(4 Σεπτεμβρίου)

Ὁ «μέγας οὗτος καὶ θεσπέσιος ἄνθρωπος, ἂν μπορεῖ νὰ ὀνομαστεῖ ἁπλῶς ἄνθρωπος», ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τὸν ἅγιο Βαβύλα, ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας ἐπὶ βασιλείας τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορα Νουμεριανοῦ (3ος αἱ.). Ὁ Νουμεριανὸς σύναψε συνθήκη εἰρήνης μὲ ἕναν βάρβαρο βασιλιὰ (τῶν Περσῶν), ἀλλὰ περισσότερο εὐγενῆ καὶ φιλειρηνικὸ ἀπ’ αὐτόν. Ὡς σημεῖο τῆς εἰλικρινοῦς ἐπιθυμίας του γιὰ εἰρήνη διαρκείας, ὁ βάρβαρος βασιλιὰς ἔδωσε τὸν μικρότερο γιό του γιὰ νὰ ἀνατραφεῖ καὶ μορφωθεῖ στὴν αὐλὴ τοῦ Νουμεριανοῦ. Ὅμως ὁ Νουμεριανὸς μαχαίρωσε τὸ παιδὶ αὐτὸ μὲ τὰ ἴδια τοῦ τὰ χέρια, προσφέροντάς το θυσία στὰ εἴδωλα. Ὁ ἐστεμμένος ἐγκληματίας, μετὰ ἀπὸ τὸ ἔγκλημα καὶ μὲ τὸ ἀθῶο αἷμα νωπὸ στὰ χέρια του, τόλμησε νὰ πάει σὲ μιὰ χριστιανικὴ ἐκκλησία γιὰ νὰ δεῖ τὰ ἐκεῖ τελούμενα. Ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ ἅγιος Βαβύλας προσευχόταν μαζὶ μὲ τὸ ἐκκλησίασμα. Πληροφορηθεῖς τὴν ἄφιξη τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τῆς συνοδείας του, διέκοψε τὴν προσευχὴ καὶ ἀπαγόρευσε στὸν αὐτοκράτορα τὴν εἴσοδο στὴν ἐκκλησία, λέγοντάς του πὼς ὡς εἰδωλολάτρης δὲν μποροῦσε νὰ μπεῖ στὸν ἱερὸ χῶρο ὅπου δοξαζόταν ὁ Ἕνας ἀληθινὸς Θεός.

Σὲ ὁμιλία του γιὰ τὸν Βαβύλα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶπε τὰ ἑξῆς: «ποιὸν ἄλλο σ’ ἐτοῦτο τὸν κόσμο νὰ φοβηθεῖ – αὐτὸς ποῦ μὲ τόση παρρησία ἀπώθησε τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα;… Ἔτσι, δίδασκε τοὺς αὐτοκράτορες νὰ μὴν ξεπερνοῦν τὴν ἐξουσία τοὺς πέραν τοῦ μέτρου ποὺ τοὺς δόθηκε ἀπ’ τὸν Θεό, καὶ ἐπίσης ἔδειχνε στοὺς κληρικοὺς πῶς νὰ χρησιμοποιοῦν τὴν αὐθεντία τους».
Ἔφυγε μὲν κατησχυμένος ὁ αὐτοκράτορας, ἀλλὰ σχεδίαζε ἐκδίκηση. Τὴν ἑπομένη κιόλας κάλεσε τὸν Βαβύλα καὶ τὸν ἐπέπληξε, πιέζοντας τὸν νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα. Ὁ ἅγιος ἀταλάντευτα ἀρνήθηκε καὶ τότε ὁ Νουμεριανὸς διέταξε νὰ τὸν δέσουν καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή. Ὁ τύραννος βασάνισε καὶ τρία ἀνήλικα παιδιά, ἀδέλφια κατὰ σάρκα: τὸν Οὐρβανό, δώδεκα ἐτῶν, τὸν Πριλιδιανό, ἐννέα, καὶ τὸν Ἐπολόνιο, ἑπτὰ ἐτῶν.
Ὁ Βαβύλας ἦταν πνευματικός τους πατέρας καὶ δάσκαλος. Τὰ παιδιά, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ πρόσωπό του, δὲν ἔτρεξαν γιὰ νὰ γλυτώσουν ἀπ’ τὸ μαρτύριο. Ἡ μητέρα τους ἡ Χριστοδούλη ἦταν μία ἔντιμη χριστιανὴ γυναίκα· καὶ αὐτὴ εἶχε ὑποφέρει γιὰ τὸν Χριστό. Ὁ αὐτοκράτορας διέταξε πρῶτα νὰ βασανίσουν τὰ παιδιὰ μὲ ραβδισμούς, τόσους ὅσα ἦταν τὰ χρόνια τους, καὶ μετὰ νὰ ριφθοῦν στὴ φυλακή. Στὸ τέλος ἀποκεφάλισαν καὶ τὰ τρία διὰ ξίφους. Ἁλυσοδέσμιος παρίστατο ὁ Βαβύλας καὶ τὰ ἐμψύχωνε στὴ διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τους. Ὕστερα ἔκλινε καὶ ὁ ἴδιος το κεφάλι τοῦ κάτω ἀπὸ τὸ ξίφος τοῦ δημίου.
Οἱ Χριστιανοὶ τὸν ἔθαψαν μάξι μὲ τὶς ἁλυσίδες του στὸν ἴδιο τάφο μαζὶ μὲ τοὺς τρεῖς παιδομάρτυρες, ὅπως ἦταν ἡ ἐπιθυμία του. Οἱ ἅγιες ψυχὲς τοὺς πέταξαν πρὸς τὴν ποθούμενη οὐράνια κατοικία, ἐνῶ τὰ θαυματουργὰ λείψανά τους παρέμειναν πρὸς ὄφελος τῶν πιστῶν, μία ζωντανὴ μαρτυρία τῆς χαλύβδινης πίστης τους. Μαρτύρησαν περὶ τὸ ἔτος 250.
Συνήθως ἡ δύναμη ἑνὸς ἁγίου μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ εἶναι πολλαπλάσια ἀπ’ ὅση ἐνόσω ζοῦσε. «Γι’ αὐτὸ μας ἄφησε ὁ Θεὸς τὰ λείψανα τῶν ἁγίων», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στὴν ἀνυπέρβλητη ὁμιλία του γιὰ τὸν ἅγιο Βαβύλα.
Ὁ ἅγιος Βαβύλας ἐτάφη στὴν πόλη τῆς Ἀντιοχείας. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ αὐτοκράτορας Γάλλος -ἀδελφός του Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη- βασίλευε μαζὶ μὲ τὸν Κωνστάντιο, τὸν γιὸ τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου. Ὁ Γάλλος εἶχε τὴ θεϊκὴ ἔμπνευση νὰ πραγματοποιήσει τὴ μετακομιδὴ τοῦ σκηνώματος τοῦ ἁγίου Βαβύλα στὰ περίχωρα τῆς Δάφνης, ὅπου ἔκτισε ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι καὶ ἐναπόθεσε ἐκεῖ τα λείψανα τοῦ ἁγίου μάρτυρος. Σ’ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο ὑπῆρχε ἕνας περίφημος ναὸς τοῦ Ἀπόλλωνα ὅπου, κατὰ τὴν εἰδωλολατρικὴ παράδοση, μία παρθένος μεταμορφώθηκε σὲ δαφνόδεντρο, γιὰ νὰ σωθεῖ ἀπὸ τὸν «θεὸ» Ἀπόλλωνα, ποὺ τὴν καταδίωκε μὲ ἀχαλίνωτο σαρκικὸ πάθος. Ἐκεῖ λοιπόν, βρισκόταν τὸ εἴδωλο τοῦ Ἀπόλλωνα τὸ ὁποῖο, συμφωνὰ μὲ τὸν θρύλο, μποροῦσε νὰ μαντεύει τὸ μέλλον οἱουδήποτε ἄνθρωπου. Ὅμως, ἐπειδὴ κοντὰ στὸ ναὸ ἀναπαυόταν τὸ λείψανο τοῦ Βαβύλα, ὁ δαίμονας πίσω ἀπὸ τὸ εἴδωλο σίγασε, φιμώθηκε κι ἔπαψε πιὰ νὰ λέει μαντεῖες.
Ὅταν ἀργότερα ὁ αὐτοκράτορας Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης ξεκίνησε τὸν καταστροφικό του πόλεμο ἐναντίον τῶν Περσῶν, ἐπισκέφθηκε τὸ ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα γιὰ νὰ συμβουλευτεῖ τὸ εἴδωλο, σχετικὰ μὲ τὴν ἔκβαση τοῦ ἐπικειμένου πολέμου. Τὸ δαιμόνιο ἀπάντησε ἔντρομο πὼς ἀδυνατοῦσε νὰ δώσει σαφῆ ἀπάντηση «ἐξαιτίας τοῦ νεκροῦ» ποὺ κείτονταν σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ σημεῖο. Ἀναφερόταν ἀσφαλῶς στὸν ἅγιο Βαβύλα, τὸ ἅγιο σκήνωμα τοῦ ὁποίου εἶχε φιμώσει τὸ δαιμόνιο.
Ἀμέσως ὁ Ἰουλιανὸς διέταξε νὰ ἐπιστραφοῦν τὰ λείψανα πίσω στὴν Ἀντιόχεια. Μόλις ὅμως ἀπομακρύνθηκαν τὰ ἅγια λείψανα τοῦ μάρτυρος, ἔπεσε φωτιὰ ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καὶ κατέκαψε τὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα, ὁλοσχερῶς καὶ γιὰ πάντα! Ὁ Ἰουλιανὸς προήλασε ἐναντίον τῶν Περσῶν καὶ τότε ὁ βλάσφημος βίος τοῦ ἔφτασε σὲ φρικτὸ τέλος.
Τόση ἦταν ἡ μετὰ θάνατον δύναμη τοῦ μάρτυρος τοῦ Χριστοῦ! Φίμωσε τὸ δαιμόνιο, ἔκανε νὰ κατέλθει πῦρ ἐξ οὐρανοῦ, κατέστρεψε τὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ καὶ τιμώρησε τὸν παραβάτη αὐτοκράτορα μὲ ἀτιμωτικὸ θάνατο.
(Ἄγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ὁ Πρόλογος τῆς Ἀχρίδος», Σεπτέμβριος, ἔκδ. Ἄθως) Θησαυρὸς Γνώσεων καὶ Εὐσεβείας

πηγή