Ἑορτάζει στὶς 8 Φεβρουαρίου

Ἄρχων τῆς Ἡρακλείας

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ στρατηλάτης ἔζησε τὸ 320 μ.Χ. περίπου, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Ρωμαίου Αὐτοκράτορος Λικινίου. Καταγόταν ἀπὸ μιὰ πόλη τῆς Μ. Ἀσίας, τὰ Εὐχάϊτα.

Σήμερα τὴν πόλη αὐτὴ τὴν ὀνομάζουν Ἐφλεέμ. Τὰ Εὐχάϊτα ἦταν καὶ ἡ πατρίδα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος τοῦ μεγαλομάρτυρος, ὁ ὁποῖος πρὸ ὀλίγων ἐτῶν εἶχε μαρτυρήσει. Ἐκεῖ ἦτο καὶ ὁ τάφος του. Τὸ παράδειγμα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος ἀσφαλῶς ἐπέδρασε πολὺ στὸ νὰ διαμορφωθεῖ ὁ εὐσεβὴς χαρακτήρας τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στρατηλάτου. Τὸν βοήθησε πολύ, ὥστε νὰ ἀναδειχθεῖ καὶ αὐτὸς Ἅγιος ἀλλὰ καὶ μεγαλομάρτυς.

Γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ τὰ πρῶτα χρόνια της ζωῆς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, δὲν γνωρίζουμε πολλὰ πράγματα. Γνωρίζομε μόνον ὅτι, μεγάλωσε, ἀκολούθησε τὸ στρατιωτικὸ ἐπάγγελμα καὶ κατοικοῦσε στὴν Ἡράκλειά του Πόντου.

Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος εἶχε πολλὰ χαρίσματα. Ξεπερνοῦσε πολλοὺς στὸ κάλλος τῆς ψυχῆς καὶ στὴν ὡραιότητα τοῦ σώματος. Ἦταν φρόνιμος, συνετὸς καὶ μορφωμένος περισσότερον ἀπὸ τοὺς ἄλλους νέους της ἐποχῆς του. Εἶχε ὁ μακάριος καὶ τὸ χάρισμα τῆς εὐγλωττίας γὶ αὐτὸ τὸν ὀνόμαζαν Βρυορρήτορα, δηλ. βρύσιν τῆς ρητορικῆς.

Ὅλοι τὸν ἐκτιμοῦσαν καὶ γιὰ τὰ προσόντα τοῦ αὐτὰ καὶ τὴν ἀρετή του. Ὅλοι ἤθελαν νὰ ἔχουν τὴ φιλία του. Ἀκόμη καὶ ὁ Βασιλεὺς Λικίνιος ζητοῦσε εὐκαιρίες νὰ συνομιλεῖ μαζὶ μὲ τὸν Θεόδωρο. Τοῦ ἔδωσε μάλιστα, διὰ νὰ τὸν τιμήσει καὶ τὴν πόλη Ἡράκλεια νὰ τὴν ἐξουσιάζει αὐτός. Ἀλλὰ δὲν γνώριζε ὁ Λικίνιος, ὅτι ὁ Θεόδωρος ἦτο Χριστιανός.

Ἐκχριστιανίζει τὴν Ἡράκλεια

Ὁ Θεόδωρος ὅμως, μόλις ἔλαβε ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ τὴν Ἡράκλεια, ἀμέσως φανερώθηκε ὡς Χριστιανός. Κήρυττε μὲ θάρρος, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς Θεὸς καὶ ὄχι οἱ θεοὶ τῆς εἰδωλολατρίας. Ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ πολλοὶ εἰδωλολάτρες πίστευαν κάθε μέρα, γίνονταν Χριστιανοὶ καὶ βαπτίζονταν. Τόση ἦτο ἡ δραστηριότης του καὶ τόσο τὸν εὐλογοῦσε ὁ Θεός, ὥστε ὁ Θεόδωρος κόντευε νὰ γυρίσει στὸ Χριστὸ ὅλη τὴν Ἡράκλεια. Ὁ βασιλεὺς ἔμενε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴ Νικομήδεια, ποὺ τὴν εἶχε ὡς πρωτεύουσα.

Πληροφορήθηκε βεβαίως τὰ περὶ τῆς χριστιανικῆς δράσεως τοῦ Θεοδώρου καὶ λυπήθηκε πολύ. Προσποιήθηκε ὅμως ὅτι δὲν γνώριζε τίποτε ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ δράση του Θεοδώρου. Τί αὐτὸ τοῦ ἔστειλε ἐπιστολή, ποὺ τὸν ἐπαινοῦσε καὶ τὸν προσκαλοῦσε νὰ πάει ἐκεῖ ὥστε νὰ θυσιάσουν μαζὶ στὰ εἴδωλα ὥστε ὁ κόσμος νὰ τοὺς ἀκολουθήσει.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου ἦταν ἡ ἑξῆς:

Θεόδωρος Στρατηλάτης,

Λικινίω αὐτοκράτορι Ρωμαίων. Χαίρειν.

Τὴν τιμία σας γραφὴν ἐδέχθην. Νὰ ἔλθω πρὸς τὸ παρὸν ἀδυνατῶ. Ἐδῶ ἔχει δημιουργηθῆ μεγάλη ἀναταραχὴ ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Οὗτοι ἄφησαν τὴν πάτριον θρησκείαν καὶ  προσκυνοῦν τὸν Χριστόν. Κινδυνεύει ὅλη ἡ Ἡράκλεια ν’ ἀποσκιρτήση ἀπὸ τὴν βασιλείαν σου. Διὰ τοῦτο, παρακαλῶ λάβε τὸν κόπον καὶ ἐλθὲ μόνος ἐνταύθα, φέρε δὲ καὶ τὰ εἴδωλα τῶν μεγαλυτέρων θεῶν, διὰ νὰ εἰρηνεύσης τὸν κόσμον καὶ διὰ νὰ προσφέρωμεν καὶ ἠμεῖς θυσίαν ἔμπροσθέν τους διὰ νὰ μᾶς ἴδουν καὶ μᾶς μιμηθοῦν.

Ὑγίαινε

Ὁ Λικίνιος στὴν Ἡράκλεια

Ὁ βασιλεύς, ὅταν διάβασε τὴν ἐπιστολή, χάρηκε πολύ, διότι νόμισε, ὅτι πράγματι ὁ Θεόδωρος φρόντιζε γιὰ τὰ εἴδωλα. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος του τὰ ἔγραφε αὐτά, γιὰ δύο λόγους:

Ἀφ’ ἑνὸς μέν, διότι ἤθελε νὰ μαρτυρήσει στὴν Ἡράκλεια καὶ νὰ ἁγιάσει μὲ τὸ μαρτυρικὸ αἷμα τοῦ τὴν πατρίδα του καὶ ἀφ’ ἑτέρου γιὰ νὰ στηρίξει στὴν πίστη μὲ τὸ μαρτύριό του τοὺς Χριστιανούς του. Ὁ βασιλεύς, λοιπόν, πῆρε μαζί του ὀκτῶ χιλιάδες στρατιῶτες του καὶ ἀναχώρησε, γιὰ τὴν Ἡράκλεια. Πῆρε ἐπίσης μαζί του καὶ τὰ ἀγάλματά των μεγαλυτέρων θεῶν του, μὴ γνωρίζοντας, ποιὸς ἦταν ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τοῦ Θεοδώρου.

Ἐκείνη τὴ νύχτα ὁ Ἅγιος προσευχόταν. Παρακαλοῦσε τὸν Χριστὸν νὰ τὸν βοηθήσει νὰ φέρει εἰς αἴσιον πέρας αὐτὸ ποὺ σκεπτόταν: Νὰ μαρτυρήσει γι’ Αὐτόν. Εἶδε τὴν ὥρα ἐκείνη ἕνα ὅραμα. Εἶδε σὰν νὰ χάλασε ἡ στέγη τοῦ σπιτιοῦ, στὸ ὁποῖο ἔμενε. Εἶδε ἀκόμη μιὰ φλόγα, ν’ ἀνεβαίνει καὶ νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἄκουσε καὶ μιὰ φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, ποὺ τοῦ ἔλεγε:

— Θάρρος Θεόδωρε. Ἔχε θάρρος. Ἐγὼ εἶμαι μαζί σου. Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἅγιος κατάλαβε τότε, ὅτι γι’ αὐτὸν ἦταν τὸ ὅραμα ἐκεῖνο καὶ ὅτι ἦταν καιρὸς νὰ μαρτυρήσει. Τὸ ἤθελε ὁ Κύριος. Τὴν ἄλλη μέρα εἰδοποιήθηκε, ὅτι ἔρχεται ὁ βασιλεύς. Μπῆκε στὸ δωμάτιο, ποὺ προσευχόταν κατόπιν πῆγε καὶ ὑποδέχτηκε τὸν βασιλιὰ φορώντας τὴν στολὴ τοῦ στρατηλάτου. Μόλις τὸν ὑποδέχτηκε πῆγαν καὶ ἔκατσαν σὲ ἕνα εὐρύχωρο στάδιο. Ὁ βασιλιὰς ἄρχισε νὰ ἐπαινεῖ τὸν τόπο καθὼς καὶ τὸν Θεόδωρο, λέγοντας πὼς αὐτὴ εἶναι ἡ καταλληλότερη πόλη γιὰ τὴν προσκύνηση τῶν θεῶν.

Ὁ Θεόδωρος συντρίβει τὰ εἴδωλα

Ὁ Λικίνιος προέτρεψε τὸν Θεόδωρο νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Θεόδωρος ἀρνήθηκε καὶ ζήτησε νὰ τοῦ δοθοῦν τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρᾶ ἀγαλματίδια τῶν θεῶν, γιὰ νὰ προσφέρει αὐτὰ θυσία στὸν οἶκο τοῦ ἰδιωτικὰ καὶ μετὰ νὰ προσφέρει δημόσια τὶς θυσίες. Πράγματι, ὁ Θεόδωρος ἔλαβε τὰ ἀγαλματίδια τὰ ὁποῖα κομμάτιασε καὶ μοίρασε τὰ χρυσὰ καὶ ἀργυρᾶ αὐτῶν στοὺς πτωχούς. Ὁ ἑκατόνταρχος Μαξέντιος εἶδε τὴν κεφαλὴ τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης στὰ χέρια ἑνὸς πτωχοῦ καὶ κατέδωσε τὸ γεγονὸς στὸν Λικίνιο, ὁ ὁποῖος θεώρησε τὸν Θεόδωρο ὡς ἐμπαίκτη καὶ καταφρονητὴ τῶν εἰδώλων τῶν κατηγοροῦσε ὅτι δὲν σεβάστηκε τοὺς θεοὺς καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν εὐεργέτησαν καὶ τὸν ἀπειλοῦσε ὅτι θὰ τὸ πλήρωνε ἀκριβά. Σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς κατηγορίες ὁ Ἅγιος ἀπάντησε:

—Βασιλεύ, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἅγιος, γιατί θυμώνεις; Γιατί νευριάζεις τόσο πολύ, Νά! Δὲς καὶ μόνος σου καὶ κατάλαβε τὴ δύναμη τῶν θεῶν σου. Ἐὰν πράγματι αὐτοὶ ἦταν θεοί, πῶς δὲν μπόρεσαν νὰ βοηθήσουν τὸν ἐαυτόν τους; Γιατί τότε, ποῦ τοὺς ἔκοβα κομμάτια, δὲν ἔριχναν φωτιὰ νὰ μὲ κατακάψει; Ἀλλά, ἐπειδὴ ἦταν μονάχα καθαρὸ χρυσάφι κι ἀσήμι, συντρίφτηκαν μὲ χέρι ἑνὸς ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό, βασιλεῦ σὺ μὲν ὀργίζεσαι, ἐγὼ θεολογῶ. Σὺ λατρεύεις ξύλα ψυχρὰ καὶ ἄψυχα, ἐγὼ λατρεύω τὸν Χριστό μου, ποὺ ζεῖ εἰς τοὺς αἰώνας παντοτινά. Σὺ λυπᾶσαι κι ἐγὼ χαίρομαι, γιὰ τὴν ἀπώλεια τῶν θεῶν σου.

Ὑπομένει φρικτὰ μαρτύρια

Σὰν τὰ ἄκουσε αὐτὸ ὁ βασιλεύς, ἀπὸ τὸ κακό του, ἄλλαξε τὸ πρόσωπό του κι ἄρχισε τὰ βασανιστήρια. Διέταξε καὶ τέντωσαν κάτω τὸν ἅγιο ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια. Κατόπιν τὸν ἔδειραν μὲ βούνευρα. Ἐφτακόσιες πληγὲς τοῦ ἔδωσαν στὴ ράχη καὶ πενήντα στὴν κοιλιά! Τὸν δὲ λαιμὸ τοῦ τὸν κτυποῦσαν μὲ μολύβδινες σφαῖρες (μπάλες). Τί τρομερὸ μαρτύριο! Τί φρικτοὶ πόνοι! Τὸ σῶμα τοῦ ἔγινε μιὰ πληγή. Καὶ ὅμως ὁ Μάρτυς τὰ ὑπέμεινε καρτερικά.

Ἔπειτα τοῦ ξύνουν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια καὶ τοῦ καῖνε τὶς πληγὲς μὲ λαμπάδες. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, κατόπιν τρίβανε τὶς πληγωμένες καὶ καμένες σάρκες του μὲ τοῦβλα καὶ κεραμίδια. Τί τρομερὸ μαρτύριο! Ὁ Ἅγιος ὅμως τὰ ὑπέμεινε, γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸν πετάξανε στὴ φυλακή. Ἐκεῖ περάσανε τὰ πόδια του στὸ ξύλο, στὸ μάγκανο. Τὸν ἄφησαν ἑπτὰ ἡμέρες νηστικό, γιὰ νὰ πεθάνει. Ὁ Ἅγιος ὅμως τὰ ὑπέμεινε ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ κερδίσει τὴν αἰώνια ζωή. Στὰ τρομερὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια, ποὺ τοῦ ἔκαναν, αὐτὸς ἔλεγε μονάχα: «Δόξα σοί, ὁ Θεός μου». Πέρασε, λοιπόν, ὁ Ἅγιος ἐκεῖνες τὶς ἑπτὰ ἡμέρες νηστικὸς καὶ διψασμένος καὶ μόνον ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τὸν δυνάμωνε.

Κατόπιν τὸν ξαναβγάλανε ἀπὸ τὴ φυλακὴ κι’ ἄρχισε τώρα ὁ βασιλεὺς νὰ τὸν καλαπιάνει γιὰ νὰ θυσιάσει στοὺς θεούς. Ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἔμενε σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸν ὁμολογοῦσε οἱ εἶναι ὁ μόνος Ἀληθινὸς Θεός.

Τὸν σταυρώνουν

Ὁ Λικίνιος, ἐφρύαξε ἀπὸ τὸ κακό του καὶ διέταξε νὰ σταυρώσουν τὸν Θεόδωρο, σὰν τὸν Χριστὸν τὸν ὁποῖον πίστευε. Νὰ τὸν σταυρώσουν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Σεβαστείας.

Πράγματι! Τὸν πήρανε, οἱ στρατιῶτες καὶ τὸν πήγανε στὸν τόπον τῆς ἐκτελέσεως. Ἐκεῖ του καρφώσανε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια σὲ ἕνα ξύλινο σταυρό. Κατόπιν σηκώσανε τὸν σταυρὸν μὲ τὸ σῶμα καὶ τὸν μπήξανε στὴ γῆ. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐτραντάζετο ὁ σταυρὸς δεξιὰ – ἀριστερὰ καὶ ὁ Ἅγιος ποὺ κρεμόταν καὶ στηριζότανε στὰ καρφιά, πονοῦσε ἀφόρητα.

Τὰ ὑπέμεινε ὅμως. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφθανε αὐτό, οἱ κακοῦργοι καὶ ἀπάνθρωποι ἐκεῖνοι δήμιοι περάσανε στὰ γεννητικά του ὄργανα μιὰ περόνη, ποὺ ἔφθανε ὡς τὰ ἐντόσθια του!

Γύρω ἐπίσης ἀπὸ τὸ σταυρὸ στεκότανε παιδιὰ καὶ τοξεύανε στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου. Τὸν σημαδεύανε στὰ μάτια καὶ ἀπὸ τὰ βέλη τοῦ χυθήκανε τὰ μάτια! Ἄλλοι δὲ σκληροὶ καὶ ἀπάνθρωποι, τοῦ ἔκοψαν τὰ γεννητικά του ὄργανα. Καὶ ὅμως ὁ Ἅγιος, καρφωμένος ἐπάνω στὸ σταυρό, τὰ ὑπέμεινε γενναίως ὅλα, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔλεγε ἀπό τα βάθη τῆς καρδιᾶς του:

—Χριστέ μοῦ, σύ μου εἶπες, ὅτι θὰ εἶσαι μαζί μου. Γιατί μὲ ἐγκαταλείπεις τώρα; Νά! Εἶναι καιρὸς βοηθείας. Μὴ μὲ ἀφήνεις. Ἐγὼ γιὰ τὴν ἀγάπη σου, παρέδωσα τὸ σῶμα μού σὲ τέτοιες τιμωρίες. Δυνάμωσε μέ, Θεέ μου, σὲ παρακαλῶ καὶ πάρε τὴν ψυχή μου, διότι δὲν μπορῶ νὰ ἀντέξω ἄλλο. Φύλαξε μὲ νὰ μὴ λυγίσω.

Ἄγγελος Κυρίου τὸν ξεκαρφώνει

Τὸν Ἅγιο τὸν ἀφήσανε ὅλη τὴν νύχτα ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸν σταυρό. Ὁ Λικίνιος νόμισε, ὅτι θὰ πεθάνει, ἔπειτα ἀπὸ τόσα φρικτὰ καὶ ἀπάνθρωπα μαρτύρια, ποὺ ὑπέστη. Ἀπατήθηκε ὅμως. Διότι τὰ μεσάνυχτα Ἄγγελος Κυρίου τὸν ξεκάρφωσε, τὸν ξεκρέμασε καὶ τὸν κατέβασε ἀπὸ τὸν σταυρό. Συγχρόνως τοῦ θεράπευσε καὶ ὅλες τὶς πληγές του! Τὸν ἔκανε τελείως καλά! Κατόπιν τὸν ἀσπάσθηκε καὶ τοῦ εἶπε:

— Χαῖρε, Θεόδωρε, γενναῖε στρατιώτα τοῦ Χριστοῦ. Ἔχε θάρρος. Πάρε δύναμη ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ. Νά! μαζί σου εἶναι ὁ Χριστός. Γιατί ὅμως εἶπες, ὅτι σὲ ἐγκατέλειψε;

Δὲν σὲ ἐγκατέλειψε. Πρέπει νὰ τελειώσεις τὸν δρόμο τοῦ Μαρτυρίου σου καὶ θὰ ρθεῖς κοντὰ στὸν Κύριο, γιὰ νὰ πάρεις τὸ στεφάνι τῆς δόξης, πού σου ἔχει ἑτοιμασμένο.

Νὰ πάρεις τὴν ἀμοιβή σου.

Ὁ Ἄγγελος ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ἔγινε ἄφαντος. Ὁ Ἅγιος σὰν εἶδε τὸν ἐαυτὸν τοῦ ξεκρεμασμένο ἀπὸ τὸν σταυρὸ καὶ θεραπευμένο τελείως, ἄρχισε νὰ ψάλλει στὸ Θεὸ μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς φωνῆς του, λέγοντας τὸν ψαλμό:

—Υψώσω σέ, Κύριε ὁ Θεός μου καὶ εὐλογήσω τὸ ὄνομά Σου εἰς τὸν αἰώνα καὶ εἰς τὸν αἰώνα τοῦ αἰῶνος.

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον εὐχαριστώντας καὶ δοξολογώντας καὶ ψάλλοντας πέρασε ἐκεῖ τὴν ὑπόλοιπη νύχτα. Εἶχε ἀπορροφηθεῖ ἀπὸ τὴν προσευχή.

Τὸν βλέπουν καὶ πιστεύουν πολλοὶ

Ὅταν ξημέρωσε, ὁ βασιλεὺς ἔστειλε δύο ὑπηρέτες του, ποὺ τοὺς ὀνομάζαν τὸν ἕνα Ἀντίοχο καὶ τὸν ἄλλον Πατρίκιο, γιὰ νὰ ξεκρεμάσουν τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τὸ πετάξουν στὴ λίμνη. Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ μὴ τὸ πάρουν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὸ ἔχουν γιὰ ἁγιασμό τους. Οἱ ἀπεσταλμένοι, ὅταν πλησίασαν ἐκεῖ ἤτανε πολὺ πρωί, ἤτανε χαράματα καὶ δὲν ἔφεγγε καλά. Δὲν εἴδανε ὅμως τὸ σταυρὸ μὲ τὸν Ἅγιο. Διότι ὁ σταυρὸς ἤτανε πεσμένος κάτω. Οὔτε καὶ τὸν Ἅγιο φυσικὰ εἴδανε καρφωμένο ἐκεῖ ψηλά. Τότε λέγει ὁ Ἀντιοχος στὸν Πατρίκιο:

—Καλά λένε οἱ Γαλιλαῖοι, ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθη ἐκ νεκρῶν. Διότι νά! Ἀνέστησε καὶ τὸν δοῦλο Τοῦ Θεόδωρο καὶ τὸν πῆρε μαζί του. Γι’ αὐτὸ δὲν τὸν βρίσκουμε.

Ὁ Πατρίκιος πλησίασε κοντὰ πιὸ πολὺ καὶ εἶδε τὸ Θεόδωρο ποὺ καθότανε ἐκεῖ πιὸ πέρα ξεκαρφωμένο, ὑγιέστατο καὶ προσευχόμενο.

Τότε, σὰν εἴδανε τὸ μεγάλο θαῦμα, φωνάξανε καὶ οἱ δυό:

—Μεγάλος εἶναι ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν. Πιστεύουμε καὶ μεῖς σ’ Αὐτόν.

Πιστέψανε, λοιπόν, καὶ αὐτοὶ καὶ εἴπανε στὸν Ἅγιο Θεόδωρο:

— Σὲ παρακαλοῦμε, ἄνθρωπε τοῦ Χριστοῦ, νὰ δεχθεῖς καί μας. Καὶ μεῖς ἀπὸ σήμερα εἴμαστε Χριστιανοί.

Ἐν τῷ μεταξὺ κατέφθασαν καὶ ἄλλοι καὶ σὰν ἔβλεπαν τὸ θαῦμα, πιστεύανε καὶ αὐτοί. Πιστέψανε τότε ὀγδονταπέντε στὸν ἀριθμόν. Ὅταν πληροφορήθηκε ὁ βασιλεύς, ὅτι ὁ Θεόδωρος εἶναι ζωντανὸς καὶ ὅτι πιστέψανε οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἰς τὸν Χριστὸν ἐξαιτίας τοῦ Θεοδώρου, ἔστειλε τὸν βασιλικὸ ἐπίτροπο, τὸν ἀνθύπατο Κρέστη, μὲ δύναμη τριακοσίων στρατιωτῶν καὶ μὲ διαταγὴ νὰ θανατώσουν τὸν Ἅγιο. Ἀλλὰ καὶ αὐτοί, μόλις πῆγαν καὶ εἴδανε τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ θαῦμα, πιστέψανε στὸ Χριστό. Καὶ ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ καὶ πλῆθος ἄλλων ἀνθρώπων, ποὺ τὸ πληροφοροῦνταν, τρέχανε ἐκεῖ, βλέπανε τὸν Ἅγιο τελείως ὑγιῆ καὶ πιστεύανε στὸ Χριστό.

Τὸν ἀποκεφαλίζουν

Τότε ἕνας φανατικὸς εἰδωλολάτρης στρατιώτης, Λέανδρος ὀνομαζόμενος, πῆγε καὶ εἶπε στὸν βασιλιὰ ὅλα ὡς ἔχουν. Μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Λικίνιος καὶ εἶδε ὅτι ἡ πόλις ὅλη ἦταν ἀνάστατη, διέταξε τὸν ἐπὶ τούτω ὁρισμένο στρατιώτη – δήμιο νὰ πάει μὲ ἄλλους ἔμπιστους στρατιῶτες καὶ νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Θεόδωρο. Οἱ δήμιοι, ὅταν ἔφθασαν ἐκεῖ, βρῆκαν τὸν Ἅγιο νὰ διδάσκει τὰ πλήθη. Οἱ Χριστιανοὶ καὶ οἱ ἐν τῷ μεταξὺ πιστεύσαντες, ὅταν εἴδανε καὶ ἀντελήφθησαν τὸν σκοπόν τους, τοὺς ἐμπόδισαν. Θὰ ἐγίνετο δὲ συμπλοκὴ καὶ φονικὸ μεγάλο. Τότε μόλις καὶ μετὰ βίας κατόρθωσε ὁ Ἅγιος νὰ σταματήσει τὴν συμπλοκή, λέγοντας:

—Αδέρφια μοῦ, Χριστιανοί. Μὴ τὰ βάζετε μὲ τὸν βασιλέα Λικίνιο. Δὲν φταίει αὐτὸς ὁ δυστυχής. Ἄλλος κρύβεται πίσω, ποὺ τὸν βάζει νὰ τὰ κάνει αὐτά. Αὐτὸς εἶναι ὄργανό του πατρὸς τοῦ τοῦ διαβόλου. Ἐγὼ ἄλλωστε πρέπει τώρα νὰ πάω στὸν ἀγαπημένο μου Χριστό.

Κατόπιν ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ δόξασε τὸν Θεό, διότι ἦλθε ἡ ὥρα αὐτή, ποὺ ποθοῦσε. Νὰ πάει δηλ. κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ νὰ ζεῖ μαζί του εὐτυχισμένος παντοτινά. Ἐκείνη τὴν ὥρα ἦταν ἐκεῖ ὁ πιστὸς ὑπηρέτης του, ὁ ὑπασπιστὴς Οὔαρος, ποὺ ἤτανε ταχυγράφος. Αὐτὸς εἶχε παρακολουθήσει ὅλα του τὰ μαρτύρια ἐξ ἀρχῆς.

—Παιδί μοῦ, τοῦ εἶπε, νὰ γράψεις τὸ μαρτύριό μου καὶ τὴν ἡμέρα τῆς τελειώσεώς μου, γιὰ νὰ τὸ ἔχουν οἱ μετέπειτα καὶ νὰ ὠφελοῦνται ἐξ αὐτοῦ. Τὸ δὲ σῶμα μου, μετὰ τὸ θάνατό μου, θὰ σὲ παρακαλέσω νὰ τὸ πᾶς νὰ τὸ θάψεις στὴν πατρίδα μου τὰ Εὐχάϊτα. Χαῖρε, λοιπόν, καὶ νὰ κρατήσεις τὴν πίστη σου στὸ Χριστό, ὁτιδήποτε καὶ ἄν σου συμβεῖ.

Κατόπιν ὁ Ἅγιος ἔσκυψε τὸ κεφάλι του καὶ ὁ δήμιος τὸν ἀποκεφάλισε. Μετὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, ὁ πιστὸς ὑπηρέτης τοῦ Οὔαρος μαζὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς πήρανε τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ μεγαλομάρτυρος καὶ τὸ πήγανε στὰ Εὔχαϊτα. Ἐκεῖ δὲ μὲ λαμπάδες καὶ θυμιάματα, τὸ ἔθαψαν, στὸ πατρικὸ σπίτι τοῦ Ἁγίου, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία τοῦ, ποὺ εἶπε στὸν Οὔαρο. Ὁ δὲ ταχυγράφος Οὔαρος, ὁ ὁποῖος παρακολούθησε ὅλο το μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, τὸ κατέγραψε κατόπιν. Ἔγραψε δὲ καὶ ὅλες τὶς ἐρωτήσεις, ποὺ τοῦ ἔκαναν καὶ τὶς ἀπαντήσεις ποὺ ἔδιδε ὁ Ἅγιος. Ἔγραψε ἐπίσης τὰ διάφορα εἴδη τῶν βασάνων, ποὺ ὑπέστη, καθὼς καὶ τὰ θαύματα, ποὺ ἔγιναν κατά το μαρτύριον καὶ κατὰ τὴν ταφή του. Καὶ εἶναι ἀλήθεια, ὅτι τὰ πολλὰ θαύματα ἔγιναν τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, καθὼς καὶ κατόπιν.

Στίχος

Ὧν Θεόδωρος ἀξίαν Στρατηλάτης, Ὑπῆρξε τμηθεῖς τοῦ Θεοῦ Στρατηλάτης. Ὄμβριμον ὀγδοάτη Θεοδώρου αὐχένα κόψαν.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ

Στρατολογία ἀληθεῖ Ἀθλοφόρε, τοῦ οὐρανίου στρατηγὸς Βασιλέως, περικαλλὴς γεγένησαι Θεόδωρε· ὄπλοις γὰρ τῆς πίστεως, παρετάξω ἐμφρόνως, καὶ κατεξωλόθρευσας, τῶν δαιμόνων τὰ στίφη, καὶ νικηφόρος ὤφθης Ἀθλητής· ὅθεν σε πίστει, ἀεὶ μακαρίζομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν

Ἀνδρεία ψυχῆς, τὴν πίστιν ὀπλισάμενος, καὶ ρῆμα Θεοῦ, ὡς λόγχην χειρισάμενος, τὸν ἐχθρὸν κατέτρωσας τῶν Μαρτύρων κλέος Θεόδωρε. Σὺν αὐτοῖς Χριστῷ τῷ Θεῶ, πρεσβεύων μὴ παύση, ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.

Μεγαλυνάριον

Χαίροις τῶν Μαρτύρων ἡ καλλονή, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπροσμάχητος βοηθός. Χαίροις δωρημάτων, θησαύρισμα τῶν θείων, Θεόδωρε τρισμάκαρ, ἠμῶν ἀντίληψις.

ΠΗΓΗ:xristianos.gr

1 reply

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *