῾Ο ὅσιος πατὴρ ἡμῶν ᾽Ιωαννίκιος γεννήθηκε στὰ 754 (ἢ 762) στὴν κώμη τῶν Μαρυκάτων, βόρεια τῆς λίμνης ᾽Απολλωνιάδας, τῆς Βιθυνίας. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἀγρότες καὶ ἀπὸ ἑπτὰ ἐτῶν τοῦ ἀνέθεσαν νὰ φυλάει χοίρους. Εὐσεβὴς ἐκ φύσεως, ὁ ᾽Ιωαννίκιος, εἶχε ἐντούτοις παρασυρθεῖ μὲ τοὺς γονεῖς του νὰ προσχωρήσει στὴν αἵρεση τῶν εἰκονομάχων. Σὲ ἡλικία δεκαεννέα ἐτῶν κατατάχθηκε στὴν αὐτοκρατορικὴ φρουρά. ῎Εχοντας ρωμαλέα κράση καὶ θαρραλέο χαρακτήρα, δοξάσθηκε στὶς μάχες μὲ πολλὰ κατορθώματα. Μετὰ ἀπὸ δεκαεπτὰ χρόνια θητείας, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ μιὰ νικηφόρα ἐκστρατεία, πέρασε κοντὰ ἀπὸ τὸ περιώνυμο μοναστικὸ κέντρο τοῦ ὄρους ᾽Ολύμπου τῆς Βιθυνίας καὶ συνάντησε ἕνα γέροντα ἀσκητὴ ὁ ὁποῖος τοῦ κατέδειξε τὴν πλάνη του σχετικὰ μὲ τὶς ἱερὲς εἰκόνες. ῾Ο νέος ἁνδρας μετανόησε ἀμέσως, προσκύνησε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἑλαβε τὴν ἀπόφαση νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς μετανοίας.

Στὰ 795, οἱ Βούλγαροι εἰδωλολάτρες εἰσέβαλαν στὴ Θράκη. ῾Ο αὐτοκράτορας Κωνσταντίνος ΣΤ’ συγκέντρωσε ισχυρὸ στρατὸ γιὰ νὰ τοὺς ἀπωθήσει, ἀλλὰ ὑπέστη οἰκτρὴ ἥττα στὸ φρούριο τῶν Μαρκελλῶν. ῾Ο ᾽Ιωαννίκιος ἐπέδειξε ἀσυνήθιστο ἡρωισμὸ τότε. ῎Εσωσε τὴ ζωὴ τοῦ αὐτοκράτορα καὶ σκότωσε σὲ μονομαχία ἕνα βάρβαρο, καθιστώντας ἔτσι δυνατὴ τὴν ὀπισθοχώρηση τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ. ῾Ο αὐτοκράτορας, σὲ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης, θέλησε νὰ τὸν ἐντάξει στὴν προσωπική του ὑπηρεσία. Τὸ θέαμα ὄμως τῶν σφαγῶν καὶ τῶν φρικαλεοτήτων τοῦ πολέμου ἔκαμαν τὸν ᾽Ιωαννίκιο νὰ καταλάβει τὴ ματαιότητα τοῦ βίου τούτου. Ζήτησε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα ὡς μόνη χάρη νὰ τοῦ δώσει τὴν ἄδεια νὰ ἀποστρατευθεῖ μετὰ ἀπὸ εἰκοσι τέσσερα χρόνια ἀφοσιωμένης ὑπηρεσίας, γιὰ νὰ διεξαγάγει ἐφεξῆς τὸν ἀόρατο πόλεμο στὶς τάξεις τῆς ἰσάγγελης στρατιᾶς.
Μετέβη πρῶτα στὴ Μονὴ τῶν Αὐγάρων (ἢ ᾽Αγαύρων) κοντὰ στὴν Προύσα. ῾Ο ἠγούμενος ὅμως Γρηγόριος, βλέποντας τὴν ἀμάθειά του, τοῦ συνέστησε νὰ πάει πρῶτα νὰ προπαιδευθεῖ στὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα καὶ νὰ λάβει τὶς βασικὲς ἀρχὲς τῆς ἀσκήσεως στοὺς κοαπους ἑνὸς κοινοβίου, πρὶν ἔλθει νὰ ζήσει ἀνάμεσα σὲ ἐμπειρότερους μοναχούς. Μετὰ ἀπὸ σύντομη παραμονὴ στὴ Μονὴ Τελάου κοντὰ στὴν ᾽Ατρώα, ἔγινε δεκτὸς στὴ Μονὴ ᾽Αντιδίου ποὺ βρισκόταν σὲ πιὸ ἀπομονωμένη τοποθεσία, ὅπου γιὰ δύο χρόνια ἀποδείχθηκε ὑπόδειγμα γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους μοναχοὺς στὸν ἀγώνα κατὰ τῆς φιλαυτίας, τῆς φιληδονίας καὶ κάθε εἴδους πειρασμοῦ. Καθὼς ἦταν ἐντελῶς ἀπαίδευτος, ἔλαβε τὶς στοιχειώδεις γνώσεις στὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα καὶ ἔμαθε ἀπὸ στήθους τριάντα ψαλμούς. Διψώντας ὅμως γιὰ μιὰ πιὸ ἀπομονωμένη ζωή, ὁ ᾽Ιωαννίκιος ζήτησε νὰ ἀποσυρθεῖ, μόνος τῷ Θεῷ μόνῳ, στὸ ὄρος Κόρακος Κεφαλὴ ποὺ δέσποζε πάνω ἀπὸ τὴ Μονὴ ᾽Αντιδίου. ῎Εμεινε ἐκεῖ, λοιπόν, γιὰ μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα, δίχως τροφή, παρακαλώντας τὸν Θεὸ νὰ φέρει στὸν δρόμο του ἕναν πνευματικὸ πατέρα, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν ὁδὸ τῆς τελειότητος. Τὴν ἑβδόμη ἡμέρα, συνάντησε δύο ἐρημίτες ποὺ εἶχαν τὸ χάρισμα τῆς προορατικότητας, οἱ ὁποῖοι τοῦ προφήτευσαν τὸ μέλλον του καὶ τοῦ ἔδωσαν ἕναν τρίχινο χιτώνα καὶ ἕναν σταυρό, διαβεβαιώνοντάς τον ὅτι αὐτὰ θὰ τὸν βοηθοῦσαν πολὺ στοὺς ἀγῶνες ποὺ ἐπρόκειτο νὰ διεξάγει κατὰ τῶν πνευμάτων τοῦ σκότους.
῎Εκτοτε ὁ ἅγιος ἄρχισε τὸν μονήρη βίο του. ᾽Εγκαταστάθηκε ἀρχικὰ στὸ ὄρος Τριχάλικος, κοντὰ στὴν Προύσα καὶ τὴ Μονὴ τῶν Αὐγάρων. Καθὼς ὅμως ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν του δὲν ἄργησε νὰ ἁπλωθεῖ στὴν περιοχή, κατέφυγε σὲ πιὸ ἀπομονωμένο τόπο. ᾽Εγκαταστάθηκε σὲ μιὰ σπηλιὰ χαμένη στὰ βάθη ἑνὸς πυκνοῦ δάσους στὸ χωρὶο ῾Ελλήσποντος στὴν περιοχὴ τῆς Πανδήμου, ὅπου δὲν τὸν ἡξερε παρὰ μόνο ἕνας βοσκός, ὁ ὁποῖος μία φορά τὸν μήνα τοῦ ἑφερνε νερὸ καὶ ψωμί. Τρία χρόνια ἀργότερα, ξαναβρῆκε ἕναν παλαιό του σύντροφο ἀπὸ τὸν στρατό, τὸν ᾽Αντώνιο, ποὺ εἶχε κι αὐτὸς ἀρνηθεῖ τὸν κόσμο. ᾽Αποτραβήχθηκαν μαζι στὰ ἁγρια καὶ δύσβατα ὄρη τῆς Κουνδουρίας, κοντὰ στὰ Μύρα τῆς Λυκίας. Στὸν δρόμο, ὁ ᾽Ιωαννίκιος συνάντησε μιὰ νέα παρθένο θύμα τῶν πειρασμῶν τοῦ δαίμονος. Τὴν πλησίασε καὶ τῆς ζήτησε νὰ θέσει τὸ χέρι της στὸν αὐχένα του, λέγοντας: «Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, ὁ πειρασμὸς ποὺ σοῦ ἐπιτίθεται, νὰ πέσει ἐπάνω μου!» ᾽Ενῶ ἡ νεαρή κόρη ἐπέστρεφε ἀναπαυμένη, ὁ ἅγιος ἀποτραβήχθηκε σὲ μιὰ σπηλιὰ δεχόμενος τρομερὲς ἐπιθέσεις τοῦ δαίμονος τῆς πορνείας.
Τρία χρόνια ἀργότερα, καθὼς ὁ ᾽Αντώνιος εἶχε ἐπιστρέψει στὴ Μονὴ Αὐγάρων, ὁ ᾽Ιωαννίκιος ἀναχώρησε γιὰ νέα ἐρημητήρια στὰ βουνὰ τῆς Κιλικίας, ὅπου καὶ ἔμεινε ἑπτὰ χρόνια. Στὰ 807, μετὰ ἀπὸ ἕνα ὅραμα, ἐπέστρεψε στὴ Μονὴ ᾽Εριστῆς στὴν Πάνδημο, γιὰ νὰ λάβει ἐκεῖ τὸ ἀγγελικὸ Σχῆμα, ἀφοῦ τὴν προηγουμένη πληροφόρησε τὸν ἡγούμενο Στέφανο γιὰ τὸ ὅραμά του. ῏Ηταν τότε πενήντα τεσσάρων χρόνων καὶ εἶχε περάσει δώδεκα χρόνια στὴν ἀσκητικὴ ζωή. Συνεχίζοντας τὶς περιπλανήσεις του, παρέμεινε ἕνα χρόνο σὲ μιὰ σπηλιὰ στὰ Μητάτα, κοντὰ στὸν ποταμὸ Γοργύτη, δεμένος σὲ μιὰ ἁλυσίδα. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἀπομόνωσης, ἐπισκέφθηκε ἕναν ἅγιο Γέροντα, τὸν Γεώργιο, ποὺ ζοῦσε στὴ Χελιδόνα, στὸ ὁρος Ἄλσος τῆς Λυδίας, καὶ στὸν δρόμο σκότωσε μὲ τὴν προσευχὴ ἕνα φοβερὸ δράκοντα ποὺ ζοῦσε στὸν ποταμό, κτυπώντας τον μὲ τὴν ἁλυσίδα του. Πέρασε τρία χρόνια κοντὰ στὸν Γεώργιο, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔμαθε τοὺς ὑπολοιπους ψαλμοὺς καὶ ὁλοκλήρωσε τὴ μοναχική του ἀγωγή.
Στὰ 810, ὁ Θεὸς τοῦ φανέρωσε σὲ ὅραμα ὅτι ἦταν πιὰ καιρὸς νὰ ἐγκαταλείψει τὶς ἐρημίες καὶ νὰ ἐργασθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν. ᾽Αφοῦ πέρασε ἀπὸ τὴ Μονὴ ᾽Αντιδίου, ξαναβρέθηκε στὴ Μονὴ τῶν Αὐγάρων καὶ ἐγκαταστάθηκε πάλι στὸ ὁρος Τριχάλικος συνοδευόμενος ἀπὸ τρεῖς μοναχούς ἀναμεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Εὐστράτιος στὸν ὁποῖο ὁ ἅγιος προεῖπε τὸ ἔνδοξο μέλλον του ὡς ἡγουμένου τῆς Μονῆς Αὐγάρων καὶ ἄρχισε νὰ φανερώνει τὰ χαρίσματα τῆς προορατικότητάς του καὶ τῆς ἐξουσίας του ἐπὶ τῶν ζώων, ὅπως ὁ ᾽Αδὰμ στὸν Παράδεισο. ῾Ο ἅγιος δεχόταν ἐκεῖ πολλοὺς ἐπισκέπτες, παρηγοροῦσε τὶς χειμαζόμενες ψυχές, ἔφερνε πίσω στὸν δρόμο τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀρετῆς τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ τοὺς αἱρετικοὺς εἰκονομάχους, θεράπευε τοὺς ἀρρώστους. ῏Ηταν τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, δίχως νὰ χάνει ποτὲ τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἀπάθεια ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε χαρίσει σὲ ἀνταμοιβὴ τῶν κόπων του. ῾Ο ὅσιος ᾽Ιωαννίκιος ἑλαμπε ἰδιαιτέρως διὰ τῆς δωρεᾶς τῆς προφητείας. Προέβλεψε, μεταξὺ ἄλλων, τὴν ἥττα τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Α’ τοῦ Ραγκαβὲ (813) στὸν πόλεμο κατὰ τῶν Βουλγάρων, τὴν ἀνάρρηση στὴν ἐξουσία τοῦ Λέοντος Ε’ τοῦ ᾽Αρμενίου (813-820) καὶ τὸν τρομερὸ διωγμὸ ποὺ θὰ ἐξαπελυε κατὰ τῶν ὀρθοδόξων.
᾽Επιστρέφοντας στὸ, ὄρος Ἄλσος τῆς Λυδίας, στὴν ἀρχὴ τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντος Ε’ τοῦ ᾽Αρμενίου, ὁ ὅσιος δηλητηριάσθηκε ἀπό ἕναν Πέρση (μάγο), ὀνομαζόμενο Γουρία. Τὴν ἑπόμενη νύκτα ὅμως, ἐμφανίσθηκε στὸ ὁνειρό του ὁ ἅγιος Εὐστάθιος (20 Σεπτ.). Τοῦ ἑδωσε νὰ φάει ἕνα κομμάτι ξύλο ποὺ τὸν γιάτρεψε ἀμέσως. ῾Ως δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης του ἔκτισε στὸν τόπο ἐκεῖνο ἐκκλησία καὶ μοναστήρι ἀφιερωμένο στὸν ἅγιο Εὐστάθιο, ποὺ λίγα χρόνια μετὰ ἀριθμοῦσε περισσότερους ἀπὸ ἑβδομήντα μοναχούς. Μιὰ ἁλλη φορά, φανερώθηκε στὸ ὁνειρό του ἕνα ἁγίασμα καὶ ἄκουσε φωνὴ ποὺ τοῦ ἑδινε τὴν ἐντολὴ νὰ κτίσει στὸ μέρος ἐκεῖνο ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου, ὅπως καὶ ἕνα μοναστήρι. ῾Ο ὅσιος ἀνειλαβε ἀμέσως τὴν οἰκοδόμηση, βοηθώντας τοὺς ἐργάτες μὲ τὰ θαύματά του. ᾽Εξαφάνισε πολλὲς φορὲς τὰ φίδια ποὺ κατέκλυζαν τὸν τόπο, μὲ τὴ βοήθεια τῆς σιδερένιας ράβδου μὲ ἕνα σταυρὸ στὴν κορυφή της, τὴν ὁποία κρατοῦσε πάντα στὸ χέρι. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τιμᾶται ἔκτοτε ὡς προστάτης κατὰ τῶν φιδιῶν καὶ κάθε ἰοβόλου. Ἴδρυσε καὶ ἕνα τρίτο μοναστήρι, ἀφιερωμένο στοὺς ἁγίους ᾽Αποστολους Πέτρο καὶ Παῦλο. Ἔπειτα, ἀφοῦ ὀργάνωσε τὰ τρία αὐτὰ καθιδρύματα, ἐπέστρεψε στὴν ἡσυχία μόνος τῷ Θεῷ μόνῳ προσομιλῶν σὲ τόπο ποὺ γνώριζε μόνον ὁ Εὐστράτιος.
Κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Λέοντος Ε’ τοῦ ᾽Αρμενίου, ὁ ὅσιος δεχόταν πολλοὺς ἐπισκέπτες στὸ ἐρημητήριό του. Παρηγοροῦσε καὶ στερέωνε στὴν ὀρθόδοξη πίστη μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς μὲ τὸν θεόπνευστο λόγο του καὶ τὰ θαύματά του. Μία ἡμέρα ὁ μαθητής του Εὐστράτιος ποὺ μπῆκε ἀθόρυβα στὸ κελλί του τὸν εἴδε μετέωρο, δύο πήχεις πάνω ἀπὸ τὴ γῆ, μεταρσιωμένον ἀπὸ τὴν πρόγευση τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.
