῾Ο ὅσιος πατὴρ ἡμῶν Κύριλλος ὁ Φιλεώτης γεννήθηκε περὶ τὸ 1015 στὸ χωριὸ Φιλέα, στὶς ὄχθες τῆς λίμνης τῶν Δέρκων στὴν ᾽Ανατολικὴ Θράκη. Στὸ ἅγιον Βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Κυριακός. ῎Ηδη ἀπὸ νεαρὰ ἡλικία ἐπιδόθηκε στὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ στὴν ὑπηρεσία τοῦ οἴκου τοῦ Θεοῦ. Χειροτονήθηκε ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Δέρκων καὶ μεγάλωνε μὲ φρόνηση, διάγοντας βιοτὴ θεάρεστο.

῞Οταν ἔφθασε σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν, τοῦ πρότειναν νὰ τὸν χειροτονήσουν ἱερέα, ὁ ταπεινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, θεώρησε ὅτι ἦταν ἀνάξιος τῆς ἱερωσύνης καὶ προτίμησε νὰ πάρει νόμιμη σύζυγο, ὁρμώμενος ὄχι ἀπὸ φιληδονία ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ παραμείνει στὶς τάξεις ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τὴν διδαχὴ τῆς ᾽Εκκλησίας καὶ τὴν ὑπηρετοῦν μὲ τὴν τεκνοποιία. ῾Η σύζυγός του συμμεριζόταν καὶ ἐκείνη τὸν ζῆλο του γιὰ τὴν τήρηση τῶν έντολῶν τοῦ Θεοῦ, καὶ μόλις γέννησε τὸ πρῶτο τους παιδί, ἄρχισε νὰ ἀγωνίζεται πλάι στὸν ἄνδρα της ἐνάντια στὴν τυραννία τῶν ἡδονῶν, μὲ τὴν ἐγκράτεια, τὴν νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία, ὥστε νὰ κυριαρχήσει στὴν σάρκα καὶ νὰ ἀπελευθερωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη. Τοῦ Κυριακοῦ δὲν τοῦ ἀρκοῦσε νὰ τηρεῖ τὶς νηστεῖες ποὺ ὑπαγορεύει ἡ ᾽Εκκλησία, τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή· ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ νήστευε καὶ τὴν Δευτέρα, τὴν Τρίτη καὶ τὴν Πέμπτη, καταλύοντας μόνο ξερὰ ὄσπρια καὶ πίνοντας μόνο νερό. Τὸ Σάββατο καὶ τὴν Κυριακὴ κατέλυε μὲ μέτρο ὅ,τι ἐπιτρεπόταν. Καθ’ ὅλον τὸν βίο του ποτὲ δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ αὐτὴ τάξη καὶ δὲν ἄφησε ποτὲ τὸν χορτασμὸ νὰ ταράξει μέσα του τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πόθο νὰ μιμηθεῖ τὴν βιοτὴ τῶν ὁσίων ἀσκητῶν. ῎Ετρεφε μεγάλη ἀγάπη γιὰ τὴν ἰσάγγελο πολιτεία τῶν μοναχῶν, ποὺ ἑκουσίως καθ’ ἡμέραν νεκρώνονται πρὸς τὸν κόσμο καὶ πρὸς τὸ ἴδιόν τους θέλημα. ᾽Επεδίωκε μὲ κάθε μέσο νὰ τοὺς μιμηθεῖ, σηκώνοντας καὶ αὐτὸς τὸν σταυρό του, ὄχι μόνο μὲ τὴν ἄσκηση ἀλλὰ πέφτοντας μέσα στὸ φλεγόμενο καμίνι τῆς ὑπακοῆς. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐπὶ τρία χρόνια ἐργάσθηκε ὡς ναύτης σὲ καράβι, ἀποφασισμένος νὰ ὑπακούει σὲ ὅλους ὅπως στὸν ἰδιο τὸν Κύριο, δεχόμενος μὲ χαρὰ χλευασμούς, λοιδορίες, ταπεινώσεις καὶ ἀδικίες κάθε λογῆς. Τὰ ὑπέμενε ὅλ’ αὐτὰ μὲ ἀγαλλίαση καὶ ἐπέμενε μὲ ἀκόμη μεγαλύτερο ζῆλο στὴν νηστεία καὶ τὶς σκληραγωγίες. ᾽Επιστρέφοντας στὴν οἰκία του ἀνήγγειλε στὴν σύζυγό του τὸν διακαῆ πόθο νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ κάποιο μοναστήρι ἢ νὰ παραμείνει στὴν οἰκία σταματώντας κάθε ἐργασία καὶ διακόπτοντας κάθε ἐπαφὴ μὲ τὸν κόσμο, ὥστε ἐν ἡσυχίᾳ νὰ ἐπιδοθεῖ στοὺς ἄθλους τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. ᾽Ενέδωσε στὰ δάκρυα τῆς συζύγου του καὶ ἐγκαταστάθηκε σ’ ἕνα στενότατο κελλὶ στὰ ἐνδότερα τῆς οἰκίας, καὶ ἔζησε ἐκεῖ ἐπὶ πολλὰ χρόνια νηστεύοντας, ψάλλοντας καὶ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος. Γιὰ νὰ καταπολεμήσει τὸν πειρασμὸ τῆς ἀκηδίας ἔκανε μερικὲς φορὲς ἐργόχειρο ἐπισκευάζοντας τὰ δίχτυα τῶν γειτόνων του. ῾Ο πόθος του νὰ συμμετάσχει πιὸ ἔντονα στὸ σωτήριο Πάθος καὶ στὴν θυσία τῶν μαρτύρων τὸν ἔκανε νὰ φορᾶ κατάσαρκα βαριὰ σίδερα, ποὺ τὸν ἔσφιγγαν καὶ προκαλοῦσαν δύσοσμες πληγές. ᾽Απὸ καιροῦ σὲ καιρὸ ἔφευγε καὶ πήγαινε γιὰ μερικὲς ἡμέρες στὸ πιὸ ἀπομακρυσμένο μέρος τῆς λίμνης, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν προσευχή, ὥστε νὰ ἁρπάζεται ὁ νοῦς του στὴν θεωρία τῶν οὐρανίων πραγμάτων. ῞Οταν ἐπέστρεφε στὴν οἰκία του, τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε καθάριο χάρις στὰ ἄφθονα δάκρυα τῆς κατανύξεως, καὶ τότε προσφερόταν νὰ ὑπηρετήσει τὸν πλησίον: ἐπισκεπτόταν τοὺς ἀσθενεῖς, παρεῖχε πλουσιοπάροχη φιλοξενία στοὺς ὁδοιπόρους, χαρίζοντάς τους ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ἀναγκαῖα σκεύη τοῦ σπιτιοῦ.
Κάθε Παρασκευή, πήγαινε πεζὸς στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἀπέχει σαράντα χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ χωριό του, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ ῞Αγιο Μαφόριο τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου καὶ νὰ παρευρεθεῖ στὴν ὁλονυκτία στὸν ὀνομαστὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν (βλ. 28 ᾽Οκτ.). Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ ἐπέστρεφε στὸ χωριό του, ἡ φρουρὰ τὸν ἐξέλαβε ὡς κατάσκοπο, τὸν συνέλαβε καὶ τοῦ ἔβαλε στὸν τράχηλο τιμωρητικὸ κλοιό. Δίχως τροφὴ καὶ νερό, ἐπὶ δύο μερόνυχτα ὑπέμεινε ξυλοδαρμοὺς καὶ χλεύη δίχως νὰ βγεῖ ἀπὸ τὰ χείλη του οὔτε μία διαμαρτυρία.
Μιὰ ἄλλη φορά, ἐνῶ έπισκεπτόταν ἔναν ὅσιο ἀσκητὴ στὴν Βασιλεύουσα, ὁ ἀσκητὴς ἐπαίνεσε τοὺς ἄθλους καὶ τὴν ἀρετή του, τὸν ἔπεισε ὅμως νὰ βγάλει τὰ σίδερα ποὺ τοῦ προκαλοῦσαν φρικτὰ ἔλκη, γιατὶ αὐτὴν τὴν μορφὴ ἀσκήσεως, παρότι τὴν ἐφάρμοσαν ὁρισμένοι ἅγιοι, ἡ ᾽Εκκλησία γενικὰ τὴν ἀποδοκιμάζει θεωρώντας την πρόξενο κενοδοξίας. ῾Ο ταπεινὸς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ ἀμέσως ὑπάκουσε, ἐπέμενε ὡστόσο νὰ δένεται μὲ σχοινιὰ γιὰ νὰ καταπονεῖ τὸ σῶμα του. ῎Εφυγε κατόπιν γιὰ πιὸ μακρινὰ προσκυνήματα, καὶ πῆγε κατ’ ἀρχὴν στὸν ναὸ τοῦ ᾽Αρχαγγέλου Μιχαὴλ στὶς Χῶνες τῆς Φρυγίας (βλ. 6 Σεπτ.) καὶ κατόπιν στὴν Ρώμη, μαζι μὲ τὸν ἀδελφό του· ἦταν ἕνα κοπιῶδες προσκύνημα μετὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἅγιος ἀσθένησε σοβαρά.
῞Οταν ἀνάρρωσε, ἐπέστρεψε στὴν Φιλέα, ὅπου ὁ ἀδελφός του Μιχαὴλ εἶχε μόλις ἱδρύσει ἕνα μονύδριο καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν ἅγιο νὰ κατηχήσει τὴν νεοσύστατη ἀδελφότητα. Λίγο ἀργότερα ὅμως, ἐξαιτίας βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν, οἱ μοναχοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ ζητήσουν καταφύγιο στὴν πόλη τῶν Δέρκων, ένῶ ὁ Κυριακὸς ἐπέστρεψε στὸ ἡσυχαστήριό του στὴν ὄχθη τῆς λίμνης. ῞Οταν ἀποκαταστάθηκε ἡ τάξη στὴν περιοχή, ὁ Κυριακὸς προσῆλθε ὁριστικῶς στὴν μονή· ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Κύριλλος. ῎Εκτισε παράμερα ἕνα κελλί, ὅπου ἀδιαλείπτως προσευχόμενος ἀναλυόταν σὲ δάκρυα καὶ στεναγμούς· δὲν ἀμελοῦσε ὡστόσο νὰ πηγαίνει στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ τὴν ὥρα τῆς τράπεζας διηγόταν καὶ σχολίαζε Βίους ἁγίων στοὺς ἀδελφούς. Μετὰ τρία χρόνια κοινοβιακοῦ βίου, ἔζησε ἐπὶ μιὰ τριετία σὲ ἀπόλυτη ἀπομόνωση καὶ κατόπιν, ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, ἐπανῆλθε στὴν κοινοβιακὴ ζωὴ καὶ δίδασκε, ὁ έραστὴς αὐτὸς τῆς ἡσυχίας, στοὺς ἀδελφοὺς τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν πλησίον καὶ τὶς ἱερὲς ἀρχὲς τῆς φιλοξενίας καὶ τῆς ἐλεημοσύνης πρὸς ὅσους τὴν ἀξίζουν ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἀνάξιους. Μιὰ ἡμέρα χάρισε τὸ Ψαλτήριό του σ’ ἕναν πτωχὸ μοναχό. Τὴν ἑπόμενη νύχτα, ἀφοῦ ἔψαλε ἀπὸ στήθους ὅσους ψαλμοὺς γνώριζε καὶ ἔκανε τὸν κανόνα του μὲ τὶς πεντακόσιες μετάνοιες, ἐνῶ ἑτοιμαζόταν νὰ ἀναπαυθεῖ γιὰ λίγο, θλιβόταν ἡ καρδία του ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ αἰνέσει κι ἄλλο τὸν Κύριο· ἐμφανίσθηκε τότε μιὰ φωτεινὴ μορφὴ καὶ τοῦ ἔμαθε ὅλο τὸ Ψαλτήρι. ῎Εκτοτε δὲν εἶχε πλέον ἀνάγκη βιβλίου, ἀφοῦ γνώριζε ἀπ’ ἔξω ὅλους τοὺς ψαλμοὺς καὶ μποροῦσε νὰ τοὺς ἑρμηνεύει θεόπνευστα.
῾Ο δεκατετράχρονος γιὸς τοῦ ἁγίου παρακάλεσε τὸν πατέρα του νὰ τὸν δεχθεῖ ὡς μοναχό. ᾽Αφοῦ πρῶτα τὸν ὑπέβαλε σὲ σκληρὲς δοκιμασίες, ὁ Κύριλλος τὸν δέχθηκε ὡς πνευματικὸ τέκνο. ῾Ο ζῆλος τοῦ νεαροῦ παιδιοῦ γιὰ τὴν νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ ἀπεδείχθη τόσο διάπυρος, ὥστε μόλις δεκαοκτὼ μῆνες ἀργότερα τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς κοντά Του καὶ τὸ παιδὶ συναριθμήθηκε στὸν χορὸ τῶν ἁγίων. Νέες βαρβαρικὲς ἐπιδρομὲς ὑποχρέωσαν τὸν Κύριλλο νὰ ἐγκαταλείψει τὸ κοινόβιο καὶ νὰ ζητήσει καταφύγιο σὲ μιὰ μονὴ στὶς ἀκτὲς τῆς Προποντίδας. ῾Η φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἁπλώθηκε γρήγορα μεταξὺ τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, καὶ πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν, γεγονὸς ποὺ κίνησε τὸν φθόνο καὶ ἐπέφερε μομφὲς τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς. ῾Η ταπείνωση ὅμως τοῦ ἁγίου ἔφερνε τὸν ἡγούμενο σὲ ἀμηχανία.
᾽Επιστρέφοντας στὴν Φιλέα, ὁ Κύριλλος ἐγκαταβίωσε ἐκ νέου στὸ μονύδριό του καί, πλήρης θείου ἔρωτος μετέδιδε τὴν φλόγα τῆς ἀγάπης αὐτῆς στοὺς ἀδελφοὺς μέσῳ τῶν θαυμάτων καὶ τῶν διδαχῶν του. Καθὼς εἶχε ἀνακύψει μιὰ παρεξήγηση στὴν ἀδελφότητα, σύστησε στὸν ἡγούμενο νὰ ἐπαναφέρει στὸν σωστὸ δρόμο τοὺς πλανηθέντες μὲ πραότητα, ταπείνωση καὶ ὑπομονή, νὰ στηρίζει τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ προσπαθεῖ σὲ κάθε πράξη καὶ λόγο του νὰ μιμεῖται τὸν Κύριο ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστό. ῾Ο διάπυρος ζῆλος καὶ ὁ πόθος του γιὰ τὸν Θεὸ μεγάλωνε κάθε μέρα, καὶ σκληραγωγοῦσε τὴν σάρκα του μὲ πεῖσμα μεγαλύτερο ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν ἀρχαρίων. ῎Ελαβε ὡς ἀνταμοιβὴ παρὰ τοῦ Θεοῦ τὴν δωρεὰ ἄφθονων δακρύων, ποὺ ἔκαναν τὸ πρόσωπό του νὰ ἀκτινοβολεῖ. Παρὰ τὸ ὅτι ἀπέφυγε ὅσο μποροῦσε νὰ γίνει γνωστός, ὁ Κύριος φανέρωσε τὶς ἀρετές του στοὺς ἀνθρώπους καὶ ὁ αὐτοκράτορας ᾽Αλέξιος Κομνηνὸς (1081-1118) ἦλθε ὁ ἴδιος καὶ τὸν ἐπισκέφθηκε μαζί μὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια, ζητώντας ἀπὸ τὸν ἅγιο νὰ τὸν συνδράμει μὲ τὴν προσευχή του, ῾Ο ἅγιος τοῦ δίδαξε τότε πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἡγεμόνας, ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἀρκεῖται νὰ ἀσκεῖ ἐξουσία ἐπὶ τῶν ὑπηκόων του, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ ἐξουσιάσει τὰ ψυχικὰ πάθη του ὥστε νὰ βασιλεύει τὸ πνεῦμα του φωτισμένο ἀπὸ τὸν Θεό. ῾Ο αὐτοκράτορας ἀναχώρησε ἀντλώντας μεγάλο ψυχικὸ ὄφελος ἀπὸ τὴν σοφία καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ ἁγίου καὶ δώρησε στὴν μονὴ βασιλικὴ χορηγία, τὴν ὁποία ὁ ἅγιος μοίρασε στοὺς πεινῶντες μαζί μὲ ἄλλα ἀγαθὰ τῆς ἀδελφότητας, κατὰ τὴν διάρκεια ἑνὸς λιμοῦ ποὺ ἐνέσκυψε στὴν περιοχή. ῾Η ἀδελφότητα ἔφτασε τότε στὴν ἔσχατη ἀνάγκη, ὁ Κύριλλος ὅμως δὲν ἔχασε τὴν πίστη του στὸν Θεὸ καὶ λίγο ἀργότερα, μιὰ ἄλλη ἐπιφανὴς προσωπικότητα, ὁ Γεώργιος Παλαιολόγος, ἐπισκέφθηκε τὴν μονὴ καὶ τῆς δώρησε σημαντικὸ ποσό, ὥστε νὰ καλύψει τὶς ἀνάγκες της καὶ νὰ ἐξακολουθήσει τὶς ἀγαθοεργίες της.
Περὶ τὸ 1105 ὁ ἅγιος, Κύριλλος ἀσθένησε σοβαρά, δὲν ἐλάττωσε ὅμως τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες του, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταστεῖ δεύτερη φύση του. ῾Υπῆρξε ὅμως ἡ πιὸ σκληρὴ δοκιμασία του. Δύο χρόνια πρὶν τὴν κοίμησή του, ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὴν ἀσθένεια καὶ τὰ γηρατειά, ὁ μισόκαλος κατὰ θεία παραχώρηση τοῦ ἐπεφύλαξε φρικτὸ πειρασμό. ᾽Εμφανίσθηκε μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ᾽Ιωάννη Σεβαστοῦ, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἁρχοντες ποὺ ἦσαν πνευματικὰ τέκνα τοῦ ἁγίου, καὶ τέλεσε στὸ κελλὶ τοῦ ἁγίου, μαζι μὲ ἄλλους δαίμονες μεταμφιεσμένους σὲ ἱερεῖς, μιὰ παρωδία θείας Λειτουργίας, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας ὁ ἅγιος παρ’ ὀλίγον νὰ κοινωνήσει. ῞Οταν ἀντελήφθη τὴν παγίδα τῶν δαιμόνων, ταράχθηκε πολὺ καὶ ξαναβρῆκε τὰ λογικά του μοναχὰ μεταλαμβάνοντας μετὰ φόβου τῶν ἀληθινῶν ἀχράντων Μυστηρίων. ᾽Εξαιτίας τῆς δοκιμασίας αὐτῆς, ὁ ἅγιος πέρασε τὸν τελευταῖο καιρὸ τοῦ ἐπίγειου βίου του σὲ ἀκόμη μεγαλύτερη μετάνοια καὶ δάκρυα. Μέχρι τὸ τέλος τῶν ἡμερῶν του δοκιμάσθηκε στὴν ἀρρώστιά του ἐξαιτίας ἑνὸς μοναχοῦ ποὺ ἀπεχθανόταν νὰ τὸν φροντίζει καὶ νὰ τοῦ δίνει φαγητό· ὁ ἅγιος Κύριλλος δὲν παραπονεῖτο καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Κύριο ἐπειδὴ δοκιμαζόταν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὥστε νὰ καθαρισθεῖ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του. ᾽Εκοιμήθη ἐν εἰρήνη στὶς 2 Δεκεμβρίου 1110. Τὰ ἅγια λείψανά του ἐπιτέλεσαν ἔκτοτε πολυάριθμα θαύματα.

Νέος Συναξαριστής, Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *