Ἑορτάζει στὶς 7 Μαρτίου

Ἦταν γεωργὸς

Ὁ Ὅσιος Παῦλος, ὁ ὁποῖος ὀνομάσθηκε Ἁπλούς, ἦταν Αἰγύπτιος κατὰ τὸ γένος, σύγχρονός του τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν γεωργός. Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἤταν ὑπερβολικὰ ἁπλὸς στοὺς τρόπους του καὶ ἄκακος τόσο ὥστε κανεὶς ἄλλος δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ξεπεράσει. Εἶχε ὅμως ὁ εὐλογημένος γυναίκα κακότροπη καὶ μοιχαλίδα, ἡ ὁποία ἦταν μοιχὸς ἐπὶ πολλὰ χρόνια, κρυβόταν ὅμως ἀπὸ τὸν Ὅσιο.

Συλλαμβάνει τὴν γυναίκα του νὰ μοιχεύεται

Μιὰ μέρα συνέπεσε νὰ ἔλθει ὁ Ὅσιος στὸ σπίτι του νωρίτερα ἀπὸ τὴν συνήθη ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς του ἀπὸ τὸν ἀγρὸ καὶ βρῆκε τὴν γυναίκα του νὰ μοιχεύεται. Τότε ἀφοῦ γέλασε σεμνὰ εἶπε πρὸς τὴν μοιχαλίδα.

«Καλά, δὲν μὲ ἐνδιαφέρει πλέον τίποτε. Ὅμως ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θέλω νὰ σὲ δῶ μὲ τὰ μάτια μου».

Πρὸς δὲ τὸν μοιχὸ εἶπε. «Νὰ ἔχεις τὴν γυναίκα μου αὐτὴ ἀπὸ τώρα σύ, καθὼς καὶ τὰ παιδιά της, ἐγὼ δὲ θὰ πάω νὰ γίνω Μοναχός».

Στὸν Μέγα Ἀντώνιο

Ἔφυγε τότε καὶ πῆγε στὸν Μεγάλο Ἀντώνιο καὶ ἀφοῦ κτύπησε τὴν πόρτα του, βγῆκε ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ τοῦ λέει. «Ποιὸς εἶσαι, ἀδελφέ, καὶ τί ζητᾶς ἐδῶ;». Ὁ Παῦλος ἀπάντησε. 

«Ξένος εἶμαι καὶ ἦλθα σὲ σένα, γιὰ νὰ γίνω Μοναχός». Λέγει ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος. «Ἑξήντα ἐτῶν γέρος δὲν μπορεῖς νὰ γίνεις Μοναχός, οὔτε μπορεῖς νὰ ὑπομένεις τὶς θλίψεις καὶ τις δυσκολίες τῆς ἐρήμου. Ἀλλὰ ἐὰν θέλεις, πήγαινε στὸ κοινόβιο, γιὰ νὰ βρεῖς ἐκεῖ καὶ σωματικὰ ἀγαθὰ πλούσια καὶ νὰ περάσεις τὴν ζωή σου χωρὶς κόπο μὲ τοὺς κοινοβιάτες μοναχούς, διότι οἱ ἀδελφοὶ θὰ μπορέσουν νὰ βοηθήσουν τὴν ἀδυναμία σου. Ἐγὼ ἐδῶ κάθομαι μόνος μου καὶ τρώγω ἄρτο κάθε πέντε μέρες καὶ αὐτὸ μὲ οἰκονομία». Ὁ μακάριος Παῦλος ὅμως δὲν ἤθελε νὰ ἀκούσει τὸν Γέροντα, ἀλλὰ φρόντιζε νὰ γίνει δεκτὸς γιὰ νὰ συγκατοικήσει μαζί του.

Ὁ Μέγας Ἀντώνιος προσπαθεῖ νὰ τὸν διώξει

Βλέποντας ὁ Ἀντώνιος ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τὸν διώξει, ἔκλεισε τὴν πόρτα τοῦ σπηλαίου καὶ τὸν ἄφησε ἔξω τρεῖς μέρες, χωρὶς νὰ βγεῖ ἔξω νὰ τὸν δεῖ. Ὁ δὲ Παῦλος ἔμεινε νηστικός, ἀλλὰ δὲν ἔφευγε. Τὴν δὲ τετάρτη ἡμέρα ἔχοντας κάποια ἀνάγκη ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ σπηλαίου καὶ ὅταν βρῆκε ἔξω τὸν Παῦλο τοῦ λέγει: «Φύγε γέροντα, ἀπὸ δῶ καὶ μὴ μὲ πιέζεις διότι δὲν μπορεῖς νὰ μείνεις μαζί μου». Ὁ Παῦλος τότε ἀπάντησε: «Εἶναι ἀδύνατον νὰ πάω σὲ ἄλλο μέρος». Ὅταν λοιπὸν εἶδε ὁ θείος Ἀντώνιος, ὅτι δὲν εἶχε οὔτε δισάκκι, οὔτε ψωμί, οὔτε κάτι ἄλλο, τοῦ λέγει: «Ἐὰν κάνεις ὑπακοὴ καὶ ἐκτελεῖς χωρὶς κόπο καὶ ἀγόγγυστα τὶς ἐντολές μου, γνώριζε ὅτι καὶ ἐδῶ μπορείς νὰ σωθεῖς. Ἐὰν ὅμως δὲν κάνεις ὅτι σου λέω, γιατί νὰ κουρασθεῖς μάταια καὶ δὲν πηγαίνεις ἀπὸ ἐκεῖ ποῦ ἦλθες;». Ἀπάντησε ὁ μακάριος Παῦλος καὶ εἶπε: «Ὅσα μὲ προστάζεις, θὰ τὰ ἐκτελῶ πρόθυμα».

Τότε εἶπε πρὸς αὐτὸν αὐστηρὰ ὁ Ἀντώνιος: «Στάσου καὶ προσευχήσου, μέχρις ὅτου ἔλθω ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ σοῦ φέρω ἐργόχειρο». Ὅταν μπῆκε ὁ Ἀντώνιος στὸ σπήλαιο, ἔβλεπε ἔξω, ἀπὸ μιὰ μικρὴ τρύπα τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος στεκόταν ἀκίνητος καὶ προσευχόταν. Μετὰ ἀπὸ μερικὲς ἡ μέρες καὶ ἀφοῦ εἶχε ξηρανθεῖ ὁ Παῦλος ἀπὸ τὸν καύσωνα τοὺ ἥλιου, βγῆκε ὁ Ἀντώνιος ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ ἀφοῦ ἔβρεξε λωρίδες ἀπὸ φύλλα φοινίκων, λέγει πρὸς τὸν Παῦλο: «Πάρε αὐτὰ καὶ πλέξε σειρά, ὅπως βλέπεις καὶ ἐμένα νὰ πλέκω». Ἔπλεξε λοιπὸν ὁ Παῦλος μέχρι τὴν ἐνάτη ὥρα δέκα πέντε ὀργυιὲς μὲ πολὺ κόπο.

Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἀντέχει καὶ ἄλλη δοκιμασία

Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἀντώνιος: «Κακῶς ἔπλεξες τὴν σειρά, χάλασε τὴν λοιπὸν καὶ πλέξτην πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχή». Ἦταν δὲ ὁ Παῦλος νηστικὸς ἑπτὰ μέρες. Αὐτὰ τὰ ἔκανε ὁ Ἀντώνιος, γιὰ νὰ τὸν στενοχωρήσει καὶ νὰ φύγει. Ὁ Παῦλος ὅμως μὲ ἀνεξικακία, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐνδιαφέρον, χάλασε τὴν σειρὰ καὶ τὴν ἔπλεξε πάλι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ χωρὶς γογγυσμό. Βλέποντας αὐτὸ ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐξεπλάγει. Ἀφοῦ τὸν συμπόνεσε, κατὰ τὴν δύση τοῦ ἡλίου τοῦ λέγει: «θέλεις νὰ φᾶμε ἄρτο;». Ὁ Παῦλος ἀπάντησε. «Ὅπως νομίζεις κᾶνε». Αὐτὸς ὁ λόγος περισσότερο συγκίνησε τὴν καρδιὰ τοῦ Ἀντωνίου.

Ἀφοῦ λοιπὸν ἑτοίμασε τὴν τράπεζα, τοποθέτησε σὲ αὐτὴ τέσσερα τεμάχια ἄρτου, κάθε ἕνα των ὁποίων ζύγιζε σαράντα ὀκτῶ δράμια καὶ τὸ μὲν ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὸ ἔβρεξε γιὰ τον ἑαυτό του, τὰ δὲ ἄλλα τρία γιὰ τὸν Παῦλο. Ἄρχισε ἀμέσως ὁ Μέγας Ἀντώνιος νὰ λέγει κάποιο ψαλμό. Γιὰ νὰ δοκιμάσει δὲ καὶ σὲ αὐτὸ τὸν Παῦλο, ἔψαλλε δύο φορὲς τὸν ἴδιο ψαλμό. Ἀλλὰ ὁ Παῦλος προσευχόταν μὲ μεγαλύτερη προθυμία ἀπὸ τὸν Ἀντώνιο. Τότε ὁ Ἀντώνιος λέγει. «Παῦλε, κάθησε μὲν στὴν τράπεζα ἀλλὰ μὴ τρώγης, βλέπε μόνον καὶ πρόσεχε αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔχουν παρατεθῆ». Ἐπειδὴ δὲ ὁ Παῦλος καὶ αὐτὸ ἔκανε μὲ προθυμία, τοῦ λέγει ὁ Ἀντώνιος. «Σήκω ἀπὸ τὸ τραπέζι κᾶνε τὴν προσευχή σου καὶ πήγαινε νὰ κοιμηθῆς». Ὁ δὲ Παῦλος, χωρὶς νὰ φάη καθόλου ἄρτο, ἔκανε ὅπως διατάχθηκε καὶ κοιμήθηκε. Τὰ μεσάνυκτα δὲ σηκώθηκε ὁ θεῖος Ἀντώνιος γιὰ προσευχή, σήκωσε δὲ καὶ τὸν Παῦλο καὶ παρέτεινε τὴν προσευχὴ μέχρι τὴν ἐνάτη ὥρα τῆς ἡμέρας ἐκείνης. Ὅταν δὲ νύκτωσε, ἑτοίμασε ὁ Ἀντώνιος τράπεζα καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλη καὶ νὰ προσεύχεται.

Ἀφοῦ λοιπὸν προσευχήθηκαν, κάθισαν στὴν τράπεζα καὶ ὁ μὲν θεῖος Ἀντώνιος ἔφαγε τὸν ἕνα τεμάχιο καὶ ἄλλο δὲν ἀκούμπησε, ὁ δὲ Παῦλος ἐπειδὴ ἔτρωγε πιὸ ἀργά, εἶχε, ἀκόμη ὑπόλοιπο ἀπὸ τὸ πρῶτο τεμάχιο. Ἀφοῦ δὲ τὸ ἔφαγε ὅλο, λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος. «Φάγε, πάτερ, καὶ ἄλλο κομμάτι». Ἀποκρίθηκε ὁ Παῦλος. «Ἐὰν φᾶς ἐσύ, τότε θὰ φάω καὶ ἐγώ». Λέγει ὁ θεῖος Ἀντώνιος: «Σὲ μένα εἶναι ἀρκετό το ἕνα τεμάχιο, διότι εἶμαι Μοναχός». Ἀπάντησε ὁ Παῦλος. «Ἐπειδὴ λοιπὸν πρόκειται νὰ γίνω Μοναχός, εἶναι ἀρκετὸ καὶ σὲ μένα τὸ ἕνα τεμάχιο». Ἔτσι, ἀφοῦ σηκώθηκαν καὶ οἱ δύο ἔψαλλαν, καὶ ἀφοῦ κοιμήθηκαν λίγο, πάλι σηκώθηκαν καὶ οἱ δύο καὶ ἔψαλλαν, μέχρις ὅτου ξημέρωσε. Ἔπειτα ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἔστειλε τὸ Παῦλο στὴν ἔρημο νὰ περπατήσει τρεῖς μέρες καὶ κατόπιν νὰ ἐπιστρέψει.

Ὑπηρετεῖ τοὺς ἀδελφοὺς

Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπέστρεψε, ἦλθαν μερικοὶ ἀδελφοὶ στὸν Ἀντώνιο. Πρόσεχε τότε ὁ Παῦλος ποιὰ ἐντολὴ ἐπρόκειτο νὰ δώσει ὁ Ἀντώνιος. Ὁ δὲ θεῖος Ἀντώνιος ἀφοῦ γέλασε λίγο, λέγει πρὸς τὸν Παῦλο. «Ὑπηρέτησε τοὺς ἀδελφοὺς χωρὶς νὰ μιλήσεις καὶ νὰ μὴ γευθεῖς τίποτα μέχρις νὰ ἀναχωρήσουν». Ἀφοῦ δὲ πέρασαν ἀκόμη τρεῖς μέρες, κατὰ τί ὁποῖες ὁ μακάριος Παῦλος ἐκτελοῦσε τὴν ἐντολή, χωρὶς νὰ πεῖ κανένα λόγο καὶ χωρὶς νὰ γευθεῖ οὔτε ἐλάχιστη τροφή, τὸν ρώτησαν οἱ ἀδελφοί. «Γιατί δὲν μιλᾶς;». Ἐπειδὴ δὲ ὁ Παῦλος δεν ἀπαντοῦσε, λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀντώνιος. «Μίλησε στοὺς ἀδελφούς». Τότε ὁ Παῦλος τοὺς μίλησε.

Ὅταν πλέον εἶδε ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὅτι ὁ Παῦλος χωρὶς γογγυσμὸ καὶ χωρὶς δισταγμὸ ἐκτελοῦσε κάθε ἐντολή του, τοῦ λέγει. «Πρόσεχε, ἀδελφέ, καὶ ἂν μπορεῖς νὰ κάνεις ἔτσι κάθε μέρα, μεῖνε μαζί μου, ἐὰν δὲν μπορεῖς, πήγαινε ἐκεῖ, ἀπὸ ὅπου ἦλθες». Ἀπάντησε τότε ὁ Παῦλος πρὸς τὸν Ἀντώνιο. «Ἂν ἔχεις νὰ διατάξεις τίποτα περισσότερο ἀπὸ ὄτι διέταξες μέχρι τώρα, δὲν γνωρίζω. Ὅλα ὅμως ὅσα μέχρι τώρα μὲ διέταξες νὰ κάνω, ὅλα τα ἔκανα μὲ ὅση προθυμία μποροῦσα».

Ἔγινε τέλειος Μοναχὸς καὶ μένει μόνος του

Τόση δὲ ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση ἀπέκτησε ὁ μακάριος Παῦλος, ὥστε γιὰ τὶς ἀρετὲς τοῦ αὐτὲς ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀποκτήσει δύναμη γιὰ νὰ διώχνει τὰ δαιμόνια. Αὐτὸ ὄταν τὸ πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ Μέγας Ἀντώνιος, κράτησε μαζί του τὸν μακάριο Παῦλο, γιὰ λίγο ἀκόμη διάστημα, ὅταν δὲ ἔκρινε τὸν καιρὸ κατάλληλο, τοῦ εἶπε: «Ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἔγινες πλέον τέλειος Μοναχός. Μὲ τὴ χάρη λοιπὸν καὶ τὴν ὁδηγία τοῦ Κυρίου, σοῦ κτίζω κελὶ ξεχωριστό, τρία ἕως τέσσερα μίλια μακρυᾶ ἀπὸ τὸ δικό μου, σ’ αὐτὸ δὲ νὰ κατοικήσεις μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ σοῦ δώσει δύναμη καὶ βοήθεια νὰ πολεμήσεις πρὸς τὶς ἐνέργειες τοῦ δαίμονα». Ἀφοῦ λοιπὸν ἔμεινε μόνος του ὁ τρισόβλιος Παῦλος ὁ Ἁπλούς, ἕνα ὁλόκληρο ἔτος, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ κάνει θαύματα, διώκοντας δαιμόνια καὶ ἀπομακρύνοντας κάθε ἀσθένεια, ἀγωνιζόμενος μὲ κάθε τελειότητα τὸν δρόμο τῆς ἀσκήσεως.

Ὁ Μέγας Ἀντώνιος πηγαίνει τὸν δαιμονισμένο στὸν Παῦλο

Κάποια μέρα ἔφεραν στὸν Μέγα Ἀντώνιο ἕνα νέον ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα φοβερὸ καὶ ἀγριώτατο δαιμόνιο, τὸν ἄρχοντα τῶν δαιμονίων, ὁ ὁποῖος τολμοῦσε νὰ βλασφημεῖ στὸν οὐρανό. 

Τοῦτον ὅταν τὸν εἶδε ὁ Ἅγιος, εἶπε σὲ ἐκείνους ποὺ τὸν ἔφεραν. «Δὲν εἶναι δική μου ἡ ὑπηρεσία αὐτή. Διότι δὲν μοῦ δόθηκε ἀκόμη ἡ χάρι νὰ διώκω τὸ ἐξουσιάζον τάγμα των δαιμονίων. Τοῦτο τὸ χάρισμα ἔχει δοθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν Παῦλο τὸν Ἁπλοῦ». Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Μέγας Ἀντώνιος, τοὺς ὁδήγησε στὸν μακάριο Παῦλο, πρὸς τὸν ὁποῖο, ὄταν ἔφθασαν, εἶπε αὐτά: «Ἀββᾶ Παῦλε, διῶξε τὸ δαιμόνιο ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ πάει στὸ σπίτι τοῦ ὑγιὴς καὶ νὰ εὐχαριστεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Θεό». Ρώτησε τότε ὁ Παῦλος: 

«Γιατί, Ἀββᾶ, δὲν τὸ διώχνεις ἐσύ;» Ἀπάντησε ὁ Ἀντώνιος: «Δὲν ἔχω καιρό, ἐπειδὴ εἶμαι ἀπασχολημένος μὲ ἄλλη ὑπηρεσία». Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε ἀνεχώρησε γιὰ τὸ κελί του.

Σηκώθηκε λοιπὸν ὁ μακάριος καὶ ἁπλούστατος Παῦλος ἔκαμε θερμὴ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μετὰ τὴν προσευχὴ εἶπε καὶ ἔφεραν μπροστά του τὸν δαιμονιζόμενο. Λέγει δὲ τότε πρὸς αὐτόν. «Ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος σὲ προστάζει νὰ φύγεις ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο». Ἀπεκρίθει τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα μὲ αὐθάδεια. «Δὲν ἀναχωρῶ, κακογηρε». Τότε ὁ Παύλος ἔλαβε τὸ κάτω μέρος τοῦ ἐνδύματός του καὶ κτυποῦσε μὲ αὐτὸ τὴν πλάτη τοῦ δαιμονιζομένου λέγοντας. «Ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος εἶπε νὰ βγεῖς ἔξω». Ὁ δὲ δαίμονας περιγελοῦσε περισσότερο τὸν Ἀντώνιο καὶ τὸν Παῦλο λέγοντας: «Σεῖς οἱ πολυφάγοι, οἱ μάταιοι, οἱ ἀχόρταγοι, σεῖς ὅπου δὲν εὐχαριστιώσασθε μὲ τὰ δικά σας, ἀλλὰ ἁρπάζετε καὶ τὰ ξένα, τὶ ἔχετε, κακογεροί, μέ μας; Γιατί μᾶς βασανίζετε;». Εἶπε αὐστηρὰ ὁ Παῦλος: «Ἀναχωρεῖς δαίμονα, ἢ νὰ πάω νὰ τὸ πῶ στὸν Χριστό; Ἐκεῖνος τότε θὰ σὲ τιμωρήσει, ταλαίπωρε, σκληρὰ γιὰ τὴν αὐθάδειά σου». Ὁ δαίμονας ὅμως κακολογοῦσε καὶ τὸν Ἰησοῦ φωνάζοντας ὅτι δὲν ἀναχωρεῖ.

Μὲ αὐτὸ τὸ πεῖσμα τοῦ δαίμονα ἐπειδὴ λυπήθηκε ὁ μακάριος Παῦλος, βγῆκε ἀπὸ τὸ κελί του καὶ στάθηκε ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ἥλιο, ὁ ὁποῖος καίει ἐκεῖ στὴν Αἴγυπτο, ὅπως ἔκαιγε τὸ καμίνι τῆς Βαβυλώνας. Στάθηκε λοιπὸν μεσημέρι ὁ Ὅσιος σὰν ἀκίνητος στύλος, προσευχόμενος καὶ ἔλεγε. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Ἐσὺ ποὺ σταυρώθηκες ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου, Ἐσὺ γνωρίζεις, ὅτι οὔτε ἀπὸ τὸν τόπο τοῦτο ἀναχωρῶ, οὔτε τρώγω, οὔτε πίνω, ἕως ὅτου νὰ ἀποθάνω, ἂν δὲ μὲ ἀκούσεις τώρα, νὰ διώξεις αὐτὸν τὸν δαίμονα ἀπὸ τὸ πλάσμα σοῦ, καὶ νὰ τὸ ἐλευθερώσεις ἀπὸ τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα».Δὲν εἶχε ἀκόμη τελειώσει τὴν προσευχὴ τοῦ ὁ ταπεινότατος καὶ ἄκακος Παῦλος καὶ ἔβγαλε φωνὴ μεγάλη το δαιμόνιο, λέγοντας. «Φεύγω, φεύγω. Βγαίνω μὲ τὴ βία, διότι διώχνομαι βασανιζόμενος. Φεύγοντας δὲ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸ ποτὲ πλέον δὲν θὰ ξαναπλησιάσω σὲ αὐτόν. Ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἁπλότητα τοῦ Παύλου μὲ διώχνει καὶ δεν γνωρίζω ποὺ νὰ κατοικήσω». Ἀμέσως τότε, βγῆκε ὁ δαίμονας καὶ μετασχηματίσθηκε σὲ φοβερὸ δράκοντα ἔχοντας μῆκος μέχρι ἑβδομήντα πῆχες. Ἐσύρετο δὲ πρὸς την Ἐρυθρὰ Θάλασσα.Τόση μεγάλη χάρη δόθηκε στὸν Ὅσιο Παῦλο μέσα σὲ λίγο καιρό, λόγω τῆς πραότητας καὶ τῆς ἀκακίας ὅπου εἶχε.

Ὀνομάσθηκε Ἁπλὸς

Αὐτὰ εἶναι τὰ ἔργα καὶ οἱ ἀρετὲς τοῦ μακαρίου καὶ oσιωτάτου Παύλου τοῦ πράου καὶ ταπεινοῦ. Ὀνομάσθηκε δὲ ἁπλὸς καὶ ἄκακος ἀπὸ ὅλη τὴν ἀδελφότητα τῆς ἐρήμου. 

Ἀφοῦ δὲ ἄξια ὑπηρέτησε τὸν Θεό, ἀπῆλθε εἰς τὰς αἰωνίους μονὰς σὲ βαθιὰ γεράματα.

Στίχος

Γῆθεν μεταστᾶς πρὸς Θεὸν Παῦλος Λόγον, Τῆς ἁπλότητος πολλαπλὰ στέφη λάβοι.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄. Τὸν συνάναρχον Λόγον

Τῆς ἁπλότητος ὤφθης ἄνθος μυρίπνοον, παμμακάριστε Παῦλε, τὴ καθαρά σου ψυχή, καὶ βίωσας ἐπὶ γῆς καθάπερ ἄγγελος, κατὰ πνευμάτων πονηρῶν, ἐξουσίαν ἐκ Θεοῦ, δεξάμενος θεοφόρε, αὐτῶν τῆς λύμης λιταίς σου, ἠμᾶς ἀτρώτους διαφύλαττε.

Κοντάκιον. Ἦχος β΄. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου

Τοῖς ἁπλουστάτοις σου τρόποις κοσμούμενος, τοῦ Ἀντωνίου συνόμιλος γέγονας, καὶ τούτου τὸν βίον μιμούμενος, Παῦλε φωτὸς θείου ἔμπλεως γέγονας,  αἰτούμενος πάσι θείαν ἔλλαμψιν.

Μεγαλυνάριον

Στήλη τῆς ἁπλότητος ἐν Χριστῷ, Παῦλε ἀνεδείχθη, ἡ ὁσία σου βιωτῆ· ὅθεν πονηρίας, πνευμάτων ἀκαθάρτων, ἀτρώτους ἠμᾶς τήρει, τὴ ἀντιλήψει σου.

Ἀπὸ xristianos.gr

Διήγηση τοῦ Ὁσίου Παῦλου του ἁπλοῦ, μαθητοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *