Ὁ σεπτὸς πατριαρχικὸς θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὴ δισχιλιόχρονη ἱστορική του πορεία ἀνάδειξε μιὰ πληθώρα ἁγίων Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι λαμπρύνουν τὴν Ἐκκλησία μας.
Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρξε ὁ ἅγιος Μητροφάνης, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ἕνας ὄντως σπουδαῖος ἄνδρας, ὁ ὁποῖος διαδραμάτισε τὸ δικό του ρόλο στὴν μετὰ τοὺς διωγμοὺς ἐποχὴ τῆς Ἐκκλησίας μας.

Γεννήθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 3ου αἰώνα καὶ εἶχε ἀριστοκρατικὴ καταγωγή. Ὑπῆρξε γιὸς τοῦ εἰδωλολάτρη Ρωμαίου εὐγενοῦς Δομετίου, ἀδελφοῦ τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης Πρόβου (276-282).
Ὁ Δομέτιος εἶχε ἀποκτήσει δύο γιούς, τὸν Πρόβο καὶ τὸν Μητροφάνη, στὰ ὁποῖα ἔδωσε σοβαρὴ μόρφωση. Ὁ Μητροφάνης διακρίνονταν γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα του, τὴν πραότητά του καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή του.

Ὁ Δομέτιος, ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ καλῶν προαιρέσεων, συναισθάνθηκε τὴν παραδοσιακὴ εἰδωλολατρικὴ θρησκεία ὡς ἀνάξια τοῦ χαρακτήρα του καὶ ἀσφυκτιοῦσε μέσα στὸ δεισιδαῖμον παγανιστικὸ περιβάλλον.
Ἡ λατρεία τῶν ψεύτικων, ἀνήθικων καὶ ἐν πολλοῖς γελοίων παγανιστῶν «θεῶν» δὲν τὸν συγκινοῦσε καὶ γι’ αὐτὸ κάποια στιγμὴ ἔπαψε νὰ συμμετέχει στὶς εἰδωλολατρικὲς θρησκευτικὲς τελετὲς καὶ ἐκδηλώσεις καὶ ἄρχισε νὰ ψάχνει τὴν πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεό.
Μάλιστα γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τοὺς ἐλέγχους καὶ τὶς πιέσεις τοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος, ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ ἐγκαταστάθηκε, μὲ τὴν οἰκογένειά του, στὸ Βυζάντιο, τὴν ἀποικία τῶν Μεγαρέων, ἡ ὁποία ἔμελλε νὰ ἀναδειχθεῖ ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων.
Ἐκεῖ γνωρίστηκε μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Βυζαντίου Τίτο (1), μὲ τὸν συνδέθηκε μὲ φιλία, κατηχήθηκε στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔλαβε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του.
Ὁ Ἐπίσκοπος Τίτος ἐκτίμησε πολὺ τὸν Δομέτιο, τὸν ὁποῖο προόρισε γιὰ διάδοχό του στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο. Χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καὶ ποίμανε τὸ Βυζάντιο γιὰ λίγους μῆνες τὸ 272, παραδίδοντας, μὲ τὴ σειρά του, τὸ θρόνο στὸν Ρουφίνο (272-303). Κατόπιν ἐκλέχτηκε Ἐπίσκοπος ὁ γιὸς τοῦ Δομέτιου Πρόβος (303-306) καὶ ἐν συνεχεία ἐκλέχτηκε Ἐπίσκοπος ὁ ἄλλος γιός του, ὁ Μητροφάνης (306-314).
Ἔμεινε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἑπτὰ χρόνια καὶ θεωρεῖται ὁ τελευταῖος Ἐπίσκοπός τῆς μικρῆς πόλης τοῦ Βοσπόρου, πρὶν σὲ αὐτὴ μεταφερθεῖ ἡ πρωτεύουσα τοῦ Κράτους καὶ ἀναδειχθεῖ ἡ βασιλίδα τῶν πόλεων.
Ἡ ἐπισκοπική του διακονία εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὴν παύση τῶν διωγμῶν τῶν Χριστιανῶν, μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ περιφήμου Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ποὺ εἶχε ὑπογράψει ὁ Μ. Κωνσταντῖνος μὲ τὸν συναυτοκράτορά του Λικίνιο τὸ 313.
Ἕνας εὔρωστος νέος κόσμος ἔκαμε τὴν ἐμφάνισή του, μπροστὰ στὸν ἀπόλυτα γερασμένο καὶ παρηκμασμένο παλιὸ κόσμο τῆς εἰδωλολατρίας καὶ δεισιδαιμονίας.
Ἡ Ἐκκλησία, ἂν καὶ βαριὰ τραυματισμένη ἀπὸ τοὺς σκληροὺς διωγμοὺς τριῶν αἰώνων, ἀπὸ τὸ εἰδωλολατρικὸ ρωμαϊκὸ κράτος καὶ τὰ ἀδίστακτα εἰδωλολατρικὰ ἱερατεῖα, ἔδειξε τὴ ζωτικότητά της καὶ φανέρωσε ὅτι τὸ μέλλον τοῦ κόσμου εἶναι δικό Της.
Μὲ τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων δόθηκε ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς πίστεως σὲ ὅλους τούς πολίτες τῆς ἀπέραντης αὐτοκρατορίας, τῆς ὁποίας τὰ ὅρια συνέπιπταν σχεδὸν μὲ αὐτά του τότε γνωστοῦ κόσμου.
Ὁ νέος μεγάλος ἡγέτης τοῦ κράτους Κωνσταντῖνος (306-337), διεῖδε ὅτι τὸ μέλλον ἀνήκει στὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ γι’ αὐτὸ ἀνάλαβε τὴν ὑποστήριξη τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ παραγκωνίζει τὶς ἄλλες πίστεις, ἀκόμα καὶ τὴν εἰδωλολατρία.
Γιὰ νὰ ἀφήσει πίσω τό εἰδωλολατρικὸ παρελθόν, ἀποφάσισε νὰ μεταφέρει τὴν πρωτεύουσα τοῦ κράτους ἀπὸ τὴ Ρώμη στὸ Βυζάντιο, διότι κατάλαβε τὸ μοναδικὸ στρατηγικὸ σημεῖο τῆς πόλεως. Ἀφότου ἔγινε μονοκράτορας (324), ἄρχισε νὰ κτίζει τὴ νέα πρωτεύουσα, ἀποφασίζοντας νὰ τὴν καταστήσει λαμπρότερη ἀπὸ τὴν παλαιὰ Ρώμη.
Ὁ Ἐπίσκοπος Μητροφάνης ἀνάλαβε νὰ οἰκοδομήσει τοὺς περίλαμπρους ναούς, ὥστε νὰ καταστεῖ ἡ νέα πρωτεύουσα κέντρο τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Ὁ ἅγιος αὐτὸς Ἐπίσκοπος ἔβαλε τὰ θεμέλια τῶν μετέπειτα περίλαμπρων ναῶν τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας, τῆς Ἁγίας Εἰρήνης καὶ τῆς Ἁγίας Δυνάμεως, μὲ τὴν ἀρωγὴ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος τὸν σέβονταν καὶ τὸν ἐμπιστεύονταν. Ἐπίσης ἐντόπισε στὴν Ἱερουσαλὴμ τοὺς δώδεκα κοφίνους, τοὺς ὁποίους εἶχε γεμίσει ὁ Κύριος θαυματουργικὰ μὲ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν πέντε ἄρτων (Ματθ.14,14-22), τοὺς ὁποίους μετέφερε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Θεωροῦσε τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα ὕψιστη ἐκκλησιαστικὴ διακονία καὶ γι’ αὐτὸ φρόντισε νὰ ἀσκήσει τὴν ποιμαντορία του μὲ ἀκρίβεια καὶ φόβο Θεοῦ. Παροιμιώδης ὑπῆρξε ἡ ταπεινοφροσύνη του καὶ ἡ καλοσύνη του.
Χιλιάδες ἀναξιοπαθοῦντες ἔβρισκαν καταφύγιο, παρηγοριὰ καὶ βοήθεια σὲ αὐτόν. Ὑπῆρξε ἐπίσης καὶ ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καὶ τῆς καλλιέργειας τῶν ἀρετῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀντάμειψε μὲ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ἀλλὰ ὁ Μητροφάνης βρισκόταν σὲ βαθὺ γῆρας καὶ τοῦ ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀσκήσει τὰ ἐπισκοπικά του καθήκοντα. Γι’ αὐτὸ παρεχώρησε τὸ θρόνο στὸν ἄξιο διάδοχό του ἅγιο Ἀλέξανδρο (314-336). Ὅμως δὲν ἔμεινε μακριὰ ἀπὸ τὰ προβλήματα τοῦ θρόνου.(3)
Αποτέλεσμα εικόνας για ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΜΗΤΡΟΦΑΝΗ ΚΩΣΤὍταν τὸ 325 συγκλήθηκε ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος γιὰ νὰ καταδικάσει τὸν αἱρεσιάρχη Ἄρειο, ὁ Μητροφάνης θεώρησε χρέος του νὰ συμμετάσχει καὶ αὐτός. Ἀλλὰ ἤδη διένυε τὸ 117 ἔτος τῆς ἡλικίας του καὶ ἦταν κατάκοιτος.
Γι’ αὐτὸ κάλεσε τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὸν Παῦλο Ἀναγνώστη τὸν Ὁμολογητή, νὰ τὸν ἀντιπροσωπεύσουν, δίνοντάς τους ρητὲς ἐντολὲς γιὰ τὴν ὁμολογιακὴ στάση, ποὺ πρέπει νὰ κρατήσουν στὴν Σύνοδο.(4) 
Κοιμήθηκε εἰρηνικὰ στὶς 4 Ἰουνίου τὸ 327, ἀφοῦ ἔλαβε πρὶν πληροφορία τοῦ θανάτου του ἀπὸ ἄγγελο Κυρίου.
Ὁ λαὸς θρήνησε τὸν σεβάσμιο καὶ ἅγιο Ἐπίσκοπό του, ὅπως καὶ ὁ αὐτοκράτορας Μ. Κωνσταντῖνος, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κτιστεῖ στὴν Πόλη ναὸς ἐπ’ ὀνόματί του, ὅπου εἶχε ἀναστηλωθεῖ καὶ εἰκόνα του.
Σύμφωνα μὲ κάποιους μελετητὲς ὁ ναὸς τοῦ ἁγίου Μητροφάνη βρισκόταν κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Ἀκακίου, στὸ Ἑπτάσκαλο, ὅπου φυλάσσονταν τὰ τίμια λείψανά του, τὰ ὁποῖα ἐπιτελοῦσαν ἄπειρα θαύματα. Ἡ τίμια κάρα τοῦ φυλάσσεται σήμερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Δοχειαρίου Ἁγίου Ὅρους, ἡ ὁποία εὐωδιάζει καὶ θαυματουργεῖ.
Ἡ Μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στὶς 4 Ἰουνίου.

Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητοῦ | Romfea.gr


Ἐκ τοῦ Συναξαριστοῦ Ἁγίου Νικοδήμου

(1) Ὁ Τίτος οὗτος λέγεται καὶ Τράτος, ὅστις ἐπατριάρχευσεν ἐν ἔτει σμα΄ [241], ἐπὶ Γορδιανοῦ καὶ Φιλίππου τοῦ Ἄραβος, τοῦ πατρὸς τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, Δεκίου, Γάλλου, Αἱμιλιανοῦ, Οὐαλλεριανοῦ, Γαληΐνου, Κλαυδίου, Κεντυλιανοῦ, Αὐρηλιανοῦ, Τακίτου, Φλωριανοῦ, καὶ Πρόβου, καὶ ἐπεσκόπησεν ἔτη λε΄.

(3) Οὗτος ἐπεσκόπησεν ἐν ἔτει τκ΄ [320], ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, καὶ ἔμεινεν εἰς τὴν ἐπισκοπὴν χρόνους ιβ΄. (Ὅρα σελ. 318 τοῦ πρώτου τόμου τοῦ Μελετίου).

(3) Περὶ τοῦ Ἁγίου τούτου Μητροφάνους, καὶ ταῦτα προστίθεται παρὰ τῷ αὐτῷ Μελετίῳ. Ὅτι ἐκηρύχθη πρῶτος Πατριάρχης τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπὸ τὴν Πρώτην Οἰκουμενικὴν Σύνοδον. Πατριαρχεύσας δὲ χρόνους δέκα, ἀφῆκε διάδοχόν του τὸν Ἀλέξανδρον ἐν ἔτει τλ΄ [330], ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, καὶ τῶν υἱῶν του.

(4) Ὅταν δὲ ἐσυνάχθη ἐν Νικαίᾳ ἡ ἁγία καὶ Οἰκουμενικὴ Πρώτη Σύνοδος ἐν ἔτει τκε΄ [325], ὁ μὲν μακάριος οὗτος Μητροφάνης, διὰ τὸ γηρατεῖον καὶ τὴν ἀσθένειάν του, δὲν ἐδυνήθη νὰ ὑπάγῃ αὐτοπροσώπως εἰς τὴν Σύνοδον, εὑρίσκετο γὰρ τότε κλινήρης, ἐπειδὴ ἡ φυσικὴ δύναμις τοῦ σώματός του ἀπεμαράνθη. Ἀντὶ δὲ αὐτοῦ ἀπέστειλε τοποτηρητὴν εἰς τὴν Σύνοδον, τὸν πρῶτον αὐτοῦ Πρεσβύτερον Ἀλέξανδρον, ἄνδρα τίμιον, τὸν ὁποῖον ἀφῆκε καὶ διάδοχον τοῦ θρόνου ἐν ἔτει τλ΄ [330] ( (Ὁ Ἀλέξανδρος οὗτος ἑορτάζεται κατὰ τὴν τριακοστὴν τοῦ Αὐγούστου. Καὶ ὅρα τὸ Συναξάριον αὐτοῦ, ἵνα μάθῃς καί τινα ἄλλα περὶ τοῦ Ἁγίου τούτου Μητροφάνους)). Ἀφ’ οὗ δὲ διελύθη ἡ Σύνοδος, καὶ ἐγύρισεν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος μαζὶ μὲ τοὺς θεοφόρους πατέρας, τότε ἔλεγεν ὁ θεῖος Μητροφάνης, ὅτι ἀπεκάλυψεν εἰς αὐτὸν ὁ Θεός, νὰ γένουν διάδοχοι τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ ῥηθεὶς πρωτοπρεσβύτερος Ἀλέξανδρος, καὶ ὁ μετ’ αὐτὸν Παῦλος, ὡς ἀρέσκοντες τῷ Θεῷ, καὶ ὡς ἄξιοι τοῦ πατριαρχικοῦ ἀξιώματος.