Ὁ Όσιος Χριστόδουλος γεννηθηκε στὴν Μ. Ἀσία, στὰ περίχωρα τῆς Νικαιας τῆς Βιθυνίας περὶ τὸ 1024. Οἱ εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι γονεῖς τοῦ Θεόδωρος καὶ Ἄννα, τοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Ἰωάννης.

   Ὁ νεαρὸς Ἰωάννης διδάχτηκε ἀπὸ μικρός τα γράμματα, καὶ ἐντρύφησε μὲ ζῆλο στὴν μελέτη τῶν θείων γραφῶν. Ἀπὸ τὴν ἐφηβική του ἡλικία φλεγόταν ἀπὸ τὸν πόθο νὰ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τοῦ μοναχικοῦ βίου, καὶ οἱ γονεῖς τοῦ φοβούμενοι μήπως τὸν χάσουν ἀπὸ κοντά τους ἐπέμεναν νὰ νυμφευθεῖ, ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ τὸν γάμο ἀποφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ χωριό του, καταφεύγοντας στὸ ὅρος Ὄλυμπος τῆς Μυσίας ὅπου ὑπῆρχαν πολλὰ μοναστήρια καὶ κελλιά.

    Ἐκεῖ στὸν Ὄλυμπο, ὁ Ἰωάννης ἔγινε δόκιμος “τεθεῖς ὑπὸ τὴν διδασκαλίαν καὶ τὴν διαπαιδαγώγησιν τοῦ προηγουμένου τῆς ἱερᾶς ἐκείνης ποίμνης “, ὁ ὁποῖος βλέποντας τὸν ζῆλο τοῦ τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Χριστόδουλος, ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης του ἀγάπης γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τρία χρόνια ἀργότερα ὁ γέροντας πέθανε καὶ ὁ μοναχὸς Χριστόδουλος, ἔφυγε γιὰ τὴν Ρώμη μὲ σκοπὸ νὰ προσκυνήσει τοὺς τάφους τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, Πέτρου καὶ Παύλου. Ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη γιὰ προσκύνημα στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὴν συνέχεια στὴν Παλαιστίνη, ὅπου πιθανῶς ἐγκαταβίωσε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα. 

   Ὅμως, τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν διαφορετικό. Κύμα ἐπιθέσεων τῶν Ἀγαρηνῶν στὰ μοναστήρια τῆς Παλαιστίνης, ἀνάγκασε τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ἔρημο. Ὁ Ὅσιος, μαζὶ μὲ ἄλλους κατευθύνθηκε στὸ ὅρος Λάτρος, ὅπου εἶχαν καταφύγει πολλοὶ μοναχοί της Αἰγύπτου ἀπὸ τὶς περιοχὲς τοῦ Σινᾶ καὶ τῆς Ραϊθῶ, μετὰ ἀπὸ τὶς φονικὲς ἐπιθέσεις τῶν Βλεμμύων Ἀράβων. 

Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος μόνασε στὴ Λαύρα τοῦ Στύλου. Στὴν περιοχὴ τοῦ Λατρους ἄλλοι ζοῦσαν κοινοβιακὰ στὴ Λαύρα καὶ ἄλλοι σὲ κελλιά. Ὁ μοναχισμὸς στὸ ὅρος Λατρος βρισκόταν τὴν περίοδο ἐκείνη σὲ μεγάλη ἀκμὴ καὶ ὁ Ὅσιος ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία. Διακρίθηκε στὴν πνευματικὴ ζωὴ μὲ τὸ ἦθος του, τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες καὶ τὴν πνευματική του κατάρτιση, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ τὸν ἐκλέξουν ἡγούμενο τῆς Λαύρας καὶ ἔγινε πνευματικὸς ὅλων των μοναχῶν του ὅρους Λατρος. Ὁ Ὅσιος διοίκησε πολλὰ χρόνια τὴν μοναστικὴ πολιτεία, καὶ ἡ φήμη τοῦ ἐξαπλώθηκε στὰ πέρατα τῆς αὐτοκρατορίας, τοῦ ἐδόθη δὲ τὸ ἐπίθετο Λατρηνός. 

Τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς ἀκμῆς τοῦ Λατρηνοῦ μοναχισμοῦ διέκοψαν ἐπιδρομὲς Ἀγαρηνῶν καὶ ὁ Ὅσιος, ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ὅρος Λατρος. Μαζὶ μὲ μιὰ ὁμάδα μοναχῶν κατέφυγε στὴν Κῶ, ὅπου κάποιος εὐσεβὴς ἄρχοντας τοὺς δώρησε μιὰ ἔκταση κοντὰ στὸ βουνὸ Δίκαιο. Ἐκεῖ, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος, ἄρχισε νὰ οἰκοδομεῖ Μονὴ ἀφιερωμένη στὴν Θεοτόκο, καὶ ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος Βοτανειάτης τοῦ παραχώρησε φορολογικὴ ἀπαλλαγὴ γιὰ νὰ ὁλοκληρώσει τὸ ἔργο του. Τὶς ἀπαλλαγὲς συνέχισε  καὶ ὁ αὐτοκράτορας Ἀλέξιος Κομνῆνος, ὁ ὁποῖος μὲ χρυσοβουλλο ἔγγραφο ὅρισε νὰ εἶναι αὐτοδέσποτη ἡ μονὴ τῆς Θεοτόκου καὶ παραχώρησε τὸ νησὶ Λειψῶ, δύο προάστια στὴ Λερό – το Παρθένι καὶ τὰ Τεμένια – καὶ τὴν περιοχὴ Παντέλι.

  Η φήμη τοῦ ἑξηντάχρονου χαρισματούχου γέροντα ὁδήγησε ἀρκετοὺς μοναχοὺς κοντά του, καὶ οἱ ντόπιοι ἔκαναν πολλὲς δωρεές, ἔτσι ποὺ σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἡ νέα Μονὴ ἀπέκτησε μεγάλη περιουσία. Ὅμως, παρὰ τὴν μεγάλη ἀκμὴ στὴν ὁποία περιῆλθε ἡ Μονὴ τῆς Θεοτόκου, ὁ Ὅσιος δὲν ἦταν εὐχαριστημένος. Τὸ μοναστήρι ἦταν κοντὰ σὲ κατοικημένη περιοχὴ καὶ τὰ μετόχια τοῦ συνόρευαν μὲ τὰ κτήματα τῶν ντόπιων, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ μοναχοὶ νὰ ἔχουν μεγάλο συγχρωτισμὸ μὲ τοὺς λαϊκούς, γεγονὸς ποὺ ἔκανε τὸν γέροντά τους νὰ ἀνησυχεῖ γιὰ τὴν πνευματική τους πορεία. Καὶ ἦταν τόσο μεγάλη ἡ ἀνησυχία του, ὥστε πῆρε μιὰ μεγάλη ἀπόφαση χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὸ κόστος. Νὰ μεταναστεύσει καὶ πάλι καὶ νὰ ἐγκαταβιώσει σὲ τόπο ἄγονο καὶ χέρσο, στὸ ἐρημωμένο ἀπὸ τὶς λεηλασίες νησὶ Πατμος.  

   Τὸ 1088, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀλέξιο Κομνηνὸ νὰ τοῦ παραχωρηθεῖ ἡ ἐρημωμένη ἐξ αἰτίας τῶν πειρατικῶν ἐπιδρομῶν Πατμος, γιὰ νὰ οἰκοδομήσει Μοναστήρι. Σεβόμενος τὸν Ὅσιο, ὁ αὐτοκράτορας τοῦ παραχώρησε τὴν Πατμο μὲ Χρυσοβουλλο λόγο (σώζεται στὴν μονὴ τῆς Πάτμου), ὅπου ὁρίζεται νὰ δωρηθεῖ ἡ Πατμος γιὰ νὰ γίνει Μονή, καταργεῖ ὁποιαδήποτε φορολογία, ἀπαγορεύει κατόπιν ἐπιθυμίας τοῦ Ὁσίου τὴν ἐγκατάσταση λαϊκῶν στὸ νησὶ καὶ τὸ ἀνακηρύσσει ἄβατον.

Μὲ ἕνα δεύτερο Χρυσοβουλλο, ὁ Κομνηνὸς ὅρισε νὰ δίδονται ὡς ἐνίσχυση στὴν Μονὴ ἐτησίως ,τριακόσιοι μόδιοι σίτου καὶ εἰκοσιτέσσερα Κομνηνάτα Θεοτόκια. 

   Ἔτσι, γιὰ μία ἀκόμα φορᾶ στὴν ζωή του, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος μεταναστεύει, αὐτὴ τὴν φορὰ σὲ τόπο ἀφιλόξενο καὶ ἐρημικό. Ἀπὸ καιρὸ ἔχει σκεφτεῖ πὼς ἡ ἐρειπωμένη ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις τῶν πειρατῶν καὶ ἀπροσπέλαστη γιὰ τὰ ἐμπορικὰ πλοῖα νῆσος Πατμος, θὰ τοῦ πρόσφερε τὶς ἰδανικὲς συνθῆκες γιὰ νὰ διασφαλίσει τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς συνοδείας του. Ἐξ’ ἄλλου τὴν ἐπιθυμία του νὰ ζήσει στὴν Πατμο ἐνισχύει το ὅτι ἐκεῖ ἔζησε καὶ συνέγραψε τὴν Ἀποκάλυψη ὁ Ἀπόστολος Ἰωάννης.

  Μετὰ τὴν παράδοση τῆς Πατμου, ὁ Ὅσιος καὶ ὅλη ἡ συνοδεία τοῦ ξεκίνησαν τὴν ἀνέγερση τῆς Νέας Μονῆς στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ, ὅπου εὐρίσκοντο ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ τῆς Σκυθίας Ἀρτέμιδος.

  Ἡ οἰκοδόμηση τῆς Μονῆς ἦταν ἔργο δύσκολο καὶ πολὺ κοπιαστικὸ γιὰ τὴν μοναστικὴ ἀδελφότητα, ἀφοῦ ὁ Ὅσιος δὲν ἤθελε νὰ προσλάβει ἐργάτες. Γιὰ νὰ ἐμψυχώνει τοὺς μοναχούς, παρὰ τὰ ἑβδομῆντα του χρόνια κουβαλοῦσε ὁ ἴδιος πέτρες καὶ ἀσβέστη καὶ πρωτοστατοῦσε στὶς ἐργασίες, δίνοντας θάρρος στοὺς ὑπόλοιπους. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἡ σκληρὴ ἐργασία καὶ ἡ ἄνυδρη, ἀφιλόξενη γῆ, κούρασαν γρήγορα τοὺς μοναχούς. Ἔτσι προσέλαβε ἔγγαμους λαϊκοὺς καὶ τοὺς ἔφερε στὴν Πατμο μαζὶ μὲ τὶς οἰκογένειές τους, ἀφοῦ ἦταν δύσκολο νὰ βρεῖ πολλοὺς ἀγάμους ποὺ νὰ ἐπιθυμοῦν νὰ ζήσουν στὸ ἄγονο νησί. Γιὰ νὰ ἀποφύγει τὰ προβλήματα ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ φοβόταν, ἐγκατέστησε τὶς οἰκογένειες στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ νησιοῦ ὥστε νὰ μὴν ἐνοχλοῦν τοὺς μοναχούς. Ἀπαγόρευσε στὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ νὰ πλησιάζουν τὸ μοναστήρι καὶ ὅρισε πενθήμερο ἐργασίας γιὰ τοὺς ἄνδρες, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ὁποίου αὐτοὶ ἔμεναν μὲ τοὺς μοναχοὺς καὶ ἐπέστρεφαν τὸ Σαββατοκύριακο στὶς οἰκογένειές τους.

   Ἡ πρόσληψη τῶν ἐργατῶν, ὄχι μόνο ἐπιτάχυνε τὶς οἰκοδομικὲς ἐργασίες, ἀλλὰ καὶ ἔδωσε τὴν δυνατότητα στὴν μοναχικὴ συνοδεία νὰ ἀρχίσει νὰ ζεῖ καὶ πάλι ἡσυχαστικά. 

   Την ἐποχὴ ἐκείνη ὁ ἱερὸς Χριστόδουλος ἦταν ἤδη μεγάλος σὲ ἡλικία, ἀλλὰ οἱ δυνάμεις του μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει. Ἡ ἀκτινοβολία του ὡς πνευματικοῦ εἶχε ἐξαπλωθεῖ σὲ ὅλο το Αἰγαῖο καὶ μεγάλος ἀριθμὸς προσκυνητῶν μετέβαινε στὴν Πατμο γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ σπήλαιο τῆς Ἀποκαλύψεως, νὰ ἐπισκεφτεῖ τὸ Μοναστήρι καὶ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ.

      Ὅμως, τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ πάλι ἦταν διαφορετικὸ γιὰ τὸν Ἅγιο. Πίστευε πὼς θὰ τερμάτιζε τὸν βίο τοῦ στην  Πατμο, ἀλλὰ πέντε περίπου χρόνια μετὰ τὴν ἐγκατάστασή του στὸ νησί, τὸ 1092, ἐξ αἰτίας τῆς Τουρκικῆς ἀπειλῆς, πῆρε τὴν ἀπόφαση ὅλη ἡ συνοδεία τῆς Μονῆς νὰ ἐγκαταλείψει τὸ νησὶ μέχρι νὰ περάσει ὁ κίνδυνος. 

Ἡ μοναχικὴ ἀδελφότητα κατέφυγε στὸν Πορθμὸ τοῦ Εὐρίπου, ὅπου χάρις στὴ βοήθεια ἑνὸς ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἦταν πνευματικὸ τέκνο τοῦ Ὁσίου, ἐγκαταστάθηκαν σὲ ἕνα μεγάλο ἀρχοντικό το ὁποῖο μετατράπηκε σὲ μοναστήρι. Ἔτσι, ὁ Θεοφόρος Πατήρ, ἔμελλε νὰ ζήσει καὶ στὴν Εὔβοια, καὶ “ἀντικείμενον τοῦ θαυμασμοῦ πάντων γενόμενος καὶ ὡς τὶς ἄγγελος ἐν θνητῶ σώματι τῆς προσηκούσης τιμῆς ἀξιωθεῖς”, νὰ στηρίξει πνευματικὰ καὶ ἐκεῖ τους ἀνθρώπους, καὶ νὰ κηρύξει τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. 

  Στὶς 10 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1093, ὁ Ὅσιος κάλεσε τὸν πρεσβύτερο καὶ Νοτάριο Εὐρίπου Γεώργιο Στροβηλίτη καὶ ἄλλους ἑπτὰ ἀξιωματούχους, γιὰ νὰ ὑπογράψουν ὡς μάρτυρες στην Διαθήκη του.

  Μετὰ ἀπὸ μερικὲς μέρες, στὶς 15 Μαρτίου, συνετάχθη ἕνας συμπληρωματικὸς κωδίκελλος τῆς διαθήκης, ὅπου μεταξὺ ἄλλων, ὁρίζονται ζητήματα τῆς Μονῆς, ὅπως θέματα τυπικοῦ, προσωπικὲς παραινέσεις σὲ μοναχούς, ἀλλὰ καὶ πληροφορίες σχετικὲς μὲ τὴν βιβλιοθήκη, τὸ ἀρχεῖο της καὶ τὸν τρόπο ἀποκτήσεως τῶν βιβλίων καὶ τὶς δωρεὲς τῶν αὐτοκρατόρων στὸ Μοναστήρι.

Λίγο χρόνο ἀργότερα, καὶ ἀφοῦ εἶχε πληροφορηθεῖ “ἐκ Θεοῦ” γιὰ τὴν ἀποδημία του, ὁ Ὅσιος κάλεσε τοὺς μοναχοὺς καὶ ἀφοῦ τοὺς προέτρεψε νὰ ἐπιστρέψουν ὅλοι στὴν Πατμο, τοὺς ζήτησε νὰ τὸν πάρουν ἀπὸ τὴν ξένη γῆ καὶ νὰ τὸν ἐνταφιάσουν στὸ ναὸ τῆς Μονῆς γιὰ τὴν ὁποία τόσο πολὺ εἶχε μοχθήσει. Καὶ ἀφοῦ τοὺς εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια “καὶ διὰ λόγων ἀποχαιρετιστηρίων καθαγιάσας τοὺς παρόντας, παρέδωκε τὸ πνεῦμα τῷ Θεῶ, τὴν ἲς΄τοῦ μηνὸς Μαρτίου.”

  Λιγο καιρὸ μετὰ τὴν κήδευση τοῦ πνευματικοῦ τους πατρός, οἱ μοναχοί της Πατμου ἔμαθαν πὼς ὁ κίνδυνος ἀπὸ τοὺς Τούρκους εἶχε περάσει καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ ἐπιστρέψουν στὸ νησὶ μαζὶ μὲ τὸ σκήνωμα τοῦ γέροντά τους. 

  Θα περίμενε κανεὶς τὸ τελευταῖο ταξίδι τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου νὰ εἶναι εἰρηνικό. Ὅμως, ἀκόμα καὶ αὐτὴ ἡ τελευταία του μετακίνηση ἦταν περιπετειώδης, ὅπως ὅλες οἱ μετακινήσεις τοῦ βίου του. Ἡ αἰτία ὅμως αὐτὴ τὴν φορὰ δὲν ἦταν ἡ κακία τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ποὺ στὸ πρόσωπου τοῦ Λατρηνοῦ μοναχοῦ εἶχαν γνωρίσει τὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ κάτοικοι τῆς Εὐβοίας, ὅταν ἔμαθαν ὅτι οἱ μοναχοὶ θὰ ἔπαιρναν τὸ σκήνωμα στὴν Πατμο, ξεσηκώθηκαν καὶ ἀπέκλεισαν τὸ μέρος ὅπου ἐφυλάσσετο ὁ Ὅσιος, ὁ ὁποῖος ἦταν γι’ αὐτοὺς “σωτήρ, ἰατήρ, καὶ πάσης νόσου θεραπευτῆς”.Οἱ μοναχοὶ ὅμως, ἀποφασισμένοι νὰ μεταφέρουν τὸ λείψανο στὴν Πατμο, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας ἔβγαλαν κρυφὰ τὸν Ὅσιο ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἀφοῦ ἐπιβιβάστηκαν στὸ πλοῖο τῆς Μονῆς, κατέπλευσαν στὴν Πατμο.

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τελείωσε ἡ πολύχρονη περιπλάνηση τοῦ Ὁσίου πατρὸς Χριστοδούλου ὁ ὁποῖος σὲ ὁλόκληρο τὸν βίο τοῦ ἀναζητοῦσε ἕναν ἥσυχο τόπο γιὰ νὰ ζήσει “ἐν προσευχαῖς καὶ ὕμνοις πνευματικοῖς”.

  Στὴν ἱερὰ Πατμο, στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ ἐσωνάρθηκα τῆς Μονῆς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τοποθετήθηκε σὲ μαρμάρινη λάρνακα τὸ σκήνωμά του καὶ σχεδὸν χίλια χρόνια τώρα, “ἀναβλύζει θαυμάτων πηγᾶς καὶ ὡς τινὰ ὀσμὴν μύρου αἰσθάνονται οἱ πιστῶς ἁπτόμενοι αὐτοῦ καὶ διὰ μόνης της ἁφῆς καθαγιάζονται καὶ ἀπὸ πάσης σωματικῆς βλάβης ἐλευθεροῦνται”.

Ἡ Ἐκκλησία τὸν κατέταξε στὴν χορεία τῶν Ὁσίων. Τὸν τιμᾶ δύο φορὲς τὸν χρόνο, στὶς 16 Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του καὶ στὶς 21 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων του.

   ΠΗΓΗ:  .http://wwwtaxiarhes.blogspot.gr/2007/10/blog-post_20.html


Ἀπολυτίκιον   Ἦχος β’.

Τοῖς τῶν δακρύων σου ὄμβροις, πάτερ Χριστόδουλε,
τῶν νοσημάτων ἐξαίρεις τὸν καύσωνα·
 διὸ σὲ πιστῶς ἰκετεύομεν,
ἐπερχομένων παντοίων κακῶν ἠμᾶς λύτρωσαι,
 πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.

Κοντάκιον, ἦχος δ΄     Ἐπεφάνης σήμερον

Τοῦ τιμίου σκήνους σου τὴ ἐπανόδω, ἱερὲ Χριστόδουλε,
ἡ θεία ποίμνη σου πιστῶς ἀγαλλομένη, κραυγάζει σοί,
Ἦλθες ἐφάνης, ὁ φύλαξ καὶ ρύστης μου

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *