ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗὉ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, ποὺ ἔγραψε τοὺς βίους τῶν ἁγίων τῆς Ἰταλίας σὲ μορφὴ διαλόγου κι ἔγινε πάπας καὶ πατριάρχης τῆς Ρώμης, πρὶν χειροτονηθεῖ ἀρχιερέας ἦταν μοναχὸς καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα, ποὺ εἶχε τὴν ἐπωνυμία Κλιοσκαίρη.

Μιὰ μέρα λοιπόν, ἐνῶ καθόταν στὸ κελλί του καὶ καλλιγραφοῦσε, ἦρθε ἕνα φτωχός. Ὁ ἅγιος, σὰν ἀληθινὸς δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, κάλεσε τὸ διακονητή του καὶ τὸν πρόσταξε νὰ τοῦ δώσει ἕξι νομίσματα. Ἐκεῖνος ἐκπλήρωσε τὴν ἐντολή του.

Αποτέλεσμα εικόνας για ζητιανοςΤὴν ἴδια μέρα ὅμως καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα, ξανάρχεται ὁ φτωχὸς στὸν ἅγιο καὶ τοῦ λέει:

-Ἐλέησε μέ, δοῦλε τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, γιατί ἔχασα πολλὰ καὶ μοῦ ἔδωσες λίγα!

Ὁ ἅγιος φώναξε πάλι τὸν ὑποτακτικό του.

-Πήγαινε, ἀδελφέ, τοῦ εἶπε, καὶ δώσ’ τοῦ ἄλλα ἕξι νομίσματα.

Ὁ ἀδελφός το ἔκανε, καὶ ὁ φτωχὸς ἔφυγε, ἔχοντας τώρα δώδεκα νομίσματα.

Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο ἔρχεται πάλι ὁ φτωχός, γιὰ Τρίτη φορὰ μέσα στὴν ἴδια μέρα, λέγοντας:

-Ἐλέησε μέ, δοῦλε τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου! Δῶσε μου κι ἄλλη εὐλογία, γιατί πολλὰ ἔχασα!

Ξανακάλεσε τὸ διακονητὴ τοῦ ὁ ἅγιος καὶ τοῦ λέει:

-Δώσ’ του, ἀδελφέ, ἄλλα ἕξι νομίσματα.

Μὰ τούτη τὴ φορὰ ὁ ἀδελφὸς ἀποκρίθηκε:

-Πίστεψε μέ, πάτερ, πὼς δὲν ἔχει μείνει οὔτε ἕνα νόμισμα στὸ ταμεῖο.

Τότε τὸν ρωτάει ὁ μακάριος Γρηγόριος:

-Δὲν ἔχεις λοιπὸν κάποιο σκεῦος ἢ ροῦχο νὰ τοῦ δώσεις;

-Ἄλλο σκεῦος, ἅγιε πάτερ, δὲν ἔχουμε, παρὰ μόνο το ἀσημένιο λεκανάκι, ποὺ μᾶς ἔστειλε, ὅπως συνηθίζει, ἡ μεγάλη κυρία μὲ λίγα βρεγμένα ὄσπρια.

-Πήγαινε, ἀδελφέ, καὶ δώσ’ τοῦ τὸ λεκανάκι, εἶπε ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖνος ἔκανε ὅ,τι τὸν πρόσταξε ὁ μακάριος. Καὶ ὁ φτωχός, ἀφοῦ πῆρε μαζὶ μὲ τὰ δώδεκα νομίσματα καὶ τὸ ἀσημένιο σκεῦος, ἔφυγε.

Ὅταν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔγινε πατριάρχης, ἔδωσε μιὰ μέρα ἐντολὴ στὸ σακελλάριό του, σύμφωνα μὲ μιὰ συνήθειά των τότε πατριαρχῶν, νὰ καλέσει δώδεκα ἄτομα γιὰ νὰ φᾶνε μαζί του. Ἐκεῖνος ἔκανε ὅπως τὸν πρόσταξε. Ὅταν ὅμως κάθισαν στὸ τραπέζι, ὁ ἅγιος ἔβλεπε δεκατρεῖς. Κάλεσε λοιπὸν τὸ σακελλάριο καὶ τοῦ λέει:

-Δὲν σοῦ εἶπα νὰ καλέσεις δώδεκα ἄτομα; Πῶς τότε, παρὰ τὴν ὑπόδειξή μου, κάλεσες δεκατρεῖς;

Μὲ φόβο καὶ ἔκπληξη τὸν ἄκουσε ὁ σακελλάριος.

-Πίστεψε μέ, σεβάσμιε δέσποτα, δώδεκα μόνο εἶναι, ἀποκρίθηκε.

Τὸν δέκατο τρίτο δὲν τὸν ἔβλεπε ἄλλος, παρὰ μόνο ὁ πατριάρχης. Καθὼς ἔτρωγαν, τὸν παρατηροῦσε, καθισμένο στὴν ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ, ν’ ἀλλάζει κάθε τόσο μορφές: Ἄλλοτε τοῦ φαινόταν γέρος καὶ ἄλλοτε νέος!

Ὅταν λοιπὸν σηκώθηκαν ἀπ’ τὸ τραπέζι, ὁ μακάριος Γρηγόριος ἄφησε ὅλους τους ἄλλους νὰ φύγουν, ἐκεῖνον ὅμως τὸν δέκατο τρίτο, ποὺ τοῦ φαινόταν τόσο θαυμαστός, τὸν ἐπίασε ἀπ’ τὸ χέρι, τὸν ὁδήγησε στὸ δωμάτιό του καὶ τοῦ εἶπε:

-Σὲ ὁρκίζω στὴ μεγάλη δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποιὸς εἶσαι; Καὶ ποιὸ εἶναι τ’ ὄνομά σου;

-Καὶ γιατί ρωτᾶς τ’ ὄνομά μου; εἶπε ὁ ἄλλος μὲ τὴ σειρά του. Εἶναι θαυμαστὸ κι αὐτό! Μάθε ὅμως, πὼς ἐγὼ εἶμαι ὁ φτωχὸς ποὺ σ’ ἐπισκέφθηκα στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Ἀνδρέα, καὶ μοῦ ἔδωσες τὰ δώδεκα νομίσματα καὶ τὸ ἀσημένιο λεκανάκι πού σου εἶχε στείλει μὲ βρεγμένα ὄσπρια ἡ μητέρα σου, ἡ μακαρία Συλβία. Νὰ ξέρεις λοιπόν, πὼς ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ μὲ τόση μακροθυμία μου πρόσφερες αὐτὰ τὰ πράγματα, ὁ Κύριος ὅρισε νὰ γίνεις πρόεδρος τῆς Ἐκκλησίας Του, γιὰ τὴν ὁποία ἔχυσε τὸ αἷμα Του, καὶ νὰ εἶσαι διάδοχός του κορυφαίου ἀποστόλου Πέτρου. Γιατί μιμήθηκες τὴν ἀρετὴ ἐκείνου, ποὺ μὲ ἁπλότητα καρδιᾶς μοίραζε στοὺς φτωχούς, στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες του, ὅσα ἔθεταν στὴ διάθεσή του οἱ χριστιανοί.

Τοῦ λέει τότε ὁ μακάριος Γρηγόριος:

-Καὶ πῶς ξέρεις ἐσύ, πῶς ἀπὸ τότε εἶχε ὁρίσει ὁ Κύριος νὰ γίνω πατριάρχης;

-Ἐπειδὴ εἶμαι ἄγγελος τοῦ παντοκράτορα Κυρίου, γι’ αὐτὸ τὸ ξέρω! Ἐμένα εἶχε στείλει καὶ τότε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ δοκιμάσω τὴν προαίρεσή σου, ἂν δηλαδὴ κάνεις τὴν ἐλεημοσύνη ἀπὸ γνήσια φιλανθρωπία ἢ γιὰ ἐπίδειξη.

Ἀκούγοντας τὸν ὁ ἅγιος φοβήθηκε, γιατί ποτὲ ὡς τότε δὲν εἶχε ἀντικρίσει ἄγγελο. Ἐκεῖνος πάλι τοῦ φερόταν καὶ τοῦ μιλοῦσε σὰν ἄνθρωπος.

-Μὴ φοβᾶσαι, τοῦ εἶπε τότε ὁ ἄγγελος. Μ’ ἔστειλε ὁ Κύριος γιὰ νὰ μείνω κοντά σου ὅσο θὰ βρίσκεσαι σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Καὶ ὅ,τι θέλεις, θὰ τὸ ζητὰς ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τὴ δική μου μεσολάβηση.

Μόλις ὁ ἅγιος το ἄκουσε κι αὐτό, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο καταγῆς καὶ προσκύνησε τὸ Θεό, λέγοντας:

-Ἂν γιὰ τὴ μικρή, τὴ μηδαμινὴ τούτη προαίρεση, ὁ παντελεήμων Κύριος μου ἔδειξε τέτοιο πλῆθος οἰκτιρμῶν, ὥστε καὶ τὸν ἄγγελό Του νὰ μοῦ στείλει γιὰ νὰ εἶναι μαζί μου παντοτινά, ποιὰ δόξα θ’ ἀξιωθοῦν ἄραγε αὐτοὶ ποὺ τηροῦν τὶς ἐντολές Του καὶ ζοῦν ἐνάρετα; Ναί, ἀψευδὴς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε, ὅτι «κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως» (Ἰακ. β΄ 13) καὶ «δανείζει Θεῶ ὁ ἐλεῶν πτωχὸν» (Παροιμ. ἲθ΄ 17).

(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὸς Εὐεργετινὸς» τῶν ἐκδόσεων «Ἱερά Μονὴ Παρακλήτου»)

πηγή