᾽Ενῶ ἐμαίνετο ὁ διωγμός, ὁ ἁνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἐπέστρεψε στὸ ὄρος Τριχάλικος καὶ δὲν ἔφυγε παρὰ μόνον μία φορὰ γιὰ νὰ μεταβεῖ στὴ Θράκη καὶ νὰ ἐλευθερώσει μὲ θαῦμα τοὺς αἰχμαλώτους ποὺ ἦταν στὰ χέρια τῶν Βουλγάρων. ῾Η φήμη του εἴχε ἤδη διαδοθεῖ σὲ ὅλη τὴν ᾽Ανατολὴ καὶ δὲν ὑπῆρχε εὐσεβὴς χριστιανός, περαστικὸς ἀπὸ τὴν περιοχή, ποὺ νὰ μὴν ἔλθει νὰ λάβει τὴν εὐλογία τοῦ μεγάλου Γέροντος. Τὸ 824, μιὰ ὁμάδα ἀπὸ περίπου ἑκατὸ προσωπικότητες τῆς ᾽Εκκλησίας, μεταξὺ τῶν ἐπιφανέστερων τῆς ἐποχῆς (ἀνάμεσά τους ἦταν οἱ μητροπολίτες Χαλκηδόνος καὶ Νικαίας, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καὶ ὁ Κλήμης ὁ Νοτάριος), ἦλθαν νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν ὅσιο καὶ τὸν ρώτησαν ποιὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετή. ῾Ο ᾽Ιωαννίκιος ἀπάντησε ὅτι εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη. Γιατὶ ἀπὸ ταπεινοφροσύνη ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἑαυτὸν ἐκένωσεν μορφήν δούλου λαβών (Φιλιπ. 2, 7) γιὰ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν θάνατο, στὸν ὁποῖο περιέπεσε ὁ πρόγονός μας ᾽Αδὰμ ἀπὸ ὑπερηφάνεια. ᾽Αποχαιρέτησε κατόπιν τοὺς φιλοξενουμένους του δίχως νὰ παραλείψει νὰ προείπει ὑπαινικτικὰ τὸ μελλον ὁρισμένων ἀπὸ αὐτούς. Μιὰ ἁλλη φορά, μετὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ ἐν ᾽Ατρώᾳ (3 ᾽Ιαν,), τοῦ ἀποκαλύφθηκε ὁ ἐπικείμενος θάνατος τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ὁμολογητοῦ τῆς ᾽Ορθοδοξίας καὶ περιέγραψε τὴ σκῃνὴ στοὺς μαθητές του (837). Δέχθηκε ἐπίσης τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ὁσίου Εὐθυμίου τοῦ Νεου (5 ᾽Οκτ.), τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ ὁποίου δοκίμασε κατηγορώντας τον ψευδῶς γιὰ φόνο. ᾽Επιστρέφοντας μία ἡμέρα ὁ ᾽Ιωαννίκιος ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Μεγάλου ᾽Αγροῦ, ὅπου εἴχε μεταβεῖ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο τοῦ ὁσίου Θεοφάνους τοῦ ῾Ομολογητοῦ (12 Μαρτ,), πέρασε ἀπὸ τὸ μοναστήρι ποὺ βρίσκεται στὸ νησὶ Θάσιο, βορείως τῆς λίμνης ᾽Απολλωνιάδας, ὅπου ὁ ἡγούμενος ὅσιος Δανιὴλ (12 Σεπτ.) τὸν ὑποδέχθηκε θερμὰ ὡς νέο προφήτη καί μετὰ ἀπὸ αἴτημα τῶν μοναχῶν, ἔδιωξε ἕνα μεγάλο φίδι ποὺ εἶχε τρομοκρατήσει τοὺς ντόπιους. ᾽Αναχώρησαν κατόπιν μὲ τὸν Δανιὴλ γιὰ νὰ διάγουν ἐρημικὸ βίο στὶς σπηλιὲς τῆς Τοπαρχῆς. ᾽Εκεῖ τὸν δάγκασε ἕνα φίδι, ἀλλὰ σώθηκε ἀβλαβὴς ἀπὸ θαῦμα καὶ μετὰ ἀπὸ σαράντα ἡμέρες ἐπέστρεψε στὸ ὁρος Τριχάλικος.
Μία ἡμέρα, ἦλθε νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ ἕνας μοναχὸς ποὺ θεωροῦσε ἀπίστευτα τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ ὅσιος. ῾Ο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὸν καλοδέχθηκε καὶ τὸν φίλεψε. Κατὰ τὸ γεῦμα, ἐμφανίσθηκε αἱφνης μία ἀρκούδα σπέρνοντας τὸν πανικὸ στοὺς συνδαιτυμόνες. ῾Ο ἅγιος τότε τὴν κάλεσε μὲ γλυκύτητα στὴ φωνὴ καὶ τὸ ζῶο ἦρθε νὰ ξαπλώσει στὰ πόδια του. Τοῦ ἑδωσε κατόπιν ἐντολὴ νὰ κάνει τὸ ἴδιο μπροστὰ σὲ κάθε ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες καὶ τοὺς εἶπε: «Κατὰ τὴ δημιουργία τους τὰ ζῶα σέβονταν τὸν ἁνθρωπο ποὺ δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόναν τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν τοῦ ἐνέπνεαν κανένα φόβο. Τώρα ὅμως τὰ φοβόμαστε, γιατὶ ἑχουμε παραβεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. ᾽Εὰν ἀγαπᾶμε τὸν Κύριό μας ᾽Ιησοῦ Χριστὸ καὶ φυλᾶμε τὶς ἐντολές Του, κανένα ζῶο δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς βλάψει». Οἱ ὁμοτράπεζοι ἀναχώρησαν ὠφελημένοι, δίχως ἔκτοτε νὰ ἀμφιβάλλουν γιὰ τὰ θαύματα τοῦ ὁσίου. Κατὰ τὸν πολεμο ἐναντίον τῶν Σαρακηνῶν (838), ἦρθαν νὰ τοῦ ἀναφέρουν τὴ φρικτὴ κατάσταση τῶν χριστιανῶν αἰχμαλώτων στὸ ᾽Αμόριο τῆς Φρυγίας. ῾Ο ᾽Ιωαννίκιος ἔχυσε δάκρυα συμπόνιας ἀκούγοντας τὴ διήγηση καὶ τὴν ἑπόμενη νύκτα φανερώθηκε στοὺς αἰχμαλώτους καὶ τοὺς ἐλευθέρωσε θαυματουργικῶς ἀπὸ τὶς ἁλυσίδες τους.
᾽Ενοχλούμενος ἀπὸ τὴ φήμη του, ὁ ἅγιος ἐπέστρεψε, μὲ τὸν Εὐστράτιο, στὴν ἐρημία τοῦ ὄρους Κόρακος Κεφαλὴ καὶ ἐγκαταβίωσαν σὲ ξεχωριστὰ κελλία. ᾽Ενῶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ τύραννος Θεόφιλος καταδίωκε ἀγρίως τὴν ᾽Εκκλησία καὶ ἰδιαιτέρως τοὺς μοναχοὺς ποὺ ὑπερασπίζονταν τὶς ἅγιες εἰκόνες, ὁ Θεὸς φανέρωσε τὴ δύναμη τῆς ἀληθινῆς πίστεως κάνοντας νέα θαύματα μὲ μεσολαβητὴ τὸν ἅγιο ἐρημίτη. Καθὼς πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ὁ Θεόφιλος ἄρχισε νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν ὀρθότητα ὅσων πίστευε (841), ἀπέστειλε μερικοὺς ἀγγελιοφόρους του στὸν ἅγιο ᾽Ιωαννίκιο, γιὰ νὰ λάβει συμβουλές. ῾Ο μακάριος Γέρων ἦταν κατηγορηματικός. Τοὺς εἴπε: ῞Οποιος δὲν ἀποτίει τὴν ὀφειλόμενη τιμὴ στὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων, δὲν θὰ μπορέσει νὰ γίνει δεκτὸς στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἀκόμη καὶ ἄν ἑζησε μιὰ κατὰ τὰ ἄλλα ἐνάρετη ζωή. ῞Οπως ἀκριβῶς ὅσοι περιφρονοῦν τὴ δική σου εἰκόνα, βασιλέα, τιμωροῦνται αὐστηρά, τὸ ἴδιο καὶ ὅσοι ἐμπαίζουν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ θὰ ριφθοῦν στὸ αἰώνιο πῦρ». Λέγεται ὅτι τὸν ἑπόμενο χρόνο, καθὼς ὁ Θεόφιλος ἧταν στὰ τελευταῖα του, εἶπε νὰ τοῦ φέρουν μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀσπάσθηκε μὲ δάκρυα πρὶν ξεψυχήσει. ῾Η γυναίκα του, ἡ εὐσεβεστάτη αὐγούστα Θεοδώρα (Ι Ι Φεβρ.), φρόντισε γρήγορα νὰ χειροτονηθεῖ ὁ Μεθόδιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (14 ᾽Ιουν.), κατὰ τὴν προφητεία τοῦ ὁσίου ᾽Ιωαννικίου, καὶ ἀπο κατέστησε ὁριστικὰ τὴν τιμὴ τῶν ἁγίων εἰκόνων (842).
Τὰ ἑπόμενα χρόνια, ὁ πατριάρχης ἐργάσθηκε ὥστε νὰ ἐπαναφέρει τὴν τάξη στὴν ᾽Εκκλησία, δίχως ὡστόσο νὰ δείξει ἀκραία αὐστηρότητα ἀπέναντι στοὺς ἱερεῖς καὶ ἐπισκόπους ποὺ εἶχαν πέσει στὴν αἵρεση καὶ μετανόησαν. ῾Η στάση αὐτὴ δὲν ἄρεσε σὲ ὁρισμένους ἱεράρχες καὶ μοναχούς, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦταν καὶ ἐκεῖνοι τῆς Μονῆς Στουδίου. ῾Ο ᾽Ιωαννίκιος στήριξε μὲ τὴν αὐθεντία του τὴν μετριοπαθῆ στάση τοῦ ἁγίου Μεθοδίου.
Κάποιοι μοναχοὶ ποὺ φθονοῦσαν τὴ φήμη του, ἔβαλαν μιὰ μέρα φωτιὰ στὸ κελλί του. ῾Ο ᾽Ιωαννίκιος πλησίασε το πλῆθος ποὺ παρευρισκόταν ἐκεῖ ἀνίσχυρο νὰ κάνει ὁ,τιδήποτε γιὰ τὴ φωτιά, καὶ δίχως δυσκολία διέγνωσε ἀνάμεσά τους τοὺς αὐτουργούς. Τοὺς ἀπευθύνθηκε μὲ εὐπροσηγορία καὶ πραότητα καὶ τοὺς προσέφερε γεῦμα μὲ ὅ,τι μπόρεσε νὰ σώσει ἀπὸ τὴ φωτιά. ῾Ορισμένοι μετανόησαν μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἑνδειξη εὐσπλαγνίας, ἀλλὰ ὁ μοναχὸς ᾽Επιφάνιος παρέμεινε ἀδιάλλακτος. ῾Ηδη ἐνενήντα δύο χρόνων τότε, καὶ ἐπιθυμώντας νὰ ἀναπαυθεῖ, ὁ ἁνθρωπος τοῦ Θεοῦ εἶδε στὸ γεγονὸς αὐτὸ ἕνα θεϊκὸ σημάδι καὶ ἀποφεύγοντας νὰ ξανακτίσει τό ἐρημητήριό του ἐπέστρεψε στὴ Μονὴ ᾽Αντιδίου, ἐκεί ἀκριβῶς ὅπου εἶχε πρωταρχίσει τὸν ἰσάγγελο βίο του, πρὶν πενήντα δύο ἑτη, διασχίζοντας ἀόρατος τὸ πλῆθος τῶν ἐπισκεπτῶν. ᾽Εκοιμήθη ἐκεῖ ἐν Κυρίῳ στὶς 4 Νοεμβρίου τοῦ 846, ἀφοῦ προεῖπε στὸν φίλο του ἅγιο Μεθόδιο, ποὺ εἶχε ἔρθει στὸ προσκέφαλό του, ὅτι θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε ὀκτὼ μῆνες ἀργότερα. Τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του οἱ μοναχοὶ τοῦ ὄρους ᾽Ολύμπου εἶδαν μιὰ πύρινη στήλη νὰ ὑψώνεται ἀπὸ τὴ γῆ στὸν οὐρανό. Μέγα πλῆθος μοναχῶν καὶ πιστῶν ποὺ ἦλθαν ἀπὸ παντοῦ παρευρέθησαν στὴν κηδεία του καὶ τὰ τίμια λείψανά του συνέχισαν κατόπιν νὰ θαυματουργοῦν.
῾Η κάρα του τιμᾶται σήμερα στὴ Μονὴ Παντοκράτορος τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους. ᾽Εγκωμιάζεται στὸ Συνοδικὸν τῆς ᾽Ορἑοδοξίας μεταξὺ τῶν μεγαλυτέρων ὁμολογητῶν καὶ χαρακτηρίζεται «προφητικώτατος».

Νέος Συναξαριστής, Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *