Ὁ ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Παχώμιος γεννήθηκε περὶ τὸ 292 στὴν ῎Ανω Θηβάιδα ἀπὸ γονέις ἐθνικούς, ἀλλὰ ἀπὸ παιδὶ ἀκόμη ἔνιωθε ἔντονη ἀποστροφὴ γιὰ τὴν εἰδωλολατρία καὶ ἐπέδειξε ἔμφυτη κλίση πρὸς τὸ ἀγαθό. Στρατολογήθηκε διὰ τῆς βιας κατὰ τὴν ἐκστρατεία τοῦ Μαξιμίνου Δάια ἑαντίον τοῦ Λικινίου (312) ὅπου συγκινήθηκε βαθιὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔδεξαν οἱ χριστιανοί τῶν Θηβῶν ἀπέναντι στους νεοσυλλέκτους ποὺ τοὺς ἔσερναν μὲ σκληρότητα πρὸς τὰ στρατόπεδά τους σὰν νὰ ἦταν αἰχμάλωτοι.

Σύντομα ἀπολύθηκε ὁ Παχώμιος καὶ βαπτίσθηκε στὸ χωριὸ Χηνοβοσκίων, ὅπου τὴν ἑπόμενη νύχτα εἶδε δρόσο νὰ κατέρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ καλύπτει τὴν κεφαλή του, ἐν συνεχείᾳ δὲ συγκεντρώθηκε στὸ δεξί του χέρι, συμπυκνώθηκε καὶ ἔγινε μέλι ποὺ ἔτρεχε στὴν γῆ.῎Αρχισε παρευθὺς νὰ διάγει βίο ἀσκητικὸ μὲ ὁδηγὸ τὴν συνείδησή του καὶ νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ τόπου, ἰδιαίτερα ὅταν ἐνέσκηψε ἐπιδημία πανούκλας. Μετὰ τρία ἔτη, στενοχωρούμενος ἀπὸ τὸν συγχρωτισμὸ μὲ κοσμικοὺς καὶ κινούμενος ἀπὸ σφοδρὴ ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ μόνο, ἔγινε μαθητὴς ἑνὸς ἅγιου γέροντα, τοῦ Παλάμωνος, ποὺ ἦταν τραχὺς καὶ αὐστηρὸς καὶ ζοῦσε στὴν ἐρημία ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη [12 Αὐγ.].᾽Αφοῦ τὸν δοκίμασε σκληρά, ὁ Γέροντας τὸν ἐνέδυσε τὸ μοναχικὸ Σχῆμα καὶ τοῦ δίδαξε νὰ ἀγρυπνεῖ, ὅπως ὁ ἴδιος, τὴν μισή, συχνὰ δὲ ὁλόκληρη τὴν νύχτα, ἀπαγγέλλοντας στίχους τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, νὰ νηστεύει τὸ καλοκαίρι καθημερινὰ μέχρι τὸ βράδυ καὶ τὸν χειμώνα νὰ μὴν γεύεται τίποτα μία στὶς δύο ἢ τρέις ἡμέρες, δίχως νὰ καταλύει ποτὲ λάδι, κρασὶ ἢ μαγειρευμένη τροφή. ῾Η ᾽Ακολουθία ποὺ τελοῦσαν ἀποτελείτο ἀπὸ πενήντα ὁμάδες Ψαλμῶν μὲ κατακλείδα μία εὐχὴ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας καὶ ἑξήντα τὴν ἡμέρα, πέρα ἀπὸ τὴν διαρκῆ μνήμη τοῦ Θεοῦ ποὺ διατηροῦσαν στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδία τους, σύμφωνα μὲ τὴν παραίνεση τοῦ ᾽Αποστολου (Β’ Θεσσ, 5, 17).
Γιὰ νὰ προσπορίζονται τὰ χρειώδη γιὰ τὴν διαβίωσή τους καὶ κυρίως γιὰ τὴν φροντίδα τῶν πτωχῶν, ἔπλεκαν σάκκους και καλάθια ἀπὸ νῆμα, τρίχες ἢ φύλλα φοινικιᾶς καὶ ἐργάζονταν ἀκόμη καὶ τὴν νύχτα, ἀπαγγέλλοντας τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀντιμάχονται τὸν ὕπνο. ῎Αν, παρὰ τὴν χειρωνακτικὴ ἐργασία, τοὺς κατέβαλλε ὁ ὕπνος, τότε σηκώνονταν καὶ πήγαιναν νὰ μεταφέρουν ἄμμο μὲ τὴν σπυρίδα ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τῆς ἐρήμου στὸ ἂλλο. Κάποτε, ἀνήμερα τὸ Πάσχα, ὁ Παχώμιος ἔρριξε λίγο λάδι στὸ τριμμένο ἁλάτι ποὺ ἦταν ἡ συνηθισμένη τροφή τους. Ὁ Παλάμων κτυπώντας τὸ πρόσωπό του ἄρχισε τότε νὰ κλαίει λέγοντας «Χθὲς ὁ Κύριος ἐσταύρωται, καὶ ἐγὼ νὰ φάγω σήμερα λάδι!» Ὁ Παχώμιος δὲν ὑπέμενε μόνο μὲ προθυμία τὴν αὐστηρὴ τάξη τοῦ Γέροντα, ἀλλὰ φρόντιζε κυρίως νὰ διατηρήσει τὴν καρδία του καθαρὴ διὰ τῆς φυλακῆς τῶν λογισμῶν, ἐξαντλώντας ὅλες τὶς νοητικές του δυνάμεις γιὰ τὴν ἀποστήθιση τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ προκειμένου νὰ γίνουν κτῆμα του. Συνήθιζε νὰ ἀποσύρεται στὴν ἔρημο γιὰ νὰ προσευχηθεῖ ἢ νὰ σταθεῖ ὄρθιος, καθ’ ὅλη τὴν νύχτα, μέσα στοὺς τάφους, μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα πρὸς τὸν οὐρανό, σὰν νὰ ἦταν σταυρωμένος, καὶ ὁ ἱδρώτας ποὺ κυλοῦσε ἔκανε λάσπη τὸ χῶμα στὰ πόδια του. Κατὰ τὴν διάρκεια τῶν νυχτερινῶν αὐτῶν προσευχῶν, οἱ δαίμονες μαίνονταν ἐναντίον του καὶ τοῦ ἐπιτίθεντο διαρκῶς, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τοὺς καταίσχυνε δοξολογώντας τὸν Θεὸ καὶ χλευάζοντας τὶς μάταιες μῃχανεύσεις τους. Καθὼς οἱ ἐπιθέσεις τους γίνονταν ἀκόμη πιό πιεστικές, σκληραγωγοῦσε ἀκόμη περισσότερο τὸ σῶμα του καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ διώξει τὸν ὕπνο μέχρι νὰ φθάσει στὴν ὁριστικὴ νίκη. Εἰσακούσθηκε καὶ ἔκτοτε ἀπέκτησε τόση παρρησία μὲ τὸν Θεό, ὥστε τὸ σῶμα του ἀπολάμβανε ἤδη ἐν μέρει τὴν ἀφθαρσία ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος στοὺς ἐκλεκτούς, καὶ ἔτσι μποροῦσε νὰ περπατᾶ ἀκίνδυνα πάνω σὲ ἑρπετὰ καὶ σκορπιοὺς καὶ νὰ περνᾶ τὸν Νεῖλο ἀνάμεσα σὲ κροκοδείλους.
Μετὰ ἀπὸ τέσσερα χρόνια ἀγώνων, τὸ ὅραμα τῆς οὐράνιας δρόσου ἐπαναλήφθηκε, περίμενε ὅμως ὁ Παχώμιος ἀλλα τρία χρόνια πρὶν ἀποσυρθέι μόνος στὴν ἔρημο. Φθάνοντας σὲ ἕναν τόπο ποὺ ὀνομαζόταν Ταβέννησις, στὴν βορειοανατολικὴ ὄχθη τοῦ Νείλου, ἄκουσε φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ ποὺ τὸν διέταζε νὰ παραμείνει ἐκεί καὶ νὰ ἱδρύσει κοινόβιο. ᾽Αφοῦ ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ ἁγίου Παλαμῶνος, λίγο πρὶν τὸν θάνατό του, ὁ Παχώμιος ἐγκαταστάθηκε ἐκεί καὶ ἐπιδόθηκε μόνος σὲ ἄλλη ἄσκηση, μέχρι ποὺ ἦλθε νὰ ζήσει μαζί του ὁ μικρότερος ἀδελφός του ᾽Ιωάννης.῎Εχοντας τὰ πάντα κοινά, ζοῦσαν μὲ μεγάλη αὐταπάρνηση καὶ μοίραζαν στοὺς πτωχοὺς τοὺς καρποὺς τῆς ἐργασίας τους, κρατώντας μόνο τὰ ἀπολύτως ἀναγκαία: δύο ψωμιὰ καὶ λίγο ἁλάτι τὴν ἡμέρα. Τελειώνοντας τὴν καθημερινὴ ἀγρυπνία τους, ἀναπαύονταν λίγο, καθισμένοι, δίχως νὰ στηρίζουν τὴν ράχη στὸν τοίχο. Κατὰ τὴν ἡμέρα, ἔμειναν ἐκτεθειμένοι στὸν καύσωνα, ἔχοντας κατὰ νοῦ τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου ἡμῶν᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς δοκιμασίες τῶν ἁγίων μαρτύρων.
Μία ἡμέρα, ἄγγελος Κυρίου παρουσιάσθηκε στὸν Παχώμιο κατὰ τὴν ἀγρυπνία του καὶ τοῦ εἶπε τρεῖς φορές: «Παχώμιε, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νὰ διακονεῖς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ τοὺς συμφιλιώσεις μαζί Του». ᾽Απὸ τότε, ἄνθρωποι ἀπὸ τὰ γειτονικὰ χωριὰ συγκεντρώθηκαν γύρω του γιὰ νὰ διάγουν ἀπὸ κοινοῦ τὸν ἀσκητικὸ βίο. Ὁ καθένας ζοῦσε χωριστά, κατὰ τὸ δοκοῦν, καὶ συνεισέφερε τὸ μερίδιό του στὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τῆς ἀδελφότητος. Ὁ Παχώμιος ἔθετε τὸν ἑαυτό του ταπεινὰ στὴν ὑπηρεσία τους, ἑτοιμάζοντας τὴν τροφὴ ποὺ ἐπιθυμοῦσαν, δεχόμενος τοὺς ἐπισκέπτες καὶ φροντίζοντας τοὺς ἀδελφοὺς ὅταν ἀσθενοῦσαν, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀρκείτο πάντα σὲ ψωμὶ καὶ ἁλάτι. Οἱ ἀγρόικοι αὐτοὶ ἄνθρωποι δὲν ἔδειχναν, ὡστόσο, ἀπέναντί του κανέναν σεβασμό, καὶ μάλιστα τὸν κορόιδευαν κιόλας. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔκανε ὑπομονὴ πέντε χρόνια, μέχρι τὴν ἡμέρα πού, ἔχοντας λάβει ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς ὁλονύχτιας προσευχῆς, τοὺς ἐπέβαλε ἕναν κανόνα κοινῆς ζωῆς καὶ ἔδιωξε μὲ ἀπόφασή του ὅλους ἐκείνους ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ συμμορφωθοῦν. Νέοι ὑποψήφιοι γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο παρουσιάστηκαν, καὶ ὁ Παχώμιος, ἀφοῦ τοὺς δοκίμασε ἐπαρκῶς, τοὺς ἐπέβαλε νὰ ζοῦν «κατὰ τὰς Γραφάς» ἔχοντας τὰ πάντα κοινά, σὲ πλήρη ἰσότητα, κατὰ τὸ παράδειγμα τῆς ἀποστολικῆς κοινότητος (βλ. Πράξ. 2). ῾Υπηρετώντας ὅλους, ὅπως καὶ προηγουμένως, τοὺς δίδαξε νὰ βαστάζουν τὸν σταυρό τους γιὰ νὰ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἔχουν μοναδικὴ μέριμνα στὸν νοῦ τους τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Λέγεται πὼς ἄγγελος, μὲ μοναχικὴ περιβολή, τοῦ ὑπέδειξε τὸν τύπο τῆς ἐνδυμασίας τους καὶ τοῦ παρέδωσε μία πλάκα στὴν ὁποία ἦταν χαραγμένος ὁ Κανόνας τῆς ἀδελφότητος, «ὄριζε νὰ δίνεται φαγητὸ καὶ νερὸ στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὴν κράση του καὶ τὴν ἐργασία του, δίχως νὰ ἐμποδίζονται ἐκείνοι ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἐγκρατεύονται περισσότερο, ὅφειλαν νὰ ζοῦν σὲ ξεχωριστὰ κελλιά, χωρισμένοι κατὰ «οἴκους», σύμφωνα μὲ τὸν χαρακτήρα τους ἢ τὶς ἐνασχολήσεις τους, καὶ νὰ συναθρίζονται τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ ἀναπέμπουν στὸν Θεὸ δώδεκα εὐχές, ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ Ψαλμοὺς καὶ προσευχές. ῞Οταν ὁ Παχώμιος ἀντέτεινε ὅτι οἱ προσευχὲς δὲν ἦσαν πολλές, ὁ ἄγγελος ἀποκρίθηκε; «ὅλα ὅσα ὁρίζω διασφαλίζουν ὅτι ἀκόμη καὶ οἱ μικροὶ θὰ μποροῦν νὰ τηροῦν τὸν Κανόνα, δίχως νὰ ἀποθαρρύνονται. ὅσο γιὰ τοὺς τελείους, αὐτοὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκη νόμου, ἀφοῦ στὸ κελλί τους ἀφιερώνουν ὅλη τὴν ζωή τους στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ». Ὅταν οἱ ἀδελφοὶ ἔφθασαν τοὺς ἑκατό, ὁ Παχώμιος τοὺς ἔκτισε ναὸ μέσα στὸ μοναστήρι καὶ τὴν Κυριακὴ καλοῦσε ἕναν ἱερέα ἀπὸ τὸ χωρὶο νὰ τελέσει τὴν θεία Λειτουργία, διότι ἀρνοῦνταν νὰ χειροτονηθεῖ κληρικὸς κάποιος ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ἀπὸ φόβο μήπως διαταραχθεῖ ἀπὸ ματαιοδοξία καὶ ἀντιζηλία ἡ ἐπιτευχθείσα ἁρμονία τους. Λίγο μετὰ τὴν ἐνθρόνισή του, ὁ ἀρχιεπίσκοπος ᾽Αλεξανδρείας ἅγιος ᾽Αθανάσιος ἐπισκέφθηκε τὸ μοναστήρι τῆς Ταβεννήσεως (329), ἀλλὰ ὁ Παχώμιος μαθαίνοντας ὅτι ἤθελε νὰ τὸν χειροτονήσει πρεσβύτερο κρύφθηκε μέχρι τὴν ἀναχώρηση τοῦ ἱεράρχη.
Καθὼς ἡ ἀδελφότητα, τὴν ὁποία ὀνόμασε «Κοινωνία», γινόταν πολυπληθής, ὁ ὅσιος Παχώμιος ὅρισε ἀδελφοὺς στερεωμένους στὴν ἀρετὴ νὰ τὸν βοηθοῦν: ἕναν ὡς οἰκονόμο, μαζί μὲ ἕναν δεύτερο καὶ ἅλλους ὡς ὑπευθύνους τῶν «οἴκων». ῎Αλλοι πάλι ἦσαν ἐπιφορτισμένοι μὲ τὴν φροντίδα τῶν ἀσθενῶν, τὴν φιλοξενία ἢ τὴν πώληση τῶν ἐργοχείρων ποὺ φτιάχνονταν στὸ μοναστήρι. Τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα, ὁ ὅσιος Παχώμιος δίδασκε ὁ ἴδιος στὸ σύνολο τῆς ἀδελφότητος ἑρμηνεύοντας τὶς Γραφὲς καὶ κατὰ τὶς δύο νηστίσιμες ἡμέρες οἱ ἐπικεφαλῆς τῶν οἴκων κατηχοῦσαν μὲ τὴν σειρά τους τοὺς μοναχούς τους.
῾Η ἀδελφὴ τοῦ ὁσίου, Μαρία, εἶχε ἔλθει κι αὐτὴ νὰ ζήσει κοντά του καὶ ὁ Παχώμιος φρόντισε νὰ κτισθεῖ ἕνα μοναστήρι στὸ χωριό, ὅπου συγκεντρώθηκαν πολλὲς ἀδελφὲς γιὰ νὰ διάγουν βίο παρόμοιο μὲ ἐκείνο τῶν μοναχῶν, ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς συνετοῦ Γέροντα, ὀνόματι Πέτρου.῾Ο ὅσιος δεχόταν μὲ περίσκεψη τοὺς ὑποψηφίους ποὺ προσέρχονταν καὶ δεχόταν μόνο ἕναν μικρο ἀριθμό μεταξὺ ἐκείνων ποὺ εἰχαν ζήσει προηγουμένως διεφθαρμένο βίο ἢ εἶχαν δύστροπο χαρακτήρα, ἀπὸ φόβο μήπως παρασύρουν τοὺς ἄλλους ἀδελφοὺς στὴν ἀπώλεια. Γιὰ ὅσους, ὅμως, δεχόταν ὡς ὑποτακτικούς, ἔκανε τὰ πάντα, προκειμένου νὰ τοὺς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴν δουλεία τῶν παθῶν, ἀγωνιζόμενος μέρα νύχτα μαζί τους. Ὅταν συναντοῦσε μοναχοὺς ἀτίθασους, πάσχιζε νὰ τοὺς διορθώσει καὶ προσευχόταν συνεχῶς γι’ αὐτούς, πολλαπλασιάζοντας τὶς νηστέιες, τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὶς σκληραγωγίες του, μὲ σκοπὸ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ διδαχθοῦν τὸ μυστήριο τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τὴν εἰρήνη ποὺ ἀντλεῖ κανεὶς ἀπὸ τὴν ὑπακοή. ῎Αν, παρὰ ταῦτα, ἐπέμεναν νὰ προβάλλουν ἀντίσταση, τοὺς ἀπέπεμπε ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα, γιὰ νὰ μὴν ἐμποδίζουν τοὺς ἄλλους μοναχοὺς νὰ προοδεύουν στὸν φόβο Θεοῦ. ῎Ετσι, μία χρονιά, ἔδιωξε μέχρι καὶ ἑκατὸ μοναχούς, ἀνάμεσα σὲ τριακόσιους ποὺ ἀποτελοῦσαν τὴν Κοινωνία.
Χάρη στὸ διορατικό του χάρισμα, ὁ ὅσιος Παχώμιος ἀντιλαμβανόταν τὰ σφάλματα καὶ τοὺς διεστραμμένους λογισμοὺς τῶν ἀδελφῶν και γνώριζε πῶς νὰ τοὺς θεραπεύει πρὶν ἁμαρτήσουν. Παρόλο ποὺ θεράπευε τοὺς ἀρρώστους καὶ λύτρωνε τοὺς δαιμονισμένους τόσο μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν ὅσο καὶ μεταξὺ τῶν κοσμικῶν ποὺ συνέρρεαν στὸ μοναστήρι, ἐγκαταλειπόταν γιὰ τὰ πάντα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν θύμωνε ποτέ, ὅταν ὁ Κύριος δὲν εἰσάκουε τὴν προσευχή του. Δίδασκε πὼς ἀνώτερα ἀπὸ τὰ σωματικὰ ἰάματα ἦσαν τὰ πνευματικὰ ἰάματα τῶν ψυχῶν ποὺ ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ τὴν ὀλιγωρία ὁδηγοῦνται στὴν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ στὴν μετάνοια. Δὲν ζητοῦσε ποτὲ ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ λάβει ὁράματα, διότι αὐτὰ μποροῦν νὰ εἶναι ἕνας δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν πλάνη καὶ ἔλεγε:«῎Ανθρωπον ἐὰν ἴδῃς ἁγνὸν καὶ ταπεινόφρονα, ὅραμα μέγα ἐστίν, ὁράματος γὰρ τοιούτου τί μεῖζόν ἐστιν, τὸν ἀόρατον Θεὸν ἐν ὁρατῷ ἀνθρώπῳ, ναῷ αὐτοῦ ἰδέιν;»
᾽Ακόμη καὶ ὅταν ἦταν καταβεβλημένος ἀπὸ τὴν ἀρρώστια ἀρνιόταν νὰ τὸν ὑπηρετοῦν ἢ νὰ λάβει κάποιαν ἀνακούφιση. ῞Ενα φάρμακο μόνο δεχόταν: τὸ ῎Ονομα τοῦ Κυρίου, καὶ δίδασκε τοὺς ἀσθενείς μὲ τὸ παράδειγμά του νὰ ὑπομένουν μὲ ἐγκαρτέρηση καὶ εὐχαριστίες τὰ δεινά τους, μὲ σκοπὸ νὰ λάβουν διπλὸ στέφανο: ἐκείνον τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ὑπομονῆς στὶς δοκιμασίες. Στὶς ἀρρώστιες τῶν ἀδελφῶν ἤξερε νὰ διακρίνει ἀλάνθαστα ὅσες εἶχαν προκληθεῖ ἀπὸ τοὺς δαίμονες ἢ ἀπὸ ἐπενέργεια τῶν παθῶν τους, καὶ τοὺς δίδασκε νὰ τὶς νικοῦν μὲ γενναία ἀποφασιστικότητα τῆς ψυχῆς. ῞Οταν ὅμως ἐπρόκειτο γιὰ πραγματικὲς ἀσθένειες τῆς σαρκός, ἐρχόταν ὁ ἴδιος νὰ διακονήσει τοὺς ἀνήμπορους καὶ δὲν δίσταζε νὰ δώσει σὲ κάποιους κρέας γιὰ τροφή, παρὰ τὸ μοναστικὸ ἔθος. Καθὼς ὁ ἀριθμος τῶν ἀδελφῶν δὲν ἔπαυε νὰ αὐξάνεται, ὁ Παχώμιος μετὰ ἀπὸ ἕνα ὅραμα ἵδρυσε ἕνα ἀκόμη μοναστήρι στὴν Παβαύ, λίγο μακρύτερα ἔναντι τοῦ Νεῖλου, (περίπου 3 χλμ. ἀπὸ τὴν Ταβέννησι). Τὸ ἐκτισε πολὺ μεγάλο καὶ τό ὀργάνωσε ὅπως ἐκέινο τῆς Ταβεννήσεως. Ὅταν ἡ Παβαὺ κατοικήθηκε, ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς Χηνοβοσκοῦ (Σενεζήτ) ζήτησε ἀπὸ τὸν ἅγιο νὰ θέσει τὴν ἀδελφότητά του στὴν δικαιοδοσία του, μὲ τὸ ἴδιο Τυπικό. Ὅ ὅσιος Παχώμιος μετέβη ἐπι τόπου μὲ μερικοὺς ἀδελφούς, τοὺς ὁποίους καὶ ἄφησε ἐκεί γιὰ νὰ καταρτίσουν τοὺς μοναχοὺς στὴν τάξη τῆς Κοινωνίας. ῎Εκανε τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὴν Μονὴ τὴν λεγόμενη Μοναχώσις, ἐν συνεχείᾳ δέ, μετὰ ἀπὸ ὅραμα, πῆγε νὰ ἱδρύσει καινούργια μονή, τὴ λεγόμενη Τασή. Μετὰ ἀπὸ αἴτημα τοῦ ἐπισκόπου τῆς Πανοπόλεως, ἵδρυσε ἀκόμη ἕνα μοναστήρι στὴν περιοχὴ αὐτή, μοχθώντας ὁ ἴδιος μὲ τοὺς ἀδελφοὺς στὴν κατασκευὴ τῶν κτηρίων. Λίγο ἀργότερα, ἕνας πρόκριτος, ὁ Πετρώνιος [23 ὀκτ.], προσέφερε τὴν μονὴ ποὺ εἶχε ἱδρύσει στὸ Τηβεύ, στὴν περιοχὴ Διοσπόλεως. Ὅ Παχώμιος τοποθέτησε κάποιον ᾽Απολλώνιο ἐπικεφαλῆς τῆς μονῆς καὶ ὄρισε τὸν Πετρώνιο προϊστάμενο ἑνός ἄλλου καθιδρύματος, τῆς Μονῆς Τυμηναί, κοντὰ στὴν Πανόπολη. Τέλος, μετὰ ἀπὸ νέο ὅραμα, ἵδρυσε ἕνα μεγάλο μοναστήρι στὸ Πιχνούμ, μακριὰ στὸν Νότο, στὴν ἔρημο Σνή. Τοῦτο τὸ μεγάλο συγκρότημα ἀπὸ ἐννέα κοινόβια καὶ δύο γυναικείες μονὲς ἀριθμοῦσε τρεῖς χιλιάδες μοναχούς, ὅσο ζοῦσε ὁ Παχώμιος, καὶ μέχρι ἑπτὰ χιλιάδες στὴν συνέχεια. Ὅλοι ζοῦσαν ἐκεί σὲ ἁρμονία, πιστοὶ στοὺς κανόνες ποὺ θέσπισε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶχαν καμμία μέριμνα γιὰ τὰ ἐγκόσμια πράγματα, καὶ χάρη στὴν ἡσυχία καὶ τὸν ἰσαγγελικὸ βίο τους ζοῦσαν διαρκῶς ὡσὰν μεταφερμένοι στὸν οὐρανό. Ὁ ὅσιος τοὺς ἐπισκεπτόταν συχνὰ γιὰ νὰ τοὺς καταρτίσει στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ διορθώσει τὶς παρεκτροπὲς καὶ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς ἀδελφοὺς νὰ προσκαρτεροῦν στοὺς ἀγῶνες τους. Διέμενε συνήθως στὴν Μονὴ τῆς Παβαύ, ὅπου ζοῦσε ὡς ἁπλὸς μοναχός, μέλος ἑνὸς «οἴκου» καὶ ὑποταγμένος στὴν κοινὴ τάξη, ἀφοῦ, ἀκλόνητα στερεωμένος στὴν πέτρα τῆς ταπεινοφροσύνης, δὲν σκεπτόταν ποτὲ ὅτι ἦταν ἐπικεφαλῆς ἢ πατέρας τῶν μοναχῶν, παρὰ μόνο διάκονός τους. Μία ἡμέρα ποὺ ἐπισκέφθηκε τὴν Μονὴ Ταβεννήσεως, κάθησε κι αὐτὸς νὰ δουλέψει στὸ ἐργόχειρό του καὶ δέχθηκε πρόθυμα τὶς ὑποδείξεις ἑνὸς παιδιοῦ μοναχοῦ ποὺ τὸν ἔμεμψε ὅτι δὲν ἔκανε σωστὰ τὴν δουλειά του.
῾Ο οἰκονόμος τοῦ μεγάλου κοινοβίου τῆς Παβαὺ, ᾖταν ἐπιφορτισμένος μὲ τὴν διαχείριση τῆς Κοινωνίας: συγκέντρωνε τά ἀντικείμενα ποὺ κατασκευάζονταν στὰ μοναστήρια καὶ μεριμνοῦσε γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση ὅλων τῶν ἀναγκῶν τους. Δύο φορὲς τὸν χρόνο, οἱ ἀδελφοὶ συναθροίζονταν στὴν Παβαύ, μία φορὰ τὸ Πάσχα, γιὰ νὰ γιορτάσουν ὅλοι μαζί, καὶ μία φορὰ τὸν Αὔγουστο, μετὰ τὴν συγκομιδή, ὅταν οἱ προεστῶτες λογοδοτοῦσαν γιὰ τὴν θητεία τους καὶ ὁρίζονταν νέοι ὑπεύθυνοι. Ὅταν ὁ μακάριος Παχώμιος δὲν εὐκαιροῦσε νὰ μεταβεῖ σὲ ἕνα μοναστήρι, ἔστελνε τὸν ἀγαπητὸ μαθητή του, τὸν Θεόδωρο [16 Μαῒου], ἢ ἀπηύθυνε ἐπιστολὴ στὸν οἰκονόμο, γραμμένη σὲ μυστικὴ γλώσσα ποὺ μόνο ἐκεῖνος κατανοοῦσε. Εἶχε πάντοτε τὴν ὄψη σοβαρὴ καὶ τεθλιμμένη, καθὼς ὁ Θεὸς τὸν εἶχε ἀξιώσει νὰ θεωρεῖ ἐν ὁράματι τὰ αἰώνια βάσανα ποὺ ἐπιφυλάσσονται στοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ στοὺς ἀνάξιους μοναχούς· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ κάθε φορὰ ποὺ ἔπαιρνε τὸν λόγο, προειδοποιοῦσε τοὺς μαθητές του γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Μία ἡμέρα, πέθανε ἕνας ἀμελὴς μοναχός. ᾽Αφοῦ τὸν κήδευσαν, ὁ ὅσιος δὲν ἄφησε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ ψάλουν τὴν ᾽Εξόδιο ᾽Ακολουθία του, οὔτε θεία Λειτουργία στὴν μνήμη του, παίρνοντας δὲ τὸ ἔνδυμά του τὸ ἔκαψε, φοβερίζοντας ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς πρὸς διόρθωσή τους.
Κατὰ τὴν διάρκεια ἑνὸς λιμοῦ, ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἔμεινε νηστικὸς καὶ εἶπε; «ὅσο οἱ ἀδελφοί μου θὰ πεινοῦν καὶ δὲν θὰ βρίσκουν ψωμὶ νὰ φάγουν δὲν θὰ φάω οὔτε ἐγώ», ἐφαρμόζοντας ἔτσι κατὰ γράμμα τὸν λόγο τοῦ ᾽Αποστόλου: Καὶ εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη (Α’ κορ, 12, 26).
Καθὼς ἡ φήμη τοῦ ὁσίου Παχώμιου εἴχε ἁπλωθεῖ σὲ ὅλη τὴν Αἴγυπτο, βρέθηκαν κάποιοι ποὺ ἀμφισβήτησαν τὸ διορατικὸ χάρισμά του καὶ τὶς ἀποκαλύψεις του. Κλήθηκε λοιπὸν στὴν Λατόπολη (345) ἐνώπιον σύναξης ἐπισκόπων καὶ ἐρωτώμενος ἐπὶ τοῦ θέματος, ἀποκρίθηκε ὅτι ὁ Κύριος δὲν τὸν ἀξίωνε διαρκῶς μὲ τὴν χάρη αὐτὴ τῆς διακρίσεως καὶ διορατικότητος, ἀλλὰ μόνο ὅταν ᾽Εκεῖνος ἤθελε πρὸς οἰκοδομὴν τῆς Κοινωνίας καὶ σωτηρίαν τῶν ψυχῶν, κατὰ τὸ μέτρο τῆς δικῆς του ὑποταγῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τελικὰ ἀθωώθηκε καὶ εὐχαριστώντας τὸν Θεὸ δήλωσε, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς δοκιμασίας αὐτῆς καὶ τῆς νέας ἐξορίας τοῦ ἁγίου ᾽Αθανασίου: «ὀφείλομεν ὑπομένειν πάντα πειρασμόν· οὐ γὰρ βλάπτει». Πρὸς τὸ Πάσχα τοῦ 346, λοιμὸς ἐνέσκηψε στὴν Κοινωνία καὶ ἀφάνισε περισσότερους ἀπὸ ἑκατὸ ἀδελφοὺς μεταξὺ τῶν πλέον ἐπιφανῶν. Προσβλήθηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ὅσιος, ἀλλὰ ἀρνήθηκε κάθε ἰδιαίτερη φροντίδα. Παρότι τὸ σῶμα του ἦταν ἄκρως ἐξασθενημένο «ἡ καρδία καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ πῦρ καιόμενον ἦν». Πέρασε τὶς πρῶτες ἡμέρες  τῆς Μεγάλης ῾Εβδομάδος προσευχόμενος  στὸν Κύριο νὰ μὴν δαρραγεἶ ἡ ἑνότητα τῆς Κοινωνίας μετὰ τὸν θάνατό του. ῎Επειτα συγκεντρώνοντας τοὺς ἀδελφοὺς ἐπικαλέστηκε τὴν μαρτυρία τους ὅτι σὲ ὅλη τὴν ζωή του δὲν τοὺς ἀπέκρυψε τίποτε καὶ εἶχε ζήσει ἀνάμεσά τους ὡς ἕνας μεταξὺ πολλῶν, ὡς διάκονος ὅλων καὶ ὡς τροφὸς γαλουχοῦσα καὶ θάλπουσα τὰ τέκνα της. Προσέθεσε ὅτι οἱ κανόνες καὶ οἱ παραδόσεις ποὺ εἶχε θεσπίσει γιὰ χάρη τους μὲ τὴν φώτιση τοῦ Κυρίου ἦσαν ὁ μόνος δρόμος γιὰ νὰ ἀξιωθοῦν τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς καὶ τὴν αἰώνιο σωτηρία. Κατὰ τὴν Πεντηκοστή, ὅρισε διάδοχό του τὸν Πετρώνιο ποὺ εἶχε προσβληθέι κι αὐτὸς ἀπὸ τὴν ἐπιδημία, ἐν συνεχείᾳ δὲ εἶπε στοὺς ἀδελφοὺς νὰ παύσουν τὰ δάκρυά τους, διότι ὁ Κύριος τοῦ εἶχε δώσει τὴν ἐντολὴ νὰ συναντήσει τοὺς Πατέρες στὶς οὐράνιες μονές τους. Μὲ μεγάλη αὐστηρότητα παρήγγειλε στὸν Θεόδωρο νὰ πάει νὰ ἐνταφιάσει τὸ σῶμα του σὲ τόπο μυστικό, γιὰ νὰ μὴν τοῦ ἀποδίδεται τιμή, καὶ τὸν ἱκέτευσε νὰ φροντίζει τοὺς ἀμελείς ἀδελφούς. Παρέδωσε τὴν ἀποστολικὴ ψυχή του στὀν Θεὸ στὶς 9 Μαῒου 346, σὲ ἡλικία πενήντα τεσσάρων ἐτῶν. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη ὁ τόπος ἐσείσθη ἀπὸ σεισμό, μία οὐράνια εὐωδία ξεχύθηκε καὶ πολλοὶ γέροντες εἶδαν τάγματα ἀγγέλων νὰ συνοδεύουν τὴν ψυχὴ τοῦ ὁσίου στὸν τόπο ἀναπαύσεώς του.
῞Οταν ἡ εἴδηση τῆς ἐκδημίας τοῦ ὁσίου Παχώμιου ἔφθασε στὴν μακρινὴ ἔρημο τοῦ Μεγάλου ᾽Αντωνίου, αὐτὸς τὸν ἐπαίνεσε ὡς νέο ἀπόστολο καὶ ἐγκωμίασε τὸν κοινοβιακὸ βίο τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ ἱδρυτής. ᾽Αντιλέγοντας σὲ ἐκείνους ποὺ ἰσχυρίζονταν πὼς αὐτὸς εἶχε φθάσει σὲ μεγαλύτερη δόξα στὸν ἐρημητικὸ βίο, ἀποκρίθηκε ὅτι ἀπὸ ἀνάγκη ἀσκείτο κατὰ μόνας γιατὶ τότε δὲν ὑπῆρχε κοινόβιο καὶ πρόσθεσε: «᾽Εν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν θὰ βλέπωμεν ἀλλήλους καὶ πάντας τοὺς ἁγίους Πατέρας, μᾶλλον δὲ τὸν δεσπότην καὶ Θεόν μας ᾽Ιησοῦν Χριστόν». Μετὰ τὴν τελευτὴ τοῦ ὁσίου Παχώμιου, ὁ ὅσιος Πετρώνιος ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία στὴν Κοινωνία λίγες μόνον ἡμέρες πρὶν παραδώσει καί ὁ ἴδιος τὴν ψυχή του στὸν Θεό. ῾Ορίστηκε τότε ὁ ἀββᾶς ᾽Ωρσίσιος [15᾽Ιουν.] γιὰ νὰ ἐπαγρυπνεῖ ὥστε νὰ γίνονται σεβαστὲς οἱ παραδόσεις καί νὰ διασφαλίσει, κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ὁσίου Παχώμιου, τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν ὅμως ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Μοναχώσεως, ᾽Απολλόνιος, στασίασε καὶ θέλησε νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ κοινόβιο, ὁ ᾽Ωρσίσιος παραιτήθηκε καὶ ὅρισε ἡγούμενο στὴν θέση του τὸν Θεόδωρο. Μετὰ τήν ἐκδημία τῶν πρώτων μαθητῶν τοῦ ὁσίου Παχώμιου, τὰ μοναστήρια τῆς Κοινωνίας γνώρισαν μεγάλη ἀνάπτυξη, τόσο σὲ ἀριθμὸ μοναχῶν ὅσο καὶ σὲ ὑλικὸ πλοῦτο, ἡ ἄνθηση, ὅμως, αὐτὴ ἦταν βραχύβια καὶ ἀφού ἔπεσαν σὲ παρακμή, ἀφανίστηκαν ἀπὸ τὶς εἰσβολὲς τῶν βαρβάρων. Οἱ θεσμοί, οἱ γραπτοὶ κανόνες καὶ κυρίως τὸ κοινοβιακὸ πνεῦμα, τοῦ ὁποίο ἱδρυτὴς στάθηκε ὁ ὅσιος Παχώμιος, κληροδοτήθηκαν, ὅμως, στὴν ᾽Εκκλησία ὡς τελεία ὁδὸς μιμήσεως τῆς ἀποστολικῆς κοινότητος καὶ ὡς κλῖμαξ πρὸς τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

 Νέος συναξαριστής, Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου