(16 Ἰουνίου)

Ἡ ζωὴ τοῦ ἀληθινοῦ χριστιανοῦ πρέπει νὰ ἐμπνέεται πάντα ἀπ’ τὴν ἀγάπη. Γιατί ἡ ἀγάπη εἶναι καὶ μένει τὸ κύριο καὶ οὐσιαστικὸ γνώρισμα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἔδωσε τὴν καρδιά του στὸν Θεό. Καὶ ὁ Τύχων ποὺ ὑπῆρξε ἕνας πραγματικὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους ἔκαμε βίωμα καὶ σκοπό του. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ ζωή του. Γεννήθηκε στὴν Ἀμαθούντα τῆς Κύπρου, τὴ σημερινὴ Παλαιὰ Λεμεσὸ κατὰ τὸν τέταρτο αἰώνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς του, εὐλαβεῖς κι ἐνάρετοι ἔσπευσαν ἀπ’ τὴν πρώτη στιγμή, νὰ ἀφιερώσουν τὸ παιδί τους στὸν Θεό. Πόθος τοὺς εὐσεβὴς νὰ τὸ δοῦν κάποια μέρα στὴν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου. Εὐλογημένος πόθος! Καὶ γιὰ τὴν πραγμάτωσή του μὲ ζῆλο καὶ προσοχὴ φρόντισαν ἀπὸ νωρὶς νὰ φυτέψουν στὴν εὔπλαστη ψυχή του καὶ τὰ κατάλληλα σπέρματα τῆς ἀγωγῆς.

Ὁδηγός τους καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ τὰ θεόπνευστα λόγια τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου καὶ Παιδαγωγοῦ, τοῦ θείου Παύλου. Οἱ γονεῖς «ἐκτρέφετε τὰ τέκνα ὑμῶν ἐν παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου». Καὶ πράγματι. Μὲ παιδαγωγία καὶ συμβουλὲς σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μεγάλωσαν τὸν μονάκριβο βλαστὸ τοὺς οἱ καλοὶ καὶ θεοφώτιστοι γονεῖς. Μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἔσπειραν ἀπ’ αὐτὴ τὴ βρεφικὴ ἡλικία τὰ εὐλογημένα σπέρματα τῆς εὐσέβειας. Κι ἡ σπορὰ ρίζωσε καὶ στὸν καιρὸ ἔδωκε τοὺς ἀνάλογους καρπούς. Παιδάκι ἀκόμη ὁ Τύχων πρὶν πάει στὸ σχολεῖο μὲ προθυμία ὑπηρετοῦσε στὸ πατρικὸ ἀρτοποιεῖο. Βοηθοῦσε τὸν πατέρα. Μετακινοῦσε διάφορα ἐλαφριὰ ἀντικείμενα. Ἔπαιρνε κι ἔφερνε θελήματα στὸ σπίτι. Ἀναλάμβανε καθήκοντα στὴν πώληση τοῦ ψωμιοῦ. Καὶ γενικὰ ὑπάκουος πάντα χωρὶς θόρυβο καὶ φωνὲς ἔκανε γρήγορα καὶ μὲ προθυμία ὅτι τοῦ παρήγγελλαν.
Μιὰ μέρα ποὺ ὁ Τύχων στεκόταν μοναχὸς στὴν πόρτα τοῦ μαγαζιοῦ, ἕνα παιδάκι συνομήλικο Καὶ γνωστό του, κίτρινο κι ἀδύνατο ἀπ’ τὸν ὑποσιτισμό, τὸν πλησίασε, στάθηκε ντροπαλὰ μπροστά του καὶ μὲ τρεμουλιαστὴ φωνὴ τοῦ εἶπε:
— Τύχων, πεινῶ… Δύο μέρες τώρα τ’ ἀδέλφια μου κι ἐγὼ δὲν ἔχουμε ψωμί. Ἡ μανούλα μας δὲν ἔχει δουλειά. Χρήματα δὲν ἔχουμε ν’ ἀγοράσουμε…
— Ἔλα, τὸν διέκοψε ὁ Τύχων, Καὶ τὸν τράβηξε μέσα. Καὶ ἀφοῦ πῆρε δύο ψωμιὰ φρεσκοψημένα καὶ ζεστά, τὰ ἔβαλε στὰ χέρια τοῦ φτωχοῦ παιδιοῦ καὶ τοῦ εἶπε:
— Πάρε τὰ γρήγορα στὸ σπίτι. Δικά σου εἶναι. Δὲν θέλω χρήματα.
Ἀπὸ φτωχοὺς δὲν παίρνουμε χρήματα. Καὶ νὰ ξανάρθεις. Νὰ ‘ρχεσαι τακτικὰ χωρὶς στενοχώρια Καὶ ντροπή. Τὸ παιδὶ μόλις μπόρεσε νὰ πεῖ ἕνα εὐχαριστῶ, ἐνῶ δύο δάκρυα καυτὰ κυλοῦσαν ἀπ’ τὰ μάτια του.
Ἀπ’ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ Τύχων συνήθισε νὰ δίνει στοὺς πεινασμένους τὰ πατρικὰ ψωμιὰ χωρὶς χρήματα. Πονόψυχος ὅπως ἦταν, ἔνοιωθε μιὰ χαρά, μιὰ ἀγαλλίαση σὰν τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία νὰ κάμει τὸ καλό. Στὸ παιδικὸ μυαλὸ τοῦ κυκλοφοροῦσε πάντα ὁ λόγος, ποὺ τοῦ τόνισε κάποια μέρα ἡ μανούλα του.
– Παιδί μου. Πίσω ἀπὸ τὸν κάθε φτωχὸ Καὶ πονεμένο βρίσκεται αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας! Ὅτι δίνουμε στὸν φτωχό, τὸ προσφέρουμε σ’ Αὐτὸν τὸν Σωτήρα καὶ Λυτρωτή μας! Στὸν Θεό μας! «Ὁ ἐλεῶν πτωχὸν δανείζει Θεῶ», μᾶς βεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μας.
Κάποτε ἔμαθε κι ὁ πατέρας τὴν πράξη τοῦ καλοῦ παιδιοῦ. Στενοχωρημένος κάλεσε κοντά του τὸν Τύχωνα καὶ τὸν παρατήρησε μὲ αὐστηρὰ λόγια:
– Ἐσύ, παιδί μου, ἔτσι ποὺ πᾶς θὰ μᾶς ἀδειάσεις τὸ μαγαζί. Ὅταν δίνουμε σ’ ὅλους τους φτωχοὺς ψωμιὰ δωρεάν, ποῦ θὰ βροῦμε τὰ χρήματα γιὰ νὰ ἀντικαταστήσουμε τὸ σιτάρι ποῦ ξοδεύουμε; Τί θὰ γίνουμε αὔριο χωρὶς χρήματα, χωρὶς δουλειά; Πῶς θὰ ζήσουμε;
Στὰ δικαιολογημένα αὐτὰ ἐκ πρώτης ὄψεως ἐρωτήματα τοῦ πατέρα τὸ πιστὸ παιδὶ μὲ τὴν ἀπονήρευτη καρδιὰ ἔσπευσε ν’ ἀπαντήσει:
– Πατέρα, εἶπε. Σὺ Καὶ ἡ μητέρα δὲν μ’ ἔχετε διδάξει, πῶς ὁ κάθε φτωχὸς εἶναι κι ἕνας ἀδελφός του Χριστοῦ; Κι ἀκόμη, πῶς ὅτι δίνουμε σ’ αὐτούς, τὸ δίνουμε, μᾶλλον τὸ δανείζουμε στὸν ἴδιο τὸν Χριστό μας, ποῦ θὰ μᾶς τὸ ἐπιστρέψει κάποια μέρα, ὄχι στὴν ποσότητα ποῦ τοῦ δώσαμε, ἀλλὰ ἑκατὸν φορὲς πιὸ πολύ; Λέγει ψέματα ὁ Χριστός;
Στὴ φυσικὴ αὐτὴ ἀπορία τοῦ παιδιοῦ, στενοχωρημένος ὁ πατέρας, πῆρε τὸν Τύχωνα ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸν ὁδήγησε στὴ σιταποθήκη.
— Θεέ μου! ΤΙ εἶναι αὐτό, ψιθύρισε ὁ πατέρας μὲ βαθιὰ ἔκπληξη.
Τὸ θαῦμα εἶχε γίνει. Ἡ σιταποθήκη ποὺ ἦταν νωρίτερα σχεδὸν ἀδειανὴ τώρα εἶχε γεμίσει. Ὁ Παντοδύναμος Θεὸς ἔκαμε τὸ θαῦμα του.
Καὶ τοῦτο γίνεται πάντα σὲ ὅσους ἐμπιστεύονται σ’ Αὐτὸν μὲ τὴν ἀφέλεια καὶ τὴν ἁπλότητα τῶν παιδιῶν.
Πόση ἀλήθεια σημασία κρύβουν τὰ λόγια τοῦτα τοῦ Κυρίου «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρὸς μὲ καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ’ τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἀμὴν λέγω ὑμίν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθη εἰς αὐτὴν» (Λουκ. ἰη’, 16-17). Δηλαδὴ ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ ‘ρχονται κοντά μου Καὶ μὴν τὰ ἐμποδίζετε, γιατί σ’ αὐτὰ καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ θὰ ὁμοιάσουν μὲ αὐτὰ στὴν ἁπλοϊκότητα κι ἀγαθότητα, ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Σᾶς διαβεβαιώνω, πὼς ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ δεχθεῖ τὴ βασιλεία τοῦ θεοῦ μὲ τὴν ἀφέλεια καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη μικροῦ παιδιοῦ δὲν θὰ εἰσέλθει σ’ αὐτή.
Λόγια ὑπέροχα! Λόγια θεία! Στὰ παιδιά, λοιπὸν καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ θὰ μοιάσουν μὲ τὰ παιδιὰ ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Κι ἐμεῖς ποῦ δὲν εἴμαστε παιδιά; Νὰ γίνουμε! Νὰ γίνουμε ὄχι στὰ μυαλά, μὰ ἀπονήρευτα σὰν κι αὐτά. Νὰ μοιάσουμε μὲ τὰ παιδιὰ στὴν ἀφέλεια, τὴν ἁπλοϊκότητα, τὴν ἐμπιστοσύνη. Νὰ τί πρέπει νὰ ἐπιδιώξου μέ. Νὰ τὸ ἐπιδιώξουμε, γιατί αὐτὰ θὰ μᾶς βοηθήσει ν’ ἀπαλλαγοῦμε κι ἀπὸ τὸ ἄγχος, ποὺ ἐξ αἰτίας τῆς ὀλιγοπιστίας καὶ τῶν ἀμφιβολιῶν μᾶς κυρίεψε τὶς καρδιές μας. Νὰ γίνουμε παιδιά, γιὰ νὰ εἰσακούονται κι οἱ προσευχές μας.
Ὅταν ὁ Τύχων μεγάλωσε, ἄρχισε νὰ σπουδάζει καὶ τὰ ἱερὰ παπαδικὰ γράμματα. Ἡ ἐπίδοσή του σ’ αὐτὰ παρουσιαζόταν ἐξαιρετική. Ἐπιμελὴς καὶ προσεκτικὸς ὅπως ἦταν, κατόρθωσε μὲ τὸν καιρὸ ν’ ἀποκτήσει μόρφωση ζηλευτῆ κι ἀξιόλογη. Πιὸ πολὺ μελετοῦσε τὴν Ἁγία Γραφή. Μέσα σ’ αὐτὴν ἡ ἁγνὴ ψυχὴ τοῦ δοκίμαζε μιὰ γοητεία. Ἡ πίστη κι ἡ ἀρετὴ γενικά των ἱερῶν προσωπικοτήτων τὸν συγκινοῦσε βαθύτατα Καὶ τούδινε ἕνα γνώμονα ζωῆς καὶ ἐνεργείας. Συγχρόνως ἀνέπτυσσε στὴν καρδιά του καὶ τὸν ἔρωτα, τὸν θεῖο ἔρωτα πρὸς τὸν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας Χριστό.
Τὰ χρόνια περνοῦσαν. Ὁ Τύχων εἶχε διαβεῖ πιὰ τὸ κατώφλι τῆς ἐφηβικῆς ἡλικίας. Μὰ κι οἱ ἀρετὲς τοῦ μαζὶ μὲ τὴν ἔνθεη πολιτεία τοῦ μεγάλωναν καθημερινά. Στὸ μεταξύ του εἶχε ἀνατεθεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἀναγνώστη. Καὶ τὸ ἐκτελοῦσε μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ ταπείνωση καὶ ζῆλο. Μὲ τὴν κρυστάλλινη φωνὴ τοῦ διάβαζε τὰ σχετικὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα καὶ ζωντάνευε τὸ νόημα καὶ τὸ περιεχόμενό τους. Οἱ πιστοὶ ὁραματίζονταν στὸ πρόσωπο τοῦ τὸν μελλοντικὸ πνευματικό τους ἀρχηγὸ καὶ προσεύχονταν.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ πέθανε κι ὁ πατέρας του. Ὁ στοργικὸς νέος, ἀφοῦ ἐπετέλεσε γι’ αὐτὸν τὰ συνιστώμενα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καθήκοντα, φρόντισε νὰ πωλήσει ἀμέσως ὅτι κληρονόμησε καὶ νὰ μοιράσει τὰ χρήματα στοὺς φτωχούς. Ἔτσι, ἐλεύθερος πιὰ ἀπὸ τὶς κοσμικὲς φροντίδες κι ὑποχρεώσεις ἔσπευσε νὰ θέσει ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ κάτω ἀπὸ τὸν ἱερὸ ζυγὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ χειροτονηθεῖ διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ἡ χειροτονία ἔγινε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπό της Ἀμαθοῦντος Μνημόνιο, ποὺ εἶχε πολὺ ἐκτιμήσει τὴν ἀρετὴ Καὶ τὸν ζῆλο τοῦ νέου. Σ’ αὐτὸν μάλιστα ἀνέθεσε καὶ τὴ φροντίδα τοῦ κηρύγματος.
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ αὐτὴ ἀρχίζει γιὰ τὸν Ἅγιο ἕνας ἀγώνας συστηματικὸς κι ἀσταμάτητος μὲ στόχο τὴ φύλαξη καὶ ἐνίσχυση τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τὴ διαφώτιση καὶ διδασκαλία τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν. Τὸ κήρυγμά του ζωντανὸ καὶ θεόπνευστο, ἐνισχυμένο κι ἀπ’ τὸ δικό του ὑπόδειγμα ἀρετῆς κι ἕνα μεγάλο ἀριθμὸ θαυμάτων, στηρίζει καὶ ἐγκαρδιώνει τοὺς χριστιανούς. Ἑλκύει τοὺς καλόπιστους Ἰουδαίους. Καὶ κλονίζει συθέμελά της εἰδωλολατρίας τὰ θεμέλια. Πλῆθος προσήλυτων προσέρχεται καθημερινὰ στὸν φλογερὸ διδάσκαλο καὶ ζητᾶ νὰ πληροφορηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν περισσότερα γιὰ τὴ νέα πίστη. Κι ὁ Ἅγιος πρόθυμος πάντα κι ἀκούραστος διδάσκει καὶ διαφωτίζει καὶ προετοιμάζει καὶ ὁδηγεῖ στὸ Θεῖο Βάπτισμα. Καὶ τὸ ἔργο αὐτὸ τῆς ἁλιείας καὶ σωτηρίας ψυχῶν δὲν τὸ περιορίζει μονάχα στὴν πόλη ποὺ μένει, ἀλλὰ τὸ ἐπεκτείνει σ’ ὁλόκληρη τὴν ἐπισκοπικὴ περιοχή. Γι’ αὐτὸ κι ὅταν ὁ πνευματικὸς ποιμένας Μνημόνιος πέθανε ὅλος ὁ λαὸς στὸν Τύχωνα στράφηκε καὶ μ’ ἕνα στόμα τὸν ἀνέδειξε πρόεδρο τῆς ἐπισκοπῆς Ἀμαθοῦντος.
Ἀπὸ τὴ νέα του θέση ὁ Ἱερὸς Πατὴρ συνεχίζει μὲ μεγαλύτερο ἀκόμη ζῆλο καὶ εὐχέρεια τὰ ποιμαντορικὰ καθήκοντά του. Τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου «ποιμάνατε τὸ ἐν ὑμὶν ποίμνιον τοῦ Θεοῦ, ἐπισκοποῦντες μὴ ἀναγκαστῶς, ἀλλ’ ἑκουσίως, μηδὲ αἰσχροκερδῶς, ἀλλὰ προθύμως, μηδ’ ὡς κατακυριεύοντες τῶν κλήρων, ἀλλὰ τύποι γινόμενοι τοῦ ποιμνίου» (Ἃ’ Πέτρ. ε’, 2-3) ἦταν γι’ αὐτὸν ὁδηγός.
Σὰν καλὸς ποιμὴν ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος φρόντιζε πάντα νὰ προβάλλει στοὺς χριστιανοὺς καὶ σὲ ὅσους κατοικοῦσαν τὴν ἐπαρχία τοῦ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ζωντανὸ ὑπόδειγμα τῶν ὅσων κήρυττε. Ὑπόδειγμα καλοσύνης, ἀγάπης, ἀνεξικακίας, ἀρετῆς. Σὰν καλὸς γεωργὸς ἀνέλαβε μὲ ζῆλο καὶ ἐνθουσιασμὸ ἔνθεο τὴ διακονία του. Πόνος καὶ πόθος καὶ παλμὸς κι ἀγώνας του νὰ γνωρίσουν ὅλοι τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Ὀργάνωσε πληρέστερα τὸ κήρυγμα, τὴν ἔμπρακτη ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης, τὴ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. ὁ ἴδιος μὲ τὴ δύναμη τοῦ λόγου τοῦ συγκλόνιζε κυριολεκτικὰ τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν. Καὶ μὲ τὴν ὀργάνωση τῆς φιλανθρωπίας καὶ τὸ ἄδολο ἐνδιαφέρον γιὰ τοὺς πάσχοντες ἀδελφοὺς ἀγωνιζόταν νὰ ξαναζωντανέψει τὴν πρώτη χριστιανικὴ κοινωνία, στὴν ὁποία, ὅπως τονίζει ὁ εὐαγγελιστὴς «τοῦ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἣν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία» δηλαδὴ ὅλοι οἱ πιστοὶ ἀποτελοῦσαν μίαν ἁρμονικὴ καὶ πνευματικὴ κοινωνία.
Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ περισσότερο ἀπορρόφησε τὴν προσοχὴ τοῦ ἦταν ὁ ἐκχριστιανισμὸς τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, ποὺ κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος συνέχιζε ἀκόμη νὰ μένει προσκολλημένος σὰν στρείδι στὴν πλάνη καὶ τὰ εἴδωλά του. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ φλογερὸς Ἱεράρχης ἐπέδειξε ἀγωνιστικὴ διάθεση ζηλευτῆ.
Κάποια μέρα μιμούμενος κι αὐτὸς τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τοῦ μπῆκε σ’ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναὸ μ’ ἕνα φραγγέλιο στὸ χέρι κι ἔδιωξε ἀπ’ ἐκεῖ τὴν ἱέρεια τῆς Ἀρτέμιδος τὴ Μιαρανάθουσα, ἡ ὁποία τόλμησε νὰ τὸν ἐξυβρίσει. Μὲ παρρησία ἄρχισε νὰ τὴν ἐλέγχει γιὰ τὴν τυφλὴ ἐμμονή της στὴν ἀσέβεια καὶ τὴν εἰδωλολατρία. Τὸ θάρρος τοῦ Ἁγίου κι ἡ ἀρετὴ ποὺ ἀπέπνεε ἡ ὅλη του προσωπικότητα προκάλεσαν τέτοια ἐντύπωση στὴν ἱέρεια, ποὺ τὸ θαῦμα ἔγινε.
Ἡ Μιαρανάθουσα μὲ σεβασμὸ καὶ φόβο ζήτησε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο νὰ τὴν διαφωτίσει λεπτομερέστερο γιὰ τὴ νέα θρησκεία. Κι ὁ Ἅγιος το ἔκαμε. Στὸ τέλος ἡ Ἱέρεια πίστεψε. Μὲ συντριβὴ ψυχῆς ὁμολόγησε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ Θεὸ ἀληθινὸ καὶ δέχτηκε τὸ Βάπτισμα. Ἔτσι γίνηκε χριστιανὴ καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Εὐήθεια.
Λίγες μέρες πιὸ ὕστερα ἀπὸ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ οἱ εἰδωλολάτρες εἶχαν μεγάλη γιορτή. Ἄνδρες καὶ γυναῖκες βάδιζαν στὸν δρόμο καὶ χόρευαν καὶ τραγουδοῦσαν πίσω ἀπὸ τὸ εἴδωλο τῆς Ἀφροδίτης, ποὺ τὸ κρατοῦσαν ἱερεῖς τῆς θεᾶς. Κάποια στιγμὴ ἡ πομπὴ πέρασε ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸν Ἱερὸ ναὸ τῶν χριστιανῶν.
Ὁ ἅγιος Τύχων, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη, βγῆκε ἔξω μὲ τὸν ἱερὸ κλῆρο καὶ τὸν λαὸ καὶ βλέποντας τὴν εἰδωλολατρικὴ πομπὴ μὲ ἱερὴ ἀγανάκτηση φώναξε: «Σταματῆστε! Σταματῆστε». Κι ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾶ. Τὰ λόγια του, λόγια ἀληθινῆς ἀγάπης καὶ παρρησίας συγκίνησαν τὰ πλήθη ποὺ μόνα τους ἔσπευσαν νὰ σπάσουν τὸ εἴδωλο τῆς ψεύτικης θεᾶς τους καὶ νὰ ἀσπασθοῦν οἱ πιὸ πολλοὶ τὴ θρησκεία τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ βαπτιστοῦν.
Τὴ νίκη τοῦ Σταυροῦ φθόνησε ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους καὶ θέλησε νὰ δηλητηριάσει τὴ χαρὰ τῶν πιστῶν. Δύο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες ὁ Καλύκιος κι ἡ Κλεοπάτρα σὰν εἶδαν τόσους δικούς τους νὰ ἀπαρνοῦνται τὴν προγονικὴ θρησκεία γιὰ ν’ ἀσπασθοῦν κάποια ἄλλη, ἔτρεξαν καὶ κατήγγειλαν τὸν Ἅγιο στὸν ἄρχοντα τοῦ τόπου.
«Ὁ ἄνθρωπος αὐτός», τοῦ εἶπαν, «σκανδαλίζει τὸν λαό μας. Προχθὲς μὲ τὰ λόγια τοῦ παρέσυρε ἕνα πλῆθος ἀπ’ τοὺς δικούς μας, ποὺ στὸ τέλος τὸν πίστεψαν. Συντριψαν τὸ εἴδωλο τῆς μεγάλης θεᾶς μας καὶ τὸν ἀκολούθησαν. Λοιδόρησαν τὰ σεβάσματά μας κι ἔγιναν ὀπαδοὶ κάποιου καινούργιου Θεοῦ ποὺ τὸν σταύρωσαν οἱ ὁμοεθνεῖς του».
Σὲ λίγο ὁ Ἅγιος ὁδηγήθηκε μπροστὰ στὸν ἄρχοντα. Στὰ λόγια τῶν κατηγόρων τοῦ πρόβαλε μὲ θάρρος καὶ ἐπιχειρηματολογία ἀτράνταχτή το ψευδός της εἰδωλολατρίας καὶ κάλεσε ὅλους νὰ ἀποδεχθοῦν τὴ νέα πίστη, ἂν θέλουν νὰ σωθοῦν. Τὸ τέλος τῆς ἀπολογίας τοῦ ὑπῆρξε συγκινητικό. Ἕνας μεγάλος ἀριθμὸς μετανόησε, ἐγκατέλειψε τὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων καὶ προσχώρησε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Περίοδος ἀναγεννητική, φωτεινή, εὐλογημένη ὑπῆρξε ἡ ὅλη περίοδος τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Ἀμαθοῦντος Τύχωνος.
Ἕνας ἀγώνας ἐντατικὸς καὶ συνεχὴς γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ποιμνίου τοῦ ἦταν ὁλόκληρη ἡ ζωή του.
Ὅταν ἔφτασε ὁ καιρὸς ν’ ἀφήσει ὁ Ἅγιος τὸν πρόσκαιρο τοῦτο κόσμο, πῆγε σ’ ἕνα χωράφι τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ τὴ μέρα ποὺ τὸ θέριζαν. Ἐκεῖ σὰν μιλοῦσε μὲ τοὺς ἐργάτες του καὶ τοὺς ἔδινε σοφὲς συμβουλὲς καὶ εὐλογίες μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ ἀκούστηκε ἀπ’ ὅλους νὰ λέει:
— Τύχων! δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! Ἐργάτα ἀγαπημένε! Στὰ λίγα πού σου ἔδωσα ὑπῆρξες πιστός. Θὰ σὲ ἐγκαταστήσω σὲ πολλά. Καιρὸς νὰ ξεκουραστεῖς. Ἡ χαρὰ τοῦ Οὐρανοῦ σὲ περιμένει. Ἑτοιμάσου τώρα γι’ αὐτή.
Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μέρες ὁ Ἅγιος ἀρρώστησε. Ἀφοῦ κάλεσε κοντά του τὴ μητέρα του, ποὺ ζοῦσε ἀκόμη, κι ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό του, μίλησε σ’ αὐτοὺς γιὰ τὴ μέλλουσα ζωή, τοὺς παρηγόρησε, τοὺς συνέστησε νὰ μένουν πιστοὶ μέχρι θανάτου στὸν Κύριο, κι ὕψωσε τὰ μάτια καὶ τὰ χέρια στὸν Οὐρανὸ κι εἶπε: «Κύριε, εἰς χείρας Σου παρατίθημι τὸ πνεῦμα μου».
Ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ πέταξε μὲ μιᾶς κοντὰ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ ἀγάπησε μ’ ὅλη τὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς του.
Τὸ ἄκουσμα τοῦ θανάτου τοῦ Μεγάλου Ἱεράρχη συνεκίνησε βαθιά τα πλήθη τῶν χριστιανῶν τῆς Ἁγίας Νήσου. Ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς καὶ κόσμος πολὺς προσέτρεξε νὰ προσκυνήσει τὸ σκήνωμά του καὶ νὰ πάρει τὴν εὐλογία Του. Τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ κηδεύτηκε μ’ εὐλάβεια καὶ τοποθετήθηκε στὸ ἀριστερὸ κλίτος τῆς ἐκκλησίας. Τὰ πολλὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὅταν ἦταν στὴ ζωή, συνεχίστηκαν καὶ τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας του κι ἀργότερα ὡς τὰ σήμερα.
Ἕνα θαῦμα παράδοξο εἶναι καὶ τοῦτο:
Ὅταν ὁ Ἅγιος ζοῦσε, μερικοὶ ἐργάτες φύτευαν σ’ ἕνα χωράφι ἀμπέλι. Κάποια στιγμὴ ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς πέταξε σὰν ἄχρηστα μερικὰ ξερὰ κλήματα. Ἕνα τέτοιο ξερὸ κλῆμα πῆρε κι ὁ Ἅγιος κι ἀφοῦ προσευχήθηκε καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώσει βλάστηση καὶ ζωή, πλούσια καρποφορία, γλυκοὺς καὶ πρώιμους καρπούς, τὸ φύτεψε ἐπικαλούμενος τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Τὸ ξερὸ ἐκεῖνο κλῆμα ρίζωσε μὲ μιᾶς, ἔβγαλε φύλλα, ἀνθησε κι ἔκαμε σταφύλια ὥριμα καὶ γλυκά. Ἀπὸ τότε κάθε χρόνο τὸ θαῦμα ἐπαναλαμβάνεται.
Τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου, στὶς 16 Ἰουνίου, τὸ κλῆμα θὰ παρουσιάσει σταφύλια ὥριμα καὶ γλυκά, τὰ ὁποῖα προσφέρονται σὰν εὐλογία στοὺς πιστούς. Ὅσοι βλέπουν καὶ γεύονται τὸ σταφύλι αὐτό, νοιώθουν μίαν εὐεξία σωματικὴ καὶ μιὰ γαλήνη ἀπέραντη στὴν ψυχή.
Ἐκεῖ στὴν Ἀμαθούντα πρὸς τιμὴ τοῦ Μεγάλου Ἐπισκόπου ἔχει ἀνεγερθεῖ ἕνας Ἱερὸς Ναὸς μέσα στὸν ὅποιο ἡ ἀγάπη τῶν Κυπρίων ἐναπόθεσε ἀργότερα μὲ τιμὲς τὰ ἁγία λείψανά του, ποὺ ὡς τὰ σήμερα ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι ἰατρεῖο ἄμισθο ποικίλων νοσημάτων καὶ παθῶν.
Μὲ τὸν ὁλόψυχο σεβασμὸ ποὺ ἁρμόζει στοὺς χριστιανούς, ἃς πᾶμε κι ἐμεῖς νοερὰ ὡς ἐκεῖ, κι ἀφοῦ γονατίσουμε εὐλαβικά, μπροστὰ στὴ λάρνακα τῶν λειψάνων του, ἃς τοῦ ψάλλουμε βαθιὰ κι ἀπ’ τὴν καρδιὰ μᾶς τὸ ὄμορφο μεγαλυνάριό του:
Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός, χαίροις τὸ δοχεῖον, τῶν τοῦ Πνεύματος ἀγαθῶν χαίροις ὅ της Κύπρου, ἀνέσπερος δαδοῦχος, ὢ Τύχων Ἀμαθοῦντος Ποιμὴν μακάριε.
Ἀπολυτίκιο, ἦχος γ.’ Θείας Πίστεως.
Θείας ἔτυχες, ἱερατείας, νεύσει κρείττονι ἐκλελεγμένος, ὡς θεράπων τῆς Τριάδος ἐπάξιος- σὺ γὰρ τῶν ἔργων ἐκλάμπων ταῖς χάρισι, τὴν Ἐκκλησίαν ἐστήριξας θαύμασι. Τύχων Ὅσιε, Χριστῶν τὸν θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Πηγή: Synaxarion.Gr