Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Μελωδοῦ
Διήγηση γιὰ τοὺς φονευθέντες Ἀββάδες
Στὴν Ἱερὰ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα.

 Την ἐποχὴ αὐτὴ πέθαναν στη Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα Πατερες, μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, τὸν ὁποῖο περιέγραψε σὰν αὐτόπτης μάρτυρας ὁ Ἅγιος Στέφανος ὁ Μελωδός, ποὺ ὑπῆρξε Ἁγιοπολίτης καὶ Σαββαϊτης ( + 807), μὲ προτροπὴ τοῦ Ἡγουμένου τῆς Λαύρας Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε τὸν καιρὸ τῆς ἐπιδρομῆς τῶν βαρβάρων. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὸ ἔργο του δὲν γράφει ὄνομα, ἀλλὰ στὴ βιογραφία τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Θαυματουργοῦ ὁ συγγραφέας τῆς Λεόντιος, μιλώντας γιὰ κάποιον εὐσεβῆ ἄνθρωπο, συμμαθητὴ τοῦ ἀββᾶ Θεοκτίστου, λέει ὅτι αὐτὸς ἐντάχθηκε στὸ σύνολο τῶν Πατέρων ποὺ θανατώθηκαν ἀπὸ τοὺς βαρβάρους στὴν Μεγίστη Λαύρα, «τῶν ὁποίων τὴ διήγηση συνέγραψε ὁ πανάρετος ἀββᾶς Στέφανος, τὸ καύχημα τῆς Λαύρας μας».  Τὸ ἔργο αὐτὸ ἔχει τὴν ἑξῆς ἐπιγραφή: «Ἐξήγησις, ἤτοι μαρτύριον τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῶν ἀναιρεθέντων ὑπὸ τῶν βαρβάρων, ἤγουν Σαρακηνῶν, ἐν τῇ Μεγίστη Λαύρα τοῦ Ἁγίου πατρὸς ἠμῶν Σάββα». Ο Στέφανος ἔκανε πολλοὺς κανόνες γιὰ τοὺς φονευθέντες στὴ Λαύρα τὴν 20η Μαρτίου. 

Ὁ Στέφανος ἔγινε αὐτόπτης μάρτυρας τῶν γεγονότων στὴ Λαύρα, «ὄντας ἕνας ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς στὴν εὐαγῆ αὐτὴ Λαύρα, ἂν καὶ ἀνάξιος, καὶ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ βρέθηκαν ἐκεῖ τὴν ὥρα τῆς ὀλέθριας ἑφόδου καὶ ἐπιθέσεως τῶν βαρβάρων». Ἡ ληστρικὴ αὐτὴ ἕφοδος καὶ ἐπίθεση τῶν Σαρακηνῶν κατὰ τῆς Λαύρας, πρέπει νὰ ἀποδοθεῖ στὶς τάσεις ποὺ εἶχαν αὐτοὶ γιὰ λεηλασία, καθὼς πίστευαν ὅτι στὰ κελλιὰ τῶν πατέρων θὰ βροῦν θαμμένους ἄπειρους θησαυρούς. Τὸ 788, ὅταν ἦταν Πατριάρχης ὁ Ἠλίας καὶ ἡγούμενος ὁ Βασίλειος, ἔγινε μεγάλος ἐμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Σαρακηνῶν στὴν Παλαιστίνη. Καὶ ἀφοῦ διαιρέθηκαν σὲ δύο στρατόπεδα, διέπραξαν πολλὲς ἀναταραχὲς χρησιμοποιώντας ἀθέμιτα μέσα? πόσες ἁρπαγές, αἱματοχυσίες καὶ ἄδικους φόνους ἔκαναν, πόσα χωριὰ τὰ ἄφησαν ἐρείπια παραδίδοντάς τα στὶς φλόγες, ἀφοῦ πρῶτα λεηλάτησαν τοὺς κατοίκους τους καὶ τοὺς ἔδιωξαν ἢ τοὺς σκότωσαν, «δὲν ἔχω τὴ δυνατότητα, οὔτε εἶναι τοῦ παρόντος καιροῦ καὶ τοῦ θέματος ποὺ ἀσχολούμαστε νὰ τὰ διηγηθοῦμε κατὰ σειρά», λέει ὁ Στέφανος. Παντοῦ τα τερατοειδῆ αὐτὰ ὄντα ἐπέφεραν φρικτὴ ἐρήμωση. Πολυάριθμες καὶ πολυάνθρωπες πόλεις ἐρημώθηκαν. Τὴν Ἐλευθερούπολη (πὲτ τζιπριν) τὴν ἐκπόρθησαν καὶ τὴν κατάντησαν ἀκατοίκητη? ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀσκαλώνα καὶ τὴ Γάζα καὶ τὴν Σαριφαία καὶ ἄλλες πόλεις τὶς ἐκπόρθησαν, τὶς κατέστρεψαν καὶ τὶς ἄφησαν βοσκοτόπια. Καὶ ἔστηναν ἐνέδρες καὶ ἀπογύμνωναν τοὺς περαστικοὺς καὶ τοὺς τραυμάτιζαν? κι αὐτοὶ τὸ θεωροῦσαν τύχη, γιατί διέφυγαν τὸ θάνατο. Καὶ ὁ καθένας φρόντιζε πῶς νὰ ἁρπάζει πράγματα ποὺ δὲν τοῦ ἀνῆκαν, καὶ νὰ συγκεντρώνει πλοῦτο ἀπὸ ξένα χρήματα καὶ πράγματα. Καὶ ἂν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς τύχαινε νὰ εἶναι θυμωμένος μὲ κάποιον ἢ περισσότερο ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ἅρπαζε τὴν εὐκαιρία καὶ προσπαθοῦσε μὲ βίαιο τρόπο νὰ τὸν σκοτώσει καὶ νὰ σφετεριστεῖ τὰ ὑπάρχοντά του.

 Κι ἐνῶ ἐπικρατοῦσε αὐτὴ ἡ ἀκαταστασία, καὶ σὰν φλόγα ποὺ ἐξαπλώνεται παντοῦ, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν στοὺς ἀγροὺς καὶ τὶς κωμοπόλεις, ἐγκαταλείποντας τὰ ὑπάρχοντά τους καὶ ἐπιθυμώντας τὴ σωτηρία τους, κατέφευγαν στὶς πολυπληθεῖς πόλεις, σὰν σὲ καταφύγιο. Καὶ οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων καὶ ἰδίως τῆς Ἁγίας Πόλης, παρατώντας τὶς δουλειές τους, ἔσκαβαν τάφρους γύρω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἀνοικοδομήσουν τὰ τείχη καὶ νὰ σφραγίσουν τὶς πύλες, καὶ νυχθημερὸν τοποθετοῦσαν φύλακες καὶ σκοπούς, καθὼς τοὺς διακατεῖχε μεγάλος φόβος γιὰ τὶς μαζικὲς καὶ ξαφνικὲς ληστρικὲς ἑφόδους τῶν ἐπιτιθεμένων. Γιατί ἤδη ἀπειλοῦσαν ὅτι θὰ ἐπιτεθοῦν καὶ κατὰ τῆς Ἱερουσαλήμ, γιὰ νὰ τὴ λεηλατήσουν. Καὶ πραγματικά, προσπάθησαν νὰ τὴν καταλάβουν.

Ἀλλὰ οἱ ὑπερασπιστές της, ἂν καὶ ἦταν ὀλιγάριθμοι, κατόρθωσαν νὰ ἀποκρούσουν τὶς ἐπιθέσεις τους. Ὁ ἡγούμενος τῆς Λαύρας ἐπέτρεψε σὲ ὅσους ἤθελαν νὰ φύγουν καὶ νὰ σωθοῦν στὶς πόλεις. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ ἀσκητήριο αὐτό, οὔτε ἐγκατέλειψε τὴ Λαύρα. Ὅλοι μὲ προσευχὲς καὶ δεήσεις, νύχτα καὶ μέρα παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ πράξει τὸ συμφέρον καὶ τὸ εὐάρεστο γιὰ τὶς ψυχές τους. Καὶ παρότρυνε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον λέγοντας: « Ἂν θελήσει ὁ Χριστός, τὸν ὁποῖο νυμφευτήκαμε καὶ γιὰ αὐτὸν κατοικοῦμε αὐτὴν τὴν ἔρημο ἐγκαταλείποντας ὁ καθένας τὴν πατρίδα του, νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ παράνομα καὶ βαρβαρικὰ χέρια, μπορεῖ νὰ τὸ κάνει, καθὼς μπορεῖ εὔκολα νὰ κάνει τὰ πάντα. Ἂν ὅμως προστάζει νὰ παραδοθοῦμε καὶ νὰ πεθάνουμε στὰ χέρια ἐκείνων, ἐπειδὴ ὁλωσδιόλου γνωρίζει καλὰ ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ καλύτερο, μακάρι νὰ μᾶς παραχωρήσει καὶ κάτι ὑψηλότερο. Ἃς δεχτοῦμε λοιπὸν αὐτὰ ποὺ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς σὰν τὰ πιὸ συμφέροντα καὶ ἃς μὴ γυρίσουμε πίσω στοὺς κοσμικοὺς θορύβους ἀπὸ φόβο γιὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς βαρβάρους, δίνοντας ἔτσι ὑπόνοια δειλίας, πολὺ αἰσχρὸ πάθος νὰ τὸ ἔχει κανείς. Γιατί ὁ δεσπότης καὶ Σωτήρας μᾶς Ἰησοῦς Χριστός, μᾶς πρόσταξε νὰ μὴ φοβόμαστε αὐτοὺς ποὺ θὰ μᾶς θανατώσουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲ μποροῦν νὰ μᾶς θανατώσουν τὴν ψυχή.

Πόσο ὡραῖο εἶναι νὰ βλέπεις ἀνθρώπους νὰ ἀναχωροῦν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ πορεύονται στὴν ἔρημο, καὶ πόσο αἰσχρὸ καὶ ἀποτρόπαιο καὶ ἐπονείδιστο ἀπὸ τὴν ἄλλη, νὰ βλέπεις αὐτοὺς ποὺ ἀποξενώθηκαν κάποτε ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἔζησαν πολλὰ χρόνια στὴν ἔρημο, νὰ ἐπιστρέφουν πάλι πίσω στὸν κόσμο ἀπὸ φόβο ἀνθρώπινο…Δὲν ἔχουμε πόλεις μὲ τείχη καὶ πύργους γιὰ νὰ προστατευτοῦμε, ἀλλὰ ἔχουμε ἀκατάλυτο τεῖχος τὸν Χριστό… Δὲν ἔχουμε ἁλυσιδωτὸ θώρακα καὶ περικεφαλαία καὶ δερμάτινη ἀσπίδα…, ἀλλὰ ἔχουμε τὴν πανοπλία τοῦ πνεύματος, ἀγάπης καὶ ἐλπίδας θώρακα καὶ θυρεὸ πίστεως καὶ σωτήρια περικεφαλαία… Δὲν ἔχουμε στρατιωτικὴ φάλαγγα νὰ μᾶς ὑπερασπίσει, ἀλλὰ «παρεμβαλεῖ ἄγγελος Κυρίου κύκλω τῶν φοβουμένων αὐτῶν καὶ ρύσεται αὐτούς». Γιὰ ἐμᾶς εἴτε ζήσουμε εἴτε πεθάνουμε, κέρδος μᾶς εἶναι ὁ Χριστός? οὔτε ἤρθαμε νὰ μείνουμε σὲ αὐτὴ τὴν ἔρημο ἐπειδὴ ἀγαπούσαμε τὴ ζωή μας. Γιὰ χάρη Τίνος ἐπιλέξαμε νὰ κατοικοῦμε σὲ αὐτὴ τὴν ἀκατοίκητη γῆ; Δὲν εἶναι ξεκάθαρο, ὅτι γιὰ τὸν Χριστό; Ἂν λοιπὸν θανατωθοῦμε σὲ αὐτή, θὰ θανατωθοῦμε γιὰ τὸν Χριστό, γιὰ τὸν ὁποῖο δείξαμε σύνεση νὰ κατοικήσουμε σὲ αὐτή? τί εἶναι λοιπὸν πιὸ εὐχάριστο καὶ πιὸ εὐτυχὲς ἀπὸ τὸ νὰ πεθάνουμε γιὰ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος πέθανε γιὰ τὴν ἀγάπη του πρὸς ἐμᾶς».

Παίρνοντας θάρρος μὲ τέτοια λόγια ἀποφάσισαν νὰ παραμείνουν στὴ Λαύρα, καθὼς ἀναλογίζονταν ἰδιαίτερα ὅτι, ἂν ἔφευγαν, οἱ ἐχθροὶ θὰ τὴν κατέστρεφαν, θὰ κατέκαιγαν τὴν ἐκκλησία, θὰ κατεδάφιζαν τὰ κελλιὰ καὶ θὰ καταντοῦσαν γιὰ πάντα ἀκατοίκητο τὸν τόπο ἐκεῖνο. Οἱ βάρβαροι συγκεντρώθηκαν στὰ μέρη γύρω ἀπὸ τὴν παλιὰ Λαύρα τοῦ ἀββᾶ Χαρίτωνα καὶ σὰν ἀκρίδες καὶ θεόσταλτη ὀργή, ἀφοῦ κατέστρεψαν τὶς γύρω κωμοπόλεις καὶ λεηλάτησαν τὴν εὐαγῆ ἐκείνη Λαύρα, χωρὶς νὰ ἀφήσουν τίποτα στοὺς ἐκεῖ πατέρες καὶ ἔκαναν τὰ πάνδεινα ἐναντίον τους καὶ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ὑπέβαλαν σὲ διάφορα βασανιστήρια, ἔμειναν σὲ αὐτὴ γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες. Καὶ ἀπειλοῦσαν μὲ ὀργὴ καὶ ἀκόνιζαν τὰ δόντια τους, σὰν ἀγριόχοιροι καὶ βρυχώνταν σὰν λιοντάρια κατὰ τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἐπειδὴ ἐκτὸς ἀπὸ αὐτήν, τίποτα δὲν εἶχε μείνει ἀπόρθητο στὰ περίχωρα, «ὡς ρὰξ ἐν ἀμπελώνι μετὰ τρυγητόν».

Καὶ ἐχθροί της Λαύρας, ποὺ ἦταν ἀπὸ παλιὰ γείτονές της καὶ ἀπὸ παλιὰ διψοῦσαν νὰ τὴν καταλάβουν καὶ καιροφυλακτοῦσαν γιὰ μιὰ τέτοια εὐκαιρία, παρότρυναν καὶ ἐρέθιζαν τί πλῆθος ἐναντίον της. Οἱ στρατιῶτες ποὺ εἶχαν παραταγμένοι γιὰ τὴ φρούρηση τῆς πόλης, βλέποντάς τους καὶ νομίζοντας ὅτι θὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τῆς πόλης, τοὺς προϋπάντησαν στὰ μέρη κοντὰ στὴ Βηθλεὲμ καὶ ἀφοῦ ἔγινε συμπλοκή, σκότωσαν πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τοὺς καταδίωξαν μέχρι τὴν ἔρημο. Ἄλλη φορᾶ τὰ πλήθη τῶν βαρβάρων συμφώνησαν νὰ ἐπιτεθοῦν πολὺ πρωὶ στὴ Λαύρα καὶ νὰ τὴ λεηλατήσουν.

Ἀλλὰ σὲ κάποια κωμόπολη βρῆκαν ἀρκετὲς στάμνες γεμάτες κρασὶ κρυμμένες κάτω ἀπὸ φρύγανα καὶ ἤπιαν ἀπὸ αὐτὸ μὲ τόση ἀπληστία καὶ χωρὶς μέτρο , ὥστε χωρὶς νὰ ξεχωρίζει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον συγκρούστηκαν καὶ ἔτσι ματαιώθηκε ὁ σκοπός τους.

Κι ἐνῶ αὐτὰ συνέβαιναν γιὰ ἀρκετοὺς μῆνες καὶ οἱ δρόμοι γιὰ τὴν Ἅγια Πόλη ἔκλεισαν, μέσα στὴ Λαύρα διακατέχονταν ἀπὸ φόβο, τρόμο, ἀγωνία καὶ θλίψη. Τὰ τρόφιμα μεταφέρονταν, ὅπως καὶ τώρα, ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ πολλὲς φορὲς τὰ ἅρπαζαν οἱ ἐχθροί. Ἀκόμα, ἔμεναν σὲ ψηλὰ μέρη, καὶ ἔτσι καίγονταν ἀπὸ τὸν καύσωνα τὴ μέρα καὶ πάγωναν ἀπὸ τὸν παγετὸ τὴ νύχτα καὶ περίμεναν τὴν αἰφνιδιαστικὴ ὁρμὴ καὶ ἕφοδο τῶν βαρβάρων? καὶ τοποθέτησαν φύλακες σὲ ψηλὸ ὅρος, γιὰ νὰ ἀναγγείλουν μὲ σινιάλο τὴν παρουσία τους. Καὶ πολλὲς φορὲς φάνηκαν πλήθη βαρβάρων καὶ οἱ ἐντός της Λαύρας τὸ μάθαιναν καὶ μὲ καμπάνες καὶ σήμαντρα προσκαλοῦσαν γιὰ νὰ συγκεντρωθοῦν ὅσοι βρίσκονταν στὰ κελλιά. Οἱ Πατέρες βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀγωνία καὶ φόβο.

Οἱ ἐχθροί της Λαύρας ἀφοῦ πῆραν μαζί τους καὶ ἄλλους καὶ ἔγιναν πάνω ἀπὸ ἑξήντα, ἀποφάσισαν νὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον της. Οἱ ἐντός της Λαύρας ἔμαθαν γιὰ αὐτὴ τὴν ἐπίθεση. Ἦταν ἡ 13η μηνός Μαρτίου κατὰ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου. Οἱ Πατέρες συγκεντρώθηκαν τρέχοντας στὸ συνηθισμένο λόφο. Ἀλλὰ μόλις τοὺς εἶδαν νὰ ἔρχονται ἀπὸ μακριά, τοὺς κατέλαβε μεγάλος φόβος καὶ διαλύθηκαν.

Οἱ βάρβαροι, ἀφοῦ διαιρέθηκαν σὲ δύο τμήματα, συσκέπτονταν. Καὶ ἐνῶ πλησίαζαν αὐτοί, κάποιοι πατέρες πῆγαν νὰ τοὺς προϋπαντήσουν μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ τοὺς τιθασεύσουν μὲ τέτοια περίπου παρακλητικὰ λόγια: «Γιατί ἔχετε ἔρθει μὲ τέτοιο τρόπο πρὸς ἐμᾶς, σὰν νὰ εἴμαστε ἐχθροὶ καὶ νὰ ἔχουμε κάνει τὶς μεγαλύτερες ἀδικίες καὶ τὰ χειρότερα πράγματα καὶ σὰν νὰ σᾶς προσβάλαμε πολὺ καὶ νὰ σᾶς κακοποιήσαμε; Ἐμεῖς, κύριοι, εἴμαστε εἰρηνικοὶ ἀπέναντί σε ὅλους? οὔτε ἐσὰς οὔτε ἄλλους λυπήσαμε ἢ βλάψαμε ποτέ. Καὶ τόσο πολὺ μένουμε μακριὰ ἀπὸ ἔριδες καὶ μάχες, ἐπειδὴ ἐγκαταλείψαμε τὶς περιουσίες μας καὶ ὅλο τὸν κόσμο καὶ κατοικοῦμε σὲ αὐτὴ τὴν ἔρημο, ὅπως βλέπετε, γιὰ νὰ μπορέσουμε ἀπερίφραστα, ἀφοῦ ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ κάθε θόρυβο τῆς ζωῆς καὶ ταραχὴ  καὶ  διαφωνία καὶ συναναστροφή, νὰ κλαύσουμε τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ εὐαρεστήσουμε τὸν Θεό.

Καὶ ὄχι μόνο δὲ σᾶς βλάψαμε καθόλου, ἀλλὰ καὶ δὲν παραλείπουμε νὰ σᾶς εὐεργετοῦμε, ὅσο μποροῦμε? γιατί συνεχῶς, ὅσους ἀπὸ σᾶς τυχαίνει νὰ εἶναι περαστικοὶ ἀπὸ ἐδῶ, τοὺς παρέχουμε φιλοξενία καὶ τροφὴ καὶ ἀνάπαυση. Μὴ λοιπὸν μᾶς ἀνταμείψετε μὲ πονηριὲς ἀντὶ γιὰ ἀγαθά, ἐνῶ ὀφείλετε νὰ μᾶς συγχαίρετε μὲ ὅση δύναμη ἔχετε γιὰ ὅσες εὐεργεσίες σᾶς προσφέραμε? ἀλλὰ καὶ τώρα εἴμαστε πρόθυμοι νὰ σᾶς δεξιωθοῦμε μὲ τρόφιμα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε σὲ ἀφθονία καὶ ὅπως συνήθως νὰ σᾶς προσφέρουμε ἀνάπαυση».

Ἀλλὰ αὐτοὶ ἀπάντησαν μὲ ὕβρεις καὶ ἀπειλές: «Δὲν ἔχουμε ἔρθει ἐδῶ γιὰ τρόφιμα, ἀλλὰ γιὰ χρήματα. Ἔχετε λοιπὸν νὰ διαλέξετε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο, ἢ νὰ μᾶς δώσετε χρήματα, ἢ νὰ πεθάνετε ἀπὸ τὰ βέλη μας».

Οἵ της Λαύρας ἀπάντησαν: «Πιστέψτε, ἄνδρες, πιστέψτε ὅτι εἴμαστε ταπεινοὶ καὶ φτωχοὶ καὶ ἐντελῶς ἄποροι καὶ δὲν ἔχουμε ἀφθονία οὔτε σὲ ψωμὶ γιὰ νὰ χορτάσουμε? ἀλλὰ δὲν ἔχουμε οὔτε περιουσία οὔτε πολυτέλεια σὲ ἄμφια καὶ ροῦχα, κι ἂν πεῖτε πάλι γιὰ ποσότητα χρυσοῦ, οὔτε στὸ ὄνειρό μας δὲ τὴ φανταστήκαμε ποτέ? περνᾶμε τὴ ζωὴ μᾶς ἐδῶ μὲ στενότητα καὶ αὐτάρκεια, ἔχοντας μόνο τα ἀναγκαῖα, καὶ αὐτὰ μὲ ἐλλείψεις». Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ὀργισμένοι ἄδειασαν τὶς φαρέτρες τοῦ κατὰ τῶν Πατέρων καὶ τραυμάτισαν περίπου τριάντα, ἄλλους σοβαρά, ἄλλους ἐλαφρά? καὶ ἄρχισαν νὰ γκρεμίζουν τὶς πόρτες τῶν κελλιῶν καὶ νὰ ἁρπάζουν ὅ,τι ἔβρισκαν μέσα σὲ αὐτά. Οἱ Πατέρες φρόντιζαν τοὺς τραυματίες μεταφέροντάς τους σὲ κοντινὸ κελλί, «τοὺς ὁποίους περιποιήθηκε ὁ ἄριστος γιατρὸς καὶ εὐλαβέστατος ἀββᾶς Θωμάς, ὁ ὁποῖος μετὰ ἀπὸ αὐτὰ χειροτονήθηκε ἡγούμενος τῆς Παλαιᾶς Λαύρας (πιθανὸν τὸ 796), καί, στὶς ἀρχὲς τοῦ ἐνάτου αἰώνα, ὁπότε καὶ ἔγραφε ὁ Λεόντιος τὴ βιογραφία τοῦ Στεφάνου τοῦ Θαυματουργοῦ, ἦταν πατριάρχης Ἱεροσολύμων. Προσπαθοῦσε λοιπὸν νὰ τοὺς θεραπεύσει, δίχως νὰ διστάζει νὰ προσφύγει καὶ σὲ χειρουργικὲς ἐγχειρήσεις. Οἱ βάρβαροι δὲν ἀρκέστηκαν νὰ λεηλατήσουν τὰ κελλιὰ ἀλλὰ ἐπιχείρησαν νὰ τὰ πυρπολήσουν. Οἱ Πατέρες θλίβονταν βαθύτατα, βλέποντας τὰ οἰκήματά τους νὰ καίγονται καὶ τοὺς βαρβάρους  νὰ ἀποφασίζουν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ἐκκλησία στὶς φλόγες. Σήκωναν λοιπὸν τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ ζητοῦσαν τὴν ἐξ ὕψους βοήθεια καὶ ἐπικαλοῦνταν τὶς πρεσβεῖες τοῦ Ἁγίου Σάββα.

Οἱ βάρβαροι, μόλις εἶδαν κάποιους νὰ ἔρχονται καὶ ὑποπτεύθηκαν ὅτι ἔρχονται γιὰ βοήθεια, ἀποχώρησαν παίρνοντας μαζί τους τὰ λάφυρα. Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἂν ἔφυγαν, μεγάλος φόβος τοὺς διακατεῖχε ὅλους, διότι φοβοῦνταν τὴν ἐπιστροφή τους? καὶ μέχρι τὴ δύση τοῦ ἥλιου ἔμειναν ἀμετακίνητοι. Καὶ τὴν ἑπόμενη συγκεντρώθηκαν καὶ ἔκαναν λιτανεῖες καὶ προσευχές, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι ἀργὰ τὸ βράδυ? καὶ αὐτὸ τὸ ἔκαναν συνέχεια ὅλη ἐκείνη τὴν ἑβδομάδα. Καὶ γιὰ παρηγοριὰ ὅλοι ἔμεναν σταθεροὶ στὰ ἴδια, εὐχόμενοι νὰ ζήσουν ἢ νὰ πεθάνουν ὅλοι μαζί. Καὶ ὅταν πέρασε ἡ βδομάδα, τὴν ἑσπέρα τοῦ Σαββάτου, τὴν ὥρα ποὺ ἐπιτελοῦσαν τὴ συνηθισμένη ἀγρυπνία τῆς Κυριακῆς στὴν Ἐκκλησία, δύο μοναχοὶ «εὐλαβεῖς καὶ σταθεροὶ στὸ φρόνημα» ἔφτασαν τρέχοντας καὶ λουσμένοι στὸν ἱδρώτα. Αὐτούς, οἱ Πατέρες τῆς Παλαιᾶς Λαύρας, τηρώντας τὸ νόμο τῆς ἀγάπης καὶ σπρωγμένοι ἀπὸ τὴ φλόγα τῆς ἀδελφικῆς συμπάθειας, τοὺς ἔστειλαν, γιὰ νὰ ἀναγγείλουν ὅτι αὐτοὶ ποὺ πρὶν ἕξι μέρες ἐπιτέθηκαν ἐναντίον τῆς Λαύρας, οἱ ἀσεβεῖς καὶ βρωμερότατοι, ἀφοῦ συγκέντρωσαν πολλοὺς ἄλλους ὁμοίους τους ὅλη τὴ βδομάδα, προτίθενται νὰ ἐπιτεθοῦν τὴν ἑπόμενη νύχτα κατὰ τῆς Λαύρας γιὰ νὰ τὴν ἐρημώσουν καὶ ὅτι ἤδη κατευθύνονται σὲ αὐτὴν ἀπὸ τὴ δύση τοῦ ἥλιου καὶ ὅτι ἔφτασαν μέσα στὸ φόβο καὶ τὴν ἀγωνία μήπως τοὺς συναντήσουν καθ’ ὁδόν. Καὶ οἱ μοναχοί της Λαύρας, μόλις ἄκουσαν τὴν ὀδυνηρὴ εἴδηση, «σὰν νὰ δέχτηκε ὁ καθένας ρομφαία στὴν καρδιά, σὰν νὰ ζαλίστηκαν ἀπὸ τὴν ἀμηχανία, σὰν νὰ τοὺς ἦρθε σκοτοδίνη ἀπὸ τὴ συμφορά, διαλύθηκε ἡ δύναμη καὶ ἡ ὀργάνωσή τους». Καὶ μέσα σὲ θόρυβο καὶ ταραχὴ ἄφησαν μερικοὺς νὰ ψάλλουν στὴν Ἐκκλησία καὶ οἱ περισσότεροι  συγκεντρώθηκαν  στὸ συνηθισμένο ὕψωμα καὶ διανυκτέρευσαν ἐκεῖ ὡς τὸ πρωί, παγωμένοι ἀπὸ τὸ κρύο της νύχτας καὶ ἐνῶ ἐσωτερικὰ ὁ φόβος πάγωνε τὸ αἷμα, ἐξωτερικά το κρύο πάλι τοὺς συνωθοῦσε καὶ τοὺς ἔφερνε κοντὰ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Καὶ δὲν σταμάτησαν νὰ παρακαλοῦν τὸν Ὕψιστο, ἂν καὶ δὲ βρίσκονταν στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἔριχναν τὸ βλέμμα τοὺς παντοῦ καὶ ἔτειναν τὸ αὐτί τους, μήπως ἀκούσουν καὶ δοῦν τοὺς ἐχθροὺς νὰ ἐμφανίζονται.

Ἐνῶ λοιπὸν βρίσκονταν σὲ τέτοια κατάσταση, φάνηκαν δύο ἄνθρωποι νὰ βαδίζουν ἐσπευσμένα, καὶ ὅταν πλησίασαν, ὁ ἕνας ἦταν γέροντας μοναχὸς μὲ ὁλόλευκα μαλλιὰ καὶ γένια, καὶ ὁ ἄλλος φύλακας καὶ ὁδηγός. Κατάκοπος ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ ἀπὸ τὴ θλίψη, μόλις ποὺ μποροῦσε νὰ μιλᾶ καὶ κρατώντας μιὰ μικρὴ ἐπιστολὴ στὸ χέρι τοῦ ἔλεγε ὅτι ἀπὸ αὐτὴ θὰ μάθουν τὸ λόγο τῆς παρουσίας του. Ἄνοιξαν λοιπὸν τὴν ἐπιστολὴ καὶ τὴ διάβασαν κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς σελήνης καὶ εἶδαν ὅτι προερχόταν ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου. Καὶ εἶχε τὸ ἑξῆς περιεχόμενο: «Θέλουμε νὰ ξέρετε, πατέρες, ὅτι γνωρίζουμε ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τὸ ξέρουν καλά, ὅτι συγκέντρωση πονηρῶν ἀπὸ τὰ βόρειά της Ἁγίας Πόλης συναθροίστηκε μὲ κακὸ σκοπὸ καὶ σκέφτεται τὴ νύχτα αὐτὴ νὰ σᾶς ἐπιτεθεῖ καὶ νὰ ταλαιπωρήσει καὶ νὰ ἐρημώσει τὴ Λαύρα? ἀσφαλίστε λοιπόν  τοὺς ἑαυτούς σας καὶ νὰ προσεύχεσθε γιὰ σᾶς».

Μόλις πῆραν στὰ χέρια τοὺς τὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ οἱ Πατέρες, κατάλαβαν ὅτι ὑπῆρχαν δύο συμμορίες, δηλαδὴ αὐτὴ καὶ ἐκείνη ποὺ ἀνήγγειλαν οἱ Παλαιολαυρίτες, οἱ ὁποῖες ἑνωμένες ἐπρόκειτο νὰ ἐπιχειρήσουν τὴν ἕφοδο. Βρισκόμενοι λοιπὸν σὲ αὐτὴ τὴ δεινὴ κατάσταση καὶ χωρὶς νὰ ἐλπίζουν σὲ καμία ἐπίγεια βοήθεια, παρακαλοῦσαν ἀσταμάτητα τὸν Θεό. Ὁ Στέφανος λέει, «Ὅμως, ἀλίμονο, πῶς νὰ ἀντέξω χωρὶς δάκρυα τὴν ἀνάμνηση τῆς φρικτῆς καὶ ἐλεεινῆς ἐκείνης ὥρας; Πῶς θὰ μπορέσω νὰ ἀναπαραστήσω μὲ τὸ λόγο ὅσα εἶδαν τὰ μάτια μας; Ἀκόμα κι ἂν εἶχα δέκα γλῶσσες καὶ ἄλλα τόσα στόματα (γιατί πραγματικά, τὰ λόγια γιὰ τὰ πράγματα εἶναι κατὰ πολὺ κατώτερα καὶ ὑποδεέστερα), ἀλλὰ οὔτε ἀκόμα μποροῦν νὰ φανταστοῦν ὅσα δέχονται μὲ τὴν ἀκοή, ὅπως αὐτὰ ποὺ βλέπουν μὲ τὰ  μάτια. Γιατί ἡ ἐμπειρία καὶ ἡ αἴσθηση καὶ τῶν δύο εἶναι πιὸ δύσκολη? λοιπόν, οὔτε ξυλοκόποι ποὺ βρέθηκαν σὲ πυκνὸ δάσος, δὲν τὸ κατακόβουν τόσο ἀνελέητα, ὅπως αὐτοὶ οἱ ὠμοί, θηριώδεις καὶ ἀπάνθρωποι βάρβαροι, σὰν σὲ μακελειό, ἔκοβαν μὲ τὰ χτυπήματά τους τὰ σώματα τῶν πατέρων ἀνελέητα καὶ χωρὶς οἶκτο, μὲ ἀποτέλεσμα ὄχι νὰ τοὺς ἐκφοβίσουν ἢ νὰ προκαλέσουν μέτριο πόνο, ἀλλὰ ἤδη νὰ τοὺς παραδώσουν σὲ πικρὸ θάνατο».

Οἱ βάρβαροι ἐπιτέθηκαν μὲ μανία. Ἄλλους τοὺς χτυποῦσαν στὰ νῶτα μὲ τὰ ξίφη, ἄλλους τοὺς συνέτριβαν τὰ κεφάλια μὲ μεγάλες καὶ βαριὲς πέτρες, ἄλλους τὶς κνῆμες, ἄλλους μὲ ξύλα καὶ πέτρες τοὺς χτυποῦσαν στὰ πρόσωπα, καὶ δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας ποὺ νὰ μὴν ἔχει βαφτεῖ μὲ αἷμα. Καὶ ἀφοῦ «σὰν σὲ σιδηρουργεῖο σφυροκόπησαν τοὺς ὅσιους» ἀρκετά, τοὺς ὁδηγοῦσαν ὅλους μαζὶ ἀπὸ παντοῦ, μὲ λιθοβολισμοὺς καὶ ἄγριες φωνές, ἀπὸ ψηλὰ μέσα ἀπὸ τὸ χείμαρρο στὴν Ἐκκλησία. Κάποιοι Πατέρες προσπαθοῦσαν νὰ κρυφτοῦν σὲ σπηλιὲς καὶ σὲ σχισμὲς βράχων, καθὼς δὲ μποροῦσαν νὰ ὑπομείνουν τοὺς βασανισμοὺς αὐτούς. Λίγοι ὅμως τὰ κατάφεραν νὰ μείνουν κρυμμένοι. Τὸν «Ἠγουμενειάρχη», δηλαδὴ αὐτὸν ποὺ εἶχε διακονία νὰ ὑποδέχεται τοὺς ξένους ποὺ θὰ ἔμεναν στὴ Λαύρα, ὁ ὁποῖος ὀνομάζονταν Ἰωάννης «εὐλαβὴς καὶ ἐπιεικὴς στὸ χαρακτήρα καὶ νέος στὴν ἡλικία», ἀφοῦ τὸν ἀναγνώρισαν, τοῦ ἐπιτέθηκαν μὲ χιλιάδες χτυπήματα καὶ λιθοβολισμοὺς καὶ τὸν μαστίγωσαν, ἀφήνοντας τὸν σχεδὸν ἡμιθανῆ, καὶ ἔπειτα, σέρνοντας τὸν ἀπὸ τὰ πόδια μέσα ἀπὸ κακοτράχαλα, γεμάτα πέτρες μέρη, ἀπὸ πάνω, ἀπὸ τὴν κορφὴ τοῦ ὅρους, τὸν κατέβασαν ὡς τὴν Ἐκκλησία γδέρνοντας ὅλο το δέρμα τῆς πλάτης καὶ τοῦ πίσω μέρους τοῦ σώματός του καὶ τὸν ἄφησαν ξέπνοο στὴν αὐλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτός, ἀφοῦ βασανίστηκε πάλι μὲ καπνό, πέθανε. Οἱ βάρβαροι, ἀφοῦ τοποθέτησαν φρουροὺς σὲ ψηλὰ σημεῖα, ἐπανέφεραν στὴ Λαύρα μὲ τὴ βία ὅσους προσπαθοῦσαν νὰ διαφύγουν.

Κάποιος Σέργιος Δαμασκηνός, βλέποντας τοὺς Πατέρες νὰ τοὺς συνωστίζουν στὴν Ἐκκλησία, ἐπειδὴ γνώριζε, σὰν μαθητὴς τοῦ ἡγουμένου, τὸν τόπο, ὅπου βρίσκονταν ἄμφια ἱερὰ κρυμμένα καὶ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως τὸν βασανίσουν καὶ ἀναγκαστεῖ νὰ ἀποκαλύψει τὸ μέρος, σκέφτηκε νὰ δραπετεύσει. Αὐτὸν οἱ παραταγμένοι φρουροὶ τὸν κατάλαβαν ποὺ ἔφυγε καὶ ἀπομακρύνθηκε κάπως ἀπὸ τὴ Λαύρα, καὶ κατέβηκαν, τὸν συνέλαβαν καὶ τρυπώντας τὸν μὲ τὰ ξίφη, τὸν ἀνάγκαζαν νὰ ἐπιστρέψει στὴ Λαύρα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε, ἕνας ἀπὸ τοὺς βαρβάρους τὸν χτύπησε τρεῖς φορὲς μὲ τὸ μαχαίρι του στὸν τράχηλο καὶ ἀφοῦ τὸν ἔσπρωξαν στὸν χείμαρρο, ἔριξαν ἀπὸ πάνω του μεγάλες πέτρες, καὶ ἔτσι συνέτριψαν ὅλο του τὸ σῶμα. Τὸ λείψανό του, ὅταν ἀναχώρησαν οἱ βάρβαροι, τὸ πῆραν οἱ Πατέρες καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ ὅσιες θῆκες μαζὶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ποὺ φονεύθηκαν αὐτὴ τὴ μέρα. Οἱ βάρβαροι ἔστειλαν κάποιους ἀνατολικά του χειμάρρου, ἀπὸ ὅπου φαίνονται καλά τα δυτικὰ μέρη, γιὰ νὰ ἐπιβλέπουν αὐτοὺς ποὺ φεύγουν ἢ κρύβονται σὲ σπηλιὲς ἢ κάτω ἀπὸ βράχους καὶ νὰ τὸ ἀναγγέλλουν μὲ φωνὴ καὶ χειρονομία. Κι ἔτσι κανεὶς δὲν μπόρεσε νὰ διαφύγει ἀπὸ τὸ θανατηφόρο αὐτὸ δίχτυ, καθὼς ὅλοι παντοῦ ἀναζητοῦνταν καὶ καταμαρτυροῦνταν.

Κάποιοι ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς κατέφυγαν σὲ μιὰ πολὺ στενὴ σπηλιά, ὅπου ἔλπιζαν ὅτι θὰ διαφύγουν τὴ μανία τῶν διωκτῶν τους. Κάποιος ὅμως ἀπὸ τοὺς φρουροὺς πρὸς τὰ ἀνατολικά, τοὺς εἶδε νὰ μπαίνουν σὲ αὐτὴ καὶ τοὺς ὑπέδειξε δείχνοντας μὲ τὸ δάκτυλο καὶ φωνάζοντας δυνατά. Ἦρθε λοιπὸν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς μὲ ξίφος καὶ ἀπὸ τὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς πρόσταζε μὲ κραυγὲς καὶ ἀπειλὲς νὰ βγοῦν ἔξω.  Αὐτοὶ ὅμως, ποὺ ἦταν πέντε στὸν ἀριθμό, βλέποντας ὅτι ἔγιναν ἀντιληπτοὶ καὶ ὅτι θὰ παραδίνονταν σὲ πικρὰ βάσανα, διακατέχονταν ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο. Τότε ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ὀνομάζονταν Πατρίκιος, γεμάτος ἀπὸ θεῖο ζῆλο, ἀγάπη καὶ φιλαδελφία, εἶπε στοὺς ὑπόλοιπους ἀδελφούς: « Δεῖξτε θάρρος, ἀδελφοί μου ἀγαπητοὶ καὶ ὁμόψυχοι ? ἐγὼ ἀποδέχομαι σήμερα τὸν κίνδυνο γιὰ μᾶς καὶ τὸν θάνατο? ἐγὼ γιὰ χάρη τῆς δικιᾶς σᾶς σωτηρίας πρόθυμα παραδίδω τὸν ἑαυτό μου στὰ χέρια τῶν ἀνελέητων βαρβάρων? ἐσεῖς καθίστε ἐδῶ σιωπηλὰ καὶ χωρὶς φωνὲς καὶ θὰ μείνετε ἀπλησίαστοι στὸ σπήλαιο». Ὅρμησε τότε θαρραλέα ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ εἶπε στὸν βάρβαρο ὅτι εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ἀλλὰ αὐτὸς ἐπέμενε νὰ βγοῦν ἔξω  καὶ οἱ ὑπόλοιποι. Ὁ γενναῖος στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ Πατρίκιος ἰσχυρίζονταν καὶ ἔλεγε ὅτι ἦταν ὁλομόναχος στὸ σπήλαιο καὶ ἔτσι τοὺς ἔσωσε. Αὐτοὶ οἱ φονικοὶ καὶ ἐκδικητικοὶ συγκέντρωσαν τοὺς Πατέρες, κάποιους στὴν Ἐκκλησία, κάποιους στὸ ἡγουμενεῖο, καὶ ἀφοῦ συνέλαβαν αὐτοὺς ποὺ φαίνονταν νὰ εἶναι ξεχωριστοὶ καὶ πρῶτοι ἀνάμεσα στοὺς μοναχούς, τοὺς εἶπαν: « Ἐξαγοράστε τοὺς ἑαυτούς σας καὶ τὴν Ἐκκλησία σας γιὰ τέσσερις χιλιάδες νομίσματα, ἀλλιῶς ἀμέσως διατάζουμε νὰ σᾶς ἀποκεφαλίσουν καὶ βάζουμε φωτιὰ στὸ ναό σας».

Οἱ Πατέρες παρακαλοῦσαν λέγοντας: «Λυπηθεῖτε μας, γιὰ τὸ Θεό, καὶ μὴ χύνετε τὰ αἵματά μας σήμερα? κι αὐτὴ τὴν ποσότητα χρυσοῦ ποὺ λέτε, οὔτε τὴν ἔχουμε, οὔτε τὴν εἴχαμε ποτέ. Καὶ ἂν θέλετε, κοιτάξτε στὰ ἱμάτια ποὺ φορᾶμε καὶ στὰ προσωπικά μας κελλιὰ θὰ σᾶς ὁδηγήσουμε καὶ ὅλα τα ὑπάρχοντά μας θὰ σᾶς δείξουμε χωρὶς νὰ σᾶς κρύψουμε τίποτα καὶ πρόθυμα θὰ σᾶς τὰ δώσουμε?  σᾶς παρακαλοῦμε μόνο νὰ μᾶς ἀφήσετε νὰ ζήσουμε, ἔστω καὶ γυμνούς».

Ἀλλὰ αὐτοὶ ἀγρίευαν καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ ἡγουμενεῖο, προσκαλοῦσαν τοὺς Αἰθίοπες ποὺ ἦταν μαζί τους, νὰ φέρουν τὰ ξίφη καὶ νὰ γδάρουν τοὺς Πατέρες. Καὶ κουνοῦσαν ἀπειλητικά τα γυμνά τους ξίφη μουγκρίζοντας καὶ τὸν Οἰκονόμο τὸν ἔστησαν στὸν τοῖχο τεντώνοντας τὰ χέρια τοῦ σταυροειδῶς καὶ ἐπρόκειτο νὰ τὸν τοξεύσουν. Καὶ ἀπειλοῦσαν ὅτι ὅλους θὰ τοὺς σκοτώσουν ἂν δὲ φέρουν αὐτὰ ποὺ τοὺς ζητοῦσαν καὶ ἂν δὲ φανερώσουν τὰ κρυμμένα χρυσὰ καὶ ἀργυρᾶ σκεύη τῆς Ἐκκλησίας καὶ κειμήλια. Οἱ Πατέρες ἀγωνίζονταν νὰ τοὺς πείσουν ὅτι δὲν ἔχουν οὔτε χρυσὸ , οὔτε θησαυρό. Τότε ἐκεῖνοι εἶπαν: « Φανερῶστε μᾶς τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ τοὺς προύχοντες ἀνάμεσά σας, τοὺς ταμίες καὶ τοὺς διοικητὲς καὶ φύλακες τῆς Λαύρας καὶ τῶν πραγμάτων τῆς Ἐκκλησίας, ἢ ἀμέσως σᾶς ἀφαιροῦμε τὴ ζωή».

Καὶ οἱ Πατέρες ἀπάντησαν: «Σᾶς εἴπαμε ἤδη ὅτι δὲν ἔχουμε τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ζητᾶτε?  καὶ ἂν ψάχνετε τὸν ἡγούμενό μας, μάθετε ὅτι δὲν βρίσκεται ἐδῶ? ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι εἴμαστε ἴσοι καὶ ὁμότιμοι». Καὶ πράγματι ὁ ἡγούμενος ἦταν ἀπῶν γιὰ ἀνάγκες τῆς Λαύρας.

Καὶ ἐνῶ τοὺς ἐκφόβιζαν γιὰ πολλὲς ὧρες, βλέποντας ὅτι δὲν πετυχαίνουν τίποτα καὶ ὅτι εἶναι ἕτοιμοι νὰ φονευθοῦν, τοὺς κατέβασαν στὴν Ἐκκλησία. Οἱ βάρβαροι ἀπαιτοῦσαν νὰ παρουσιαστεῖ σὲ αὐτοὺς ὁ γιατρὸς ἀββᾶς Θωμάς, ποὺ διατελοῦσε ἡγούμενος τῆς Παλαιᾶς Λαύρας, ὅταν ἔγραφε ὁ Στέφανος, νομίζοντας ὅτι θὰ βροῦν χρήματα πάνω του. Κι ἐπειδὴ δὲν τὸν γνώριζαν κατὰ πρόσωπο, ἀπαιτοῦσαν νὰ τοὺς τὸν ὑποδείξουν. Ἀλλὰ οἱ Πατέρες, «ὡς ἀληθῶς εὐγενεῖς καὶ θεοσεβεῖς καὶ φιλάδελφοι», ἂν καὶ τὸν εἶχαν ἀνάμεσά τους, δὲν τὸν φανέρωσαν οὔτε μὲ ὑπόδειξη, οὔτε μὲ λόγια , οὔτε μὲ νεῦμα. Οἱ βάρβαροι ἐξαγριώθηκαν περισσότερο ἀπὸ αὐτό, καὶ ἂν καὶ ἔνιωσαν θαυμασμὸ καὶ ἔκπληξη γιὰ τὴν ἀγάπη, τὴ φιλάδελφη σχέση καὶ τὴν ἀντίσταση τῶν Πατέρων, τοὺς χτυποῦσαν μὲ ραβδιὰ καὶ τοὺς λόγχιζαν μὲ μαχαίρια καὶ βέλη, γιὰ νὰ τοὺς ὑποδείξουν αὐτὸν ποὺ ζητοῦσαν. Κι ἐπειδὴ δὲν κατόρθωσαν τίποτα, τοὺς συγκέντρωσαν ὅλους στὸ βάθος τοῦ σπηλαίου καὶ στὸ στόμιό του ἄναψαν φωτιά. Τὸ σπήλαιο αὐτὸ εἶναι ἡ Θεοκτιστὸς Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ὁ Στέφανος περιγράφει ὡς ἑξῆς: «ἡ Θεοκτιστὸς αὐτὴ Ἐκκλησία εἶναι εὐρύχωρο σπήλαιο, ποὺ ἀπὸ τὴν πρόνοια βρέθηκε σὲ τέτοια θέση, ποὺ νὰ μοιάζει μὲ ἐκκλησία καὶ γιὰ αὐτὸ πῆρε αὐτὴ τὴν ὀνομασία, καθὼς ἔχει κόγχη πρὸς τὴν ἀνατολή. Καὶ κατὰ τὸ βόρειο μέρος ὑπάρχει μία κάθοδος μὲ βαθουλωτὸ σχῆμα, τὸ ὁποῖο τὸ λάξευσαν οἱ πρώην Πατέρες καὶ τὸ ἔκαναν διακονικό, καὶ πιὸ μέσα ἀπὸ τὸ διακονικὸ κειμηλιαρχεῖο, δηλαδὴ σκευοφυλάκιο? καὶ ἀκόμα πιὸ μέσα ἀπὸ αὐτό, μιὰ σχισμὴ βαθιά, σὰν δρόμος σκοτεινὸς καὶ στενός, ποὺ ὁδηγεῖ σπειροειδῶς πάνω στὸ ἡγουμενεῖο, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία ὁ μακάριος πατέρας μᾶς Σάββας κάποτε κατέβαινε στὴν Ἐκκλησία, ὑπάρχει ὅπως ἀκριβῶς ὅταν ζοῦσε ἐκεῖνος. Καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ οἱ κατὰ καιροὺς ἡγούμενοι ἔφραξαν ἀπὸ πάνω αὐτὴ τὴ δίοδο καὶ ἔμεινε αὐτὴ ἡ σχισμὴ χωρὶς ἔκβαση καὶ διέξοδο καὶ γεμάτη βαθύτατο σκοτάδι, ὥστε καὶ χωρὶς καπνὸ νὰ εἶναι βασανιστικό το κλείσιμο ἐκεῖ μέσα».

Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς ἔριξαν μέσα σὲ αὐτὸ τὸ σπήλαιο, ἄναψαν φωτιὰ στὸ στόμιό του. Κι ἐπειδὴ τὰ καλάμια ἦταν ὑγρά, σχηματίζονταν πολὺς πυκνὸς καπνός, ὁ ὁποῖος περιελίσσονταν στὸ στενὸ αὐτὸ χῶρο, καὶ μὴ βρίσκοντας διέξοδο παραπάνω βασάνιζε καὶ ἔπνιγε τοὺς Πατέρες προκαλώντας φοβερὴ δυσφορία. Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἄφησαν γιὰ ἀρκετὴ ὥρα νὰ πνίγονται, ὕστερα φώναξαν: «Βγεῖτε ἔξω, μοναχοί, βγεῖτε ἔξω». Καὶ αὐτοὶ βγαίνοντας ἀναγκάζονταν νὰ περάσουν μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες? ἀλλὰ ὅλα τους φαίνονταν προτιμότερα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀσφυκτικὴ κατάσταση καὶ τὸν πνιγμό. Καὶ πολλῶν τα πόδια καὶ οἱ τρίχες τοῦ κεφαλιοῦ ,τῶν γενιῶν, τῶν φρυδιῶν καὶ τῶν βλεφάρων κάηκαν. Καὶ ἀφοῦ βγῆκαν ἔξω, ἔπεφταν στὸ ἔδαφος καὶ ἀχόρταγα ἀνέπνεαν τὸν καθαρὸ ἀέρα. Κι ἔπειτα πάλι οἱ δήμιοί τους ἐξέταζαν, πιστεύοντας ὅτι μὲ τοὺς βασανισμοὺς θὰ τὰ ὁμολογήσουν ὅλα μὲ εὐκολία? καὶ τοὺς ἔλεγαν: «Δεῖξτε μᾶς τοὺς πρώτους καὶ τοὺς ἡγέτες, καὶ τὶς κρύπτες τῆς Ἐκκλησίας, ἢ θὰ σᾶς σκοτώσουμε μὲ χειρότερο τρόπο».

Ἀλλὰ αὐτοί, σταθεροὶ καὶ καρτερικοὶ στὰ δεινὰ καὶ τοὺς φοβεροὺς κινδύνους, περισσότερο εἶχαν στραμμένο τὸ νοῦ τους στὶς προσευχές, παρὰ σὲ ἐκείνους, καὶ ἕνας ἔλεγε τὸ «Κύριε, δέξαι τὴν ψυχήν μου ἐν εἰρήνη», ἄλλος τὸ «Κύριε, εἰς χείρας σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου», ἄλλος «Κύριε, μνήσθητί μου, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλεία σου», καὶ ἄλλος προσκόμιζε ἄλλη ἱκεσία στὸ Θεό.

Καὶ στοὺς βαρβάρους ἔλεγαν, ὅπως καὶ προηγουμένως: «Ἂν θέλετε τὰ ἱμάτιά μας καὶ τὰ πράγματα στὰ κελλιά μας, μπορεῖτε νὰ τὰ πάρετε ὅλα μὲ ἀφθονία καὶ χωρὶς ἐμπόδιο? ἂν πάλι ἐπιθυμεῖτε νὰ μᾶς σκοτώσετε, κάντε τὸ σύντομα? γιατί δὲν θὰ ἀκούσετε τίποτα ἄλλο ἀπό μας».

Βλέποντας λοιπὸν ὅτι δὲν κατορθώνουν τίποτα, καὶ ἐνῶ ἐξεπλάγησαν ἀπὸ τὴ σχέση, τὴ στοργή, τὴν καρτερία καὶ τὴ φιλαδελφία μεταξύ τους, ἔβαλαν καὶ πάλι τοὺς Πατέρες μέσα στὸ σπήλαιο μὲ σπρωξιὲς καὶ χτυπήματα, ἂν καὶ παρακαλοῦσαν νὰ θανατωθοῦν καλύτερα ἔξω, παρὰ νὰ δοκιμάσουν καὶ πάλι τὸν πνιγηρὸ καπνό. Καὶ ἔβαλαν πιὸ ζωηρὴ φωτιὰ καὶ ὁ καπνὸς ἔβγαινε πυκνότερος καὶ ἀφοῦ τοὺς ἄφησαν γιὰ πολλὴ ὥρα καὶ νόμισαν ὅτι πολλοὶ πέθαναν, τοὺς πρόσταζαν νὰ βγοῦν ἔξω. Καὶ αὐτοί, ἀφοῦ πέρασαν πάλι, ὅπως καὶ πρίν, μέσα ἀπὸ τὶς φλόγες, μόλις βγῆκαν ἔξω στὸν καθαρὸ ἀέρα ἡμιθανεῖς, ἀνέπνεαν μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις τῶν πνευμόνων τους, καὶ παρ’ ὀλίγον ὅλοι νὰ πέθαιναν. Ἀλλὰ αὐτοὶ ποὺ βρέθηκαν στὸ βάθος τοῦ σπηλαίου, μὴ μπορώντας νὰ ὑποφέρουν τὴ σφοδρότητα τοῦ καπνοῦ, πέθαναν? καὶ ἦταν δεκαοκτὼ στὸν ἀριθμό. Καὶ αὐτοὺς ποὺ ἴσα – ἴσα διασώθηκαν ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ τὸν καπνό, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη λιπόθυμοι, τοὺς βασάνιζαν, τοὺς χτυποῦσαν καὶ τοὺς ποδοπατοῦσαν.

Καὶ βλέποντας ὅτι δὲν κατορθώνουν τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἤλπιζαν, διασκορπίστηκαν στὰ κελλιὰ καὶ ἀφοῦ συνέτριψαν τὶς πόρτες μὲ μεγάλες πέτρες, ὅλα ὅσα βρῆκαν ἐκεῖ, στὸ ἡγουμενεῖο καὶ στὴν ἐκκλησία, τὰ πῆραν ὡς λάφυρα καὶ ἀφοῦ τὰ φόρτωσαν στὶς καμῆλες τῆς Λαύρας, ἔφυγαν. Καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὲς ὧρες οἱ Πατέρες ποὺ αἰσθάνονταν κάπως καλύτερα σηκώθηκαν καὶ ἄρχισαν νὰ φροντίζουν τοὺς βαριὰ τραυματισμένους. Καὶ κατὰ τὴ δύση τοῦ ἥλιου, ἀφοῦ κόπασε ὁ καπνός, ἄναψαν κεριὰ καὶ μπῆκαν στὸ σπήλαιο. Αὐτοὶ ποὺ βρισκόταν μέσα σὲ αὐτὸ ἦταν πεσμένοι μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὰ ρουθούνια τοὺς μέσα στὸ χῶμα, ἐνὼ  ἄλλοι εἶχαν τὸ πρόσωπο καλυμμένο μὲ τὰ ροῦχα τους, γιὰ νὰ ἀποφύγουν λίγο τὴ σφοδρότητα τοῦ καπνοῦ, καὶ ὅλοι ἦταν νεκροὶ πεσμένοι μπρούμυτα. Κι ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλαν ἔξω μὲ δάκρυα καὶ θρήνους, τοὺς τοποθέτησαν στὴν αὐλὴ τῆς Ἐκκλησίας μαζὶ μὲ τὸν ἀββᾶ Σέργιο, ποὺ καρατομήθηκε? καὶ ἔτσι τὰ θύματα τῆς βαρβαρικῆς ἐπιδρομῆς τῶν Ἀγαρηνῶν ἔφτασαν τὰ δεκαεννιά. Καὶ μὲ μεγάλο θρῆνο καὶ ὀδυρμὸ τέλεσαν τὸ συνηθισμένο κανόνα κηδεύοντας ὅλους μαζί σε μία θήκη καὶ θάβοντάς τους μέσα στὰ ἴδια ματωμένα ἱμάτια. Μετὰ ἀπὸ τὴ δεύτερη ἔξοδο τῶν Πατέρων ἀπὸ τὸ ἄντρο ἐκεῖνο τῶν βασανιστηρίων, καὶ ἐνῶ ἔμειναν μέσα σὲ αὐτὸ νεκροὶ οἱ μακάριοι μάρτυρες, εἶδε κάποιος ἀδελφὸς ἕναν ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ποὺ ὀνομάζονταν Κοσμᾶς, νὰ στέκεται μόνος του μπροστὰ στὸ ἱερό, μὲ τὸ κεφάλι τοῦ ἀλειμμένο λάδι καὶ τὸ πρόσωπό του χαρούμενο καὶ κοκκινωπό, καὶ ἀποροῦσε ἀναλογιζόμενος πρώτον τὴ φαιδρότητα καὶ τὴ χαρὰ τῆς ὄψης του, καὶ δεύτερον πῶς τὸν ἄφησαν αὐτὸν μόνο του ἀνενόχλητο, ἀγνοώντας ὅτι εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς νεκρούς.

Καὶ ὅταν ἀναχώρησαν οἱ βάρβαροι, κάποιος γέροντας ἡσυχαστής, ποὺ πέρασε πολλὰ χρόνια στὶς ἐρήμους, ὀνομαζόμενος Σέργιος, πενθώντας καὶ θρηνώντας γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ θλιβερὰ συμβάντα, ἀφοῦ ἄναψε μιὰ λαμπάδα, μπῆκε στὴ Θεοκτίστη Ἐκκλησία καὶ θέλοντας νὰ προχωρήσει ἀκόμα βαθύτερα καὶ νὰ δεῖ ποιοὶ καὶ πόσοι πέθαναν, εἶδε καὶ αὐτὸς τὸν ἀββᾶ Κοσμᾶ νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ ἄντρο μὲ τέτοια λαμπρότητα. Καὶ ἀφοῦ ἔβαλαν μετάνοια ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, ὅπως συνηθίζεται, ὁ Κοσμᾶς μπῆκε στὸ ἱερὸ λέγοντας: «Προσευχήσου γιὰ μένα». Ὁ Σέργιος μπῆκε μέσα βιαστικὰ καὶ ἐξέταζε καὶ ψηλαφοῦσε τὰ πρόσωπα τῶν νεκρῶν, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους εἶδε καὶ αὐτὸν τὸν ἀββᾶ Κοσμᾶ νὰ κείτεται νεκρὸς χωρὶς πνοὴ καὶ ἔντρομος βγῆκε ἔξω γρήγορα ἐπιθυμώντας νὰ τὸν προφτάσει. Ὅμως, ἐνῶ τὸν ἀναζήτησε παντοῦ, δὲν μπόρεσε νὰ τὸν βρεῖ. Κατάλαβε λοιπὸν ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶδε ἦταν θεϊκὴ ὀπτασία, γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ ὁσία τελείωση καὶ ἡ ἀθανασία καὶ μακαριότητα ποὺ τοὺς περίμενε. Οἱ περισσότεροι Πατέρες ἦταν τραυματισμένοι, ἄλλοι στὰ χέρια, ἄλλοι στὰ πόδια ἢ σὲ κάποιο ἄλλο μέρος τοῦ σώματος? καὶ οἱ περισσότεροι εἶχαν συντριμμένα τὰ κεφάλια τους.

Καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίσταση ἀποδείχτηκε ἡ ἰατρικὴ ἱκανότητα τοῦ ἀββᾶ Θωμά, ὁ ὁποῖος καθαρίζοντας τὶς πληγὲς καὶ ἀπογυμνώνοντας τὸ κρανίο, μὲ τρυπάνι, σμίλη καὶ σφυρὶ ἀφαιροῦσε τὰ σπασμένα καὶ κομματιασμένα μικρὰ ὀστᾶ, ὥστε νὰ φαίνεται καὶ ὁ ἴδιος ὁ ὑμένας ποὺ περιέχει τὸν ἐγκέφαλο καὶ νὰ ἀναβλύζει συχνὰ αἷμα καὶ πύον. Κάποιος γέροντας, «ἀκέραιος τῷ τρόπω», ποὺ τραυματίστηκε σοβαρὰ ἀπὸ ξίφος στὸ χέρι, καὶ ἐνῶ ὁ Θωμὰς ἤθελε νὰ τοῦ κόψει τὸ χέρι ἀπὸ τὸν ὦμο μὲ πριόνι, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἐλπίδα θεραπείας, , βλέποντας τὶς ὀδύνες ποὺ ὑπέφεραν οἱ Πατέρες τὴν ὥρα ποὺ θεραπεύονταν, δὲν τόλμησε νὰ ὑποστεῖ τὴν ἀποκοπὴ τοῦ χεριοῦ. Καὶ ὅταν αὐτὸ σάπισε καὶ ἔγινε σκωληκόβρωτο, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες, πέθανε καὶ προστέθηκε στὸν ἀριθμὸ τῶν ἁγίων μαρτύρων, καὶ ἔτσι ὁ ἀριθμὸς τῶν θυμάτων ἀνῆλθε στοὺς εἴκοσι.

«Ἀλλ’ εἶπερ καὶ αὐτικ’ Ὀλύμπιος οὐκ ἐτέλεσεν, ἐκ τὲ καὶ ὀψὲ τελεῖ». «Ἡ δίκη, ἡ πάνθ’ ὀρώσα» τοὺς βρῆκε. Ὁ Θεὸς τιμώρησε τοὺς βαρβάρους ποὺ ἐπιτέθηκαν κατὰ τῆς Λαύρας καὶ ὑπέβαλαν τοὺς μοναχούς της σὲ φοβερὸ καὶ ἀνήκουστο μαρτύριο, διότι, ἀφοῦ ἔπεσε λοιμός, πέθαιναν ἀπὸ ἀρρώστια, λιμὸ καὶ ἀξιολύπητο θάνατο, τόσο μαζικὰ καὶ ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλον, ὥστε δὲν ἐπαρκοῦσαν γιὰ νὰ θάβουν τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς κάλυπταν πρόχειρα μὲ λίγο χῶμα ἢ τοὺς ἔριχναν σὲ σπηλιὲς ἢ σχισμές, ἔτσι ποὺ τὰ σκυλιὰ τοὺς ξέθαβαν καὶ τοὺς κατασπάραζαν. Καὶ ὅλοι ἀποροῦσαν μὲ τὸν αἰφνίδιο αὐτὸ ὄλεθρο καὶ ἀφανισμὸ καὶ τὸν ἀπέδιδαν σὲ θεία τιμωρία, καθὼς ἤξεραν καὶ τὰ λόγια τοῦ Προφητάνακτα: «Πῶς ἔφτασαν στὴν ἐρήμωση; Ξάφνου χάθηκαν, καταστράφηκαν γιὰ τὴν ἀνομία τους, ὅπως τὸ ὄνειρο ὅταν ξυπνᾶμε».

Ὁ Στέφανος ὁ Μελωδὸς μνημονεύει καὶ τὸν Χριστόφορο, τοῦ Νικηφόρου στρατιώτη καὶ μάρτυρα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔχει καὶ τὸ ὄνομά Του, ὁ ὁποῖος πρὶν λίγα χρόνια πέρασε ἀπὸ τὴν ἀπιστία στὴν εὐσεβῆ πίστη «ἀπὸ Περσικὴ καὶ ἄκαρπη ἀγριελιά, ἐμβολιάστηκε καὶ ἔγινε καρποφόρα ἐλιά». Καὶ ἀφοῦ βαπτίστηκε καὶ πῆρε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ καταγράφηκε στὴν ἱερὴ ποίμνη τοῦ Χριστοῦ, φονεύθηκε μὲ ξίφος, ἀφοῦ συκοφαντήθηκε ἀπὸ ἀρνησίθεο ἄνθρωπο στὸν πρωτοσύμβουλό των Σαρακηνῶν, τὴ 14η του Ἀπριλίου, τρεῖς μέρες πρὶν ἀπὸ τὴ Σταύρωση τοῦ Κυρίου. Ἡ δεύτερη αὐτὴ καταστροφὴ ἔγινε τὴν Τετάρτη τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, τὴν 20η Μαρτίου, τὴ μέρα ποὺ γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία τὴ μνήμη αὐτῶν.

Πηγή: Ὀρθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία

τεῦχος 40-42

Ἐκδόσεις “Ὀρθόδοξος Κυψέλη” 

Ἀπόδοση στὰ νέα Ἑλληνικά, Τέζας Γεώργιος – Φιλόλογος

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *