας σας, δεχθῆτε εἰς αὐτὸν τὸν τρόπον τοὺς περὶ νηστείας λόγους. Καὶ καθὼς ἐκεῖνοι ὅπου θέλουσι νὰ λάβουν διὰ γυναίκα καμμίαν σώφρονα, καὶ κοσμίαν, καὶ εὐγενῆ, στολίσαντες εἰς κάθε μέρος τὰς νυμφικᾶς παστάδας μὲ παραπετάσματα καὶ καθαρίσαντες ὅλον τὸν οἶκον, μὴ δίδοντες ἄδειαν νὰ πατηθῆ ἀπὸ ὄλαις ταῖς ἀνεπιμέληταις, καὶ ρερυπωμέναις δουλεύτραις, τοιουτοτρόπως εἰσάγουσι τὴν νύμφην εἰς τὰς παστάδας, μὲ τὸν ἴδιον τρόπον θέλω καὶ ἐγὼ νὰ καθαρίσετε τὸν λογισμόν σας, καὶ παραιτήσαντες τὴν τρυφήν, καὶ λοιπὴν πολυφαγίαν, οὕτω νὰ δεχθῆτε μὲ ἀνοικτούς τους κόλπους τὴν μητέρα ὅλων των καλῶν, καὶ τὴν διδασκάλισσαν τῆς σωφροσύνης, καὶ κάθε ἄλλης ἀρετῆς, λέγω την νηστείαν, διὰ νὰ ἀπολαύσετε καὶ σεῖς περισσοτέραν ἡδονήν, καὶ νὰ δώση αὐτὴ εἰς σᾶς τὴν ἁρμοδίαν θεραπείαν της.
Διότι ἂν οἱ ἰατροί, ὅταν μέλλωσι νὰ δώσουν ἰατρικὰ εἰς ἐκείνους, ὅπου θέλουσι νὰ καθαρίσουν τὸν σεσαπημένον καὶ διεφθαρμένον χυμόν, τοὺς προστάζουσι νὰ ἀπέχουν ἀπ’ αὐτὴν τὴν σωματικήν τροφην, διὰ νὰ μὴ ἐμπόδιση τὴν δύναμιν τοῦ ἰατρικοῦ, ἀλλὰ νὰ ἐνεργήση καὶ νὰ δείξη τὸ ἔργον του, πολὺ περισσότερον ἠμεῖς ὅπου μέλλομεν νὰ ὑποδεχθῶμεν τοῦτο τὸ πνευματικὸν φάρμακον, τὴν ὠφέλειαν λέγω, ὅπου προέρχεται ἀπὸ τὴν νηστείαν, πρέπει νὰ καθαρίσωμεν τὸν λογισμόν μας μὲ τὴν δίαιταν, καὶ νὰ κάμωμεν ἐλαφρότεραν τὴν διάνοιάν μας, διὰ νὰ μὴ καταποντισθῆ ἀπὸ τὴν μέθην, καὶ κάμη ἄχρηστον, καὶ ἀνωφελῆ τὴν ὠφέλειαν, ὄπου προξενειται ἀπὸ τὴν νηστείαν.
Καὶ ἠξεύρω ὅτι εἰς πολλοὺς φαίνονται παράξενα αὐτά, ὅπου λέγομεν σήμερον, ἀλλὰ παρακαλῶ ἃς μὴ δουλεύωμεν ἁπλῶς εἰς τὴν συνήθειαν, ἀλλὰ μὲ στοχασμὸν ἃς κυβερνῶμεν τὰ πράγματά μας. Διότι μήπως θέλει εἶσθαι εἰς ἠμᾶς κανένα κέρδος ἀπὸ τὴν καθημερινήν πολυφαγίαν, καὶ ἀπὸ τήν μέθην τήν πολλήν; καὶ τί λέγω κέρδος; μάλιστα πολλὴ ζημία, καὶ βλάβη ἀνυπόφορος, ἐπειδὴ ὅταν καταπνιγῆ ὁ λογισμὸς ἀπὸ τὴν πολυποσίαν τοῦ οἴνου, εὐθὺς ἀπ’ αὐτὴν τὴν ἀρχήν, καὶ ἀπ’ αὐτὰ τὰ προοίμια θέλομεν ἀπορρίψει τὸ κέρδος ὅπου προέρχεται ἀπὸ τὴν νηστείαν. Διότι εἰπέ μου, τί ἄλλο πράγμα εἶναι ἀνοστότερον, καὶ τί ἄλλο ἀσχημότερον, ὅταν ρουφῶντες ἕως τὸ μεσονύκτιον τὸν ἄκρατον οἶνον οἱ ἄνθρωποι τὴν αὐγὴν ὅταν προβάλλη ἡ ἡλιακὴ ἀκτίνα, ἀποπνέουσιν ὡσὰν νὰ ἤσαν γεμισμένοι ἀπὸ ἔγκαιρον οἶνον, καὶ φαίνονται ἀηδεῖς εἰς ἐκείνους, ὅπου τούς συναπαντῶσι, καὶ εἰς τοὺς δουλευτάδες τῶν εὐκολοκαταφρόνητοι, καὶ καταγελῶνται ἀπὸ ὅλους ἐκείνους, ὅπου γνωρίζουσιν ὁπωσδήποτε τὸ πρέπον, ἑξαιρέτως δὲ σύρουσιν εἰς τὸν ἑαυτόν τους καὶ τὴν ἀγανάκτησιν τοῦ Θεοῦ, δι’ αὐτὴν τὴν ἀκρασίαν, καὶ τὴν ἄκαιρον ἀμετρίαν καὶ ἀνωφέλευτον;
Διότι λέγει. «Οἱ μέθυσοι Βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι». Τί ἄλλο πλέον ἄθλιον ἀπ’ αὐτοὺς ἤθελε γένει, ὄπου δι’ ὀλίγην, καὶ βλαβερᾶν ἡδονήν, ἀποδιώκονται ἀπὸ τὰ πρόθυρα τῆς Βασιλείας; Ἀλλά μὴ γένοιτο νὰ νικηθῆ τις ἀπὸ τοὺς ἐδῶ συναθροισμένους ἀπ’ αὐτὸ τὸ πάθος. Ἀλλ’ ἐντρυφήσαντες καὶ κατὰ τὴν παροῦσαν ἡμέραν μὲ ὅλην τὴν φιλοσοφίαν καὶ σωφροσύνην, καὶ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τὴν ζάλην καὶ ταραχήν, ὅπου συνειθίζει νὰ κάμη ἡ μέθη, νὰ καταντήσωμεν εἰς τὸν λιμένα τῶν ψυχῶν μας, εἰς τὴν νηστείαν λέγω, διὰ νὰ ἠμπορέσωμεν νὰ ἀπολαύσωμεν μὲ πλουσιοπαροχίαν τά καλά, ὅπου προέρχονται ἀπ’ αὐτήν. Διότι καθὼς ἡ πολυφαγία γίνεται αἰτία καὶ πρόξενος μυρίων κακῶν εἰς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, οὕτω καί ἡ νηστεία καὶ καταφρόνησις λέγω τῆς κοιλίας, ἔγεινε πάντοτε ἀφορμὴ εἰς ἠμᾶς ἀρρήτων ἀγαθῶν. Διότι ὁ Θεὸς πλάσσας εἰς τὴν ἀρχὴν τὸν ἄνθρωπον καὶ ἠξεύρων ὅτι αὐτὸ τὸ ἰατρικόν τοῦ χρειάζεται μάλιστα διὰ τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς του, εὐθὺς καὶ κατ’ ἀρχὰς ἔδωκεν αὐτὴν τὴν παραγγελίαν εἰς τὸν πρωτόπλαστον Ἀδάμ, λέγοντας: «Ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ Παραδείσω βρώσει φαγῆ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρὸν οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ». Τὸ δὲ νὰ εἰπῆ τοῦτο τρῶγε, καὶ τοῦτο μὴ τρώγης, ἦτο μία εἰκών καὶ τύπος τῆς νηστείας· ἀλλὰ ὄντως πρέπει νὰ φυλάξη τὴν παραγγελίαν, δὲν τὸ ἔκαμε καὶ διὰ τὴν ἀκρασίαν τῆς κοιλίας του νικηθεῖς, καὶ κάνων τὴν παρακοήν, κατεδικάσθη εἰς θάνατον. Διότι εἶδεν ὁ πονηρὸς ἐκεῖνος διάβολος, καὶ ἐχθρός τῆς φύσεώς μας, τὴν διαγωγὴν τοῦ πρωτοπλάστου Ἀδὰμ εἰς τὸν Παράδεισον, καὶ τὴν ζωὴν ἐκείνην τὴν ἀκοπίαστον, καὶ ὅτι ὡσὰν ἄγγελος οὕτως ὧν συμπεπλεγμένος μὲ τὸ σῶμα ἐπολιτεύετο ἐπάνω εἰς τὴν γῆν θέλων νὰ τὸν κρημνίση μὲ τὴν ἐλπίδα τῶν μεγαλυτέρων ταξιμάτων, τὸν ἔβγαλε καὶ ἀπ’ ἐκεῖνα, ὅπου εἶχεν εἰς τὰ χέρια του. Τοιοῦτον εἶναι τό νὰ μὴ στέκη τις εἰς τὰ ὅριά του, καὶ νὰ ἐπιθυμῆ τὰ μεγαλύτερα. Καὶ τοῦτο τὸ ἴδιον θέλων νὰ φανέρωση κάποιος σοφὸς ἔλεγε. «Φθόνω δὲ διαβόλου θάνατος εἰσῆλθε εἰς τὸν κόσμον».
Εἶδες ἀγαπητὲ πῶς ἐξ ἀρχῆς ἔλαβε τὸ ἔμβασμα ὁ θάνατος ἀπὸ τὴν λαιμαργίαν; Στοχάσου πάλιν καὶ ὕστερα τὴν Θείαν Γραφὴν ὅπου κατηγορεῖ συχνάκις τὴν τροφὴν καὶ ὅπου λέγει τώρα μὲν «Ἐκάθησεν ὁ λαὸς φαγεῖν καὶ πιεῖν, καὶ ἀνέστησαν παίζειν», ἄλλην φορᾶν δὲ «Ἔφαγε καὶ ἔπιε καὶ ἐλιπάνθη καὶ ἐπαχύνθη, καὶ ἀπελάκησεν ὁ ἠγαπημένος». Ἀκόμη ἐκεῖνοι ὅπου ἑκατοίκουν εἰς τὰ Σόδομα, μαζὺ μὲ τὰ ἄλλα κακὰ ἀπὸ τοῦτο ἔσυραν εἰς τὸν ἐαυτὸν τους ἐκείνην τὴν ἀπαραίτητον ὀργὴν διότι ἄκουσε τὸν Προφήτην ὅπου λέγει. «Τοῦτο τὸ ἀνόμημα Σοδόμων, ὅτι ἐν πλησμονὴ ἄρτων ἐσπατάλων» ἐπειδὴ εἶναι ὡσὰν μία βρύσις καὶ ρίζα ὅλων των κακῶν.
Εἶδες τήν βλάβην ὅπου προξενεῖ ἡ πολυφαγία; κάμε μου τώρα τὴν χάριν καὶ ἰδὲς πάλιν τά κατορθώματα τῆς νηστείας. Ὁ Μωϋσής ἐνήστευσε τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ ἠμπόρεσε νὰ λάβη τὰς πλάκας τῆς νομοθεσίας· καὶ ἐπειδὴ καταβαίνων εἶδε τοῦ λαοῦ τὴν παρανομίαν, ἔρριψε κατὰ γῆς καὶ ἐσύντριψεν ἐκείνας τὰς πλάκας, ὅπου μὲ τόσην προσκαρτερίαν καὶ ὑπομονὴν ἴσχυσε νὰ λάβη, στοχαζόμενος πὼς εἶναι, ἄτοπον ἕνας λαὸς μεθυστὴς καὶ παράνομος νὰ δεχθῆ τοῦ Δεσπότου τὴν νομοθεσίαν. Διὰ τοῦτο ἦτον ἀνάγκη νὰ νηστεύση ἄλλας τεσσαρακοντας ἡμέρας ἐκεῖνος ὁ θαυμαστὸς Προφήτης, διὰ νὰ δυνηθῆ νὰ λάβη πάλιν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὰς πλάκας ἐκείνας, καὶ νὰ ταῖς κατεβάση, ὅπου διὰ τὴν παρανομίαν τους ἐσύντριψε.
Καὶ ὁ μέγας Ἠλίας ἔκαμε νηστείαν τόσων ἡμερῶν καὶ ἀπέφυγε τὴν τυραννίαν τοῦ θανάτου, καὶ ἀναβὰς ὡς εἰς τὸν οὐρανὸν μὲ πύρινον ἅρμα, ἀκόμη δὲν ἐδοκίμασεν ἕως τῆς σήμερον τὸν θάνατον. Καί Δανιήλ ὁ ἄνδρας τῶν ἐπιθυμιῶν ἐνήστευσεν ἡμέρας πολλᾶς καὶ οὕτως ἠξιώθη νὰ ἰδῆ ἐκείνην τὴν θαυμαστὴν ὀπτασίαν, ὁ ὁποῖος ἐχαλίνωσε καὶ τὸν θυμὸν τῶν λεονταρίων καὶ τὸν μετέβαλεν εἰς ἡμερότητα προβάτων, μὴ μεταβάλλων τὴν φύσιν, ἀλλὰ ἀλλάσσων τὴν προαίρεσίν τους, ἐνῶ ἔμενεν ἡ θηριωδία.
Αὐτὴν τὴν νηστείαν ἐμεταχειρίσθησαν καὶ οἰ Νινευίται, και ἐμετάβαλαν τὴν ἀπόφασιν τοῦ Δεσπότου, κάνοντες καὶ δείχνοντες αὐτὴν τὴν νηστείαν ὁμοὺ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ γένος τῶν ἄλογων ζώων, καὶ οὕτως ἀποφυγόντες καθ’ ἕνας ἀπὸ τὰ πονηρὰ ἐπιτηδεύματα, ἔσυραν εἰς φιλανθρωπίαν τὸν Δεσπότην τῶν ὅλων. Καὶ τί καταγίνομαι ἀκόμη εἰς τοὺς δούλους; διότι ἔχομεν νὰ ἀπαριθμήσωμεν καὶ ἄλλους πολλοὺς καὶ εἰς τὴν παλαιὰν καὶ νέαν Γραφήν, ὅπου διὰ μέσου τῆς νηστείας ἐπρόκοψαν. Εἶναι ἀνάγκη νὰ ἔλθωμεν εἰς τὸν κοινὸν ἠμῶν ἁπάντων Δεσπότην διότι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς δείχνων καὶ αὐτὸς νηστείαν τεσσαράκοντα ἡμερῶν, οὕτως ἄρχισε νὰ παλεύση μὲ τὸν διάβολον δίδων εἰς ἠμᾶς ὅλους παράδειγμα, διὰ νὰ ἀρματωνώμεθα διὰ μέσου αὐτῆς, καὶ λαμβάνοντες τὴν δύναμιν, ὅπου προξενεῖται ἀπ’ αὐτήν, οὕτω νὰ ἀντιστεκώμεθα εἰς τὴν πρὸς τὸν διάβολον μάχην.
Ἀλλ’ ἐδῶ ἴσως ἤθελεν εἴπει τὶς ἀπ’ ἐκείνους ὅπου βλέπουσιν ὀξέως, καὶ ἔχουσιν ἔξυπνον τὴν διάνοιαν διατὶ φαίνεται νὰ ἐνήστευσεν ὁ Δεσπότης ταῖς ἴδιαις ἡμέραις ὅπου ἐνήστευσαν καὶ οἱ δοῦλοι, καὶ δὲν ὑπερέβη τὸν ἀριθμόν; Δέν ἔγεινεν ἁπλῶς καὶ ματαίως τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἔγεινε μὲ σοφίαν καὶ κατὰ τὴν ἄφατον καὶ ἀνερμήνευτον φιλανθρωπίαν του, διότι διά νὰ μὴ νομίσωσιν οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἦλθε κατὰ φαντασίαν καὶ δὲν ἔλαβε σάρκα, ἢ ὅτι ἦτον ἔξω ἀπὸ τὴν φύσιν τῶν ἀνθρώπων, διὰ τοῦτο νηστεύει τὸν ἴδιον ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν καὶ δὲν προσθέτει εν ταῖς ἡμέραις, διὰ νὰ ἀποστομώση τὴν φιλονεικίαν ἐκείνων ὅπου θέλουσι νὰ ὁμιλούσιν ἀδιάντροπα. Διότι ἂν ἦναι μερικοὶ ἀκόμη καὶ τώρα ὅπου ἀποτολμούσι νὰ λέγουν αὐτά, μ’ ὅλον ὅπου ἔγεινεν αὐτό, ἂν δὲν ἀπέκοπτε μὲ τὴν πρόγνωσίν του αὐτὴν τὴν ἀφορμήν τους, τί δὲν ἤθελαν ἐπιχειρήσει νὰ εἰποῦν; Διά τοῦτο δὲν ὑποφέρει νὰ νηστεύση περισσοτέρας ἡμέρας, ἀλλὰ ἐνήστευσεν ὄσας ἐνήστευσαν καὶ οἱ δοῦλοι, διὰ νὰ μᾶς διδάξη καὶ διὰ μέσου αὐτῶν τῶν πραγμάτων, ὅτι ἦτον καὶ αὐτὸς ἐνδεδυμένος τὴν ἰδίαν σάρκα, καὶ δὲν ἦτον ἔξω ἀπὸ τὴν φύσιν μας.
Ἀλλ’ ὅτι εἶναι μεγάλη ἡ δύναμις τῆς νηστείας, καὶ πολύ τό κέρδος ὅπου ἔρχεται εἰς τὴν ψυχὴν ἀπ’ αὐτὴν καὶ ἀπὸ τοὺς δούλους καὶ ἀπὸ τὸν Δεσπότην ἔγεινε φανερὸν εἰς ἠμᾶς. Παρακαλώ λοιπὸν τὴν ἀγάπην σας, ἠξεύρων τὸ κέρδος ὅπου προξενεῖ, νὰ μὴ ἀποδιώξετε διὰ ὀκνηρίαν τὴν ὠφέλειαν ὁπού προέρχεται ἀπ’ αὐτήν, μηδὲ νὰ δυσχεραίνετε εἰς τὸν ἐρχομόν της, ἀλλὰ νὰ χαίρεσθε καὶ νὰ ἀγαλλιάσθε, καθὼς λέγει ὁ μακάριος Παῦλος· «Ὄσω γὰρ ὁ ἔξωθεν ἠμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται τοσούτω ὁ ἔσω ἀνακαινοῦται». Διότι ἡ νηστεία εἶναι τροφὴ τῆς ψυχῆς· καὶ καθὼς αὐτὴ ἡ σωματικὴ τροφὴ παχύνει τὸ σῶμα, οὕτω καὶ ἡ νηστεία κάνει τὴν ψυχὴν πλέον ἔντονον καὶ δυνατήν, τῆς κατασκευάζει ἐλαφρόν τό πτερόν, τὴν ὑψώνει, τὴν κάμει νὰ φαντάζεται τὰ ἄνω, καὶ τὴν κάνει ἀνωτέραν ἀπὸ ταῖς ἠδοναῖς καὶ ταῖς γλυκύτητες τῆς παρούσης ζωῆς.
Καὶ καθὼς τά ἐλαφρὰ πλοῖα διαπερνῶσι μὲ περισσοτέραν γρηγοράδα τὰ πελάγη, ἀλλὰ ἐκεῖνα, ὅπου βαρύνονται μὲ πολὺ φόρτωμα βυθίζονται, οὕτω καὶ ἡ νηστεία κατασκευάζουσα ἐλαφρότερον τόν λογισμόν, τὸν κάνει νὰ διαπερνᾶ μὲ εὐκολίαν τὸ πέλαγος τῆς παρούσης ζωῆς, καὶ νὰ ἦναι ὅλος προσηλωμένος εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς ἐκεῖνα ὅπου εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ νὰ μὴ ψηφᾶ τὰ παρόντα, ἀλλὰ νὰ τὰ παρατρέχη ὡσὰν μηδαμινότερα ἀπὸ τὴν σκιὰν καὶ τὰ ὀνείρατα, ἀλλὰ ἡ μέθη καὶ ἡ πολυφαγία, βαρύνοντας τὸν λογισμὸν καὶ παχύνοντας τὴν σάρκα, αἰχμαλωτίζει τὴν ψυχήν, ἀποκλείοντάς την ἀπὸ κάθε μέρος, καὶ μὴ ἀφίνοντας νά ἔχη ὑγιεινόν τοῦ λογισμοῦ τὸ κριτήριον, τὴν κάνει νὰ τρέχη εἰς τοὺς κρημνοὺς καὶ νὰ ἐργάζεται ὅλα ἐναντίον τῆς σωτηρίας της.
Ἃς μὴ κυβερνοῦμεν λοιπὸν ἀγαπητοὶ μὲ ὀκνηρίαν ἐκεῖνα ὅπου συμβάλλουσιν εἰς τὴν σωτηρίαν μας, ἀλλὰ ἠξεύροντες ὅσα κακὰ γεννῶνται ἀπ’ αὐτήν, ἃς φύγωμεν τὴν βλάβην ὅπου προξενεῖ. Διότι οὐ μόνον εἰς την Νέαν Διαθήκην, εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι περισσοτέρα ἡ αὔξησις τῆς φιλοσοφίας καὶ μεγαλύτερα τά παλαίσματα, καὶ μεγάλοι οἱ ἵδρωτες καὶ πολλά τά βραβεῖα, καὶ ἄρρητα τά στέφανα, ἐμποδίζεται ἡ τρυφὴ καὶ ἡ διασκέδασις, ἀλλὰ καὶ εἰς την Παλαιάν, ὅταν ἐκάθοντο ἀκόμα σίμα εἰς τὴν σκιάν καὶ ἤσαν προσηλωμένοι εἰς τὸ λυχνάρι, καὶ ὅπως τὰ παιδία ὅπου τρέφονται μὲ τὸ γάλα, οὕτως ἀπ’ ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ὠδηγοῦντο, οὐδὲ τότε ἐπεθύμουν νὰ διασκεδάσουν καὶ διὰ νὰ μὴ νομίσετε ὅτι ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε λέγομεν αὐτά, κατηγοροῦντες τὴν τρυφήν, ἀκούσατε τὸν Προφήτην ὅπου λέγει: «Ὢ οἱ ἐρχόμενοι εἰς ἡμέραν καλήν, οἱ καθεύδοντες ἐπὶ κλινῶν ἐλεφαντίνων καὶ κατασπαταλῶντες ἐπὶ ταῖς στρωμναῖς αὐτῶν! οἱ ἐρίφους ἐκ ποιμνίων καὶ μοσχάρια ἐκ μέσου βουκολίων γαλαθηνά! οἱ πίνοντες τὸν διυλισμένον οἶνον καὶ τὰ πρῶτα μύρα χριόμενοι, ὡς ἐστώτα ἐλογίσαντο, καὶ οὐχὶ ὡς φεύγοντα»!
Ἴδετε πόσην κατηγορίαν ἔκαμε τῆς τρυφῆς ὁ Προφήτης καὶ μάλιστα ὅταν ἐδιαλέγετο μὲ τοὺς Ἑβραίους, τοὺς ἀναίσθητους, τοὺς ἀχάριστους, ὅπου καθ’ ἡμέραν ἐγαστριμαργοῦσαν; διότι στοχασθῆτε τὴν ἀκρίβειαν τῶν λόγων, ἀφ’ οὐ ἐκατηγόρησε τὴν πολλὴν ἀδηφαγίαν καὶ τὴν πολλὴν μέθην ἀπὸ τὸ κρασί, τότε εἶπεν «ὡς ἐστώτα ἐλογίσαντο, καὶ οὔχι ὠς φεύγοντα»· δείχνων σχεδὸν ὄτι εως τὸν φάρυγγα καὶ εἰς τὰ χείλη εἶναι ἡ ἀπόλαυσις καὶ παρέκει δὲν περνᾶ, ἀλλ’ ἡ ἡδονὴ εἶναι ὀλίγη καὶ προσωρινή, ὁ δὲ πόνος εἶναι παντοτεινὸς καὶ δὲν ἔχει τέλος καὶ αὐτά, λέγει, μαθόντες διὰ μέσον τῆς δοκιμῆς, τὰ ἐνόμισαν ὅλα πραγματικά, τὰ ὁποῖα στέκονται καὶ μένουσι, καὶ οὐχὶ ὡς πράγματα ὅπου φεύγουσι, δηλαδὴ ὅπου πετούσι καὶ δὲν στέκονται οὐδὲ στιγμήν.
Διότι τοιαῦτα εἶναι ὅλα τα ἀνθρώπινα καὶ τὰ σαρκικά, ἀκόμη δὲν ἔφθασαν καὶ ἐπέταξαν τοιαύτη εἶναι ἡ τρυφή, τοιαύτη εἶναι ἠ ἀνθρωπινὴ δόξα καὶ ἡ δυναστεία, τοιοῦτος εἶναι ὀ πλοῦτος, τοιαύτη κάθε εὐτυχιά τῆς παρούσης ζωῆς, δὲν ἔχει κανένα βέβαιον, οὐδὲ στάσιμον, οὐδὲ στερεόν, ἀλλά παρατρέχει καὶ διαβαίνει γρηγορώτερα ἀπὸ τὰ ρεύματα τῶν ποταμῶν, καὶ ἀφίνει ἔρημους καὶ γυμνοὺς ἐκείνους, ὅπου εἶναι ὅλως διόλου εἰς αὐτὰ δεδομένοι καὶ ἐκστατικοί. Ἀλλὰ δὲν εἶναι τοιαῦτα τὰ πνευματικά, ἀλλὰ ἐνάντια αὐτῶν, βέβαια, ἀκίνητα, δὲν δέχονται μεταβολὴν καὶ ἐξαπλώνονται εἰς ὅλον τὸν αἰώνα. Πόση λοιπὸν ἀνοησία δὲν ἤθελεν εἶσθαι νὰ ἀλλάξω μὲν τὰ ἀκίνητα διὰ τὰ κινούμενα, τὰ αἰώνια διὰ τὰ πρόσκαιρα; ἐκεῖνα ὅπου στέκονται πάντοτε, δι’ ἐκεῖνα ὅπου πετούσι καὶ φεύγουσιν; ἐκείνα ὅπου προξενούσι πολλὴν ἀπόλαυσιν εἰς τὸν μέλλοντα αἰώνα, δι’ ἐκεῖνα ὅπου μας ἐτοιμάζουσιν ἐκεῖ πολλὴν τιμωρίαν;
Αὐτὰ λοιπὸν ὅλα στοχαζόμενοι, ἀγαπητοί, καὶ φροντίζοντες κατὰ πολλὰ διὰ τὴν σωτηρίαν μας, ἃς καταφρονήσωμεν τὴν τρυφὴν τὴν ἀνωφέλευτον καὶ βλαβεράν ἅς ἀγαπήσωμεν τὴν νηστείαν καὶ ὅλην τὴν ἄλλην φιλοσοφίαν, καὶ ἃς δείξωμεν πολλὴν τὴν μεταβολὴν τῆς ζωῆς μας καί καθ’ ἡμέραν ἃς βιαζώμεθα εἰς τὴν πράξιν τῶν ἀγαθῶν ἔργων, ὅπως πραγματευσάμενοι εἰς ὅλον τὸν καιρὸν τῆς Τεσσαρακοστῆς τήν πνευματικὴν πραγματείαν καί συναθροίσαντες πολλὴν πλοῦτον τῆς ἀρετῆς, ἠθέλαμεν καταξιωθῆ νὰ φθάσωμεν καὶ εἰς την Κυρίαν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, καί μέ θάρρος νὰ πλησιάσωμεν εἰς τὴν φρικτὴν καὶ πνευματικὴν Τράπεζαν καὶ νὰ μεταλάβωμεν ἐκεῖνα τὰ ἀπόρρητα καὶ ἀθάνατα ἀγαθά, μὲ καθαρὰν συνείδησιν, καὶ νὰ γεμισθοῦμεν ἀπὸ τὴν ἐκεῖθεν χάριν μέ ταῖς εὐχαῖς καὶ πρεσβείαις τῶν Ἁγίων ὅπου εὐηρέστησαν εἰς αὐτὸν τὸν Χριστὸν τὸν φιλάνθρωπον Θεόν μας, μεθ’ οὐ τῷ Πατρί, ἅμα τῷ ἁγίω Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή, νῦν καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων Ἀμήν.

ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
(«ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΙ»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ)