Ὁ Μ. Βασίλειος, ποὺ χαρακτηρίστηκε ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ ἱστορικό μας ὡς «ἡ μεγαλύτερη μορφὴ τῶν μεταποστολικῶν χρόνων, εἶναι χωρὶς ἀμφιβολία πάρα πολὺ ἀγαπητὸς στὸ λαό, ἐφόσον τὸ ὄνομά του ἔγινε θρύλος μέσα στὴν Ἱστορία καὶ τραγούδι, δηλαδὴ ἡ ἔκφραση καὶ ἡ προσωποποίηση τῆς ἀγάπης, ἐξαιτίας τῆς ἀπέραντης καὶ συστηματικῆς ἀγάπης ποὺ ἔδειχνε κατὰ τρόπο παραδειγματικὸ στὴ ζωή του. Κάποιες δὲ πλευρὲς τῆς ἀγάπης τοῦ αὐτῆς, ποὺ σὰν ἴριδα πνευματικὴ παρουσίαζε διάφορες ἐκφάνσεις, θὰ παρουσιάσουμε γιὰ τοῦτο κι ἐμεῖς στὸ σημείωμα αὐτό, ὥστε νὰ ἀποκομίσουμε κάποια μεγάλα διδάγματα καὶ γιὰ τὴ δική μας ζωὴ καὶ νὰ γίνουμε ἔστω καὶ σὲ κάτι, λίγο ἢ περισσότερο μιμητές του ἢ ἀκριβέστερα μιμητὲς τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νὰ ἀντιγράψει.

Α. Ἡ ὑποχώρηση τοῦ Μ. Βασιλείου γιὰ τὴν ἀποφυγὴ σχίσματος

Ὕστερα ἀπὸ τὴ χειροτονία τοῦ Μ. Βασιλείου σὲ πρεσβύτερο καὶ τὴν τεράστια δράση του, ὡς κληρικοῦ δυναμικοῦ, στὴν Καισάρεια, ὁ ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς Εὐσέβιος ἔπαθε, κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Γρηγορίου, κάτι τὸ «ἀνθρώπινον» (Ἐπιτάφιος 28), ἐξαιτίας ἴσως τοῦ φθόνου, ποὺ προκάλεσαν στὴν καρδιὰ του οἱ πονηροὶ δαίμονες. Τὸ πιὸ πάνω εἶχε ὡς ἀποτέλεσμά το νὰ κηρύξει ὁ Εὐσέβιος καὶ τὸ περιβάλλον του τὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ Ἁγίου, ἐξαιτίας τῆς ὑπερβολικῆς λάμψης τῆς προσωπικότητάς του. Ὁ πόλεμος ὅμως αὐτὸς ἦταν ὁπωσδήποτε ἄδικος. Γιὰ τοῦτο οἱ μοναχοί τῆς περιοχῆς πῆραν παρευθὺς τὸ μέρος τοῦ Βασιλείου, καθὼς ἐπίσης καὶ ἕνα μεγάλο μέρος τῶν Χριστιανῶν, ποὺ ἀγαποῦσαν τὸν Ἅγιο. «Ἀκόμα καὶ κάποιοι Δυτικοὶ ἐπίσκοποι, σημειώνει ὁ Στυλιανὸς Παπαδόπουλος, ποὺ τότε παρευρίσκονταν στὴν Καισάρεια, τάχθηκαν καὶ αὐτοὶ μὲ τὸ μέρος τῶν ὑπερασπιστῶν τοῦ Βασιλείου» (Ἡ ζωὴ ἑνὸς Μεγάλου, Ἀθῆναι 1979, σ. 198). Γιὰ τοὺς πιὸ πάνω λόγους ἡ ὅλη κατάσταση κινδύνευε νὰ ὁδηγήσει σὲ σχίσμα.

Ὁ Βασίλειος, ὅμως, καταλάβαινε ὅτι δὲν ἦταν σωστὸ νὰ ἀντιπράξει στὸν ἐπίσκοπο. Συζήτησε γιὰ τοῦτο τὸ θέμα μὲ τὸ φίλο του Γρηγόριο, ποὺ εἶχε καὶ ἐκεῖνος τὴν ἴδια μὲ αὐτὸν γνώμη.

– «Ὄχι, Βασίλειε, τοῦ εἶπε, δὲν πρέπει. Τὸ μόνο ποὺ δὲν πρέπει νὰ γίνει εἶναι τὸ σχίσμα».

Ὕστερα ἀπὸ τὴν πιὸ πάνω συμβουλὴ τοῦ φίλου του, ὁ Βασίλειος κατάλαβε τὸ χρέος του. Γιὰ νὰ ἀποφευχθεῖ, δηλαδή, κάθε ἀντίπραξη πρὸς τὸν «εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ» ἐπίσκοπο, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Καισάρεια, βρίσκοντας καταφύγιο στὸ πατρικὸ κτῆμα ποὺ εἶχε στὸν Πόντο, ὅπου ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ ἀσκητικά, ἐνῶ ταυτόχρονα προετοιμαζόταν καὶ περίμενε μιὰ εὐκαιρία κατάλληλη γιὰ νὰ ξαναγυρίσει στὴ δράση.

Β. Ἡ συμφιλίωσή του μὲ τὸν Εὐσέβιο

Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό, ὅμως, ἀπὸ τὰ πιὸ πάνω, τὰ πράγματα ἔγιναν πολὺ δύσκολα στὴν Καισάρεια, ἐξαιτίας τῆς ἀνόδου στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τοῦ Ἀρειανόφρονα Οὐάλη τὸ 364. Οἱ αἱρετικοὶ Ἀρειανοί, δηλαδή, προσπαθοῦσαν νὰ γίνουν κύριοι τῆς κατάστασης καὶ στὴν Καππαδοκία, ἐνῶ ὁ ἐπίσκοπος Εὐσέβιος δὲν εἶχε τὶς δυνάμεις ν’ ἀντιμετωπίσει τὴν κατάσταση. Γιὰ τὴν ἀντιμετώπισή της, δηλαδή, ζήτησε τότε τὴ βοήθεια τοῦ Γρηγορίου. Ἐκεῖνος, ὅμως, τοῦ συνέστησε γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ τὸ δυναμικότατο Βασίλειο. Καὶ ὁ ἐπίσκοπος τό κατάλαβε καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Γρηγόριο νὰ μεσολαβήσει γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Βασιλείου, ποὺ σὲ λίγο πραγματοποιήθηκε. Ὁ Γρηγόριος, δηλαδή, μίλησε στὸ φίλο του γιὰ τὴν ἀλλαγὴ τῶν διαθέσεων τοῦ Εὐσεβίου, λέγοντας ὅτι «ἡ φωτιὰ τῶν αἱρέσεων ποὺ μᾶς καίει ἔλειωσε τὴν παρεξήγηση».

– «Ἄκου, Βασίλειε, τοῦ εἶπε τελικά, δὲν σὲ παρακαλῶ μονάχα ἐγώ. Δὲν εἶναι μόνον ὁ Εὐσέβιος. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία ποὺ σὲ καλεῖ, τὸ καταλαβαίνεις..! (Στ. Παπαδοπούλου, ὄπ.π. 229). Ὕστερα ἀπὸ τὰ πιὸ πάνω, ὁ Βασίλειος πῆρε παρευθὺς τὴν ἀπόφαση νὰ ξαναγυρίσει στὴν Καισάρεια καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε. Ξαναγυρίζοντας, δηλαδή, ἐκεῖ, ὑπέβαλε τὰ σέβη του στὸν ἐπίσκοπο, σὰν νὰ μὴν ἔγινε τίποτε, ἐνῶ ταυτόχρονα τὸν διαβεβαίωνε ὅτι θὰ ἦταν στὸ ἑξῆς στὸ πλευρό του γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν καὶ γιὰ ὅλα, λέγοντας: «Εἶμαι διάκονός σου. Ἀφοῦ τὸ θέλησες, θὰ εἶμαι στὴν προκείμενη μάχη ὁ τελευταῖος ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες σου» (Στ. Παπαδ., ὄπ.π. 230).

Μὲ τὴ στάση δὲ αὐτὴ τοῦ Βασιλείου διαλύθηκε παρευθὺς κάθε παρεξήγηση, ἐνῶ ὁ Ἅγιος ἐξουδετέρωσε μὲ τὴ δυναμικότητά του τὰ ἀγκάθια ὅλων των αἱρέσεων.

Γ.Δίνει τὸ προβάδισμα τῆς Θεολογίας στὸν Γρηγόριο

Τὸ 371 ὁ Βασίλειος, ὡς ἐπίσκοπος τῆς Καισάρειας, ἐργαζόταν μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του γιὰ τὴ στερέωση τῆς πίστης στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅμως, κατηγορήθηκε ἀπὸ ἕνα νεοφώτιστο, ἐπηρμένο γιὰ τὶς γνώσεις του, ὅτι τάχα δὲν ἦταν ὀρθόδοξος. Τὶς κατηγορίες αὐτές, τὶς ἐντελῶς ἀστήρικτες καὶ ἀβάσιμες, τὶς μετέφερε τότε ὁ Γρηγόριος καὶ στὸν ἴδιο τὸν Βασίλειο, ποὺ τοῦ ἔγραψε τότε μιὰ ἐπιστολὴ (τὴν 71), μὲ τὴν ὁποία τὸν καλοῦσε νὰ μεταβεῖ στὴν Καισάρεια καὶ νὰ τὸν βοηθήσει στὸ πολύπλευρο ἔργο του καὶ ἰδιαίτερα στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων.

– «Μόλις ἐμφανιστεῖς ἐσὺ ἐδῶ, ἔγραφε σ’ αὐτὴν μεταξὺ ἄλλων, θὰ χάσουν οἱ ἀντίπαλοι τό θάρρος τους καὶ θὰ διαλυθοῦν οἱ παρασυναγωγές. Ἐπίσκοποι (Ἀρειανοί), πρεσβύτεροι (ἐπίσης Ἀρειανόφρονες) καὶ ἄρχοντες ποὺ συνωμοτοῦν ἐναντίον μας καὶ θέλουν νὰ μᾶς ἀφανίσουν, ὅταν πληροφορηθοῦν ὅτι ἀρχηγὸς τῶν Ὀρθοδόξων εἶσαι σύ, θὰ ἐξαφανιστοῦν παραχρῆμα. Κανένας δὲν θὰ τολμήσει νὰ ἀντικρούσει φανερά το θεῖο λόγο σου, γιατί ἐσὺ εἶσαι ὁ κατ’ ἐξοχὴν θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὁμιλεῖ μὲ τὸ στόμα σου. Ἔλα καὶ θὰ ἰδεῖς ὅτι θὰ κλείσουν τὰ στόματα ὅλων (των αἱρετικῶν), ποὺ δὲν θὰ τολμοῦν στὸ ἑξῆς νὰ στρέφονται πιὰ φανερὰ ἐναντίον μας. Ἔλα καὶ θὰ ἰδεῖς πόσο θὰ σὲ ὑπακούω καὶ θὰ σὲ ἀκολουθῶ (στὴν ὑπεράσπιση ἐννοεῖται τῆς Ὀρθόδοξης πίστης).

Ἀπὸ τὰ πιὸ πάνω λόγια φαίνεται καθαρὰ ὄχι μόνο ἡ ταπείνωση τοῦ Μ. Βασιλεῖο, πού, ἐνῶ ἦταν ἐπίσκοπος, ὑπέτασσε τὸν ἑαυτό του στὸν πρεσβύτερο φίλο του, ἀλλὰ καὶ ἡ Ὀρθοδοξότητά του, ἐφόσον παραδεχόταν στὰ θέματα τῆς πίστης, σὰν κανόνα τῆς Ὀρθοδοξότητας, τὸ φίλο του Γρηγόριο, τὸν ἀποκληθέντα γιὰ τοῦτο Θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας.

Τέτοια δὲ ταπείνωση καὶ ταυτόχρονα καθαρότητα πρέπει νὰ ἔχουν ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ στὰ θέματα τῆς πίστης τῆς Ὀρθόδοξης, «ἧς χωρὶς ἀδύνατον εὐαρεστῆσαι» (Ἑβρ. 11, 6), δηλαδὴ χωρὶς τὴν ὁποία δὲν εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ σωθεῖ.

Δ.Τὸ τέλος τοῦ Ἰουλιανοῦ του Παραβάτoυ

Ὅταν ὁ Ἰουλιανὸς ὁ παραβάτης,  ὁ ἀσεβὴς καὶ διώκτης τῶν Χριστιανῶν, θέλησε νὰ πάει στὴν Περσία νὰ πολεμήσει πέρασε κοντὰ ἀπὸ τὴν Καισαρεία. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος γνωρίζοντας τὸν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὅπου ἦταν συμφοιτητὲς πῆγε μαζὶ μὲ τὸν λαὸ νὰ τὸν τιμήσει. Ὁ Ἰουλιανὸς ἀπαίτησε νὰ τοῦ δωρίσει, ἀφοῦ ὁ Ἅγιος δὲν εἶχε τίποτε ἄλλο, τρεῖς ἀπὸ τοὺς κριθαρένιους ἄρτους του. Ὁ Ἅγιος το ἔκανε καὶ ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε τοὺς ὑπηρέτες νὰ ἀνταμείψουν τὴ δωρεὰ καὶ νὰ δώσουν χόρτο ἀπὸ τὸ λειβάδι. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος βλέποντας τὴν καταφρόνηση τοῦ βασιλιὰ τοῦ εἶπε «ἐμεῖς, βασιλιὰ ὅτι μᾶς ζήτησες ἀπὸ κεῖνο ποὺ τρῶμε σου τὸ προσφέραμε κι ἐσὺ μᾶς ἀντάμειψες ἀπὸ κεῖνο ποὺ τρῶς». Τότε ὁ Ἰουλιανὸς θύμωσε πάρα πολὺ καὶ ἀπείλησε, ὅτι ὅταν θὰ ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴν Περσία νικητής, θὰ κάψει τὴν πόλη καὶ τὸν λαὸ θὰ τοὺς πάρει δούλους. Ὅσο γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο Βασίλειο θὰ τὸν ἀνταμείψει ὅπως πρέπει.

Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὅταν πῆγε στὴν πόλη ζήτησε ἀπὸ τὸ λαὸ νὰ μαζέψουν ὅτι πολύτιμο εἶχαν καὶ νὰ τὸ ἀποθηκεύσουν κάπου ἕως ὅτου ἐπιστρέψει ὁ φιλοχρήματος Ἰουλιανὸς γιὰ νὰ τοῦ τὸ προσφέρουν. Ἴσως κι ἔτσι κατευνάσουν τὴν ὀργή του.

 Όταν ἔμαθε ὅτι ἐπιστρέφει ὁ ἄφρων βασιλιάς, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ζήτησε ἀπὸ τοὺς πολίτες  νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ νηστεύσουν τρεῖς μέρες. Μετὰ ὅλοι μαζὶ ἀνέβηκαν στὸ δίδυμον ὅρος τῆς Καισαρείας ὅπου στὴ μιὰ ἀπὸ τὶς δύο κορυφὲς ἦταν ὁ ναὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἐκεῖ προσευχόμενος ὁ Ἅγιος εἶδε σὲ ὀπτασία, μιὰ μεγάλη οὐράνια στρατιά, νὰ κυκλώνει τὸ ὅρος καὶ στὴ μέση νὰ κάθεται σὲ θρόνο μιὰ γυναίκα (ἡ Παναγία) καὶ νὰ δοξάζεται, ἡ ὁποία γυναίκα εἶπε στοὺς ἀγγέλους νὰ τῆς φέρουν τὸν Μερκούριο γιὰ νὰ φονεύσει τὸν Ἰουλιανό, τὸν ἐχθρό του υἱοῦ της. Ἔπειτα εἶδε τὸν Μάρτυρα Μερκούριο νὰ φθάνει ὁπλισμένος μπροστὰ στὴν βασίλισσα τῶν Ἀγγέλων κι ὅταν ἐκείνη τὸν πρόσταξε αὐτὸς νὰ φεύγει γρήγορα. Κατόπιν προσκάλεσε τὸν Ἅγιο Βασίλειο καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο ποὺ ἦταν γραμμένη ὅλη ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως κι ἔπειτα τοῦ ἀνθρώπου. Στὴν ἀρχὴ τοῦ βιβλίου ἦταν ἡ ἐπιγραφὴ «Εἶπε» καὶ στὸ τέλος τοῦ βιβλίου ἐκεῖ ποὺ ἔγραφε γιὰ τὴν πλάση τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἡ ἐπιγραφὴ «Τέλος». Μόλις εἶδε τὴν ὀπτασία αὐτὴ ὁ Ἅγιος ξύπνησε.

Τὸ νόημα τῆς ὀπτασίας τοῦ βιβλίου, ἦταν ὅτι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔγραψε, ὄντως, ἑρμηνεία στὴν Ἑξαήμερόν του Μωϋσέως στὴν ὁποία διηγεῖται, πὼς ὁ Θεὸς ἐποίησε τὸν οὐρανό, τὴν γῆ, τὸν ἥλιο, τὴν σελήνη, τὴ θάλασσα, τὰ ζῶα καὶ ὅλα τα αἰσθητὰ κτίσματα. Ὅταν ὅμως, ἔμελλε νὰ γράψει καὶ γιὰ τὴν ἕβδομη ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα, τότε ὁ Μέγας αὐτὸς Ἅγιος ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὴ γῆ καὶ πῆγε στοὺς οὐρανοὺς νὰ συναντήσει τὸν Κύριόν του ποὺ μὲ δύναμη  ἀγάπησε καὶ ποὺ γι’ Αὐτὸν μέσα σὲ πολὺ σύντομο διάστημα ποὺ ἔζησε ἔπραξε τόσα πολλὰ καὶ τόσο μεγάλα. Τὸ ἔργο τοῦ συμπλήρωσε κατόπιν ὁ ἀδελφός του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Νύσσης, ποὺ ἔγραψε γιὰ τὴν ἕβδομη ἡμέρα τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου.

.

Ὅταν ὁ Ἅγιος εἶδε τὴν ὀπτασία, πῆγε στὴν πόλη μὲ μερικοὺς κληρικούς, στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μερκουρίου, ὅπου μὴ βρίσκοντας τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ ὅπλα του ποὺ φυλάσσονταν στὸν Ναὸ ἕναν αἰώνα ἀφότου μαρτύρησε ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Βαλεριανοῦ καὶ Βαλερίου, κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ κι ἔτρεξε ἀμέσως στὸ λαὸ νὰ τοὺς εἰδοποιήσει ὅτι ὁ ἄφρων Ἰουλιανὸς φονεύθηκε.

Βλέποντας τὸ θαῦμα οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὴν παρρησία τοῦ Ἁγίου Βασιλείου δὲν θέλησαν νὰ πάρουν πίσω τὴν περιουσία ποὺ εἶχαν ἀποθηκεύσει γιὰ τὸν τύραννο Ἰουλιανό. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἀφοῦ τοὺς ἐπαίνεσε γιὰ τὴν πράξη τους, τὸ ἕνα τρίτο του ποσοῦ τοὺς τὸ ἔδωσε καὶ τὰ ὑπόλοιπο ποσὸ τὸ διέθεσε γιὰ νὰ κτίσουν πτωχοτροφεία, ξενοδοχεῖα, νοσοκομεῖα, γηροτροφεία καὶ ὀρφανοτροφεῖα.

Ε.Ὁ σίδηρος καὶ ὁ Βασίλειος

Ἀφοῦ λοιπὸν φονεύτηκε ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ἀπὸ τὸν Ἅγιο Μερκούριο κατὰ τρόπο θαυματουργικό, βασίλεψε γιὰ ἕνα χρόνο ὁ θεοσεβὴς Ἰοβιανὸς καὶ μετὰ οἱ Οὐαλεντιανὸς καὶ Οὐάλης, ὁ ὁποῖος καὶ ἦταν Ἀρειανός. Οἱ Ἀρειανοί, ὀπαδοὶ τοῦ Ἀρείου, πρέσβευαν τὴ μέγιστη βλασφημία, πῶς δῆθεν ὁ Χριστὸς ἦταν “κτίσμα τοῦ Θεού”. Τὸ ἴδιο πρεσβεύουν ἐκτός των ἄλλων σήμερα καὶ οἱ Ἰεχωβάδες, ποὺ λένε “Χριστός”, ἀλλὰ ἐννοοῦν κτίσμα, ἄγγελο-κτίσμα καὶ ὄχι Θεό!..

Ἑπόμενο ἦταν ἑπομένως νὰ σηκωθεῖ μεγάλος διωγμὸς ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν στὴν Ἀνατολή, ὅπου καὶ βασίλεψε ὁ Οὐάλης. Ὁ Ἅγιος Βασίλειος, ὁ γίγας ὁ ἀλύγιστός της Πίστης, παρρησία κήρυττε στὸν κόσμο τῆς Καισαρείας ὅτι ὁ βασιλιὰς ἦταν αἱρετικός! Αὐτὸ ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Οὐάλης, θέλησε ὁ ἴδιος νὰ μεταβεῖ στὴν Καππαδοκία καὶ καθοδὸν ἔστειλε ἐμπρός του τὸν ἀρχιμάγειρά του Δημοσθένη γιὰ νὰ ἀπειλήσει τὸν Ἅγιο Βασίλειο, ἀλλὰ δὲν κατάφερε νὰ ἀλλάξει τὴ γνώμη τοῦ Ἁγίου καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος.

Ὁ Οὐάλης ἔστειλε τότε ἕνα σπουδαῖο ἄρχοντά του, τὸν Μόδεστο, νὰ ἀπειλήσει τὸν Ἅγιο μὲ μεγάλες τιμωρίες, ἐὰν δὲν δεχθεῖ τὴν αἱρετικὴ γνώμη τοῦ βασιλιά! Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ἐν τέλει ἐπέστρεψε ἄπρακτος, χωρὶς νὰ μπορέσει νὰ ἐκτρέψει τὸν Ἀρχιεπίσκοπο ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία, λέγοντας χαρακτηριστικὰ στὸν βασιλιά:

“Ευκολότερο εἶναι νὰ μαλάξει κάποιος τὸ σίδηρο, παρὰ τὴ γνώμη τοῦ Βασιλείου”!!!

ΣΤ.Θαυματουργικὲς θεραπεῖες

Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ Οὐάλης, θαύμασε τὴν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς τοῦ Ἁγίου καὶ θέλησε νὰ πάει μόνος του στὴν Ἐκκλησία, νὰ ἀκούσει τὸν Ἅγιο Βασίλειο πῶς δίδασκε! Ἦταν τότε ἡ ἑορτὴ τῶν Θεοφανίων καὶ ἀντίκρισε ὁ βασιλιὰς ἀναρίθμητο πλῆθος λαοῦ νὰ κάθεται μὲ κάθε τάξη καὶ νὰ ἀκούει τὴ διδασκαλία τοῦ Ἐπισκόπου του καὶ τὸν Ἅγιο νὰ στέκεται μὲ κάθε σεμνότητα καὶ νὰ διδάσκει ὡς ἄλλος Ἀπόστολος, κατενύγη τὴν ψυχή! Καὶ τότε, ἐκείνη τὴν ἡμέρα, μίλησε μὲ σωφροσύνη στὸν Ἅγιο καὶ ἔφυγε. Μετὰ ὅμως ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες, πηγαίνοντας σὲ αὐτὸν οἱ “ἐπισκοποι” ποὺ προσχώρησαν στὴν αἵρεση, ἄλλαξαν τὴ γνώμη τοῦ Οὐάλη καὶ τὸν ἔπεισαν νὰ ἐξορίσει τὸν Ἅγιο! Ὁπότε καὶ διατάχθηκε ἡ γραφὴ τῆς ἀποφάσεως ἐξορίας…

Ἄλλες ὅμως οἱ βουλὲς τοῦ Κυρίου… Διότι θαυμαστὰ ἐνήργησε καὶ πάλι ὁ Χριστός μας, ἀφοῦ τὴν ὥρα ποὺ ὁ γραφέας θὰ ἔγραφε τὴν ἀπόφαση, παρέλυσε τὸ χέρι του! Ἀλλὰ καὶ τοῦ βασιλιὰ ὁ γιὸς τόσο βαριὰ ἀρρώστησε, ποὺ κόντευε νὰ πεθάνει! Βλέποντας αὐτὰ λοιπὸν ὁ Οὐάλης, κατάλαβε ὅτι δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἐξοριστεῖ ὁ Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας καὶ μάλιστα διεμήνυσε στὸν ἴδιο τὸν Ἅγιο, νὰ πάει νὰ κάνει προσευχὴ πάνω ἀπὸ τὸ παιδί! Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Καὶ μόνο ποὺ τὸ εἶδε ὁ Ἅγιος ἐκεῖνο ἀμέσως γιατρεύτηκε!!!

Ἀλλὰ καὶ τὸν ἔπαρχο Μόδεστο, ποὺ κινδύνευε νὰ πεθάνει, μετὰ ἀπὸ λίγο ἰάτρευσε ἀπὸ τὴν ἀσθένειά του ὁ Μέγας Βασίλειος! Βλέποντας ὅλα αὐτὰ ὁ βασιλιὰς καὶ θαυμάζοντας τὴν ἀρετὴ τοῦ Ἁγίου, ἐπέστρεψε τελικὰ πίσω, ἀφήνοντας ἀνενόχλητο τὸν Ἅγιο…

…Ἡ βασιλεία νὰ ἀκολουθεῖ τὴν Ἐκκλησία

Ἀργότερα, ὁ Οὐάλης θέλησε νὰ μοιράσει τὴν ἐπαρχία τῆς Καππαδοκίας σὲ δύο ἐπάρχους καὶ ὁ ἕνας νὰ ἔχει ἕδρα τῆς Καισαρεία, ὁ ἄλλος τὰ Τύανα. Μαθαίνοντας αὐτὸ ὅμως κάποιοι Ἐπίσκοποι στὰ Τύανα καὶ ἰδιαίτερα κάποιοι αἱρετικοί, ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Καππαδοκίας καὶ Μητροπολίτη Καισαρείας Βασίλειο, θέλοντας νὰ χωρίσουν τὴν Καππαδοκία σὲ δύο Μητροπόλεις, ὅπως θὰ ἦταν καὶ οἱ ἔπαρχοι. Ὅμως ὁ Ἅγιος ἔλεγε σὲ αὐτοὺς μὲ ταπείνωση ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει ὑποχρέωση νὰ ἀκολουθεῖ τὴ βασιλεία, ἀλλὰ ἡ βασιλεία τὴν Ἐκκλησία καὶ ὅτι δὲν εἶναι πρέπον νὰ χωρίσουν οἱ Μητροπολίτες, ἐπειδὴ χώρισαν οἱ ἔπαρχοι.

Ὅμως ἐκεῖνοι δὲν ἄκουσαν καὶ χειροτόνησαν Μητροπολίτη Τυάνων κάποιον Ἄνθιμο καὶ ἅρπαξαν καὶ τὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Ὀρέστου στοὺς πρόποδες τοῦ Ταύρου. Ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπομονὴ τοῦ Ἁγίου καὶ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἄνθιμος τιμωρήθηκε καὶ σύντομα ἑνώθηκαν καὶ πάλι ἐκκλησιαστικὰ οἱ ἐπαρχίες. Τότε λέγεται πὼς ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας Βασίλειος, χειροτόνησε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸ Θεολόγο Ἐπίσκοπο, σὲ μικρὴ Ἐπισκοπὴ ποὺ λεγόταν Σάσιμα.

—————————————————————–

Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ λέει τὰ πάντα γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ φρόνημα τοῦ ἁγίου Βασιλείου. Χρόνια πολλά, καλὴ χρονιὰ σὲ ὅλους μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ καππαδόκου ἁγίου μας , ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς καὶ δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὸ καλοταϊσμένο κακέκτυπο made by Coca cola! Καὶ ἀπὸ τὸν διάλογο ποὺ ἀκολουθεῖ μεταξύ του Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ πανίσχυρου μετὰ τὸν αὐτοκράτορα ἄρχοντα Μοδέστου, μποροῦμε νὰ καταλάβουμε γιατί ἡ Ἐκκλησία ὀνόμασε τὸν Ἅγιο Βασίλειο, «ΜΕΓΑ»!

Ζ.Ἡ συνομιλία του μὲ τὸν Μόδεστο

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: « Πὼς σκέφτηκες σύ, Βασίλειε – δὲν τὸν ὀνόμασε ἐπίσκοπο – καὶ τολμᾶς νὰ ἀντιστέκεσαι ἐνάντια στὴν ἐξουσία καὶ νὰ φέρεσαι μόνος σὺ μὲ τόση αὐθάδεια;

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Γιατί μου κάνεις τέτοια ἐρώτηση; Ποιὰ εἶναι ἡ ἀπείθεια καὶ ἡ ὑπεροψία μου; Γιατί ἀκόμα δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω.

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Γιατί δὲν ἀκολουθεῖς τὴν θρησκεία τοῦ αὐτοκράτορα, ἐνῶ ὅλοι πιὰ οἱ ἄλλοι ὑποτάχτηκαν καὶ νικήθηκαν;

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Δὲν εἶναι ἀρεστὰ αὐτὸ στὸ δικό μου Βασιλιά. Οὔτε ἀνέχομαι νὰ προσκυνῶ τὸ Χριστὸ σὰν κάποιο κτίσμα, ὅπως τὸν θεωρεῖτε σεῖς οἱ αἱρετικοί, ἀφοῦ ἐγὼ εἶμαι κτίσμα τοῦ Θεοῦ.

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Καὶ μᾶς πῶς μᾶς θεωρεῖς; Δὲν εἴμαστε τίποτε ἠμεῖς, ποῦ διατάζουμε αὐτά; Πῶς λοιπόν; Δὲν θεωρεῖς μεγάλο καὶ τιμητικό τό νὰ ταχθῆς μὲ τὸ μέρος μας καὶ νὰ ἔχης φίλους καὶ συντρόφους;

Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ἀναγνωρίζω καὶ δὲν ἀρνοῦμαι ὅτι σεῖς εἶσθε ὕπαρχοι καὶ ἐπιφανεῖς, ἀλλὰ καθόλου ἀνώτεροι ἀπὸ τὸ Θεό. Καὶ θεωρῶ σπουδαία τὴ φιλία σας, ἀλλὰ καὶ ἰσάξια μὲ τὴ φιλία τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ποὺ πιστεύουν. Γιατί δὲν εἶναι ἐπίσημος ὁ Χριστιανισμὸς ἀπὸ τὴν ἀξία τῶν προσώπων ποὺ ἀνήκουν σ΄ αὐτόν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν πίστη.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ὕπαρχος ταράχθηκε. Ἄναψε ἀπὸ τὸ θυμό του. Σηκώθηκε ἀπὸ τὴν ἕδρα του καὶ μὲ λόγια ὁρμητικὰ εἶπε:

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Πῶς λοιπὸν δὲν φοβᾶσαι τὴν ἐξουσία;

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Τί θὰ μοῦ συμβῆ; Τί πρόκειται νὰ πάθω;

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Τί θὰ πάθης; Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχω στὴν ἐξουσία μου.

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ποιὰ εἶναι αὐτά; Πές μού τὰ, γιὰ νὰ ξέρω.

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Δήμευση, ἐξορία, βασανιστήρια, θάνατος.

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ἀπείλησε τίποτε ἄλλο, ἂν ὑπάρχη. Γιατί κανένα άπ΄ αὐτὰ ποὺ ἀνέφερες, δὲν μπορεῖ νὰ μὲ θίξη καὶ νὰ μὲ βλάψη.

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Πὼς εἶναι δυνατὸν καὶ μὲ ποῖο τρόπο θὰ τὰ καταφέρης;

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Γιατί δήμευση περιουσίας δὲν μπορεῖ νὰ πάθη ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει τίποτα, ἐκτὸς ἂν πάρης τὰ τρίχινα αὐτὰ φτωχὰ ροῦχα καὶ τὰ λίγα βιβλία, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖται ὁλόκληρη ἡ περιουσία μου. Ἐξορία δὲν ξέρω ἀφοῦ δὲν εἶμαι πουθενὰ ἐγκατεστημένος καὶ οὔτε αὐτὴ τὴ πόλη τοῦ κατοικῶ τώρα, θεωρῶ δική μου, ἀλλὰ θὰ ἔχω πατρίδα μου κάθε τόπο, στὸν ὁποῖο θὰ μὲ ρίξουν. Καὶ μᾶλλον κάθε τόπο τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἐγὼ εἶμαι ξένος καὶ πάροικος. Τὰ βασανιστήρια πάλι τί μποροῦν νὰ κάνουν σὲ ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἔχει σῶμα, ἐκτὸς ἂν λὲς βάσανο τὴν πρώτη πληγὴ μὲ τὴν ὁποία θὰ πέσει τὸ σῶμα αὐτό. Μόνο της πληγῆς αὐτῆς εἶσαι κύριος. Καὶ ὁ θάνατος θὰ εἶναι γιὰ μένα εὐεργεσία, γιατί θὰ μὲ στείλει γρηγορότερα στὸ Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο ζῶ καὶ πολιτεύομαι καὶ χάρη τοῦ ὁποίου νεκρώθηκα καὶ πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπὸ καιρὸ τώρα σπεύδω.

ΜΟΔΕΣΤΟΣ: Κανεὶς μέχρι σήμερα δὲ μίλησε μὲ τέτοιο τρόπο καὶ μὲ τόση μεγάλη παρρησία σὲ μένα τὸν Ὕπαρχο.

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ: Ἴσως δὲ συνάντησες ποτὲ ΕΠΙΣΚΟΠΟ. Γιατί ἂν συναντοῦσες πραγματικὸ Ἱεράρχη, ποὺ ν΄ ἀγωνίζεται γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστη, μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ σοῦ ἀπαντοῦσε. Ἠμεῖς Ὕπαρχε, σὲ ὅλα τα ἄλλα ζητήματα εἴμαστε ἐπιεικεῖς καὶ ταπεινότεροι ἀπὸ κάθε ἄλλο ἄνθρωπο, γιατί τέτοια ἐντολὴ ἔχουμε ἀπὸ τὸν Κύριο. Καὶ ὄχι μόνο σὲ τόση μεγάλη ἐξουσία, ὅπως ἡ δική σου, ἀλλὰ οὔτε στὸν τυχόντα ἄνθρωπο σηκώνουμε μάτια. Ἀλλὰ ὅπου πρόκειται γιὰ τὸ Θεὸ καὶ κινδυνεύει ἡ πίστη, σ΄ Αὐτὸν μόνο ἀποβλέπουμε. Φωτιὰ καὶ ξίφος καὶ θηρία καὶ νύχια ποὺ κόβουν τὶς σάρκες εἶναι γιὰ μᾶς αὐτὰ περισσότερο εὐχαρίστηση παρὰ ἐκφοβισμὸς καὶ κατάπληξη. Γὶ΄ αὐτὸ βρίζε, φοβέριζε, κᾶνε ὅ,τι θέλεις, χρησιμοποίησε τὴν ἐξουσία σου. Ἃς ἀκούση τὴν ἀπάντηση αὐτὴ καὶ ὁ Βασιλιάς. Δὲν θὰ ὑποτάξης, οὔτε θὰ μὲ πείσης νὰ ταχθῶ μὲ τὸ μέρος τῆς αἱρετικῆς ἀσέβειας, ἔστω καὶ ἂν μὲ ἀπειλήσης μὲ ἀκόμη τρομερότερα.»

Τὰ παραπάνω ἃς τὰ διαβάσουν κι αὐτοὶ οἱ κατήγοροι τῆς Ἐκκλησίας ποὺ λένε πὼς, δῆθεν, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, βασίστηκε στὴν κρατικὴ ἐξουσία γιὰ νὰ ἐπικρατήσει ἐνῶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς ἀνατολικῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διώχθηκε ἀκόμα καὶ ἀπὸ «χριστιανοὺς» αὐτοκράτορες».

Η.Ἡ Οὐράνια Θεία Λειτουργία

[Βασίλειος+Μέγας+3.jpg]Κατανοώντας ὁ Ἅγιος Βασίλειος τὰ προβλήματα ποὺ εἶχαν δημιουργηθεῖ καὶ στὸν κλῆρο καὶ στὸ λαό, νὰ παρακολουθήσουν τὴν μακρὰ Θεία Λειτουργία καὶ τὶς εὐχὲς πρὸς τὸν Θεό, στὴν ὅλη ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, παρακάλεσε τὸν Κύριο μὲ νηστεία καὶ προσευχὴ νὰ τοῦ φανερώσει τὸν τρόπο νὰ βοηθήσει τοὺς πιστούς. Ὁ τρόπος, θαυμαστός, ὅπως μόνο σὲ ἕναν Μεγάλο διδάσκαλο, Πατέρα καὶ Ἅγιό της Ἐκκλησίας θὰ ταίριαζε. Σὲ ὀπτασία, λοιπόν, εἶδε ὁ Ἅγιος, ὁ σοφότατος  Βασίλειος, τὸν Κύριο μὲ τοὺς Ἀποστόλους, νὰ τελεῖ τὴν Θεία Μυσταγωγία, λέγοντας τὶς εὐχὲς ὄχι ὅπως ἀκριβῶς εἶναι γραμμένες στὴ Θεία λειτουργία τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου, ἀλλὰ συντετμημένες μὲ τέτοιο τρόπο, ὅπως τὶς συνέθεσε κατόπιν ὁ Ἅγιος στὴ Θεία Λειτουργία του.

Θ.Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἁγίου

Κάποτε, ὁ Διοικητὴς τῆς Καισαρείας εἶχε ἀδικήσει χρηματικὰ μιὰ χήρα. Καὶ ἐκείνη προσέτρεξε στὸν Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο, παρακαλώντας τὸν νὰ γράψει ἐπιστολὴ στὸν ἄρχοντα γιὰ νὰ τῆς ἀποδώσει τὸ δίκιο της. Πράγματι ὁ Μητροπολίτης ἔγραψε στὸ Διοικητὴ καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε:

“Δια τὴν ἀγάπη σου Πάτερ, θέλησα νὰ τὴ συμπαθήσω, ἀλλὰ Δὲ μπόρεσα, διότι χρωστᾶ πραγματικὰ χρήματα”. Καὶ ὁ Μακαριώτατος Βασίλειος ἀνταπάντησε προφητικά:“Ἐὰν μὲν ὅπως λέγεις, θέλησες νὰ τὴ συμπαθήσεις καὶ δὲ μπόρεσες ἔχει καλῶς. Ἐὰν ὅμως μποροῦσες καὶ δὲ θέλησες, νὰ φέρει καὶ σένα ὁ Θεὸς στὴν τάξη τῶν δεομένων, ὥστε ὅταν ἔχεις ἀνάγκη νὰ σὲ συμπαθήσουν, νὰ μὴ μπορέσεις”.

Δὲν πέρασαν ἀπὸ τότε πολλὲς ἡμέρες καὶ τόσο ὀργίστηκε ὁ βασιλιὰς μὲ ἐκεῖνο τὸν ἄρχοντα-διοικητή, ποὺ ἔστειλε καὶ τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν γυρνοῦσαν σιδηροδέσμιο ἀπὸ πόλη σὲ πόλη γιὰ νὰ πληρώνει τὶς ἀδικίες ποὺ εἶχε κάνει. Τότε θυμήθηκε ὁ ἄρχοντας τὴν πρόρρηση τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ κάνει δέηση πρὸς τὸν Θεό, γιὰ νὰ τὸν λυπηθεῖ ὁ βασιλιάς. Καὶ ὁ Ἅγιος τότε Βασίλειος, γεμάτος καλοσύνη, μὲ μία μονάχα εὐχή του πρὸς τὸ Θεό, ἡμέρωσε τὴν καρδιὰ τοῦ βασιλιὰ καὶ σὲ ἕξι μονάχα ἡμέρες ἀπὸ τότε, ἦρθαν βασιλικὰ γράμματα ποὺ πρόσταζαν νὰ ἐλευθερωθεῖ ὁ ἄρχοντας ἀπὸ τὴν καταδίκη του!!!

/

Ι.Ὁ Δεσπότης καὶ ὁ Ἱερέας

Κάποτε ὁ Ἅγιος, θέλησε νὰ πάει σὲ μιὰ πόλη τὴν ὁποία ὑπηρετοῦσε κάποιος Ἱερέας Ἀναστάσιος, ἐνάρετος καὶ δίκαιος. Ὁ Ἱερέας αὐτὸς ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴ νηστεία ποὺ μεταχειριζόταν, εἶχε καὶ σύζυγο, τὴ Θεογνωσία, τὴν ὁποία καθόλου δὲ γνώρισε σὰν γυναίκα ἐπὶ σαράντα ὁλόκληρα χρόνια καὶ τὴν εἶχε ὡς ἀδελφή του! Οἱ ἄνθρωποι τῆς πόλεως, χωρὶς νὰ ξέρουν, ἔλεγαν ὅτι εἶναι στείρα καὶ δὲ γεννᾶ παιδιά…

Ἀλλὰ καὶ ἄλλη κρυφὴ ἀρετὴ εἶχε ἐκεῖνος ὁ Ἱερέας, διότι φιλοξενοῦσε στὸ σπίτι τοῦ ἄνθρωπο ἀσθενοῦντα ἀπὸ λώβη (λέπρα!), τὸν ὁποῖο περιποιοῦνταν καὶ φρόντιζε αὐτὸς καὶ ἡ πρεσβυτέρα του, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει κανένας!..

Ὅταν λοιπὸν ξεκίνησε ὁ Ἅγιος Βασίλειος νὰ πάει ἐκεῖ, ὁ Ἱερέας Ἀναστάσιος τὸ πληροφορήθηκε διὰ Πνεύματος Ἁγίου καὶ εἶπε στὴν πρεσβυτέρα του:

“Αδελφή μοῦ, ἐγὼ θὰ πάω στὸν ἀγρὸ μᾶς ἐπειδὴ εἶναι ἀνάγκη. Σήμερα δὲ ἔρχεται ὁ Δεσπότης μας καὶ τὴν τάδε ὥρα νὰ ἐξέλθεις μὲ θυμίαμα καὶ λαμπάδες γιὰ νὰ τὸν προϋπαντήσεις”!

Ὅταν λοιπὸν βγῆκε ἡ Θεογνωσία, τὴν ὥρα ποὺ τῆς εἶπε ὁ Ἀναστάσιος, ἔφτανε πράγματι καὶ ὁ Ἀϊ Βασίλης καὶ τῆς εἶπε:

“Πώς ἔχεις κυρία Θεογνωσία”;

Αὐτὴ ἐξεπλάγη στὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός της καὶ ἀπάντησε:

“Καλώς, Δέσποτα Ἅγιε”.

-“Πού εἶναι ὁ κύριος Ἀναστάσιος, ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς σού”;

“Σύζυγός μου εἶναι Δέσποτα καὶ ἔχει μεταβεῖ εἰς τὸν ἀγρὸ γιὰ νὰ ἐργασθεὶ” ἀπάντησε ἐκείνη.

“Αυτός ἦλθε καὶ εἶναι ἐντός της οἰκίας, μὴ στείλεις λοιπὸν ἀνθρώπους νὰ τὸν καλέσουν” τὴν πληροφόρησε τότε ὁ Ἅγιος!

Ὅταν ἄκουσε λοιπὸν ἡ Θεογνωσία τὶς προφητεῖες τοῦ Ἁγίου, ἔπεσε στὰ πόδια του μὲ δάκρυα λέγοντας:

“Εύχου ὑπὲρ ἐμοῦ τῆς ἁμαρτωλῆς Δέσποτα Ἅγιε, διότι βλέπω σὲ σένα μεγάλα καὶ θαυμαστά”!

Εὐχήθηκε τότε γιὰ αὐτὴ ὁ Δέσποτας Βασίλειος καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι, ὅπου ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τὸν προϋπάντησε πράγματι ὁ Ἱερέας Ἀναστάσιος. Καὶ ὅταν κάθισαν, ζήτησε ἀπὸ αὐτὸν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος νὰ διηγηθεῖ τὶς ἀρετές του, γιὰ τὴν ὠφέλεια τῶν παρισταμένων Χριστιανῶν.

“Αμαρτωλός ἄνθρωπος εἶμαι Δέσποτα Ἅγιε, ἀποκρίθηκε ὁ Ἀναστάσιος. Ποιὰ ἀρετὴ ζητᾶς ἀπὸ μένα; Τοῦτο δὲ λέγω στὴν ἀρχιερωσύνη σου. Ὅτι ἔχω δύο ἄροτρα καὶ τὸ μὲν ἕνα ἐργάζομαι ἐγώ, τὸ δὲ ἄλλο ὁ δοῦλος μου. Ἀπὸ τὸ προϊὸν κρατοῦμε ὅσο ἀρκεῖ γιὰ νὰ περάσουμε τὸ χρόνο καὶ τὸ ὑπόλοιπό το δίνουμε στοὺς πτωχούς. Ἔχω δὲ καὶ τὴ σύζυγό μου καὶ δούλη σου ἡ ὁποία μὲ ὑπηρετεί”.

“Μην τὴ λὲς σύζυγό σου, εἶπε τότε ὁ Ἅγιος, ἀλλὰ νὰ τὴ λὲς ἀδελφή σου, καθὼς πράγματι εἶναι καὶ πές μου καὶ τὶς ἄλλες ἀρετὲς σού”.

“Καμιά ἀρετὴ δὲν ἔχω Δέσποτά μου, ἀπάντησε ὁ Ἱερέας καὶ εἶμαι ἔρημος πάσης ἀγαθοεργίας”.

“Σήκω καὶ ἔλα μαζὶ μοὺ” τοῦ ζήτησε τότε ξαφνικὰ ὁ Ἀϊ Βασίλης καὶ τὸν ὁδήγησε στὸ κελί, ὅπου ἦταν ὁ ἀσθενὴς λεπρὸς καὶ τοῦ λέει: “Ἄνοιξε αὐτὴ τὴν πόρτα”.

“Μη μπεῖς Ἅγιέ του Θεοῦ, διότι ὁ τόπος εἶναι μολυσμένος” εἶπε ὁ Ἱερέας.

“Και ἐγὼ τέτοιο τόπο χρειάζομαι” ἀπάντησε ὁ Ἅγιος καὶ ἐπειδὴ ὁ Πρεσβύτερος δὲ θέλησε νὰ ἀνοίξει τὴν πόρτα γιὰ νὰ μὴ γίνει φανερὴ ἡ ἀρετή του, διὰ μόνης της προσευχῆς τοῦ τὴν ἄνοιξε ὁ Ἅγιος καὶ ἀφοῦ μπῆκε μέσα εἶπε στὸν Ἀναστάσιο:

“Γιατί ἀποκρύπτεις ἀπὸ ἐμένα αὐτὸ τὸ θησαυρό”;

“Είναι ὀργίλος καὶ ὀξύθυμος Δέσποτά μου καὶ φοβήθηκα νὰ σᾶς τὸν παρουσιάσω μήπως σᾶς πεῖ λόγο κάποιο βλάσφημο”.

“Καλά ἀγωνίσθηκες γιὰ αὐτὸν ἐπὶ τόσους χρόνους, ἀλλὰ ἄφησε καὶ ἐμένα αὐτὴ τὴ νύχτα νὰ τὸν ὑπηρετήσω” εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ κάθισε μαζὶ μὲ τὸν λεπρὸ ὅλη τὴ νύχτα προσευχόμενος θερμὰ πρὸς τὸ Θεό. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Τὸ πρωὶ ἔβγαλε αὐτὸν ἀπὸ τὸ κελὶ τελείως θεραπευμένο, χωρὶς νὰ ἔχει οὔτε τὸ ἐλάχιστο σημάδι τῆς λέπρας!!!

ΙΑ.Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ καὶ ἡ στήλη πυρὸς

Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος (ἐκ Συρίας) βρίσκονταν στὴν ἔρημο καὶ ἡσύχαζε. Σὰν ἄκουσε γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, παρεκάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει τί καὶ ποιὸς εἶναι ὁ Βασίλειος. Εἶδε τότε στήλη πυρός, ἡ ὁποία ὑψωνόταν μέχρι τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἄκουσε φωνὴ ποὺ ἔλεγε:

“Εφραίμ, Ἐφραίμ, καθὼς τὴν πύρινη ταύτη στήλη, τοιοῦτος εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος”!!!

Τότε χωρὶς καθόλου νὰ ἀμελήσει, παρέλαβε μαζί του διερμηνέα ποὺ γνώριζε τὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὴ Συριακὴ γλώσσα καὶ πῆγε στὴν Καισαρεία.

Ἦταν τότε ἡ ἑορτὴ τῶν Φώτων καὶ μπαίνοντας στὴν Ἐκκλησία ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ, εἶδε τὸν Ἅγιο Βασίλειο ἐνδεδυμένο λαμπρὰ καὶ πολύτιμα ἄμφια, νὰ τελεῖ μὲ μεγάλη παρρησία τὴ Θεία Λειτουργία καὶ κατηγόρησε τὸν ἑαυτό του καὶ εἶπε πρὸς τὸν διερμηνέα “ματαίως κοπιάσαμε ἀδελφέ. Διότι αὐτός, ἂν καὶ εἰς τοιαύτη δόξα εὑρίσκεται, δὲν εἶναι καθὼς τὸν εἴδα”…

Αὐτὰ ποὺ ἔλεγε ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ, τὰ πληροφορήθηκε ὁ Ἅγιος ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ ἀφοῦ κάλεσε ἕνα Διάκονο, τοῦ εἶπε νὰ πάει στὴ δυτικὴ θύρα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ βρεῖ δύο Μοναχούς, τὸν ἕνα ἀγένειο ψηλὸ καὶ λεπτόσαρκο, τὸν ἄλλο μὲ μαύρη γενειάδα καὶ νὰ πεῖ τότε στὸν ἀγένειο: “Νὰ ἔλθεις στὸ Ἅγιο Βῆμα, διότι σὲ καλεῖ ὁ πατήρ σου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος”…

Πράγματι πῆγε ὁ Διάκονος καὶ ἀφοῦ μὲ τὸ ζόρι διέσχισε τὸ πλῆθος, εἶπε πρὸς τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ τὰ λόγια τοῦ Βασιλείου. Τότε ἐκεῖνος διὰ τοῦ διερμηνέως ἀπάντησε:

“Επλανήθεις ἀδελφέ, διότι ἐμεῖς εἴμαστε ξένοι καὶ ἄγνωστοι. Πῶς λοιπὸν μᾶς γνωρίζει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος”;

Γύρισε ὁ Διάκονος πίσω στὸν Ἅγιο Δέσποτα καὶ τοῦ τὰ ἀνέφερε, ἀλλὰ πάλι ὁ Ἅγιος τὸν ἔστειλε πίσω λέγοντάς του “πήγαινε καὶ πὲς “Κύριε Ἐφραίμ, ἐλθὲ στὸ Ἅγιον Βῆμα, διότι σὲ καλεῖ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος””.

Πῆγε λοιπὸν ὁ Διάκονος δεύτερη φορὰ καὶ ἀφοῦ ἀσπάσθηκε τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν τοῦ Ὁσίου του εἶπε τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Τότε ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος προσέφερε μετάνοια στὸ Διάκονο καὶ εἶπε:

“Αληθώς στήλη πυρὸς εἶναι ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀλλὰ τὸν παρακαλῶ γιὰ νὰ μιλήσουμε μόνοι μας στὸ σκευοφυλάκιο”.

Χάρισμα τῶν γλωσσῶν

Ὅταν λοιπὸν τέλειωσε ἡ Θεία Λειτουργία, προσκάλεσε ὁ Ἅγιος Βασίλειος τὸν Ὅσιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο καὶ ἀφοῦ τὸν ἀσπάσθηκε, συνομίλησε μαζί του γιὰ πνευματικὰ καὶ θεία νοήματα καὶ τὸν παρακάλεσε στὸ τέλος ἐὰν ἔχει κάποιο ζήτημα κρυμμένο στὴν καρδιά του νὰ τὸ πεῖ.

Τότε ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ εἴπε δια τοῦ διερμηνέα:

“Μία χάρη ζητῶ ἀπὸ τὴν ἀρχιερωσύνη σου, δοῦλε τοῦ Θεού”.

“Ό,τι ἐπιθυμεῖς ζήτησε, ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος καὶ Μέγας Βασίλειος, διότι πολλά σου ὀφείλω, γιὰ τὸν κόπο τὸν ὁποῖο κατέβαλες γιὰ τὴν ταπεινότητα μού”.

Εἶπε τότε ὁ Ὅσιος Ἐφραίμ:

“Γνωρίζω, Δέσποτα Ἅγιε, ὅτι ἐὰν παρακαλέσεις γιὰ κάτι τὸ Θεό, σοῦ τὸ προσφέρει. (!!!) Ἐπιθυμῶ λοιπὸν νὰ παρακαλέσεις νὰ μιλήσω στὰ Ἑλληνικά, διότι καθόλου δὲ γνωρίζω τὴ γλώσσα αὐτὴ τὴ δικὴ σας”.

Καὶ ἀπάντησε ὁ Ἅγιος Βασίλειος:

“Υπέρ τὴ δύναμή μου εἶναι τὸ αἴτημά σου πάτερ Ἅγιε καὶ τῆς ἐρήμου καθηγητά. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐζήτησες τοῦτο μετὰ πίστεως, ἃς δεηθοῦμε καὶ οἱ δύο στὸ Θεὸ καὶ εἶναι σὲ Ἐκεῖνον δυνατὸ νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἐπιθυμία σου. Διότι, καθὼς λέγει ὁ Προφήτης Δαβίδ, (ὁ Θεὸς τὸ) θέλημα τῶν φοβουμένων Αὐτὸν ποιήσει καὶ τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται καὶ σώσει αὐτούς”.

Ἀφοῦ λοιπὸν εἶπε αὐτά, μαζὶ μὲ τὸ Ὅσιο Ἐφραὶμ τὸ Σύρο – ποὺ μιλοῦσε μέχρι τότε μόνο τὴ μητρική του γλώσσα, τὰ Συριακὰ – στάθηκαν γιὰ πολλὴ ὥρα σὲ προσευχὴ καὶ μόλις τὴν τέλειωσαν, εἶπε ὁ Μέγας Βασίλειος μεγαλοφώνως:

“Η Χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος νὰ εἶναι μαζί σου καὶ λάλησε Ἑλληνικά”!!!

Καὶ εὐθὺς ὡς εἶπε αὐτὸ ὁ Ἅγιος, ὢ τοῦ θαύματος! Ἀνοίχθηκε τὸ στόμα τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ καὶ μίλησε Ἑλληνικά, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἅγιος Βασίλειος καὶ ὅλοι οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί!!! ( σήμ. Ὄχι ὅπως οἱ λεγόμενοι Πεντηκοστιανοι, ποὺ λαλοῦν ἄναρθρες καὶ ἀκαταλαβίστικες κραυγὲς καὶ ἀνύπαρκτες λέξεις οἱ καημένοι καὶ ζοῦν σὲ βαρύτατη πλάνη, ἀφοῦ οὔτε καν καταλαβαίνουν αὐτὰ ποὺ λένε ἀκόμη καὶ οἱ ἴδιοι, οὔτε γνωρίζουν καμιὰ ἀπολύτως “ἄλλη” γλώσσα, ἀφοῦ καὶ γιὰ νὰ μάθουν τὰ ἁπλὰ ἀγγλικὰ πηγαίνουν σὲ φροντιστήριο Ξένων Γλωσσῶν… Ὄμως Χαρισμα Γλωσσών οπως φαίνεται καὶ ἐδῶ καὶ στὸ βίο τοῦ Ἁγίου Χριστοφόρου καὶ στὸ βίο τῶν Ἀποστόλων, σημαίνει ὅτι δίνεται στὸν ἄνθρωπο, τὸν Ὀρθόδοξο Χριστιανό, τὸν ἐντός της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ δίνεται ἄλλη ὑπαρκτὴ γλώσσα τέλεια, ὅπως ἀκριβῶς ἡ μητρικὴ γλώσσα καὶ σὲ ὅλες της τὶς ἐκφάνσεις. Σκέψη, ὁμιλία, γραφή, συζήτηση, κατανόηση. Κάτι ποὺ εἶναι παντελῶς ἄγνωστο καὶ ἀδύνατο στὶς νεοπεντηκοστιανὲς αἱρέσεις, ποὺ τὰ θύματά τους τὴν ὥρα τῆς ἐπήρειας τοῦ πονηροῦ πνεύματος, κράζουν ἀνύπαρκτα καὶ ἀκαταλαβίστικα πράγματα)…

Ἐπιμέλεια: πρωτοπρεσβ.Δημητρίου Ἀθανασίου

ΠΗΓΉ