Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δεκίου καὶ Οὐαλλεντιανοὺ τῶν βασιλέων τὸ ἔτος 255, καταγόμενος ἀπὸ τὴν Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν εἶδε τὸν μεγάλο διωγμό, ποὺ ἐξαπέλυσε ὁ Δέκιος, φοβήθηκε τὰ βάσανα καὶ σκεπτόταν νὰ φύγει σὲ μέρος κρυφό.

Ὁ Ὅσιος ἦταν δέκα πέντε χρονῶν ὅταν ἔμεινε ὀρφανός, εἶχε δὲ μόνον μία ἀδελφὴ παντρεμένη, τῆς ὁποίας ὁ ἄνδρας πῆγε καὶ τὸν πρόδωσε στοὺς τυράννους ὡς χριστιανό, μὲ σκοπὸ νὰ κληρονομήσει τὸ μερίδιο τῆς πατρικῆς κληρονομιᾶς τοῦ Ὁσίου. Ἕνεκα αὐτοῦ του γεγονότος, ἀφοῦ ἔκανε τὴν ἀνάγκη ἀρετὴ ἀπομακρύνθηκε στὴν ἔρημο καὶ στὰ βουνά. Ὄσο ὅμως περνοῦσε ὁ καιρὸς τόσο μίκραινε ὁ φόβος τῶν βασάνων στὴν καρδιὰ τοῦ Ὁσίου καὶ μᾶλλον γινόταν φόβος Θεοῦ καὶ ἐπιθυμία Του νὰ ἀρέσει στὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ πῆγε σὲ αὐτήν τὴν βαθειὰ ἔρημο. Καὶ ὅταν πλησίασε ἕνα σπήλαιο, καὶ εἶδε ὅτι ἦταν τόπος κατάλληλος γιὰ ἡσυχία καὶ ὡραιότατος, μὲ πηγὴ καὶ φοίνικα, ἀπεφάσισε νὰ μείνει ἐκεῖ, σκεπτόμενος ὅτι γι’ αὐτὸ τὸν ὁδήγησε ὁ Κύριος ἐκεῖ γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια.

Ἔμεινε δὲ ἐκεῖ τριάντα χρόνια καὶ ἐτρέφετο μὲ χόρτα καὶ φοίνικες, σκεπαζόμενος μὲ τὰ φύλλα τους. Ἀλλὰ κατόπιν τὸν λυπήθηκε ὁ Κύριος καὶ τοῦ ἔστελνε κάθε μέρα μισὸ ἄρτο.

Κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἦταν ἐνενήντα χρόνων καὶ πολλὲς φορὲς σκεπτόταν καὶ ἀποροῦσε μὲ τὸν ἑαυτὸ τοῦ λέγοντας. Ἄραγε θὰ ὑπαρχὴ ἄλλος Μοναχός στὴν βαθειὰ ἔρημο;. Κάποια νύκτα, ἐνῶ σκεπτόταν αὐτά, ἦλθε Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει. Πήγαινε γρήγορα στὸ βάθος τῆς ἔρημου, νὰ βρεῖς τὸν Ἀββᾶ Παῦλο, ὁ ὁποῖος εἴναι πιὸ ἐνάρετος ἀπὸ σένα καὶ θὰ λάβεις μεγάλη ὠφέλεια ἀπὸ αὐτόν. Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ δὲν καθυστέρησε καθόλου, ἀλλὰ ἀφοῦ περιφρόνησε τὴν ἀδυναμία τῶν γηρατειῶν, τὴν μεγάλη ὁδοιπορία καὶ ὅλα τα ἄλλα ἐμπόδια, ξεκίνησε τὸ πρωὶ καὶ περπατώντας ὅλη τὴν ἡμέρα ἐκαίγετο ἀπὸ τὸν καφτερὸ ἥλιο. Εἶχε ὅμως τὴν ἐλπίδα στὸν Κύριο ὅτι θὰ τοῦ δείξει τον ἔμψυχο θησαυρό, καὶ δὲν σκεπτόταν καθόλου τὶς δυσκολίες τοῦ δρόμου.

Τὴν τρίτη ἡμέρα εἶδε ἕνα λιοντάρι, ποὺ ἀνέβαινε βιαστικὰ σὲ ἕνα βουνό. Ὁ δὲ Ὅσιος γνωρίζοντας ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἄκουσε, ἀκολούθησε τὸ θηρίο καὶ ἔτσι ἔφθασε στὸ σπήλαιο, ὅπου εἶδε λίγο φῶς. Ἔτσι, ἀφοῦ ἄφησε γιὰ τὴν ἀγάπη κάθε δειλία καὶ φόβο, ξεκίνησε γρήγορα νὰ μπεῖ μέσα σὲ αὐτὸ καὶ μὲ τὴν βιασύνη τοῦ σκόνταψε σὲ μιὰ πέτρα καὶ κτύπησε λίγο το πόδι του.

Ὅταν ἄκουσε τὸν θόρυβο ὁ εὑρισκόμενος μέσα στὸ σπήλαιο Ὅσιος Παῦλος, ἔκλεισε τὴν πόρτα, ὁ δὲ ὅσιος Ἀντώνιος τὸν παρακαλοῦσε ἀπὸ ἔξω λέγοντας: Σὲ παρακαλῶ γιὰ τον Κύριο, Ὅσιε Πάτερ, ἄνοιξέ μου γιὰ νὰ δῶ τὸ σεβάσμιο πρόσωπό σου. Ὁ δὲ Ὅσιος Παῦλος, θέλοντας νὰ τὸν δοκιμάσει δὲν ἄνοιγε. Ἔτσι, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσε ὁ μακάριος Ἀντώνιος ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας καὶ τὸ κτύπημα νὰ στέκεται ὄρθιος, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ καὶ ἔμεινε ἔτσι ἐξ ὧρες νὰ τὸν παρακαλεῖ. Βλέποντας τὸν ἥλιο νὰ πλησιάζει την δύση του, παρακαλοῦσε πιὸ θερμὰ τὸν Ὅσιο νὰ τοῦ ἀνοίξει τὴν εἴσοδο. Ὁ δὲ Ὅσιος τὸν ρώτησε ἀπὸ μέσα ποιὸς ἦταν, ἀπὸ ποὺ ἦλθε καὶ τί ζητοῦσε. Ἀφοῦ τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Μέγας Ἀντώνιος καὶ τοῦ εἶπε ὅτι δὲν φεύγει ἅμα δὲν τὸν συναντήσει καὶ ἀκούσει τὰ γλυκὰ τοῦ λόγια.

Τότε ἀφοῦ ἄνοιξε τὴν πόρτα, τὸν ὑποδέχθηκε μὲ ἀγάπη λέγοντας: «Καλῶς ἦλθες, ἀδελφὲ καὶ συνεργάτα Ἀντώνιε». Ἔτσι ἀφοῦ ἀσπάσθηκε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ ἅγιο ἀσπασμὸ καὶ ἀφοὺ συνομιλοῦσαν θεία λόγια αἰσθάνθηκαν μεγάλη πνευματικὴ χαρά. Ἐνῶ συνομιλοῦσαν οἱ Ἅγιοι, βλέπουν πάνω σε ἕνα κλαδὶ δένδρου, κόρακα νὰ κρατεῖ ἕνα ὁλόκληρο ἄρτο, ὁ ὁποίος ἀφοῦ πέταξε ἀπὸ τὸ δένδρο τοποθέτησε τὸν ἄρτο ἀνάμεσά τους. Ἐνῶ θαύμαζε ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος αὐτὸ τὸ παράδοξό του εἶπε ὁ Μέγας Παῦλος: Στὰ ἀλήθεια, ἀδελφέ, πολὺ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων εἶναι ὁ Κύριος χορηγώντας σπόρο σὲ αὐτὸν ποὺ σπέρνει καὶ ἄρτο γιὰ τροφή. Ἑξήντα χρόνια εἶναι ὅπου μου φέρνει τὴν τροφὴ ὁ Κόρακας αὐτός, ὄπως εἶδες καὶ ὄχι ἕνα ἄρτο, ἀλλὰ τὸ μισὸ καὶ σήμερα γιὰ τὴν παρουσία σου διπλασίασε ὁ ἀγαθὸς Θεὸς τροφεὺς καὶ Δεσπότης τὴν τροφή.

Τὸ πρωὶ ὁ Παῦλος εἶπε στὸν Ἀντώνιο: Εἶναι πολλὲς ἡμέρες πού μου ἀποκάλυψε ὁ Δεσπότης μας πὼς κατοικεῖς σὲ αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἔρημο. “Καὶ μοῦ ἔταξε νὰ σὲ ἰδῶ πρὸ τῆς ἐμῆς τελειώσεως”. Τώρα λοιπὸν σὲ ἀπέστειλε νὰ ἐνταφιάσεις τὸ σῶμα μου. Ἀκούγοντας τὸν ὁ Ἀντώνιος “ἔρραινον ὡς ποτάμι τὰ δάκρυα, τὸν χωρισμὸν ὀδυρόμενος. Καὶ τὸν ἐπαρεκάλει θερμῶς νὰ κάμη πρὸς Κύριον δέησιν, νὰ ὑπάγη καὶ αὐτὸς εἰς τὴν συνοδίαν του.”

Ὁ δὲ Παῦλος μὲ πραότητα τοῦ ἀποκρίνεται: Δὲν πρέπει Ἀδελφὲ νὰ ζητᾶμε μόνο το δικό μας συμφέρον, ἀλλὰ περισσότερό του πλησίον μας. Λοιπόν, δὲν εἶναι ἀκόμη καιρὸς νὰ “ὑπάγης πρὸς τὸν ποθούμενον” (θάνατο). Χρειάζεται νὰ στηρίξεις τοὺς Ἀδελφούς σου νὰ γίνουν ἐνάρετοι καὶ ἄξιοι κατὰ τὸ παράδειγμά σου “ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ Ἀγαπήσεις ὡς ἐαυτὸν τὸν πλησίον σου”. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ, γιὰ τὴν ἀγάπη μου, νὰ μὴν βαρεθεῖς μέσα στοὺς ἄλλους κόπους σου καὶ νὰ μοῦ φέρεις τὸν μανδύα πού σου ἔδωσε ὁ Ἐπίσκοπος Ἀθανάσιος. Γιατί ἔχω «πολλὴν εὐλάβειαν» νὰ ἐνταφιάσεις μ΄ἐκεῖνον τὸ λείψανό μου. Αὐτό, βέβαια, τὸ ἔλεγε ὁ Παῦλος μόνον ὡς πρόφαση, ὥστε νὰ μὴν βρεθεῖ παρὼν στὸν θάνατό του ὁ Ἀντώνιος καὶ λυπηθεῖ περισσότερο. Ὅταν ὅλα τα χρόνια της ζωῆς τοῦ ντυνόταν μὲ φοινικόφυλλα δὲν χρειαζόταν τὸν μανδύα στὸν θάνατο. Θαυμάζοντας ὁ Ἀντώνιος τὸ «προορατικὸν πνεῦμα» τοῦ Παύλου, «τὸν εὐλαβεῖτο ὡς Ἄγγελον» καὶ δακρύζοντας τοῦ φίλησε τὰ χέρια καὶ τὰ μάτια. Καὶ ζητώντας τοῦ συγχώρεση, ἔφυγε γρήγορα γιὰ τὸ κελί του (γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὴ μονή του* ποὺ ἀργότερα καταλήφθηκε ἀπὸ Σαρακηνοὺς  – σημειώνει ὁ Ἱερώνυμος). 

Δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του, «Ἰσαὰκ καὶ Πλουσιανὸς καλούμενοι», τὸν προϋπάντησαν καὶ τὸν ρώτησαν ποῦ ἔλειπε τόσες μέρες. Ὁ δὲ Ἀντώνιος τοὺς ἀποκρίθηκε: Ἀλίμονό μου ὁ ἄθλιος “τέκνα μου φίλτατα” γιατί κακῶς φορῶ τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν καὶ καμία πράξη δὲν ἔχω ἐνάρετη. Ἀλλὰ τὸ ἔνδυμα καὶ ἱμάτιό μου εἶναι ἐπίπλαστο. “Εἶδον τὸν Θεσβίτην (τὸν καταγόμενο ἀπὸ τὴ Θέσβη) Ἠλίαν καὶ Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον. Εἶδον ἀληθῶς Ἄλλον Παῦλον ὡς ἐν Παραδείσω διάγοντα εἰς τὴν ἔρημον”. Στὴ συνέχεια σφράγισε τὰ χείλη του, κτύπησε τὸ στῆθος του καὶ πῆγε νὰ φέρει τὸν μανδύα τοῦ Ἀθανασίου ἀπὸ τὸ κελὶ τοῦ (σημειώνει ὁ Ἱερώνυμος). Ὅταν οἱ μαθητὲς τοῦ τοῦ ζήτησαν ἀργότερα νὰ τοὺς ἐξηγήσει τί ἔλεγε, ὁ Ἀντώνιος τοὺς ἀποκρίθηκε: «Καιρὸς τοῦ λαλεῖν, καὶ καιρὸς τοῦ σιγᾶν».    

Ἀφοῦ ἔλαβε λίγη τροφὴ (δίχως νὰ λάβει περισσότερο ἀπὸ μιὰ μπουκιὰ τροφὴ – κατὰ τὸν Ἱερώνυμο) ἐπῆρε τὸν μανδύα ποὺ τοῦ εἶπε ὁ Παῦλος καὶ ἔτρεχε γρήγορα πρὸς αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμοῦσε, διψώντας τὸν Παῦλο, βλέποντας πρὸς τὸν Παῦλο, “τὸν ὁποῖον εἶχεν τροφὴν σώματος, πνοὴν καὶ ἀναψυχὴν τῆς ψυχῆς του”. Προσπαθοῦσε ὅσο μποροῦσε πιὸ γρήγορα νὰ περπατήσει, ἐπειδὴ φοβόταν μήπως καὶ δὲν τὸν φθάσει ζωντανὸ γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐλογία του.

Ἀφοῦ περπάτησε ὅλη τὴν πρώτη ἡμέρα καὶ μέρος ἀπὸ τὴν δεύτερη, εἶδε στὸ δρόμο μὲ τοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς τοῦ τάγματα, Ἀγγέλων, Προφητῶν καὶ χοροὺς Ἀποστόλων, στρατεύματα Μαρτύρων καὶ Ὅσιων καὶ μαζὶ μὲ αὐτούς, τὴν ψυχὴ τοῦ Παύλου νὰ λάμπει περισσότερο ἀπὸ τὸ χιόνι, τὴν ὁποίαν πήγαιναν μὲ πολλὴ χαρὰ στὰ οὐράνια. 

Ὅταν εἶδε αὐτὰ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ, καὶ ἀφοῦ ἔβαλε ἄμμο στὸ κεφάλι του, κτυποῦσε τὸ πρόσωπο τοῦ “ὀδυρόμενος”. Αφού ἔκλαψε πολλὴ ὥρα, ἔτρεχε καὶ αἰσθανόταν τόσο δύναμη στὸ σῶμα του, “ὡσὰν ὅταν ἦτον νέος, καὶ περισσότερον” (διέσχισε τὸ ὑπόλοιπό της ἀπόστασης μὲ τέτοια ταχύτητα ποὺ πέταξε σὰν πουλὶ – γράφει ὁ Ἱερώνυμος) . Ὅταν ἔφθασε στὸ σπήλαιο, βρῆκε τὸν Ὅσιο γονατιστὸ καὶ εἶχε πρὸς τὸν οὐρανὸ ὑψωμένα τὰ χέρια του καὶ τὸ πρόσωπο. Ἐπειδὴ νόμισε λοιπὸν ὅτι ἦταν ἀκόμη ζωντανὸς καὶ προσευχόταν, συμπροσευχόταν καὶ αὐτὸς πολλὴ ὥρα καὶ ἔβλεπε μὲ προσοχὴ ἐὰν σαλέψει κάποιο μέλος τοῦ Ἁγίου ἢ ἂν στενάξει ἢ ἂν κάνει κάτι ποὺ κάνουν οἱ ζωντανοί, γιὰ νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια. Ἀφοῦ πέρασε πολὺ ὥρα καὶ καθόλου δὲν σάλεψε, κατάλαβε πὼς ξεψύχησε προσευχόμενος. Τότε πῆγε μὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ ἀγκάλιασε ἐκεῖνο τὸ σεβασμιότατο λείψανο καὶ συνεχῶς τὸ ἀσπάζονταν, κλαίοντας ἐπειδὴ δὲν τὸν γνώρισε πολὺ πιὸ μπροστὰ γιὰ νὰ ἀπολαύσει τὴν συνομιλία του πρὸς ψυχική του ὠφέλεια. “Τυλίξας οὒν αὐτὸν μὲ στὴν στολὴ ὅπου ἔφερον, εἶπε τοὺς συνήθεις Ψαλμοὺς καὶ Τροπάρια ὅσα ἤξευρε”.

Θέλοντας ὁ Ἀντώνιος νὰ ἐνταφιάσει τὸ λείψανο, δὲν ἤξερε πῶς νὰ σκάψει τὴν γῆ ἐπειδὴ δὲν πῆρε μαζί του κάποιο ἐργαλεῖο ὅταν ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ κελί του. Στεκόταν λοιπὸν στεναχωρημένος, σκεπτόμενος νὰ μὴν φύγει “ἕως νὰ τοῦ στείλη ὁ Κύριος ἐξ ὕψους βοήθειαν”. Τότε βλέπει νὰ ἔρχονται τρέχοντας πρὸς αὐτὸν δύο “φοβερώτατοι” λέοντες ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ἔρημου. (Ὁ Ἱερώνυμος γράφει: Ἔτσι μέσα σὲ μιὰ ραγδαία θάλασσα σκέψεων καὶ μελετώντας πολλὰ σχέδια εἶπε: Ἂν γυρίσω στὴ Μονὴ εἶναι ταξίδι τεσσάρων ἡμερῶν. Ἂν μείνω ἐδῶ δὲν εἶμαι χρήσιμος. Θὰ πεθάνω ὅπως ταιριάζει δίπλα στὸν πολεμιστή σου, Χριστέ, καὶ γρήγορα θὰ ἀναπνεύσω τὴν τελευταία μου πνοή. Κι ἐνῶ αὐτὰ γύριζαν στὸ μυαλό του, ξάφνου, βλέπει δυὸ λέοντες ἀπὸ τὶς ἐσοχὲς τῆς ἐρήμου μὲ τὶς χαῖτες ν΄ἀνεμίζουν στὸ λαιμό τους νὰ ἔρχονται ὁρμητικὰ κατὰ πάνω του). Στὴν ἀρχὴ μὲν φοβήθηκε ὡς ἄνθρωπος. Αλλά στήριξε τὴν καρδιά του πρὸς τὸν Κύριο κι ἔμεινε χωρὶς φόβο. Οἱ δὲ λέοντες ἀφοῦ πλησίασαν πρῶτα στὸν Μακάριο Παῦλο κουνοῦσαν τὶς οὐρές τους καὶ μὲ τὶς γλῶσσες τοὺς ἔγλειφαν τὰ πόδια του, νομίζοντας πὼς ἦταν ζωντανὸς “καθὼς κάμνουν οἱ σκύλοι πρὸς τοὺς ἀνθρώπους”. Ἔπειτα σὰν νὰ κατάλαβαν ὅτι ὁ Ἅγιος εἶχε τελειώσει, μούγκρισαν πέφτοντας στὰ πόδια του μὲ πολλὴ θλίψη σὰν ἄνθρωποι. Ὁ δὲ Ὅσιος θαύμασε βλέποντας ὅτι καὶ τὰ θηρία εἶχαν στεναχωρηθεῖ γιὰ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Παύλου. “Ἀφοῦ δὲ ἐπέρασεν ὀλίγον ἡ λύπη τους, ἠγέρθησαν” καὶ ἔσκαψαν τὴν γῆ μὲ τὰ νύχια τοὺς κάνοντας “τάφο τοῦ λειψάνου ἰσόμετρον”, καὶ ἔβγαλαν ἐπιτήδειά το χῶμα μὲ τὰ πόδια τους. Ἔπειτα πῆγαν στὸν Ἀντώνιο σὰν νὰ τοῦ ζητοῦσαν εὐλογία, “διὰ τὸν μισθὸν τοῦ κόπου τοὺς” κουνώντας τὶς οὐρές τους καὶ τὰ αὐτιά τους καὶ ἔβαλαν κάτω το κεφάλι τους καὶ ἔκαναν καὶ ἄλλα τέτοια σχήματα (καὶ ἄρχισαν νὰ γλείφουν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του, γράφει ὁ Ἱερώνυμος – “ἤγγιζαν εἰς τοὺς πόδας καὶ χείρας τοῦ ταπεινά”, γράφει ὁ Ἀγάπιος). “Ὁ δὲ Ὅσιος ἐδόξασεν τὸν Κύριον, ὅτι καὶ ἡ ἄλογος φύσις γνωρίζει τὸν Ποιητὴ” καὶ ὑψώνοντας τὰ χέρια του στοὺς Οὐρανούς, εἶπε: “Κύριε ὁ Θεὸς ποὺ τὰ γνωρίζεις ὅλα, ποὺ χωρὶς τὴν ἐντολή Σου οὔτε φύλλο ἀπὸ τὸ δένδρο δὲν πέφτει, οὔτε πουλὶ στὴν γῆ δὲν κατεβαίνει, Σὺ Κύριε, ὅπως γνωρίζεις, δῶσε καὶ τὸν μισθὸ στὰ θηρία αὐτά”. Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε ὁ Ἀντώνιος, ἔκανε μὲ τὸ χέρι τοῦ σημεῖο στὰ λιοντάρια γιὰ νὰ ἀναχωρήσουν. Αὐτὰ ἀφοῦ πῆγαν πάλι στὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου Παύλου καὶ κατεσπάσθηκαν αὐτὸ ἀναχώρησαν. Ὁ δὲ Ἀντώνιος, βαστάζοντας τὸ ἱερὸ λείψανο τὸ ἐνταφίασε (στὶς 15 Ἰανουαρίου τοῦ 341).

Περίμενε δὲ ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἀκόμη μία ἡμέρα, γιὰ νὰ δεῖ ἐὰν ἔλθει πάλι ὁ κόρακας μὲ τὸν ἄρτο, ἀλλὰ δὲν φάνηκε. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε κληρονόμος τῆς στολῆς τοῦ Ὁσίου Παύλου, ἐπῆρε ἐκεῖνο τὸ ἔνδυμα τῶν φοινίκων καὶ ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι διηγούμενος στοὺς Μοναχοὺς ὅλα τα προηγούμενα, τὴν δὲ στολὴ τοῦ Ὁσίου Παύλου τὴν εἶχε σὲ τόση μεγάλη τιμὴ καὶ καύχημα, ὥστε τὴν φοροῦσε τὸ Πάσχα καὶ τὶς ἄλλες μεγάλες ἑορτές.

πηγαί:

xristianos.gr

http://tinker-tinker-tinker.blogspot.gr/