Τίτος στρατιώτης Σπ. Κιέβου

Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 27η Φεβρουαρίου.

Ὅπως, κατὰ τὸν Ἱερὸ Παῦλο, «ἀποκαλύπτεται ὀργὴ Θεοῦ ἀπ’ οὐρανοῦ ἐπὶ πάσαν ἀσέβειαν καὶ ἀδικίαν ἀνθρώπων», ἔτσι, ἀντίθετα «καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» ἀποκαλύπτεται σ’ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ κληθοῦν «υἱοὶ Θεοῦ».
Αὐτὸ τὸ φανέρωσε καθαρὰ ὁ Κύριος καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ὁσίου Τίτου τοῦ σπηλαιώτου.

Ὁ μακάριος Τίτος μόναζε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων καὶ εἶχε τιμηθεῖ μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ πρεσβυτέρου. Ἡ ἀσκητική του βιοτῆ ἦταν θεοφιλὴς καὶ ἰσάγγελη, ἐνῶ ἡ ἀγάπη του πρὸς ὅλους τους ἀδελφοὺς ἀνιδιοτελὴς καὶ ἀνυπόκριτη.

Στὰ χρόνια ἐκεῖνα ζοῦσε στὴ Λαύρα κι ἕνας διάκονος, ὁ Εὐάγριος. Ὁ μισόκαλος διάβολος, ποὺ πάντοτε «σπείρει ζιζάνια ἀνὰ μέσον του σίτου καὶ ἀπέρχεται», ἔσπειρε ἔχθρα ἀνάμεσα στὸν πρεσβύτερο Τίτο καὶ στὸ διάκονο Εὐάγριο. Κι ἐνῶ πρῶτα ἔτρεφαν ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο βαθιὰ ἀμοιβαία ἀγάπη, ἔφτασαν τώρα νὰ μὴ θέλουν οὔτε νὰ ἰδωθοῦν. Τόσο πολὺ μάλιστα τοὺς σκότισε ἡ ὀργὴ καὶ ἡ μνησικακία, ὥστε, ὅταν θύμιαζε ὁ ἕνας στὴν ἐκκλησία, ὁ ἄλλος ἔφευγε μακριά. Κι ἂν δὲν ἔφευγε, ὁ πρῶτος τὸν προσπερνοῦσε χωρὶς νὰ τὸν θυμιάσει!

Ἔχοντας βυθισθεῖ σὲ τέτοιο σκοτάδι ἐμπάθειας, οἱ δυὸ ἀδελφοὶ τολμοῦσαν νὰ λειτουργοῦν, νὰ προσφέρουν τὰ τίμια Δῶρα καὶ νὰ κοινωνοῦν, ξεχνώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου: «Ἐὰν προσφέρεις τὸ δῶρον σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κάκει μνησθῆς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τί κατά σου, ἅφες ἐκεῖ το δῶρον σου ἔμπροσθέν του θυσιαστηρίου, καὶ ὑπάγε πρώτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῶ σου, καὶ τότε ἐλθῶν πρόσφερε τὸ δῶρον σου».

Οἱ ἀδελφοὶ «ἐβδομηκοντάκις ἑπτὰ» πάσχισαν νὰ τοὺς συμφιλιώσουν, ἀλλὰ ἐκεῖνοι οὔτε νὰ τ’ ἀκούσουν δὲν ἤθελαν.

Κάποτε συνέβη ν’ ἀρρωστήσει πολὺ σοβαρὰ ὁ πρεσβύτερος Τίτος. Εἶχε μάλιστα φτάσει στὰ πρόθυρα τοῦ θανάτου, ὅταν ἄρχισε ξαφνικὰ πικρὰ νὰ κλαίει καὶ σπαρακτικὰ νὰ θρηνεῖ γιὰ τὴν ἁμαρτία του.
— Στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀδελφοί! φώναξε. Κάντε ἀγάπη καὶ πηγαίνετε στὸν ἀδελφὸ Εὐάγριο. Πέστε του νὰ μὲ συγχωρέσει, γιὰ τὸν Κύριο!

Οἱ ἀδελφοὶ ἔτρεξαν ἀμέσως στὸ διάκονο. Ἐκεῖνος ὅμως ὄχι μόνο δὲν δέχτηκε νὰ συγχωρέσει τὸν ἑτοιμοθάνατο ἀδελφό, ἀλλ’ ἄρχισε νὰ τὸν καταριέται καὶ νὰ τὸν περιλούζει ἀπὸ μακριὰ μὲ λόγια μίσους καὶ κακίας.

Τότε τὸν ἅρπαξαν καὶ τὸν ἔφεραν μὲ τὴ βία στὸν κατάκοιτο Τίτο γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν. Μόλις τὸν εἶδε ὁ πρεσβύτερος ἀνασηκώθηκε μὲ δυσκολία, ἔσκυψε πρὸς τὸ μέρος του καὶ τὸν ἱκέτευσε κλαίγοντας:
– Συγχώρεσε μέ, πάτερ! Συγχώρεσε μὲ κι εὐλόγησε μέ! Φεύγω ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο!
Οὔτε τώρα λύγισε ὁ ἀνελέητος Εὐάγριος. Ἀποστράφηκε ἄσπλαχνα τὸν ἀδελφό του καὶ δήλωσε μπροστά σε ὅλους:
— Ποτὲ δὲν θὰ συμφιλιωθῶ μαζί του, οὔτε σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ οὔτε στὴν ἄλλη!

Δὲν πρόλαβε ὅμως νὰ τελειώσει τὸ λόγο του, κι ἔπεσε κάτω ξερός!

Οἱ πατέρες ἔτρεξαν νὰ τὸν σηκώσουν, ἀλλὰ διαπίστωσαν πὼς ἦταν νεκρός. Τὸ σῶμα τοῦ ἀμέσως κοκάλωσε καὶ πάγωσε σὰν μάρμαρο. Οὔτε τὰ μέλη τοῦ μποροῦσαν νὰ λυγίσουν οὔτε τὰ μάτια του νὰ σφαλίσουν οὔτε τὸ στόμα του νὰ κλείσουν.

Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ πρεσβύτερος Τίτος σηκώθηκε ὄρθιος, ἐντελῶς ὑγιής, σὰν νὰ μὴν εἶχε ἀρρωστήσει ποτέ!

Μὲ φρίκη καὶ δέος ἀντίκρισαν ὅλοι τὸν ἄδοξο θάνατο τοῦ μνησίκακου Εὐαγρίου καὶ τὴ θαυματουργικὴ ἴαση τοῦ πρεσβυτέρου Τίτου. Ζήτησαν ἀμέσως ἀπὸ τὸν δεύτερο ἐξηγήσεις. Κι ἐκεῖνος τοὺς διηγήθηκε τί τοῦ ἀποκαλύφθηκε.

-Βρισκόμουν, καθὼς εἴδατε, στὴν ἐπιθανάτια κλίνη, χωρὶς νὰ ἔχω συμφιλιωθεῖ μὲ τὸν Εὐάγριο. Καὶ τότε, τί νὰ δῶ! Ἄγγελοι μὲ ζύγωσαν, μὰ ἔφυγαν ἀμέσως ἀπὸ κοντά μου, κλαίγοντας γιὰ τὸ χαμὸ τῆς ψυχῆς μου. Ἀντίθετα, οἱ δαίμονες ἦρθαν καὶ παρέμειναν δίπλα μου, χαρούμενοι ποὺ θὰ κέρδιζαν τὴν ψυχή μου ἐξαιτίας τῆς ὀργῆς καὶ τῆς μνησικακίας. Τότε ἔβαλα φωνὴ καὶ σᾶς παρακάλεσα νὰ πᾶτε καὶ νὰ μεταφέρετε στὸν ἀδελφὸ τὴ συγγνώμη μου. Ἐσεῖς τὸν φέρατε ἐδῶ. Ὅταν ὅμως ἔσκυψα στὰ πόδια του, κι ἐκεῖνος ἔστρεψε ἀλλοῦ το πρόσωπό του, εἶδα ξαφνικὰ δίπλα μου ἕναν ἄγγελο φοβερό. Στὰ χέρια τοῦ κρατοῦσε ἕνα φλογισμένο ἀκόντιο. Μ’ αὐτὸ τρύπησε ἀνελέητα τὸν Εὐάγριο, κι ἔπεσε νεκρός. Ὁ ἴδιος ἄγγελος ἅπλωσε σὲ μένα τὸ χέρι του καὶ μὲ σήκωσε. Καὶ νά, εἶμαι ὑγιής!

Ἔντρομοι οἱ ἀδελφοί, ἔκλαιγαν πικρὰ γιὰ τὸ φρικτὸ θάνατο τοῦ Εὐαγρίου. Σήκωσαν κι ἔθαψαν βιαστικά το σῶμα του, ποὺ παρουσίαζε ἀποκρουστικὸ θέαμα, ἔτσι ὅπως ἦταν μὲ τὰ μάτια καὶ τὸ στόμα ἀνοιχτά, μὲ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια λυγισμένα καὶ ξυλιασμένα.

Ἀπὸ τότε ὅλοι οἱ ἀδελφοί, παίρνοντας ἕνα ὀδυνηρὸ μάθημα ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ Εὐαγρίου, «ἐνεδύθησαν σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ».
Δὲν ξεχνοῦσαν τὴ διαβεβαίωση τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ: «Ἂν σὲ κάποιον συμβεῖ νὰ πεθάνει ἐνῶ βρίσκεται σὲ ἔχθρα μὲ συνάνθρωπό του, θὰ εἶναι ἀμείλικτη ἡ κρίση γι’ αὐτόν».

Ὁ πρεσβύτερος Τίτος, ἰδιαίτερα, μετὰ τὴ συγκλονιστική του ἐμπειρία, ἀπομάκρυνε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ ὄχι μόνο τὴν ἐξωτερικὴ ὀργή, ἀλλὰ καὶ κάθε κακὸ λογισμὸ γιὰ ὁποιονδήποτε ἀδελφό.

Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς καὶ θεοφιλεῖς κόπους, ἀξιώθηκε ν’ ἀναπαυθεῖ εἰρηνικὰ καὶ νὰ παραδώσει τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Τὸ ἄφθορο σῶμα τοῦ ὁσίου, μαρτυρεῖ μέχρι σήμερα γιὰ τὴ δόξα ποὺ βρῆκε ἡ μακαρία ψυχή του στὰ οὐράνια σκηνώματα.

πηγή