Ἃς μιλήσουμε γιὰ τὴ θαυμαστὴ σύλληψη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀφοῦ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀρχὴ τῆς ὅλης διηγήσεως καὶ νὰ βάλει σὲ σειρὰ ὅσα πρόκειται πανηγυρικὰ νὰ ἀναφέρουμε, ἔτσι ὅπως θὰ εὐδοκήσει νὰ μᾶς χαρίσει τὴ δύναμη τοῦ λόγου αὐτὸς ποὺ σήμερα ἐγκωμιάζεται. Ἀλλὰ δὲν θὰ ἦταν ἀσύμφορο νὰ ἀρχίσουμε τὴν ὁμιλία μας ἀπὸ γεγονότα ποὺ προηγοῦνται. Ἔτσι θὰ δείχναμε ὅτι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψή του, αὐτὸς φανερώθηκε πὼς θὰ γίνει μέγας καὶ τρανὸς καὶ πὼς θὰ ὑπηρετήσει τὴν προσδοκία τῶν ἀνθρώπων γιὰ πολὺ πιὸ μεγάλες καὶ σωτήριες ὑποθέσεις, ἐφόσον δὲν θὰ ἔμενε ἄσχετος ἀπὸ τὶς συνέπειες ποὺ εἶχε γιὰ ὅλο το ἀνθρώπινο γένος ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων. Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πτώσεως εἴχαμε φτάσει στὸ σημεῖο νὰ ζοῦμε πάνω στὴ γῆ μὲ ἀθλιότητα καὶ νὰ καταλήγουμε στὴ φθορά, σὰν γενικοὶ κληρονόμοι τῆς ἀποφάσεως τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶπε: «Χῶμα εἶσαι καὶ στὸ χῶμα θὰ ξαναγυρίσεις» (Γέν. 3, 19).

Αὐτὸ ἦταν ἡ φυσικὴ κατάληξή μας, σὰν καταδίκη της παρακοῆς μας. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἀθλιότητα τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων δὲν ἦταν ἡ μοναδική. Τὴν ἀκολουθοῦσε καὶ ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὸ Θεό. Γιατί οἱ ἄνθρωποι λησμονήσαμε τὸν Κύριο καὶ δημιουργό του σύμπαντος Θεὸ καὶ λατρεύαμε πολλὲς φορὲς ἄλλους ἀνθρώπους ποὺ καθόλου δὲν μᾶς ξεπερνοῦσαν στὴν ἁμαρτία καὶ στὴν ἀθλιότητα. Ἄλλες φορὲς πάλι εἴχαμε γιὰ θεοὺς ἀντικείμενα καὶ εἴδωλα ποὺ τὰ κατασκευάζαμε μὲ τὰ ἴδια μᾶς τὰ χέρια. Ἀπὸ ἐκεῖ φτάσαμε νὰ δουλεύουμε στὰ πάθη τῆς ἀτιμίας, ἀφοῦ προσφέραμε τὴν τιμὴ καὶ τὴ λατρεία ποὺ ἅρμοζε μόνο στὸ Θεό, στὰ ἄτιμα εἴδωλα καὶ στοὺς δαίμονες.

Τέτοια κατάπτωση καὶ τέτοια διαστροφὴ εἴχαμε πάθει ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ὑπάρξει μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτὴ καὶ ποὺ εἶχε ἀνάγκη νὰ δεχτεῖ θεραπεία τόσο δυνατὴ καὶ τόσο μεγάλη, ἀνάλογη μὲ τὸ μέγεθός της. Καὶ ἡ μοναδικὴ θεραπεία γὶ ’ αὐτὴν τὴν ἀρρώστια ἦταν νὰ μοιάσει ὁ κτίστης καὶ δημιουργὸς Θεὸς μὲ τὰ κτίσματά Του. Νὰ γίνει δηλαδὴ ὁ Θεὸς ἄνθρωπος, ὅμοιος μέ μας, παίρνοντας ἀνθρώπινο σῶμα καὶ ἀνθρώπινη ψυχή. Ἔτσι πῆρε σὰν γνήσιος ἄνθρωπος ὅλα τα ἰδιώματα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἀνέλαβε δηλαδή, ὅλα τα ἀδιάβλητα πάθη τοῦ ἀνθρώπου. Στὸ πρόσωπό Του ἑνώθηκαν τέλεια καὶ πραγματικὰ ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση καὶ μὲ τὴν ἕνωση αὐτὴ στάθηκε δυνατὸ νὰ διασωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ κρατιόταν καὶ κρατιέται μὲ τὴ θέλησή του αἰχμάλωτος στὰ ἁμαρτωλὰ πάθη. Ἔτσι δόθηκε ἡ δυνατότητα κάθε ἄνθρωπος νὰ ἀναγεννιέται μέσα στὸ Χριστὸ καὶ νὰ μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει τὴν αἰώνια μακαριότητα, γιὰ τὴν ὁποία τὸν προόρισε ὁ Θεὸς ἀπὸ τότε ποὺ τὸν δημιούργησε […]

Αὐτὴ τὴ μακαριότητα ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς νὰ τὴ δώσει στὸν ἄνθρωπο. Ἀνάμεσά σε τέτοιους ἀνθρώπους διακρινόταν καὶ 0 πρεσβύτης καὶ ἱερέας Ζαχαρίας, ποὺ τὰ χρόνια του εἶχαν περάσει καὶ μαζὶ μὲ τὴ σωματικὴ παρακμὴ εἶχαν φέρει καὶ τὸ θάνατο πιὸ κοντά του. Αὐτὸς προσευχόταν στὸ Θεὸ συχνὰ καὶ ἐπίμονα — γιατί ἢ γλώσσα του δὲν εἶχε δεθεῖ — νὰ μὴ στερηθεῖ ἕνα τέτοιο θέαμα, ποὺ ὅλοι το περίμεναν, οὔτε νὰ βρεῖ τὸ θάνατο, ποὺ ἦταν τόσο κοντὰ στὴν πόρτα του, πρὶν νὰ δεῖ τὸ Σωτήρα τοῦ Κόσμου. Αὐτὴν τὴν προσευχὴ πάντοτε τὴν ἔκανε ὁ ἅγιος αὐτὸς γέροντας στὸ Θεό, παρακαλώντας τὸν, τόσο νὰ κάνει ὥστε τὸ φῶς τῆς σωτηρίας νὰ λάμψει γρήγορα, ὅσο καὶ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει τοῦ ἴδιου νὰ δεῖ τὴν ἀνατολὴ αὐτοῦ του φωτός.

Καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸν ἁρπάξει ὁ θάνατος ἀμέτοχο αὐτῆς τῆς θεωρίας, ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ ἔφτανε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου γι’ αὐτήν, αὐτὸς ἔκανε ἀδιάκοπα αὐτὴν τὴν προσευχή, ἀλλὰ περισσότερο τότε ποὺ ὡς ἱερέας πρόσφερε στὸ Θεὸ τὶς λατρευτικές του ὑπηρεσίες, σύμφωνα μὲ τὸ Νόμο. Τὸν παρακαλοῦσε λοιπὸν ἡ πραγματοποίηση αὐτῆς τῆς ὑποσχέσεως νὰ γίνει γρήγορα, ὥστε ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ πνευματικὰ καὶ πιὸ τέλεια, νὰ λυτρωθοῦν ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτίας ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μοιράζονταν μαζί του τὴν ἱερωσύνη. Αὐτὸ τὸ ἔκανε κάθε φορᾶ ποὺ στὸν καιρὸ τῆς ἐφημερίας τοῦ ἔμπαινε στὰ Ἅγια των Ἁγίων νὰ προσφέρει θυμίαμα. Ἐκεῖ ποὺ μιὰ φορὰ τὸ χρόνο ἔμπαινε μονάχα ὁ Ἀρχιερέας, ἔχοντας ραντισμένα τὰ χέρια του μὲ αἷμα καὶ δηλώνοντας ἔτσι τόσο φανερά, μὲ αὐτὴν τὴν πράξη του, τὴ θυσία τοῦ Σωτήρα μᾶς Χριστοῦ, ἡ ὁποία θὰ ἦταν ἡ μοναδικὴ καὶ πραγματικὴ θυσία, ποὺ τὴν πρόσφερε στὸ Θεὸ καὶ πατέρα Τοῦ ὁ ἴδιος καὶ σὰν Ἀρχιερέας καὶ σὰν θύμα, σὰν ἀμνὸς ποὺ θυσιάστηκε γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων των ἀνθρώπων.

Μέσα στὰ Ἅγια των Ἁγίων λοιπὸν εἶχε βρεθεῖ ὁ Ζαχαρίας — γιατί ἦταν ἄξιος καὶ εἶχε τὸν ἱερατικὸ βαθμὸ γιὰ μιὰ τέτοια ὑπηρεσία. Καθὼς λοιπὸν βρισκόταν στὸ θυσιαστήριο, δέχτηκε μέσα στὴν ἐπίμονη προσευχή του, τὴν ἐπίσκεψη οὐράνιου ἀγγέλου. Τὸν εἶδε νὰ στέκεται δεξιὰ ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο ποὺ προσφερόταν τὸ θυμίαμα καὶ νὰ τοῦ μιλάει γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ, χαρίζοντάς του ἔτσι τὴν πιὸ οὐράνια καὶ πιὸ εὐχάριστη ἀγγελία.

Ὁ Ἄγγελος ποὺ ἔφερε αὐτὰ τὰ σπουδαῖα μηνύματα ἦταν ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ. Αὐτὸς καὶ μόνο μὲ τὸ ὄνομά του φανερώνει τὴ σημασία ποὺ εἶχαν τὰ μηνύματα ποὺ ἔφερνε. Γιατί αὐτὸς ἦρθε στὸ θυσιαστήριο νὰ ἀναγγείλει θαυμαστὰ γεγονότα, ποὺ θὰ γίνονταν πρὶν ἀπὸ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ὁποία καὶ ὁ ἱερέας Ζαχαρίας τόσο ἐπίμονα παρακαλοῦσε. Αὐτὸν τὸ Ζαχαρία τὸν εἶδε ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ νὰ συγκλονίζεται ἀπὸ τὸ ὅραμα τῆς παρουσίας του καὶ κατάλαβε ὅτι ὅσο πιὸ πολὺ φοβόταν τόσο πιὸ πολὺ κλονιζόταν.

Γιατί λέει τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο: «Ταράχτηκε ὁ Ζαχαρίας βλέποντας τὸν ἄγγελο καὶ ἔπεσε πάνω του φόβος μεγάλος» (Λουκ. 1, 12). Ὁ τρόμος τοῦ Ζαχαρία φανέρωνε ὅτι ἔφτανε ὁ χρόνος ποὺ θὰ σταματοῦσε ἡ ἀπόλυτη ἰσχὺς τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ ὅτι ἦρθε ὁ καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ ἀκολουθοῦσαν τὸ δρόμο τοῦ Εὐαγγελίου. Διώχνει λοιπὸν τὸ φόβο ἀπὸ τὸ Ζαχαρία καὶ στὴ συνέχεια τοῦ δίνει τὰ εὐχάριστα μηνύματα. Γιατί ὅσα τοῦ εἶπε δὲν προκαλοῦσαν φόβο ἀλλὰ ἀφοβία καὶ εὐχαρίστηση. Τί τοῦ εἶπε·, «Μὴ φοβᾶσαι Ζαχαρία, γιατί ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή σου» (Λουκ. 1,13). Δηλαδή, δὲν τοῦ φώναξε μοναχά: Τί φοβᾶσαι σεβάσμιε γέροντα, τί φοβᾶσαι τώρα ποῦ παίρνεις αὐτὰ ποῦ ζητᾶς; Τί φοβᾶσαι τώρα ποῦ λυτρώνεσαι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς νομικῆς λατρείας;

Γιατί ταράζεσαι τώρα ποῦ βλέπεις τὸ φῶς μετὰ ἀπὸ τὴ σκιά; Γιατί μένεις κατάπληκτος τώρα ποῦ βλέπεις νὰ ἑδραιώνονται στὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὅσοι κλονίζονταν πρίν; Ἀλλὰ τοῦ εἶπε: Εἶναι ὑπερθαύμαστα αὐτὰ τὰ μηνύματα πού σου φέρνω, δὲν ἐμπνέουν ὅμως φόβο σὲ ὅσους τὰ ἀκοῦνε. Ἔχω νὰ σοῦ ἀποκαλύψω μεγάλα μυστήρια, δὲν πρέπει ὅμως νὰ ταραχτεῖς τώρα ἀκριβῶς ποὺ θὰ τὰ ἀκούσεις. Ἀντίθετα πρέπει νὰ χαρεῖς καὶ νὰ εὐχαριστηθεῖς μαζί μου, γιατί αὐτὰ ἀπὸ τὴ φύση τοὺς εἶναι προξένα χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. Ἡ λύτρωση τῶν ἀνθρώπων βρίσκεται πιὰ κοντά τους.

Ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ σηκωθοῦν οἱ πεσμένοι. Ὁ νόμος βρῆκε τὸ σκοπό του. Ἔχει πιὰ ἀνατείλει ὁ καιρὸς τῆς Θείας Χάριτος. Καὶ πολὺ σύντομα θὰ δεῖς -γιατί βρίσκεται κοντὰ στὰ μάτια σου – Αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ κεφάλαιο ὅλων αὐτῶν πού σου εἶπα. Θὰ δεῖς τὸ Θεὸ Λόγο νὰ σαρκώνεται ἀπὸ τὴν Παρθένο, νὰ γεννιέται, ὅπως ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ σώζει ὅλο το ἀνθρώπινο γένος. Καὶ δὲν θὰ θαυμάσεις μόνο αὐτὰ ποὺ τόσο πολὺ ἐπιθύμησες νὰ δεῖς, ἀλλὰ θὰ εὐτυχήσεις καὶ νὰ τὰ ὑπηρετήσεις. Γιὰ νὰ πιστέψεις  στὰ λόγια μου, προσθέτω – καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ πιστέψεις – ἀκόμη ἕνα ἀξιοθαύμαστο γεγονὸς καὶ σοῦ ἀποκαλύπτω ὅτι θὰ γίνουν πραγματικότητα ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα εἶχες χάσει τὴν ἐλπίδα σου.

Ποιὰ εἶναι αὐτά; «Ἡ γυναίκα σου ἡ Ἐλισάβετ, θὰ σοῦ γεννήσει γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰωάννη. Καὶ θὰ δοκιμάσεις, χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση καὶ πολλοὶ θὰ χαροῦν γιὰ τὴ γέννησή του. Αὐτὸς θὰ ἀναδειχτεῖ μεγάλος ἐνώπιόν του Κυρίου καὶ δὲν θὰ πιεῖ κρασὶ καὶ οἰνοπνευματώδη ποτά, καὶ θὰ γεμίσει ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπὸ τὸν καιρὸ ἀκόμα ποὺ θὰ βρίσκεται στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του. Καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους του Ἰσραήλ, ποὺ ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, θὰ τοὺς ἐπαναφέρει μὲ τὴ μετάνοια στὸν Κύριο καὶ Θεό τους, ποὺ ἔγινε γιὰ χάρη τοὺς ἄνθρωπος. Καὶ αὐτὸς θὰ προπορευτεῖ πρὶν ἀπὸ Αὐτὸν μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ προφήτη Ἠλία, γιὰ νὰ ξαναγυρίσει στὰ παιδιὰ τὶς καρδιὲς τῶν πατέρων τους καὶ νὰ ξαναφέρει στοὺς ἀπειθεῖς το φρόνημα ποὺ ἔχουν οἱ δίκαιοι. Καὶ νὰ ἑτοιμάσει ὅλους αὐτοὺς ποὺ εἶχαν καλὴ προαίρεση ὥστε νὰ δεχτοῦν τὸν Κύριο» (Λούκ, 1,13-18).

Βλέπεις πόσα καὶ πόσο μεγάλα εἶναι αὐτὰ γιὰ τὰ ὅποια ἀγγελικὲς φωνὲς μαρτυροῦν ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ καυχηθεῖ ὁ Ἰωάννης, γιατί συνέβηκαν στὴ σύλληψή του καὶ πρὶν ἀκόμη ἀπ’ αὐτήν; […]

Γιατί πῶς θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ μὴν πειστεῖ στὰ χαρμόσυνα αὐτὰ μηνύματα ὁ σεβάσμιος αὐτὸς γέροντας καὶ ἱερέας, ποὺ ὄχι μόνο πίστευε στὸ Νόμο, ἀλλὰ δίδασκε καὶ τοὺς ἄλλους – αὐτὸς ποὺ ἀκόμη ἀνῆκε σὲ κείνους οἱ ὁποῖοι περίμεναν τὸ Μεσσία γιὰ νὰ παρηγορήσει καὶ νὰ σώσει τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ καὶ προσευχόταν ἐπίμονα γιὰ τὸν ἐρχομὸ Τοῦ – ἂν δὲν προτύπωνε καὶ δὲν συμβόλιζε ὁ ἴδιος τὴ δυσπιστία ὅλων ἐκείνων, ποῦ στηριγμένοι στὸ Μωσαϊκὸ Νόμο, θὰ ἔμεναν ἔξω ἀπὸ τὴ πίστη στὸ Χριστό;  Ἀφοῦ λοιπὸν εἶδε τὸν ἅγιο ἄγγελο νὰ στέκεται πλάι στὸ ἅγιο θυσιαστήριο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ τοῦ λέει ὅσα τοῦ μήνυσε, γιατί δὲν δέχτηκε μὲ ἁπλὴ πίστη ὅσα ἄκουσε καὶ γιατί δὲν ἔδειξε μιὰ τέτοια πίστη, ὅπως σὲ ἀνάλογη περίσταση ἔδειξε ὁ Ἀβραὰμ καὶ ἡ Σάρρα;

Μὰ καὶ ἂν δὲν μποροῦσε νὰ κάνει κάτι τέτοιο, ὁπωσδήποτε ἔπρεπε νὰ δεχτεῖ μὲ ἁπλὴ πίστη ὅτι ὁ Θεὸς μποροῦσε νὰ κάνει, ἂν ἤθελε, ὁποιοδήποτε ἀξιοθαύμαστο καὶ ὑπερφυσικὸ ἔργο. Γιατί τί μπορεῖ νὰ ὑπάρξει στὸν κόσμο ἀπὸ ὅλα τα ὄντα καὶ τὰ γεγονότα, ποὺ ἀπὸ κάποια ἄποψη, δὲν ἔχει καὶ δὲν παίρνει τὴν ὑπόστασή του ἀπὸ τὴν παντοδύναμη θέληση τοῦ Θεοῦ; Αὐτὸ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο θαυμαστὸ δὲν διακήρυξε καὶ ὁ Ἰώβ, ὁ θαυμάσιος αὐτὸς ἄνθρωπος, ὅταν διδάχτηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ τοῦ μίλησε καὶ τὸν βεβαίωσε μέσα ἀπὸ τὸ νέφος; «Κατάλαβα ὅτι ὅλα σου εἶναι δυνατὰ καὶ τίποτα δὲν σοὺ εἶναι ἀδύνατο» (Ἰὼβ 42,2).

Ἐὰν πάλι ὁ Ζαχαρίας νόμιζε ὅτι ἡ φωνὴ ποὺ τοῦ μιλοῦσε ἦταν ἐχθρικὴ καὶ ἐνάντια πρὸς τὸ Θεό, δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ ζητήσει διαβεβαίωση καὶ ἐπεξηγήσεις καὶ νὰ πεῖ: «Πῶς θὰ πειστῶ γι’ αὐτό»; Ἤξερε πολὺ καλὰ ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ψεύτης ἀπὸ τὴ φύση του καὶ δὲν ξέρει ποτὲ νὰ λέει τὴν ἀλήθεια. Ἀφοῦ λοιπὸν θὰ ἦταν ψεύτικά τα πρῶτα λόγια του καὶ θὰ ἦταν ἀπατηλὴ ἡ ἐμφάνισή του, δὲν θὰ εἶχε καμιὰ δυσκολία νὰ πεῖ ψέματα καὶ στὴ συνέχεια.

Ἔτσι θὰ κατόρθωνε νὰ ἀποπλανήσει καὶ νὰ παρασύρει σὲ μεγαλύτερα ψέματα καὶ σὲ φρικτότερες ἀπάτες αὐτὸν ποὺ θὰ τὸν εἶχε ξεγελάσει μὲ τὰ πρῶτα του ψέματα. Ἀλλὰ δὲν ἦταν τόσο ἄμυαλος ὁ Ζαχαρίας, αὐτὸς ποὺ θὰ γινόταν πατέρας τοῦ μεγάλου Ἰωάννη. Ἀλίμονο! Ποτὲ δὲν θὰ μποροῦσε ἀπὸ ἄμυαλο πατέρα νὰ γεννηθεῖ αὐτὸς ὁ τόσο γλυκὺς καρπός, ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος τρεφόταν μὲ μέλι, θέλοντας νὰ σημάνει ὅτι γι’ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὴν ἀνώτερη καὶ πνευματικὴ ζωή, εἶναι πολὺ εὐχάριστος καὶ γλυκὸς ὅποιος τοὺς προσκαλεῖ καὶ τοὺς προτρέπει νὰ τὸν μιμηθοῦν στὴ δική του ζωή, ποὺ τὴν τρέφει καὶ τὴ γλυκαίνει ὁ Θεός.

Ὅπως νομίζω λοιπὸν καὶ ὅπως εἶπα, ὁ σεβάσμιος γέροντας Ζαχαρίας ἔπεσε σὲ ἔκσταση, ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἰσαάκ, γιὰ νὰ προτυπώσει ἔτσι τὴν κατάργηση τοῦ Νόμου, μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ δυσκολία νὰ δεχτοῦν τὸ Χριστὸ ὅσοι τυφλὰ μένουν στὰ διατάγματα τοῦ Νόμου. Ἀκόμα γιατί ἔπρεπε νὰ προαναγγείλει καὶ νὰ φανερώσει ὅτι τὰ ἔθνη θὰ δεχτοῦν τὴ βροντερὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ θὰ ἀκουστεῖ σὲ ὅλα τα πέρατα τῆς γῆς καὶ θὰ φέρει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ μεγάλος λοιπὸν αὐτὸς ἱερέας μέσα βαθιὰ στὴ ψυχὴ τοῦ δυσπίστησε μυστικὰ καὶ πιὸ μυστικὰ χάνει τὴ φωνή του, γιὰ νὰ φανερώσει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πόσο παράλογη θὰ εἶναι ἡ δυσπιστία τῶν Ἰουδαίων. Καὶ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Ἰωάννης, ὁ Πρόδρομος τοῦ Θεοῦ Λόγου, γεννιέται ἀπὸ τὸ Ζαχαρία καὶ εἶναι κληρονόμος τῶν ἀρετῶν τοῦ πατέρα του. Αὐτὸ φανερώνεται καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ θεϊκὰ λόγια, ποὺ ἀργότερα εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, δηλαδὴ ὅτι «κάθε δέντρο γνωρίζεται ἀπὸ τὸν καρπό του, γιατί δὲν μπορεῖ ἕνα ἄχρηστο καὶ σάπιο δέντρο νὰ φέρει καλοὺς καρποὺς» (Ματθ. 7,18). Καὶ θὰ μποροῦσα νὰ πῶ ὅτι ὅποιος δὲν θελήσει νὰ δώσει ἕνα τέτοιο νόημα στὴ δυσπιστία τοῦ σεβάσμιου γέροντα Ζαχαρία, θὰ ἀποδειχτεῖ ὅτι εἶναι κατὰ τὴν ἀρετὴ πολὺ πιὸ μικρὸς ἀπὸ τὴν Ἐλισάβετ.

Γιατί ἐκείνη, ἂν καὶ δὲν ἄκουσε ποτὲ τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου, οὔτε τῆς τὰ διηγήθηκε ὁ Ζαχαρίας – ἀφοῦ ἔφτασε πιὰ ἄφωνος στὸ σπίτι τοῦ – μπόρεσε νὰ γνωρίσει τὴν πραγματικὴ κατάσταση τῆς Παρθένου Μαρίας, ὅταν τὴν ἐπισκέφτηκε καὶ συναντήθηκαν. Γι’ αὐτὸ καὶ μόλις δέχτηκε τὸ χαιρετισμό της, ἀμέσως τὴν κήρυξε Θεοτόκο, δηλαδὴ πραγματικὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, λέγοντας μεγαλόφωνα: «Εὐλογημένη εἶσαι σὺ ἀπὸ τὸ Θεό, περισσότερο ἀπ’ ὅλες τὶς γυναῖκες. Καὶ εὐλογημένο εἶναι τὸ παιδὶ ποὺ φέρνεις στὰ σπλάχνα σου. Καὶ γιὰ ποιὰ ἀρετὴ ἢ ἀξία μου, ἔγινε σὲ μένα αὐτὴ ἡ τιμή, νὰ ’ρθει ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου στὸ σπίτι μου; Γιατί νά, ποὺ πραγματικά, μόλις ἄκουσά τα λόγια τοῦ χαιρετισμοῦ σου, σκίρτησε τὸ βρέφος χαρούμενο μέσα στὴν κοιλιά μου» (Λουκ. 1,42-44). Καὶ στὴ συνέχεια τὴ μακάρισε ἐπάξια λέγοντας: «Καὶ εἶναι μακάρια ἐκείνη ἡ ὁποία θὰ δεῖ νὰ πραγματοποιοῦνται στὴ ζωὴ τῆς ὅσα τῆς φανέρωσε καὶ τῆς ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος» (Λουκ. 1,45).

Ἔτσι, ὄχι μόνο μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνώρισε ἡ Ἐλισάβετ ποιὸν κυοφοροῦσε ἡ Παρθένος Μαρία, ἀλλὰ ἦταν τόσο καλὰ πληροφορημένη, ὥστε νὰ γνωρίζει καὶ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ εἶχε φανερώσει καὶ ὑποσχεθεῖ ὁ Θεὸς σ’ αὐτὴ μὲ τὸν ἄγγελό του. Αὐτὸ πραγματικὰ θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ κάτι ἀπίθανο καὶ ἀπίστευτο.

Ὁ Ζαχαρίας ἑτοιμάστηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ στάθηκε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ἕνα τέλειο καὶ κατάλληλο ὄργανο. Αὐτὸ τὸ φανερώνει ὄχι μόνο το γεγονὸς ὅτι στάλθηκε στὸ Ζαχαρία ὁ ἴδιος ἄγγελος ποὺ ἀξιώθηκε νὰ διακονήσει τὸ μυστήριο τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ εἶχε τὸ ἱερὸ προνόμιο νὰ τοῦ ἀναγγείλει τὴ γέννηση τοῦ Ἰωάννη, ποὺ θὰ ἦταν συγγενής του Κυρίου, ἀλλὰ τὸ ἐπιβεβαιώνουν καὶ αὐτὰ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Ζαχαρίας εἶπε προφητικὰ γιὰ τὸ Χριστό, μὲ τὴν ὠδὴ ποὺ ἔψαλε, ὅταν γεννήθηκε ὁ  Ἰωάννης. […]

Ἀκόμη τὸ πνευματικὸ ἀνάστημα τοῦ Ζαχαρία φανερώνεται ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ὁ ἴδιος προφήτεψε γιὰ τὸ παιδὶ τοῦ λέγοντας: «Καὶ σὺ παιδί μου, θὰ ὀνομαστεῖς προφήτης τοῦ Ὑψίστου. Γιατί θὰ προηγηθεῖς πρὶν ἀπὸ τὸν Κύριο, γιὰ νὰ ἑτοιμάσεις στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τοὺς δρόμους Του, γιὰ νὰ κάνεις γνωστὴ στὸ λαὸ Τοῦ τὴ σωτηρία ποὺ θὰ ἔρθει μὲ τὴ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, χάρη στὸ μεγάλο ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς» (Λουκ. 1,76-78). Καὶ αὐτὰ ὅλα δὲν τὰ εἶπε ἀπὸ τὴν καρδιά του, μὲ τὶς δικές του δηλαδὴ δυνάμεις, ἀλλὰ γέμισε ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ εἶναι γραμμένο στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια ποὺ λένε γι’ αὐτόν: «Καὶ ὁ Ζαχαρίας, ὁ πατέρας του, πληρώθηκε μὲ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ εἶπε αὐτὰ τὰ προφητικὰ λόγια» (Λουκ. 1,67). Εἶναι λοιπὸν φανερὸ πὼς δὲν θὰ μποροῦσε ὁ Ζαχαρίας νὰ πληρωθεῖ μὲ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐὰν δὲν ἦταν ἀξιόπιστος καὶ δεκτικός του Ἁγίου Πνεύματος. Οὔτε θὰ γινόταν πατέρας τοῦ Ἰωάννη, ἂν δὲν ἦταν ἄξιος γιὰ μιὰ τέτοια τιμή.

Ὅλα αὐτὰ λοιπόν, ποὺ προηγήθηκαν ἀπὸ τὴ σύλληψη τοῦ Ἰωάννη, φανερώνουν ὅτι αὐτὸς πραγματικὰ ὑπῆρξε πιὸ μεγάλος ἀπὸ ὅλους τους ἀνθρώπους, πρὶν ἀκόμα συλληφθεῖ. Ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἡ Αὐτοαλήθεια, ἔδωσε γιὰ τὸν Ἰωάννη μιὰ τέτοια μαρτυρία, ὥστε κανένας νὰ μὴν ἰσχυριστεῖ ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι μικρότερος ἀπὸ κάποιον ἄλλο ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν θὰ εἶχε γεννηθεῖ ἀπὸ γονεῖς τόσο μεγάλους καὶ ἐπιφανεῖς. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἐπιδίωκε καὶ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, μὲ ὅσα εἴπαμε πιὸ μπροστά, ἔχοντας τὴν πρόθεση νὰ ἀποστομώσει κάθε ἕναν ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἀμφισβητήσει τὴ μοναδικότητα καὶ τὸ μεγαλεῖο του Ἰωάννη. «Καὶ ἦταν καὶ οἱ δυό τους δίκαιοι ἐνώπιόν του Θεοῦ, γιατί ζοῦσαν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς καὶ τὰ προστάγματα τοῦ Κυρίου καὶ τηροῦσαν ὅλες τὶς ἐντολὲς Τοῦ» (Λουκ. 1,6).

Τί σημαίνει αὐτό; Αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ μαρτυρία ποὺ ἀναφέρεται στοὺς γονεῖς τοῦ Ἰωάννη, τὸ Ζαχαρία καὶ τὴν Ἐλισάβετ, φανερώνει ὅτι αὐτοὶ ζοῦσαν πάνω στὴν ἀκρόπολη τῶν ἀρετῶν καὶ γι’ αὐτὸ ξεχώριζαν ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους γιὰ τὶς ἀρετές τους. Γιατί ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ μαρτυρία, ποὺ δὲν μεροληπτεῖ καὶ δὲν προσωποληπτεῖ, δὲν τοὺς ἀποκάλεσε μόνο δίκαιους, ἀλλὰ πρόσθεσε καὶ τὸ «ἐνώπιόν του Κυρίου», ποὺ σημαίνει ὅτι αὐτοὶ προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ εἶναι καὶ νὰ φαίνονται δίκαιοι στὸ Θεό, σύμφωνα μὲ τὸν εὐαγγελικὸ νόμο. Γιατί μὲ τὰ προφητικά τους χαρίσματα, πρέπει νὰ ὑπολογίζουμε ὅτι εἶχαν ἀξιωθεῖ νὰ ἔχουν εὐαγγελικὸ φρόνημα καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο.

Καὶ ἀφοῦ ἦταν τέτοιοι, προσπαθοῦσαν μὲ τὸ ἀριστερό τους χέρι νὰ κρύβουν τὴν εὐάρεστη στὸ Θεὸ πολιτεία τους, δηλαδὴ ὅ,τι ἔκανε τὸ δεξί τους χέρι (Ματθ. 6,3). Καὶ ἔτσι ἔφταναν μὲ τὸ ἔργο καὶ μὲ τὴν πράξη τους νὰ ἐφαρμόζουν τὸ εὐαγγελικὸ πρόσταγμα. Σ’ αὐτὴ τὴν εὐαγγελικὴ μαρτυρία γιὰ τὸ Ζαχαρία καὶ τὴν Ἐλισάβετ, μὲ πολλὴ σαφήνεια φανερώνεται ὅτι αὐτοί, κατὰ ἄψογο τρόπο, ἐφάρμοζαν ὅλες τὶς ἐντολὲς καὶ τὶς διδασκαλίες τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Καὶ ἔτσι μᾶς δείχνουν ὅτι ὅσοι βαδίζουν σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, εἴτε τὸν τῆς Παλαιᾶς εἴτε τὸν τῆς Καινῆς Διαθήκης, στεφανώνονται μὲ τὰ βραβεῖα ποὺ θεσμοθετοῦσε ἡ παλαιὰ νομοθεσία καὶ λαμπρύνονται γιὰ τὶς ὕψιστες ἀρετές, ποὺ χαρίζει τὸ εὐαγγελικὸ πολίτευμα.

Τέτοιοι ἔπρεπε λοιπὸν νὰ εἶναι καὶ νὰ φαίνονται αὐτοὶ ποὺ γέννησαν τὸν Ἰωάννη, γιατί ὁ Ἰωάννης ἐπρόκειτο νὰ ἀναδειχτεῖ μεσίτης ἀνάμεσα στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ νὰ γίνει φορέας πραγματικὸς ὅλων των ὕψιστων ἀγαθῶν ποὺ ἀποκαλύπτονται μέσα καὶ στὶς δυὸ Διαθῆκες. Καὶ βέβαια ἔχει ὁμολογηθεῖ ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ  Ἰωάννη βρῆκε τὸ τέλος της ἡ Παλαιὰ Διαθήκη. Γιατί ὁ Ἰωάννης βρίσκεται στὸ τέλος τοῦ χοροῦ τῆς Παλαιὸς Διαθήκης. Ἔτσι ἄλλωστε λέγεται ἀπὸ πολλοὺς ὅτι ὅλοι οἱ προφῆτες προφήτεψαν μέχρι τὸν Ἰωάννη τὸ Βαπτιστή. Καὶ ἀκόμη ὁ Ἰωάννης θεωρεῖται ἡ ἀρχὴ τῆς Νέας Διαθήκης – ἐπειδὴ αὐτὸς προπορεύτηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ – ποὺ τὴν ὑπέγραψε μὲ τὸ αἷμα Του.

/

Πραγματικά, ὁ Ἰωάννης προηγήθηκε ἀπὸ ὅλους τους Ἀποστόλους,  ἐπειδὴ πραγματικὰ εἶχε ἀποσταλεῖ νὰ βαδίσει πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ γίνει ἡ ἀπαρχὴ ὅλων των ἁγίων ποὺ θὰ κήρυτταν τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Γιατί αὐτὸς εἶχε πρῶτος διαταχτεῖ νὰ ἐξαγγείλει τὸν ἐρχομὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πρὶν ἀπὸ τὸ Χριστό. Καὶ θὰ μπορούσαμε νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι ἀπὸ τὶς ἡμέρες τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, «ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιαστὲς ἁρπάζουν αὐτὴ» (Ματθ. 11,12) καὶ ὁ πρῶτος βιαστὴς τῆς ὑπῆρξε ὁ Ἰωάννης, ποὺ μᾶς φανέρωσε μὲ τὸ παράδειγμά του ὅτι ὅλοι μποροῦμε νὰ τὴν κατακτήσουμε, ἂν συμμορφώσουμε τὴ ζωή μας μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἀλήθειες.

Καὶ συλλαμβάνεται στὴν κοιλιὰ τῆς ἁγίας μάνας του, ποὺ ἦταν κοσμημένη μὲ προφητικὸ χάρισμα, ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ προφήτη πατέρα του, ποὺ τὸν κοσμοῦσαν καὶ χίλιες δυὸ ἄλλες λαμπρὲς ἀρετὲς καὶ ἰδιαίτερά το φιλόθεο φρόνημά του. Ποιός; Ὁ Ἰωάννης ποὺ μόνος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀξιώθηκε νὰ προφητέψει, ὄντας ἀκόμα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του. Αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ ἀναγνωρίσει τὸ Δεσπότη Χριστό, ποὺ βρισκόταν μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου καὶ ἔτσι νὰ γίνει ὁ μόνος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους πού, ἐνῶ βρισκόταν στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του, κυοφόρησε ὁ ἴδιος το Ἅγιο Πνεῦμα. Μᾶς ἔδωσε ἔτσι τὴ θαυμαστὴ πραγματικότητα ἑνὸς βρέφους ποὺ ἔφερε κυοφορούμενο. Ἦταν κυοφορούμενος στὴ στείρα μάνα του καὶ κυοφοροῦσε τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Κυοφόρησε ὁ ἴδιος τὴν προφητεία καὶ πρὶν νὰ κυοφορηθεῖ καὶ νὰ γεννηθεῖ, γέννησε χάρισμα πνευματικό. Γιατί πραγματικά, ὅπως λέει ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ Ἠσαΐας (Ἡσ. 26,17-18), οἱ προφῆτες δέχονται τὸ προφητικὸ μήνυμα καὶ τὸ κρατοῦν μέσα τους μὲ ὠδίνη. Καὶ ὅταν μετὰ ἔρθει ὁ καιρὸς νὰ διακονήσουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, φανερώνουν στοὺς ἀνθρώπους τὸ νόημα τοῦ προφητικοῦ μηνύματος, ποὺ τὸ κρατοῦσαν μέσα τους μυστικό, σὰν νὰ φέρνουν παιδὶ στὸν κόσμο. Αὐτὴ ὅμως τὴν καθιερωμένη προφητικὴ διαδικασία, ὁ Ἰωάννης τὴν ἀκολούθησε μετὰ τὴν παράδοξη σύλληψή του. Ὅπως εἴπαμε, εἶχε συλληφθεῖ στὴν ἄγονη μήτρα τῆς γριᾶς μάνας του, ὅπου εἶχε σπαρεῖ ἀπὸ τὸ γέρο πατέρα του.

Καὶ ἀπὸ τότε ἡσύχαζε ἀναγκαστικὰ μέχρι τὴ συνάντηση τῆς Παρθένου μὲ τὴ μητέρα του, μιὰ καὶ αὐτὸ τοῦ ζητοῦσε ἡ μητρικὴ στοργὴ καὶ ἀσφάλεια. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν ἤθελε νὰ κρατάει τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ εἶχε μέσα του, ἀδρανῆ, γιατί εἶναι βέβαιο, ὅπως μᾶς τὸ ’χει μαρτυρήσει καὶ ὁ ἄγγελος, ὅτι ἦταν γεμάτος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὄντας ἀκόμη μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅταν εἶχαν περάσει οἱ πέντε μῆνες τῆς κυοφορίας του, ἡ μάνα τοῦ ἐξακολουθοῦσε νὰ κρύβει τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ μὴ θέλει νὰ φανερώσει ὅτι θὰ γίνει μητέρα. Οἱ πέντε αὐτοὶ μῆνες ἔχουν μιὰ ἀντιστοιχία στὰ πέντε αἰσθητήρια τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προσπαθοῦσε νὰ ξεφύγει καὶ ἡ Ἐλισάβετ, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν ἑαυτό της, προσπαθοῦσε νὰ κρύψει καὶ τὸν προφήτη ποὺ κρατοῦσε μέσα της, ἂν καὶ βιαζόταν ἐκεῖνος νὰ φανερωθεῖ.

Ἔφτασε λοιπὸν καὶ ὁ ἕκτος μήνας καὶ παρουσιάστηκε ἡ Παρθένος νὰ φέρει στὴν κοιλιὰ τῆς κυοφορούμενο τὸ Δημιουργὸ ὅλης της κτίσεως. Γιατί αὐτὴ συνέλαβε στὸν ἕκτο μήνα τῆς κυοφορίας τὶς Ἐλισάβετ Αὐτὸν ποὺ δημιούργησε ὅλο τὸν ἄλλο κόσμο σὲ ἕξι ἡμέρες καὶ ἰδιαίτερα τὸν ἄνθρωπο τὴν ἕκτη ἡμέρα. Αὐτὸν ποὺ ἀναγέννησε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ σταυρό Του, ὅταν ἐκεῖνος εἶχε πιὰ ἐξαχρειωθεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. Τότε πιὰ ὁ Ἰωάννης δὲν κρατήθηκε μέσα στὴν ἡσυχία του. Οὔτε δέχτηκε νὰ σιωπήσει, αὐτὸς ποὺ ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Λόγου, μπροστὰ στὸν παρόντα Λόγο. Ἔτσι καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ ἔγινε προάγγελος τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ, γιατί δὲν στάθηκε ἱκανὸ νὰ τὸν ἐμποδίσει τίποτα, οὔτε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει τὴ γλώσσα του, σὰν κυοφορούμενο βρέφος.

Μὲ τὰ σκιρτήματά του φώναζε καὶ διαλαλοῦσε ὅτι τώρα βρίσκεται μπροστά Του Αὐτὸς ποὺ θὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὶς ἁμαρτίας. Ἔτσι, χαρίζοντας σὲ μᾶς σκιρτήματα ἀγαλλιάσεως γιὰ τὴν ἀποδέσμευσή μας ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, χαιρόταν καὶ ἀγαλλιοῦσε καὶ ἐκεῖνος, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κήρυττε ὅτι ἔφτασε Αὐτὸς ποὺ θὰ ἀφαιρέσει κάθε δάκρυ ἀπὸ τὰ πρόσωπά μας καὶ θὰ χαρίσει σταθερὴ εἰρήνη καὶ ἀγαλλίαση σ’ ὅλο τὸν κόσμο. Ἅπλωνε ἐνδεικτικά το δάκτυλό του καὶ φανέρωνε τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ σφαγιαστεῖ γιὰ μᾶς τὰ ἀγριοκάτσικα, γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλων μας καὶ θὰ σηκώσει στοὺς ὤμους Τοῦ τὴν ἔνοχη γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλου του κόσμου.

Ἅπλωσε καὶ τὰ δυό του χέρια καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο κήρυξε, πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα του, τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ. Τὸ τρόπαιο ποὺ ἦρθε νὰ στήσει ἐνάντια στοὺς δαίμονες Αὐτὸς ποὺ τώρα βρίσκεται μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου. Στάθηκε ὁ Ἰωάννης ὄρθιος μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς μάνας του καὶ μὲ τὴ στάση τοῦ αὐτὴ κελαηδοῦσε μυστικὰ τὴν ἐξανάσταση ὅλων των ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Ἅδη. Τὴν ἐξανάσταση ποὺ χάρισε μὲ τὸ νὰ κρυφτεῖ τότε στὸν τάφο Αὐτὸς ποὺ τώρα κρύβεται μέσα στὴν ἄσπορο μήτρα τῆς μάνας του. Καὶ σὰν νὰ μάλωνε ὁ Ἰωάννης μὲ τὴ μάνα τοῦ τῆς ἔλεγε πώς, ἐνῶ ἐκεῖνος θέλει ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ κηρύξει, ἐκείνη θὰ φανεῖ ὅτι τὸν ἐμποδίζει μὲ τὰ φυσικὰ δεσμὰ τῆς μήτρας καὶ τὸν κρατᾶ, παρὰ τὴ θέλησή του, δέσμιο, ἕκτος ἂν συμφωνήσει νὰ τοῦ δανείσει ἀμέσως τὴ φωνή της καὶ ἡ ἴδια πλέον νὰ διακηρύξει ὅλα αὐτὰ πρὸς τὴν Ἁγία καὶ Μακαρία Παρθένο.

«Εὐλογημένος εἶναι ὁ καρπὸς τῆς κοιλιᾶς σου. Καὶ πῶς ἦταν νὰ ἔρθει ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου μου σὲ μένα»; Αὐτὸ τὸ κήρυγμα εἶναι τοῦ Ἰωάννη, ἔστω καὶ ἂν ἔχει διακηρυχτεῖ ἀπὸ τὸ στόμα τῆς Ἐλισάβετ. Γιατί μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κήρυγμα ἦταν ἡ ἴδια καὶ ἀπαράλλακτη ἐκείνη συγγενικὴ φωνὴ ποὺ μίλησε στὸ Χριστό, ὅταν Ἐκεῖνος ἦρθε στὸν ποταμὸ Ἰορδάνη, ὅπου ὁ Ἰωάννης βάπτιζε τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ βαπτιστεῖ ἀπὸ αὐτὸν καὶ ὁ Ἴδιος. Μ’ αὕτη τὴ φωνὴ φώναξε τότε ὁ Ἰωάννης στὸ Χριστό, ὅταν τὸν εἶδε νὰ πλησιάζει: «Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκη νὰ βαπτιστῶ ἀπὸ σένα καὶ σὺ ἔρχεσαι σὲ μένα»; Εἴδατε λοιπὸν τὴ συγγένεια τῆς φωνῆς; Αὐτὸς πραγματικὰ εἶναι ποὺ μίλησε τότε καὶ ποὺ μιλάει καὶ τώρα. Τότε μίλησε μὲ τὸ δικό του στόμα καὶ τώρα μιλάει μὲ τὸ στόμα τῆς μητέρας του.

(«Τὸ θεϊκὸ λυχνάρι, ὁ Τίμιος Πρόδρομος», ἔκδ. Ἑτοιμασία, Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου- Καρέας 1984, σ.263-353. (ἀποσπάσματα)

πηγή