Οἱ Ἅγιοι Πέντε Μάρτυρες ἄθλησαν στὸν καιρὸ τῆς βασιλείας τῶν Ρωμαίων Αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανού, τὸ 296 μ.Χ. Τότε εἶχε ξεσπάσει ὁ φοβερότερος ἴσως διωγμὸς ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ποὺ εἶχε σκοπὸ νὰ ἐξαλείψει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς κάθε χριστιανό.

Τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες συκοφάντησαν στοὺς αὐτοκράτορες τοὺς Καππαδόκες, πὼς δὲ σέβονταν καὶ δὲν ὑπάκουαν στὶς διαταγές τους καὶ ὅτι ἑτοιμάζονται γιὰ ἀποστασία. 

Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ Διοκλητιανός, ταράχθηκε. Ἀμέσως διέταξε νὰ καθαιρεθοῦν οἱ ἄρχοντες τῆς Καππαδοκίας καὶ στὴ θέση τοὺς ἔστειλε δύο σοφοὺς ἑλληνιστὲς Ρωμαίους μὲ τὴν ἐξουσιοδότηση ὥστε, δίχως πρόφαση καὶ μὲ τὴν διαβολὴ κάποιων, πὼς ὁ τάδε εἶναι χριστιανός, νὰ θανατώνεται.

Βασικὴ προϋπόθεση ἦταν ἡ γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, διότι ἀπὸ τὰ χρόνια του Μακεδόνα Ἀρχελάου ὄχι μόνον εἶχε ἐξελληνισθεῖ ἡ Καππαδοκία, ἀλλὰ καὶ πολλοὶ  Ἕλληνες, ἰδιαίτερα ἀπὸ νησιά, εἶχαν μετοικήσει σ’ αὐτήν. 

Τρανὸ παράδειγμα οἱ κωμοπόλεις Μπὰρ-Πόρος, Δήλα-Δῆλος, Ἀξὸς-Νάξος,  Ἴμβρος-Ἰμβρασσός, Λήμνα-Λῆμνος, Τένεϊ-Τένεδος κ.α.  Ἔτσι ἑλληνικὴ ἦταν ἡ ἐπίσημη γλώσσα τῆς Καππαδοκίας.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασαν στὶς ἐπαρχίες τοὺς ὁ Ἀγρικόλας και ο Λυσίας, ἀνηλεῶς καὶ ἄσπλαχνα, νέοι καὶ γέροι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, δίχως πρόφαση, δίχως ἀπολογία, θανατώνονταν. Γιὰ νὰ μὴ μαρτυρήσουν μάλιστα στὸ δικό τους χῶρο οἱ χριστιανοί, πράγμα ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσαν, οἱ δυὸ ἔπαρχοι συνεφώνησαν ὥστε οἱ μάρτυρες τῆς Καισαρείας νὰ ἀποστέλλονται στὴ Σεβάστεια καὶ τῆς Σεβάστειας στὴν Καισαρεία.

Τότε λοιπὸν ὁ ἄρχοντας τῆς περιοχῆς τῶν Ἀραβράκων καὶ στρατηγός, ὀ Ευστράτιος,θεοσεβὴς καὶ ἐνάρετος, βλέποντας τὰ γενόμενα, ἀπεφάσισε, μετὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ θείου θελήματος, νὰ παρουσιασθεῖ στὸ Λυσία καὶ μὲ παρρησία ν’ ἀπολογηθεῖ ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν καὶ νὰ μαρτυρήσει.

Κάλεσε πρῶτα ὅλους τους φίλους του καὶ τοὺς παρέθεσε τὸ τελευταῖο του δεῖπνο. Ἀνάμεσά τους καὶ ὀ χιλίαρχος Εὐγένιος. Το πρόσωπο τοῦ Ἁγίου εἶχε τόση λάμψη καὶ φαιδρότητα, ὥστε ὁ ἐπιστήθιος φίλος του Εὐγένιος τὸν ρώτησε ἀπὸ ποῦ ἐκπηγάζει αὐτὴ ἡ λαμπρότητα. Τότε ὁ ἅγιος Εὐστράτιος τοῦ ἀπεκάλυψε τὴν πρόθεσή του.

Τὴν ἑπομένη ἡμέρα, ἀφοῦ κάθισε στὸ θρόνο τοῦ ὁ Λυσίας στὸ μέσον της πόλεως, διέταξε νὰ φέρουν ὅλους τους φυλακισμένους πρὸς ἐξέταση. Ἀγέρωχος, εὐθυτενής, παρουσιάζεται μπροστά του ὁ Εὐστράτιος, φορώντας τὴν ἐπίσημη στολὴ τοῦ στρατηγοῦ. Ἀπόρησε ὁ Ρωμαῖος ἔπαρχος μὲ τὴν ἀπροσδόκητη παρουσία καὶ παρρησία τοῦ Ἁγίου. Ἀμέσως διέταξε νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὰ διάσημα, νὰ τὸν ἀπογυμνώσουν ἀπὸ αὐτὰ καὶ δεμένον νὰ τὸν ὁδηγήσουν μπροστά του. Τὸν ρώτησε πόσα χρόνια ὑπηρετεῖ τὸ ρωμαϊκὸ στρατό.

—Είκοσι ἑπτά, τοῦ ἅπαντα ὁ Ἅγιος.

—Ευστράτιε, τοῦ λέγει, μεταμελήσου καὶ ἀποκήρυξε τὶς χριστιανικές σου ἰδέες καὶ ἐπικαλέσου τὴν εὐσπλαχνίαν τῶν θεῶν, τὴν καλοσύνην τῶν Βασιλέων καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ δικαστηρίου!

—Με προστάζεις, ἄρχοντα, νὰ προσκυνήσω κωφὰ ξόανα καὶ ἀλιτήριους δαίμονες;

—Και σεῖς, Εὐστράτιε, οἱ δυστυχεῖς, πῶς λατρεύετε Θεον εσταυρωμένον; τοῦ ἁπαντὰ ὁ Λυσίας.

—Εάν ἡ αἴσθηση τοῦ νοὸς καὶ τῆς ψυχῆς σου δὲν ἦταν ἀλλοιωμένη, θὰ σοῦ ἀποδείκνυα γιὰ τὸν ἐσταυρωμένο Σωτήρα μου καὶ Δημιουργό της Κτίσεως!

Ὀργισμένος ὁ Λυσίας διατάσσει νὰ κάψουν μὲ φωτιὰ τον  Ἅγιο στὰ πόδια καὶ νὰ τὸν ραβδίσουν, καὶ μετὰ νὰ τοῦ ἀλείψουν τὶς πληγὲς μὲ ἁλάτι καὶ ξύδι.  Ὑστέρα πλησιάζοντας τοῦ λέγει:

—Σου ἄρεσε αὐτὴ ἡ τέρψη, Εὐστράτιε; Κι ὂ  Ἅγιος ἀτάραχός του ἁπαντά:

—Θέλεις νὰ βεβαιωθεῖς πῶς τίποτα δὲν εἶναι ἀδύνατο γιὰ τὸ Θεό μου; Πρόσεξε μέ! καὶ ξαφνικὰ σὰν λέπια ἔπεσαν οἱ πληγὲς καὶ τίποτε δὲ θύμιζε τὸ πρότερο μαρτύριό του.

Τότε καὶ  ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως Εὐγένιος, συμπολίτης τοῦ Εὐστρατίου, χιλίαρχος τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, φώναξε λέγοντας:  Λυσία, κι ἐγὼ Χριστιανὸς εἶμαι, ὅπως ὁ Εὐστράτιος. Ακούγοντας αὐτὰ ὁ ἄρχοντας καὶ τρέμοντας ἀπὸ ὀργὴ καὶ κατάπληξη, διέταξε νὰ δέσουν καὶ τοὺς δύο ἁγίους μὲ ἁλυσίδες σὲ ὅλο το σῶμα καὶ νὰ τοὺς φυλακίσουν μὲ τοὺς ὑπόλοιπους χριστιανούς.

Τὴν ἄλλη μέρα ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ὑπηρέτες του, νὰ ἑτοιμάσουν τὰ ἀπαραίτητά της ὁδοιπορίας γιὰ τὴ Νικόπολη. Συνάμα πρόσταξε νὰ φορέσουν στὰ πόδια τῶν μαρτύρων  ὑποδήματα ἐμπηγμένα μετὰ καρφιῶν.

Ἀγόγγυστα οἱ ἅγιοί τα φόρεσαν καὶ μετὰ ὁδοιπορία δύο ἡμερῶν ἔφτασαν στὰ Ἀράβρακα. Κανεὶς δὲν πλησίασε τοὺς ἁγίους. Φόβος καὶ τρόμος κυρίεψε τὰ πάντα.  Ἕνας ὅμως ἁπλὸς οἰκοδόμος, Μαρδάριος στο ὄνομα, βλέποντας τον  περιφανῆ ἀστέρα  Εὐστράτιο νὰ ὁδηγεῖται στὸ μαρτύριο, ἀφοῦ κατῆλθε στὸ δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ (κατοικοῦσε ὅπως φαίνεται σὲ κατακόμβη) λέγει στὴ γυναίκα του:  Βλέπεις, γυναίκα μου, τὸν κύριό της περιοχῆς μας, ὁ ὁποῖος εἶχε τόσα χρήματα καὶ περηφάνεια γένους καὶ τόσο στρατό, πῶς τὰ κατεφρόνησε ὅλα αὐτὰ καὶ πηγαίνει νὰ γίνει θυσία εὐπρόσδεκτη στὸ Θεό, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖ τῆς βασιλείας των Ουρανῶν;

Ἐκείνη δὲ ἡ ἐνάρετη γυναίκα τοῦ ἀπεκρίθη: Τί σὲ ἐμποδίζει, σύζυγέ μου, νὰ τὸν συνοδέψεις, γιὰ ν’ ἀξιωθεῖς μ’ αὐτὸν τῆς ἀγαθῆς τελειώσεως; Ἐκεῖνος φόρεσε ἀμέσως τὸ χιτώνα του, ἀγκάλιασε τὰ δυό του παιδιὰ καί, ἀφοῦ στάθηκε πρὸς ἀνατολᾶς, προσευχήθηκε λέγοντας:

Δέσποτα Θεέ, Πάτερ παντοκράτορ, Κύριε Υἱὲ Μονογενές, Ἰησοῦ Χριστὲ καὶ  Ἅγιον Πνεῦμα, Μία Θεότης, Μία Δύναμις, ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ οἶς ἐπίστασαι κρίμασι, σῶσον μὲ τὸν ἀνάξιον δοῦλον Σου ὅτι εὐλογητὸς εἰ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. 

Ἃς σημειωθεῖ πὼς ἡ εὐχὴ αὐτὴ ἔχει συμπεριληφθεῖ σὲ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τοῦ Μεσονυκτικοῦ, τῶν Ὡρῶν κλπ.

Ἀφοῦ λοιπὸν κατεφίλησε τὰ παιδιά του καὶ τὴ γυναίκα του καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε, ἔφυγε βιαστικὰ καὶ συνάντησε τὸν προύχοντα τῶν Ἀραβράκων, συγγενῆ του Ἄγ. Εὐστρατίου καὶ θερμὸν Χριστιανόν, τὸ Μουκάτορα, καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ γίνει ὁ μετὰ θεὸν προστάτης τῆς οἰκογενείας του.  Ἔλαβε τὴ διαβεβαίωσή του καὶ γρήγορα ἔφθασε τοὺς Ἁγίους:

— Δέσποτα Εὐστράτιε, λέγει, σὰν τὸ ἄκακο πρόβατο ποὺ τρέχει στὸν ποιμένα του, ἦλθα καὶ ἐγὼ σὲ σένα νὰ σὲ συνοδέψω. Δέξαι μὲ καὶ συναρίθμησε μὲ στὴν ἁγία Σου συνοδεία καὶ ὁδήγησε μέ, ἂν καὶ εἶμαι ἀνάξιος, στὸ Δεσπότη Χριστὸ καὶ Σωτήρα μου ὡς μάρτυρας.

/Ἀφοῦ αὐτὰ εἶπε, μὲ μεγάλη φωνὴ βροντοφώναξε λέγοντας:

Χριστιανὸς εἶμαι καὶ γῶ, ὅπως καὶ ὁ κύριός μου Εὐστράτιος. Τότε οἱ στρατιῶτες τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν φυλάκισαν μὲ τοὺς δύο ἄλλους ἁγίους καὶ ἀνήγγειλαν τὸ γεγονὸς στὸ Λυσία. Στὸ χρονικὸ αὐτὸ διάστημα, ἀνάμεσα στοὺς πολλοὺς χριστιανοὺς ποὺ εἶχαν φυλακίσει στὰ Ἀράβρακα, βρισκόταν καὶ ὁ ἐπιφανὴς καὶ ἐνάρετος πρεσβύτερος, φίλος του Ἁγίου Εὐστρατίου, ὁ εὐσεβής Αυξεντιος. Ιερέας τῶν Ἀραβράκων, ποὺ τελοῦσε τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας σὲ κατακόμβη ποὺ βρίσκεται στὴν ἄκρη τῆς πολίχνης καὶ σώζεται μέχρι σήμερα, κατακόμβη ποὺ φιλοξένησε καὶ διέσωσε στὰ χρόνια του Γαλερίου καὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ τὴν ἁγία Μακρίνα, γιαγιὰ τοῦ Μ. Βασιλείου, ὅταν αὐτὴ  ἠναγκάσθη νὰ διέλθη μετὰ τοῦ συζύγου αὐτῆς ἱκανὸν χρόνον ἐν τῇ ἐξορία, ἕνεκα τῶν ἀπηνῶν κατὰ τῶν χριστιανῶν διωγμών  (Κ. Μπόνη). Κατακόμβη ποὺ σὲ λίγο θὰ γίνει ὁ τάφος τῶν Ἁγίων 5 Μαρτύρων, θὰ τιμηθεῖ στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Μακρίνας καὶ θὰ ὑπάρχει ἔτσι μέχρι σήμερα.

Τὴν ἄλλη μέρα προστάζει ὁ Λυσίας νὰ φέρουν δέσμιο μπροστά του τον  Ἅγιο Αὐξέντιο.

— Αὐξέντιε, τοῦ λέγει, ἐπέστρεφε ἀπὸ τὴν ὀλέθρια γνώμη σου καὶ πρόσπεσε στὴν καλοσύνη τῶν θεῶν νὰ σὲ συγχωρήσουν.

—  Ἕνα Θεὸ ξέρω, αὐτὸν σέβομαι κι ἂν μ’ ἀναρίθμητους δαρμοὺς καὶ πληγές, μὲ φλόγα καὶ μὲ σίδηρο μὲ ἀπειλήσεις, δὲν πρόκειται ν’ ἀλλάξω λογισμοὺς καὶ γνώμη… .

Τότε ὁ ἄρχοντας ἔδωσε τὴ διαταγὴ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν σὲ δάσος ἔρημο καὶ ν’ ἀφήσουν ἐκεῖ το λείψανό του, γιὰ νὰ τὸ φάγουν τὰ θηρία. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ διέταξε νὰ φέρουν τὸ Μαρδάριο. Ὁ ἅγιος κοίταξε ἱκετευτικὰ τὸν Εὐστράτιο καὶ τοῦ εἶπε:  Κύριέ μου, προσευχήσου γιὰ μένα σὲ παρακαλῶ, καὶ πές μου τί ἀπάντηση νὰ δώσω, μήπως μὲ ἐκλάβει σὰν ἀγράμματο χωρικὸ καὶ μὲ χλευάσει αὐτὸς ὁ ἀσεβής; Τότε τοῦ λέγει ὁ Εὐστράτιος:  Ἐπίμενε, ἀδελφέ μου Μαρδάριε, λέγοντας μόνον πὼς εἶσαι χριστιανὸς καὶ μὴν ἀποκριθεῖς τίποτε ἄλλο.

Ἔφεραν λοιπὸν οἱ στρατιῶτες τὸν ἅγιο μπροστὰ στὸν ἄρχοντα. Αὐτὸς ὅμως ἀτάραχα σὲ ὅλες τὶς ἐρωτήσεις ἀποκρινόταν λέγοντας ὅτι εἶναι Χριστιανός. Βλέποντας ὁ Λυσίας τὴν ἁπλότητα εἶπε: Τρυπῆστε τοὺς ἀστραγάλους του, περάστε σχοινιὰ στὶς τρύπες, κρεμάστε τὸν καὶ μὲ πυρωμένες σοῦβλες κάψτε τὰ νεφρὰ καὶ τὴν πλάτη του, γιὰ νὰ βάλει γνώση καὶ ν’ ἀπαντᾶ διαφορετικά. Καὶ ἐνῶ αὐτὰ συνέβαιναν, ὁ ἅγιος μὲ δυνατὴ φωνὴ εἶπε:  Σ’ εὐχαριστῶ, Κύριέ μου, ποὺ μὲ ἀξίωσες αὐτῶν τῶν ἀγαθῶν… Δέξου μὲ εἰρήνη τὸ πνεῦμα μου. Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ κατέβασαν οἱ δήμιοί το τίμιο λείψανό του.

Πρόσταξε μετὰ ὁ ἡγεμόνας νὰ φέρουν τὸν ἅγιο Εὐγένιο.  Ἔφεραν λοιπὸν τὸν ἅγιο μπροστά του καὶ λέγει σ’ αὐτὸν ὁ Λυσίας.  Πές μου ποιὸς δαίμονας πονηρὸς σὲ ἀγρίεψε, ὥστε μὲ αὐθάδεια νὰ μᾶς βρίζεις, μὴ βάζοντας στὸ νοῦ σου τὴν αὐστηρότητα τοῦ δικαστηρίου;

— Ὁ Θεὸς μοὺ  τοῦ ἁπαντὰ ὁ Εὐγένιος,  ποὺ καταργεῖ τοὺς δαίμονες, μὲ ἐνδυνάμωσε καὶ μοῦ χάρισε παρρησία νὰ καταφρονήσω τὶς ἀπειλές σου.

— Κόψτε τὴν ὑβριστική του γλώσσα καὶ συντρίψτε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του, γιὰ νὰ μιλᾶ φρονιμότερα.  Ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν ἀθλοθέτη Ἰησοῦ ὁ μακάριος.

Μετὰ καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου ὁ Λυσίας βγῆκε στὴν πεδιάδα, γιὰ νὰ γυμνάσει τοὺς στρατιῶτες του. Καθισμένος σ’ ἕνα βράχο πρόσταξε ὅλους τους στρατιῶτες νὰ περνοῦν ὁ καθένας ἀπὸ μπροστά του καὶ κατόπιν νὰ ρίχνουν στὸ στόχο ἑνὸς δέντρου τὸ κοντάρι τους. 

Ἕνας νεαρὸς ἀξιωματικὸς μὲ περήφανο ἀνάστημα καὶ ὡραία ὄψη, ἀφοῦ ἐπαινέθηκε ἀπ’ τὸ Λυσία, διατάχθηκε νὰ ρίψει τὸ κοντάρι στὸ στόχο. Ξάφνου ἄνοιξε ὁ χιτώνας ἀπὸ μπροστά του καὶ φάνηκε ἕνας μικρὸς χρυσὸς σταυρὸς ποὺ φοροῦσε στὸ στῆθος του.  

Ἀπ’ αὐτὸ φαίνεται πὼς ἡ ὡραία συνήθεια νὰ φέρουν σταυρὸ οἱ χριστιανοὶ στὸ στῆθος εἶναι ἀρχαιότατη. Ὁ Ἅγιος Παγκράτιος Ταυρομενίας, ἀρχαϊκὸς ἐπίσκοπος, ποὺ ἔλαβε τὸ βάπτισμα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἀποστόλων καὶ ἀκολούθησε γιὰ ἕνα διάστημα τὸν ἀπόστολο Πέτρο, ἀφοῦ βάπτιζε τοὺς χριστιανούς, τοὺς ἔδινε κι ἀπὸ ἕνα σταυρὸ ἀπὸ κέδρο νὰ τὸν βαστάζουν ἐπάνω τους. 

Ἄλλωστε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βοστρινὸς ἔλεγε πὼς οἱ δαίμονες τρία πράγματα τῶν χριστιανῶν φοβοῦνται: Τὸ Βάπτισμα, τὸ σταυρὸ τὸν ὁποῖον φοροῦν εἰς τὸν τράχηλο καὶ τὴν Ἁγία Κοινωνία.

Ὅταν εἶδε τὸ σταυρὸ ὁ Λυσίας, κάλεσε κοντά του τὸ νεαρὸ Ὀρέστη καὶ ἀμήχανα παίρνοντας τὸν σταυρὸ στὰ χέρια του, εἶπε:  Τί εἶναι αὐτό; μήπως καὶ σὺ εἶσαι τοῦ Ἐσταυρωμένου; 

Μὲ παρρησία, ὁ ἅγιος ἀπάντησε καταφατικά. Τότε διέταξε ὁ Λυσίας νὰ δέσουν τὸν Ὀρέστη, νὰ τὸν φέρουν κοντὰ στον  Ἅγιο Εὐστράτιο, καὶ νὰ τοὺς ἐξετάσει ὄχι στὰ Ἀράβρακα ἀλλὰ στὴ Νικόπολη. Μετὰ ἐπίπονη ὁδοιπορία ἔφτασαν στὴ Νικόπολη.  Ὅμως ἡ ἔκπληξη ποὺ δοκίμασε ὁ Λυσίας ἦταν ἀσυνήθιστη. Πλῆθος πολὺ στρατιωτῶν δίνοντας τὴν ἐντύπωση τῆς ἀνταρσίας, μὲ μιὰ φωνὴ φώναζαν:  Λυσία, εἴμαστε ὅλοι στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος ἀρχικὰ φοβήθηκε μήπως ὁρμήσουν ἐναντίον του.  Ἔπειτα σὰν εἶδε πὼς παραδόθηκαν σὰν τὰ πρόβατα, διέταξε νὰ τοὺς φυλακίσουν. Τὸν βασάνιζε ὅμως ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου καὶ τοῦτο διότι ἡ ἰσχυρή του προσωπικότητα καὶ ἡ δυνατότητα νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα, θὰ μποροῦσε ὄχι μόνον χριστιανοὺς νὰ στηρίξει ἀλλὰ καὶ εἰδωλολάτρες νὰ μεταπείσει.

Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ στείλει τοὺς Ἁγίους Εὐστράτιο καὶ Ὀρέστη στὸν Ἀγρικόλα στὴ Σεβάστεια μὲ τὴν παράκληση, αὐτὸν ποὺ ἀνέβηκε στὰ ὕπατα στρατιωτικὰ ἀξιώματα καὶ καταφρόνησε τὰ πάντα, νὰ τὸν δικάσει σύμφωνα μὲ τὴν σοφότατη κρίση του καὶ τὶς ἐντολὲς τῶν βασιλέων. 

Ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις  οἱ δύο μάρτυρες ἀνηφόριζαν στὴν πολυήμερη καὶ πολυώδυνη πεζοπορία τους. Καθ’ ὁδὸν ὁ ἅγιος Εὐστράτιος ρωτᾶ τὸν ἅγιο Ὀρέστη:

— Διηγήσου μέ, ἀδελφέ μου, μὲ ποιὰ προθυμία καὶ σὲ ποιὸ τόπο ἐτελειώθη ὁ ἅγιος Αὐξέντιος;  Καὶ ὁ ἅγιος Ὀρέστης ἀπάντησε:

— Ἀφοῦ ἐξέδωσε ὁ Λυσίας τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν θανατώσουν, παρεκάλεσε πολύ τους στρατιῶτες νὰ τὸν φέρουν νὰ σὲ συναντήσει καὶ δὲ θέλησαν. Μετὰ τὸν πῆγαν σ’ ἕνα φαράγγι ποὺ λέγεται Ὀρώρεια. Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ ἅγιος ἔψελνε. Καθὼς μὲ εἶδε κοντά του, μοῦ ἔκανε νεῦμα νὰ πλησιάσω καὶ μοῦ εἶπε:

— Ἀδελφέ μου Ὀρέστη, πὲς στὸν Εὐστράτιο νὰ προσευχηθεῖ γιὰ μένα καὶ γρήγορα θὰ βρίσκεται κοντά μου. Κατόπιν ἔκλινε τὰ γόνατα, ὕψωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ προσευχήθηκε. Οἱ στρατιῶτες τὸν ἀποκεφάλισαν, ἀλλὰ κανεὶς χριστιανὸς δὲν τόλμησε νὰ πλησιάσει, ἐξαιτίας τοῦ γενομένου διωγμοῦ.

Ὅταν νύχτωσε, εὐσεβεῖς Ἀραβρακηνοὶ πῆραν κρυφά το λείψανό του ἀλλὰ δὲν εὕρισκαν τὴν κεφαλή.  Ἕνα πουλὶ ἔκραζε στὸ κλαδὶ ἑνὸς δέντρου. Καθὼς πλησίασαν, διέκριναν τὴν ἁγία κάρα ἀνάμεσα στοὺς κλώνους, καὶ ἀφοῦ τὴν πῆραν μαζὶ μὲ τὸ τίμιο λείψανό του, ἔφυγαν στὴν πολίχνη. Αὐτὰ ὅταν ἄκουσε ὁ ἅγιος, ἔκλαψε καὶ παρεκάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ ἔχει γρήγορο τέλος.

Μετὰ ἀπὸ πέντε ἡμέρες ἔφτασε ἡ συνοδεία στὴ Σεβάστεια καὶ παρέδωσε τοὺς ἁγίους στὸν Ἀγρικόλα, ὁ ὁποῖος διέταξε νὰ τοὺς φυλάξουν σὲ ἀσφαλέστατη φυλακή.

Τὴν ἄλλη μέρα, ἀφοῦ κάθισε στὸ βῆμα τῆς ἀγορᾶς, ἔφεραν τοὺς ἁγίους ἐκεῖ μπροστὰ σ’ ὅλη τὴν πόλη! Ἔπειτα ζητᾶ νὰ γίνει ἡ ἀνάγνωση τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Λυσία. Ἀκούοντας τὴν κατάθεση καὶ τὶς ἀποκρίσεις τοῦ Ἁγίου, λέγει σ’ αὐτόν.

— Μὴ βάζεις στὸ νοῦ σου πὼς ἡ δική μου τιμωρία θὰ ἔχει σχέση μ’ αὐτὴν τοῦ Λυσία! Προτοῦ λοιπὸν δοκιμάσεις τὰ δικά μου βασανιστήρια, ὑπάκουσε στὰ βασιλικὰ προστάγματα καὶ προσκύνησε τοὺς θεοὺς . Τότε λέγει σ’ αὐτὸν ὁ ἅγιος:

— Εἶναι οἱ νόμοι πιὸ πάνω κι ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς; Εἶσθε ὅλοι ὑποχρεωμένοι νὰ πράττετε σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους; Εἶναι γραμμένο στοὺς νόμους ν’ ἀπολογεῖται ὁ κατηγορούμενος δί¬χως καταπίεση κι ὁ δικαστὴς μὲ πραότητα, μὲ σοφία καὶ συνε¬ση νὰ τὸν ἀκούει καὶ μετὰ ν’ ἀποφασίζει ;

— Ναὶ , ἀπαντᾶ ὁ Ἀγρικόλας.

— Τότε παρακαλῶ κι ἐγὼ ἐσένα νὰ μὲ ἀκούσεις προτοῦ ἀποφασίσεις .

— Λέγε μὲ παρρησία τί θέλεις, γιὰ νὰ σὲ κρίνει τὸ δικαστήριο δικαιότερα , ἀπαντᾶ ὁ Ἀγρικόλας. Βρίσκοντας λοιπὸν τὴν εὐκαιρία ὁ Ἅγιος, τοῦ λέγει:

— Τί μὲ διατάσσεις νὰ προσκυνήσω, Θεὸν ἢ θεοὺς ; Ὁ ἄρχοντας λέγει:

— Καὶ Θεὸν καὶ θεούς.

Καὶ ὂ  Ἅγιος:

— Ἀνωτέρους καὶ μικρότερους;

— Ναὶ  ἀπαντᾶ ὁ Ἀγρικόλας.

Τότε ὁ ἅγιος μὲ νηφαλιότητα, πειστικότητα καὶ γλαφυρότητα ἀρχίζει νὰ τοῦ ἀναλύει τὴν ἑλληνικὴ θεογονία μὲ τὶς μονοθεϊστικὲς θέσεις πολλῶν σοφῶν, ὅπως τοῦ Πλάτωνα, τὸν ὁποῖον ἄριστα ἐγνώριζε, ἑνὸς Πλάτωνα ὁ ὁποῖος ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἐκθειάζει τὶς ἀρετές, ἀφ’ ἑτέρου λοιδορεῖ τὶς ἀδυναμίες τῶν θεῶν τοῦ Ὀλύμπου καὶ συμβουλεύει κάθε ἐνάρετο ἄνθρωπο νὰ μὴν μιμεῖται τὰ πάθη ἑνὸς ἄνομου, ἄθεσμου, ἀνήθικου καὶ πατροκτόνου Δία.

Ἡ ἀναισχυντία σου ὑπερέβη τὰ ὅρια τῆς ὑπομονῆς καὶ φιλανθρωπίας μου, τοῦ ἁπαντὰ ὁ Ἀγρικόλας.  Καὶ ποιὸς εἶναι τότε ὁ δικός σας Γαλιλαῖος;

Εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεὸς ποὺ μᾶς ἀνέστησε καὶ μᾶς ἀξίωσε νὰ γίνουμε παιδιά Του, διδάσκοντας σὲ μᾶς πῶς νὰ πολεμοῦμε τοὺς δαίμονες καὶ τὰ πάθη μας, πῶς νὰ γυμνάζουμε τὸ λογισμό, πῶς ν’ ἀποφεύγουμε τὴν ἀτιμία καὶ τὰ ἔργα τῆς αἰσχύνης καὶ πῶς, καλλιεργώντας τὴ μοναδική του ἠθικὴ διδασκαλία, νὰ ὁδηγούμαστε στὴν τελείωση καὶ στὴ μετοίκηση τοῦ οὐρανοῦ.

Ὀργισμένος ὁ Ἀγρικόλας λέγει:

Δὲν εἴμαστε ἄξιοι ἐμεῖς νὰ κρίνουμε τὶς βασιλικὲς ἀρετές, ἀλλὰ μόνο νὰ ὑπακούομε στὰ προστάγματά τους. Λοιπόν, ἃς παύσει κάθε συζήτηση καὶ ἔλα νὰ προσκυνήσεις τοὺς θεούς. Εἰδάλλως θὰ σὲ τιμωρήσω μὲ τόσα βασανιστήρια, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ φανταστεῖς.

Λέγει σ’ αὐτὸν ὁ Ἅγιος:

Γιατί λοιπὸν δὲν τὸ ἔπραξες νωρίτερα; Πίστεψες πῶς θὰ δειλιάσω;

Διέταξε τότε ὁ τύραννος νὰ φέρουν σιδερένιο κρεβάτι καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὸ ν’ ἀναψουν  πυρὰν πολλήν  ὥστε νὰ κοκκινήσει καὶ νὰ θέσουν πάνω σ’ αὐτὸ τὸν Ὀρέστη. Μετὰ λέγει στὸν Εὐστράτιο:

—Δίκαιο εἶναι νὰ δεῖς πρῶτα τὴν κόλαση ἡ ὁποία σὲ ἀναμένει καὶ μετὰ νὰ ὑποστεῖς τὰ βάσανα, γιὰ νὰ δείξεις περισσότερη καρτερία. Παίρνουν οἱ δήμιοι τὸν νεαρὸ Ὀρέστη καὶ τὸν ὁδηγοῦν στὸ πυρακτωμένο κρεβάτι. Βλέποντας ὁ ἅγιος τὴ φωτιὰ γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐδείλιασε, ἀλλ’ ἀμέσως τοῦ λέγει ὁ Εὐστράτιος.

— Μὴ δειλιάζεις, παιδί μου Ὀρέστη, διότι μόνο ἡ θεωρία ἔχει τὸ φόβο καὶ τὴν τιμωρία, ἀλλ’ αἴσθηση ποσῶς δὲν θὰ λάβεις, ἐὰν βαδίσεις μὲ πίστη. Ὁ Θεὸς μᾶς παρίσταται καὶ μᾶς βοηθεῖ. Θυμήσου τὴ γενναιότητα τοῦ Ἁγίου Αὐξεντίου καὶ τῶν λοιπῶν μαρτύρων καὶ μὴ φανεῖς αὐτῶν ἀμελέστερος, διότι σὲ λίγη ὥρα περνᾶ ὁ πόνος καὶ μένει ὁ ἀτέλειωτος οὐράνιος θησαυρός.

Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε ὁ ἅγιος Ὀρέστης, παίρνοντας θάρρος, μὲ γενναιότητα πήδησε πάνω στὸ σιδερένιο πυρακτωμένο κρεβάτι, ἔκανε τὸ σχῆμα τοῦ Σταύρου στὸ στῆθος του καὶ ἀμέσως ἅπλωσε τὸ σῶμα του καὶ εἶπε:

— Κύριε, στὰ χέρια σου παραδίνω την  ψυχή μου!

Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ διέταξε ὁ ἡγεμόνας νὰ βάλουν τὸν ἅγιο Εὐστράτιο στὴ φυλακὴ γιὰ νεότερη ἐξέταση.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἃς διακοπεῖ γιὰ λίγο ἡ ροὴ τῶν γεγονότων ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου καὶ ἃς περιγράψουμε ἕνα χαριτωμένο γεγονός, ποὺ συνέβη στὴ Χίο καὶ συγκεκριμένα στὴ Νέα Μονή.

Οἱ Χιῶτες, εὐσεβεῖς καὶ φιλομάρτυρες ἀνέκαθεν, εἶχαν στενὴ σχέση μὲ τὴν Καππαδοκία καὶ μὲ τοὺς Πέντε Μάρτυρες. Αὐτὸ ὀφείλεται προφανῶς σὲ δύο λόγους: Ὁ ἕνας εἶναι ἐπειδὴ οἱ συντεχνίες τῶν κτιστάδων ὄργωναν κυριολεκτικὰ τὴν Καππαδοκία, ἔφτασαν μέχρι τὴν Καισαρεία καὶ γνώρισαν ἀπὸ κοντά τους ἁγίους. Ἀκόμα καὶ τὸ ὄνομα Εὐστράτιος ἡ λαϊκὴ φαντασία τὸ συνταύτισε μὲ τὴν καλὴ στράτα, (καλὸ δρόμο), ὅπως στὸ γάμο γιὰ τὴν προκοπὴ τῶν νεόνυμφων ἐπικαλεῖται τὸν ἅγιο Προκόπιο. Εἶναι γνωστὸ ἐπίσης πὼς ἀπ’ τὰ πολὺ παλιὰ χρόνια ὑποχρεώθηκαν σὲ μετοίκηση στὴ Μικρὰ Ἀσία, μαζὶ μὲ ἄλλους νησιῶτες, καὶ Χιῶτες.

Ἔτσι ἐξηγοῦνται τὰ ὑπέροχα ψηφιδωτά των ἁγίων Πέντε Μαρτύρων ποὺ βρίσκονται στὴ Νέα Μονὴ Χίου, καθὼς καὶ ὁ περικαλλὴς ναὸς τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου στὰ Θυμιανὰ Χίου,… Εἶναι δὲ ὁ τρίτος ναὸς ποὺ ἀναφέρεται στὴν Ὀρθοδοξία μᾶς μετὰ τὴν κατακόμβη τους στὸ Σεμέντερε καὶ τὸν ὁμώνυμό τους στὸ Μπὸρ (Πόρο) τῆς Καππαδοκίας.

Σ’ αὐτὸ τὸ νησὶ ὑπῆρχε ἕνα μετόχι τῶν ἅγιων Πέντε Μαρτύρων, ποὺ ὑπαγόταν στὴ Νέα Μονή. Τὸ χρόνο ποὺ συνέβη τὸ Θαῦμα, βαρὺς καὶ σφοδρὸς ἐπέπεσε ὁ χειμώνας. Ἐξαιτίας τοῦ ὑπερβολικοῦ χιονιοῦ δὲν μπόρεσαν οἱ πατέρες νὰ κατέβουν στὸ μετόχι οὔτε καὶ οἱ προσκυνητὲς νὰ ἔλθουν στὸ ἐκκλησάκι. Μόνος του ὁ Ἐφημέριος χτύπησε τὸ σήμαντρο,  ἐποίησε εὐλογητός  καὶ ἄρχισε τον  Ὄρθρο.

Ξαφνικὰ βλέπει πέντε εὐπρεπεῖς ἀνθρώπους, ποὺ εἰσῆλθαν μὲ εὐλάβεια στὸ Ναό, ἄγνωστοι στὸν ἱερέα, νὰ παίρνουν θέσεις, ἀνὰ δυὸ στὰ ἀναλόγια καὶ στὸ μέσον ὁ νεότερος νὰ κανοναρχεῖ. Τὰ πρόσωπά τους οἰκεία, ἡ ἐνδυμασία τοὺς παράξενη, οἱ φωνὲς τοὺς λαμπρές, τὸ ὕφος τοὺς ἐπιβλητικό.   Ἔχαιρε καὶ ἠγάλλετο καθ’ ἐαυτόν, δοξάζων τὸν Θεόν  ὁ ἐφημέριος, γιὰ τοὺς ἀναπάντεχους βοηθούς. Τον κεντοῦσε ὅμως ἡ περιέργεια νὰ μάθει ποιοὶ ἦταν.  Ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ συναξαρίου. Ὁ νεαρὸς κανονάρχης διαβάζει:  … Ὁ δὲ ἅγιος Ὀρέστης ἀπυγόμενος τῷ κραββάτω ἐμειδίασεν καὶ προσεσχηκῶς τῷ ἁγίω Εὐστρατίω εἶπεν: Εὖξαι ὑπὲρ ἐμοῦ… . Δηλαδή, ὁ δὲ ἅγιος Ὀρέστης, καθὼς ὁδηγεῖτο στὸ κρεββάτι ἐμειδίασε καὶ ἀφοῦ πλησίασε τὸν ἅγιο Εὐστράτιο, τὸν παρεκάλεσε νὰ προσευχηθεῖ. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔμοιαζε μὲ τὸν ἅγιο Ευστρατιο σηκώνει τὰ μάτια του καὶ βλέποντας μὲ πολλὴ προσοχὴ τὸν ὅμοιό του Ὀρέστη, τοῦ λέγει:

—Γιατί μεταβάλλεις τὰ λόγια καὶ δὲν τὰ λὲς ὅπως εἶναι γραμμένα; Ἀναγνωσε τὸ σημεῖο αὐτὸ γιὰ δεύτερη φορά. Αὐτὸς ὅμως καὶ πάλι ἄλλαξε τὸ ρῆμα καὶ ἀντὶ νὰ ἀναγνώσει  ἐδειλίασε, ἐπειδὴ ντρεπόταν ξαναεῖπε,  ἐμειδίασε . Τότε ὁ ἅγιος Εὐστράτιος τοῦ φωνάζει δυνατότερα:

—Διάβασε τὸ ὅπως τὸ ἔπαθες, διότι δὲν ἐμειδίασες βλέποντας τὸ κρεβάτι, ἀλλὰ ἐδειλίασες. Καὶ ἀμέσως μετὰ ἀπὸ τὸ λόγο αὐτὸ καὶ οἱ πέντε ἔγιναν ἄφαντοι. Βλέποντας ὁ ἱερέας τὸ παράδοξο ἔμεινε ἄφωνος γιὰ πολλὴ ὥρα.  Ὅταν συνῆλθε, τελείωσε τὴν ἀκολουθία ὅπως-ὅπως. Μὲ φόβο διηγήθηκε κατόπιν τὸ γεγονὸς σ’ αὐτοὺς ποὺ ἦρθαν ἀργότερα.

Αὐτὰ ὡς πρὸς τὸ  ἐδειλίασεν. Καὶ τώρα ἃς συνεχίσουμε τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου.

Καθ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς μαρτυρικῆς του ὁδοιπορίας εἶχε μαζί του ἕνα πιστὸ ὑπηρέτη. Τοῦ λέγει τὴ νύχτα:

— Φέρε, τέκνον, διάθωμαι, ἐλπίζω γὰρ καγῶ τὴ αὔριον παραστῆναι τῷ Δεσπότη μου Χριστῷ… .  Φέρε, παιδί μου, νὰ κάνω διαθήκη, διότι αὔριο ἐλπίζω νὰ παρασταθῶ καὶ ἐγὼ στὸν Κύριό μου.

Ἀφοῦ δὲ ἔφερε ὁ ὑπηρέτης  μεμβράνην καὶ μελάνην, ἔγραψε:  Τὸ λείψανον αὐτοῦ εἰς τὴν Ἀραβρακηνῶν ἀποκομισθῆναι πολίχνην καὶ κατατεθεῖναι ἐκεῖ, μηδενὶ δὲ ἐξειναι τὸ σύνολον ἄπτεσθαι τοῦτον, ἀλλὰ σῶον αὐτὸ κατατεθεῖναι ἐν τόπω τινι καλουμένω Ἀναλιδάζορα, ἅμα τοῖς τελειωθείσι σὺν αὐτῶ ἁγίοις, Εὐγενίω. Μαρδαρίω, Ὀρέστη  καὶ Αὐξεντίω.

Τὸ  Ἅγιο, λοιπόν, λείψανό του, ὅριζε νὰ μεταφερθεῖ στὸ χωριὸ Ἀράβρακα (Σεμέντερε), νὰ ἐνταφιασθεῖ στὴν κατακόμβη Ἀλιβάζορα, νὰ παραμείνει σῶο καὶ ὁλόκληρο μαζὶ μὲ τὰ προταφέντα σώματα τῶν ὑπολοίπων τεσσάρων συμμαρτύρων του, σύμφωνα μὲ προηγούμενη ἐπιθυμία τους, κατὰ τὸ χρόνο τῆς σύλληψής τους.  Ἔπειτα ἔγραψε, τὰ ἀκίνητά του νὰ ἀφιερωθοῦν στὸ μοναστήρι ποὺ θὰ ὑπῆρχε μὲ τ’ ὄνομά τους καὶ ἀπ’ τὴν ὑπόλοιπη περιουσία του ἡ μισὴ νὰ δοθεῖ στοὺς συγγενεῖς του, γιὰ νὰ ἐλευθερώσουν δούλους καὶ ἡ μισὴ στοὺς φτωχούς. Ἀφοῦ συνέταξε τὴ διαθήκη του, ὅλη ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἐνήστεψε.

Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἅγιος Βλάσιος, ἐπίσκοπος τῆς Σεβάστειας, ἄκουσε γιὰ τὴν περιφανῆ προσωπικότητα ποὺ ἦρθε στὴν πόλη καὶ κατετρόπωσε τὸν Ἀγρικόλα- θεωρώντας εὐλογία τὴν παρουσία του στὴν ἐπισκοπή του, τὴ νύχτα πλησίασε τοὺς κρυπτοχριστιανοὺς φύλακες, καὶ τοὺς φιλοδώρησε, μάλιστα, παρακάλεσε νὰ τὸν ἀφήσουν νὰ εἰσέλθει στὰ ἐνδότερα καὶ νὰ συνομιλήσει μὲ τον  Ἅγιο. Ἀφοῦ εἰσῆλθε, πέφτει μὲ τὸ πρόσωπο γονυκλινὴς καὶ τοῦ λέγει:  Εὐτυχισμένος εἶσαι, Εὐστράτιε, γιὰ τὴ δύναμη πού σου ‘δωσε ὁ Θεός. Σὲ παρακαλῶ ἐνθυμήσου μὲ τὸν ἁμαρτωλὸ .

— Μὴν κάνεις ἔτσι, Πατέρα μου πνευματικέ, τοῦ ἁπαντὰ ὁ  Ἅγιος. Ἐγώ, ἔχω ὑποχρέωση νὰ ὑποκλιθῶ μπροστά σου. Ὁ Θεὸς σὲ ἔστειλε ἐδῶ σε μένα, διότι, ὅπως μου ἀποκάλυψε, αὔριο τὸ μεσημέρι στὶς δώδεκα θὰ πορευθῶ στὸ Χριστό μου. Πάρε, λοιπόν, αὐτὰ ποὺ ἔγραψα καὶ διάβασέ τα. Μετὰ ἀπὸ αὐτά, ἀφοῦ ὅρκισε τὸν ἐπίσκοπο νὰ πάρει μόνος του καὶ μὲ εὐθύνη τοῦ τὸ τίμιο λείψανό του καὶ τὸ τοῦ ἅγιου Ὀρέστη καὶ νὰ τὸ θάψει μαζὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπά των ἁγίων συμμαρτύρων τους, τὸν παρεκάλεσε νὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Σὲ λίγο ἡ σκοτεινὴ φυλακὴ ἔγινε ἐκκλησία. Βρέθηκαν τὰ ἀπαραίτητά της θ. λειτουργίας. Φύλακες, φυλακισμένος καὶ ἐπίσκοπος ἦταν οἲ  κοινωνοὶ τοῦ θείου μυστηρίου, ἐνῶ φῶς περιέλουσε τὴ φυλακή.  Ἔφτασε ἡ ὥρα τῆς θείας Κοινωνίας. Τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἅγιος Εὐστράτιος δεχόταν  τὸν θεῖον μαργαρίτην, ἀστραπὴ ἔλαμψε στὴ φυλακὴ καὶ ἀκούστηκε μία φωνὴ ποὺ ἔλεγε:  Εὐστράτιε, καλῶς ἠγωνίσω, δεῦρο λοιπόν, ἀπολάβε σου τὸν στέφανον. Εὐστράτιε, καλὰ ἀγωνίστηκες.  Ἔλα λοιπὸν νὰ πάρεις τὸ στεφάνι σου.

Ὅταν ἄκουσαν οἱ παρευρισκόμενοι αὐτὴν τὴ φωνή, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπο καταγῆς καὶ προσκύνησαν τὸ Θεό.  Ὅλην ἐκείνη τὴ νύχτα παρέμεινε ὁ ἐπίσκοπος ἀκούοντάς του.  Εὐφραινόμενος ἐπὶ τῷ λόγω τοῦ ἁγίου μάρτυρος.

Τὸ πρωὶ ἀνεχώρησε, μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ μὴν ἀμελήσει γιὰ τὰ ὅσα συζητήθηκαν στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ λίγο κάθησε ὁ Ἀγρικόλας στὴν ἐξέδρα του, πρόσταξε νὰ τοῦ φέρουν τὸν Εὐστράτιο καί, ἀφοῦ τὸν κάλεσε  κατ’ ἰδίαν , του λέγει μυστικά:

— Εἰλικρινά, Εὐστράτιε, πολὺ λυπᾶμαι γιὰ σένα ποὺ δὲν καταδέχεσαι νὰ ὑπακούσεις στὰ βασιλικὰ προστάγματα. Γιὰ τὰ προσχήματα μόνον, φαινομενικά, προσκύνησε, καὶ στὴν καρδιά σου πίστευε τὸ δικό σου Θεό, καὶ ζήτησε τοῦ συγχώρηση γι’ αὐτή σου τὴν ὑποχώρηση, γιὰ νὰ μὴν χαθεῖς σύ, ἕνας σοφώτατος καὶ εὐυπόληπτος ἄνδρας, σὰν νὰ ἤσουν κοινὸς κακοποιός. Ἐὰν δὲν διακυνδύνευε ἡ θέση μου, δὲ θὰ σοῦ ζητοοῦσα νὰ ὑποχωρήσεις.  Ἄλλωστε πολλοὺς χριστιανοὺς ἐθανάτωσα καὶ δὲ λυπήθηκα- γιὰ σένα ὅμως τόσο ἐνδιαφέρομαι, ποὺ ὅλη τὴ νύχτα ξάγρυπνος ἤμουν, σὲ πολὺ ἄσχημη ψυχολογικὴ κατάσταση.

Ὁ ἅγιος, νηφάλια του ἁπαντά:

— Μὴ λυπᾶσαι γιὰ τὸ θάνατό μου, οὔτε νὰ διακινδυνέψεις τὴ θέση σου γιὰ μένα, ἀλλὰ πράξε σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῶν βασιλέων, διότι οὔτε μὲ τὴν ὑπόκριση οὔτε μὲ ἄλλους τρόπους ἐπιθυμῶ νὰ θυσιάσω στοὺς θεούς σου. Τὰ δικά μου βασανιστήρια χαρά μου δίνουν κι ἂν δὲν πιστεύεις, δοκίμασε.

Τότε ὁ ἄρχοντας σκέπασε μὲ τὰ χέρια τοῦ τὸ πρόσωπό του γιὰ ὥρα πολὺ κι ἐδάκρυσε.  Ὅσοι μάλιστα ἦταν ἐκεῖ, ἐπειδὴ γνώριζαν τὴ συμπάθεια τοῦ ἄρχοντα καὶ τὴν ἐκτίμησή του στὸν ἅγιο, Χριστιανοὶ καὶ εἰδωλολάτρες, ξέσπασαν σὲ κλάματα γοερά. Ὁ ἅγιος ὅμως τοὺς λέγει:

—Γιατί ἀργοπορεῖτε; Διακρίνω στὰ δάκρυά σας καὶ τὴ συμπάθειά σας, τὶς ἐνέργειες τοῦ πονηροῦ νὰ μὲ λυγίσει συναισθηματικά, γιὰ νὰ μ’ ἐμποδίσει νὰ λάβω τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι… 

Ποίει τοίνυν ὁ βούλει. Πράξε, λοιπόν, αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖς. Ἀντιτάσσομαι στὰ βασιλικὰ προστάγματα καὶ στὸ θέλημά σου, ἀποστρέφομαι καὶ ἀναθεματίζω τοὺς θεοὺς σας  … ὅτι ἐπικατάρατοι εἰσὶ καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ σεβόμενοι αὐτοὺς .

Βλέποντας λοιπόν, ὁ ἄρχοντας τὴ στερεότητα τῆς πίστεως του καὶ τὴ μεγάλη προθυμία γιὰ τὸ μαρτύριο, μετὰ βίας ἔγραψε τὴν κατὰ τοῦ ἁγίου ἀπόφαση:  Εὐστράτιον ἀπειθήσαντα τῷ προστάγματι τῶν αὐτοκρατόρων καὶ τοῖς θεοῖς θύσαι μὴ βουληθέντα, προστάττω τὴν σιδηρέαν αὐτοῦ ψυχήν, πυρὶ φλεγχθείσαν, τὸ πέρας τοῦ βίου λαβεῖν.  Τὸν Εὐστράτιο ποὺ ἔδειξε ἀνυπακοὴ στὶς προσταγὲς τῶν βασιλέων καὶ τοῦ ὁποίου ἡ σιδηρᾶ ψυχὴ δὲν ἐπείσθη στὸ πρόσταγμα τῶν αὐτοκρατόρων, καὶ τοὺς θεοὺς δὲν θέλησε νὰ προσκυνήσει, προστάζω νὰ καταφλεχθεῖ στὴ φωτιὰ καὶ ἔτσι νὰ τελειώσει ἡ ζωή του .

Ὅταν ὁ ἅγιος πῆρε τὴν ἀπόφαση, στάθηκε, ὕψωσε τὸ βλέμμα καὶ τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ καὶ μεγαλόφωνα εἶπε: 

Μεγαλύνων μεγαλύνω σε, Κύριε, ὅτι ἐπεῖδες ἐπὶ τὴν ταπείνωσίν μου, καὶ οὐ σννέκλεισας μὲ εἰς χείρας ἐχθρῶν, ἀλλ’ ἔσωσας ἐκ τῶν ἀναγκῶν τὴν ψυχήν μου. Καὶ νῦν Δέσποτα, σκεπασάτω μὲ ἡ χείρ σου καὶ ἔλθοι ἐπ’ ἐμὲ τὸ ἔλεός Σου, ὅτι τετάρακται ἡ ψυχή μου καὶ κατώδυνος ἔστιν, ἐν τῷ ἐκπορεύεσθαι αὐτὴν ἐκ τοῦ ἀθλίου μου καὶ ρυπαροῦ σώματος τούτου, μήποτε ἡ πονηρά του ἀντικειμένου βουλὴ συναντήση καὶ παρεμπόδιση αὐτήν, διὰ τὰς ἐν ἀγνοία καὶ γνώσει ἐν τῷ βίω τούτω γενομένας μοὶ ἁμαρτίας.  Ἴλεως γενοὺ μοί, Δέσποτα, καὶ μὴ ἰδέτω ἡ ψυχή μου τὴν ζοφερὰν καὶ σκοτεινὴν ὄψιν τῶν πονηρῶν δαιμόνων ἀλλὰ παραλαβέτωσαν αὐτήν  Ἄγγελοί σου φαιδροὶ καὶ φωτεινοί. Δὸς δόξαν τῷ ὀνόματί σου τῷ Ἁγίω καὶ τὴ σὴ δυνάμει ἄναγαγε μὲ εἰς τὸ θεῖον σου βῆμα. Ἐν τῷ κρίνεσθαι μὲ μὴ καταλάβοι μὲ ἡ χεὶρ τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου εἰς τὸ κατασπᾶσαι μὲ τὸν ἁμαρτωλὸν εἰς βυθὸν ἅδου- ἀλλὰ παραστηθὶ μοὶ καὶ γενοὺ μοὶ Σωτὴρ καὶ ἀντιλήπτωρ. Ἐλέησον, Κύριε, τὴν ρυπωθείσαν τοῖς πάθεσι τοῦ βίου ψυχήν μου καὶ καθαρὰν αὐτὴν διὰ μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως προσδεξαι, ὅτι εὐλογητὸς εἰ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Σεμνυνόμενος σὲ δοξάζω, Κύριε, διότι μὲ εὐμένεια εἶδες τὴν ταπεινότητά μου καὶ δὲν συγκατένευσες νὰ βρίσκομαι στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν μου, ἀλλ’ ἔσωσες ἀπ’ τὶς ἀνάγκες τὴν ψυχήν μου. Καὶ τώρα, Κύριε, ἃς μὲ προστατέψει τὸ χέρι Σου κι ἃς ἔλθει σὲ μένα ἡ καλοσύνη σου, διότι εἶναι ταραγμένη καὶ λυπημένη ἡ ψυχή μου καθὼς πρόκειται νὰ φύγει ἀπὸ τὸ ἄθλιο καὶ ἀκάθαρτο σῶμα μου, μὴ τυχὸν καὶ ἡ πονηρὴ θέληση τοῦ διαβόλου τὴ συναντήσει καὶ τὴν παρεμποδίσει γιὰ τὶς ἐν γνώσει καὶ ἄγνοια ἁμαρτίες μου ποὺ διέπραξα στὴ ζωή μου αὐτή. Σπλαγχνικὰ ἅς μου φερθεῖς, Κύριε, κι ἃς μὴν ἀξιωθεῖ ἡ ψυχή μου νὰ δεῖ τὴ σκοτεινὴ καὶ ἀπαίσια μορφὴ τῶν δαιμόνων. Ἀλλὰ ἃς παραλάβουν αὐτήν, οἱ λαμπροὶ καὶ φωτεινοί σου ἄγγελοι. Ἃς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιο καὶ μὲ τὴ δύναμή σου ὁδήγησε μὲ στὸ θεῖο σου Βῆμα. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς κρίσεώς μου, ἃς μὴ μὲ κυριέψει τὸ χέρι τοῦ ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου στὸ νὰ μὲ σύρει τὸν ἁμαρτωλὸ στὸ βυθὸ τοὺ  Ἅδη, ἀλλὰ τοποθέτησε μὲ κοντά σου καὶ γίνε σωτήρας μου καὶ βοηθός. Σπλαχνίσου, Κύριε, τὴν ἀκάθαρτη ἀπὸ τὰ πάθη τοῦ βίου ψυχή μου καὶ καθάρισε τὴν μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ὁμολογία καὶ ἃς τὴ δεχθεῖς, καθ’ ὅτι εἶσαι εὐλογημένος στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Αφού προσευχήθηκε μὲ τὴν ὑπέροχη κατανυκτικὴ καὶ μεστὴ νοημάτων αὐτὴ προσευχή, ἡ ὁποία, ἃς σημειωθεῖ, ἔχει συμπεριληφθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας νὰ διαβάζεται στὸ Μεσονυκτικὸ τοῦ Σαββάτου, καὶ βλέποντας ὅτι οἱ ὑπηρέτες εἶχαν ἤδη ἀνάψει τὴ φωτιά, κάμνοντας τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροὺ  εἰσῆλθεν εἰς αὐτὴν ψάλλων καὶ ἀγαλλιώμενος καὶ οὕτω παρέδωκεν τὸ πνεῦμα. Ἐτελειώθη δὲ ὁ ἅγιος Εὐστράτιος τὴ τρισκαιδεκάτη τοῦ Δεκεμβρίου μηνός.

Λιτὰ καὶ ἐπιγραμματικὰ ὁ εὐσεβὴς βιογράφος του, κλείνει τὴν αὐλαία τῆς ζωῆς τοῦ μεγαλομάρτυρος, δείχνοντας τὸ μεγαλεῖο της ψυχῆς τοῦ μεγάλου ἀνδρός, ὁ ὁποῖος περιχαρὴς καὶ μὲ ὕμνους ξάπλωσε πάνω στὸ πυρακτωμένο κρεβάτι, γιὰ νὰ γίνει θυσία εὐπρόσδεκτη στὸν ἀθλοθέτη Ἰησοῦ.

Ὁ μέγας Σκρινάριος τῆς Δουκικῆς τάξεως  καὶ ἐν αὐτὴ πρωτεύων, ὁ προικισμένος καθοδηγητὴς μὲ πάμπολλα προτερήματα, ὂ  «ἀσυνήθη» ὅσο καὶ «γλυκύτατην» ἔχων τὴν γλώσσαν, ὥστε ὁ βιογράφος του νὰ σημειώνει ὅτι ὑπῆρξε καθηγητής, «ρητόρων ὑπάρχων εὐγλωττότερος», στὶς 13 Δεκεμβρίου τοῦ 296 μ.Χ. ἀνῆλθε στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ συνευρεθεῖ μὲ τὴ χορεία τῶν ὑπολοίπων συμμαρτύρων του, ἀφήνοντας σὲ μᾶς τὸ χαριτόβρυτο σκήνωμά του. Συνεπὴς πρὸς τὴν ὑπόσχεση καὶ ὑποχρέωσή του ὁ ἱερομάρτυρας Βλάσιος, παρέλαβε τὰ δύο λείψανα. Παρὰ τὸν κίνδυνο ποὺ διέτρεχε καὶ δὲν ἀπέφυγε στὸ τέλος, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος μαρτυρικὰ ἐπισφράγισε τὴ ζωή του, παρέλαβε περιχαρής τα σκηνώματα καὶ μὲ πολλὴ σπουδὴ μετὰ ἀπὸ πολυήμερη πεζοπορία, μὲ μύριους κινδύνους καὶ ἀντίξοες καιρικὲς συνθῆκες, λόγω τοῦ γνωστοῦ Καππαδοκικοῦ χειμώνα, ἔφτασε στὰ Ἀράβρακα. Μὲ συγκίνηση οἱ κάτοικοι δέχτηκαν τὶς πολύτιμες σορούς. Πῆγαν στὴ γνωστὴ κατακόμβη τῆς ἄγ. Μακρίνας. Ἐκεῖ ποὺ κάποτε ἡ ἁγία παρέμεινε γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴ μανία τοῦ Γαλερίου.  Ἄνοιξαν τὴν πέτρινη θύρα. Κατέβηκαν πέντε σκαλοπάτια. Μετὰ ἔστριψαν ἀνατολικὰ καὶ κατηφόρισαν μεσ’ στὴ σκοτεινὴ στοά. Ἀφοῦ διάβηκαν τὰ ὑπόλοιπα δέκα σκαλοπάτια, συνάντησαν μιὰ μεγάλη κολόνα. Ἀπέριττο διαγράφηκε ὑπὸ τὸ ἀμυδρὸ φῶς τῶν λαμπάδων τὸ παλαιοχριστιανικὸ ἱερὸ μὲ τὶς δυό του θύρες: Τὴν κεντρικὴ καὶ τῆς Προσκομιδῆς. Φρεσκοσκαμμένοι στὸ ἀρκοσόλιο δυὸ τάφοι. Σύμφωνα μὲ τὴ χρονικὴ σειρὰ τοῦ μαρτυρίου τῶν ἅγιων, χαμηλὰ θαμμένοι οἱ Ἅγιοι Εὐγένιος καὶ Μαρδάριος, πιὸ πάνω ὁ ἱερωμένος τῆς πεντάδας Αὐξέντιος, καὶ τώρα τὰ ἔμπειρα χέρια τῶν Ἀραβρακηνῶν-Σεμενδριωτῶν σκάβουν στὸ ἰδιόμορφης ὑφῆς ἔδαφος τὸν τρίτο. Μὲ εὐλάβεια ἔθεσαν τοὺς Ἁγίους Ὀρέστη καὶ Εὐστράτιο.

Μακρυὰ ἀπὸ τὴν μήνη τῶν ἐχθρῶν της πίστεως, φάρους στὸ σκότος τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀμέσως ἄρρητη εὐωδία πλημμύρισε τὴν κατακόμβη. Μιὰ εὐωδία ποὺ συνεχίζεται ὡς τὶς μέρες μας ἀπὸ τοὺς τάφους μέχρι τὴ λάρνακα. Τοὺς τρεῖς τάφους ποὺ μέχρι τώρα προσκυνοῦν οἱ Μουσουλμάνοι στὴ Μ. Ἀσία καὶ ποὺ ἀδυνατοῦσαν νὰ ἐξηγήσουν οἱ Σεμενδρειῶτες γιατί νὰ ‘ναι τρεῖς καὶ ὄχι πέντε.

Λίγο μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοὺ  Ἁγίου Βλασίου στὴ Σεβάστεια, δέχτηκε κι αὐτὸς τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι κι ἀμέσως μὲ τὴν πρώιμη ζωγραφική των κατακομβῶν, αὐτὴν ποὺ ἀπέφυγε τη μανία τῆς εἰκονομαχίας, προβαλλε «Ἐν Ναοῖς καὶ εἰκονίσμασι» ἡ μορφὴ τοῦ Ἁγίου δίπλα στοὺς πέντε Μάρτυρες, κρατώντας στὸ χέρι τοῦ τὴ διαθήκη τοῦ Ἄγ. Εὐστρατίου. Ὁλόκληρος ὁ Ὀρθόδοξος κόσμος μὲ πολλὴ εὐλάβεια τίμησε τοὺς ἁγίους του Χριστοῦ μάρτυρες. Αὐτοὺς ποὺ μὲ τὸ αἷμα τοὺς σφράγισαν τὸν πόθο καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό. Στὸ Μπὸρ (Πόρος), ἀνθηρὴ κωμόπολη κοντὰ στὴ Νίγδη, ἱδρύεται μοναστήρι μὲ λαμπρὸ Ναὸ σεμνυνόμενο στὸ ὄνομα τῶν ἁγίων μας.

Σπουδαία κειμήλια τοῦ Μπόρ, ἔχοντα σχέση μὲ τοὺς Πέντε Μάρτυρες, ὑπάρχουν στὸ μουσεῖο Μπενάκη. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα μοναστήρι τῆς Ἀνατολῆς, ἀπὸ τὰ ἁγιορείτικα, τὰ μετεωρίτικα, τῆς Καστοριᾶς, τοῦ Μυστρά, τῆς Πάτμου, τῆς Μικρασίας, τῆς Χίου, τῆς Κρήτης καὶ Λέσβου καὶ τοῦ μακρινοῦ Σινᾶ, ποὺ νὰ μὴν σεμνύνεται ἔχοντας στὶς εἰκονογραφικὲς ζῶνες τοῦ καθολικοῦ του, καὶ σὲ φορητὲς εἰκόνες, τὶς σεπτὲς μορφὲς τῶν «στρατιωτικῶν», ὅπως τοὺς ἀποκαλοῦν, Καππαδοκῶν Ἁγίων μας.

Ἐσεμνύνετο καπότε ἡ Καισαρεία ὡς ἔχουσα μεγάλο μέρος τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ὀρέστη, ἰσοτίμως προσκυνούμενο καὶ τιμώμενο μὲ τὸ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου. Ἀλλὰ καὶ πέραν τοῦ κυρίου ὄγκου τῶν ἱερῶν λειψάνων, ποὺ «ὡς μέγαν θησαυρὸν» κατέχει ὁ ἱερός μας ναός, (Πολυστύλο Καβάλας) μεγάλος ἀριθμὸς μονῶν καὶ ναῶν κατέχει τεμάχια τῶν ἱερῶν λειψάνων τους, τὰ ὁποῖα διαμοιράστηκαν εἴτε στὰ χρόνια της Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, εἴτε στὰ χρόνια των σταυροφοριῶν, ἀφοῦ λείψανα τῶν ἁγίων Πέντε Μαρτύρων ὑπάρχουν καὶ στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Ἀπολλιναρίου στὴ Ρώμη, εἴτε μετὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπως συνέβη μὲ τὸν Ἄγ. Βασίλειο Λαγκαδά, εἴτε στὴν περίοδο 1924-1970, ὁπότε δόθηκε μέρος στοὺς Σεμενδριῶτες τῆς Χαλκιδικῆς, στὴν Ι. Μ. Σιμωνόπετρας, στὴν Ι. Μ. Ὀρμύλιας Χαλκιδικής, στὸν Ἄγ. Σίλα Καβάλας, καὶ τέλος ψῆγμα τῶν ἱερῶν λειψάνων ἀπὸ τὸν γράφοντα, σύμφωνα μὲ τὶς κανονικὲς διατυπώσεις τῆς Ἐκκλησίας μας, στὴν Ι. Μονὴ Ἁγίου Μηνᾶ Περιχώρας Ζιχνῶν.

Ἀλλὰ καὶ στὸν τομέα τῆς ὑμνολογίας ἡ Ἐκκλησία μᾶς τοὺς τίμησε πρεπόντως. Οἱ διαπρεπέστεροι ὑμνωδοὶ τῆς Ὀρθοδοξίας συνέταξαν τὴν Ἀκολουθία τους καὶ τὸν Παρακλητικό τους Κανόνα. Ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνὸς τὸν Κανόνα τους καὶ ἰδιόμελο τῶν Αἴνων. Ὁ Βύζας καὶ ὁ Γερμανός, ὁμοίως ἰδιόμελα. Τὸ καύχημα τῶν γυναικὼν στὸν ὑμνολογικὸ καὶ ποιητικὸ τομέα, ἡ θρυλικὴ Κασσιανὴ συνέταξε τὰ ὑπέροχα δοξαστικά των Αἴνων… «Τὴν Πεντάχοροον λύραν καὶ ἑπταφωτον λυχνίαν τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας… εὐσεβῶς ἐγκωμιάσωμεν» καὶ τὸ τῶν Στίχων «ὑπὲρ τὴν τῶν Ἑλλήνων παιδείαν τὴν τῶν Ἀπόστολων σοφίαν προέκριναν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες». Παρακλητικοὶ κανόνες ὑπάρχουν δύο: ἕνας ἀρχαῖος, ὁ ὁποῖος ἂπ’ ὅτι γνωρίζω δὲν ἦταν γνωστὸς στὴ Μητρόπολή μας, καὶ ἕνας νεώτερος, ποίημα τοῦ μεγάλου ὑμνογράφου τῆς Ἐκκλησίας μας, Γερασίμου τοῦ Μικραγιαννανίτου, ἐξέχοντως σεβομένου τοὺς Ἁγίους μας. Ἀξιώθηκα νὰ τὸν φιλοξενήσω στὸ Πολυστύλο καὶ νὰ τοῦ ἀνοίξω τὴ λειψανοθήκη τους γιὰ νὰ προσκυνήσει.

Τὸ συνταρακτικὸ Μαρτύριο τῶν Πέντε Ἁγίων μας, προβάλλει πάντοτε μπροστὰ στὰ μάτια μας σὰν ὑπόμνηση τῶν δικῶν μᾶς ὑποχρεώσεων, σὰν ἔλεγχος τῆς τωρινῆς συμπεριφορᾶς μᾶς ἀπέναντι στὸ πρέπον, ποὺ εἶναι ἡ διαρκὴς ὁμολογία τῆς χριστιανικῆς ἰδιότητάς μας.

Ὁ χορὸς τῶν Πέντε Μαρτύρων ἀποτελεῖ τὴν εὐαγγελικὴ τελείωση, καθὼς Αὐτοὶ μὲ τὴν ἐργώδη στάση τους, σὲ ὧρες ὁμολογίας καὶ μαρτυρίου, ἐξεπλήρωσαν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ τὰ ἐντάλματα. Ἡ προσφορὰ τοῦ ἁγίου αἵματός τους, ἀπεξήρανε τὶς σπουδὲς πρὸς τὰ εἴδωλα καὶ δημιούργησε τὰ ἀπειράριθμα πλήθη τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

Αὐτὸ ἦταν τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Εὐστρατίου καὶ τῶν σὺν αὐτῶ ἀθλησάντων Ἁγίων Μαρτύρων, Εὐγενίου, Μαρδαρίου, Αὐξεντίου καὶ Ὀρέστη. Ἀλλ’ ὅμως, ἂν ἡ κρύα πλάκα τοῦ τάφου γιὰ ὅλους τους χριστιανοὺς δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀφετηρία μιᾶς ἄλλης ζωῆς, πόσο μᾶλλον γιὰ τοὺς μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὺς ποὺ «λίαν ἐτίμησεν ὁ Θεὸς καὶ θαυμαστὸς καθίσταται δὶ’ Αὐτῶν». Τὰ εὐλογημένα τοὺς λείψανα, μέσα στὶς «καὶ ἐαρινῶν ἀνθέων εὐοσμότερες λάρνακές» τους, εἰς τὸ διηνεκὲς θὰ εὐλογοῦν, θὰ ἁγιάζουν, θὰ θαυματουργοῦν «ἴνα καὶ διὰ στοιχείων καὶ διὰ Ἀγγέλων καὶ διὰ ἀνθρώπων καὶ διὰ δρώμενων καὶ διὰ ἀοράτων, δοξάζηται τὸ πανάγιον ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Σ’ ἐκείνους λοιπὸν τοὺς τάφους εὐλαβικὰ ἃς πλησιάσουμε καὶ ἃς ἐντρυφήσουμε στὶς σεπτὲς σελίδες ποὺ ἔγραψαν μὲ τὴ ζωντανὴ παρουσία τους ἀπὸ τὸ ἔτος τοῦ μαρτυρίου τους, τὸ 296, μέχρι τὸ σημερινὸ 1996, δηλαδὴ δέκα ἑπτὰ ὁλόκληρους αἰῶνες. Ἃς ἀγγίσουμε τὴ χαριτόβρυτη λάρνακά τους, καὶ ἃς ἀναφωνήσουμε μαζὶ μὲ τὴν Κασσιανή: «Τὴν πεντάχορδον λύραν καὶ πεντάφωτον λυχνίαν, τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας, τοὺς θεοφόρους Μάρτυρας, φερωνύμως ὑμνήσωμεν, καὶ εὐσεβῶς ἐγκωμιάσωμεν. Χαίροις ὁ καλῶς ὑπὸ Θεοῦ στρατευθεῖς… Εὐστράτιε Θεοσοφέ… Χαίροις ὁ ἰσάριθμος χορὸς τῶν φρονίμων Παρθένων… Πάσης ὀργῆς καὶ θλίψεως λυτρώσασθαι καὶ τῆς ἀφράστον ὑμῶν δόξης συμμέτοχους ποίησαι».

π. Θεοχάρη Μέγγα Ἱεροδιδασκάλου

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΕΝΤΕ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΠΑΔΟΚΙΑ ΣΤΟ ΠΟΛΥΣΤΥΛΟ ΚΑΒΑΛΑΣ

ΠΟΛΥΣΤΥΛΟ 1996

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *