Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ

     Ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἠμῶν Δανιήλ, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλιὰ Λέοντος Α΄τοῦ Μεγάλου (457-474), τοῦ ἐπικαλουμένου Μακέλλη. Καταγόταν ἀπὸ τὴ Μεσοποταμία της Συρίας, ἀπὸ τὴν περιφέρεια τῶν Σαμοσάτων.

     Ὁ πατέρας του Ἠλίας καὶ ἡ μητέρα του Μάρθα ἦταν προηγουμένως ἄτεκνοι καὶ εἶχαν γι’ αὐτὸ μεγάλη θλίψη. Μὴ μπορώντας ἡ Μάρθα νὰ ὑποφέρει ἄλλο ἀπὸ τὴν πολύχρονη στείρωση, βγῆκε τὰ μεσάνυχτα κρυφὰ ἀπὸ τὴν οἰκία της. Ὕψωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, καὶ προσευχόμενη μὲ δάκρυα πολλὰ ἔλεγε στὸν πολυεύσπλαχνο Θεό: «Δέσποτα καὶ βασιλέα ὅλης τῆς κτίσεως, Ἐσὺ ἔπλασες τὸν ἄνθρωπο, ἀρσενικὸ καὶ θηλυκό, προστάζοντάς τους ν’ αὐξάνονται καὶ νὰ πληθύνονται. Παρακαλῶ τὴν εὐσπλαχνία σου, παντοδύναμε, λυπήσου με τὴν ἀνάξια. Λύσε τὴ στείρωση τῆς κοιλίας μου, δίνοντας καὶ σὲ μένα τεκνογονία. Χάρισέ μου ἕνα παιδί, ὅπως χάρισες στὴ Σάρρα, στὰ γηρατειά της, τὸν Ἰσαάκ, στὴν Ἄννα τὸ Σαμουὴλ καὶ στὴν Ἐλισάβετ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο. Καὶ σοῦ ὑπόσχομαι νὰ σοῦ ἀφιερώσω τὸ παιδὶ ποὺ θὰ γεννήσω, ὅπως ἔκαμε καὶ ἡ Ἄννα». Ἀφοῦ τέλειωσε τὴν προσευχή της, μπῆκε μέσα στὴν οἰκία της καὶ ξάπλωσε νὰ κοιμηθεῖ. Μόλις ἀποκοιμήθηκε, βλέπει σὲ ὅραμα ὅτι κατέβηκαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ κάτι φωτεινὰ σημεῖα σὰν δίσκοι στρογγυλοὶ καὶ στάθηκαν πάνω ἀπὸ τὴν κεφαλή της. Ἴσως αὐτὸ νὰ σήμαινε τὴν ἁγιότητα τοῦ παιδιοῦ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γεννηθεῖ. Γιατί μετὰ τὸ ὅραμα συνέλαβε καὶ γέννησε τὸ μακάριο Δανιήλ.

ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΚΛΗΣΗ

     Ὅταν ἔφθασε τὸ παιδὶ στὰ πέντε του χρόνια, τὸ πῆγαν οἱ γονεῖς του σὲ μοναστήρι καὶ τὸ ἀφιέρωσαν στὸ Θεό, ὅπως ὑποσχέθηκαν. Ὁ ἡγούμενος ὅμως δὲν τὸ δέχτηκε στὴ μονὴ μέχρι ποὺ νὰ μεγαλώσει καὶ νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν κόσμο μὲ τὴν θέλησή του. Ὅταν μεγάλωσε λοιπὸν ὁ Δανιήλ, καταφρόνησε συγγενεῖς καὶ φίλους, πλοῦτο καὶ δόξα καὶ κοσμικὲς ἀπολαύσεις γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ του. Πῆγε σ’ ἕνα κοινόβιο καὶ πέφτοντας στὰ πόδια τοῦ Γέροντα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν κουρεύσει μοναχό. Ὁ ἡγούμενος ὅμως βλέποντας τὸν πολὺ νεαρὸ δίσταζε. Φοβόταν μήπως δὲν μπορέσει νὰ ὑποφέρει τὴν κακοπάθεια καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν ἐμποδίσει γιατί ἦταν μόλις δώδεκα χρονῶν. Τὸν συμβούλευε νὰ περιμένει ἀκόμα λίγο καιρὸ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἀντέχει στὴν ἄσκηση, τὴ νηστεία καὶ τὴν ἀγρυπνία. Ἀλλὰ ὁ Δανιὴλ τοῦ ἀπάντησε: «Καὶ ἐγὼ πάτερ μου, γιὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς θέλω νὰ γίνω μοναχός. Γιὰ νὰ ἀπαρνηθῶ τὰ τοῦ κόσμου, καὶ νὰ ζήσω μὲ τὸ Χριστό». Προσπάθησε ὁ ἡγούμενος ξανὰ μὲ διάφορα λόγια νὰ τὸν ἐμποδίσει, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε. Τότε συμβουλεύτηκε τοὺς ἀδελφούς τῆς μονῆς, ποὺ ὅταν εἶδαν τὴν τόση προθυμία τοῦ παιδιοῦ, συγκατατέθηκαν καὶ ἔμεινε ὁ Δανιὴλ στὴ συνοδεία τους. Ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ μακάριος, ἀσκητικότατος, καὶ μέρα μὲ τὴ μέρα προόδευε στὴν ἀρετή. Ὅταν ἔμαθαν τὴν ἐνάρετη ζωὴ του οἱ γονεῖς του χάρηκαν πολύ. Πῆγαν στὸ μαναστήρι καὶ παρακάλεσαν τὸν ἡγούμενο νὰ τὸν κάμει μοναχὸ μπροστά τους. Δὲν τοὺς ἀρνήθηκε ὁ ἡγούμενος. Τὸν κούρεψε μοναχό, ἀλλὰ τοὺς παράγγειλε νὰ μὴν ἔρχονται συχνὰ στὸ μοναστήρι.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟ ΣΤΥΛΙΤΗ

     Ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια κοινοβιακῆς ζωῆς ἐπεθύμησε ὁ θειότατος νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσει στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἤθελε ἀκόμα νὰ δεῖ καὶ τὸν περίφημο Συμεὼν τὸ Στυλίτη, νὰ πάρει τὴν εὐλογία του. Γι’ αὐτὸ ζήτησε ἀπὸ τὸν Γέροντα ἄδεια νὰ φύγει, ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπο νὰ τὸν ἀφήσει. Ὕστερα ὅμως δέχτηκε, γιατί ἦταν ἀνάγκη νὰ πάει γιὰ κάτι ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις στὴν Ἀντιόχεια, καὶ πῆρε μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς, καὶ τὸν Δανιὴλ στὴ συνοδεία του. Ἀφοῦ ἄφησαν πίσω τους πολλοὺς τόπους ἔφτασαν καὶ στὸ χωριὸ Τελλαδᾶν, ὅπου ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Στυλίτης. Ὅταν πλησίασαν στὸ στύλο ἐντυπωσιάστηκαν ἀπὸ τὸ πῶς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε μέσα σὲ τόση στέρηση, σὲ τόσο ὕψος. Καὶ ὑπέμενε ὁ γενναῖος αὐτὸς ἀσκητὴς τὴ ψύχρα τοῦ χειμώνα, τὸν καύσωνα τοῦ καλοκαιριοῦ, τὴ μανία τῶν ἀνέμων καὶ τὴ δριμύτητα τῶν βροχῶν. Βλέποντας τὸν ὁ Δανιὴλ ὄχι μόνο θαύμαζε ἀλλὰ «θείω ζήλω» κινούμενος ἤθελε νὰ τὸν μιμηθεῖ. Ὅταν μετὰ οἱ ἀδελφοὶ φώναξαν πρὸς τὸν Ὅσιο καὶ τὸν χαιρέτισαν, ἔσκυψε ὁ εὐλογημένος τὸ κεφάλι του, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ στύλου καὶ τοὺς εἶπε νὰ βάλλουν μιὰ σκάλα ποὺ εἶχε ἐκεῖ κοντά, γιὰ ν’ ἀνέβουν. Ὁ Δανιὴλ μόλις ἄκουσε τὴν πρόσκληση, ἔτρεξε πρόθυμα. Ἀνέβηκε τὴ σκάλα καὶ ὅταν ἔφτασε στὸν Ὅσιο, τὸν ἀσπάστηκε μὲ εὐλάβεια. Ὁ Μέγας Συμεὼν τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ προφήτευσε τὴ μέλλουσα ἀρετὴ τοῦ λέγοντας: «Πολέμα γενναία παιδί μου, γιατί πολλοὺς πόνους πρόκειται νὰ ὑπομείνεις γιὰ τὸν Κύριο. Ὁ Θεὸς θέλει νὰ σοῦ δώσει δύναμη καὶ βοήθεια νὰ νικήσεις τὸ ψυχοφθόρο δαίμονα μέχρι τέλους».

ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ Ο ΟΣΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ

     Παίρνοντας λοιπὸν τὴν εὐχὴ τοῦ ὁσίου Συμεών, ἔφυγε ὁ Δανιὴλ μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς. Σὲ λίγο καιρὸ ὁ ἡγούμενος κοιμήθηκε καὶ μὴ ἔχοντας Γέροντα, διάλεξαν σὰν τὸν πιὸ ἐνάρετο, τὸ Δανιήλ. Αὐτὸς ὅμως ἔχοντας τὸ νοῦ του ἀδιάλειπτα ἑνωμένο μὲ τὴν προσευχή, ἀρνήθηκε τὸ ἀξίωμα τοῦ ἡγουμένου. Ἀλλὰ οἱ μοναχοί, ποὺ τὸν γνώριζαν σὰν ἀσφαλῆ ὁδηγὸ τὸν πίεζαν νὰ δεχτεῖ. Αὐτὸς ὅμως ἔφυγε κρυφὰ καὶ πῆγε στὸν ἀγαπημένο του Συμεών.

     Ἀφοῦ ἔμεινε μαζί του λίγες μέρες, τοῦ ζήτησε εὐλογία νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα πρῶτα νὰ προσκυνήσει καὶ μετὰ νὰ κατοικήσει μέσα στὴν ἔρημο. Ὁ Ὅσιος Συμεὼν τὸν ἐμπόδιζε, λέγοντας ὅτι ὑπῆρχε κίνδυνος ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βαρβάρων. Ὁ νέος ὅμως ἐμπυρωμένος ἀπὸ τὸ Θεῖο ἔρωτα, δὲν ὑπάκουσε. Ἀλλὰ ξεκίνησε ἀμέσως τὴν πεζοπορία ἔχοντας τὶς ἐλπίδες του στὸ Θεό. Ἐνῶ περπατοῦσε συνάντησε ἕνα μοναχὸ μὲ κάτασπρα γένια ποὺ ἔμοιαζε πολὺ μὲ τὸν Ὅσιο Συμεών. Τὸν ρώτησε ὁ μοναχὸς πρὸς τὰ ποῦ πήγαινε καὶ ὁ Δανιὴλ τοῦ ἀπάντησε: «Ἐὰν θέλει ὁ Θεὸς στὰ Ἱεροσόλυμα». Τότε τοῦ λέγει ὁ κατάλευκος Γέροντας: «Καλὰ εἶπες, ἂν θέλει ὁ Θεός. Μάθε ὅμως ὅτι δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ θέσεις τὴ ζωή σου σὲ κίνδυνο. Δὲν ἄκουσες τὴν ταραχὴ καὶ τὴ σύγχιση πού ἐπικρατοῦν ἐκεῖ;». Καὶ ὁ Δανιὴλ τοῦ ἀπάντησε: «Τὸ ἄκουσα, ἀλλὰ ἔχω τὴν ἐλπίδα μου στὸ Θεό, καὶ ἐλπίζω ὅτι δὲ θὰ μοῦ τύχει κανένα κακό».

     Ὅταν εἶδε ὁ Γέροντας τὴν ἐπιμονή του, τοῦ εἶπε μὲ σοβαρότερο ὕφος: «Ἄκουσε τὰ λόγια μου καὶ εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον σου παιδί μου. Πρὸς τὸ παρὸν μὴν πᾶς ἐκεῖ. Πήγαινε στὸ Βυζάντιο νὰ προσκυνήσεις τὶς πολλὲς ἐκκλησίες καὶ νὰ δεῖς ἱερὰ καὶ ἄξια πράγματα.

     Ἐὰν ἔχεις πόθο νὰ ἡσυχάσεις, πήγαινε στὴ Θράκη ἢ στὸν Πόντο. Μὴ νομίζεις ὅτι μόνο στὰ Ἱεροσόλυμα βρίσκεται ὁ ἀπεριόριστος Θεός. Εἶναι πανταχοῦ παρών». Καὶ ἐνῶ συνομιλοῦσαν ὁ δρόμος τοὺς ἔβγαλε σ’ ἕνα μοναστήρι. Ὁ νέος ρώτησε τὸν Γέροντα ἐὰν ἤθελε νὰ παραμείνουν ἐκεῖ μέχρι τὴν ἑπομένη. Τοῦ λέγει ὁ Γέροντας: «Πήγαινε πρῶτα ἐσὺ καὶ ἔρχομαι μετὰ ἐγώ». Μπῆκε ὁ Δανιήλ, περίμενε τὸν παράδοξο Γέροντα, ἀλλὰ δὲ φάνηκε καθόλου. Ἀφοῦ δείπνησε μὲ τοὺς ἀδελφούς, τὴ νύχτα φάνηκε πάλι στὸν ὕπνο τοῦ ὁ Γέροντας καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάει γρήγορα στὸ Βυζάντιο. Ὁ Δανιὴλ σηκώθηκε, ὅταν αὐτὸς ἔφυγε, καὶ διαλογιζόταν ποιὸς νάταν: Ἄνθρωπος ἄραγε ἢ ἄγγελος; Τότε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, γνώρισε ὅτι ἦταν ὁ μέγας Συμεών, ὁ φίλος του.

ΑΣΚΗΤΗΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

     Κατάλαβε τότε ὁ Ὅσιος ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ πάει στὸ Βυζάντιο. Πῆρε λοιπὸν εὐλογία ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τοῦ μοναστηριοῦ καὶ ἀναχώρησε. Ὅταν ἔφτασε, ἔμεινε στὸ ναὸ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ποὺ εἶναι στὰ μέρη τῆς Προποντίδας. Ἐκεῖ ἄκουσε ὅτι σ’ ἕνα τόπο ψηλό, καλούμενο Ἀνάπλουν, ἦταν κτισμένος ναὸς εἰδωλολατρικός. Ἦταν κατοικητήριο πονηρῶν πνευμάτων ποὺ ἄφηναν στὴν πλάνη τοὺς ἀνθρώπους καὶ προξενοῦσαν καταστροφές. Γι’ αὐτὸ μιμούμενος τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο, ἀνέβηκε στὸ ναὸ μὲ τὸ σταυρὸ στὸ χέρι ψάλλοντας: «Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι;»(Ψαλμ. κστ’, 1). Μετὰ ἀφοῦ σφράγισε τὶς τέσσερις γωνίες τοῦ ναοῦ μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἔκαμε ὅσες μετάνοιες μποροῦσε. Τὴν νύχτα ἦλθαν οἱ δαίμονες καὶ κάμνοντας θόρυβο πολύ, τοῦ ἔριχναν πέτρες γιὰ νὰ τὸν σκοτώσουν. Ὁ Ἅγιος ὅμως ἄφοβος προσευχόταν χωρὶς νὰ τοὺς δώσει σημασία. Πέρασαν ἡ πρώτη καὶ ἡ δεύτερη νύχτα πολεμούμενος ἀπ’ αὐτοὺς ἀοράτως. Τὴν τρίτη νύχτα εἶδε κάτι γιγαντιαίους ἀνθρώπους, μαύρους καὶ φοβεροὺς στὴν ὄψη, νὰ τὸν ἀπειλοῦν καὶ νὰ τοῦ λέγουν: «Ποιὸς σ’ ἔβαλε, ἄθλιε νὰ ἔλθεις ἐδῶ νὰ μᾶς διώχνεις ἀπὸ τὸν οἶκο μας;».

     Λέγοντας αὐτὰ οἱ δαίμονες, φώναξαν ὅτι ἤθελαν νὰ τὸν πνίξουν στὴ θάλασσα καὶ τοῦ πετοῦσαν πέτρες. Κανένας ὅμως δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν πλησιάσει. Ὁ ὀσιότατος Δανιὴλ πρῶτα τούς ἀπείλησε κι’ αὐτός, ἀλλὰ βλέποντας ὅτι ἔτσι τὸν ἐνοχλοῦσαν περισσότερο, ἔκλεισε ὅλες τὶς πόρτες τοῦ ναοῦ, κι ἄφησε μόνο μιὰ ἀνοιχτῆ γιὰ νὰ μιλᾶ μὲ ἐκείνους ποὺ θὰ ἔρχονταν νὰ τοῦ δοῦν καὶ νὰ τοῦ δώσουν λίγη τροφή. Ἔτσι μὲ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχὴ νίκησε τοὺς δαίμονες καὶ κατάργησε ὅλες τὶς μηχανουργίες τους στὸν τόπο ἐκεῖνο.

ΕΛΕΗΜΟΝΑΣ ΣΤΟΥΣ ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΣ

     Τὰ κατορθώματά του ἀκούστηκαν παντοῦ καὶ ἡ φήμη του ξαπλώθηκε τόσο, ποὺ πλήθη ἀνθρώπων ἔρχονταν νὰ πάρουν τὴν εὐχή του. Ὁ φθονερὸς ὅμως καὶ μισάνθρωπος ὅταν εἶδε τὴν ὠφέλεια τοῦ λαοῦ ἐξαγριώθηκε. Μὴ μπορώντας νὰ διώξει αὐτὸς τὸν Ὅσιο, ἔσπειρε ζιζάνια καὶ κακοὺς λογισμοὺς στοὺς ἐξουσιαστὲς τοῦ ναοῦ καὶ τῶν περιχώρων, γιὰ νὰ τὸν διώξουν ἀπὸ τὸν τόπο.

     Πῆγαν τότε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ στὸν ἐπίσκοπο τοῦ Βυζαντίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ διώξει τὸν Ὅσιο. Ἀλλὰ ὁ ἀρχιερέας ποὺ ἦταν ὁ Ἀνατόλιος, σὰν φρόνιμος καὶ ἐνάρετος δὲν τοὺς ἄκουσε. Ἀλλὰ ἔστειλε καὶ τὸν ἔφεραν γιὰ νὰ τὸν ἀκούσει. Ὅταν τὸν ρώτησε ποιὸς ἦταν καὶ γιατί πῆγε σ’ αὐτὸ τὸν τόπο, ἀπάντησες ὁ θειότατος ὅτι ὁ Κύριος τὸν ἀπέστειλε. Ὅταν τὸν ἄκουσε ὁ Ἀνατόλιος τὸν ἐκτίμησε, εὐφραινόμενος ἀπὸ τὰ θεία λόγια του. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ἀρρώστησε ὁ Ἀνατόλιος καὶ ἀφοῦ προσκάλεσε τὸν Ὅσιο, τὸν παρακάλεσε νὰ κάνει δέηση στὸ Θεὸ γι’ αὐτόν. Ὁ Δανιὴλ ὑπάκουσε. Προσευχήθηκε γιὰ τὸν Πατριάρχη καὶ ὁ Θεὸς ἐπάκουσε τὴ δέηση τοῦ δούλου του. Ἔτσι θεραπεύτηκε ὁ Ἀνατόλιος καὶ ὅλοι θαύμαζαν τὴν ἁγιότητα τοῦ ὁσίου. Μετὰ τὴ θαυματουργία ὁ Ὅσιος δὲ ζήτησε τίποτα ἄλλο, παρὰ μόνο νὰ συγχωρήσει ὁ Πατριάρχης τοὺς συκοφάντες. Τότε ὁ Ἀνατόλιος ἀποκρίθηκε: «Ὄχι μόνο νὰ τοὺς συγχωρέσω, ἀλλὰ νὰ τοὺς εὐχαριστήσω πρέπει. Γιατί ἐξαιτίας αὐτῶν γνώρισα τὸ σωτήρα καὶ εὐεργέτη μου».

     Ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὸ ἀσκητήριό του καὶ παρέμεινε ἀκόμα ἐννιὰ χρόνια, ἀρνούμενος προσφορὰ τοῦ Πατριάρχη νὰ ἀναλάβει τὴν ἡγουμενία ἑνὸς μοναστηριοῦ καὶ ἄλλες τιμὲς καὶ διακρίσεις.

ΣΤΥΛΙΤΗΣ ΜΕ ΘΕΙΑ ΚΛΗΣΗ

     Ὕστερα ἀπὸ τὴν πολυχρόνια ἄσκηση τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς γιὰ τελειότερη ἀσκητικὴ ζωή, φανερώνοντάς του τὰ μέλλοντα. Μιὰ μέρα καθὼς προσευχόταν ἦλθε σὲ ἔκσταση. Πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, εἶδε στύλο νεφέλης πολὺ ψηλό. Στὴν κορυφὴ τοῦ στύλου στεκόταν ὁ θαυμαστὸς Συμεών, μὲ δύο ἀστραποφόρους νέους καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ἀνέβα Δανιὴλ πρὸς ἐμένα». Αὐτὸς ἀποκρίθηκε: «Πῶς θὰ μπορέσω νὰ ἀνέβω σὲ τόσο ὕψος Κύριε;». Τότε ὁ Συμεὼν προστάσσει τοὺς νεανίες καὶ τὸν ἀνέβασαν. Μετὰ ἀφοῦ τὸν ἀγκάλιασε τὸν ἀνέβαζε στὸν οὐρανό, γεμάτος ἀγαλλίαση καὶ τοῦ εἶπε: «Πολέμα, Δανιὴλ καὶ ἀντιστάθου γεναία». Μετὰ τὴ φωνὴ αὐτή, ἦλθε ὁ Δανιὴλ στὸν ἑαυτό του. Τότε ἐννόησε ὅτι τὸ ὅραμα ἦταν ἀπὸ τὸν Θεὸ ποὺ τὸν καλοῦσε νὰ ἀνεβεῖ σὲ στύλο. Ἔτσι ἔγινε. Καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ Θεὸ ὁ Δανιήλ, ὅπως ὁ Ἐλισσαῖος, διπλὴ χάρη ἀπὸ τὸ Διδάσκαλό του, ὅπως θὰ ἀναφερθεῖ στὴ συνέχεια.

     Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἀπεδήμησε στὸν Κύριο ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Στυλίτης. Ὁ μαθητὴς του Σέργιος πῆρε τὸ κουκούλιό του καὶ τὸ πήγαινε στὸ βασιλιὰ σὰν δῶρο πολύτιμο. Ἀλλὰ κατ’ οἰκονομία Θεοῦ, δὲ βρῆκε τὸ βασιλιὰ γιατί ἦταν ἀπασχολημένος μὲ διάφορες φροντίδες. Γι’ αὐτὸ ξεκίνησε ὁ Σέργιος νὰ πάει στὴ μονὴ τῶν Ἀκοιμήτων γιὰ νὰ προσκυνήσει. Ὅταν πλησίασε στὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ὁ Δανιὴλ ἄκουσε πολλὰ γι’ αὐτόν, γιατί διηγοῦνταν τὴ θαυμάσια ζωή του στὰ περίχωρα ἐκεῖνα. Γι’ αὐτὸ πῆγε νὰ τὸν δεῖ. Σὰν ἔφτασε ἀφοῦ χαιρετίστηκαν, τοῦ εἶπε ὁ Σέργιος γιὰ τὸ θάνατο τοῦ μακαρίου Συμεών. Λυπήθηκε ὁ Δανιὴλ καὶ ὅταν τὸ ἔφερε ἡ ὥρα διηγήθηκε στὸ Σέργιο τὸ ὅραμα ποὺ εἶδε. Τότε κατάλαβε καὶ ἐκεῖνος ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ γίνει ὁ Δανιὴλ διάδοχος τοῦ Στυλίτη Συμεών, καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ κουκούλιο.

     Γιὰ νὰ φανερώσει ὁ Θεὸς στὸ Σέργιο ὅτι εἶχε καταστήσει τὸ Δανιὴλ σκεῦος ἐκλογῆς, ἔδειξε καὶ σ’ αὐτὸν ὅραμα. Εἶδε λοιπὸν τρεῖς ὡραιότατους νέους ποὺ τοῦ ἔλεγαν: «Σέργιε, πὲς στὸν Δανιὴλ νὰ ἐξέλθει ἀπὸ τὸ ναὸ καὶ νὰ ἑτοιμαστεῖ γιὰ μεγαλύτερο ἀγώνα».

Ὅταν ἄκουσε τὸν Σέργιο νὰ διηγεῖται τὸ ὅραμά του, ὁ Ὅσιος βεβαιώθηκε ὅτι ἦταν ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ἀνεβεῖ, ὅπως καὶ ὁ Συμεών, στὸ στύλο. Γι’ αὐτὸ ἔστειλε τὸν Σέργιο νὰ ἐρευνήσει σ’ ὅλη ἐκείνη τὴν περιοχὴ γιὰ νὰ βρεῖ τόπο ἥσυχο καὶ κατάλληλο. Αὐτός, ἀφοῦ ἐρεύνησε σ’ ὅλες τὶς κορυφὲς τῶν ὀρέων, ἔφθασε στὸν τόπο, ποὺ τοῦ φανερώθηκε ὅτι Θέλημα Κυρίου νὰ κατοικήσει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ.

     Ἐκεῖ εἶδε ἕνα περιστέρι λευκὸ νὰ πετὰ καὶ νὰ κάθεται πολλὲς φορὲς στὸν ἴδιο τόπο. Νόμισε ὁ μακάριος Σέργιος ὅτι ἦταν πλεγμένο σὲ δίχτυα. Πλησιάζοντας γιὰ νὰ δεῖ καλύτερα πέταξε αὐτὸ ψηλὰ καὶ ἔγινε ἄφαντο. Ἐννόησε τότε τὴ σημασία τοῦ πράγματος. Βλέποντας καὶ τὸν τόπο καταλληλότατο, ἔτρεξε στὸν Ὅσιο καὶ τοῦ διηγήθηκε λεπτομερῶς τὰ ὅσα συνέβηκαν. Ὅταν ἄκουσε αὐτὸ ὁ Ὅσιος Δανιὴλ χάρηκε πολὺ καὶ πρόσταξε νὰ τοῦ κτίσουν ἐκεῖ το στύλο. Ὅταν ἔκτισαν τὸ πάνω μέρος τῆς κολώνας, ἀνέβηκε κρυφὰ τὴ νύχτα ὁ Ὅσιος καὶ προσευχόμενος ἔλεγε: «Δόξα σοὶ Χριστὲ ὁ Θεός, ποὺ μὲ ἀξίωσες τόσων ἀγαθῶν. Γνωρίζεις Κύριέ μου, ὅτι ἀνεβαίνω σὲ τούτη τὴν κολώνα ἔχοντας τὶς ἐλπίδες μου σὲ Σένα. Λοιπὸν προσδεξε τὴ δέησή μου καὶ δῶσε μου τὴ δύναμη νὰ ἀντέξω τὸ δύσκολο αὐτὸ ἀγώνα».

     Ἀνέβηκε λοιπὸν ὁ Ὅσιος στὸ στύλο ὑπομένοντας μὲ καρτερία θαυμαστὴ τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας καὶ τὴν ψύχρα τῆς νύχτας. Ἀλλὰ μὴ ὑποφέροντας ὁ μισόκαλος καὶ πατέρας τοῦ φθόνου δοκίμασε νὰ ἐμποδίσει τὸν ἀγώνα του. Ἔσπειρε ζιζάνια στὸν ἀφέντη αὐτοῦ του τόπου, ὅτι ἔκτισε τὸν στύλο χωρὶς τὴν ἄδειά του. Κατέφυγε λοιπὸν στὸ βασιλιὰ καὶ στὸν Πατριάρχη Γεννάδιο. Ὁ Πατριάρχης ἐπιτίμησε τὸν Ὅσιο σὰν παρήκοο καὶ πρόσταξε νὰ τὸν κατεβάσουν ἀπὸ τὸ στύλο. Ἱκανοποιημένος ὁ ἀφέντης τοῦ τόπου, ποὺ ὀνομαζόταν Γελάνιος, ἔφυγε γιὰ νὰ καταστρέψει τὸ στύλο. Ὅταν ἔφθασε, πρόσταξε μὲ ὀργὴ τὸν Ὅσιο νὰ κατέβει γρήγορα ἀπὸ τὴν κολώνα. Ὁ πραότατος Δανιὴλ ὑπάκουσε καὶ κατέβαινε μὲ ταπείνωση. Ὅταν ἦταν στὸ ἕκτο σκαλοπάτι, βλέπει ὁ Γελάνιος τὰ καταπληγωμένα ἀπὸ τὴν ἄσκηση πόδια τοῦ Ὁσίου, καὶ τὸν εὐλαβήθηκε. Ἀλλ’ ὅμως μετανοιωμένος τὸν παρακάλεσε νὰ ἀνεβεῖ πάλι καὶ νὰ τοῦ συγχωρέσει τὸ λάθος. Ὕστερα μάλιστα τοῦ ἔκανε στύλο ψηλότερο, παχύτερο καὶ στερεότερο καὶ ἀνάφερε καὶ στὸ βασιλιὰ γιὰ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν γενναιότητα τοῦ Ὁσίου.

Η ΦΗΜΗ ΤΟΥ

     Ἡ καρτερία του στὸ σκληρὸ ἀγώνα, ἡ ἀσκητικότατη ζωή του, ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ φιλανθρωπία του, δὲν ἄργησαν νὰ ξαπλώσουν τὴ φήμη του παντοῦ. Πολλοὶ ἦταν οἱ δυστυχεῖς καὶ οἱ πονεμένοι ποὺ κατέφευγαν στὸ στοργικὸ Πατέρα Δανιήλ, γιὰ ν’ ἀκούσουν ἕνα πατρικὸ λόγο ἢ νὰ ζητήσουν μεσιτεία στὸ Θεὸ γιὰ μιὰ θεραπεία.

     Ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ ὀνομαζόταν Κύρος καὶ ἦταν ἔπαρχος στὸ ἀξίωμα, ἦλθε μιὰ μέρα στὸν Ὅσιο Δανιήλ. Μαζί του ἔφερε καὶ τὴν θυγατέρα του ποὺ ὀνομαζόταν Ἀλεξάνδρα. Ἡ δυστυχισμένη Ἀλεξάνδρα εἶχε δαιμόνιο μέσα της ποὺ τὴν βασάνιζε πολύ. Ζήτησε ὁ πατέρας της ἀπὸ τὸν Ὅσιο νὰ τὴν λυτρώσει. Καὶ ὁ φιλάνθρωπος Δανιὴλ προσευχήθηκε στὸ Θεὸ καὶ τὴ θεράπευσε. 

     Τότε ὁ Κύρος εὐχαριστώντας τὸν Ὅσιο, σὰν ἐγγράμματος ποὺ ἦταν, συνέθεσε ἕνα ἐπίγραμμα ποὺ τὸ χάραξε στὴν κολώνα καὶ ἔλεγε:

«Μεσσηγὺς γαίης τὲ καὶ οὐρανοῦ,

ἵσταται ἀνήρ, πάντοθεν ὀρνύμενος 

καὶ οὗ τρομέων ἀνέμους. 

Τροφὴ δ’ ἀμβροσίη τρέφεται

καὶ ἀνέμονι δίψη…»

     Δηλαδή: ἀνάμεσα στὴ γῆ καὶ τὸν οὐρανό, στέκεται ἄνθρωπος, ποὺ σείεται καὶ πολεμᾶται ἀπὸ τοὺς ἀνέμους, μὴ φοβούμενος αὐτοὺς καθόλου. Τρέφεται μὲ τροφὴ οὐράνια καὶ πίνει ἄνεμο στὴ δίψα του…

ΑΞΙΟΣ ΙΕΡΕΑΣ

     Γνωρίζοντας ὁ βασιλιὰς τὴν ἀρετὴ τοῦ Ὁσίου Δανιήλ, καὶ φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ζήτησε ἀπὸ τὸν τότε Πατριάρχη Γεννάδιο, νὰ τὸν χειροτονήσει ἱερέα. Ὁ Πατριάρχης χάρηκε καὶ παίρνοντας μαζί του πολλοὺς ἐκκλησιαστικούς, ἔφτασε στὸ στύλο. Ὁ Ὅσιος ὅμως σὰν προορατικὸς ποὺ ἦταν γνώριζε τὰ ὅσα ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ ἀρχιερέας εἶπαν γιὰ τὴν ἱερωσύνη του. Στεκόμενος ὁ Πατριάρχης κάτω ἀπὸ τὸν στύλο, φώναξε στὸν ταπεινὸ Δανιήλ: «Ἀπὸ πολλοῦ καιροῦ ἤθελα νὰ ἀπολαύσω τὴν ἁγιωσύνη σου. Ἀλλὰ οἱ πολλὲς φροντίδες τῆς Ἐκκλησίας δὲ μὲ ἄφηναν. Τώρα βρῆκα λίγο καιρὸ καὶ ἦλθα. Γι’ αὐτό σε παρακαλῶ βάλε τὴ σκάλα ν’ ἀνεβῶ γιὰ νὰ συνομιλήσουμε». 

     Ὁ Ἅγιος γνωρίζοντας τὴν πρόθεσή του, τοῦ εἶπε: «Μάταια σ’ ἔβαλε σὲ κόπο ἐκεῖνος ποὺ σὲ ἔστειλε». Ὅταν ἄκουσε τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Πατριάρχης, ἔμεινε ἄφωνος γιατί ὁ Ὅσιος προγνώριζε τὰ πάντα.

     Μετὰ προσπάθησε νὰ τὸν πείσει, γιὰ πολλὴ ὥρα γιὰ νὰ βάλει τὴ σκάλα ν’ ἀνεβεῖ. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ ἀπὸ ταπείνωση δὲν ἤθελε νὰ ἱερωθεῖ, δὲ δεχόταν. Τότε ὁ Πατριάρχης πρόσταξε τὸν ἀρχιδιάκονο νὰ πεῖ τὰ εἰρηνικά. Αὐτὸς εἶπε τὶς εὐχὲς καὶ ἔτσι μὲ τὸν ἀσυνήθιστο αὐτὸ τρόπο, χειροτόνησαν τὸν Ὅσιο σὲ ἱερέα, χωρὶς νὰ τὸ θέλει. Ὅταν φώναξε ὁ λαὸς «ἄξιος, ἄξιος!!», καὶ τέλειωσε τὴ λειτουργία ὁ Γεννάδιος, φώναξε στὸν Ὅσιο: «Νά, πῆρες τὰ σύμβολα τῆς ἱερωσύνης. Ἀφοῦ ὁ λαὸς φώναξε «ἄξιος», ὁ Θεὸς σὲ χειροτόνησε καὶ ὄχι ἐγώ. Λοιπὸν μὴ φανεῖς παρήκοος στὸ Θεῖο Θέλημα. Βάλε τὴ σκάλα νὰ σὲ κοινωνήσω τὰ Ἄχραντα Μυστήρια». Τότε ὁ Ὅσιος γνωρίζοντας ὅτι δὲν ἔγινε ἡ πράξη αὐτὴ χωρὶς τὴ Θεία βούληση, δέχτηκε νὰ ἀνεβεῖ ὁ Πατριάρχης νὰ τὸν κοινωνήσει. Ἔπειτα ἀφοῦ εὐχήθηκε τὸ λαό, τοὺς ἀπέλυσε εἰρηνικά.

Η ΑΔΑΜΑΝΤΙΝΗ ΨΥΧΗ ΤΟΥ

     Ὅταν ἔμαθε ὁ βασιλιάς το πῶς χειροτονήθηκε ὁ ὅσιος Δανιὴλ θαύμασε τὴν ταπείνωσή του. Ὕστερα ἔτρεξε κοντά του καὶ ἔπεσε στὰ καταπληγωμένα πόδια του γιὰ νὰ τὸν εὐλογήσει. 

     Ἀργότερα διάταξε καὶ τοῦ ἔκτισαν καὶ ἄλλο στύλο. Τὸν θεμελίωσε πάνω σε δύο κολῶνες καὶ τὸν ὀνόμασε ὁ βασιλιάς, Διχθάδιο. Ἀνέβαινε σ’ αὐτὸν ὁ μακάριος Δανιὴλ καὶ ἐπιδιδόταν σὲ μεγαλύτερη ἄσκηση. Τὸ καλοκαίρι ὁ καυτερὸς ἥλιος τὸν κατέφλεγε. Οἱ ἄνεμοι καὶ οἱ θύελλες τὸ χειμώνα κατάδερναν τὴ σάρκα του καὶ τὸν βασάνιζαν. Ἀλλ’ αὐτὸς ὁ ἀδαμάντινος, ὑπέμενε σὰν ἀνδριάντας καὶ στήλη μᾶλλον παρὰ σὰν ἄνθρωπος.

     Ἕνα χρόνο μάλιστα ὁ χειμώνας ἦταν φοβερός. Οἱ ἄνεμοι δυνατοὶ καὶ τὰ χιόνια σφοδρότατα. Ὁ οὐρανοπολίτης Δανιὴλ ὑπέμενε ὅλη ἐκείνη τὴν κακοκαιρία ὁλόγυμνος καὶ ἄστεγος. Γιατί καὶ τὸ δερμάτινο κουκούλιο ποὺ εἶχε, τὸ πῆραν οἱ ἄνεμοι καὶ τὸ ἔριξαν στὰ φαράγγια. Ὅλη τὴ νύχτα δεχόταν στὴ σάρκα του τὸ χαλάζι καὶ τὸ φοβερὸ κρύο. Τὸ πρωὶ πλήθυνε ἡ βροχὴ καὶ μετὰ τὸ χιόνι, ὥστε οἱ μαθητές του δὲν μποροῦσαν νὰ βγοῦν ἔξω γιὰ τρεῖς μέρες. Τὴν τρίτη μέρα σταμάτησε λίγο ἡ κακοκαιρία καὶ ἔβαλαν τὴ σκάλα οἱ μαθητές του στὴ κολώνα γιὰ νὰ ἀνεβοῦν. Ἀλλά, ὅταν ἔφτασαν στὴν κορυφή, εἶδαν τὸν Ὅσιο παγωμένο καὶ κρυσταλλωμένο. Ὅλο το κορμὶ του ἦταν ἀπονεκρωμένο καὶ ἀσάλευτο, σὰν νὰ ἦταν κρύσταλλο ἢ πάγος. Ζέσταναν τότε νερὸ καὶ τὸν ράντισαν. Σὲ λίγη ὥρα συνῆλθε ὁ Ὅσιος καὶ τοὺς λέγει: «Γιατί μὲ ἐνοχλήσατε ἐνῶ κοιμόμουν γλυκύτατα; Ἐπικαλέστηκα τὸν Κύριο σὲ βοήθεια καὶ ἀποκοιμήθηκα».

     Ἀγάπησε τὸ Θεὸ ὁ μακάριος μὲ ὅλη τὴν καρδιά, τὴν ἰσχὺ καὶ τὴ διάνοιά του. Γι’ αὐτὸν ὑπέφερε. Γιὰ νὰ καθυποτάξει τὰ πάθη, ὥστε ὁ νοῦς κυρίαρχος πιά, νὰ βρίσκεται ἀδιάλειπτα ἑνωμένος μὲ τὸν Τριαδικὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τελέσει μεγάλα σημεῖα καὶ τέρατα ποὺ προκαλοῦν τὸ θαυμασμὸ καὶ τὴ δοξολογία στὸ Δημιουργό των πάντων.

Η ΦΟΒΕΡΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

     Ζώντας μὲ τὴν ἀδιάλειπτη ἐπικοινωνία μὲ τὸ Θεό, τὴν ἄχρονη αἰωνιότητα, γνώριζε ὁ Ὅσιος τα μέλλοντα. Πρόβλεψε ὁ μακάριος μιὰ καταστροφὴ ποὺ θὰ ἐπέτρεπε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ παιδαγωγήσει τοὺς δούλους του στὸ Βυζάντιο. Θέλοντας ὁ φιλάνθρωπος νὰ προλάβει τὴν καταστροφὴ εἰδοποίησε τὸν βασιλιὰ καὶ τὸν Πατριάρχη. Τοὺς παράγγειλε νὰ κάμουν δύο λιτανεῖες τὴ βδομάδα μὲ ὅλο τό λαὸ γιὰ νὰ προκαλέσουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀμέλησαν ὅμως στὴ φωνὴ τοῦ ἐρημίτη καὶ δοκίμασαν τὴν παιδαγωγία τοῦ Θεοῦ.

     Ἦταν 2 Σεπτεμβρίου, γιορτὴ τοῦ Ἁγίου Μάμα. Ξαφνικὰ κάπου πῆρε φωτιὰ καὶ καιγόταν τὸ Βυζάντιο. Τόσο αὐξανόταν ἡ φλόγα, ὥστε περικύκλωσε ὅλη τὴν πόλη. Κάηκαν πολλοὶ ἄνθρωποι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἀρκετοὶ πέθαναν. Πολλὰ σπίτια καὶ ἐκκλησίες ἔπαθαν ζημιές. Ἦταν φοβερό το θέαμα νὰ βλέπει κανένας τὴ βασιλίδα τῶν πόλεων νὰ πυρπολεῖται ὅπως ἄλλοτε τὰ Σόδομα.

     Τότε πολλοὶ ἄνθρωποι τῆς πόλης θυμήθηκαν τὴν πρόρρηση τοῦ Ὁσίου καὶ πιστεύοντας στὴ δύναμη τῆς προσευχῆς του, ἔστειλαν μεσίτες νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ τοὺς βοηθήσει. Ὅταν ἄκουσε ὁ Ὅσιος τὴ συμφορὰ δάκρυσε. Μὲ λύπη του τοὺς παρατήρησε, ἐπειδὴ ἀμέλησαν νὰ κάνουν τὶς δεήσεις ποὺ τοὺς παράγγειλε. Ἔπειτα τοὺς πρόσταξε νὰ προσεύχονται καὶ νὰ νηστεύουν. Ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος προσευχήθηκε γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ, φώναξε τοὺς μεσίτες καὶ τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε καὶ μὴ φοβάστε. Σὲ ἑπτὰ μέρες σβύνει ἡ φωτιά». Καὶ ὁ λόγος του ἔγινε πραγματικότης. Τότε ὅλοι θαύμασαν τὴν παρρησία του στὸ Θεό. Ἰδιαίτερα τό βασιλικὸ ζεῦγος ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκε καὶ ζήτησε συγχώρεση γιὰ τὴν ἀμέλεια ποὺ ἔδειξαν.

ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ

     Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, ἀκούστηκε φήμη, ὅτι ὁ Γιζέριχος, ὁ βασιλιὰς τῶν Βανδάλων, ἑτοιμαζόταν νὰ πολεμήσει τὴν Ἀντιόχεια. Ἔχοντας ὁ βασιλιὰς ἀπὸ τὴ φήμη αὐτή, ἀγωνία ἔτρεξε στὸ φίλο του Δανιὴλ καὶ τοῦ εἶπε τὴν ὑπόθεση. Ὁ Ὅσιος, ποὺ εἶχε τὸ χάρισμα νὰ προφητεύει, τοῦ εἶπε τὰ ἑξῆς: «Δὲν πρόκειται νὰ πάει καθόλου στὴν Ἀντιόχεια ὁ Γιζέριχος, ἀλλὰ θὰ γυρίσει πίσω ἄπραχτος καὶ ντροπιασμένος». Καὶ ἔγινε ὅπως ἀκριβῶς ὁ ὅσιος Δανιὴλ προφήτευσε.

     Εὐχαριστημένος ὁ βασιλιὰς θέλησε κάτι νὰ προσφέρει στὸν Ἅγιο. Σκέφτηκε νὰ κτίσει κελλιὰ κάτω ἀπὸ τὸ στύλο γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν μαθητῶν του. Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲν δέχτηκε. Τὸν παρακάλεσε μόνο νὰ στείλει ἀνθρώπους νὰ φέρουν τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Στυλίτη. Ὁ βασιλιάς, ἔχοντας πόθο νὰ εὐαρεστήσει τὸν Ὅσιο, ἔστειλε ἀμέσως ἀνθρώπους στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἔφεραν τὸ Ἅγιο λείψανο. Στὴ βόρεια πλευρὰ τοῦ στύλου ἔκτισε μιὰ ἐκκλησία, ὅπου τοποθετήθηκε τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Συμεών. Ἔκτισε ἀκόμα καὶ κελλιὰ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν προσκυνητῶν. Ὁ Ὅσιος χάρηκε πολύ. Κάλεσε τὸ βασιλιὰ καὶ αὐτοὺς ὅλους ποὺ κοπίασαν καὶ τοὺς εὐχαρίστησε. Ὕστερά τους πρόσφερε λόγια θεοδίδαχτα γιὰ τὴν φιλαδελφία καὶ τὴν ἀγάπη. Καὶ ἦταν τόσο γλυκὸς ὁ λόγος του, ὥστε ὅλοι συγκινήθηκαν κι ἔκλαιαν.

ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΚΑΙ ΣΤΥΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

     Ὁ βασιλιὰς Λέων, εἶχε γαμπρὸ ἀπὸ τὴ θυγατέρα του Ἀριάδνη, τὸν Ἴσαυρο Ζήνωνα. Τὸν ἔκαμε ὕπατο καὶ τὸν ἔστειλε ὕστερα ἐναντίον τῶν βαρβάρων στὴ Θράκη. Ὁ Ζήνωνας πρὶν πάει στὸν πόλεμο, πέρασε ἀπὸ τὸν Ὅσιο Δανιήλ, νὰ πάρει τὴν εὐχή του. Ὁ Ὅσιος τοῦ προφήτευσε ὅλα ὅσα ἐπρόκειτο νὰ πάθει μέχρι τέλους: ὅτι θὰ γυρίσει νικητὴς ἀπὸ τὸν πόλεμο καὶ ὅτι θὰ τὸν ἐπιβουλευτοῦν οἱ δικοί του, ἀλλὰ δὲ θὰ τὸν κακοποιήσουν.

     Ὅταν πέθανε ὁ βασιλιάς, ἄφησε διάδοχό του τὸν ἐγγονὸ ποὺ γέννησε ἡ θυγατέρα του μὲ τὴν πρόρρηση τοῦ Ὁσίου. Ἡ σύγκλιτος ὅμως ἔκαμε βασιλιὰ τὸ Ζήνωνα, γιατί ὁ διάδοχος ἦταν ἀκόμα παιδί. Ὅταν ὕστερα ἀπὸ καιρὸ πέθανε τὸ παιδί, οἱ συγγενεῖς του Ζήνωνα, Ἁρμάτος καὶ Βασιλίσκος τὸν φθόνησαν καὶ τὸν μισοῦσαν ἄδικα. Ὁ Ζήνωνας ποὺ γνώριζε τὴν ἐπιβουλή, κατέφευγε στὸν Ὅσιο. Καὶ αὐτὸς τοῦ προέλεγε ὅσα θὰ ἀκολουθοῦσαν: ὅτι θὰ φύγει ἀπὸ τὸ θρόνο, σὲ ἔρημο ὅπου ἀπὸ τὴν πείνα του θὰ φάει ὠμὰ χόρτα. Ἔπειτα θὰ ἀπολαύσει τὸ βασίλειο καὶ θὰ πεθάνει στὸ θρόνο μὲ καλὸ θάνατο, ὅπως καὶ ἔγινε.

     Βλέποντας ὁ βασιλιὰς Ζήνων ὅτι πληθύνονταν οἱ ἐπιβουλές, ἔφυγε κρυφὰ μὲ τὴ βασίλισσα καὶ πῆγε στὴν Ἰσαυρία. Τότε ὁ βασιλίσκος ἅρπαξε τὰ σκῆπτρα τῆς βασιλείας. Ἀπὸ τὰ πρῶτα ἔργα του, ἦταν ὁ πόλεμος ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας. Παντοῦ ἔλεγε λόγια βλάσφημα γιὰ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Μελετοῦσε ἀκόμα νὰ θανατώσει τὸν Πατριάρχη Ἀκάκιο, γιατί ἐναντιονόταν στὴν αἵρεσή του, φυλάγοντας τὸ ποίμνιό του. Οἱ προθέσεις του ἔγιναν γνωστὲς καὶ μαζεύτηκε πλῆθος πολὺ ἀπὸ μοναχοὺς καὶ λαϊκοὺς γιὰ νὰ τὸν προστατεύσουν. Ἔστειλαν καὶ ἐπιστολὲς στὸν Ὅσιο ἔγραψε καὶ ὁ βασιλίσκος, ψευδόμενος ὅτι ὁ Πατριάρχης ἦταν ὁ αἴτιος τῆς ταραχῆς γιατί διέστρεφε τὸ λαὸ καὶ τὸ στρατό. Ὁ Ὅσιος ὅμως σὰν διακριτικὸς καὶ σοφός, γνώρισε τὴν πανουργία τοῦ βασιλιά. Τοῦ ἀνταπάντησε ἐλέγχοντάς τον δριμύτατα καὶ προλέγοντας ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τοῦ ἀφαιρέσει τὸ βασίλειο, γιὰ τὴν ἀσέβειά του.

     Ὁ Πατριάρχης, ἐπειδὴ ἡ κατάσταση χειροτέρευε συνεχῶς, ἔστειλε στὸν Ὅσιο ὁρισμένους ἀρχιερεῖς. Τοὺς εἶπε νὰ τὸν παρακαλέσουν νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ στύλο γιὰ τὸν Κύριο καὶ νὰ βοηθήσει τὴν Ἐκκλησία, γιατί ἄλλο στήριγμα δὲν εἶχαν. Ἔφθασαν οἱ ἀρχιερεῖς στὸν Ὅσιο καὶ τὸν παρακάλεσαν. Ὅμως ὁ Θεὸκλητος Στυλίτης ἀρνήθηκε νὰ κατεβεῖ. Ἡ ἀνάβασή του στὸ στύλο ἦταν ἀπὸ Θεία κλήση. Ἔτσι τὸ νὰ κατεβεῖ ἰσοδυναμοῦσε μὲ ἄρνηση τοῦ Θείου θελήματος. Ἐπέμεναν ὅμως οἱ ἀρχιερεῖς καὶ μὲ δάκρυα, γονατιστοί, προσεύχονταν κάτω ἀπὸ τὸ στύλο. Βλέποντάς τους ὁ Ὅσιος, δὲν ἄντεξε. Ράγισε ἡ καρδιά του στὸν πόνο τῶν συνανθρώπων του. Γι’ αὐτὸ δεήθηκε θερμὰ στὸν Κύριό του, νὰ τοῦ φανερώσει ἂν ἦταν Θέλημά του νὰ κατεβεῖ. Ὁ Θεὸς τοῦ ἔλεγε νὰ κατεβεῖ, ἀλλὰ μετὰ νὰ ἐπιστρέψει. Κατέβηκε λοιπὸν ὁ Ὅσιος. Οἱ ἐπίσκοποι τὸν ἀσπάστηκαν μὲ εὐγνωμοσύνη καὶ τὸν ἔφεραν στὸν Πατριάρχη. Εἶναι ἀπερίγραπτη ἡ τιμὴ μὲ τὴν ὁποία τὸν ὑποδέχτηκαν στὸ Βυζάντιο καὶ ἡ εὐφροσύνη ποὺ προξένησε ἡ παρουσία του. 

     Ὁ Ὅσιος δὲν ἄργησε νὰ ἐλέγξει τὶς πλάνες καὶ τὶς κακοδοξίες τοῦ βασιλιά. Γιὰ τὶς διώξεις του, τὸν ὀνόμασε νέο Διοκλητιανὸ καὶ τὸν προειδοποίησε ὅτι θὰ δεχτεῖ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ὁ βασιλιὰς γνωρίζοντας ὅτι ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ἦταν ἀγαπητός, τόσο στὸ Θεὸ ὅσο καὶ στὸ λαό, φοβούμενος ἀπομακρύνθηκε. Ὁ Ὅσιος ὅμως δὲ τὸ δέχτηκε αὐτό. Ἔτρεχε ἀπὸ πίσω του, γιὰ νὰ τὸν ἐλέγξει κατὰ πρόσωπο.

     Τὰ πόδια του ἦταν ἐξασθενημένα ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ δὲν μποροῦσε νὰ περπατεῖ. Γι’ αὐτὸ κάθε τόσο τὸν σήκωναν στὰ χέρια τοὺς οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἦταν κοντά του. Στὸ δρόμο τους πρὸς τὰ ἀνάκτορα συνάντησαν ἕνα λεπρὸ ποὺ τοὺς φώναξε: «Ἐλέησέ με δοῦλε τοῦ Θεοῦ, καὶ θεράπευσέ με τὸν ταλαίπωρο». Τοῦ ἁπαντὰ ὁ Ὅσιος: «Γιατί ἄφησες τὸν Παντοδύναμο Θεὸ καὶ ζητᾶς ἀπὸ ἄνθρωπο ἁμαρτωλὸ θεραπεία; Ὅμως ἂν ἔχεις πίστη καὶ ὁ δοῦλος του μπορεῖ νὰ σὲ βοηθήσει». Καὶ τὸν πρόσταξε νὰ λουσθεῖ στὴ θάλασσα. Ὑπακούοντας ὁ λεπρός, θεραπεύτηκε τελείως. 

     Καθὼς προχωροῦσαν, εἶδε ἕνας Γότθος τὸν Ὅσιο νὰ βαστάζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ εἶπε μὲ εἰρωνεία: «Νά, ὁ νέος ὕπατος!». Λέγοντας αὐτὸ ἔπεσε καταγῆς καὶ ξεψύχησε. Οἱ παρευρισκόμενοι, εἶδαν μὲ δέος τὸ συμβάν. Ἀλλὰ καὶ ὁ βασιλιὰς φοβήθηκε σὰν τὸ ἔμαθε, καὶ ὅταν ἔφτασε ὁ Ὅσιος στὰ ἀνάκτορα δὲν τὸν ἄφησε νὰ εἰσέλθει. Τότε αὐτὸς ἀποτινάσσοντας τὸ χῶμα τῶν ποδιῶν του, σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ἔφυγε. Ὅταν ἀργότερα μεταμελήθηκε, ἀπὸ φόβο, ὁ βασιλιὰς καὶ τὸν κάλεσε νὰ ἐπιστρέψει, ὁ ὅσιος Δανιὴλ ἀρνήθηκε. Μάλιστα τοῦ μήνυσε ὅτι θὰ εἶναι κακοθάνατος, γιατί ὑβρίζει τὸ Θεό. Ὅταν οἱ ἀπεσταλμένοι ἀναγγελαν τὴν ἀπάντηση στὸ βασιλιά, συνέβηκε κάτι ποὺ προμήνυε τὴν ἀλήθεια τῶν λεγομένων τοῦ Ὁσίου: Ἕνας πύργος τῶν ἀνακτόρων, σωριάστηκε χωρὶς αἰτία καταγῆς. 

     Ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν ἀπὸ τὸν ἰσάγγελο Δανιὴλ ἐνῶ βρισκόταν στὴν Πόλη.

     Μιὰ μέρα ἐνῶ βρισκόταν ὁ Ὅσιος στὸ Πατριαρχεῖο ὅπου τὸν ὑποδέχτηκαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια, βρέθηκε μπροστά του, ἄγνωστο πώς, ἕνα φοβερὸ φίδι. Ὅταν τὸ εἶδε ὁ πραότατος Δανιὴλ τὸ πρόσταξε νὰ βγεῖ ἔξω χωρὶς νὰ βλάψει κανένα. Τὸ φίδι στὴν προσταγὴ τοῦ Ὁσίου, στράφηκε πρὸς τὸν τοῖχο καὶ ἀμέσως ἐξέπνευσε. Ἐκεῖ βρισκόταν καὶ μιὰ ἐπιφανὴς γυναίκα, ἡ Ραῖς. Μόλις εἶδε τὸν Ὅσιο, ἔτρεξε κλαίοντας καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του, παρακαλώντας τὸν νὰ τὴν εὐλογήσει γιὰ νὰ γεννήσει ἕνα παιδί. Βλέποντας ὅτι τὰ πόδια του ἦταν πληγωμένα ἀπὸ τὴν ἄσκηση, θαύμασε τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴ θέλησή του. Μετὰ ἔβγαλε ἕνα ἀπὸ τὰ λαμπρὰ φορέματά της καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε νὰ τυλίξει τὰ πόδια του καὶ ἀργότερα τὸ ἐπέστρεψε μαζὶ μὲ μιὰ προφητεία: «Θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ νὰ τὸν ὀνομάσεις Ζήνωνα». Ὅπως καὶ ἔγινε.

ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

     Ἀκούοντὰς τα ὅσα θαυμάσια ὁ βασιλιὰς φοβήθηκε μήπως ἐπαληθεύσουν καὶ γι’ αὐτὸν οἱ προρρήσεις τοῦ Ὁσίου. Ἔστειλε ἀνθρώπους του καὶ τὸν κάλεσε στὰ ἀνάκτορα, ὅμως ὁ σώφρονας Δανιὴλ ἀρνήθηκε. Οἱ προσκλήσεις ἐπαναλήφθησαν πολλὲς φορές. Πάντα ὅμως κατέληγαν στὴν ἀποτυχία. Τότε ἀποφάσισε καὶ ἦλθε ὁ ἴδιος στὸν Ὅσιο. Γιὰ νὰ τὸν δεχτεῖ ὁ Ὅσιος, ὑποκρίθηκε τὸν ταπεινωμένο καὶ μετανιωμένο καὶ ντυμένος σὰν δοῦλος τοῦ ζητοῦσε συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν. Ὅμως ὁ προορατικὸς Δανιὴλ γνώριζε τὴ σκέψη του καὶ ἐλέγχοντας τὴν παρανομία καὶ τὴν κακοδοξία του τὸν ἄφησε νὰ φύγει. Μετὰ φανέρωσε στοὺς παρευρισκομένους τὴν πραγματικὴ πρόθεση τοῦ βασιλιὰ λέγοντας: «Πρέπει νὰ γνωρίζετε ὅτι ἡ ταπείνωση ποὺ ἔδειξε ὁ Βασιλίσκος δὲν ἦταν πραγματική. Ἦταν ὑποκρισία καὶ πονηρία, καὶ ὄχι μετάνοια. Γρήγορα ὅμως θὰ δεῖτε ὅτι διαλέγοντας τὸν κακὸ δρόμο διάλεξε καὶ τὴν τιμωρία του». Σὲ λίγες μέρες ὅπως ὁ Ὅσιος προφήτευσε, διώχτηκε ὁ Βασιλίσκος ἀπὸ τὸ θρόνο καὶ ἐπέστρεψε στὰ ἀνάκτορα ὁ Ζήνων.

     Ἔτσι ἀφοῦ ὁ θειοειδὴς Δανιὴλ μὲ τὴ ζωντανὴ εἰρήνη τοῦ Παράκλητου, ἀποκατάστησε τὴν τάξη στὴν πολιτεία καὶ τὴ γαλήνη στὴν ἐκκλησία, ἐγύρισε πίσω στὴν ἄσκησή του. Ἀνέβηκε ξανὰ στὸ στύλο καὶ ἐπιδόθηκε στὸν ἀγώνα του μὲ προθυμία.

ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

α) Ὁ σωφρονισμὸς τῆς πόρνης

     Μπροστὰ στὴν τόση προθυμία τοῦ Ὁσίου γιὰ πνευματικὲς ἀναβάσεις, δὲν ἄντεξε ὁ μισάνθρωπος δαίμονας. Φθονώντας τὴν ἀγγελικὴ ζωή του, παρακίνησε κάτι ἀνθρώπους στὸ Βυζάντιο νὰ τὸν ἐνοχλήσουν. Μηχανεύτηκαν αὐτοὶ νὰ πληρώσουν μιὰ πόρνη, τὴ Βασιανή, ἂν καταφέρει νὰ δελεάσει τὸν Ὅσιο, ἢ κανένα ἀπὸ τοὺς μαθητές του. Φόρεσε λοιπόν, ἡ ἄσωτη, ροῦχα λαμπρὰ καὶ πολύτιμα κοσμήματα καὶ πῆγε πρὸς τὸν Ἰσάγγελο Δανιήλ. Ἔφτασε κοντὰ στὸ στύλο, σ’ ἕνα χωράφι καὶ προφασιζόμενη ὅτι ἔχει κάποια ἀσθένεια προσπαθοῦσε μὲ διάφορους τρόπους νὰ αἰχμαλωτίσει τὴν καθαρὴ ψυχὴ τοῦ Ὁσίου. Ἀλλὰ παρ’ ὅλες τὶς πονηριές της δὲν κατάφερε νὰ νικήσει οὔτε τὸν Ὅσιο, οὔτε κανένα ἀπὸ τοὺς μαθητές του.

     Ἐπέστρεψε λοιπὸν ἄπρακτη. Γιὰ νὰ πάρει ὅμως τὰ χρήματα ποὺ τῆς ὑποσχέθηκαν, εἶπε ψέματα ὅτι τὴν ἐπιθύμησε ὁ Δανιήλ. Καὶ ὅτι εἶπε, αὐτὸς ποὺ ζοῦσε μὲ τοὺς ἀγγέλους, στοὺς μαθητές του, νὰ τῆς βάλουν σκάλα ν’ ἀνεβεῖ, ἀλλὰ αὐτὴ ἔφυγε. Ὁ Θεὸς ὅμως γιὰ τὴν βέβηλη συκοφαντία της ἐπέτρεψε νὰ παραλογιάσει. Καὶ αὐτὴ χωρὶς νὰ θέλει, ὁμολογοῦσε παντοῦ ὅτι κατηγόρησε ἄδικα τὸν οὐρανοπολίτη Δανιήλ. Οἱ ἄνθρωποι τῆς Πόλης τὴ λυπήθηκαν καὶ τὴν πῆγαν στὸν Ὅσιο. Καὶ ὁ ἀμνησίκακος δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, τὴ συγχώρεσε καὶ τὴ θεράπευσε. Ὕστερα ἀπὸ τὴ θεραπεία της ἡ Βασιανή, νικημένη ἀπὸ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Ὁσίου, καταφιλοῦσε τὸ στύλο καὶ ἔχυσε ἄφθονα δάκρυα μετανοίας. Καὶ ὁ φιλόστοργος καὶ ἀπειράγαθος Θεός, τῆς ἔστειλε τὴ χάρη του, ἀπὸ τὴν ὁποία συγκινημένη ἡ πρώην πόρνη, ὑποσχέθηκε στὸν Ὅσιο ὅτι θὰ διορθωθεῖ. Καὶ πράγματι ἔζησε τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ της σωφρονέστατα.

β) Ἡ μετάνοια τοῦ βαρβάρου

     Ἦταν κάποιος ἀνδρεῖος Γαλάτης ποὺ ὀνομαζόταν Ἐδρανός. Πολέμησε μὲ τοὺς συντρόφους του μαζὶ μὲ τὸ βασιλιά, καὶ σὰν γενναῖος ποὺ ἦταν κέρδισε πολλὲς νίκες. Ὁ βασιλιὰς λοιπόν, θέλησε νὰ τὸν ἔχει πάντα σύμμαχο στοὺς πολέμους. Γι’ αὐτὸ τὸν προσκάλεσε στὰ ἀνάκτορα καὶ τὸν δόξασε μὲ τιμὲς καὶ φιλοδωρήματα. Ὕστερα τὸν ἔστειλε στὸν Ἅγιο νὰ τὸν εὐλογήσει. Ὅταν ἔφθασε ὁ Ἐδρανὸς στὸ στύλο καὶ μίλησε μὲ τὸν πνευματοφόρο Δανιήλ, τόσο ἐπέδρασε πάνω του ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου, ὥστε μετανόησε. Γίνεται ὁ λύκος ἥμερο πρόβατο καὶ ὁ πρώην βάρβαρος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ γεύεται μιὰ ὑπερκόσμια μακαριότητα.

     Μπροστὰ σ’ αὐτὴ τὴ μακαριότητα ὁ Ἐδρανὸς ἀρνεῖται κοσμικὴ χαρὰ καὶ γίνεται ὑποτακτικός του Δανιήλ. Παρακινεῖ καὶ τοὺς φίλους του νὰ τὸν μιμηθοῦν. Ὁ Ἐδρανὸς μετονομάστηκε σὲ Τίτο καὶ ἄρχισε τὴ νέα ζωὴ τῆς συνεχοῦς ἀσκήσεως μὲ προθυμία. Ὁ βασιλιὰς λυπήθηκε ποὺ ἔχασε τέτοιο γενναῖο πολεμιστή. Ὅμως δὲν τὸν ἐνόχλησε καθόλου, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τὸν Ὅσιο.

     Ἔμεινε λοιπὸν ὁ Τίτος κοντὰ στὸν Ὅσιο Δανιὴλ μιμούμενος τὶς ἀρετὲς τους ἰδιαίτερα τὴ νηστεία. Θέλοντας μιὰ φορὰ νὰ γνωρίσει τί καὶ πόσο ἔτρωγε ὁ Ὅσιος, παραφύλαξε ὅλη τὴ νύχτα πίσω ἀπὸ τὸ στύλο. Γιὰ ἑπτὰ ἡμερονύχτια ποὺ ἔμεινε, δὲν εἶδε τὸν Ὅσιο νὰ φάγει τίποτε. Θαυμάζοντας, ἐξομολογήθηκε τὸ λογισμό του στὸν Ὅσιο καὶ τὸ ζήτησε νὰ τοῦ πεῖ τὴν ἀλήθεια. Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ τοῦ εἶπε: «Τόσο μόνο τρώγω καὶ πίνω, ὅσο γιὰ νὰ μὴν πεθάνω ἀπὸ τὴν ἀσιτία καὶ τὴν κακοπάθεια. Γιατί δὲν ζοῦμε γιὰ νὰ τρῶμε, ἀλλὰ τρῶμε γιὰ νὰ ζοῦμε». Τὴ νουθεσία αὐτὴ ὁ Τίτος, τὴν ἔκαμε πράξη στὴ ζωή του. Ἔτρωγε τόσο, ὅσο γιὰ νὰ ζεῖ. Κοιμόταν πολὺ λίγο. Δὲν ξάπλωνε ὁ θειότατος, ἀλλὰ δενόταν ἀπὸ τὶς μασχάλες καὶ κρεμόταν. Στὸ στῆθος του στήριζε ἕνα βιβλίο πάνω σε σανίδι καὶ διάβαζε μέχρι νὰ κοιμηθεῖ.

     Ὅταν ἔμαθε ὁ βασιλιὰς τὰ κατορθώματά του, ἐντυπωσιάστηκε. Στὶς ἐπισκέψεις στὸν Ὅσιο, ἔβλεπε πάντα τὸν πρώην βάρβαρο καὶ ἀπὸ τὴ ζωὴ του ἔπαιρνε πολλὴ ὠφέλεια. Ἕνας ἀκόμα ἀπὸ τοὺς πρώην δούλους του ποὺ ἀκολούθησε τὸν Τίτο στὴν μοναχικὴ ζωή, ὁ Ἀνατόλιος, ἔζησε τόσο ἐνάρετα, ὥστε ἔκανε καὶ δώδεκα μαθητὲς γινόμενος παντοῦ περιβόητος.

ΧΑΡΙΣΜΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΑΣ

     Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν κόσμο, δημιουργεῖ τὶς πιὸ ἀσφαλεῖς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἕνωση μὲ τὸ Θεό. Μακριὰ ἀπὸ τὴ διάσπαση ποὺ προκαλοῦν οἱ μέριμνες τῆς ζωῆς, ὁ ἀνθρώπινος νοῦς κινούμενος ἀπὸ τὸ συνεχῆ πόθο, ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὶς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.

     Στὴ μυστικὴ αὐτὴ συνάντηση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, δίνονται ἀπὸ τὸ Χορηγὸ κάθε ἀγαθοῦ, τὰ χαρίσματα ὅπως ὁ Θεὸς γνωρίζει: «ὅτι πάσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἐκ σοῦ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων», λέγει ὁ ἱερέας στὴ λειτουργία. 

     Ἕνα ἀπὸ τὰ θεόπεμπτα αὐτὰ χαρίσματα εἶναι καὶ ἡ θαυματουργία. Τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας, ἀξιώθηκε καὶ ὁ μακάριος Δανιήλ. Πολλλὰ εἶναι τὰ θαύματα ποὺ τέλεσε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ μεγάλα τὰ σημεῖα, ὥστε νὰ προκαλοῦν τὸ θαυμασμὸ καὶ τὴ δοξολογία στὸν Παντοδύναμο Θεό.

α) Θεραπεία μικροῦ παιδιού    

     Κάποιος χρυσοχόος εἶχε ἕνα παιδὶ ἑπτὰ χρονῶν. Δὲν μποροῦσε τὸ δύστυχο νὰ περπατήσει ὄρθιο, ἀλλὰ συρόταν μὲ τὴν κοιλιά του σὰν ἑρπετό. Μιὰ μέρα οἱ γονεῖς του τὸ πῆγαν στὸν Ὅσιο. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἐλεήσει. Ὁ Ὅσιος τοὺς εἶπε νὰ τὸ βάλουν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν καὶ νὰ τοῦ ἀγγίξουν τὸ ἅγιο λείψανο. Ὑπάκουσαν οἱ ἄνθρωποι. Τὴν ἑβδόμη μέρα, ἔκαμε εὐχὴ ὁ Ὅσιος ἀπὸ τὸ στύλο καὶ εὐθύς το παιδὶ θεραπεύτηκε. Χαίρονταν οἱ γονεῖς του νὰ τὸ βλέπουν νὰ χοροπηδᾶ, νὰ ἀγκαλιάζει τὸ στύλο καὶ νὰ τὸν φιλὰ μὲ εὐλάβεια.

β) Θεραπεία ὁδοιπόρου

     Ἕνας ὁδοιπόρος ἐρχόμενος ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, ἔπεσε σὲ ληστές. Τοῦ πῆραν ὅτι εἶχε προξενώντας του πολλὲς πληγές. Δὲν ἔφταναν τὰ ὅσα κακά, τοῦ ἔκοψαν καὶ τὰ νεῦρα τῶν γονάτων καὶ τὸν ἄφησαν καταγῆς μισοπεθαμένο. Βλέποντας τὸν ἄνθρωπο νὰ οὐρλιάζει ἀπὸ τοὺς πόνους κάτι ὁδοιπόροι τὸν λυπήθηκαν. Βασταζόμενο τὸν πῆραν στὴν Ἄγκυρα καὶ τὸν παρέδωσαν στὸν ἐκεῖ ἐπίσκοπο. Ἔφερε γιατροὺς καὶ μὲ θεραπευτικὰ βότανα ἔκλεισαν τὶς πληγές. Ὅμως ἦταν ἀδύνατο νὰ περπατήσει, γιατί τὰ νεῦρα του ἦταν κομμένα. Σκέφτηκαν τότε τὸ θαυματουργὸ Ὅσιο. Ἔβαλαν τὸν ἄνθρωπο πάνω σε ζῶο καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸ στύλο. Ἐκεῖ ἔκλαιε, ὁ καταπονεμένος, καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ὅσιο νὰ τὸν θεραπεύσει. Ὁ ταπεινὸς Δανιὴλ ἀποφεύγοντας τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο, ἀπέδιδε σὲ ἄλλους τὰ κατορθώματα. Ἔστειλε λοιπὸν τὸν ἀσθενῆ στὸ ναό, καὶ αὐτὸς προσευχόταν πάνω στὸ στύλο. Ἀφοῦ χρίσθηκε ὁ ταλαίπωρος ὁδοιπόρος, ὅπως ὁ Ὅσιος τοῦ ὑπέδειξε, τὸ λάδι τοῦ ἁγίου λειψάνου, τὴν ἕκτη μέρα ἔγινε θαυματουργικὰ τελείως καλά. Εὐχαριστώντας τὸν Ὅσιο, δόξασε τὸν Παντοδύναμο Θεό.

γ) Θεραπεία ἐκ γενετῆς ἀλάλου

        Ήταν μιὰ γυναίκα, ποὺ εἶχε παιδὶ ἄλαλο ἐκ γενετῆς, δώδεκα χρονῶν. Ἔφυγε μιὰ νύχτα, καὶ ἄφησε τὸ παιδὶ ἔξω ἀπὸ τὴ μάνδρα ποὺ περιστοίχιζε μιὰ ἔκταση γύρω ἀπὸ τὸ στύλο. Ὅταν βρῆκαν οἱ μοναχοί τὸ παιδί, τὸ πῆραν στὸν Ὅσιο. Ὁ φιλάνθρωπος Δανιήλ, εἶπε νὰ τὸ κρατήσουν στὴ μονὴ καὶ ὅτι θὰ γίνει λειτουργός τοῦ Κυρίου. Οἱ μοναχοί του ἀπάντησαν πὼς τὸ παιδὶ εἶναι κουφὸ καὶ ἄλαλο. Ὁ Ὅσιος τότε τοὺς εἶπε νὰ χρίσουν μὲ λάδι τὴ γλώσσα του. Ἔκαναν οἱ μοναχοὶ ὅτι τοὺς παράγγειλε ὁ σοφὸς Γέροντάς τους. Καὶ αὐτὸς προσευχόταν στὸν Ἀπειράγαθο Θεὸ νὰ δώσει λαλιὰ στὸ δημιούργημά του.

     Ἦλθε ἡ Κυριακὴ καὶ ὅλοι ἦταν στὴ λειτουργία. Ὅταν ὁ διάκονος ἐπρόκειτο νὰ διαβάσει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ εἶπε τὸ ὄνομα τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, μίλησε τὸ παιδὶ καὶ εἶπε τὸ «Δόξα σοὶ Κύριε». Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη, πρὸς θαυμασμὸ ὅλων, τὸ παιδὶ ἀπαντοῦσε στὸν ἱερέα ὡς τὸ τέλος τῆς λειτουργίας.

     Παρ’ ὅλα τὰ ἐξαίσια ποὺ μὲ τὶς προσευχὲς του τελοῦσε ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ἦταν τόσο ταπεινός, ἐπιεικὴς στοὺς ἄλλους καὶ μετριόφρονας, ὥστε θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του, τὸν ἁμαρτωλότερο ἄνθρωπο. Οὐδέποτε κατέκρινε κανένα. Καὶ ὅταν ἄκουγε κατακρίσεις, ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἱερεῖς, ἔλεγε: «Δὲν εἴμαστε ἐμεῖς κριτὲς τῶν ἄλλων». Ἕνας εἶναι ὁ δίκαιος καὶ ἀλάνθαστος Κριτής. Ἐμεῖς, ἀδελφοί μου, ἂν πραγματικὰ μισοῦμε τὸ κακὸ καὶ ὄχι τὸν ἀδελφό μας, ἃς τὸ διώξουμε πρῶτα ἀπὸ μέσα μας, γιὰ νὰ μὴν κατακριθοῦμε αἰώνια».

Η ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ

     Ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς στὸν Ὅσιο, τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὶς θλίψεις τῆς γῆς στὴν οὐράνια μακαριότητα. Ἔγραφε ὁ Ὅσιος τὴν τελευταία του διάταξη ποὺ ἔλεγε τὰ ἑξῆς: «Ἐγὼ παιδιά μου, πηγαίνω πρὸς τὸν κοινό μας Πατέρα. Δὲ σᾶς ἀφήνω ὀρφανοὺς ἀλλὰ ἀποθέτω τὴ μέριμνά σας στὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς δημιούργησε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μηδὲν μὲ μόνο το λόγο του καὶ σαρκώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Αὐτὸς λοιπὸν σὰν φιλάνθρωπος θὰ σᾶς φυλάει ἀπὸ τὸ πονηρό. Αὐτὸς θὰ σᾶς προστατεύει καὶ θὰ διατηρεῖ τὴν ὁμόνοια μεταξύ σας. Νὰ ἔχετε ταπεινοφροσύνη, ὑπακοὴ καὶ φιλοξενία. Μὴν ἀμελεῖτε τὴ νηστεία, τὴν ἀγρυπνία, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσέβεια στὸ Θεό. Φυλαχτεῖτε ἀπὸ τὰ ζιζάνια τῶν αἱρετικῶν. Ἐὰν κάνετε ὅλα αὐτά, τότε θὰ γίνετε τέλειοι στὴν ἀρετή». Ὅταν τέλειωσε τὸ γράψιμο φώναξε στοὺς μοναχοὺς νὰ τὴ διαβάσουν. Οἱ μοναχοὶ μαζεύτηκαν γύρω ἀπὸ τὴν σκάλα τοῦ στύλου καὶ ἔκλαιαν γιὰ τὸ μεγάλο ἀππχωρισμό. Ὁ Ἅγιος σὰν στοργικὸς πατέρας τοὺς παρηγοροῦσε, λέγοντας ὅτι θὰ τοὺς προσέχει ἀπὸ τὸν οὐρανό.    

     Τρεῖς μέρες πρὶν ἀπὸ τὴν πρὸς Κύριο ἐκδημία τοῦ ὀσιότατου συνέβη τὸ παρακάτω θαυμάσιο. Ἦλθαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἐπισκέπτες, πάντες οἱ Ἅγιοι: Ἀπόστολοι, Μάρτυρες καὶ Προφῆτες, Ἱεράρχες, Ὅσιοι καὶ Δίκαιοι, καθὼς καὶ Ἄγγελοι Κυρίου. Τὸν ἀσπάζονταν μὲ φιλοφροσύνη καὶ τὸν πρόσταξαν νὰ λειτουργήσει. Ὑπακούοντας ὁ Ὅσιος τέλεσε τὴ λειτουργία καὶ κοινώνησε τὰ Θεῖα Μυστήρια. Ὅταν ὁ ὀσιότατος Δανιὴλ ἔφθασε στὰ ἔσχατα, βρίσκονταν δίπλα του οἱ μαθητές του, ὁ Πατριάρχης καὶ πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἶχαν εὐεργετηθεῖ. Ἕνας δαιμονισμένος ποὺ ἦταν κοντά, ἔβλεπε τοὺς Ἁγίους καὶ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ ἔρχονταν νὰ συμπαρασταθοῦν στὸ θάνατο τοῦ ὁσίου καὶ τοὺς καλοῦσε τὸν καθένα ὀνομαστικά. Ἐνῶ φώναζε εἶπε καὶ αὐτό: «Τὴν τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας, πηγαίνει ὁ Δανιὴλ στὸν Κύριο καὶ τότε ἐξέρχεται ἀπὸ μένα τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα μὲ θεία βούληση». Πράγματι τὴν τρίτη ὥρα τῆς ἡμέρας ὁ θεῖος Δανιὴλ ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριο καὶ ὁ δαιμονισμένος ἐλευθερώθηκε.

     Τότε οἱ κληρικοὶ καὶ οἱ θλιμμένοι μαθητές του, ἀνέβηκαν πάνω σε ἐξέδρα ποὺ κατασκευάστηκε γι’ αὐτὸ καὶ ἔψαλλαν τὰ ἐξόδια κρατώντας στὰ χέρια τους λαμπάδες. Ἀκολούθως κατέβασαν τὸ ἅγιο λείψανο, καὶ τὸ τοποθέτησαν σὲ μολύβδινη θήκη. Ἔγιναν τὴν ὥρα ἐκείνη πολλὰ θαυμάσια ποὺ μαρτυροῦσαν τὴ δόξα ποὺ ἀπολάμβανε ὁ Ὅσιος στοὺς οὐρανούς: ἐνῶ ἦταν μέρα καὶ ὁ ἥλιος ἔλαμπε, φάνηκαν ἀπὸ τὸ ἅγιο λείψανο τρεῖς σταυροὶ ἀποτελούμενοι ἀπὸ ἀστέρια. Ἕνα κατάλευκο περιστέρι ποὺ πετοῦσε πάνω του, φανέρωνε τὴν ἐπισκιάζουσα τὸ λείψανο χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 

     Ἐνταφίασε ὁ Πατριάρχης τὸ ἱερὸ σῶμα τοῦ Δανιὴλ καὶ ἔβαλε πάνω στὸν τάφο του τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν Ἁγίων Τριῶν Παίδων τῆς Βαβυλώνας. Αὐτὸ ἔγινε κατὰ τὴν προσταγὴ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ προσκυνήσουν οἱ προσερχόμενοι τοὺς Ἁγίους αὐτοὺς ἀντὶ τὸν ἴδιο. Ἔτσι ἀπέφευγε τὴν ἀνθρώπινη δόξα καὶ μετὰ θάνατο ὁ ταπεινότατος.

     Αὐτὸς ἦταν ὁ θαυμαστὸς βίος τοῦ Ὁσίου Δανιὴλ Στυλίτη καὶ τὰ μέχρι τοῦ θανάτου του κατορθώματα. Ἔζησε ὁ μακάριος ὀγδόντα χρόνια καὶ τρεῖς μῆνες καὶ κοιμήθηκε τὸ 490.

Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ μνήμη του στὶς 11 Δεκεμβρίου.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΙΔΡΥΜΑ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ 

πηγή 

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *