Ἕνας φλογερὸς ὁμολογητὴς καὶ ἕνας ἀκλόνητος στύλος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἀληθείας

Μέσα στὴ σεπτὴ χορεία τῶν γενναίων ὁμολογητῶν καὶ θεοφόρων ἀγωνιστῶν τῆς ἀμωμήτου χριστιανικῆς πίστεως ποὺ διέλαμψαν τὸν 8ο – 9ο μ.Χ. αἰώνα κατὰ τὴ ζοφερὴ περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, συναριθμεῖται καὶ ὁ τιμώμενος στὶς 8 Μαρτίου Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Νικομηδείας, ὁ ὁποῖος διακρίθηκε γιὰ τὴν πλούσια ποιμαντικὴ καὶ φιλανθρωπική του δραστηριότητα, ἀλλὰ παράλληλα ἀναδείχθηκε σθεναρὸς ἀγωνιστὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ἀκλόνητος στύλος τῆς Ἐκκλησίας. 

Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ καὶ γεννήθηκε περὶ τὸ 765 ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε΄ τοῦ Ἰσαύρου.

Σὲ νεαρὴ ἡλικία περὶ τὸ 780 ἦρθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συνδέθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Ταράσιο, τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (784-806), ὁ ὁποῖος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχε τὸ ἀξίωμα τοῦ «πρωτοασηκρήτου», ἦταν δηλαδὴ ὁ ἀρχιγραμματέας ἐπὶ τῶν ἀπορρήτων της βασίλισσας Εἰρήνης. Ὁ Ταράσιος ἀναγνωρίζοντας τὴν εὐθύτητα καὶ ἀκεραιότητα τοῦ χαρακτήρα τοῦ Θεοφυλάκτου καὶ ἐκτιμώντας τὴ σεμνότητα καὶ τὴν ἐνάρετη πολιτεία του, φρόντισε νὰ τὸν μορφώσει χριστιανικά. Ἔτσι ἀπόκτησε χριστιανικὴ ἀγωγὴ καὶ ἐπιμελημένη παιδεία. Τὸ 784 καὶ μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Παύλου Δ΄, ἀνῆλθε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Ταράσιος. Τότε ὁ Θεοφύλακτος, ὁ ὁποῖος γιὰ τὸν νέο πατριάρχη θὰ ἦταν ὁ ἐκλεκτὸς συνεργάτης καὶ ὁ φλογερὸς ἀγωνιστὴς τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἅγιος Ταράσιος στὸν Βόσπορο. Ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Μιχαήλ, τὸν μετέπειτα Ἐπίσκοπο Συνάδων, ἐπιδόθηκαν ἀπὸ κοινοῦ ὡς πνευματικοὶ ἀδελφοὶ σὲ μακροχρόνια αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ ἔφτασαν σὲ μεγάλα ὕψη ἀρετῆς καὶ ἠθικῆς τελειότητος, ἀφοῦ ἀπωθοῦσαν κάθε ἀπόλαυση καὶ ἱκανοποίηση τῆς σαρκός. Ἀξιοσημείωτο εἶναι μάλιστα τὸ γεγονὸς ὅτι μία πολὺ ζεστὴ ἡμέρα τοῦ καλοκαιριοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι οἱ μοναχοὶ διψοῦσαν ὑπερβολικά, ἄνοιξαν τὴ βρύση καὶ ἐνῶ τὸ νερὸ ἔτρεχε ἀσταμάτητα, ὁ Θεοφύλακτος καὶ ὁ Μιχαὴλ δὲν ἤπιαν οὔτε μία σταγόνα νερό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ αὐστηρὴ ἄσκηση τοὺς κατέστησε ζῶσες εἰκόνες τῆς ἀρετῆς. Βλέποντας ὁ Ἅγιος Ταράσιος μὲ θαυμασμὸ τὴν ἐνάρετη καὶ ἀσκητικὴ πολιτεία τῶν δύο μοναχῶν καὶ πνευματικῶν του τέκνων, ἀλλὰ καὶ ἔχοντας μεγάλη ἀνησυχία γιὰ τὶς κρίσιμες ἡμέρες ποὺ θὰ διερχόταν ἡ Ἐκκλησία, ἀποφάσισε νὰ τοὺς χειροτονήσει ἐπισκόπους, τὸν μὲν Θεοφύλακτο Ἐπίσκοπό της περιωνύμου πόλεως Νικομηδείας, τὸν δὲ Μιχαὴλ Ἐπίσκοπο Συνάδων στὴ Φρυγία.

Ἔτσι περὶ τὸ 800 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Νικομηδείας ὁ Θεοφύλακτος καὶ μιμούμενος τὴν πολύπτυχη δραστηριότητα τοῦ Ἁγίου Ταρασίου στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐπιδόθηκε μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο στὴ διδασκαλία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ παράλληλα ἀνέπτυξε καὶ πλούσια φιλανθρωπικὴ δραστηριότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ σύντομα ἡ Νικομήδεια ἀπόκτησε χάρη στὸ ἄοκνο ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴ φιλανθρωπία εὐαγῆ ἱδρύματα, ὅπως νοσοκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο καὶ πτωχοκομεῖο, ἐνῶ ἀνεγέρθηκε καὶ ναὸς ἐπ’ ὀνόματι τῶν θαυματουργῶν καὶ ἰατρῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ. Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος μεριμνοῦσε μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ εὐσπλαχνία γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς φτωχούς, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Παράλληλα ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Ταρασίου εἶχε καταρτίσει καταλόγους μὲ τὰ ὀνόματα ὅλων των ἀπόρων, στοὺς ὁποίους χορηγοῦσε μηνιαῖο βοήθημα, ἐνῶ μιμούμενος τὸν Κύριο ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ πήγαινε ὁ ἴδιος στοὺς ἀσθενεῖς του νοσοκομείου καὶ περιποιεῖτο τὶς πληγές τους. Μάλιστα ὁ βιογράφος τοῦ ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «Ἐλεημόνει τόσον, ὥστε ἐπλήρου μίαν φιάλην ἀπὸ ζέον ὕδωρ καὶ μὲ αὐτὸ ἐπλένε καὶ ἐκαθάριζε μὲ τὰς ἰδίας του τὰς χείρας συμπαθέστατος τοὺς τυφλοὺς καὶ χωλοὺς καὶ τοὺς ἀσθενεῖς του». Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ θεοπρόβλητος ἱεράρχης τῆς Νικομήδειας εἶχε καταστεῖ γιὰ τὸν λαὸ τῆς ἐπαρχίας τοῦ καιομένη λαμπάδα, ἡ ὁποία ἔλαμπε, φώτιζε καὶ θέρμαινε τὶς ψυχές. 

Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὴν ἔκπτωση ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς βασίλισσας Εἰρήνης, ξέσπασε μεγάλη ἀναταραχὴ μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀνῆλθε στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο ὁ Λέων Ε΄ ὁ Ἀρμένιος (813-820). Ὁ νέος αὐτοκράτορας ἐξαπέλυσε καὶ πάλι σκληρὸ διωγμὸ ἐναντίον τῆς τιμητικῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων. Αὐτὸ εἶχε ὡς συνέπεια νὰ ὑβρίζονται καὶ νὰ βεβηλώνονται οἱ ἱερὲς εἰκόνες, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν πίστη τῶν Ὀρθοδόξων σὲ κατάσταση διωγμοῦ. Σ’ αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ ὁ διάδοχός του Ἁγίου Ταρασίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Ἅγιος Νικηφόρος (806-815), ἀντιτάχθηκε μὲ γενναιότητα στὴν εἰκονομαχία μαζὶ μὲ τοὺς μοναχούς της περίφημης Μονῆς Στουδίου καὶ μὲ ἀγωνιστὲς ἱεράρχες, μεταξύ των ὁποίων ἀξιομνημόνευτοι εἶναι ὁ Ἅγιος Αἰμιλιανὸς Ἐπίσκοπος Κυζίκου, ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος Ἐπίσκοπος Σάρδεων, ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ Ἐπίσκοπος Συνάδων καὶ ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Ἐπίσκοπος Νικομηδείας. Οἱ γενναῖοι αὐτοὶ ἱεράρχες ἐπισκέφθηκαν τὸν αὐτοκράτορα Λέοντα Ἐ΄ τὸν Ἀρμένιο γιὰ νὰ τὸν πείσουν νὰ ἐγκαταλείψει τὴν κακοδοξία του καὶ νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ λάθος, στὸ ὁποῖο εἶχε ὑποπέσει. Ὅμως ὁ αὐτοκράτορας ἐπέδειξε ἐπιμονὴ καὶ ἀδιαλλαξία στὶς θέσεις τοῦ ἐναντίον τῶν σεπτῶν καὶ ἁγίων εἰκόνων, γεγονὸς ποὺ ἔκανε τὸν Ἅγιο Θεοφύλακτο νὰ ἐπιδείξει σθεναρὴ καὶ ἡρωικὴ στάση ἐνώπιόν του δυσσεβοὺς αὐτοκράτορος. Ἔτσι μὲ ξεχωριστὴ παρρησία καὶ ἀδιαφορώντας γιὰ τὶς συνέπειες, στηλίτευσε μὲ αὐστηρότητα τὴν αἱρετική του στάση καὶ τὸν ἔθεσε ἀντιμέτωπο μὲ τὴν τιμωρία τοῦ Παντοδυνάμου Θεοῦ. Χαρακτηριστικά του εἶπε: «Γνωρίζω, βασιλεῦ, ὅτι καταφρονεῖς τὴν ἀνοχὴν καὶ τὴν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ? θὰ ἐπέλθη ὅμως ἐπὶ σὲ αἰφνίδιος ὄλεθρος καὶ καταστροφὴ ὡς καταιγίς, καὶ οὐδεὶς θὰ εὑρεθῆ νὰ σὲ σώση κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴ ἐκ τοῦ κινδύνου». 

Μόλις ἄκουσε ὁ αἱρετικὸς αὐτοκράτορας τὴ σθεναρὴ ὁμολογία πίστεως τόσο ἀπὸ τὸν μαχητικὸ ἱεράρχη τῆς Νικομήδειας ὅσο καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους θαραλλέους ὁμολογητὲς καὶ φλογεροὺς ἐπισκόπους, διέταξε νὰ ἐκθρονισθεῖ ὁ Πατριάρχης Νικηφόρος καὶ νὰ ἐξορισθοῦν σὲ διαφορετικὰ μέρη οἱ ὑπόλοιποι γενναῖοι ἱεράρχες τῆς ἀμωμήτου ὀρθοδόξου πίστεως. Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος, ἀφοῦ τοῦ ξερίζωσαν τὰ γένια καὶ τὸν ἔδειραν ἀνελέητα, τὸν ἐξόρισαν στὸ παραθαλάσσιο φρούριο Στρόβιλο, στὸ Θέμα τῶν Κιβυρραιωτῶν ποὺ ἦταν περιοχή, ἡ ὁποία περιλάμβανε τὴν ἀρχαία Καρία, Παμφυλία καὶ τμῆμα τῆς Φρυγίας καὶ ὅπου ὑπῆρχε πόλη μὲ τὴν ὀνομασία Κίβυρρα. Στὴν ἐξορία ἔζησε τριάντα ὁλόκληρα χρόνια κάτω ἀπὸ δυσβάσταχτες στερήσεις καὶ κακουχίες, τὶς ὁποῖες ὑπέμεινε μὲ ἀξιοθαύμαστη καρτερία, λαμβάνοντας δύναμη ἀπὸ τὴν προσευχή του στὸν Κύριο. Τὸ 820 καὶ παρὰ τὴν ἀνάρρηση στὸν θρόνο τοῦ Μιχαὴλ Β΄ τοῦ Τραυλοῦ, δὲν μπόρεσε νὰ ὠφεληθεῖ ἀπὸ τὴν ἀμνηστία τοῦ νέου αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἀνακάλεσε ἀπὸ τὴν ἐξορία τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο. Στὸ μεταξὺ οἱ σωματικὲς δυνάμεις τοῦ Ἁγίου Θεοφυλάκτου ἄρχισαν νὰ ἐξασθενοῦν. Παρόλα αὐτὰ προσευχόταν γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ λαοῦ καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ μέσα ἀπὸ τὴ συνεχῆ ἀλληλογραφία προσπαθοῦσε νὰ ἐνισχύσει τὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα τῶν χριστιανῶν, ὥστε νὰ μὴν ὑποκύψουν στὶς πιέσεις τῶν εἰκονομάχων, ἀλλὰ νὰ ὁμολογήσουν μὲ παρρησία τὴν ὀρθὴ πίστη. Ὅμως καὶ τὴ φιλανθρωπική του δραστηριότητα δὲν ἀνέστειλε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τριαντάχρονης ἐξορίας του, ἀφοῦ ὁ ἐξόριστος ἱεράρχης τῆς Νικομήδειας βοηθοῦσε ὅσους ὑπέφεραν καὶ εἶχαν ἀνάγκη. 

Περὶ τὸ 840 ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος, ὁ φλογερὸς αὐτὸς ὁμολογητὴς καὶ ἀκράδαντος στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο καὶ ἔτσι εἰσῆλθε στὴν οὐράνια μακαριότητα. Ἀργότερα καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας (842-857) ἀποκαταστάθηκε ἡ εἰρήνη μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ εὐσεβὴς αὐτὴ αὐτοκράτειρα συγκάλεσε σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ ὁποία ἐπικύρωσε τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γεγονὸς ποὺ ἔθεσε τέλος στὴ θεολογικὴ διαμάχη καὶ τοὺς διωγμοὺς τῶν ὀρθοδόξων ἀπὸ τοὺς φανατικοὺς εἰκονομάχους. Ἔτσι ἡ Ὀρθοδοξία θριάμβευσε καὶ ἐπικράτησε ἡ ἀλήθεια, ἀφοῦ τὸ 843 ἔλαβε χώρα ἡ ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων, γεγονὸς ποὺ ἔκτοτε ἑορτάζεται κατ’ ἔτος πανηγυρικὰ ἀπὸ τοὺς ἁπανταχοῦ της Γῆς Ὀρθοδόξους τὴν Κυριακὴ Ἃ΄ Νηστειῶν, τὴ γνωστὴ ὡς «Κυριακή της Ὀρθοδοξίας». Μετὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς εἰρήνης στὴν Ἐκκλησία ὁ Ἅγιος Μεθόδιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (842-846) μερίμνησε γιὰ τὴ μετακομιδή, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῶν χριστιανῶν τῆς Νικομήδειας, τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Θεοφυλάκτου ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἐξορίας του, ὅπου ἐκοιμήθηκε καὶ ἐνταφιάσθηκε, στὴ Νικομήδεια. Ἐκεῖ τα ἐναπόθεσε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος εἶχε ἀνεγείρει κατὰ τὴ διάρκεια τῆς εὐδόκιμης καὶ θεάρεστης ἀρχιερατείας του. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία συναρίθμησε τὸν ἐνάρετο καὶ μαχητικὸ ἱεράρχη τῆς Νικομήδειας στοὺς φλογεροὺς ὁμολογητὲς καὶ σθεναροὺς ἀγωνιστὲς τῆς ὀρθῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ καθιέρωσε νὰ τιμᾶ τὴν πανίερη μνήμη του στὶς 8 Μαρτίου, ἐνῶ πρὸς τιμὴν τοῦ ποιήθηκε ὑπὸ τοῦ Εὐθυμίου Σιμωνοπετρίτου Ἀσματικὴ Ἀκολουθία. 

Ἀριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος Ἐκπαιδευτικὸς

Βιβλιογραφία

  • Γούναρη Γεωργίου Κων., Ἀπὸ τὴν Πολιτεία τῶν Ἁγίων, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γρεβενῶν, 2009.
  • Μπεράτη Θεοδώρου Κ., Ἀρχιμανδρίτου, Ἀθληταὶ Στεφανηφόροι, Ἔκδοσις Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1991.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *