αρχείο λήψης (2)Ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος γεννήθηκε περὶ τὸ 200 μ.Χ. σὲ μιὰ βάρβαρη χώρα τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Ἀσίας. Γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ φυλὴ ἀνθρωποφάγων. Ἦταν γιγαντόσωμος ἀλλὰ ὅμως καὶ πολὺ ἄσχημος. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ὀνόμασαν Ρέπροβο, ποὺ σημαίνει, κακομούτρης δὴλ σκυλομούρης «κυνοπρόσωπος». Ἀλλὰ εἶχε καλὴ καρδιὰ καὶ ὁ Θεὸς τὸν καθοδήγησε ὥστε νὰ τὸν γνωρίσει.

Γνωρίζει τὸν Βασιλέα Χριστὸ

Ὁ Ἅγιος ἐπειδὴ εἶχε μεγάλη σωματικὴ δύναμη, ἀποφάσισε νὰ πάει πρὸς τὰ Δυτικὰ μήπως βρεῖ κάποιον Βασιλέα μεγάλο γιὰ τὸν ὑπηρετήσει. Στὸν δρόμο τοῦ ὅμως συνάντησε ἕναν ἀσκητή, τὸν ὁποῖο ρώτησε ἐὰν γνωρίζει κανέναν μεγάλο βασιλέα. Ὁ ἀσκητὴς τὸν φιλοξένησε στὸ καλύβι του καὶ τοῦ εἶπε ὅτι γνωρίζει τὸν πιὸ Μεγάλο Βασιλέα. Ἔτσι ὁ ἀσκητὴς τὸν κατήχησε εἰς Χριστὸν καὶ τὸν προέτρεψε Αὐτὸν τὸν Βασιλέα νὰ ὑπηρετήσει, μὲ νηστεῖες καὶ προσευχές. Ὁ Ἅγιος ὅμως τοὺς εἶπε ὅτι γιὰ τὸ πρῶτο του ἦταν ἀδύνατον νὰ νηστέψει καὶ γιὰ τὸ δεύτερο δηλαδὴ νὰ προσευχηθεῖ δὲν ἤεξερε. Τότε ὁ ἀσκητὴς τοῦ ἔδειξε ἕνα ποτάμι, τὸ ὁποῖο δὲν εἶχε γεφύρι καὶ τὸν παρότρυνε νὰ περνάει ὅλους τους διαβάτες ἀπὸ τοὺς ὤμους τοῦ δωρεάν. Αὐτὸ ὁ Ἅγιος εἶπε ὅτι μποροῦσε νὰ τὸ κάνει γιατί τὸν βοηθοῦσε ἡ σωματική του διάπλαση. Ἔτσι ἔχτισε ἕνα καλύβι ἐκεῖ καὶ ὑπηρετοῦσε ὅλους τους

Γιατί ὀνομάστηκε Χριστοφόρος;

Ἕνα βράδυ ὁ Ἅγιος ἦταν στὸ κελί του καὶ προσευχόταν ἐνῶ ἔξω εἶχε σφοδρὴ καταιγίδα καὶ τὸ ποτάμι εἶχε φουσκώσει. Ἄκουσε τότε κλάματα ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ καὶ ὅταν βγῆκε ἔξω ἄκουσε τὸ παιδὶ ποὺ ἔκλαιγε καὶ Τὸν φώναζε νὰ τὸν περάσει πέρα, γιὰ νὰ μὴν πεθάνει ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν βροχή. Πῆρε λοιπὸν ὁ Ἅγιος ἕνα μεγάλο ξύλο, ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ μπῆκε στὸ ποτάμι. Πέρασε πέρα καὶ πῆρε στὸν ὦμο τοῦ τὸ παιδί. Ὅταν μπῆκε στὸ ποτάμι, τὸ παιδὶ τοῦ φαινότανε, πὼς βάραινε διαρκῶς. Στηριζόταν μὲ δύναμη στὸ ξύλο, γιὰ νὰ περάσει καὶ νὰ μὴ παρασυρθεῖ ἀπὸ τὸ φουσκωμένο ποτάμι. Ἡ δοκιμασία ἦταν μεγάλη. Ἐπιτέλους ἔφθασε στὴ ἀντίπερα ὄχθη. Ὅταν ἄφησε τὸ παιδὶ τοῦ εἶπε:
– Παιδί μου, τὸν κόσμο ὅλον, ἂν σήκωνα, δὲν θὰ ἦταν τόσο βαρὺς ὅσο σύ.
– Καὶ ὅμως! τοῦ εἶπε τὸ παιδί. Μετέφερες ὄχι μόνον τὸν κόσμο ὅλον, ἀλλὰ Ἐκεῖνον, ποὺ ἔπλασε τὸν κόσμο. Εἶμαι ὁ Βασιλεὺς Χριστός, τὸν Ὁποῖον ἐδῶ ὑπηρετεῖς. Ἔπειτα ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, τὸ παιδὶ ἔγινε ἄφαντο.
Ὁ Ἅγιος γι’ αὐτὸ καὶ ζωφραφίζεται περνώντας τὸ ποτάμι, στηριζόμενος στὸ ξύλο καὶ μὲ τὸ παιδίον – Χριστὸ στὸν ὦμο. Ἐπειδὴ δὲ μετέφερε τὸν Χριστὸ ὀνομάστηκε, κατόπιν ὅταν βαπτίσθηκε, ἀπὸ Ρέπροβος, Χριστοφόρος. Ἀπὸ τὸ περιστατικὸ αὐτό, ποὺ μετέφερε τὸν Χριστό, εἶναι καὶ ὁ προστάτης τῶν μεταφορῶν. Εἶναι ὁ προστάτης τῶν ἀεροπόρων, τῶν αὐτοκινητιστῶν, τῶν ταξιδιωτῶν καὶ ὅλων των ἐπαγγελμάτων, ποὺ ἀπαιτοῦν μεγάλες δυνάμεις.

Ἐλέγχει τοὺς χριστιανομάχους

Κάποτε κατέκτησαν τὴν χώρα οἱ Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες καὶ τὸν Ἅγιο τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πῆγαν αἰχμάλωτο στὴν Ρώμη. Ἐκεῖ τὸν Ἅγιο τὸν ἐκμεταλλεύονταν καὶ τὸν εἰρωνεύονταν, τὸν ἀποκαλοῦσαν ἀσχημομούρη. Φαίνεται, ὅτι κατόπιν εἶχε καταταγεῖ καὶ στὶς Ρωμαϊκὲς Λεγεῶνες κι πολέμησε ἐπὶ Γορδίου καὶ Φιλίππου ἐναντίον τῶν Περσῶν.
Τὸ τέταρτον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος κήρυξε διωγμὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Τότε ὁ Ἅγιος βρισκόταν στὰ μέρη τῆς Λυκίας καὶ ἐκεῖ ἔβλεπε ποὺ βασανίζονταν οἱ χριστιανοὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ στεναχωριόταν πολύ. Ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει καλά. Προσευχήθηκε στὸν Κύριο νὰ τοῦ δώσει λαλιὰ ὥστε νὰ ἐλέγξει τὸν τύραννο. Τότε ἦρθε Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ ἔλυσε τὴν γλώσσα ὥστε μιλοῦσε σὰν ρήτορας. Γύρισε κατόπιν ὁ Ἅγιος στὴν πόλη καὶ ἄρχισε νὰ ἐλέγχει τοὺς χριστιανομάχους.
Ἕνας ὅμως ὑπηρέτης ποὺ ἦταν ἐκεῖ τὸν ἄκουσε καὶ πῆγε τὸν κατήγγειλε στὸν βασιλιά. Μόλις τὰ ἔμαθε ὁ Δέκιος ἔγινε θηρίο καὶ διέταξε νὰ συλλάβουν τὸν Ἅγιο.

Ὁ Ἅγιος συλλαμβάνεται

Οἱ στρατιῶτες, ποὺ ἔστειλε ὁ Δέκιος νὰ τὸν πιάσουν, τὸν εἴδανε ἀπὸ μακριὰ καὶ φοβήθηκαν νὰ τὸν πλησιάσουν.
– Τί φοβόμαστε; εἶπε ἕνας. Ἄοπλος εἶναι.
Τὸν πλησίασαν καὶ τὸν ρώτησαν:
– Ἀπὸ ποὺ εἶσαι, ἄνθρωπε, καὶ γιατί κλαῖς;
– Κλαίω, τοὺς εἶπε, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχουν μυαλό. Ποῦ ἄφησαν τὸν Ἀληθινὸ Θεὸ καὶ προσκυνοῦν τὰ ἀναίσθητα εἴδωλα.
Κατόπιν οἱ στρατιῶτες τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ βασιλιὰς διέταξε νὰ τὸν πάνε δεμένο σὲ αὐτόν. Ὁ Ἅγιος τους ζήτησε νὰ τὸν ἀφήσουν πρῶτα πάρει τὸ πολύτιμο Ἅγιο Βάπτισμα καὶ κατόπιν θὰ τοὺς ἀκολουθήσει. Αὐτοὶ ὅμως τοῦ εἶπαν ὅτι δὲν μποροῦσαν νὰ περιμένουν διότι δὲν εἶχαν νὰ φᾶνε καὶ πεινοῦσαν. Κατόπιν οἱ στρατιῶτες ὅτι ὁ Ἅγιος εἶχε ἕνα κομμάτι ψωμὶ γιὰ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν:
– Ἂν ἔχεις τὴν δύναμη νὰ μᾶς χορτάσεις μὲ αὐτὸ τὸ κομμάτι τὸ ψωμὶ ὅλους, εὐχαρίστως θὰ ἀκολουθήσουμε καὶ ἐμεῖς τὸν Θεό σου.
Ὅταν τὸ ἄκουσε ὁ Ἅγιος αὐτὸς χάρηκε πολὺ καὶ ἀμέσως γονάτισε καὶ προσευχήθηκε στὸν Κύριο νὰ εὐλογήσει τὸν ἄρτο ἐκεῖνον ὥστε νὰ φωτιστοῦν καὶ αὐτοὶ οἱ στρατιῶτες. Καὶ τότε ὢ τοῦ θαύματος εἶδαν τὸ κομμάτι ἐκεῖνο νὰ πολλαπλασιάζεται, διότι Ἄγγελος Κυρίου φάνηκε μπροστά τους καὶ τὸ εὐλόγησε. Πλήθυνε τόσο πολύ, ποὺ μποροῦσαν νὰ χορτάσουν καὶ νὰ περισσέψει. Ἔπειτα μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα οἱ στρατιῶτες ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς μιλήσει γιὰ τὸν Θεό του. Αὐτὸς τοὺς δίδαξε καὶ κατόπιν ὅλοι μαζὶ πῆγαν στὴν Ἀντιόχεια στὸν Ἐπίσκοπο Βαβύλα ὁ ὁποῖος τοὺς κατήχησε καλύτερα καὶ μετὰ ὅλους τους βάπτισε. Καὶ τὸν Ρέπροβο τὸν ὀνόμασε Χριστοφόρο.

Ἔπειτα ὁ Ἅγιος Χριστοφόρος συμβούλεψε τοὺς στρατιῶτες νὰ πᾶνε ὅλοι μαζὶ στὸν βασιλιὰ καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους. Ἐὰν ὅμως αὐτοὶ δείλιαζαν τοὺς εἶπε νὰ φύγουν ἀλλὰ νὰ φροντίσουν γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ὅμως ὅλοι οἱ στρατιῶτες ἀποφάσισαν νὰ πᾶνε ὅλοι μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο στὸν βασιλιὰ καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη τους.
Κατόπιν ὁ Ἅγιος τους ζήτησε νὰ τοῦ δέσουν τὰ χέρια καὶ νὰ ξεκινήσουν ὅλοι μαζὶ γιὰ τὸν αὐτοκράτορα.

Μπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα

Ὅταν φθάσανε στὰ ἄνακτορα, καὶ τὸν εἶδε ὁ Δέκιος νὰ εἶναι γιγαντόσωμος καὶ γενναῖος φοβήθηκε.
– Φοβήθηκες, δύστυχε, ἐμένα τὸν ἄνθρωπο, τοῦ εἶπε ὁ Χριστοφόρος. Πῶς ὅμως θὰ ὑπομείνεις τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὴν ὥρα τῆς Κρίσεως, ὅταν θὰ ἀντικρίσεις τὸν Θεό, γιὰ νὰ δώσεις λόγο στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο Κριτήριο γιὰ τὰ ἐγκλήματά σου κατὰ τῶν χριστιανῶν καὶ γιὰ τὶς τόσες ψυχές, ποὺ ἔστειλες στὴν Κόλαση, μὲ τὸ νὰ τὶς ἐξαναγκάσεις νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό!
Ὁ αὐτοκράτορας στὴν ἀρχὴ τοῦ μιλοῦσε μὲ καλοσύνη διότι ἤθελε νὰ τὸν κάνει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὸν ἔχει στὰ στρατεύματα τοῦ γιατί τοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν ἤθελε νὰ πεθάνει ἄδικα. Τότε ὁ Ἅγιος ἀπάντησε μὲ ἀνδρεία:
– Θεὸς φυλάξοι! εἶπε, ν’ ἀρνηθῶ τὸν Ἀληθινὸ Θεό μου, καὶ νὰ προσκυνήσω τὰ χαμένα εἴδωλά σου. Φύλαξε τ’ ἀγαθά σου γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ τοὺς ὁμόφρονές σου. Ἐγὼ δεν
λυποῦμαι τὸ σῶμα μου, ἀλλὰ τὴν ψυχή μου. Γὶ αὐτὸ λατρεύω καὶ προσκυνῶ τὸν Ἀθάνατο Θεό. Οἱ δικοί σας θεοὶ εἶναι δαίμονες καὶ σᾶς πλανοῦν, μέχρις ὅτου ὁδηγήσουν τις
ψυχές σας στὴν ἀπώλεια. Μὴ χάνεις λοιπὸν τὰ λόγια σου καὶ μὴ ἐλπίζεις, ὅτι ἐγὼ θὰ πιστέψω ποτὲ στοὺς ψεύτικους θεούς. Πράξε ὅτι σκέπτεσαι καὶ χωρὶς ἀναβολή.

Τὰ φρικτὰ μαρτύρια

Τότε ὁ Δέκιος διέταξε νὰ κρεμάσουν τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὶς μεγάλες τρίχες τῆς κεφαλῆς του. Νὰ δέσουν δὲ ἕνα βαρὺ λιθάρι στὰ πόδια του καὶ νὰ κεντοῦν μὲ σπαθιὰ ὅλο το σῶμα του.
Ὁ Ἅγιος τα ὑπέμεινε ἀνδρείως καὶ κρεμασμένος ἔλεγε πρὸς τὸν τύραννο:
– Δὲν σὲ ὑπακούω, ἀσεβέστατε, οὔτε προσκυνῶ τοὺς θεούς σου, οὔτε ὑπολογίζω τὰ βάσανα, ὅσο φρικτὰ καὶ ἂν εἶναι, γιατί, εἶναι πρόσκαιρα καὶ θὰ περάσουν. Ἐσένα ὅμως σὲ περιμένει, τὸ πῦρ τὸ αἰώνιο, ποὺ θὰ κληρονομήσεις μὲ τοὺς δαίμονας, τοὺς ὁποίους λατρεύεις, πανάθλιε!
Ὀργίστηκε τότε περισσότερο ὁ βασιλιὰς καὶ διέταξε νὰ καῖνε τὶς μασχάλες του μὲ ἀναμμένες λαμπάδες.
Κατόπιν τούτου ἔστειλε πρὸς αὐτὸν δύο διεφθαρμένες γυναῖκες, τὴν Ἀκυλίνα καὶ τὴν Καλλινίκη, ἐλπίζοντας ὅτι μὲ τὰ θέλγητρά τους θὰ τὸν σαγήνευαν καὶ θὰ τὸν παρέσυραν.
Οἱ δύο γυναῖκες, ἀφοῦ ἄκουσαν τὴν προτροπὴ τοῦ Ἁγίου, γιὰ νὰ ἐπανέλθουν στὸν δρόμο τῆς ἁγνότητας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἔγιναν Χριστιανὲς καὶ ἀφοῦ παρουσιάστηκαν στὸν αὐτοκράτορα, ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Γὶ αὐτὸ καὶ βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο πρώτη ἡ Ἀκυλίνα ἡ ὁποία μαρτύρησε στὶς 1 Ἀπριλίου καὶ δεύτερη ἡ Καλλινίκη ἡ ὁποία μαρτύρησε στὶς 2 Ἀπριλίου.

Τὸ μαρτύριο τῶν 200 στρατιωτῶν

Ὁ Δέκιος γύρισε στὸν Ἅγιο καὶ μὲ λύσσα τὸν ἔβριζε. Καὶ τὸν διέταξε νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ὁ Ἅγιος ὅμως μὲ σταθερεῖ τὴν ὁμολογία του στὸν Χριστὸ προέτρεψε καὶ τοὺς στρατιῶτες ποὺ εἶχαν πιστέψει νὰ μποῦν καὶ αὐτὰ στὸν ἀγώνα. Οἱ στρατιῶτες ὁμολόγησαν τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Σωτήρα Χριστό. Ὁ Δέκιος κατόπιν φοβούμενος μήπως καὶ ἄλλοι ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμά τους, διέταξε νὰ ἀποκεφαλιστοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη. Τὰ δὲ λείψανά τους τὰ ἔριξε μέσα σὲ ἕνα καμίνι γιὰ νὰ τὰ κάψουν. Ἀλλὰ ἡ φωτιὰ δὲν τὰ ἄγγιζε καθόλου. Οἱ δὲ εὐσεβεῖς τα παραλάβανε τὴν νύχτα κρυφὰ καὶ τὰ θάψανε, μὲ μεγάλη εὐλάβεια. Ἤτανε 7 Ἀπριλίου τοῦ 251 μ.Χ.

Τὸν σέβεται τὸ πῦρ καὶ πιστεύουν 1000

Κατόπιν ὁ Δέκιος φυλάκισε τὸν Ἅγιο καὶ ὕστερα ἀπὸ μερικὲς ἡμέρες τὸν ὁδήγησε καὶ πάλι στὸ κριτήριο. Βλέποντας ὁ Δέκιος τὴν σταθερότητα τοῦ Ἁγίου διατάσσει νὰ βάλουν τὸν Χριστοφόρο νὰ καθίσει ἐπάνω σ’ ἕνα χάλκινο κάθισμα. Κάτω ἀπὸ τὸ κάθισμα βάλανε ξύλα ἄφθονα καὶ ρίξανε ἐπάνω τους εἴκοσι στάμνες λάδι. Ἔπειτα ἀνάψανε τὴ φωτιά. Οἱ φλόγες κυκλώσανε τὸν Ἅγιο καὶ ἀνέβαιναν ψηλά. Ὁ Ἅγιος αἰσθανόταν σὰν νὰ ἤτανε σὲ τόπο δροσερὸ κι’ εὐχάριστο. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὴ ὥρα ἔσβησε ἡ φωτιὰ καὶ ὁ Ἅγιος βγῆκε τελείως ὑγιὴς καὶ σῶος. Οὔτε μιὰ τρίχα τῆς κεφαλῆς του δὲν κάηκε οὔτε τὰ ἐνδύματα τοῦ ἔπαθαν τίποτε. Βλέποντας αὐτὸ τὸ θαῦμα οἱ παρευρισκόμενοι, πιστέψανε στὸ Χριστό.
Ἤτανε περίπου χίλιοι ἄνθρωποι. Καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι βροντοφωνάζανε:
– Πιστεύομε κι’ ἐμεῖς στὸ Χριστό. Μέγας εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν. Βοήθησέ μας, Βασιλεῦ Οὐράνιε.
Βλέποντας ὁ Δέκιος τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ἀναταραχὴ τοῦ λαοῦ, φοβήθηκε. Ἔτρεξε ἀνάμεσα ἀπὸ τὸν ἐπαναστατημένο λαὸ καὶ κρύφτηκε στ’ ἀνάκτορά του. Ἔτσι ὁ Ἅγιος, ἐλεύθερος πλέον, ἔμεινε στὴν ἀγορὰ καὶ ἄρχισε νὰ μιλάει στὸ λαό, σ’ ἐκείνους ποὺ εἶχαν πιστέψει. Στερέωνε ἔτσι μὲ τὰ λόγια τοῦ τὸν κόσμο στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἄλλη μέρα, ποὺ εἴχανε μεγάλη γιορτὴ οἱ εἰδωλολάτρες, ὁ αὐτοκράτορας κάθισε στὸ βῆμα κι’ ἔδωσε διαταγὴ σὲ μεγάλο στρατιωτικὸ τμῆμα, νὰ συλλάβουν τοὺς χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Ὁ Χριστοφόρος τοὺς ἔδινε θάρρος.
– Μὴ δειλιάσετε, τοὺς ἔλεγε, στὸν πρόσκαιρο θάνατο. Μόνο ἔτσι θὰ ζεῖτε αἰώνια στὸν Παράδεισο.
Ἐκεῖνοι ἀκούγοντας τοὺς λόγους του μὲ χαρὰ δέχτηκαν τὸν θάνατο, σὰν ἁγνὰ κι ἄκακα ἀρνιά. Ἤτανε 9 Ἀπριλίου τοῦ 251 μ.Χ.

Καταδικάζεται

Ὁ Δέκιος ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ σκεφτόταν διαφόρους τρόπους, γιὰ νὰ θανατώσει τὸν Μάρτυρα. Διέταξε, λοιπόν, καὶ δέσανε στὸ λαιμὸ τοῦ Ἁγίου ἕνα μεγάλο λίθο. Ἔπειτα τὸν δέσανε χειροπόδαρα καὶ τὸν πετάξανε σ’ ἕνα βαθὺ πηγάδι. Πιστεύανε πὼς αὐτὸ θὰ ἤτανε καὶ τὸ τέλος τοῦ Ἁγίου. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ἄφησε τὸν δοῦλο του. Ἄγγελος Κυρίου κατέβηκε στὸ πηγάδι καὶ τὸν ἔβγαλε ζωντανὸ κι’ ἄβλαβη. Μόλις τὸν εἶδε ὁ Δέκιος δαιμονίσθηκε ἀπὸ τὸ κακό του. Ἔξαλλος στριφογύριζε καὶ μονολογοῦσε. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸ χωνέψει αὐτό.
Τότε ὁ τύραννος σκέφθηκε ἄλλο σατανικὸ μαρτύριο. Διέταξε νὰ φτιάξουνε ἕνα χάλκινο ἔνδυμα. Αὐτὸ τὸ πήρανε καὶ τὸ βάλανε στὴ φωτιά. Ὅταν τὸ μέταλλο ἔγινε φλογοκόκκινο, τοῦ τὸ φορέσανε καὶ προσμένανε νὰ καεῖ. Θαῦμα ὅμως μεγάλο ἔγινε. Ἡ φωτιὰ τοῦ πυρωμένου χαλκοῦ δὲν τὸν ἄγγιξε καθόλου! Τὸν ἄφησε σῶο καὶ ἄβλαβη! Ὁ αὐτοκράτορας ἔγινε ἔξω φρενῶν, ἀλλὰ συνέχιζε νὰ τὸν παρακινεῖ, γιὰ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος μὲ σταθερότητα τοῦ ἐπανέλαβε:
– Τὸ εἶπα καὶ τὸ διεκήρυξα. Τὸ ἄκουσες τόσες φορές. Τὸ ξέρεις καλά, ὅτι δὲν ἀλλάζω γνώμη. Γιατί ἐπιμένεις; Δὲν πρόκειται νὰ γονατίσω στὰ εἴδωλα, δὲν πρόκειται νὰ προσκυνήσω τὰ ξόανα. Γιατί λοιπὸν κοπιάζεις καὶ χάνεις ἄδικα τὸν καιρό σου; Ἐγώ, βασιλεῦ, τὸν Θεό μου προσκυνῶ. Καὶ λατρεύω τὸν προαιώνιο Θεό. Κᾶνε λοιπὸν ὅτι θέλεις.
Ἀφοῦ εἶδε ὁ Δέκιος τὴν σταθερὴ πίστη τοῦ Ἁγίου τρέμοντας ἀπὸ ὀργή, βροντοφώναξε τὴν θανατικὴ καταδίκη του Μάρτυρος καὶ εἶπε: .
– «Ἐγὼ ὁ αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων διατάσσω νὰ ἀποκεφαλιστεῖ ὁ δυστιμώρητος κι’ ἄχρηστος αὐτὸς χριστιανός, διότι καταφρόνησε τὰ προστάγματά μου».

Ἀποκεφαλίζεται

Τὸν πήρανε τότε τὸν Ἅγιο οἱ δήμιοι καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν τόπο τῆς τελειώσεως. Ἐκεῖ ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ζήτησε ἀπὸ τὸν δήμιο νὰ σεβασθεῖ τὴν τελευταία του ἐπιθυμία καὶ νὰ τοῦ δώσει τὴν ἄδεια νὰ προσευχηθεῖ. Ἡ ἄδεια τοῦ δόθηκε. Καὶ μέσα σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα νεκρικῆς σιγῆς, ἐνῶ ὅλοι τὸν ἀκούγανε μὲ κατανυκτικὴ συγκίνηση, ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε
ὡς ἕξης:
— Κύριε, Θεέ μου, Παντοκράτορα, Σ’ εὐχαριστῶ. Σὲ ὅλα καὶ μὲ ὅλα μὲ βοήθησες. Ντρόπιασες τὸν ἐχθρό μου τὸν διάβολο καὶ τοὺς ὑπηρέτες του. Τώρα, Πανάγαθε Θεέ, ποῦ ἦρθε ἢ στιγμὴ τοῦ τέλους τῆς ἐπίγειας ζωῆς μου, σὲ παρακαλῶ βοήθησε μέ. Δέξου εἰρηνικά το πνεῦμα μου. Κατάταξε μὲ στοὺς εὐτελέστερους δούλους σου. Καὶ τὸν ἄδικο Δέκιο κρίνε τὸν κατὰ τὰ ἔργα τῆς ἀσεβείας του. Ἡ τιμωρία του θὰ εἶναι δικαία καὶ οἱ δαίμονες θὰ τὸν κυριαρχοῦν καὶ θὰ τοῦ κατατρώγουν τὶς σάρκες μέχρις, ὅτου ἀφανισθεῖ. Σὲ παρακαλῶ ἀκόμη Θεέ μου, νὰ βοηθήσεις τοὺς χριστιανοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀπαλλάξεις ἀπὸ τοὺς σκανδαλισμοὺς τοῦ διαβόλου. Πολυεύσπλαχνε Κύριε, δῶσε τὴν χάριν Σου στὸ σῶμα μου, νὰ διώχνει τοὺς δαίμονες, ὅπου βρεθεῖ μέρος ἀπὸ τὸ λείψανό μου. Δῶσε τὴν χάριν Σου, Κύριε, ὥστε νὰ μὴν συμβεῖ ποτὲ πείνα, καταστροφὴ ἀπὸ χαλάζι, καὶ ἀπὸ ὅτι ἄλλο κακό, ἐκεῖ ὅπου θὰ ὑπάρχει ἔστω κι’ ἕνα μικρὸ μέρος ἀπὸ τὸ λείψανό μου. Φύλαγε, Κύριε, ἀπὸ κάθε κακό, σώους, γεροὺς κι’ ἀνέγγιχτους ἀπὸ κάθε κακὸ ἐκείνους ποὺ γιορτάζουν τὴν μνήμη τοῦ Μαρτυρίου μου καὶ διαβάζουν τὸ Μαρτύριό μου. Ἔτσι θὰ δοξάζεται τὸ ὄνομά Σου τὸ εὐλογημένο…
Κι’ ἐνῶ ἔτσι τελείωσε τὴν προσευχὴ τοῦ ὁ Ἅγιος, ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν Οὐρανὸ σὰν ἀπάντηση, ποὺ ἔλεγε:
– Ὅλα ὅσα μου ζήτησες τὰ ἐκπληρώνω, γιὰ νὰ χαρῆς. Σοῦ λέγω ὅμως καὶ κάτι παραπάνω. Ἐὰν κάποιος μὲ ζητήσει σὲ βοήθειά του στὴν προσευχή του καὶ θυμηθεῖ τὸ ὄνομά σου, ἀμέσως, πολὺ γρήγορα θὰ ἔχει τὴν βοήθειά μου… Ἔλα, λοιπόν, σὲ περιμένω. Ἔλα νὰ χαρεῖς τώρα τὴν μεγάλη κι’ ἀσύγκριτη χαρά, πού σου ἑτοίμασα. Πάλεψες, ὑπέφερες, ἀγωνίστηκες καὶ νίκησες. Τὸ στεφάνι τῆς νίκης, ποὺ σὲ προσμένει εἶναι βαρύτιμο…
Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἅγιος πλημμύρισε ἀπὸ χαρὰ κι’ εὐτυχία. Μὲ μάτια, ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λάμψη οὐράνια, κοίταξε τὸν δήμιο μὲ καλοσύνη καὶ τοῦ εἶπε:
– Κᾶνε, παιδί μου, ἐκεῖνο ποὺ σὲ προστάξανε.
Ὁ δήμιος μὲ ἀναμικτα αἰσθήματα, πλησίασε εὐλαβικὰ τὸν Ἅγιο κι’ ἔπειτα τρέμοντας, τὸν ἀποκεφάλισε. Ἤτανε 9 Μαΐου τοῦ 251 μ.Χ. Μετὰ τὴν ἀποκεφάλισή του, προσῆλθε ὁ Ἐπίσκοπος Ἀτταλείας Πέτρος, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔδωσε μερικὰ ἀργυρᾶ νομίσματα στοὺς φρουρούς, στὸ ἀπόσπασμα τὸ ἐκτελεστικό, κατόρθωσε νὰ πάρει τὸ σῶμα τοῦ Μάρτυρος.Τὸ τύλιξε σὲ καθαρὰ σινδόνια μὲ ἀρώματα καὶ τὸ μετέφερε στὴν πόλη.

πηγή