αρχείο λήψης (5)Ἀνάμεσα στοὺς δημοφιλέστερους ἁγίους των πρώιμων χριστιανικῶν χρόνων συγκαταλέγεται καὶ ὁ τιμώμενος στὶς 17 Μαρτίου Ἅγιος Ἀλέξιος, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε γιὰ τὴ φιλόθεη βιοτή, τὴ βαθιὰ εὐσέβεια καὶ πίστη καὶ τὴν ἄκρα ταπείνωση, ἄσκηση καὶ ἐγκράτεια. Ἡ ἀφανὴς ἐπίγειά του βιοτή, τοῦ ἐξασφάλισε κατὰ θεϊκὴ ἐπιταγὴ τὴ θεοκλητὴ προσωνυμία «Ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ», ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὴ φωνὴ Τοῦ τὸν ἀποκάλυψε, τὸν ὀνόμασε καὶ τὸν ὑπέδειξε στὸν χριστιανικὸ λαὸ τῆς Ρώμης.

Ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος γεννήθηκε στὴ Ρώμη τὸ 357 ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ βασιλιὰ Κωνστάντιου. Ἦταν ὁ μονογενὴς γιὸς τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου Εὐφημιανοῦ, τοῦ πρώτου της Συγκλήτου, καὶ τῆς Ἀγλαΐδας, ποὺ καταγόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὸ γένος. Οἱ πλούσιοι καὶ εὐγενεῖς γονεῖς τοῦ διακατέχονταν ἀπὸ βαθιὰ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἀπὸ φιλάνθρωπα χριστιανικὰ αἰσθήματα. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ σπίτι τοὺς εἶχε καταστεῖ τὸ καταφύγιο τῶν ὀρφανῶν, τῶν χηρῶν καὶ τῶν πενήτων. Ὁ Ἀλέξιος ἀνατράφηκε μὲ τὰ νάματα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλὰ τοῦ προσφέρθηκε πλουσιοπάροχα καὶ κοσμικὴ γνώση καὶ σοφία.
Ἐκεῖνος ὅμως ἀπὸ μικρὸς ἄρχισε νὰ ποθεῖ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ καὶ σύντομα ἡ ψυχὴ τοῦ ἄρχισε νὰ πυρπολεῖται ἀπὸ θεῖο ἔρωτα. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀφιερώθηκε ἐξ ὁλοκλήρου στὴ μελέτη τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ἐνῶ ἀποστρεφόταν κάθε τί τὸ κοσμικό. Ἡ ἐπιθυμία ὅμως τῶν γονέων τοῦ ἦταν νὰ δοῦν τὸν γιὸ τοὺς ἄξιο καὶ λαμπρὸ διάδοχό του πλούτου καὶ τῆς δύναμής τους. Ἡ πιθανὴ ἀφιέρωση τοῦ γιοῦ τους στὸν Θεὸ ἦταν κάτι ποὺ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποδεχθοῦν ποτέ. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴν προσπάθεια τῆς ἀποκατάστασης τοῦ Ἀλεξίου βρῆκαν μία πανέμορφη κοπέλα μὲ βασιλικὴ καταγωγή, ἀλλὰ καὶ μὲ ἔνθεο ζῆλο. Μόλις ὁ Ἀλέξιος ἔγινε δεκαέξι ἐτῶν, ἀποφασίστηκε ὁ πολυτελὴς γάμος του, ὁ ὁποῖος τελέστηκε μὲ κάθε λαμπρότητα.

Μετὰ τὸ μυστήριο οἱ δύο σύζυγοι βρέθηκαν μόνοι τους καὶ ὁ Ἀλέξιος ἔδωσε στὴ σύζυγό του τὸ χρυσὸ δακτυλίδι καὶ τὴ ζώνη του ὡς σύμβολα τῆς κοινῆς ἀφοσιώσεώς τους στὸν Χριστό, ἀφοῦ ἡ μὲν κοπέλα εἶχε συναισθανθεῖ τὸν κρυφὸ πόθο τοῦ Ἀλεξίου γιὰ ἄσκηση καὶ κατὰ Χριστὸν ζωή, ὁ δὲ Ἀλέξιος εἶχε καταλάβει τὴ συγκατάθεση τῆς συζύγου του γιὰ τὸν θεῖο τοῦ ἔρωτα καὶ τὴ φυγή του ἀπὸ τὴ Ρώμη. Μετὰ τὴ συνομιλία τῶν δύο συζύγων ὁ Ἀλέξιος παρακάλεσε ἕναν παράνυμφο τῆς συνοδείας του νὰ τὸν συνοδεύσει μέχρι τὸ λιμάνι τῆς Ostia, ποὺ ἦταν τὸ ἐπίνειο τῆς Ρώμης. Ἔτσι μέσα στὴ νύχτα καὶ ἐνῶ ἡ πόλη τῆς Ρώμης διασκέδαζε ξέφρενα στὸ γαμήλιο γλέντι, ὁ Ἀλέξιος φτάνοντας στὸ λιμάνι ζήτησε ἀπὸ τὸν συνοδό του νὰ τὸν ἀφήσει νὰ κάνει ἕναν περίπατο. Αὐτὸ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιβιβαστεῖ σὲ ἕνα πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴ Συρία. Στὸ μεταξὺ ὁ παράνυμφος ἄρχισε νὰ ἀναζητᾶ τὸν Ἀλέξιο καὶ μόλις πληροφορήθηκε ὅτι ἐπιβιβάστηκε σὲ πλοῖο καὶ ἔφυγε, ἐνημέρωσε τοὺς γονεῖς του, οἱ ὁποῖοι ἀναστατώθηκαν καὶ πικράθηκαν. Μάλιστα ὁ πατέρας του, ὁ Εὐφημιανός, ἄρχισε νὰ ἀναζητᾶ ἀπεγνωσμένα το παιδί του, ἐνῶ ἡ σύζυγος τοῦ Ἀλεξίου παρέμεινε στὸ σπίτι του γιὰ νὰ συμπαρασταθεῖ στὴν ἀπελπισμένη πεθερά της.

Ὁ Ἀλέξιος ἔφτασε μὲ τὸ πλοῖο στὴ Σελεύκεια καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὰ πολυτελῆ ἐνδύματά του καὶ μοίρασε στοὺς φτωχούς τα ὑπάρχοντά του, ἄρχισε νὰ περιέρχεται τὴ χώρα σὰν ζητιάνος. Ἀπὸ τὴ Σελεύκεια ἔφτασε στὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας καὶ μάλιστα τὴ χρονιὰ τῆς κοιμήσεως τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, δηλαδὴ τὸ 373. Ἐκεῖ ἐπιδόθηκε στὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία καὶ καθημερινὰ κατέφευγε στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Θωμά, ὁ ὁποῖος κατέστη τὸ κέντρο τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς του. Ζοῦσε καὶ κυκλοφοροῦσε σὰν ζητιάνος καὶ ἔμεινε ἀφανὴς καὶ ξένος γιὰ ὅλους, ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ πατέρα του, οἱ ὁποῖοι ἔφτασαν μέχρι τὴν Ἔδεσσα ἀναζητώντας τὸν Ἀλέξιο χωρὶς ὅμως κανένα ἀποτέλεσμα, ἀφοῦ δὲν κατόρθωσαν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν καὶ μάλιστα τοῦ πρόσφεραν καὶ τὴν ἐλεημοσύνη τους ὡς ζητιάνος ποὺ ἦταν. Στὴ Συρία ὁ ἅγιος ἔμεινε δεκαεπτὰ ὁλόκληρα χρόνια.

Τὸ 390 ὅμως ἀρρώστησε ξαφνικὰ καὶ μεταφέρθηκε στὸ νοσοκομεῖο ἀπὸ ἕναν χριστιανὸ φίλο του, ποὺ σεβόταν τὸν Ἀλέξιο ὡς ἅγιο. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸν ἀνησύχησε, γιατί θὰ τοῦ στεροῦσε τὴν ἀσκητική του ζωὴ καὶ τὴν ταπείνωσή του. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐγκατέλειψε τὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας καὶ ἐπιβιβάστηκε σὲ πλοῖο μὲ προορισμὸ τὴν Ταρσὸ τῆς Κιλικίας γιὰ νὰ συνεχίσει ἐκεῖ τὸν ἀσκητικό του ἀγώνα.

Αλλά ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸν μετέφερε στὴν πατρίδα του, τὴ Ρώμη καὶ τὸ πλοῖο προσάραξε στὸ λιμάνι τῆς Ostia. Ἔτσι ὁ Ἀλέξιος ἐπέστρεψε στὸν τόπο του, ἀλλὰ ξένος, ἄγνωστος καὶ ἀφανὴς σὲ ὅλους. Προχώρησε πρὸς τὴν πατρικὴ οἰκία, ὅταν ξαφνικὰ ἀντίκρισε ἀπὸ μακριὰ τὸν πρῶτο ἄρχοντα τῆς Συγκλήτου, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ἄλλος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πατέρα του. Ὁ Ἀλέξιος τοῦ ζήτησε νὰ δείξει τὴ φιλανθρωπία του καὶ νὰ τὸν δεχθεῖ στὸ σπίτι του. Ὁ φιλάνθρωπος Εὐφημιανὸς δέχθηκε νὰ τὸν κρατήσει. Γι’ αὐτὸ καὶ διάλεξε ἕναν δοῦλο καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοῦ φτιάξει κρεβάτι καὶ νὰ τοῦ προσφέρει φαγητὸ ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἔτρωγε καὶ ὁ ἴδιος. Ὁ Ἀλέξιος εἶχε ἐπιστρέψει στὸ σπίτι του, ἀλλὰ ξένος καὶ φτωχὸς ἐπαίτης, ἀφοῦ κανεὶς δὲν τὸν ἀναγνώριζε. Παράλληλα συνέχισε μὲ ἀκόμη μεγαλύτερο ζῆλο τὴν αὐστηρὴ ἀσκητική του ζωὴ καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ τοῦ δεχόμενος καθημερινὰ τὶς ὕβρεις, τὶς προσβολὲς καὶ τὰ χτυπήματα ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ ἴδιου του τοῦ σπιτιοῦ. Κάποια ἡμέρα συναισθανόμενος τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας δράσης του, ζήτησε ἀπὸ τὸν δοῦλο, τὸν ὁποῖο εἶχε ὁρίσει ὁ πατέρας του, χαρτὶ καὶ γραφίδα γιὰ νὰ ἐξιστορήσει τὴν ἀφανῆ καὶ ἄγνωστη σὲ ὅλους ζωή του. Μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀνεχώρησε γιὰ τὴν αἰωνιότητα ἔχοντας συμπληρώσει στὸ ἀκέραιο τὴν πλήρη ἀφιέρωσή του στὸν Κύριο. Ἦταν Παρασκευὴ 17 Μαρτίου τοῦ 407.

Ἕνα θαυμαστὸ ὅμως γεγονὸς ἔλαβε χώρα πρὶν τὴν ὀσιακὴ κοίμηση τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου, τὸ ὁποῖο σηματοδότησε τὴν ἐξ οὐρανοῦ ἀποκάλυψη τῆς ἁγιότητός του. Τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς 12 Μαρτίου τοῦ 407 καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, στὴν ὁποία προεξῆρχε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Ἰννοκέντιος, μιὰ οὐράνια φωνὴ ἀκούστηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Θυσιαστήριο νὰ λέει τὰ ἀκόλουθα: «Ζητήσατε τὸν Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἱκετεύσει ὑπὲρ τῆς Ρώμης. Ὅταν θὰ φανεῖ ἡ Παρασκευή, παραδίδει τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό του». Μετὰ ἀπὸ μία τέτοια τρομακτικὴ θεϊκὴ ἀποκάλυψη ἄρχισαν ὅλοι ἀπεγνωσμένα νὰ ἀναζητοῦν τὸν Ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Στὴν προσπάθεια αὐτὴ οἱ χριστιανοὶ προσευχήθηκαν μὲ κατάνυξη καὶ εὐλάβεια καὶ τότε ὁ Θεὸς πρόσφερε τὴν ἐπιζητούμενη ἀποκάλυψη, ποὺ ἦταν ἡ ἀναζήτηση τοῦ Ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι τοῦ Εὐφημιανοῦ. Ὁ Εὐφημιανὸς ἔμεινε ἄναυδος καὶ τότε ὁ Αὐτοκράτορας Ὀνώριος μαζὶ μὲ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἰννοκέντιο πῆγαν στὸ σπίτι του. Ὁ διακονητὴς τοῦ Ἀλεξίου εἶπε στὸν Εὐφημιανὸ ὅτι πιθανὸν ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι ἐκεῖνος ὁ ρακένδυτος ζητιάνος, ποὺ ἔμενε στὸ σπίτι, γιατί εἶχε διακρίνει μεγάλη εὐσέβεια καὶ ταπείνωση στὸ πρόσωπό του. Τότε ὁ Εὐφημιανὸς ἀναζήτησε τὸν φτωχὸ ἐπαίτη τοῦ σπιτιοῦ του, ἀλλὰ τὸν βρῆκε νὰ κοιμᾶται μέσα σὲ λάμψη οὐρανίου φωτὸς καὶ νὰ κρατᾶ στὸ χέρι τοῦ ἕνα σημείωμα, τὸ ὁποῖο δὲν κατόρθωσε νὰ ἀποσπάσει. Ἐρχόμενος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος πῆρε στὰ χέρια τοῦ τὸ σημείωμα καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσή του ἀποκαλύφθηκε ὅλο το μυστήριο καὶ ἡ πραγματικὴ ταυτότητα τοῦ ξένου ποὺ ζοῦσε μέσα στὸ σπίτι. Ἡ τρομακτικὴ ἀποκάλυψη τῆς ἀλήθειας προκάλεσε τὸν θρῆνο, τὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ψυχικὴ συντριβὴ τῶν γονέων του, ἐνῶ ἐντελῶς διαφορετικὴ ἦταν ἡ ἀντίδραση τῆς συζύγου του, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ τῆς εἶχε καταληφθεῖ ἀπὸ δέος καὶ συγκίνηση.

Μετὰ τὸ θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονὸς ἀναγγέλθηκε στὴ Ρώμη ὅτι βρέθηκε ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ πλῆθος κόσμου κατέβηκε στὸ κέντρο τῆς πόλης γιὰ νὰ ἀσπασθεῖ τὸ ἱερὸ σκήνωμα καὶ νὰ λάβει ἀπὸ αὐτὸ εὐλογία. Στὴ συνέχεια ὁ Αὐτοκράτορας καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος κατόρθωσαν νὰ μεταφέρουν ἀνάμεσά σε χιλιάδες χριστιανοὺς τὸ χαριτόβρυτο ἱερὸ λείψανο στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Βονιφατίου, τὸ ὁποῖο καὶ ἐνταφίασαν σὲ περίτεχνο μνημεῖο ἐντός του ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἀργότερα μετονομάσθηκε σὲ ναὸ τῶν Ἁγίων Βονιφατίου καὶ Ἀλεξίου. Ἀργότερα ἡ τιμία κάρα καὶ μέρος τῶν ἱερῶν του λειψάνων μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὴ Ρώμη στὴν Κωνσταντινούπολη.

Η τιμία Κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου. Φυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων.

Το 1398 ἡ χαριτόβρυτη τιμία κάρα τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου δωρήθηκε ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα Μανουὴλ Παλαιολόγο στὴν ἱστορικὴ Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων, ὅπου καὶ φυλάσσεται μέχρι σήμερα ὡς πολύτιμος θησαυρὸς καὶ ὡς ἀέναος πηγὴ θαυματουργικῶν ἰάσεων.

Ἡ ὁλοθερμὴ εὐχὴ ὅλων μας εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀλέξιος, ὁ ὁποῖος ἔλαβε ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὴν προσωνυμία «Ὁ Ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ» νὰ καταστεῖ πνευματικὸς ὁδοδείκτης καὶ καθοδηγητὴς στὴν πορεία μας γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ καὶ σωτηρία ἔχοντας πάντα ὡς πρότυπο τὴν ἄκρα ταπείνωση καὶ ἀσκητικότητά του καὶ τὴν εἰκόνα τῆς ἀφανοῦς ἐπίγειας βιοτῆς του.

Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος
Ἐκπαιδευτικός

Βιβλιογραφία

· Ἀκολουθία καὶ Βίος τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Ἀλεξίου τοῦ Ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Λαύρας Καλαβρύτων 1997.

· Ἡ ἐμφάνεια τοῦ ἀφανοῦς ἢ ἄλλως τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου τοῦ Ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Μπούρα Ἀρκαδίας 2005.

πηγἠ