αρχείο λήψηςΚατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ Ἐκκλησία τῆς Δύσεως βρισκόταν σὲ κοινωνία μὲ τὴν ἀδιαίρετη Ἐκκλησία, ὁ πάπας τῆς Ρώμης, ὡς ἐπίσκοπος τῆς πρωτεύουσας τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ πατριάρχης τῆς Δύσεως, ἀπολάμβανε μιᾶς κάποιας ὑπεροχῆς στὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία καὶ θεωροῦνταν ἀπὸ ὅλους τους χριστιανοὺς ὡς κατεξοχὴν θεματοφύλακας τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως, λειτουργώντας ὡς διαιτητὴς σὲ δογματικὰ θέματα. Κατέχοντας τὸν θρόνο τῆς Ρώμης, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς κρισιμότερες ἐποχὲς τῆς ἱστορίας, ἐποχὴ ποὺ εἶδε τὴν κατάρρευση τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καὶ ποὺ ἡ Ἐκκλησία ἀπειλοῦνταν πανταχόθεν μὲ σχίσματα ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ὁ ἅγιος Λέων μπόρεσε νὰ διακηρύξει τὸ ἱερὸ δόγμα τῆς Ἀληθείας καὶ μερίμνησε μὲ ὅλες τὶς δυνάμεις του γιὰ τὴν διατήρηση τῆς ἑνότητας τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ δικαίως τιμᾶται, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, μὲ τὸν τίτλο τοῦ ἁγίου Λέοντος τοῦ Μεγάλου.

Γεννημένος στὴν Ρώμη ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια τοσκανικῆς καταγωγῆς, εἰσῆλθε νωρὶς στὸν κλῆρο καὶ δὲν ἄργησε νὰ λάβει τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιδιακόνου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἀξίωμα ποὺ τὸν ὁδήγησε νὰ λάβει ἐνεργὸ μέρος στὶς ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις καὶ τὶς δογματικὲς ἔριδες τῆς ἐποχῆς του. Βρισκόταν σὲ μία ἀπὸ τὶς ἀποστολές του στὴν Γαλατία, ὅταν πληροφορήθηκε τὸν θάνατο τοῦ πάπα Κελεστίνου καὶ ὅτι εἶχε ἐν ἀγνοία τοῦ ἐκλεγεῖ ὁμοφώνως ἀπὸ τὸν λαὸ διάδοχός του. Κατὰ τὴν ἐνθρόνισή του τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 440 καὶ κάθε χρόνο ἔκτοτε στὴν ἐπέτειό της, φανέρωνε στὶς ὁμιλίες του τοὺς φόβους μπροστὰ στὸ ἀξίωμά του καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη του ἀποκλειστικὰ στὴν θεία χάρη γιὰ τὸν χειρισμὸ τοῦ πηδαλίου τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ ὄντως, ἦταν βαρύ τό καθῆκον ποὺ εἶχε μπροστά του. Ἡ Αὐτοκρατορία, ἀπειλούμενη ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, ὑπονομευόταν ἐπιπλέον ἀπὸ τὴν διαφθορὰ τῶν ἠθῶν καὶ οἱ Ἐκκλησίες, σπαρασσόμενες ἀπὸ αἱρέσεις, ἐγκατέλειπαν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ στὴν ἄγνοια καὶ τὴν παραλυσία. Ἀναμειγνύοντας θαυμαστὰ τὴν αὐστηρότητα μὲ τὴν συμπόνια, ὁ ἅγιος Λέων ἄρχισε ἀπὸ τὸ ἔργο τῆς ἀναγέννησης τοῦ κλήρου καὶ τῆς ἀποκατάστασης τῆς εὐταξίας στὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἀφρικῆς καὶ τῆς Σικελίας ποὺ εἶχαν μόλις πέσει θύματα τῶν βανδαλικῶν ἐπιδρομῶν. Στὸ Ἰλλυρικὸ ποὺ ἐξαρτόταν τότε ἀπὸ τὴν Ρώμη ἑδραίωσε τὴν αὐθεντία τοῦ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης καὶ στὴν Ἐκκλησία τῶν Γαλατιῶν ἀποκατέστησε τὸν σεβασμὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Μὲ ὀξεία διορατικότητα ἀποκάλυψε τὶς μηχανορραφίες τῶν αἱρετικῶν μανιχαίων καὶ ἔδωσε στοὺς ἐπισκόπους καὶ στοὺς ἱερεῖς τὸ παράδειγμα τοῦ καλοῦ ποιμένος μὲ τὸν ἄμεμπτο βίο του, μὲ τὴν φροντίδα ποὺ ἔδειχνε στὴν ὀργάνωση τῆς θείας λατρείας καὶ μὲ τὶς γεμάτες νηφάλια εὐγλωττία ὁμιλίες του. Μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν ἑορτῶν τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους, οἰκοδομοῦσε τὸ πλήρωμα, ἐρμηνεύοντας τὰ μυστήρια τῆς Πίστεως καὶ τὸ προέτρεπε νὰ πολιτεύεται σύμφωνα μὲ τὶς εὐαγγελικὲς ἀρχές.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ποιμαντορικὸ τοῦτο ἔργο, ἐκεῖ ποὺ ὁ ἅγιος Λέων κρίθηκε ἄξιος τῶν τιμῶν τῆς Ἐκκλησίας ἦταν κυρίως τὸ δογματικὸ πεδίο. Ὅταν, συνεπεία τῶν ραδιουργιῶν τοῦ αἱρετικοῦ Εὐτυχοῦς, ὑποστηριζόμενου ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ ὑπουργὸ Χρυσάφιο, ἡ ψευδοσύνοδος τῆς Ἐφέσου ποὺ δικαίως χαρακτηρίστηκε ληστρικὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἅγιο Λέοντα, καταδίκασε τὸν ἅγιο Φλαβιανὸ [16 Φεβρ.], ὁ πάπας, μόλις ἐνημερώθηκε, ἔσπευσε νὰ ἀποδοκιμάσει μὲ ὅλη τὴν αὐθεντία του τὰ γεγονότα καὶ συνεκάλεσε μία σύνοδο ἐπισκόπων τῆς Δύσεως, μὲ σκοπὸ νὰ ἀκυρώσει τὰ πρακτικά τῆς παράνομης αὐτῆς συγκέντρωσης καὶ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἀληθινὴ πίστη, ὅσον ἀφορᾶ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα, πρὶν ἀκόμη τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Ἐφέσου, ὁ ἅγιος Λέων εἶχε ἀπευθύνει μία θαυμαστὴ ἐπιστολὴ στὸν πατριάρχη Φλαβιανό, στὴν ὁποία ἐξέθετε μὲ πλήρη ἐνάργεια τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας στὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ.

Λέγεται ὅτι ὁ ἅγιος Λέων ἔγραψε τὴν ἐπιστολὴ αὐτή, ἐμπνευσμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μετὰ ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες νηστείας, ἀγρυπνίας καὶ προσευχῆς καὶ ὅτι ἀφοῦ τὸ εἶχε γράψει, τὸ ἔβαλε πάνω στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Πέτρου, ἐκλιπαρώντας τὸν Κορυφαῖο των Ἀποστόλων νὰ διορθώσει σὲ αὐτὴν κάθε σφάλμα ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε διολισθήσει, ἐξαιτίας τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Μετὰ σαράντα μέρες, ὁ ἅγιος Ἀπόστολος φανερώθηκε σὲ αὐτὸν τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, λέγοντας: «Εἶδα καὶ διόρθωσα», καὶ πράγματι, ἀνοίγοντας τὴν ἐπιστολή, ὁ ἅγιος Λέων τὴν βρῆκε διορθωμένη μὲ τὸ χέρι τοῦ ἁγίου Πέτρου. Ἡ ἐπιστολὴ αὐτὴ ποὺ παραδόθηκε στοὺς λεγάτους γιὰ νὰ ἀναγνωσθεῖ στὴν Σύνοδο τῆς Ἐφέσου, παραμερίσθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ὅταν ὅμως ὁ αὐτοκράτορας Μαρκιανὸς καὶ ἡ ἁγία Πουλχερία συνεκάλεσαν τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος (451), ἀναγνώσθηκε αὐτὴ ἐπισήμως ἐνώπιον ὅλων των Πατέρων ποὺ τὴν ὑποδέχθηκαν ἀναφωνώντας μὲ μία φωνή: «Εἶναι ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, εἶναι ἡ πίστις τῶν Πατέρων. Ὁ Πέτρος μίλησε διὰ στόματος Λέοντος!»

Ἐνῶ αὐτὰ συνέβαιναν στὴν Ἀνατολή, ἀπὸ τὴν μεριά της ἡ Δύση ὑπέφερε ἀπὸ τὶς δηλώσεις τοῦ Ἀττίλα καὶ τῶν ὀρδῶν του. Ἀφοῦ ἔσπειραν τὸν θάνατο καὶ τὴν καταστροφὴ στὴν Γερμανία καὶ στὴν Γαλατία καὶ διέβησαν τὶς Ἄλπεις, οἱ Οὖνοι λεηλάτησαν τὴν περιοχὴ τοῦ Μιλάνου καὶ ἦρθαν νὰ ἀπειλήσουν τὴν Ρώμη. Ὁ αὐτοκράτορας, ἡ Σύγκλητος καὶ ὁ λαὸς ἔχοντας παραλύσει ἱκέτευσαν τὸν πάπα νὰ ἀναλάβει εἰρηνικὸ διάβημα πρὸς τὸν βάρβαρο τύραννο ποὺ τὸν ἔτρεμε ὁ κόσμος ὅλος. Περιβεβλημένος τὰ ἱερὰ ἄμφια τοῦ ποντίφικα, ἐπικεφαλῆς μιᾶς ἐπιβλητικῆς πομπῆς ἱερέων καὶ διακόνων ποὺ ἔψαλλαν ὕμνους, ὁ ἅγιος ἱεράρχης παρουσιάστηκε ἐνώπιον τοῦ Ἀττίλα καὶ πρὸς γενικὴ ἔκπληξη, αὐτὸς ποὺ ἀποκαλοῦνταν «μάστιγα τοῦ Θεοῦ» ἐπέδειξε σεβασμὸ μετὰ φόβου καὶ δέχθηκε νὰ ἀπέλθει μὲ ἀντάλλαγμα ἕναν ἐτήσιο φόρο ὑποτελείας. Ὅταν οἱ στρατιῶτες του τὸν ρώτησαν γιὰ ποιὸν λόγο ἔδειξε μιὰ τόσο ἀσυνήθιστη ἐπιείκεια, ὁ Ἀττίλας ἀπάντησε, ὅτι εἶχε δεῖ στὸ πλευρὸ τοῦ πάπα τὸν Ἀπόστολο Πέτρο νὰ κρατεῖ ξίφος στὸ χέρι καὶ νὰ τὸν ἀπειλεῖ μὲ τρομερὸ ὕφος. Ἔτσι ἡ Ρώμη σώθηκε μὲ τρόπο θαυματουργικό, ἀλλὰ γιὰ μικρὸ διάστημα, ἀφοῦ ὁ ἀχάριστος λαὸς λησμόνησε σύντομα τὴν εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπέστρεψε, μὲ τὸν αὐτοκράτορα ἐπικεφαλῆς, στὶς συνηθισμένες τοῦ ἀκολασίες. Ἔτσι, ὁ Κύριος, χωρὶς νὰ ἁπαλύνει πιὰ τὴν ὀργὴ Του κατὰ τῆς ἀλαζόνος πόλεως, ἐπέτρεψε στοὺς Βανδάλους τοῦ Γιζέριχου ποὺ ἀποβιβάστηκαν ἀπὸ τὴν Ἀφρικὴ νὰ καταλάβουν τὴν πόλη καὶ νὰ τὴν λεηλατήσουν τὸ 455. Ὁ πάπας παρενέβη πάλι στοὺς ἐπιδρομεῖς καὶ μπόρεσε νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ αὐτοὺς τὴν δέσμευση νὰ μὴν σφαγιάσουν τὸν πληθυσμό, οὔτε νὰ παραδώσουν στὴν φωτιὰ τὰ οἰκοδομήματα. Ἀρκέστηκαν νὰ λάβουν τὴν τεράστια λεία τους καὶ νὰ ὁδηγήσουν στὴν ἐξορία ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ, εὐγενεῖς καὶ ἀνθρώπους τοῦ λαοῦ. Μόλις κατευνάστηκε ἡ μάστιγα, ὁ ἅγιος Λέων καταπιάστηκε νὰ παρηγορήσει αὐτοὺς ποὺ γλύτωσαν, νὰ ἀνακαινίσει τὶς ρημαγμένες ἐκκλησίες καὶ νὰ ἐπαναφέρει στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ τὸν χριστιανικὸ βίο στὴν ἄλλοτε ἔνδοξη πόλη ποὺ κειτόταν τώρα ξεπεσμένη. Κατόρθωσε ἐπίσης νὰ στείλει ἱερεῖς καὶ σημαντικὲς ἐλεημοσύνες γιὰ νὰ συντρέξει τοὺς ἐξόριστους στὴν Ἀφρική. Ἡ ὑπόλοιπη ζωὴ του ἀφιερώθηκε στὸ ποιμαντορικό του ἔργο, διορθώνοντας τὶς παρεκτροπὲς ποὺ εἶχαν παρεισφρύσει στὴν ἐκκλησιαστικὴ πειθαρχία καὶ ὑποστηρίζοντας μὲ τὴν αὐθεντία του τὴν πίστη τῆς Χαλκηδόνας ποὺ ἀπειλοῦνταν ἀπὸ τὴν ἀντίδραση πολλῶν μονοφυσιτῶν, ἰδιαιτέρως στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας. Παρέδωσε τέλος τὴν ψυχή του στὸν Θεό, τὸ 461, τερματίζοντας μιὰ ἀρχιερωσύνη εἴκοσι ἑνὸς χρόνων.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὑπὸ Ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Φεβρουάριος, 18. Ἐκδόσεις Ὀρμύλια.