27 Δεκεμβρίου

Α. Ἡ ἐκλογή του σὲ ἀρχιδιάκονο

Ὁ Ἅγιος Στέφανος, ὁ ἀρχιδιάκονος τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας καὶ πρωτομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, ἦταν Ἰουδαῖος, μαθητὴς τοῦ ξακουσμένου τότε νομοδιδασκάλου Γαμαλιὴλ. Αὐτὸν τὸν εὐλογημένο διάλεξε ὁ πιστὸς λαὸς τῶν Ἱεροσολύμων γιὰ διάκονο, πρῶτο μεταξὺ ἑπτὰ.

Ἐκεῖνες τὶς μέρες ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου στοὺς οὐρανοὺς τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν, μὲ τὸ καθημερινὸ κήρυγμα καὶ τὴν ὅλη ἁγιασμένη ζωὴ τῶν Ἀποστόλων, αὐξανόταν συνεχῶς.

Ἡ πρωτοχριστιανικὴ Ἐκκλησία εἶχε συνήθεια σὰν μιὰ ἐκδήλωση τῆς ἑνότητας ποὺ φέρνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ τελεῖ τὶς λεγόμενες ἀγάπες. Αυτές ἦταν συνεστιάσεις στὸ σπίτι κάποιου πιστοῦ, ὅπου μὲ δικά του ἔξοδα παρέθετε δεῖπνο στοὺς πτωχοὺς χριστιανούς. Πάντα δὲ, γινόταν μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν εὐλογία τοῦ κλήρου. Πάντοτε δὲ, ἐτελεῖτο σ ΄αὐτὲς καὶ μετὰ τὸ δεῖπνο τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας.

Οἱ Ἑλληνιστὲς ποὺ ἦταν Ἰουδαϊζοντες τῆς διασπορᾶς ποὺ μιλοῦσαν Ἑλληνικὰ γόγγυζαν πρὸς τοὺς Ἑβραίους ὅτι οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά τους παραμελοῦνταν στὴ καθημερινὴ διακονία. Ὅταν ἔμαθαν τὰ παράπονα αὐτὰ οἱ Ἀπόστολοι, προσκάλεσαν τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν καὶ τοὺς εἴπαν : “Δὲν μᾶς φαίνεται σωστὸ καὶ πρέπον νὰ ἐγκαταλείψουμε τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀναλάβουμε ἐμεῖς τὴ διακονία τῶν τραπεζῶν. Γὶ΄ αὐτὸ ἐξετάστε μὲ προσοχὴ καὶ διαλέξτε ἑπτὰ ἄνδρες μεταξύ σας. Νὰ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ Πνεῦμα Ἅγιο, γιὰ νὰ ἀναλάβουν τὴν εὐθύνη αὐτὴ. Ἐμεῖς θὰ ἀσχοληθοῦμε ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν διακονία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.”

Ὁ λόγος αὐτὸς ἄρεσε σὲ ὁλόκληρό το πλῆθος τῶν ὀπαδῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν μαζεύτηκαν καὶ συζήτησαν, διάλεξαν ἑπτὰ ἄνδρες πνευματέμφορους γιὰ νὰ ἀσχοληθοῦν μὲ τὴν ἐπιμέλεια τῶν πτωχῶν καὶ τὴ διανομὴ τῶν ἐλεημοσυνῶν. Πρῶτος ἦταν ὁ Στέφανος, ἄνδρας πλήρους πίστεως καὶ Πνεύματος Ἁγίου. Οἱ ἄλλοι ἕξι ἤταν : Φίλιππος, Προχορὸς, Νικάνωρ, Τίμωνας, Παρμενᾶς, Νικόλαος.

Ἀφοῦ ἔγινε ἡ ἐκλογὴ, ὁ λαὸς τοὺς ἔφερε μπροστὰ στοὺς δώδεκα Ἀποστόλους Οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι ἀφοῦ προσευχήθηκαν, ἔβαλαν πάνω τους τὰ Ἅγια χέρια τους καὶ τοὺς μετέδωσαν τὴν Θεία Χάρη. Γιατί χωρὶς τὴν χάρη εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀντεπεξέλθουν στὸ δύσκολο ἔργο τοὺς, ὅπως καὶ ὁ Ἰησοῦς μᾶς διδάσκει “ Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖ οὐδὲν “( Ἰωάν. ἴε, 5 ). Ἀπὸ τὴν πράξη αὐτὴ τῶν Ἀποστόλων γίνεται φανερὸ ὅτι τὰ διακονήματα μέσα στὴν ἐκκλησία εἶναι ἱερὰ. Ὅτι στὴν Ἐκκλησία χαρακτηριστικὸ δὲν εἶναι ὁ διορισμὸς ἀλλὰ ἡ χειροτονία ἡ εὐλογία. Ἡ ὑπηρεσία τοῦ διακόνου κατὰ τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας, ἐξομοιώνεται μὲ τοῦ ἀγγέλου. Ὁ ἄγγελος εἶναι ἕνας λειτουργὸς καὶ ἀγγελιοφόρος. Τὸ ἴδιο εἶναι καὶ ὁ διάκονος. Ὑψώνοντας μὲ μιὰ κίνηση τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ, μιὰ πανάρχαια συνήθεια, τὸ ὡράριο ( στενὸ κομμάτι ὑφάσματος ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν ὦμο ) ἀγγέλει καὶ διακηρύσσει.

Ὁ Στέφανος, πλήρης πίστεως καὶ δυνάμεως ἀνέλαβε τὴν θεάρεστη ἀποστολή του. Φρόντιζε ὁ μακάριος γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Χριστοῦ μὲ ἀγάπη. Ἡ ἐνοικοῦσα χάρη τοῦ Θεοῦ ξεχείλιζε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λόγια παρηγοριᾶς στὸν πόνο,τελοῦσε θαύματα καὶ ἕλκυε τὶς ψυχὲς στὸ σταυρικὸ δρόμο τῆς ἀγάπης. “ Τέρατα ἐποίει καὶ σημεῖα μεγάλα ἐν τῷ λαῶ “, καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ αὐξανόταν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους πίστευαν στὸν Χριστὸ.

Β. Γενναία ὁμολογία

Γινόταν κάποτε συζήτηση μεταξὺ Ἰουδαίων, Σαδδουκαίων, Φαρισαίων καὶ Ἑλληνιστῶν γιὰ τὸν Κύριο ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ. Ἄλλοι ἔλεγαν γιὰ τὸν Κύριο ὅτι εἶναι προφήτης, ἄλλοι ὅτι εἶναι πλάνος καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ ἀοίδιμος Στέφανος ἀφοῦ στάθηκε σὲ τόπο ψηλὸ, κήρυξε σὲ ὅλους τὴν πίστη του στὸ θεάνθρωπο Ἰησοῦ, λέγοντας “ Ἄνδρες ἀδελφοὶ, γιατί τόσο πληθύνθηκαν οἱ κακίες σας καὶ ταράσσεται ἡ Ἱερουσαλήμ ; Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ποὺ δὲ δέχτηκε στὴν καρδιὰ τοῦ δισταγμὸ γιὰ τὸν Κύριο. Γιατί Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἐγκατέλειψε τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας. Γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο τὴν ἁγία καὶ καθαρὴ, τὴ διαλεγμένη πρὶν ὁ κόσμος δημιουργηθεῖ. Αὐτὸς πῆρε τὶς ἀδυναμίες μας καὶ βάσταξε τὶς ἀσθένειές μας. Αὐτὸς ἔκαμε νὰ ἀναβλέψουν οἱ τυφλοὶ. Αὐτὸς καθάρισε τοὺς λεπροὺς καὶ Αὐτὸς ἔδιωξε τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοὺς δαιμονιζομένους.”

Ἀκούγοντας αὐτὰ οἱ Ἰουδαῖοι ὀργίστηκαν καὶ ἔφεραν τὸν Ἅγιο Στέφανο στὸ συνέδριο τῶν ἀρχιερέων γιὰ νὰ δικαστεῖ, γιατί δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντισταθοῦν στὴ σοφία καὶ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν ὁποία μιλοῦσε. Ἔπειτα παρουσίασαν ψευδομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν ἐναντίον τοῦ Ἁγίου,λέγοντας :” Ἐμεῖς τὸν ἔχουμε ἀκούσει νὰ λέει βλάσφημα λόγια γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν ναὸ “ Εἶχαν ὑποκινήσει τὸν λαὸ, τοὺς προεστοὺς τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς γραμματεῖς καὶ ψευδόμενοι ἔλεγαν : “ Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲ σταματᾶ νὰ βλασφημεῖ τὸν ἅγιο τόπο τοῦ ναοῦ καὶ τὸν νόμο. Τὸν ἔχουμε ἀκούσει νὰ λέει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, Αὐτὸς ποὺ δὲν κατόρθωσε νὰ σώσει τὸν ἑαυτό του, θὰ καταστρέψει τὸν τόπο αὐτὸν τὸν ἱερὸ καὶ θὰ ἀλλάξει τὰ ἱερὰ ἔθιμα καὶ τοὺς θεσμοὺς ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ Μωυσῆς.”

Ὅταν ἄκουσαν τὶς συκοφαντίες γιὰ τὸν πραότατο Στέφανο, γύρισαν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι στὸ συνέδριο γιὰ νὰ δοῦν τὸν κατηγορούμενο Ἅγιο, καὶ εἶδαν τὸ πρόσωπό του νὰ λάμπει σὰν πρόσωπο ἀγγέλου. Ἡ ὑπερφυσικὴ αὐτὴ λάμψη, μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἀναπαυόταν στὸν Ἅγιο Στέφανο, ἦταν ἕνα ὁλοζώντανο θαῦμα γιὰ τοὺς δικαστὲς, μιὰ χειροπιαστὴ εὐκαιρία γιὰ μετάνοια καὶ πίστη στὸν Χριστὸ. Τοὺς ἀπαντοῦσε, μὲ τὴν θεωμένη ὕπαρξή του, ὅτι ζοῦσε τὴν πίστη τῶν πατέρων τους καὶ δὲν θὰ ἦταν ποτὲ δυνατὸν νὰ τοὺς βλασφημήσει. Γιατί οἱ Ἰουδαῖοι γνώριζαν αὐτὴν τὴν οὐράνια λάμψη ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἴδιου του Μωυσέως. Θὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ ἔλεγαν οἱ ἀμετανόητοι στοὺς μάρτυρες ὅτι ψεύδονται καὶ νὰ τοὺς τιμωρήσουν.

Γ. Κήρυγμα ἀντὶ ἀπολογίας

Πὰρ΄ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐξαίσια ποὺ εἶδαν, τὰ ἀνθρώπινα πάθη καὶ ὁ ἐγωισμὸς τοὺς ἐμπόδισαν νὰ παραδεχτοῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε πνεῦμα Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ρώτησε ὁ ἀρχιερέας ἐὰν πράγματι ἀληθεύουν οἱ κατηγορίες. Τότε ὁ Στέφανος γεμάτος εἰρήνη καὶ θάρρος ἀπὸ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ ἀντὶ ἀπολογίας τοὺς ἔκανε κήρυγμα, διδάσκοντας τὰ παρακάτω :

“ Ὁ Θεὸς ὁ ἔνδοξος, ἐμφανίστηκε στὸν πατέρα μᾶς Ἀβραὰμ, ὅταν ἦταν ἀκόμα στὴ Μεσοποταμία καὶ πρὶν νὰ κατοικήσει στὴ Χαρρᾶν καὶ τοῦ εἶπε :” Βγὲς ἀπὸ τὴν πατρίδα σου καὶ ἀπὸ τὴν συγγένειά σου καὶ ἔλα στὴν χώρα ποὺ θὰ σοῦ δείξω.” Τότε ὁ Ἀβραὰμ συμμορφούμενος πρὸς τὴν ἐντολὴ αὐτὴ, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴ γῆ τῶν Χαλδαίων καὶ κατοίκησε στὴ Χαρρᾶν. Ἀπὸ ἐκεῖ ὅταν πέθανε ὁ πατέρας τοῦ, τὸν μετοίκησε ὁ Θεὸς στὴ γῆ Χαναᾶν, ὅπου ἐσεῖς τώρα κατοικεῖτε. Καὶ ὅσο ζοῦσε ὁ Ἀβραὰμ δὲν τοῦ ἔδωσε κληρονομιὰ στὴ γῆ αὐτὴ οὔτε μία σπιθαμὴ τόπο. Ὅμως ὑποσχέθηκε ὁ Θεὸς νὰ δώσει αὐτὴ τὴ χώρα σὲ αὐτὸν καὶ τοὺς ἀπογόνους του νὰ τὴν ἔχουν δική τους ἂν καὶ τότε δὲν εἶχε ὁ Ἀβραὰμ παιδί.

Μίλησε ἀκόμα ὁ Θεὸς ἔτσι στὸν Ἀβραάμ : “ ὅτι δηλαδὴ, θὰ παραμείνουν οἱ ἀπόγονοί του σὰν ξένοι σὲ χώρα ποὺ θὰ ἀνήκει σὲ ἄλλους. Οἱ ἐντόπιοί της χώρας ἐκείνης θὰ τοὺς ὑποδουλώσουν καὶ θὰ τοὺς κακομεταχειριστοῦν γιὰ τετρακόσια χρόνια “Καὶ τὸ ἔθνος ὅπου θὰ δουλεύουν σὰν σκλάβοι οἱ ἀπόγονοί του Ἀβραὰμ θὰ τὸ κρίνω ἐγὼ” εἶπε ὁ Θεός, “ Καὶ ὕστερα θὰ ἐξέλθουν ἀπὸ τὴν χώρα τῆς δουλείας καὶ θὰ μὲ λατρεύσουν στὸν τόπο αὐτὸ τῆς γῆς Χαναᾶν.” Καὶ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραὰμ διαθήκη, ποὺ βεβαιώθηκε μὲ περιτομὴ ποὺ ὑποβλήθηκε ὁ Ἀβραὰμ.Ἀργότερα γέννησε τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν περιέτεμε τὴν ὄγδοη μέρα τῆς γεννήσεώς του. Ὁ Ἰσαὰκ γέννησε τὸν Ἰακὼβ καὶ ὁ Ἰακὼβ γέννησε τοῦ δώδεκα πατριάρχες. Καὶ οἱ πατριάρχες ἐπειδὴ φθονοῦσαν τὸν Ἰωσὴφ, τὸν πούλησαν δοῦλο καὶ μεταφέρθηκε ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀγόρασαν στὴν Αἴγυπτο. Καὶ ἦταν ὁ Θεὸς μαζί του καὶ προστάτης του. Καὶ ἐλευθέρωσε αὐτὸν ὁ Θεὸς ἀπ¨ ὅλες τὶς θλίψεις του. Καὶ τοῦ ἐξασφάλισε εὔνοια τῆς αὐλῆς τοῦ βασιλιὰ τῆς Αἰγύπτου γιὰ τὴν συναίνεση καὶ τὴν σοφία ποὺ ἔδειξε, ὅταν ἐξηγοῦσε τὰ ὄνειρά του. Τέλος ὁ Φαραὼ τὸν ἔκανε ἡγεμόνα στὴν Αἴγυπτο καὶ στὰ ἀνάκτορά του.

Ἦλθε τότε πείνα σὲ ὅλη τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴ Χαναᾶν καὶ στεναχώρια μεγάλη. Δὲν βρίσκανε οἱ προγονοὶ μᾶς τροφὲς γιὰ τὸν ἑαυτό τους καὶ τὰ ποίμνιά τους. Ὅταν ἄκουσε ὁ Ἰακὼβ, ὅτι ὑπῆρχαν σιτηρὰ στὴν Αἴγυπτο, ἔστειλε ἐκεῖ κάτω τους προπάτορές μας γιὰ πρώτη φορὰ. Τὴν δεύτερη ἀναγνωρίστηκε ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς του. Ἔγινε τότε πολὺ γνωστὴ στὸν Φαραὼ ἡ οἰκογένεια τοῦ Ἰωσήφ. Ἀπέστειλε ὁ Ἰωσὴφ ὕστερα καὶ κάλεσε κοντά του τὸν πατέρα τοῦ Ἰακὼβ καὶ ὅλη τὴν οἰκογένειά του ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἑβδομήντα πέντε πρόσωπα.

Κατέβηκε ὁ Ἰακὼβ στὴν Αἴγυπτο καὶ πέθανε αὐτὸς καὶ οἱ δώδεκα πατριάρχες προπάτορές μας. Καὶ μεταφέρθηκαν τὰ ὀστᾶ τους στὴ Συχὲμ. Τοποθετήθηκαν στὸ μνῆμα ποὺ ἀγόρασε ὁ Ἀβραὰμ μὲ ἀντίτιμο ποὺ πληρώθηκε σὲ ἀσημένια νομίσματα ἀπὸ τοὺς γιοὺς τοῦ Ἐμμὸρ ποὺ ἔμενε στὴν Συχὲμ. Ὅταν πλησίαζε ὁ χρόνος ποὺ θὰ ἐκπληρωνόταν ἡ ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν Ἀβραὰμ, αὐξήθηκε στὴ δύναμη καὶ πληθύνθηκε ὁ λαὸς στὴν Αἴγυπτο. Μέχρι ποὺ ἀναδείχθηκε ἄλλος Φαραὼ, ποὺ δὲν γνώριζε τὶς ὑπηρεσίες ποὺ πρόσφερε ὁ Ἰωσὴφ στὸν Αἰγυπτιακὸ λαό.

Ὁ βασιλιὰς ἐκεῖνος μὲ δολιότητα καὶ πανουργία ζήτησε νὰ βλάψει τὸ γένος μας. Καὶ καταπίεσε τοὺς πατέρες μας καὶ τοὺς ἐξανάγκασε νὰ πετοῦν ἔκθετά τα βρέφη τους ὥστε νὰ μὴν διατηροῦνται στὴν ζωὴ. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τῆς καταπιέσεως γεννήθηκε ὁ Μωυσῆς ποὺ ἦταν ὡραῖος καὶ χαριτωμένος καὶ ἐνώπιον αὐτοῦ του Θεοῦ. Ἀνατράφηκε κρυφὰ γιὰ τρεῖς μῆνες μέσα στὸ σπίτι τοῦ πατέρα του. Ὅταν τὸν ἔριξαν ἔκθετο στὰ νερὰ τοῦ Νείλου, τὸν πῆρε ἀπὸ ἐκεῖ ἡ θυγατέρα τοῦ Φαραὼ καὶ τὸν ἀνέθρεψε γιὰ νὰ εἶναι δικός της καὶ γιὰ νὰ τὸν ἔχει σὰν θετὸ γιό της. Καὶ ἐκπαιδεύτηκε ὁ Μωυσῆς μὲ ὅλη τὴν σοφία τῶν Αἰγυπτίων.Ἦταν δυνατὸς τόσο στοὺς λόγους ὅσο καὶ σὲ δράση κοινωφελῆ γιὰ τὴ Αἴγυπτο.

Ὅταν συμπλήρωσε αὐτὸς ἡλικία σαράντα χρόνων, γεννήθηκε στὴν καρδιά του ἡ ἐπιθυμία νὰ ἐπισκεφθεῖ τοὺς ἀδελφούς του, τοὺς ἀπογόνους του Ἰσραὴλ, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ ἀπὸ κοντὰ τὴν κατάστασή τους. Καὶ ὅταν εἶδε κάποιον Ἰσραηλίτη νὰ ἀδικεῖται, τὸν ὑπερασπίστηκε. Ἐκδικήθηκε τὸν ὁμοεθνῆ του ποὺ καταπιεζόταν, φονεύοντας τὸν Αἰγύπτιο. Νόμιζε ὁ Μωυσῆς ὅτι οἱ ἀδελφοί του καὶ οἱ ὁμοεθνεῖς του θὰ ἔνοιωθαν ὅτι αὐτὸς θὰ τοὺς ἔφερνε τὴ σωτηρία καὶ τὴν ἀπελευθέρωσή τους ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους. Ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν τὸ κατάλαβαν καὶ τὴν ἑπόμενη μέρα παρουσιάστηκε ξαφνικὰ ὁ Μωυσῆς στοὺς ὁμοεθνεῖς του τὴν ὥρα ποὺ φιλονικοῦσαν. Τοὺς πρότρεψε νὰ εἰρηνεύσουν καὶ εἶπε “ Ἄνθρωποι ἐσεῖς εἴσαστε ἀδελφοὶ. Γιατὶ ἀδικεῖτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο ;”. Ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἀδικοῦσε τὸν πλησίον του, τὸν ἔσπρωξε καὶ τοῦ εἶπε : “ Ποῖος σὲ διόρισε ἄρχοντα καὶ δικαστῆ μας ; Μήπως θέλεις νὰ μὲ φονεύσεις ὅπως ἐφόνευσες ἐχθὲς τὸν Αἰγύπτιο ;”

Ἔφυγε τότε ὁ Μωυσῆς ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἐξαιτίας τοῦ λόγου τούτου, γιὰ νὰ μὴν τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὸν Φαραὼ. Καὶ κατοίκησε σὰν ξένος στὴν γῆ Μαδιὰμ, ὅπου γέννησε δύο γιοὺς. Καὶ ὅταν συμπληρώθηκαν ἄλλα σαράντα χρόνια ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ξενιτεύτηκε τοῦ ἐμφανίστηκε ἄγγελος Κυρίου μέσα σὲ φλόγα φωτιᾶς ποὺ ἔβγαινε μέσα ἀπὸ μία βάτο. Ὁ Μωυσῆς ὅταν εἶδε θαύμασε τὸ θέαμα αὐτὸ τῆς βάτου, ποὺ φλεγόταν χωρὶς νὰ καίγεται. Ὅταν προχώρησε κοντὰ γιὰ νὰ τὸ καταλάβει καλύτερα ἦλθε φωνὴ Κυρίου πρὸς αὐτὸν ποὺ τοῦ ἔλεγε : “ Ἐγὼ εἰμὶ ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου. Ὁ Θεὸς τοῦ Ἀβραὰμ, ὁ Θεὸς τοὺ Ἰσαάκ, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰακώβ. “. Ὁ Μωυσῆς καταλήφθηκε ἀπὸ φόβο καὶ δὲν τολμοῦσε νὰ παρατηρήσει καὶ νὰ ἐξετάσει τὸ ὅραμα. Τοῦ εἶπε ὁ Κύριος : “ Λύσε τὰ λουριὰ τῶν ὑποδημάτων σου καὶ βγάλε τὰ ὑποδήματά σου, γιατί ὁ τόπος ποὺ στέκεσαι εἶναι γῆ ἁγία. Εἶδα καὶ ξέρω καλὰ τὴν καταπίεση καὶ τὴν κακοπάθεια ποὺ ὑποφέρει ὁ λαός μου, ποὺ βρίσκεται στὴν Αἴγυπτο. Καὶ ἄκουσα τὸν στεναγμό του καὶ κατέβηκα γιὰ νὰ τοὺς ἐλευθερώσω. Καὶ τώρα ἔλα νὰ σὲ στείλω στὴν Αἴγυπτο.”

Τοῦτον τὸν Μωυσῆ ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν προστάτη τοὺς οἱ προγονοί μας καὶ τοῦ εἴπαν : “ Ποιὸς σὲ διόρισε ἄρχοντα καὶ δικαστῆ “, αὐτὸν τὸν ἴδιο, ὁ Θεὸς τὸν ἀπέστειλε ἄρχοντα καὶ ἐλευθερωτὴ τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ ἀποτελειώσει τὴν ἀποστολή του μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἀγγέλου, ποὺ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν χώρα τῆς δουλείας. Ἔκανε θαύματα καταπληκτικὰ καὶ ἀποδεικτικά της θείας δυνάμεως, στὴ χώρα τῆς Αἰγύπτου καὶ στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα καὶ στὴν ἔρημο γιὰ σαράντα χρόνια. Αὐτὸς εἶναι ὁ Μωυσῆς ποὺ εἶπε στοὺς Ἰσραηλίτες : “ Προφήτη θὰ σᾶς ἀναστήσει ὁ Κύριος ὁ Θεός σας ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς σας, ποὺ θὰ εἶναι νομοθέτης καὶ μεσίτης καὶ ἐλευθερωτὴς ὅπως ἐγὼ. Ἔχετε χρέος καὶ καθῆκον νὰ τὸν ὑπακούσετε. “

Ὁ Μωυσῆς αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ ἄνθρωπος ποὺ στὴν σύναξη τῶν Ἰσραηλιτῶν ποὺ ἔγινε στὴν ἔρημο γιὰ τὴν παραλαβὴ τοῦ νόμου μεσίτευσε μεταξύ του ἀγγέλου, στὸ ὅρος Σινὰ καὶ τῶν πατέρων μας, ποὺ δὲν ἄντεχαν νὰ ἐπικοινωνοῦν οἱ ἴδιοι μὲ τὸν ἄγγελο. Καὶ αὐτὸς ὁ Μωυσῆς παρέλαβε θεία λόγια ποὺ δίνουν στὶς ψυχὲς ζωὴ αἰώνια γιὰ νὰ τὰ παραδώσει σὲ ἐμᾶς. Σ΄ αὐτὸν τὸν Μωυσῆ δὲν θέλησαν οἱ προγονοί μας νὰ ὑπακούσουν. Ἀλλὰ τὸν ἀπώθησαν. Καὶ ὅσο ἑξαρτιόταν ἀπὸ τὴν πρόθεση καὶ τὴν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς τοὺς ἤθελαν νὰ γυρίσουν στὴν Αἴγυπτο.

Καὶ ἡ πρόθεσή τους αὐτὴ φανερώθηκε ὅταν εἶπαν στὸν Ἀαρών : “ Φτιάξε μᾶς Θεοὺς ποὺ θὰ μποῦνε μπροστά μας καὶ θὰ προπορεύονται σὰν προστάτες μας. Γιατί ὁ Μωυσῆς ποὺ μᾶς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν χώρα τῆς Αἰγύπτου, χάθηκε καὶ δὲν ξερουμε τί τοῦ συνέβηκε. “ Καὶ κατασκεύασαν χρυσὸ εἴδωλο μόσχου κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες καὶ προσέφεραν στὸ θυσιαστήριο θυσία στὸ εἴδωλο αὐτό. Πανηγύριζαν μὲ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη γιὰ τὰ ἔργα ποὺ ἔφτιαξαν μὲ τὰ χέρια τους. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἀπομακρύνθηκε ὁ Θεὸς ἀπὸ αὐτοὺς. Τοὺς ἐγκατέλειψε στὸ σκοταδισμὸ τῆς διανοίας τους γιὰ νὰ λατρεύουν τὰ πολυάριθμα ἄστρα τοῦ οὐρανοὺ, ὅπως τὸ γράφει στὸ βιβλίο τῶν προφητών : “ Ὢ, ἐσεῖς ποὺ ἀποτελεῖτε τὴν οἰκογένειά μου καὶ τοὺς ἀπογόνους του Ἰσραὴλ, σᾶς ρωτώ : μήπως μου προσφέρατε, γιὰ σαράντα χρόνια στὴν ἔρημο σφάγια καὶ θυσίες ; Όχι δὲν μοῦ προσφέρατε. Καὶ σηκώσατε στοὺς ὤμους σᾶς τὴ βέβηλη σκηνὴ τοῦ Μολὼχ, γιὰ νὰ τὴν μεταφέρετε σὰν ἱερὸ κειμήλιο, καὶ τὸ ἄστρο τοῦ Θεοῦ σᾶς Ρεμφᾶν, τὰ εἴδωλα ποὺ κάνατε γιὰ νὰ τὰ προσκυνᾶτε. Καὶ γιὰ τιμωρία σας θὰ μετοικήσω σὲ τόπο πολὺ μακρινὸ, πέρα ἀπὸ τὴν Βαβυλώνα. “ Ἡ ἱερὴ ὅμως σκηνὴ, ὅπου ὁ Θεὸς ἔδινε τὴν μαρτυρία τοῦ θελήματος καὶ τῆς παρουσίας τοῦ ἦταν στὴν ἔρημο. Ἔτσι διέταξε ἐκεῖνος ποὺ μιλοῦσε στὸν Μωυσῆ, νὰ τὴν κατασκευάσει, σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπο ποὺ εἶδε στὸ Ὅρος. Τὴ σκηνὴ αὐτὴ μετὰ τὸν Μωυσῆ τὴν παρέλαβαν οἱ διάδοχοί του, οἱ προγονοὶ μᾶς, μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Τὴν ἔμπασαν στὴν κυριευμένη χώρα τῶν ἐθνικῶν, ποὺ τοὺς ἔκανε ἔξωση ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν σὲ αὐτὴ τὴ χώρα οἱ προγονοί μας καὶ ἔμεινε ἐκεῖ ἡ σκηνὴ ὡς τὴν ἐποχὴ τοῦ Δαυὶδ, ποὺ βρῆκε χάρη ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ ζήτησε νὰ κατασκευάσει κατοικία γιὰ τὸν Θεὸ τοῦ Ἰακὼβ. Στὸ τέλος ὁ Σολομῶν ἀξιώθηκε νὰ κτίσει τὸν οἶκο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. ‘Ὅμως ὁ Ὕψιστος Θεὸς δὲν κατοικεῖ σὲ ναοὺς ποὺ κατασκευάζονται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας : “Θρόνος γιὰ μένα εἶναι ὁ οὐρανὸς, ὁλόκληρη ἡ γῆ εἶναι τὸ στήριγμα ποὺ ἀκουμποῦν τὰ πόδια μου. Ποιὸν οἶκο μπορεῖτε νὰ κτίσετε σὲ μένα, ποῦ δὲν μὲ χωρεῖ ὁλόκληρος ὁ κόσμος ; “ λέγει ὁ Κύριος. “ Ἢ ποιὸς θὰ εἶναι ὁ τόπος τῆς μόνιμης ἀναπαύσεως μού ; Δεν εἶναι τὸ παντοδύναμο χέρι μου, ποῦ δημιούργησε ὅσα ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποί μου προσφέρετε ; “

Καὶ ἐπειδὴ τὰ μέλη τοῦ συνεδρίου ἄρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν, ἐλέγχοντάς τους ὁ Στέφανος τοὺς λέγει : “Σκληροτράχηλοι καὶ ἀναίσθητοι στὴν καρδιὰ καὶ τὰ αὐτιὰ σᾶς ! Πάντοτε ἀντιτάσσεσθε ἐσεῖς στὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Ὅπως οἱ πατέρες σας ἔτσι καὶ ἐσεῖς. Ποιὸν ἀπὸ τοὺς προφῆτες δὲν κατεδίωξαν οἱ προγονοὶ σας καὶ φόνευσαν ἐκείνους ποὺ προανάγγειλαν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία, τοῦ ὁποίου τώρα ἐσεῖς ἔχετε γίνει προδότες καὶ φονιάδες ; Εσείς ποὺ πήρατε τὸν νόμο ποὺ διέταξε ὁ θεὸς μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ δὲν τὸν φυλάξατε ! “

Δ. Μαρτυρικό τέλος

Ἐνῶ ἄκουγαν αὐτὰ οἱ σκληρόκαρδοι καὶ ἀμετανόητοι Ἰουδαῖοι, σχίζονταν οἱ καρδιές τους ἀπὸ ἀγανάκτηση καὶ ἔτριζαν τὰ δόντια τοὺς ἐναντίων του Στέφανου. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὁ Θεοφθόγγος ἀρχιδιάκονος, δεχόμενος τὶς ἐλλάμψεις τῆς Θείας Χάριτος, ὥστε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του νὰ γεμίζει ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀτενίζει πρὸς τὸν οὐρανὸ καὶ βλέπει “ δόξαν Θεοῦ καὶ Ἰησοῦν ἐστώτα ἐκ δεξιῶν του Θεοῦ “. Και ἐνῶ ἀντικρίζει ὁ Στέφανος τὴν θεόσταλτη θεωρία, γυρίζει μὲ ἁπλότητα μικροῦ παιδιοῦ καὶ λέει στοὺς κατηγόρους του : “ Νὰ, βλέπω τοὺς οὐρανοὺς ἀνοιγμένους καὶ τὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου νὰ στέκεται στὰ δεξιά του Θεοῦ. “

Ὅταν ἄκουσαν τὴν θεία ὀπτασία τοῦ Ἁγίου οἱ Ἰουδαῖοι, τὴ νόμισαν οἱ πλανεμένοι ὡς βλασφημία ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καὶ κράζοντας μὲ φωνὴ μεγάλη καὶ βουλώνοντας τὰ αὐτιά τους, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀκοῦνε “ ὅρμησαν ὁμοθυμαδὸν ἒπ αὐτὸν “. Τὸν ἅρπαξαν, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν. Ὃ μακάριος Στέφανος ἐνῶ οἱ λίθοι πλήγωναν θανάσιμά το Ἅγιο σῶμα τοῦ, ἐπικαλοῦνταν τὸν Κύριο καὶ ἔλεγε : “Κύριε Ἰησοῦ δέξου τὸ πνεῦμα”. Τέλος ἀφοῦ γονάτισε, μιμούμενος τὸν σταυρωμένο Χριστὸ, ἔκραξε μὲ φωνὴ μεγάλη : “ Κύριε μὴν τοὺς λογαριάσεις την ἁμαρτία αὐτή. “

symeon_styliteSDECEMBRὉ ἁγιώτατος Στέφανος ὑφίσταται μαρτυρικὸ θάνατο γιατί ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ, μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ, τὴν ἰσχὺ καὶ τὴν διάνοιά του, μὲ ὅλο το εἶναι του. Καὶ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς δὲν τὸν ἄφησε ὀρφανὸ. Παρακάλεσε τὸν Πατέρα του καὶ τοῦ ἔστειλε αἰσθητὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Ὄχι τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, ἀλλὰ πολὺ πιὸ πρὶν. Πρὶν ἀκόμα γίνει διάκονος. Τότε ποὺ ἔδωσε ὁλοκληρωτικὰ τὸν ἑαυτό του στὸν Θεό. Τὴν ὥρα τοῦ μαρτυρίου οἱ τελευταῖες λέξεις του. φανερώνουν καὶ τὴν τελειότητα τῆς ἀγάπης του. Τὴν ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς. Ποιὸς ἔδωσε τόση ἀγάπη στὸν Στέφανο ; Οι ἅγιοι πατέρες μας ποὺ τὴν διδάχθηκαν ἀποφαίνονται : τὸ Ἅγιο Πνεῦμα διδάσκει ἀρρήτως τὴ ψυχὴ νὰ ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὸ ποὺ διδάχθηκαν οἱ πατέρες μας δὲν ἦταν παρὰ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὑποσχέθηκε : “Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὁ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν ὀνοματί μου, ἐκεῖνο ὑμᾶς διδάξει πάντα. “( Ἰωάν. ιδ, 26 )

Καὶ μὲ τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ. Μὲ τὸ μαρτύριό του ὁ Πρωτομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, καταγκρέμμισε τὸν ἀντίδικο διάβολο. Ἀφοῦ κοιμήθηκε μὲ τὸν γλυκὸ ὕπνο τοῦ μαρτυρίου πῆραν τὸ σῶμα τοῦ ἄνδρες εὐλαβεῖς κι ἀφοῦ τὸ τοποθέτησαν μέσα σὲ ἕνα κιβώτιο, τὸ σφράγισαν καὶ τὸ ἀπόθεσαν στὰ πλάγια μέρη τοῦ ναοῦ. Τότε ὁ νομοδιδάσκαλος Γαμαλιὴλ καὶ ὁ γιὸς τοῦ Ἀβελβοὺλ, πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίστηκαν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ὁ λιθοβολισμὸς τοῦ ἁγίου Στεφάνου ἔγινε τὸν τρίτο χρόνο μετὰ τὴν ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ.

Ε. Ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ λειψάνου του

Πέρασαν τριακόσια τέσσερα χρόνια ἀπὸ τὸ μαρτύριό του. Πέρασαν οἱ διωγμοὶ ποὺ ὁδήγησαν στὴν τελείωση χιλιάδες μάρτυρες. Εἰρήνη διαδέχτηκε τὴν ταραχὴ καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀπολάμβανε ἐλευθερία καὶ ἡσυχία. Τὰ βασανιστήρια τῶν τυράννων σταμάτησαν. Γιατί βασίλευε ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ εὐσεβέστατος καὶ πρῶτος βασιλιὰς τῶν Χριστιανῶν. Τότε φανερώθηκε καὶ ὁ πολύτιμος θησαυρὸς, τὸ ἁγιότατο λείψανο τοῦ πρωτομάρτυρα Στεφάνου ὡς ἐξής :

Στὴν ἴδια πόλη ποὺ ἦταν κρυμμένο τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου κατοικοῦσε ἕνας γέροντας ποὺ λεγόταν Λουκιανὸς.Ἦταν ἱερέας στὸ ἀξίωμα καὶ εὐσεβὴς στὴ ζωὴ. Σὲ αὐτὸν φάνηκε τρεῖς φορὲς ὁ Ἅγιος Στέφανος καὶ τοῦ ἔδειξε τὸν τόπο ποὺ βρισκόταν κρυμμένο τὸ λείψανό του. Ὁ ἱερέας φανέρωσε τὴν ὀπτασία αὐτὴ στὸν τότε πατριάρχη Ἱεροσολύμων, Ἰωάννη.Ὁ πατριάρχης φωτισμένος τὴν ὥρα ἐκείνη τῆς διηγήσεως, ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πείστηκε καὶ μὲ χαρὰ πῆγε στὸν τόπο ποὺ ἀποκάλυψε ὁ ἅγιος μὲ πολλοὺς κληρικοὺς. Ἀφοῦ ἔσκαψαν, βρῆκαν τὴν θήκη στὴν ὁποία ἦταν τοποθετημένο τὸ ἅγιο λείψανο. Τὴν ἴδια ὥρα σεισμὸς μεγάλος τράνταξε τὴν γῆ. Εὐωδία οὐράνια πλημμύρισε τοὺς παρευρισκομένους. Ψηλὰ ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ἀκούγονταν οἱ ἀγγελικὲς δοξολογίες “ Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία “. Ὅλα γιόρταζαν στὴν εὕρεση τοῦ ἁγίου λειψάνου. Ἡ κτίση τὰ κτίσματα ὁ Κτίστης. Ἡ κτίση μὲ τὸν σεισμὸ. Τὰ κτίσματα, οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν χαρὰ καὶ τὸ δέος, μαζὶ καὶ οἱ ἄγγελοι μὲ τὴν δοξολογία. Καὶ ὁ Κτίστης, ποὺ ἄπειρα ἀγαπᾶ τὰ δημιουργήματά του, μὲ τὴν εὐωδία ποὺ δὲν ἦταν παρὰ αὐτὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ζοῦσε μέσα στὸν ἅγιο Στέφανο. Πρῶτος προσκύνησε τὸ ἅγιο λείψανο ὁ πατριάρχης. Ἀκολούθησαν οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ παρευρισκόμενος λαὸς. Μετὰ τὸ σήκωσαν μὲ εὐλάβεια καὶ μὲ λαμπάδες, ψαλμωδίες καὶ θυμιάματα καὶ ὅλη τὴν πρέπουσα τιμὴ τὸ μετέφεραν στὴν Ἱερουσαλὴμ. Ἀργότερα κτίσθηκε καὶ ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου ἀπὸ κάποιον ἄρχοντα συγκλητικὸ τὸν Ἀλέξανδρο. Μέσα στὸν ναὸ ἐκεῖνο, τοποθετήθηκε μὲ τὶς εὐλογίες τοῦ πατριάρχη τὸ λείψανό του.

ΣΤ. Μεταφορὰ στὴν Κωνσταντινούπολη

Ὕστερα ἀπὸ ὀκτὼ χρόνια οταν βασίλευε ὁ Κωνσταντῖνος καὶ πατριάρχευε στὴν βασιλίδα τῶν πόλεων ὁ θεῖος Μητροφάνης, μεταφέρεται ἐκεῖ μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Στεφάνου, ἀπὸ τὴν γυναίκα τοῦ Ἀλεξάνδρου, τὴν Ἰουλιανὴ. Στὴν διαδρομὴ, ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα μέχρι τὴν Κωνσταντινούπολη, συνέβησαν πολλὰ θαυμαστὰ.

Ὅταν ἔφθασαν στὴν πόλη τῆς Ἁγίας Σοφίας, μαθεύτηκε παντοῦ ὁ ἐρχομὸς τοῦ ἁγίου λειψάνου. Ὁ εὐσεβέστατος βασιλιὰς Κωνσταντῖνος ὅταν πληροφορήθηκε τὰ πολλὰ θαυμαστὰ ποὺ συνέβησαν κατὰ τὴν διαδρομὴ, γέμισε ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Εἰδοποίησε τὸν πατριάρχη, τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαὸ νὰ βγοῦν νὰ προυπαντήσουν τὸ ἅγιο λείψανο. Καὶ ἔτσι ὅλοι οἱ χριστιανοὶ, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, κλῆρος καὶ λαὸς, τὸ ἔφεραν στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα μὲ μέγιστη τιμὴ καὶ εὐλάβεια.

Πάμπολλα εἶναι τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν ὥστε εἶναι ἀδύνατον νὰ περιγραφοῦν ἀκριβῶς. Τὰ μουλάρια, ποὺ ἔσερναν τὴν ἅμαξα, ποὺ ἦταν τὸ ἅγιο λείψανο, ὅταν ἔφθασαν σὲ ἕναν τόπο λεγόμενο Κωνσταντινιὲς σταμάτησαν.Ἐπειδὴ κτυποῦσαν τὰ ζῶα νὰ προχωρήσουν, ἕνα μουλάρι μίλησε μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ εἶπε “ Γιατί μᾶς δέρνετε ; Εδώ πρέπει νὰ ἀποτεθεῖ τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου.” Αὐτὴ τὴ φωνὴ τὴν ἄκουσαν ὁ πατριάρχης καὶ ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι, δόξασαν τὸν Θεὸ μεγαλοφώνως. Ὅταν ἔμαθε ὁ βασιλιὰς τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, ἔμεινε κατάπληκτος. Πρὸς δόξα καὶ αἶνο τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἔκτισε στὸν τόπο ἐκεῖνο ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου Στεφάνου.Στὸν ναὸ αὐτὸ τελεῖται κάθε χρόνο ἡ σύναξη καὶ ἡ ἑορτὴ τοῦ ἀρχιδιακόνου καὶ πρωτομάρτυρα τῆς ἐκκλησίας μᾶς, ἁγίου Στεφάνου.

Ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στὶς 27 Δεκεμβρίου καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του στὶς 2 Αὐγούστου.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄

Βασίλειον διάδημα, ἐστέφθη σὴ κορυφὴ ἐξ ἄθλων ὧν ὑπέμεινας ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ.Μαρτύρων πρωτοάθλε σὺ γὰρ τὴν Ἰουδαίων ἀπέλεγξας μανίαν, εἶδες σου τὸν Σωτήρα τοῦ Πατρὸς δεξιόθεν. Αὐτὸν οὒν ἀκδυσώπει ἀεὶ ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.

Κοντάκιον Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ὁ Δεσπότης χθὲς ἠμὶν, διὰ σαρκὸς ἐπεδήμει καὶ ὁ δοῦλος σήμερον, ἀπὸ σαρκὸς ἐξεδήμει, χθὲς μὲν γὰρ, ὁ βασιλεύων σαρκὶ ἐτέχθει, σήμερον δὲ ὁ οἰκέτης λιθοβολεῖται, διὰ αὐτὸν καὶ τελειοῦται ὁ Πρωτομάρτυρας καὶ θεῖος Στέφανος.

http://clubs.pathfinder.gr