(Ἡ μνήμη της ἑορτάζεται στὶς 28 Ἰουλίου)

1. ΤΗΝ ΔΙΑΛΕΓΟΥΝ ΓΙΑ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ

H ἁγία Εἰρήνη, ἡ Ἡγουμένη τῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοβαλάντου, καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Γεννήθηκε τὸ 835 μ.Χ. ὅταν ἀκόμα βασίλευε στὸ Βυζάντιο ὁ εἰκονομάχος αὐτοκράτορας Θεόφιλος.
Ὁ αὐτοκράτορας αὐτὸς ἔγραψε μιὰ ἀπὸ τὶς χειρότερες σελίδες στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σφοδρότερους διῶκτες τῶν ἁγίων Εἰκόνων. Ὅταν τὸ 842 μ.Χ. πεθαίνει, ἀναλαμβάνει τὴν διακυβέρνηση τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ἡ εὐσεβεστάτη σύζυγός του Θεοδώρα, μέχρι νὰ ἐνηλικιωθεῖ ὁ γιὸς του ὁ Μιχαὴλ Γ΄ , ὁ ἐπονομαζόμενος μέθυσος.

Ὁ ἀτίθασος ὅμως καὶ ὑπερβολικὰ ζωηρὸς χαρακτήρας τοῦ νεαροῦ Μιχαήλ, φοβίζει τὴν μητέρα του Θεοδώρα καὶ τὴν ὑποχρεώνει νὰ λάβει δραστικὰ μέτρα γιὰ νὰ τὸν γλυτώσει ἀπὸ τὶς διάφορες κακοτοπιὲς τῆς ζωῆς, ποὺ θὰ εἶχαν φοβερὸ ἀντίκρισμα στὴν πορεία τοῦ κράτους.
Ἀφοῦ λοιπὸν συνεννοεῖται μὲ τὸν ἀδελφό της τὸν πρωθυπουργὸ Βάρδα καὶ τὴν γυναίκα του, ἀποφασίζουν νὰ βροῦν μιὰ πολὺ ὄμορφη, ἔξυπνη, συνετὴ καὶ ἠθικὴ κοπέλα γιὰ νὰ τὸν νυμφέψουν.
Σὰν τέτοια, ἐπέλεξαν τὴν δεκαπεντάχρονη Εἰρήνη ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ποὺ ἦταν ἀδελφή της γυναίκας τοῦ Βάρδα καὶ εἶχε ἔνδοξη, ἀρχοντικὴ καὶ πολὺ πλούσια καταγωγή.
Όλη ἡ Καππαδοκία ἐξάλλου μιλοῦσε γιὰ τὴν ὀμορφιά, τὶς ἀρετὲς καὶ τὰ πολλὰ χαρίσματα ποὺ στόλιζαν τὴν Εἰρήνη, τὴν πανέμορφη δεύτερη κόρη τοῦ ἔνδοξου στρατηγοῦ τῆς Καππαδοκίας.
Ὅρισαν λοιπὸν ἡμερομηνία γάμου καὶ ἔστειλαν τὴν αὐτοκρατορικὴ φρουρὰ νὰ συνοδέψει τὴν μελλόνυμφο καλλονὴ ἀπὸ τὴν Καισάρεια τοῦ Πόντου στὴν ξακουστὴ πρωτεύουσα τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους.

2. ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟ

Αποτέλεσμα εικόνας για Εἰρήνης τῆς ΧρυσοβαλάντουΚαθ’ ὁδὸν πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη, ἔπρεπε νὰ περάσουν κοντὰ ἀπὸ τὸ μεγαλόπρεπο καὶ πάντοτε χιονισμένο βουνὸ τοῦ Ὀλύμπου.
Τὸ βουνὸ αὐτὸ ἦταν φημισμένο γιὰ τὶς πολλὲς ἑκατοντάδες ἀφιερωμένες στὸ Θεὸ ἅγιες ψυχὲς ποὺ ζοῦσαν ἐκεῖ ἀσκητικά, ἔχοντας σὰν πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν μεγάλο ἀσκητὴ ὅσιο Ἰωαννίκιο.
Ενώ περνοῦσαν ἀπὸ τὸ βουνὸ αὐτό, δὲν συζητοῦσε τίποτα ἄλλο ὅλη ἡ βασιλικὴ συνοδεία ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὑπεράνθρωπα ἀσκητικὰ ἀγωνίσματα τῶν ἄσαρκων ἐπὶ γῆς ἀγγέλλων, ποὺ νύχτα μέρα, ἀσταμάτητα, δοξολογοῦσαν τὸν Θεό.
Λέγεται πὼς ὑπῆρχαν πάρα πολλοὶ ποὺ ἔκαναν μεγάλα θαύματα καὶ εἶχαν προορατικὸ χάρισμα, ὥστε νὰ βλέπουν τὸ μέλλον σὰν νὰ ἦταν παρόν.
Ὅλους αὐτοὺς ὅμως, τοὺς ξεπερνοῦσε ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος ποὺ ἦταν γνωστὸς παντοῦ, μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν μεγάλη του ἁγιότητα. Λεγόταν μάλιστα γι’ αὐτόν, πὼς τὸν ἔβλεπαν μόνο οἱ ἄξιοι, γιατί στοὺς ἀνάξιους γινόταν ἀόρατος.
Ὅλα αὐτὰ τὰ ἀκούσματα διέγειραν τὴν προσοχὴ τῆς Εἰρήνης, ποὺ μὲ ἐπιμονὴ παρακάλεσε τοὺς συνοδούς της νὰ τὴν ἀνεβάσουν μέχρι τὸ βουνὸ τοῦ Ὀλύμπου, γιὰ νὰ γνωρίσει τὸν ὅσιο Ἰωαννίκιο καὶ νὰ πάρει τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία του.
Δὲν προφθάσε νὰ ἀνέβει τὸ βουνό, ὅταν βλέπει ξαφνικὰ μπροστά της ἕνα σεβάσμιο γέροντα ἀσκητὴ νὰ τὴν χαιρετᾶ καὶ προορατικὰ νὰ τῆς λέγει:

– Καλῶς ἦλθες δούλη τοῦ Θεοῦ Εἰρήνη. Πήγαινε μὲ χαρὰ στὴ Βασιλεύουσα, γιατί ἡ Μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου σὲ χρειάζεται νὰ ποιμάνεις τὶς μοναχές της.

Ξαφνιάστηκε ἡ Εἰρήνη σὰν ἄκουσε ἀπὸ τὸν ὅσιο Ἰωαννίκιο τὸ ὄνομά της, ὅπως καὶ αὐτὸ ποὺ τὴν προορίζει ὁ Θεός. Γονάτισε μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ γέροντα ἀσκητῆ καὶ ζήτησε μὲ ταπείνωση τὴν εὐλογία του.
Ἐκεῖνος τὴν εὐλόγησε καὶ μὲ πατρικὴ στοργὴ τῆς ἔδωσε διάφορες πνευματικὲς συμβουλές, χρήσιμες γιὰ τὴν πνευματική της προκοπή.
Τὰ λόγια τοῦ σεβάσμιου ἀσκητῆ ἔπεσαν σὰν πολύτιμη δροσιὰ στὴ διψασμένη ψυχὴ τῆς μικρῆς Εἰρήνης. Στὴν καρδιὰ της ἁπλώθηκε μιὰ ὑπερκόσμια γαλήνη καὶ χαρά, τόσο μεγάλη, ποὺ ποτὲ ξανὰ δὲν εἶχε γευτεῖ.
Παράξενα καὶ πρωτόγνωρα συναισθήματα ἀγάπης στὸ Χριστὸ πλημμύρισαν τὴν ὕπαρξή της. Γιὰ πρώτη φορὰ ζηλεύει ὅλους αὐτοὺς ποὺ μὲ πραγματικὸ πνευματικὸ ἔρωτα στὸ Χριστὸ ἀπαρνήθηκαν τὸν κόσμο μὲ ὅλες τὶς πρόσκαιρες χαρὲς καὶ ἀκολούθησαν τὸν ἀγγελικὸ βίο τῆς μοναχικῆς ζωῆς.
Γιὰ μιὰ στιγμή, σκέφτεται νὰ μὴν συνεχίσει τὸ ταξίδι της στὴν Κωνσταντινούπολη ὅπου τὴν περιμένει τὸ βασιλόπουλο, γιὰ νὰ ἀκολουθήσει τὴν ζωὴ τῶν ἀσκητῶν ποὺ μόλις εἶχε γνωρίσει καὶ νὰ ἀξιωθεῖ καὶ αὐτὴ τῶν θείων χαρισμάτων.
Οἱ φωνὲς ὅμως καὶ οἱ παρακλήσεις τῆς βασιλικῆς συνοδείας νὰ μὴν καθυστερήσουν ἄλλο, τὴν ἔφεραν πίσω στὴ στυγνὴ πραγματικότητα.
Συνέχισε τώρα τὸ ταξίδι, ὄχι ὅμως μὲ τὴν ἴδια χαρὰ ὅπως τὸ ἄρχισε. Τὸ μυαλὸ της εἶχε μείνει πίσω, στὴν ἁγιασμένη μορφὴ τοῦ ὁσίου Ἰωαννίκιου. Τὰ λόγια του περνοῦν συνεχῶς ἀπὸ τὸ μυαλό της καὶ ἡ Μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου ἔγινε τὸ ὅραμα τῆς ζωῆς της.
Πόσα πράγματα ἄλλαξαν μέσα της σὲ τόσο μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Φοβᾶται νὰ ἐξωτερικεύσει τοὺς καινούριους πόθους της, νὰ ἀφιερωθεῖ δηλαδὴ πλήρως στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ γίνει μοναχή.
Γνωρίζει τὶς ἀντιδράσεις ποὺ θὰ ἔχει. Ἀποφασίζει λοιπὸν νὰ ἀφιερώσει τὸν ὑπόλοιπο χρόνο ποὺ τῆς ἔχει ἀπομείνει μέχρι νὰ φθάσει στὴ Βασιλεύουσα, σὲ θερμὴ ἱκεσία στὸν ἀγαπημένο της Ἰησοῦ.
Τὸν παρακαλεῖ νὰ ἀλλάξει τὶς καταστάσεις καὶ ἀπὸ νύμφη ἐπίγειου βασιλιά, νὰ τὴν ἀξιώσει νὰ γίνει Νύμφη δική Του.
Οἱ προσευχές της σὰν φωτιὰ ἀνεβαίνουν στὸν Οὐρανὸ ἐνῶ τὰ δάκρυά της κατρακυλοῦν ἀδιάκοπα στὰ τρυφερά της μάγουλα.
Ὁ οὐράνιος Νυμφίος δέχεται τὴν πολύτιμη ἀγάπη της καὶ προετοιμάζει τὶς καταστάσεις.

3. ΦΕΥΓΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΝΗ ΧΡΥΣΟΒΑΛΑΝΤΟΥ

Δὲν πρόλαβε ἡ βασιλικὴ συνοδεία νὰ φθάσει στὰ περίχωρα τῆς Βασιλεύουσας, ὅταν φθάνει τὸ μήνυμα ὅτι ὁ βασιλιάς ἔχει ἤδη παντρευτεῖ κάποια ἄλλη γυναίκα.
Καὶ ἐνῶ μεγάλη θλίψη ἁπλώθηκε σ’ ὅλους, γι’ αὐτὴ τὴν ἀπρόσμενη ἐξέλιξη ποὺ πῆρε ὁ γάμος τοῦ βασιλιά, ἡ μόνη ποὺ ἔμεινε νὰ χαίρεται καὶ νὰ δοξάζει τὸ Θεὸ γι’ αὐτὴ τὴν ἀλλαγή, ἦταν ἡ Εἰρήνη.
Πιστεύει ἀπόλυτα ὅτι ὁ ἀγαπημένος της Ἰησοῦς δέχτηκε τὴν ὁλόψυχη ἐπιθυμία νὰ εἶναι Αὐτὸς ὁ μοναδικὸς Νυμφίος τῆς καρδιᾶς της, γι’ αὐτὸ καὶ ἄλλαξαν οἱ καταστάσεις.
Βέβαια δὲν ἦταν λίγοι οἱ μνηστῆρες, ἄρχοντες καὶ μεγιστάνες τῆς Βασιλεύουσας, ποὺ ξαφνικὰ παρουσιάστηκαν νὰ ζητοῦν σὲ γάμο τὴν πανέμορφη Εἰρήνη.
Βλέπεις ἡ ὀμορφιὰ καὶ τὰ πλούσια χαρίσματά της δὲν μποροῦσαν νὰ κρυφτοῦν.
Αὐτὴ ὅμως εἶναι ἀποφασισμένη νὰ ἀκολουθήσει τὸν πόθο τῆς καρδιᾶς της καὶ νὰ πάει στὴ Μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ἐκεῖ ποὺ ἡ θεία θέληση μὲ τὸ στόμα τοῦ ὁσίου Ἰωαννικίου τῆς εἶχε προαναγγείλει.
Ἡ χαρὰ της ἦταν ἀπερίγραπτη, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔστειλε γιὰ νὰ δοῦν καὶ νὰ τῆς περιγράψουν τὸ Μοναστήρι, ἐπέστρεψαν καὶ τῆς εἶπαν τὰ πιὸ ὄμορφα λόγια γι’ αὐτό.
Ὅλοι το ἐγκωμίαζαν γιὰ τὴν πανέμορφη τοποθεσία, γιὰ τὸν καθαρὸ ἀέρα, γιὰ τὸ καταπράσινο τοπίο, τὰ γάργαρα νερά, ἀλλὰ προπάντων γιὰ τὴν ἁγία ζωὴ ποὺ ζοῦσαν οἱ εὐσεβεῖς ἐκεῖ μοναχές.
Ἡ Εἰρήνη δὲν μπορεῖ νὰ συγκρατήσει ἄλλο τὴν ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς της.
Χαρίζει λοιπὸν μὲ βιασύνη σὲ φτωχοὺς καὶ ἀνήμπορους τὴν περιουσία της. Ἐλευθερώνει ὅλους ἐκείνους τοὺς δούλους, ποὺ ὁ πατέρας τῆς κατὰ τὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τῆς εἶχε δώσει γιὰ νὰ τὴν ὑπηρετοῦν καί, πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸ γοργόφτερο ἐλαφάκι ποὺ τρέχει στὶς πηγὲς νερὸ νὰ βρεῖ γιὰ νὰ ξεδιψάσει, ἔρχεται ἡ μικρὴ Εἰρήνη στὸ περίφημο Μοναστήρι τοῦ Χρυσοβαλάντου.

4. ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΟΝΑΧΗ

Ξαφνιάστηκε ἡ ἁγία Ἡγουμένη σὰν εἶδε ἐμπρός της τὴν ἀρχοντοπούλα Εἰρήνη νὰ ζητᾶ μὲ ταπείνωση καὶ δάκρυα νὰ τὴν συγκαταριθμήσει στὸ χορὸ τῶν μοναζουσῶν τοῦ μοναστηριοῦ της.
Τὴν ρωτᾶ μήπως ἀπὸ ἐρωτικὴ ἀπογοήτευση, ἐπειδὴ ὁ βασιλιὰς πῆρε ἄλλη γιὰ γυναίκα του, θέλει νὰ γίνει αὐτὴ μοναχή. Ἡ Εἰρήνη ἀρνεῖται καὶ τῆς ἐξιστορεῖ μὲ κάθε εἰλικρίνεια τὰ ὅσα συνέβησαν στὴ συνάντησή της μὲ τὸν ὅσιο Ἰωαννίκιο, ἐκεῖ στὸ βουνὸ τοῦ Ὀλύμπου.
Καὶ ἡ ἴδια ὅμως ἡ Ἡγουμένη, δὲν ἀργεῖ νὰ ἀντιληφθεῖ τὸν ἄσβεστο πόθο τῆς ἀγάπης στὸ Χριστό, ποὺ ἔχει βαθιὰ μέσα στὴν καρδιά της ἡ ἀρχόντισσα Εἰρήνη.
Σημάδια ἐξάλλου θεϊκά τῆς ἔχουν ἀποκαλύψει ὅτι ἡ πανέμορφη αὐτὴ κόρη εἶναι ἐκλεκτὸ σκεῦος τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Αποτέλεσμα εικόνας για Εἰρήνης τῆς ΧρυσοβαλάντουΜὲ καταφανῆ μητρικὴ στοργὴ καὶ συγκίνηση, ἡ ἁγία Ἡγουμένη τὴν δέχεται στὸ μοναστήρι τοῦ Χρυσοβαλάντου καὶ σὲ λίγες μέρες ἐνώπιον τοῦ ἀγαπημένου Νυμφίου Χριστοῦ τὴν κάνει μοναχή.
Μαζὶ μὲ τὰ χρυσόξανθα μαλλιά της ποὺ κόβει κατὰ τὴν κουρά της, ἡ τρισευλογημένη αὐτὴ κόρη κόβει ἀπὸ τὴν καρδιά της καὶ κάθε τί ποὺ θὰ τῆς θυμίζει τὸν κόσμο καὶ ὅλες τὶς ἡδονές του. Φοράει στὴ συνέχεια ἕνα τρίχινο ράσο, αὐτὴ ποὺ μέχρι τώρα μόνο μεταξωτὰ καὶ ἁπαλὰ ροῦχα φοροῦσε, καὶ περνάει στὰ χέρια της ἕνα κομβοσχοίνι, πολύτιμο βοήθημα γιὰ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τρομερὸ ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου.
 Μέ βαθιὰ ταπείνωση καὶ χαρὰ ὑπηρετεῖ ὅλους, χωρὶς νὰ σκέπτεται τὴν ἔνδοξη καταγωγή της. Οἱ εὐγενικοί της τρόποι, ἡ γεμάτη καλοσύνη καὶ ἄδολη ἀγάπη τῆς καρδιά της, ὅπως καὶ ἡ μεγάλη εὐσέβειά της τὴν κάνουν ἀγαπητὴ σὲ ὅλο το μοναστήρι.
Ὑποτάσσεται σὲ ὅλους τόσο πολύ, σὰν ἦταν ἡ τελευταία δούλη. Προσέχει νὰ μὴ λυπήσει ἢ νὰ σκανδαλίσει καμιά. Ὅλες οἱ ἀδελφὲς τὴν ἀγαποῦν καὶ τὴν σέβονται πολύ.
Τὸ πρόσωπό της εἶναι πάντα χαρούμενο καὶ τὰ χείλη τῆς ψελλίζουν διαρκῶς προσευχές. Τὸ νὰ μιλάει μὲ τὸν ἀγαπημένο της Ἰησοῦ στὴν προσευχὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερή της χαρὰ καὶ εὐτυχία.
Πηγαίνει πρώτη στὶς ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας καὶ φεύγει τελευταία. Στὸ κελί της, ἡ ἀγαπημένη της ἀσχολία εἶναι ἡ ἀνάγνωση βίων τῶν ἁγίων, τῶν ὁποίων τὴ ζωὴ προσπαθεὶ νὰ μιμηθεῖ.

5. ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΑ

Οὔτε ἕνας χρόνος δὲν ἔχει περάσει ἀπὸ τότε ποὺ ἦλθε στὸ μοναστήρι καὶ ὅλες οἱ ἀρετὲς καὶ τὰ θεϊκὰ χαρίσματα ἄρχισαν νὰ στολίζουν τὴν ψυχή της.
Ὁ μεγάλος της πόθος εἶναι νὰ ζεῖ σ’ αὐτὴ τὴ γῆ ὅπως οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανό, δηλαδὴ μὲ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
Ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὸ βίο τοῦ μεγάλου ὁσίου Ἀρσενίου, ὁ ὁποῖος ὅταν προσευχόταν σήκωνε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ ἀποβραδὶς καὶ τὰ κατέβαζε τὸ πρωί, ζήτησε ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη της εὐλογία γιὰ νὰ κάνει καὶ αὐτὴ τὸ ἴδιο.
Ἡ Ἡγουμένη ἀρνήθηκε στὴν ἀρχὴ νὰ τῆς ἐπιτρέψει κάτι τέτοιο, γιατί φοβήθηκε μήπως ἀπὸ τὸν πολὺ κόπο ἀρρωστήσει. Μετὰ ὅμως τῆς ἔδωσε τὴ σχετικὴ ἄδεια γι’ αὐτὸ τὸ μεγάλο κατόρθωμα. Ἔβλεπε μὲ συγκίνηση, τὸ μεγάλο πόθο ποὺ ἔκαιγε μέσα στὴν καρδιά της, νὰ κάνει μὲ βαθειὰ ταπεινοφροσύνη, ὁτιδήποτε δύσκολο καὶ μεγάλο γιὰ χάρη τοῦ ἀγαπημένου της Ἰησοῦ.
Τόσο πολὺ ἡ θεία Χάρις σκέπασε, δυνάμωσε καὶ εὐλόγησε τὴν μικρὴ αὐτὴ κόρη, στὸ μεγάλο αὐτὸ ἄθλημα, πού, σὰν τὸν Μωυσῆ, προσευχόταν μὲ τὰ χέρια σηκωμένα στὸν οὐρανό, ἀπὸ τὸ βράδυ μέχρι τὸ πρωί. Ἄλλες φορές, ὅλη νύχτα καὶ ὅλη μέρα, χωρὶς καθόλου νὰ σαλεύει!
Προσευχόταν μὲ τέτοια πίστη, πόθο καὶ ἀγάπη στὸν Χριστό, ποὺ ἔκανε τοὺς μὲν ἀγγέλους στὸν οὐρανὸ νὰ πανηγυρίζουν, τοὺς δὲ δαίμονες στὴ γῆ νὰ φρίττουν καὶ νὰ οὐρλιάζουν.
Μάταια προσπαθοῦσαν οἱ δαίμονες νὰ τὴν πληγώσουν μὲ τὰ πυρωμένα τοὺς βέλη καὶ νὰ τὴν παρασύρουν σὲ κάποιο ἁμάρτημα.
Κάθε προσπάθεια νὰ τὴν παρακινήσουν σὲ σαρκικὲς ἡδονὲς ἢ νὰ τῆς βάλουν στὸ μυαλὸ διάφορους πονηροὺς λογισμοὺς ἀποτύγχανε.
Ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ εἶχε δαμάσει μὲ τὴν μεγάλη ἄσκηση, τὴν βαθειὰ ταπεινοφροσύνη καὶ τὴν τακτικὴ ἐξομολόγηση, κάθε ἁμαρτωλὴ ἐπανάσταση τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς.
Ξεκούραση δὲν ἔδινε ποτὲ στὸ ταλαιπωρημένο της σῶμα.
Δεύτερο ροῦχο δὲν εἶχε γιὰ νὰ φορᾶ. Ἕνα φοροῦσε κάθε χρόνο, ποὺ τὸ ἄλλαζε κάθε Πάσχα, ἐνῶ τὸ παλιό το χάριζε σὲ κάποια φτωχή.
Ἔτρωγε μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα λίγα λάχανα, μὲ ἐλάχιστο ψωμὶ καὶ νερό.
Ὑπηρετοῦσε τοὺς πάντες μὲ τέτοια ταπείνωση καὶ ἀγάπη, ποὺ ἔκανε ὅλη τὴν ἀδελφότητα νὰ τὴν σέβεται καὶ νὰ τὴν θαυμάζει.
Μέσα της ὑπῆρχε ἄπειρη ἀγάπη καὶ λατρεία στὸ Θεό, ὅπως καὶ ἄπειρο μίσος γιὰ τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία.
Ἀπερίγραπτο ὅμως ἦταν καὶ τὸ μίσος τοῦ σατανᾶ, ποὺ μὲ χίλιες δυὸ ἐπιθέσεις, ποὺ ἔκανε νύχτα μέρα στὴν ἁγία, προσπαθοῦσε νὰ σπάσει τὴν ἀντίστασή της.
Ἄλλες φορὲς μαζευόντουσαν ὅλοι οἱ δαίμονες ἔξω ἀπὸ τὸ κελί της καὶ μὲ φωνὲς ἄγριες καὶ οὐρλιαχτὰ ἤθελαν νὰ τὴν τρομοκρατήσουν. Πολλὲς φορὲς ἔπαιρναν τὴ μορφὴ ἄγριων καὶ ἐπικίνδυνων ζώων, φιδιῶν καὶ ἑρπετῶν, ποὺ ἤθελαν νὰ τὴν βλάψουν. Γιὰ ἐπίδειξη δύναμης παρουσιαζόντουσαν μπροστά της πλῆθος δαίμονες μὲ πολὺ ἄσχημες καὶ ἀποκρουστικὲς μορφές, ἀπειλώντας την πὼς θὰ τὴν κακοποιήσουν, θὰ τὴν δείρουν καὶ θὰ τὴν πάρουν μαζί τους στὰ σκοτεινὰ βασίλεια τοῦ Ἅδη.
Ἡ ἁγία μας κατέφευγε τότε στὴ θεία βοήθεια. Γονάτιζε μπροστὰ στὶς ἅγιες εἰκόνες τοῦ Σωτήρος καὶ τῆς Θεοτόκου ἀλλὰ καὶ τῶν Ἀρχαγγέλων Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ, στὴ μνήμη τῶν ὁποίων γιόρταζε τὸ μοναστήρι της καὶ μὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ δάκρυα, ζητοῦσε τὴν οὐράνια βοήθεια.
Στὴ συνέχεια, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πρὸς τὸ μέρος τους καὶ μὲ τὴν πύρινη προσευχὴ της ὅλοι αὐτοὶ οἱ δαίμονες, οὐρλιάζοντας ἀπὸ μίσος, φοβισμένοι καὶ τρομοκρατημένοι, ἀμέσως ἑξαφανιζόντουσαν.

6. ΟΥΡΑΝΙΑ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ

Μιὰ φορά, ἦταν τόσο δυνατὴ ἡ ἐπίθεσή τους καὶ τόσα τραύματα τῆς ἔδωσαν, ποὺ γονάτισε ἡ μακαρία μὲ πόνο στὴ γῆ καὶ ἔμεινε ἐκεῖ γιὰ πολλὲς μέρες καὶ νύχτες, μὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ δάκρυα, παρακαλώντας τὸν Κύριο νὰ τὴν σπλαχνιστεῖ.
Βλέποντας ὁ Κύριος τὴν μεγάλη ταπείνωση, τὴ θερμὴ προσευχὴ καὶ τὴν μοναδικὴ ἄπειρη ἀγάπη της γι’ Αὐτόν, ὄχι μόνο τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις αὐτὲς ἀλλὰ τῆς ἔστειλε πιὸ πλούσια ἀκόμη τὴ θεία Χάρη. Μιὰ θεϊκὴ γαλήνη καὶ εἰρήνη πλημμύρισε τὴν καρδιά της, κάνοντάς την νὰ νιώθει τρισευτυχισμένη καὶ ἕνα οὐράνιο φῶς ἁπλώθηκε τριγύρω της, ποὺ ἔδιωξε ἀπὸ κοντά της κάθε τί σκοτεινὸ καὶ σατανικό.
Ἀπὸ τότε πλέον οἱ δαίμονες μὲ φόβο καὶ τρόμο τὴν ἔβλεπαν, γιατί δὲν μποροῦσαν νὰ πειράξουν τὴν ἁγιασμένη ψυχή της.
Οἱ μεγάλοι αὐτοὶ ἀγῶνες καὶ τὰ πολλὰ χαρίσματά της δὲν ἐπρόκειτο νὰ μείνουν κρυφά. Τὸ ὄνομά της γνωστοποιεῖται ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, σ’ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη, τόσο γρήγορα, ποὺ ὅλοι θέλουν νὰ τὴν δοῦν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐχή της.
Ἄρχοντες καὶ Συγκλητικοί, ἄνθρωποι τοῦ Παλατιοῦ καὶ ἀρχόντισσες, μικροὶ μεγάλοι, πλούσιοι καὶ πτωχοί, ἔρχονται κοντά της γιὰ νὰ ξεδιψάσουν ἀπὸ τὰ γεμάτα σοφία λόγια της.
Πολλὲς γυναῖκες ἀφήνουν τὰ ἐγκόσμια καὶ γίνονται μοναχὲς στὸ μοναστήρι της.

7. Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΗΓΟΥΜΕΝΗΣ

Ὅσο ἀποφεύγει τὶς δόξες καὶ τοὺς ἐπαίνους τοῦ κόσμου, τόσο ὁ κόσμος τὴν τιμᾶ καὶ τὴν ἀγαπᾶ.
Ἡ Ἡγουμένη τὴν θαυμάζει καὶ δοξάζει τὸ Θεὸ ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἔχει στὸ μοναστήρι της ἕνα τέτοιο ἐπίγειο ἄγγελο.
Όλες οἱ μοναχὲς τὴν ἀγαποῦν ὑπερβολικά, σὰν ἀδελφὴ καὶ σὰν πνευματική τους μητέρα.
Τὰ βλέπει αὐτὰ ἡ Ἡγουμένη καὶ χαίρεται πολύ. Ἡ ἴδια εἶναι πλέον σὲ μεγάλη ἡλικία καὶ ἡ βαριὰ ἀρρώστια ποὺ περνᾶ τὴν κάνει νὰ διαισθάνεται τὸν ἐπικείμενο θάνατό της.
Οἱ μοναχὲς τὴν ἀγαποῦν πολύ, ὄχι μόνο γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετὲς ποὺ τὴν στολίζουν ἀλλὰ καὶ γιατί τὶς ἀγαπᾶ ὅλες μὲ μητρικὴ στοργὴ σὰν πραγματικὰ παιδιά της. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀπαρηγόρητες μὲ τὴ σκέψη ὅτι σύντομα θὰ τὴν χάσουν ἀπὸ κοντά τους.
Μιὰ μέρα, ποὺ δὲν μποροῦσε πλέον νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ τὸ κρεβάτι της καὶ ἡ ἀρρώστια ἔδειχνε πὼς ὁ Κύριος σύντομα θὰ ἔπαιρνε κοντά του τὴν ἐκλεκτὴ δούλη του, ὅλες οἱ μοναχὲς μαζεύτηκαν τριγύρω της καὶ ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητα.
Μαζί τους ἔκλαιγε καὶ ἡ ταπεινὴ Εἰρήνη, ποὺ στὸ πρόσωπο τῆς Ἡγουμένης ἔβλεπε τὴν ὑπέροχη ἐκείνη πνευματικὴ μητέρα, ποὺ μὲ τὴ μοναδικὴ τρυφερὴ στοργὴ καὶ τὶς ἀλάνθαστες σοφὲς συμβουλές, τὴν ὁδηγοῦσε στὴν κατάκτηση τῶν ἀρετῶν καὶ τὴν ἀπόκτηση τῶν θείων χαρισμάτων.
Ἡ Ἡγουμένη νιώθοντας τὸν πόνο τους γιὰ τὸν ἐπικείμενο θάνατό της ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγωνία τῶν μοναζουσῶν γιὰ τὴν διαδοχή της, τοὺς εἶπε:

– Μὴ λυπάστε ἀγαπημένες μου κόρες γιὰ τὸν θάνατό μου. Ἡ καρδιά μου ἀνυπομονεῖ πότε θὰ βρεθῶ κοντὰ στὸν ἀγαπημένο μου Σωτήρα, τὸν Κύριό μου Ἰησοῦ, ποὺ μὲ πόθο πολὺ ἀγάπησα καὶ λάτρεψα μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή. Δὲν θὰ μείνετε μετὰ τὸ θάνατό μου ὀρφανές, γιατί θὰ ἔχετε πιὸ καλή, πιὸ ἱκανή, πιὸ συνετὴ ἀπὸ μένα Ἡγουμένη, τὴν ἀγαπημένη σας ἀδελφὴ Εἰρήνη. Αὐτὴν προτείνω νὰ ἐκλέξετε καὶ καμιὰ ἄλλη, γιατί εἶναι σκεῦος ἐκλεκτό τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ θὰ σᾶς ὁδηγεῖ μὲ ἀγάπη καὶ σοφία στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ.

Τὰ λόγια αὐτὰ φρόντισε νὰ τοὺς τὰ πεῖ ὅταν δὲν ἦταν ἐκεῖ ἡ Εἰρήνη, ἀπὸ φόβο μήπως ἀπὸ ταπείνωση, ἐπειδὴ μισοῦσε τὶς θέσεις καὶ τὶς τιμὲς γιὰ νὰ μὴν τὴν κάνουν ἡγουμένη, ἔφευγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι.
Ἡ πρόταση τῆς ἁγίας Ἡγουμένης προκάλεσε τὸν ἐνθουσιασμὸ τῶν μοναζουσῶν, ποὺ ἀγαποῦσαν ὅλες τὴν Εἰρήνη σὰν πνευματική τους μητέρα.
Κι αὐτὲς ὅμως μὲ τὴ σειρά τους, δὲν τῆς εἶπαν τίποτε ἀλλὰ ἔκρυψαν μέσα στὴν καρδιὰ τους τὴν ἐπιθυμία τους νὰ τὴν κάνουν ἡγουμένη, ἀπὸ τὸν ἴδιο φόβο μήπως τὴν χάσουν, ἐπειδὴ ἤξεραν ὅτι δὲν θὰ δεχόταν ἀπὸ ὑπερβολικὴ ταπείνωση τὸ μεγάλο αὐτὸ ἀξίωμα.
Ὅταν ἐπιδεινώθηκε ἡ ἀρρώστια πολὺ καὶ ὁ θάνατος ἦταν πλέον πολὺ κοντά, ἔστειλε ἡ Ἡγουμένη καὶ φώναξαν τὴν Εἰρήνη γιὰ νὰ τὴν εὐλογήσει.
Ἀφοῦ τὴν εὐλόγησε καὶ ἔδωσε τὶς τελευταῖες σοφὲς συμβουλές της, μέσα σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα γεμάτη συγκίνηση ἀπὸ τὰ πονετικὰ δάκρυα τῆς Εἰρήνης, ἔκανε γιὰ τελευταία φορὰ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε:

– Δοξασμένος νὰ εἶσαι πολυεύσπλαχνε Θεέ μου.

Καὶ μ’ αὐτὰ τὰ λόγια παρέδωσε τὴν ἁγία της ψυχὴ στὰ χέρια τῶν ἁγίων ἀγγέλων ποὺ τῆς συμπαραστέκονταν.

8. Η ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΝΕΤΑΙ ΗΓΟΥΜΕΝΗ

Ἀφοῦ μὲ πόνο καὶ βαθιὰ θλίψη κήδευσαν ὅλες οἱ ἀδελφὲς τὴν Ἡγουμένη τους, μαζεύτηκαν μετὰ στὸ ἡγουμενεῖο γιὰ νὰ ἐκλέξουν τὴν καινούρια ἡγουμένη. Μαζί τους ἦταν καὶ ἡ ταπεινὴ Εἰρήνη.
Τὰ μάτια ὅλων των μοναζουσῶν ἦταν στραμμένα πάνω στὴν εὐλογημένη δούλη τοῦ Θεοῦ Εἰρήνη. Αὐτὴν ἤθελαν ὅλες νὰ ἔχουν γιὰ πνευματικὴ μητέρα.
Πῶς ὅμως θὰ τὴν ἔπειθαν νὰ ἀποδεχτεῖ τὸ μεγάλο αὐτὸ ἀξίωμα τῆς ἡγουμένης, ἀφοῦ μόνο τὴν τελευταία θέση ἤθελε πάντα νὰ ἔχει; Εἶχαν καὶ τὸ φόβο μήπως ἀπὸ ταπείνωση, γιὰ νὰ μὴ γίνει ἡγουμένη, τοὺς ἔφευγε ἀπὸ τὸ μοναστήρι κρυφά. Παρακαλοῦσαν λοιπὸν τὸ Θεὸ μὲ δάκρυα νὰ τοὺς φωτίσει πῶς νὰ χειριστοῦν τὸ θέμα.
Μὲ θεία τότε φώτιση ἀποφάσισαν νὰ ἀναφέρουν τὸ πρόβλημα στὸν ἅγιο καὶ ὁμολογητὴ Πατριάρχη Μεθόδιο καὶ νὰ φροντίσει αὐτὸς γιὰ τὴν ἐπίλυσή του.
Ἦταν γνωστὴ σὲ ὅλους ἡ ἁγιότητα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ποὺ στὰ δύσκολα χρόνια τῆς εἰκονομαχίας βασανίσθηκε πολὺ σκληρά. Ἦταν ὁρατὰ στὸ σῶμα του τὰ πολλὰ μαρτύρια ποὺ τοῦ ἔκαναν οἱ εἰκονομάχοι. Εἶχε Πνεῦμα Ἅγιο πάνω του καὶ ἔκανε πολλὰ θαύματα. Εἶχε δὲ προορατικὸ χάρισμα καὶ γνώριζε τὰ μέλλοντα.
Σ’ αὐτὸν λοιπὸν ἀποφάσισαν νὰ καταφύγουν ὅλες οἱ ἀδελφὲς γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσει στὸ μεγάλο τοῦτο πρόβλημα.
Πράγματι, ἀφοῦ πῆραν μαζί τους μὲ τὸ ζόρι καὶ τὴν Εἰρήνη, ἦλθαν στὸν Πατριάρχη.
Ἐκεῖνος, ἀφοῦ μὲ χαρὰ τὶς ὑποδέχτηκε, τὶς ρώτησε ἀμέσως:

– Ποιὰ ἀπ’ ὅλες προτείνετε γιὰ ἡγουμένη σας;

– Αὐτὴν ποὺ θὰ μᾶς ὑποδείξει ἡ ἁγιοσύνη σας, γιατί πιστεύουμε ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ποὺ κατοικεῖ στὴν καρδιά σας, θὰ σᾶς φανερώσει ποιὰ εἶναι ἄξια νὰ γίνει ἡ πνευματική μας Μητέρα.

– Ἐγὼ γνωρίζω, ἀπ’ αὐτὰ πού μοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεός, ὅτι ὅλες σας θέλετε γιὰ ἡγουμένη σας τὴ σεμνότατη Εἰρήνη, τῆς ὁποίας τὴν ἅγια καὶ ἐνάρετη ζωή μοῦ φανέρωσε ὁ Θεός.

Σὰν ἄκουσαν αὐτά, οἱ μοναχὲς θαύμασαν τὸ προορατικὸ χάρισμα τοῦ ἁγίου Πατριάρχη τους καὶ τοῦ εἶπαν:

– Ἃς εἶναι δοξασμένος ὁ ἅγιος Θεὸς ποὺ κατοικεῖ στὴ μακάρια ψυχή σας καὶ σᾶς φωτίζει νὰ φανερώνετε τὰ ἀπόκρυφα.

Τότε ὁ ἅγιος αὐτὸς Πατριάρχης, ἀφοῦ κάλεσε κοντά του τὴν Εἰρήνη, τῆς εἶπε νὰ μὴ στεναχωριέται καὶ νὰ μὴ κλαίει γιὰ τὴν ἀπόφαση αὐτή, γιατί εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Στὸ μεγάλο ἔργο ποὺ τὴν διάλεξε ὁ Κύριος γιὰ νὰ καθοδηγήσει στὴν ἁγιότητα τὶς ἀφιερωμένες σ’ Αὐτὸν ψυχές, δὲν θὰ εἶναι μόνη της. Τὸ ἅγιο Πνεῦμα θὰ τὴν φωτίζει καὶ θὰ τὴν κατευθύνει.
Ἀφοῦ τέλειωσε τὶς σοφὲς διδασκαλίες του, σηκώθηκε ἀπὸ τὸ θρόνο του καὶ ὁδήγησε τὴν ἀδελφότητα μαζὶ μὲ τὴν νεοεκλεχθεῖσα ἡγουμένη στὸν Πατριαρχικὸ Ναό, ὅπου μὲ ὕμνους καὶ ψαλμωδίες χειροτόνησε τὴν Εἰρήνη σὲ διάκονο τῆς μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας.
Οἱ καρδιὲς ὅλων ἦταν πλημμυρισμένες ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐτυχία. Ἡ μόνη ποὺ ἦταν ἀπαρηγόρητη, γιατί πίστευε πὼς δὲν ἦταν ἄξια γι’ αὐτὸ τὸ μεγάλο ἀξίωμα, ἦταν ἡ Εἰρήνη.
Ὅλες τότε οἱ ἀδελφές, ἀφοῦ γονάτισαν κοντά της γιὰ νὰ τοὺς δώσει τὴν πρώτη ἡγουμενικὴ εὐλογία, μὲ λόγια ἀγάπης, σὰν παιδιὰ στὴν πιὸ τρυφερὴ καὶ γλυκιὰ μητέρα τους, τῆς ὑποσχέθηκαν πὼς θὰ τὴν ἀκοῦν καὶ θὰ τηροῦν τὰ θεϊκὰ προστάγματα.
Οἱ συγκινητικὲς ἐκφράσεις ἀγάπης τῶν μοναζουσῶν στὴν νέα τους Ἡγουμένη, ἔκαναν τὴν ἁγία Εἰρήνη νὰ γονατίσει ἐνώπιόν της εἰκόνας τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ καὶ νὰ ζητήσει, μὲ πύρινη προσευχὴ καὶ δάκρυα θερμά, τὴν θεϊκὴ βοήθεια.
Παρακάλεσε τὸν Θεὸ ὅσο αὐτὴ θὰ ἦταν ἡγουμένη νὰ μὴ μπορέσει ποτὲ ὁ διάβολος νὰ κερδίσει καμιὰ ψυχή.
Ποιὸς μπορεῖ νὰ περιγράψει τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐτυχία τοῦ κόσμου, ὅταν πληροφορήθηκαν πὼς ἡ Εἰρήνη, τὸ ἐκλεκτὸ αὐτὸ σκεῦος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, εἶχε ἐκλεγεῖ Ἡγουμένη τῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοβαλάντου!
Πλῆθος κόσμου ἦρθε στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ πάρει τὴν εὐχή της. Οἱ ἀδελφὲς εὐχαριστοῦσαν μὲ ὕμνους καὶ δοξολογίες τὸν Θεὸ γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ δῶρο. Ὅλοι χαιρόντουσαν καὶ πανηγύριζαν.
Η εὐλογημένη Εἰρήνη, γονατιστὴ τώρα μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ ἀγαπημένου της Ἰησοῦ, ἀποφασίζει νὰ αὐξήσει τοὺς ἀσκητικοὺς κόπους, τὶς νηστεῖες, τὶς ἀγρυπνίες καὶ τὶς προσευχές, γιὰ χάρη τῶν πνευματικῶν της παιδιῶν.
Ὅπως μιὰ μάνα θέλει ὅ,τι ἔχει νὰ τὰ δίνει στὰ παιδιά της, ἔτσι καὶ αὐτὴ θέλει νὰ χαρίζει στὸν Χριστὸ κάθε της ἀσκητικὸ κόπο γιὰ νὰ εὐλογεῖ καὶ νὰ ἁγιάζει ὁ Θεὸς τὶς μοναχές της.

9. ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Ὑπηρετεῖ τὶς μοναχὲς μὲ τέτοια αὐταπάρνηση τοῦ ἐαυτοῦ της, κάνοντας τὶς πιὸ δύσκολες καὶ τελευταῖες δουλειὲς τοῦ μοναστηριοῦ σὰν νὰ ἦταν δούλη πού, ἂν δὲν ἤξερε κάποιος ὅτι ἦταν ἡγουμένη, δὲν θὰ μποροῦσε καθόλου νὰ τὸ φανταστεῖ.
Δούλευε καὶ νοερὰ προσευχόταν. Κι ἐνῶ τὴ μέρα κουραζόταν πολύ, τὸ βράδυ δὲν ἔδινε λίγη ἀνάπαυση στὸ σῶμα της. Περνοῦσε τὴ νύχτα μὲ πολλὲς γονυκλισίες καὶ προσευχές. Ἡ ἀσκητική της ζωὴ προκαλοῦσε τὸ θαυμασμὸ τῶν ἀγγέλων καὶ τὸ μίσος τῶν δαιμόνων.
Ὅταν σήκωνε τὰ χέρια της στὴν προσευχή, ἡ καρδιὰ της γινόταν ἕνα καμίνι ἀναμμένο ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε στὸ Χριστό.
Ὁ νοῦς της ἦταν ἀπορροφημένος τόσο πολὺ στὴ δόξα τοῦ θεοῦ, πού, πολλὲς φορές, γιὰ μέρες ἦταν ἀκίνητη σ’ αὐτὴ τὴ στάση τῆς προσευχῆς!
Τὰ χέρια της, ἔμεναν σηκωμένα καὶ ἀκίνητα, ἄλλες φορὲς ἕνα ἡμερονύχτιο, ἄλλοτε δύο, τρία, ἀκόμα καὶ μιὰ βδομάδα! Ἔτσι ὅταν ἤθελε νὰ τὰ κατεβάσει, δὲν μποροῦσε μοναχή της καὶ τὴν βοηθοῦσε μιὰ ἀδελφή. Ἔκαναν τότε τόσο θόρυβο οἱ ἁρμοὶ τῶν χεριῶν της ἀπὸ τὸ λύγισμα, ποὺ ἀκουγόταν ἀπὸ μακριά.
Τὸ ἐλάχιστο φαγητό της, ἀπὸ λίγο ξερὸ ψωμί, λίγα λάχανα, λίγα βραστὰ ὄσπρια, λίγα φροῦτα καὶ λίγο νερό, γινόταν ἀκόμα πιὸ ἐλάχιστο τὴ Μεγάλη Σαρακοστή. Τότε ἔτρωγε μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, ἀπὸ λίγα φροῦτα, λάχανα καὶ λίγο νερό.

10. ΑΠΟΚΤΑ ΤΟ ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟ ΧΑΡΙΣΜΑ

Ἀπὸ τὸ φόβο της, μήπως ὁ παμπόνηρος δαίμονας ξεγελάσει καμιὰ μοναχὴ μὲ πονηροὺς λογισμοὺς ἢ ἄλλα πονηρὰ τεχνάσματα, τολμᾶ νὰ ζητήσει ταπεινὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ τὸ προορατικὸ χάρισμα.
Θέλει νὰ γνωρίζει ἀπὸ ἀγάπη καὶ ὄχι ἀπὸ περιέργεια καὶ τὰ πιὸ ἀπόκρυφα σφάλματα τῶν ἀφιερωμένων ψυχῶν ποὺ της ἐμπιστεύτηκε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τὶς βοηθᾶ καλύτερα ἀπὸ τὶς διάφορες πειρασμικὲς καταστάσεις.
Ὁ Κύριος ἀκούει τὴν παράκλησή της καὶ ἱκανοποιεῖ τὸ αἴτημά της.
Στέλνει Ἄγγελο ἀπὸ τὸν οὐρανό, μὲ στολὴ ἀστραφτερή, ποὺ τῆς λέει:

– Χαῖρε δούλη τοῦ Θεοῦ, πιστὴ καὶ εὐλογημένη. Ὁ Κύριος μὲ ἔστειλε νὰ σὲ διακονήσω, ὅπως τοῦ ζήτησες, γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ πρόκειται νὰ σωθοῦν χάρη σὲ σένα. Μὲ διέταξε νὰ στέκομαι πάντα δίπλα σου, γιὰ νὰ σοῦ φανερώνω τὰ ἀπόκρυφά τους.
Αὐτὰ εἶπε ὁ Ἄγγελος καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔγινε ἄφαντος.
Ἡ ἁγία μας χάρηκε πάρα πολὺ καὶ ἔσκυψε νὰ προσκυνήσει καὶ νὰ εὐχαριστήσει τὸν πολυαγαπημένο της Ἰησοῦ.
Ἀπὸ τότε, ὁ Ἄγγελος δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ κοντά της ἀλλὰ κάθε μέρα τὸν ἔβλεπε πάντα δίπλα της καὶ συζητοῦσαν σὰν φίλος πρὸς φίλο.
Τῆς φανέρωνε ὅλα τα μυστικὰ ἔργα, ὄχι μόνο των μοναχῶν ἀλλὰ καὶ ὅλων των ἀνθρώπων ποὺ ἐρχόντουσαν νὰ τὴν συμβουλευτοῦν.
Ἔτσι μποροῦσε νὰ συμβουλεύει σωστὰ τὸν καθένα καὶ νὰ τὸν γλυτώνει ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ σατανᾶ πιὸ εὔκολα.
Ἂν κάποιος βαρυνόταν μὲ κανένα μεγάλο ἁμάρτημα, τοῦ ὑπενθύμιζε τὴ φοβερὴ κόλαση, ποὺ καταδικάζονται οἱ ἀμετανόητοι ἁμαρτωλοί. Ἔφερνε τότε σὰν παράδειγμα τὸ δικό του ἁμάρτημα, τὸ ὁποῖο ἀπεκάλυπτε μὲ διπλωματικὸ τρόπο, ὥστε χωρὶς νὰ ντροπιάζει τοὺς ἄλλους νὰ τοὺς φέρνει εὔκολα στὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση.
Οἱ μοναχὲς δὲν μποροῦσαν νὰ τῆς κρύψουν τίποτα, γιατί ἀκόμα καὶ τὸν πιὸ μικρὸ κακὸ λογισμὸ τὸν ἤξερε. Ἔτσι ἂν κάποια μοναχὴ ξεχνοῦσε ἢ δὲν τὸν θυμόταν καὶ δὲν τὸν ἐξομολογόταν, τότε τῆς τὸν ὑπενθύμιζε γιὰ νὰ μετανοήσει.
Ἡ φήμη της ἁπλώθηκε ἀπὸ στόμα σὲ στόμα σ’ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία. Ἀπὸ παντοῦ ἐρχόντουσαν νὰ τὴν δοῦν, νὰ μετανοήσουν γιὰ τὰ λάθη τους καὶ νὰ ἀκούσουν τὰ σοφὰ παρηγορητικά της λόγια. Ὅλοι ζητοῦσαν τὴν θαυματουργὴ προσευχή της γιὰ νὰ ἔχουν εἰρήνη καὶ εὐτυχία.

11. ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΨΕΙ Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για Εἰρήνης τῆς ΧρυσοβαλάντουὍλα αὐτὰ ἔκαναν τὸ δαίμονα νὰ λυσσάει ἀπὸ τὸ κακό του καὶ νὰ ψάχνει νὰ βρεῖ τρόπο νὰ ἐκδικηθεῖ τὴν ἁγία μας.
Μιά νύχτα, κατὰ τὴν συνήθειά της, σήκωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Σὰν λάβα καυτὴ ἀπὸ ἡφαίστειο ἔβγαινε ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της. Οἱ δαίμονες οὔρλιαζαν καὶ τὴν ἀπειλοῦσαν. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν τὴν προσευχή της, γιατί αὐτὸ ποὺ τοὺς ἔκαιγε πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅλα τά ἀσκητικά της κατορθώματα καὶ τοὺς ἔκανε νὰ ὑποφέρουν ἦταν ἡ πύρινη προσευχή της.
Ἐκείνη λοιπὸν τὴ νύχτα, μαζεύτηκαν ὅλοι γύρω της καὶ ἄρχισαν νὰ κάνουν μεγάλη φασαρία. Φώναζαν ἄγρια, ἔβριζαν, προκαλοῦσαν φοβεροὺς κρότους, ταραχές, θορύβους, ἔσειαν τὸ κελί της, λὲς καὶ ἤθελαν νὰ τὸ κρημνίσουν, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ σταματήσει ἡ ἁγία μας τὴν προσευχή της. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ὁ πιὸ σιχαμερός, ἦρθε κοντά της καὶ ἄρχισε νὰ τὴν κοροϊδεύει λέγοντας:

– Εἰρήνη ξύλινη, πού σὲ βαστάζουν πόδια ξύλινα, μέχρι πότε θὰ πικραίνεις τὸ γένος μας; Μᾶς καῖς μὲ τὶς προσευχές σου καὶ μᾶς δίνεις τόση λύπη καὶ θλίψη!

Ἐνῶ αὐτὰ ἔλεγε ἐκεῖνος ὁ δαίμονας, οἱ ἄλλοι τὴν περιτριγύρισαν μὲ πηδήματα ἄγρια καὶ ἄρχισαν νὰ κλαῖνε γιὰ τὴ συμφορὰ ποὺ τοὺς βρῆκε.
Τὴν φοβέριζαν πώς, ἂν δὲν σταματήσει τὴν προσευχή της, θὰ τὴν κάψουν καὶ θὰ τὴν σκοτώσουν.
Μάταια ὅμως. Ἡ ἁγία δὲν ἔδινε καθόλου προσοχὴ στὰ λόγια τοὺς ἀλλὰ συνέχιζε ἀτάραχη καὶ ἀκίνητη τὴ φλογερὴ προσευχή της.
Τότε ὁ δαίμονας, ἀφοῦ δὲν μπόρεσε νὰ σταματήσει τὴν προσευχή της, ἔβαλε φωτιὰ στὸ κουκούλι τῆς κεφαλῆς της γιὰ νὰ τὴν κάψει.
Γρήγορα ἡ φωτιὰ ἁπλώθηκε παντοῦ, σ’ ὅλο της τὸ ράσο καὶ ἔκαψε ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ αὐτὲς ἀκόμη τὶς σάρκες της. Δηλαδὴ τοὺς ὤμους, τὸ στῆθος, τὰ νεφρά, καὶ τὴ ράχη.
Θὰ καιγόταν ὁλόκληρη, ἂν δὲν τὴν ἔπαιρνε εἴδηση κάποια ἀδελφὴ ποὺ ἔμενε δίπλα ἀπὸ τὸ κελί της.
Αὐτή, μόλις μυρίστηκε τὴ μυρωδιὰ τῆς καμένης σάρκας καὶ τοῦ ράσου, ἔτρεξε γρήγορα στὸ κελὶ τῆς ἁγίας μας, γιὰ νὰ τὴν δεῖ ὅλη κατακαμένη, φριχτὸ θέαμα, χωρὶς καθόλου νὰ σαλεύει.
Ἔσβησε γρήγορα τὴ φωτιὰ καὶ κατέβασε τὰ ἀνυψωμένα στὸν οὐρανὸ χέρια τῆς ἁγίας Ἡγουμένης της. Ἔκπληκτη ὅμως τὴν ἄκουσε νὰ τῆς λέει μὲ παράπονο:

– Γιατί μου προξένησες τόσο κακό, παιδί μου; Γιατί μὲ στέρησες τόσων ἀγαθῶν; Μέχρι τὴν ὥρα αὐτή, παραστεκόταν δίπλα μου Ἄγγελος Κυρίου, πού μου ἔπλεκε ἕνα στεφάνι ἀπὸ διάφορα ἄνθη. Ἦταν τόσο ὡραία καὶ εὐωδιαστά, ποὺ ἀνθρώπινα μάτια δὲν ἔχουν ξαναδεῖ. Κι ὅταν ἅπλωσε τὰ χέρια του νὰ μοῦ τὸ φορέσει στὸ κεφάλι, ἦρθες ἐσὺ καὶ ἐπιμελήθηκες τοῦ σώματός μου, κάνοντας τὸν Ἄγγελο νὰ φύγει βλέποντάς σε. Ἔτσι μοῦ προξένησες ἀντὶ χαρά, λύπη καὶ ζημιὰ ἀνυπολόγιστη.

Σὰν ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ἡ μοναχή, ἔπεσε στὰ πόδια τῆς ἁγίας κλαίγοντας καὶ ζητώντας τῆς συγνώμη.
Ὅπως ξεκολλοῦσε τὰ καμένα ράσα ἀπὸ τὶς σάρκες της, ἔβγαινε τέτοια μεθυστικὴ εὐωδία ἀπὸ τὸ σῶμα της, ποὺ ξεπερνοῦσε καὶ τὰ πιὸ πολύτιμα ἀρώματα. Γιὰ πολλὲς μέρες εὐωδίαζε τὸ μοναστήρι ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἄρωμα, προκαλώντας τὸ θαυμασμὸ ὅλων.
Ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἄλλο ράσο ἡ ἁγία μας, τῆς ἔφερε ἡ μοναχὴ ἕνα ἄλλο καὶ τὴν ἕντυσε.
Σὲ λίγες μέρες ὁ Κύριος θεράπευσε πλήρως καὶ τὰ ἐγκαύματα τῆς ὁσίας Εἰρήνης καὶ τῆς ἔδωσε ἄλλο ἕνα μεγάλο χάρισμα, νὰ προφητεύει.

12. ΠΡΟΦΗΤΕΥΕΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΡΔΑ

Ἕνα δεῖγμα τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος ποὺ τῆς ἔδωσε ὁ Θεὸς εἶναι καὶ αὐτό.
Ὅταν τὴν ἐπισκέφθηκε κάποιος ἄνθρωπος μὲ τὸ ὄνομα Κύριλλος ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς ἀδελφῆς της, ποὺ ἦταν γυναίκα τοῦ στρατηγοῦ καὶ πρωθυπουργοῦ Βάρδα, τὸν παρακάλεσε νὰ πεῖ στὴν ἀδελφή της νὰ μαζέψει γρήγορα τὰ πράγματά της, γιατί θὰ σκοτωθεῖ ὁ ἄνδρας της ἀπὸ τὸ βασιλιὰ Μιχαήλ.
Ἀλλὰ καὶ ὁ βασιλιὰς θὰ σκοτωθεῖ, ἐξ’ αἰτίας τῶν πολλῶν ἀδικιῶν του, γιὰ νὰ ἀνεβεῖ ἄλλος βασιλιὰς στὸ θρόνο τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ θὰ σέβεται τὸ Θεό.
Πράγματι, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἐπαληθεύθηκε ἡ προφητεία τῆς ὁσίας Εἰρήνης. Φονεύεται ὁ στρατηγὸς Βάρδας καὶ στὴ συνέχεια καὶ ὁ βασιλιὰς Μιχαήλ. Στὸ θρόνο ἀνέβηκε τότε ὁ Μακεδὼν Βασίλειος.

13. Ο ΘΕΟΣ ΝΑ ΑΝΑΠΑΥΣΕΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΟΥ

Ἕνας ἐνάρετος χριστιανός, ποὺ ὀνομαζόταν Χριστόφορος, ἐρχόταν συχνὰ στὸ μοναστήρι καὶ συνομιλοῦσε μὲ τὴν ἁγία Εἰρήνη γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. Ἀφοῦ τέλειωσε τὴ συνομιλία, πῆρε τὴν εὐχή της καὶ σηκώθηκε νὰ φύγει. Ἡ ἁγία μας τότε τοῦ λέει:

– Πήγαινε στὸ καλό, παιδί μου. Ὁ Κύριος ἃς ἀναπαύσει μετὰ τῶν δικαίων τὸ πνεῦμα σου.

Ὁ ἄνθρωπος ταράχτηκε ἀπὸ τὰ λόγια αὐτά, γιατί ἤξερε ὅτι τίποτε δὲν ἔλεγε ἡ ἁγία χωρὶς νόημα. Ἐκείνη, ἀφοῦ τὸν καθησύχασε λέγοντάς του ὅτι ἦταν τὸ μυαλὸ της ἀλλοῦ, τὸν ἄφησε νὰ φύγει ἤρεμος. Ὁ Χριστόφορος πῆγε στὸ σπίτι τοῦ χωρὶς κανένα σύμπτωμα ἀρρώστιας, ἔφαγε καλὰ καὶ ἐντελῶς ξαφνικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμα του.
Μιὰ μοναχὴ ποὺ ἦταν μαζὶ στὴ συνομιλία ποὺ εἶχε μὲ τὸν Χριστόφορο, τῆς εἶπε κάπως ἐλεγκτικά:

– Γιατί, Μητέρα μου, μίλησες ἔτσι στὸ Χριστόφορο καὶ ἔφυγε κάπως λυπημένος;

– Δὲν τὰ εἶπα αὐτά, παιδί μου, ἀπὸ μόνη μου ἀλλὰ διότι ἔβλεπα ἕνα λαμπρὸ νέο, ποὺ ἦταν δίπλα του καὶ κρατοῦσε ἕνα ἀκονισμένο δρεπάνι. Μερικοὶ δὲ ἄλλοι κοντά του, μετροῦσαν τὰ χρόνια της ζωῆς του μὲ τὰ δάχτυλα. Ἔλεγαν μάλιστα πὼς ἦταν σήμερα ἡ τελευταία του μέρα. Ἂν δὲν πιστεύεις, στεῖλε τὴν ἀδελφὴ Εὐήθεια στὸ σπίτι του γιὰ νὰ διαπιστώσεις ὅτι πέθανε.

Πράγματι, τὴν στείλανε καὶ τὸν βρῆκε νεκρό, προκαλώντας τὸ θαυμασμὸ ὅλων γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ χάρισμα ποὺ τῆς ἔδωσε ὁ Θεός.
Ἡ ἴδια ὅμως, δὲν ἔδινε καμιὰ ἀξία σ’ ὅλη αὐτὴ τὴ δόξα ποὺ τῆς ἔδιναν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἀνάλογα συμβούλευε καὶ τὶς μοναχές της.
Τὶς παρότρυνε νὰ ἀποφεύγουν τὶς τιμὲς τῶν ἀνθρώπων, σάν νὰ ἦταν τὸ πιὸ δυνατὸ δηλητήριο φιδιοῦ.
Τοὺς τόνιζε πώς, ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγαπᾶ τὶς τιμὲς τῶν ἀνθρώπων ποτὲ δὲν θὰ δοξαστεῖ ἀπὸ τὸ Θεό. Πιὸ πολὺ θὰ δοξαστοῦν καὶ θὰ εὐλογηθοῦν ἀπὸ τὸ Θεὸ αὐτοὶ ποὺ μὲ ὑπομονὴ ὑποφέρουν τὶς διάφορες ἀρρώστιές τους.
Κάποτε, διδάσκοντας μὲ σοφία τὴν ἀδελφότητα, ἔλεγε:

– Πιστέψτε με ἀδελφές μου, ἐὰν εἶχα κάποια παρρησία στὸ Θεό, θὰ τὸν παρακαλοῦσα νὰ εἴμαστε ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μας ἄρρωστες. Εἶναι ἀνυπολόγιστη ἡ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς μας ἀπὸ τὶς ἀρρώστιες τοῦ σώματος, ὅταν μάλιστα αὐτὸς ποὺ ἀσθενεῖ εὐχαριστεῖ καὶ δοξάζει τὸ Θεό, ὀμολογώντας ὅτι δίκαια παιδεύεται.

14. ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ ΚΑΙ ΣΩΖΕΙ ΕΝΑΝ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟ

Ἕνας μεγάλος καὶ ἔνδοξος ἄρχοντας, συγγενής τῆς ἁγίας, φυλακίσθηκε ἀπὸ τὸ βασιλιὰ καὶ ἐπρόκειτο νὰ τὸν πετάξει στὴ θάλασσα γιὰ νὰ σκοτωθεῖ, ἐπειδὴ κάποιοι συκοφάντες ἐχθροί του εἶπαν πολλὰ ψέματα στὸ βασιλιά.
Ἀφοῦ οἱ συγγενεῖς του δὲν μπόρεσαν νὰ μεταπείσουν τὸ βασιλιά, κατέφυγαν στὴν ἁγία Εἰρήνη ζητώντας τὴν βοήθειά της.
Ἐκείνη λυπήθηκε, δάκρυσε πικρά, ἀναστέναξε γιὰ τὴν ἀδικία καὶ ἀφοῦ τοὺς παρηγόρησε, ἀποσύρθηκε στὸ κελί της γιὰ νὰ προσευχηθεῖ.
Ὄλα τὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔλυνε μὲ τὴν θερμὴ προσευχή της στὸ Χριστό.
Ἐκεῖνο τὸ βράδυ, βλέπει ὁ βασιλιὰς στὸν ὕπνο του νὰ μπαίνει μιὰ μοναχὴ στὸ δωμάτιό του, νὰ τὸν φοβερίζει καὶ νὰ τοῦ λέει:

– Σήκω ἀμέσως βασιλιὰ καὶ ἐλευθέρωσε αὐτὸν ποὺ ἀπὸ φθόνο τῶν ἄλλων φυλάκισες. Ἂν δὲν μὲ ἀκούσεις, θὰ παρακαλέσω τὸν Βασιλιὰ τῶν Οὐρανῶν νὰ σὲ θανατώσει καὶ νὰ ρίξει στὰ θηρία τὸ σῶμα σου γιὰ νὰ τὸ φάνε.

– Ποιὰ εἶσαι σύ, πού μὲ φοβερίζεις; Πῶς τόλμησες καὶ μπῆκες μέσα στὸ δωμάτιό μου τέτοια ὥρα καὶ μοῦ μιλᾶς μὲ τέτοια αὐθάδεια;

– Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἡγουμένη τῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοβαλάντου, Εἰρήνη.

Ἀφοῦ εἶπε αὐτά, τὸν κέντησε τόσο δυνατὰ στὰ πλευρὰ δυὸ φορές, ποὺ ἀπὸ ὀργὴ καὶ πόνο ξύπνησε ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ τὴν δεῖ τώρα καὶ μὲ τὰ μάτια του μπροστά του. Γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἐπανέλαβε τὰ ἴδια λόγια ἡ ἁγία καὶ στὴ συνέχεια βγῆκε ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ ἔφυγε.
Τρομοκρατήθηκε τότε ὁ βασιλιὰς πάρα πολὺ καὶ φώναξε τοὺς στρατιῶτες, ποὺ φρουροῦσαν τὸ δωμάτιό του, γιὰ νὰ μάθει ἂν εἶδαν τὴν μοναχή. Αὐτοὶ ὁρκίστηκαν πὼς ὅλες οἱ πόρτες ἦταν κλειστὲς καὶ κανεὶς δὲν μπῆκε στὸ διαμέρισμά του. Κατάλαβε τότε πὼς ἦταν θεϊκὸ ὅραμα, γι’ αὐτὸ καὶ ἔστειλε ἀμέσως νὰ τοῦ φωνάξουν τὸν φυλακισμένο.
Τὸν ρώτησε γιατί ἔκανε τὴ νύχτα μαγεῖες γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ θάνατο καὶ ἂν ἤξερε τὴν Ἡγουμένη τοῦ Χρυσοβαλάντου.
Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε ὅτι ἔκανε μαγεῖες καὶ ὅτι ποτὲ δὲν συνωμότησε ἐναντίον τοῦ βασιλιά. Ὅσο γιὰ τὴν Ἡγουμένη τοῦ Χρυσοβαλάντου, πρόκειται γιὰ μιὰ συγγενῆ του, ἐνάρετη καὶ ἁγιασμένη Ἡγουμένη, ποὺ δὲν βγαίνει ποτὲ ἀπὸ τὸ μοναστήρι της.
Ὁ βασιλιὰς γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ, ἔστειλε τὸ πρωὶ στὸ μοναστήρι μερικοὺς ἄρχοντες τοῦ Παλατιοῦ καὶ ἕναν ζωγράφο, γιὰ νὰ τοῦ φέρει τὴ μορφὴ τῆς ἁγίας.
Ὅλα αὐτὰ τὰ πληροφορήθηκε ἡ ἁγία ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Φωνάζει λοιπὸν τὴν ἀδελφότητα καὶ τοὺς λέει:

– Σήμερα φτάνουν ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τὸ βασιλιὰ πολλοὶ ἄρχοντες, μὴ φοβηθεῖτε. Ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ τὸ συμφέρον μας.

Πράγματι, σὲ λίγο, φτάσανε οἱ ἀπεσταλμένοι καὶ μπῆκαν στὴν ἐκκλησιά, ὅπου ἦταν μαζεμένες οἱ ἀδελφὲς μὲ τὴν ἁγία Εἰρήνη.
Ἀφοῦ προσκύνησαν τὶς ἅγιες εἰκόνες, σήκωσαν τὰ μάτια τους νὰ δοῦν τὴν Ἡγουμένη.
Μιὰ ἀστραπὴ μεγάλη βγῆκε τότε ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς ἁγίας, ποὺ στράβωσε τοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς ἔκανε νὰ πέσουν κάτω.
Ἡ ἁγία τους σήκωσε καὶ μὲ γλυκὸ καὶ στοργικὸ τρόπο τοὺς εἶπε:

– Μὴ φοβάστε παιδιά μου, ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἐγὼ σὰν καί σᾶς. Πέστε μόνο στὸ βασιλιά, ποὺ ἀπὸ ἀπιστία σᾶς ἔστειλε ἐδῶ, νὰ ἐλευθερώσει ἀπὸ τὴ φυλακὴ τὸν ἄνθρωπο αὐτὸ γιατί δὲν τοῦ ἔφταιξε σὲ τίποτα. Ἂν μὲ παρακούσει θὰ τοῦ συμβοῦν αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶπα.

Οἱ ἄρχοντες φοβήθηκαν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἄκουσαν καὶ εἶπαν μὲ λεπτομέρεια στὸ βασιλιὰ ὅλα ὅσα εἶδαν καὶ ἄκουσαν. Τοῦ ἔδειξαν δὲ καὶ τὴν εἰκόνα της.
Ἐκεῖνος, σὰν τὰ ἄκουσε, τρόμαξε καὶ φώναξε δυνατά:

– Ἐλέησε μὲ Θεέ μου κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.

Γιὰ πολλὴ ὥρα ἔμεινε νὰ θαυμάζει τὴν εἰκόνα της, ποὺ ἔμοιαζε καταπληκτικὰ μὲ τὴ μοναχὴ ἐκείνη ποὺ ἦρθε τὴ νύχτα στὸ δωμάτιό του καὶ τοῦ μίλησε.
Τὸ πρωί, ἀφοῦ ἐλευθέρωσε πρῶτα τὸν φυλακισμένο ἄρχοντα καὶ τοῦ ζήτησε συγγνώμη, ἔστειλε πολλὰ δῶρα καὶ ἕνα γράμμα στὴν ἁγία ποὺ τῆς ἔλεγε:

– Ἐλευθέρωσα, κατὰ τὴν προσταγή σου, δούλη τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀθῶο. Σ’ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ γλύτωσες ἀπὸ ἕναν κίνδυνο. Νὰ μὲ συγχωρήσεις ποὺ δὲν σὲ πίστεψα τὴν πρώτη φορὰ καὶ σὲ ἐνοχλήσαμε. Νὰ προσεύχεσαι γιὰ μᾶς καὶ σὲ παρακαλοῦμε καὶ ἐγὼ καὶ ἡ βασίλισσα νὰ ἔλθεις ἐδῶ στὸ παλάτι γιὰ νὰ μᾶς εὐλογήσεις. Ἂν πάλι δὲν θέλεις νὰ ἔλθεις, νὰ ἔρθουμε ἐμεῖς στὸ μοναστήρι νὰ σὲ προσκυνήσουμε.

Ὅταν πῆρε τὰ δῶρα καὶ τὸ γράμμα ἡ ἁγία, τοῦ ἀπάντησε:

– Ὁ Θεός, βασιλιά μου, σὰν φιλάνθρωπος ποὺ εἶναι, συγχωράει ὅλες τὶς ἀδυναμίες μας, γιατί δὲν θέλει τὸ θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀλλὰ τὴν μετάνοιά του. Αὐτὸν λοιπὸν νὰ εὐχαριστεῖς καὶ νὰ δοξάζεις καὶ ὄχι ἐμένα. Οὔτε σὺ νὰ ἔλθεις ἐδῶ οὔτε ἐγὼ στὰ Ἀνάκτορα. Δὲ χρειάζεσαι εὐλογία ἀπὸ μένα τὴν ἁμαρτωλή, γιατί ἔχεις τὸν ἁγιώτατο Πατριάρχη καὶ τόσους ἄλλους ἁγίους Ἀρχιερεῖς καὶ πνευματικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἂν τηρεῖς τοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς πνευματικές τους συμβουλές, θὰ σὲ εὐλογεῖ ὁ Θεὸς καὶ θὰ κυβερνήσεις τὸ λαὸ μὲ σύνεση καὶ δικαιοσύνη. Ἂν δὲν κάνεις αὐτὰ πού σοῦ λέω καὶ θελήσεις νὰ ἔρθεις, θὰ ἐξοργίσεις τὸ Θεὸ καὶ δὲν θὰ σοῦ βγεῖ σὲ καλό. Ἂν πάλι μὲ ἀκούσεις, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ σκεπάζει ἀπὸ κάθε κακὸ καὶ θὰ σὲ γλυτώνει ἀπὸ κάθε πειρασμό.

Ὁ βασιλιὰς μὲ χαρὰ πῆρε τὰ δῶρα ποὺ τοῦ ἔστειλε ἡ ἁγία σὰν εὐλογία, ὅπως καὶ τὸ γράμμα της. Λυπήθηκε μόνο ποὺ δὲν ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸ ἅγιο πρόσωπό της.
Ἀπὸ τότε τὴν εἶχε σὲ μεγάλη εὐλάβεια καὶ τῆς ἔστελνε τακτικὰ διάφορα δῶρα, ζητώντας κάθε φορᾶ τὴν εὐχὴ καὶ τὴν εὐλογία της.
Ὄσον ἀφορὰ τὴ συγγενῆ της, ποὺ χάρη σ’ αὐτὴν σώθηκε, αὐτὸς ἔπεσε στὰ πόδια τῆς ἁγίας καὶ τὴν εὐχαριστοῦσε μὲ δάκρυα γιὰ τὸ καλὸ ποὺ τοῦ ἔκανε. Ἡ ἁγία μας τὸν συμβούλεψε νὰ φυλάει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἂν θέλει ποτὲ στὸ ἑξῆς νὰ μὴν τοῦ συμβεῖ ἄλλος πειρασμὸς ἢ ὁποιοδήποτε κακό.

15. ΔΙΩΧΝΕΙ ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΛΥΝΕΙ ΜΑΓΙΑ

Ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ χαρίσματα ποὺ εἶχε ἡ ἁγία Εἰρήνη ἦταν καὶ αὐτό. Νὰ διώχνει ἀπὸ δαιμονισμένους τὰ δαιμόνια καὶ νὰ ἐλευθερώνει τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ ὑπέφεραν ἀπὸ μάγια.
Ὁ δαίμονας ὑπέφερε στὴν παρουσία καὶ τὴν προσευχὴ τῆς ἁγίας. Πόσες φορὲς ἔντρομος ἐγκατέλειπε τὸν ἄνθρωπο ποὺ βασάνιζε μὲ μόνη τὴν προσταγή της!
Πολλὲς φορὲς ὅμως καὶ ἐκεῖνος, γιὰ νὰ τὴν ἐκδικηθεῖ γιὰ τὰ πολλὰ βάσανα ποὺ τοῦ ἔδινε μὲ τὴν πύρινη προσευχή της, τὴν πίκραινε, πειράζοντας τὶς μοναχές της ἢ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦταν κοντά της.
Ἔτσι πείραξε καὶ ἕνα παλικάρι ποὺ δούλευε στὰ ἀμπέλια τοῦ μοναστηριοῦ. Ἀφοῦ πρῶτα τοῦ ἔβαλε στὴν καρδιὰ σατανικὸ ἔρωτα γιὰ μιὰ ἀφιερωμένη ψυχή, στὴ συνέχεια μπῆκε μέσα του καὶ δαιμονίστηκε. Τότε ἡ ἁγία μας, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο ἂν τὸν θεράπευε, τὸν ἔστειλε στὸ ναὸ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας γιὰ νὰ τὸν θεραπεύσει ἐκείνη. Παρουσιάζεται ὅμως στὸν ὕπνο της ἡ ἁγία Ἀναστασία καὶ τῆς λέει:

– Γιὰ νὰ μὲ πειράξεις μοῦ ἔστειλες αὐτὸν τὸν δαιμονισμένο; Μάθε ἀγαπημένη μου ἀδελφὴ Εἰρήνη ὅτι μόνο ἐσὺ μπορεῖς νὰ τὸν θεραπεύσεις.

Τότε ἡ ἁγία μας, μὲ ταπείνωση καὶ ὑπακοὴ στὴν ἐντολὴ τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, ἔστειλε νὰ ξαναφέρουν πίσω το παλικάρι αὐτό, ποὺ τὸ ἔλεγαν Νικόλαο.
Ὁ δαίμονας ἐξαγριωμένος, ἀφοῦ ἔσπασε τὶς ἁλυσίδες μὲ τὶς ὁποῖες εἶχαν δεμένο τὸ παλικάρι, ὅρμησε πάνω στὸν ἱερέα ποὺ ἐκείνη τὴ στιγμὴ λειτουργοῦσε. Τότε ἡ ἁγία τὸν πρόσταξε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νὰ σταματήσει. Ὁ δαίμονας ἔμεινε εὐθὺς ἀκίνητος, λὲς καὶ καρφώθηκαν τὰ πόδια του στὴ γῆ.
Μὲ πίστη βαθιά, σήκωσε τὰ ἁγιασμένα χέρια της στὸν οὐρανὸ καὶ ἡ πύρινή της προσευχὴ ἀνέβηκε στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Τὰ δάκρυα κύλισαν καυτὰ καὶ ἔκαιγαν τὸν δαίμονα ποὺ οὔρλιαζε ἀπὸ τὸ κακό του.
Μόλις τέλειωσε τὴν προσευχή της, γύρισε στὸ δαιμονισμένο παιδὶ ἢ καλύτερα τὸν δαίμονα ποὺ ἦταν μέσα στὸ παλικάρι, καὶ τὸν διέταξε νὰ βγεῖ καὶ νὰ πάει στὴν κόλαση, τὸν τόπο ποὺ τοῦ ἀξίζει.
Οὐρλιαχτὰ τρομερὰ ἀκουστήκανε, ποὺ ἔκαναν τοὺς πάντες νὰ φοβηθοῦν. Τὸ παλικάρι, ἀφοῦ ἔπεσε κάτω βγάζοντας ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του, ἔμεινε τελείως ἀκίνητο, σὰν νεκρό. Νόμιζαν γιὰ μιὰ στιγμὴ ὅτι πέθανε. Ἡ ἁγία μας ὅμως, πῆγε κοντά του καὶ τὸ σήκωσε πάνω. Τὸ δαιμόνιο ἐξαφανίστηκε καὶ ὁ Νικόλαος εἶχε θεραπευθεῖ.
Ἀφοῦ τὸν νουθέτησε ἀρκετά, νὰ μὴ δίνει ἀφορμὲς στὸ σατανᾶ γιὰ νὰ τὸν πειράζει, τοῦ εἶπε αὐστηρὰ νὰ λέει σὲ ὅλους ὅτι ὁ Παντοδύναμος Κύριος τὸν θεράπευσε μὲ τὶς πρεσβεῖες τῶν Ἀγγέλων Του.

16. ΤΑ ΜΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ

Ἀπὸ τὴν πατρίδα τῆς ὁσίας Εἰρήνης ἦρθε κάποτε μιὰ κοπέλα νὰ γίνει μοναχή. Εἶχε εὐγενικὴ καταγωγὴ καὶ ἦταν πολὺ ὡραία. Τὴν κοπέλα αὐτὴ τὴν ἀγάπησε ἕνα παλικάρι καὶ ἤθελε νὰ τὴν παντρευτεῖ. Στὴν ἀρχή, πιεσμένη καὶ ἀπὸ τοὺς γονεῖς της ποὺ ἤθελαν τὸ νεαρὸ αὐτὸ γιὰ γαμπρό τους, δέχτηκε καὶ τὸν ἀρραβωνιάστηκε.
Μετὰ ὅμως, μιὰ καὶ μέσα στὴν καρδιά της δὲν τὸν ἀγαποῦσε ἀληθινά, ἀφοῦ ἤθελε νὰ ἀφιερωθεῖ στὸ Χριστὸ καὶ νὰ γίνει μοναχή, διέλυσε αὐτὸν τὸν ἀρραβώνα καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Χρυσοβαλάντου. Ἡ ἁγία Εἰρήνη εἶδε τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ἐγκάρδια ἀγάπη της στὸ Χριστὸ καὶ τὴν ἔκανε μοναχή.
Ὁ δαίμονας, ποὺ ἔψαχνε νὰ βρεῖ εὐκαιρία γιὰ νὰ πληγώσει τὴν ἁγία, μπῆκε μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ πρώην ἀρραβωνιαστικοῦ της καὶ φούντωσε σὰν φωτιὰ τὸν ἔρωτά του γι’ αὐτήν. Ἐπειδὴ δὲν μπόρεσε νὰ τὴ βγάλει ἀπὸ τὸ μοναστήρι, πῆγε σ’ ἕνα μάγο γιὰ νὰ τῆς κάνει μάγια, ὥστε νὰ ἐπιστρέψει πίσω σ’ αὐτὸν καὶ νὰ τὴν παντρευτεῖ.
Ὁ μάγος προσκάλεσε τότε τοὺς πιὸ ἰσχυροὺς δαίμονες, τῆς ἔκαμε μάγια καὶ τοὺς ἔστειλε κατόπιν στὸ μοναστήρι νὰ πειράξουν τὴ μοναχή. Ἦταν τόσο ἰσχυρά τα μάγια, ποὺ ἡ γυναίκα ἔχασε τὰ μυαλά της. Γύριζε σὰν τρελὴ γύρω – γύρω το μοναστήρι φωνάζοντας τὸ ὄνομα τοῦ παλικαριοῦ. Ἀπειλοῦσε δὲ μὲ ὅρκους πώς, ἂν δὲν τὴν ἄφηναν νὰ πάει κοντά του, θὰ πνιγόταν.
Ὅλη ἡ ἀδελφότητα μὲ ἐντολὴ τῆς ἁγίας Εἰρήνης, νήστεψε ὅλη τὴν ἑβδομάδα καὶ μὲ θερμὲς προσευχές, κάνοντας ἀπὸ χίλιες μετάνοιες ἡ κάθε μιά, παρακαλοῦσαν τὸ Θεὸ νὰ λυτρώσει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ σατανᾶ τὴν ἀδελφή τους.
Τὴν τρίτη νύχτα, ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν στὸ κελί της μὲ καυτὰ δάκρυα ἡ ἁγία Εἰρήνη, βλέπει σὲ ὅραμα τὸν Μέγα Βασίλειο νὰ τῆς λέει:

– Γιατί μᾶς ὀνειδίζεις, Εἰρήνη, ὅτι ἀφήνουμε καὶ γίνονται στὴν πατρίδα μᾶς τὰ μιαρά, σατανικὰ μάγια; Δὲν ξέρεις πῶς παραχωρεῖ ὁ Κύριος στοὺς δαίμονες κάποια ψευτοεξουσία γιὰ νὰ δοκιμάζει τοὺς ἐκλεκτούς Του; Ὅταν ξημερώσει, πάρε τὴν ἄρρωστη μαθήτρια σου καὶ ἔλα στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν. Ἐκεῖ θὰ ἔρθει ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας νὰ τὴν θεραπεύσει.

Αὐτὰ εἶπε ὁ ἅγιος Βασίλειος καὶ χάθηκε.
Τὸ πρωί, ἀφοῦ πῆρε μαζὶ μὲ τὴν ἄρρωστη καὶ ἄλλες δύο ἀδελφές, ἦρθε στὸ Ναὸ ποὺ τῆς ὑπέδειξε ὁ ἅγιος. Πέρασαν ὅλη τὴν ἡμέρα τους μὲ δάκρυα καὶ προσευχὲς μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας.
Τὰ μεσάνυχτα, ὅταν ἀπὸ τὸν πολὺ κόπο ἔκλεισαν γιὰ λίγο τα μάτια τους, βλέπει ἡ ἁγία στὸν ὕπνο τῆς πολὺ κόσμο ποὺ φοροῦσαν χρυσὲς στολὲς καὶ ἦταν ὁλόφωτοι, νὰ ραίνουν μὲ μυρωδάτα λουλούδια τοὺς δρόμους καὶ νὰ θυμιάζουν. Πλησίασε καὶ τοὺς ρώτησε:

– Γιὰ ποιὸ λόγο κάνετε τόση ἑτοιμασία;

– Ἔρχεται ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ πρέπει καὶ σὺ νὰ ἑτοιμαστεῖς γιὰ νὰ τὴν προσκυνήσεις. Νά, ἔφτασε ἡ Παντάνασσα!
Εἶδε τότε ἡ ὁσία Εἰρήνη ἕνα ἀμέτρητο πλῆθος φωτεινῶν ἀνθρώπων νὰ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀνάμεσά τους τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἄστραφτε τόσο πολύ τό πρόσωπό της, ποὺ δὲν μποροῦσε ἄνθρωπος νὰ τὸ δεῖ.
Ἡ Παναγία ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ ὅλους τούς ἀρρώστους, ἔφτασε καὶ στὴν ἄρρωστη μοναχή. Ἡ ἁγία μας, μὲ ἀμέτρητη ἀγάπη καὶ εὐλάβεια, ἔσκυψε νὰ προσκυνήσει τὰ ἄχραντα πόδια τῆς Θεοτόκου, ὅταν τὴν ἄκουσε νὰ φωνάζει τὸν Μέγα Βασίλειο καὶ νὰ τὸν ρωτᾶ τί ἤθελε ἡ Εἰρήνη. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε ὅλη τὴν ὑπόθεση.
Κάλεσε τότε ἡ Θεοτόκος τὴν ἁγία Ἀναστασία νὰ ἔρθει κοντά της. Ὅταν ἐκείνη ἦρθε, τῆς εἶπε:

– Πηγαίνετε μαζὶ μὲ τὸν Βασίλειο στὴν Καισάρεια, ἐξετάστε μὲ ἐπιμέλεια τὴν περίπτωσή της καὶ νὰ θεραπεύσετε αὐτὴ τὴν κόρη, γιατί σὲ σᾶς ἔδωσε ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου αὐτὴ τὴ Χάρη.

Κι ἐνῶ ὁ ἅγιος Βασίλειος καὶ ἡ ἁγία Ἀναστασία ἔφυγαν ἀμέσως νὰ ἐκτελέσουν τὴ διαταγή, ἄκουσε ἡ Εἰρήνη τὴ φωνὴ τῆς Θεοτόκου ποὺ τῆς ἔλεγε νὰ ἐπιστρέψει στὸ μοναστήρι, γιατί ἐκεῖ θὰ θεραπευθεῖ.
Πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρὰ ἡ ἁγία μας, γι’ αὐτὰ ποὺ εἶδε καὶ ἄκουσε, φανέρωσε τὸ ὅραμά της στὶς ἄλλες ἀδελφὲς καὶ ἐπέστρεψαν ἀμέσως στὸ μοναστήρι τους. Ἦταν ἡμέρα Παρασκευή.
Ἀφοῦ τέλειωσαν τὸν ἑσπερινὸ στὴν κατανυκτική τους ἐκκλησία, διηγήθηκε τὸ ὅραμά της καὶ σ’ ὅλη τὴν ἀδελφότητα. Μὲ τὸ τέλος τῆς ἀφήγησης, παρακάλεσε ὅλες τὶς ἀδελφές της νὰ σηκώσουν τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ καὶ νὰ φωνάξουν μ’ ὅλη τους τὴν καρδιὰ καὶ μὲ δάκρυα τὸ ¨Κύριε ἐλέησον πολλὲς φορές.
Ἐνῶ ἡ προσευχὴ τῶν μοναζουσῶν, σὰν πύρινος στύλος ἀνέβαινε στὸν οὐρανό, ξαφνικά, ὅλες οἱ ἀδελφὲς βλέπουν μὲ θαυμασμὸ τὸν ἅγιο Βασίλειο καὶ τὴν ἁγία Ἀναστασία νὰ πετᾶνε στὸν ἀέρα.

– Ἅπλωσε Εἰρήνη τὰ χέρια σου νὰ πάρεις αὐτὰ πού σου φέραμε καὶ μὴ μᾶς ὀνειδίζεις πλέον ἄδικα.

Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ εἶπε στὴν ὁσία Εἰρήνη ὁ ἅγιος Βασίλειος, γιατί ἡ ἁγία μας μπροστὰ στὴν εἰκόνα του προσευχόταν συνεχῶς, ὥστε νὰ διώξει τοὺς μάγους ἀπὸ τὴν πατρίδα τους, τὴν Καππαδοκία καὶ τὴν Καισάρεια.
Ἅπλωσε λοιπὸν τὰ χέρια της καὶ ἐπίασε στὸν ἀέρα ἕνα δέμα ποὺ τῆς ἔδωσε ὁ ἅγιος Βασίλειος. Ζύγιζε περίπου τρεῖς λίτρες. Ὅταν τὸ ἄνοιξαν, βρῆκαν μέσα διάφορα μάγια, σπάγκους, τρίχες, μολύβια, δεσίματα καὶ ὀνόματα δαιμόνων. Βρῆκαν καὶ δυὸ μικρὰ μολυβένια ἀγαλματάκια, τὸ ἕνα σὰν ἄνδρας καὶ τὸ ἄλλο σὰν γυναίκα, ἑνωμένα σὲ αἰσχρὴ ἁμαρτία.
Τὸ δέμα αὐτὸ μὲ τὰ μάγια τὸ ἔστειλε τὸ πρωί, μαζὶ μὲ δυὸ μοναχὲς καὶ τὴν ἄρρωστη, στὸ Ναὸ τῶν Βλαχερνῶν γιὰ νὰ τὰ λειτουργήσει ὁ ἱερέας. Αὐτός, μετὰ τὴ θεία Λειτουργία, ἔχρισε μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τῆς Παναγίας τὴν ἄρρωστη καὶ ἔβαλε ὅλα τα μαγικὰ πάνω στὰ κάρβουνα.
Καθὼς αὐτὰ καιγόντουσαν καὶ τὰ μολυβένια ἀγαλματάκια ἕλιωναν πάνω στὴ φωτιά, ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ κάρβουνα δυνατὲς φωνές, σὰν τῶν γουρουνιῶν ὅταν τὰ σφάζουν. Τρομοκρατημένοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ τ’ ἄκουγαν, ἔφευγαν μακριά, θαυμάζοντας τὴ δύναμη τῆς πίστεώς μας καὶ δοξάζοντας τὸν Θεό.
Μόλις ἕλιωσαν ὅλα τα μάγια, θεραπεύθηκε τελείως ἡ ἄρρωστη μοναχὴ καὶ εὐχαριστοῦσε τὴν ἁγία μας μὲ δάκρυα εὐγνωμοσύνης καὶ ἀγάπης.
Ὅλες οἱ μοναχὲς καὶ ὁ κόσμος θαύμαζαν τὸ μεγαλεῖο τῆς ἁγιότητας τῆς δούλης τοῦ Θεοῦ Εἰρήνης.
Ἡ Εἰρήνη ὅμως, ἀπόφευγε τὸν ἔπαινο τῶν ἀνθρώπων καὶ μὲ μεγάλη ταπείνωση κατηγοροῦσε τὸν ἑαυτό της σὰν νὰ ἦταν ἡ ὁ χειρότερος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Τόσο πολὺ κατανυγόταν μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις, ποὺ γιὰ νὰ μὴ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι τὸ πάντα δακρυσμένο πρόσωπό της, τὸ σκέπαζε μὲ τὸ ράσο της.

17. ΣΚΥΒΟΥΝ ΤΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ ΣΤΗ ΓΗ


Ὑπάρχουν πολλὲς ἀρετὲς μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ φθάσει στὸν οὐρανό. Μιὰ ὅμως ξεχωρίζει ἀπὸ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες τόσο πολύ, ὥστε νὰ μὴν ὑπάρχει σύγκριση.

Τὴν ὀνομάζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας βασίλισσα τῶν ἀρετῶν, γιατί μὲ αὐτὴν ἀξιώνεται ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ συνομιλεῖ μὲ Αὐτὸν τὸν Πλάστη καὶ Θεό του. Μ’ αὐτὴν ὁ Θεὸς ἀκούει τὸ πλάσμα Του καὶ τὸ γεμίζει μὲ χάρη καὶ εὐσπλαχνία.
Οἱ ἅγιοί μας τὴν ὑπεραγάπησαν καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τὴν ἀποκτήσουν. Ἦταν τόσο σημαντικὴ γι’ αὐτούς, γιατὶ ἤξεραν ὅτι χωρὶς αὐτὴ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποκτήσουν σταθερά, ὄχι μόνο καμιὰ ἄλλη ἀλλὰ οὔτε καὶ κανένα θεϊκὸ χάρισμα.
Αὐτὴ ἡ ἀρετὴ εἶναι ἡ προσευχή. Εἶναι ἔργο ἀγγελικό, γιατί στὸν οὐρανὸ οἱ ἄγγελοι μόνο μὲ αὐτὸ τὸ ἔργο καταγίνονται. Δοξάζουν καὶ ὑμνοῦν τὸν Θεὸ διαρκῶς.
Καὶ στὴ γῆ αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ ζοῦν σὰν ἄγγελοι καὶ νὰ ὑμνοῦν τὸ Θεὸ ἀκατάπαυστα, αὐτὴ τὴν ἀρετὴ ἀγαποῦν καὶ λατρεύουν.
Αὐτὴν τὴν ἀρετὴ ἀγάπησε καὶ ἡ ἁγία Εἰρήνη, ἡ Ἡγουμένη τῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοβαλάντου.
Προσευχόταν συνέχεια, μέρα καὶ νύχτα. Πότε μέσα στὸ κελί της καὶ πότε ἔξω, κατὰ τὶς νύχτες, κάτω ἀπὸ τὸν ἔναστρο οὐρανό, τοῦ ὁποίου τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἀπεραντοσύνη θαύμαζε.
αρχείο λήψηςΜιὰ νύχτα, βγῆκε ἀπὸ τὸ κελί της γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, κατὰ τὴ συνήθειά της, σὲ μιὰ πανέμορφη δασωμένη ἄκρη τοῦ μοναστηριοῦ, ποὺ δυὸ μεγάλα κυπαρίσσια δέσποζαν σὰν λαμπάδες στὸ φυσικὸ αὐτὸ προσευχητάρι.
Δὲν ἀντιλήφθηκε ὅμως καὶ τὴν παρουσία μιᾶς ἄλλης μοναχῆς, ποὺ βρισκόταν καὶ αὐτὴ ἔξω ἐκείνη τὴν ὥρα, γιὰ κάποια δουλειὰ τοῦ μοναστηριοῦ.
Σήκωσε τὰ χέρια της ἡ ἁγία μας, ὅπως συνήθιζε στὸν οὐρανὸ καὶ ἄρχισε νὰ προσεύχεται.
Σὰν φωτιά, ἡ ἀγάπη στὸν πολυαγαπημένο της Ἰησοῦ ἀνέβαινε στὸν οὐρανό. Καιγόταν ὁλόκληρη ἀπὸ τὸ θεϊκὸ ἔρωτα ποὺ εἶχε κυριεύσει τὴ ψυχή της.
Ἕνα θεϊκὸ ἄρωμα εἶχε ξεχυθεῖ ὁλόγυρά της καὶ ὁ τόπος εὐωδίαζε. Τὰ πόδια της δὲν πατοῦσαν στὴ γῆ. Ἦταν στὸν ἀέρα δυὸ πήχεις πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ ἔδαφος.
Τὰ ἔχασε ἡ ἀδελφή, ποὺ ἔμεινε νὰ θαυμάζει τὴν προσευχὴ τῆς πνευματικῆς της Μητέρας. Σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, δεύτερο θαῦμα ἦρθε νὰ προστεθεῖ στὸ πρῶτο.
Ὅση ὥρα προσευχόταν, τὰ δυὸ πανύψηλα κυπαρίσσια ποὺ ἦταν δεξιὰ καὶ ἀριστερά της, ἔσκυψαν τὶς κορυφές τους στὰ πόδια τῆς ἁγίας λὲς καὶ ἤθελαν νὰ τὰ προσκυνήσουν.
Ὅταν τέλειωσε τὴν προσευχή της, ἄγγιξε μὲ τὰ εὐλογημένα της χέρια τὶς κορυφές τους καὶ τὰ εὐλόγησε, κάνοντας πάνω τους τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Τότε ἐκεῖνα, ἀφοῦ δέχτηκαν τὴν εὐλογία τῆς ἁγίας, σήκωσαν τὶς κορυφές τους καὶ πῆραν τὴν κανονικὴ στάση.
Ἡ μοναχὴ ποὺ ἦταν ἐκεῖ, δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει στὰ μάτια της αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε. Γιὰ τρεῖς περίπου ὧρες ἔβλεπε τὸ παράξενο καὶ θαυμάσιο αὐτὸ θέαμα. Γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ πὼς ἦταν ἡ ἁγία Ἡγουμένη της, ἔτρεξε γρήγορα στὸ κελί της νὰ δεῖ ἂν ἦταν μέσα. Ὅταν διαπίστωσε ὅτι ἦταν πράγματι ἡ Εἰρήνη, τὴν εἶχε πάρει εἴδηση καὶ ἡ ἁγία μας. Τὴν παρακάλεσε τότε αὐστηρὰ νὰ μὴν τὸ πεῖ σὲ κανένα.
Αὐτὸ μὲ τὰ κυπαρίσσια δὲν ἔγινε μόνο μιὰ φορὰ ἀλλὰ τακτικά, ὅποτε ἡ ἁγία μας προσευχόταν ἐκεῖ, δίπλα τους. Καὶ αὐτά, πάντοτε ἔσκυβαν ταπεινὰ τὶς κορυφές τους, γιὰ νὰ δεχτοῦν τὴν ἅγια της εὐχὴ καὶ εὐλογία, λὲς καὶ ἦταν, μαζὶ μὲ τὶς ὑπόλοιπες ἀδελφές, μέλη τῆς ἀδελφότητας.
Μιὰ νύχτα, ποὺ προσευχόταν ἐκεῖ μὲ θερμὴ ἀγάπη στὸ μοναδικὸ ἔρωτα τῆς καρδιᾶς της, τὸν πολυαγαπημένο της γλυκὺ Ἰησοῦ καὶ τὰ δάκρυά της μούσκευαν τὸ ἔδαφος, μὲ δυὸ μαντηλάκια ποὺ εἶχε μαζί της σκούπιζε τὰ πολλὰ πύρινα δάκρυα ποὺ ἀνέβλυζαν σὰν ἀπὸ πηγὴ ἀπὸ τὰ μάτια της.
Γι’ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεὸ μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, δὲν ὑπάρχει πιὸ εὐτυχισμένη στιγμή. Αὐτὴν ζοῦσε καὶ ἡ ἁγία μας. Μόλις τέλειωσε ἐκείνη τὴ νύχτα τὴν οὐράνια συνομιλία της μὲ τὸν Κύριό της, γύρισε καὶ εἶδε τὰ δυὸ κυπαρίσσια ποὺ περίμεναν ὑπομονετικὰ νὰ τὰ εὐλογήσει. Τὰ χάιδεψε στοργικὰ καὶ ἔδεσε ἀπὸ χαρὰ πάνω στὶς κορφὲς τοὺς τὰ δυὸ δικά της μαντηλάκια.
Τὸ πρωὶ μὲ ἔκπληξη εἶδαν οἱ μοναχές τά δυὸ μαντηλάκια πάνω στὶς ψηλὲς κορφὲς τῶν κυπαρισσιῶν καὶ τὰ ἔχασαν. Ποιὸς ἄραγε μπόρεσε καὶ κρέμασε τὰ δυὸ αὐτὰ μαντηλάκια ἐκεῖ ψηλά, ἔλεγαν μεταξύ τους μὲ ἀπορία.
Δὲν μπόρεσε νὰ κρατήσει τότε τὸ μυστικὸ ἡ μοναχὴ ἐκείνη ποὺ εἶδε τὸ θαυμάσιο αὐτὸ θέαμα καὶ τὸ διηγήθηκε στὶς ἄλλες μοναχές. Ὅλες λυπήθηκαν πολὺ ποὺ δὲν τὶς ξύπνησε νὰ δοῦν καὶ αὐτὲς τὸ ἐξαίσιο τοῦτο θαῦμα.
Λυπήθηκε ὅμως πολὺ καὶ ἡ ἁγία μας, ὅταν ἔγινε γνωστὸ σὲ ὅλους το μυστικό της, καὶ μάλωσε τὴν ἀδελφὴ ποὺ τὴν πρόδωσε. Μὲ βαριὰ δὲ ἐπιτίμια ἀπαγόρευσε σὲ ὅλες, ὅσο αὐτὴ θὰ ζοῦσε, νὰ τὸ μάθει καὶ κάποιος ἄλλος.

18. ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΗΛΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για Εἰρήνης τῆς ΧρυσοβαλάντουἈπὸ τὶς διηγήσεις τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας πληροφορούμαστε ὅτι πολλὲς φορὲς οἱ ἅγιοι, τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς τους, ἀξιωνόντουσαν ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ δοῦν καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὸν τόπο ποὺ χαρίζει ὁ Θεὸς σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ τύχουν τοῦ ἐλέους καὶ τῆς εὐσπλαχνίας Του, τὸν Παράδεισο. Γι’ αὐτὸν μίλησε μὲ θαυμασμὸ πρῶτος ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Καινὴ Διαθήκη. Στὴ συνέχεια ὅμως, ἕνα μεγάλο, ἀναρίθμητο πλῆθος ἀπὸ ἁγίους ἐρημίτες, ἀσκητὲς καὶ ἄλλους ἐραστὲς τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ, ἀξιώθηκαν αὐτῆς τῆς καταπληκτικῆς ἐμπειρίας.
Ἡ ἁγία Εἰρήνη ἦταν ἕνα ἀπ’ αὐτὰ τὰ εὐλογημένα ἄτομα ποὺ πολλὲς φορές, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πύρινης προσευχῆς της στὸν ἀγαπημένο της Ἰησοῦ, μεταφέρθηκε ἀπὸ τὸν φύλακα ἄγγελό της στὸ χῶρο τοῦ Παραδείσου.
Γι’ αὐτὸν μιλοῦσε τακτικὰ στὶς μοναχές του μοναστηριοῦ της, τονίζοντας μὲ ἔμφαση πώς, ἡ εἰρήνη, ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐτυχία ποὺ ἐπικρατεῖ ἐκεῖ, δὲν συγκρίνονται μὲ καμιὰ χαρὰ αὐτοῦ του κόσμου.
Μιὰ νύχτα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἡ ψυχὴ της ἦταν πάλι παραδομένη τελείως στὴν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ. Σκεπτόταν τὸ μεγαλεῖο τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ γιὰ νὰ λυτρώσει τὴν πλανεμένη ἀνθρωπότητα καταδέχτηκε νὰ γίνει ἄνθρωπος, νὰ ὑποφέρει τόσα καὶ τόσα βάσανα καὶ στὸ τέλος νὰ κρεμαστεῖ σὰν κακοῦργος πάνω στὸ σταυρό.
Ἔβλεπε νοερὰ τὰ πληγωμένα χέρια καὶ πόδια τοῦ Κυρίου της καὶ ἔσκυβε ταπεινὰ νὰ τὰ ἀσπαστεῖ καὶ νὰ τὰ ράνει μὲ τὰ μύρα τῶν ματιῶν της. Τὸ ἀκάνθινο στεφάνι στὸ θεϊκό Του πρόσωπο, ράγιζε τὴν καρδιά της καὶ τὰ δάκρυα ἀπὸ τὰ μάτια της ἔτρεχαν σὰν ποτάμι.
Πόση χαρὰ πλημμυρίζει τὸν Κύριό μας, ὅταν τοῦ δίνουν τὰ παιδιὰ Του τέτοια γλυκιὰ ἀγάπη! Μαζί Του χαίρονται ὅλοι οἱ ἄγγελοι στὸν οὐρανὸ καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι.
Γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦν ἑτοίμασε τὸν Παράδεισο, τὸν τόπο τῆς ἀπόλυτης εὐτυχίας, θεϊκῆς εἰρήνης καὶ μοναδικῆς χαρᾶς.
Στὸν τόπο αὐτό, ὅπου οἱ μυριάδες τῶν ὁσίων, ἁγίων καὶ μαρτύρων κατοικοῦν, μετέφερε αὐτὴ τὴ νύχτα καὶ τὴν ἀγαπημένη δούλη τοῦ Θεοῦ Εἰρήνη ὁ φύλακας ἄγγελός της.
Τὰ λόγια δὲν μποροῦν νὰ περιγράψουν τὴν ὀμορφιὰ αὐτῶν ποὺ εἶδε. Οἱ ἀστραπόμορφοι ἄγγελοι, οἱ δοξασμένοι μάρτυρες, τὸ πλῆθος τῶν ἁγίων, ποὺ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους ἔψαλλαν ὕμνους εὐχαριστίας καὶ δοξολογίας, τοπία τῶν ὁποίων ἡ ὀμορφιὰ δὲν εἶχε δεῖ ποτὲ ξανά, ἦταν ἕνα μέρος τῆς μοναδικῆς ὡραιότητας τοῦ Παραδείσου.
Ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους ἀναγνώρισε καὶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸ Θεολόγο, τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Κυρίου μας, τὸν ὁποῖο εὐλαβεῖτο πολύ.
Ἐκεῖνος, κρατώντας 3 μῆλα ποὺ ἔκοψε ἀπὸ ἕνα θαυμάσιο δέντρο, ἦρθε κοντά της, τὴ χαιρέτησε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς εἶπε:

– Χαῖρε Εἰρήνη, δούλη τοῦ Χριστοῦ ἀγαπημένη. Πάρε αὐτὰ τὰ 3 μῆλα τοῦ Παραδείσου, γιὰ νὰ τὰ ἔχεις παρηγοριὰ στὴ γῆ, μέχρι νὰ ἀναχωρήσεις ἀπ’ αὐτή. Ἔτσι πρόσταξε ὁ Κύριος.

Ἅπλωσε ἡ ἁγία Εἰρήνη τὰ χέρια της καὶ πῆρε τὰ τρία αὐτὰ μῆλα, ποὺ ἦταν τόσο διαφορετικὰ ἀπὸ τὰ συνηθισμένα. Ἦταν πανέμορφα, μεγάλα, μὲ ἄρωμα καὶ εὐωδία μοναδική. Ἡ καρδιὰ της πήγαινε νὰ σπάσει ἀπὸ εὐτυχία.
Πάνω στὴ χαρά της, ξύπνησε καὶ εἶδε μὲ ἔκπληξη νὰ κρατᾶ στὰ χέρια τῆς τὰ 3 μῆλα τοῦ Παραδείσου, ποὺ τῆς εἶχε δώσει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ἔκλαψε ἀπὸ χαρὰ καὶ εὐχαρίστησε τὸν ἀγαπημένο τῆς Ἰησοῦ, καθὼς καὶ τὸν ἀγαπημένο Τοῦ μαθητῆ.
αρχείο λήψης (1)Τὰ μῆλα αὐτὰ τὰ ἔδειξε τὴν ἄλλη μέρα στὶς ἀδελφές της μοναχὲς γιὰ νὰ τὰ ἀσπαστοῦν, λέγοντάς τους ὅτι τῆς τὰ ἔφερε ἕνας ναύτης ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς Πάτμου, ὅπου εἶχε ἐξοριστεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.
Τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία μῆλα, ἀφοῦ νήστεψαν πρῶτα ὅλες τό ἔκοψε σὲ μικρὰ κομματάκια καὶ τὸ μοιράστηκαν ὅλες. Ὅταν τὸ ἔκοψαν σὲ μικρὰ κομματάκια, ξεχύθηκε τέτοιο ἄρωμα σὲ ὅλο το μοναστήρι, λὲς καὶ παρασκεύαζαν μύρα. Τὸ ἴδιο ἄρωμα ἔβγαινε καὶ ἀπὸ τὸ στόμα τοὺς ὅταν τὸ ἔτρωγαν.
Τὸ δεύτερο μῆλο τὸ ἔστειλε στὸν Πατριάρχη.
Τὸ τρίτο μῆλο τὸ κράτησε, γιὰ παρηγοριὰ καὶ δύναμη, μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς της. Ἔκοβε κάθε φορᾶ ἕνα ἐλάχιστο κομματάκι καὶ ἀφοῦ νήστευε πρῶτα, τὸ ἔπαιρνε σὰν εὐλογία. Κάθε φορᾶ ποὺ μεταλάμβανε ἀπ’ αὐτό, μύριζε ἄρωμα ὅλο το μοναστήρι.

19. ΠΛΗΡΟΦΟΡΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ

Μὲ τὸ θεάρεστο αὐτὸ τρόπο, σὰν ἐπίγειος ἄγγελος, ζοῦσε ἡ ἁγία Εἰρήνη, ὅταν μιὰ νύχτα, ἐκεῖ ποὺ προσευχόταν στὸν ἀγαπημένο τῆς Ἰησοῦ, βλέπει ἕναν ἄγγελο Κυρίου νὰ ἐμφανίζεται καὶ νὰ τῆς λέει:

– Χαῖρε δούλη τοῦ Θεοῦ Εἰρήνη. Μὲ ἔστειλε ὁ Κύριος μας νὰ σοῦ πῶ ὅτι, τὸν ἐρχόμενο χρόνο, ἀφοῦ ἑορτάσεις τὸν Μεγαλομάρτυρα Παντελεήμονα, στὶς 28 τοῦ μηνὸς Ἰουλίου, θὰ ἔρθεις νὰ παρασταθεῖς στὸ θρόνο τῆς Θεότητος.

Σὰν ἄκουσε αὐτὰ ἡ ἁγία Εἰρήνη, πλημμύρισε ἡ καρδιά της ἀπὸ χαρά, γιατί ἦρθε πλέον ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἦταν παντοτινὰ καὶ αἰώνια μὲ τὸν γλυκύ της Ἰησοῦ.
Γιὰ τοὺς ἁγίους, ὁ θάνατος εἶναι ἡ πύλη τῆς αἰώνιας εὐτυχίας καὶ μακαριότητας, ἡ ὥρα ποὺ θὰ συναντήσουν Αὐτὸν ποὺ ἀγάπησαν καὶ λάτρεψαν μὲ ὅλη τους τὴν ψυχὴ σ’ αὐτὴ τὴ γῆ, γι’ αὐτὸ καὶ τὸν περιμένουν μὲ χαρά.
Ἐπὶ ἕνα χρόνο ζοῦσε μὲ τὴν προσδοκία πότε θὰ ἔρθει αὐτὴ ἡ εὐλογημένη ὥρα καὶ στιγμή, ποὺ θὰ ἀπολάμβανε τὴ μοναδική της ἀγάπη στὸν λατρεμένο της Σωτήρα.
Τὰ δάκρυα χαρᾶς ποὺ ἀνέβλυζαν διαρκῶς ἀπὸ τὶς πηγὲς τῶν ματιῶν της, δὲν ξέφυγαν ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῶν ἀδελφῶν τοῦ μοναστηριοῦ της. Ἄρχισαν νὰ τὴν ρωτοῦν πιεστικὰ τί συμβαίνει. Ἐκείνη ὅμως, δὲ θέλει ἀκόμα νὰ τὶς λυπήσει λέγοντάς τους αὐτὰ ποὺ ὁ ἄγγελος τῆς ἀνακοίνωσε γιὰ τὸν ἐρχόμενο θάνατό της.
Τὸ εἶπε μονάχα σὲ μιὰ ἀδελφή, μὲ τὸ ὄνομα Μαρία, ποὺ τὴ βοηθοῦσε στὴ διακυβέρνηση τοῦ μοναστηριοῦ καὶ τὴν ὁποία θὰ ἀφήσει γιὰ διάδοχό της στὴν Ἡγουμενία.
Οἱ ἀδελφὲς ὅμως ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἡ ἁγία μας ἑτοιμάζεται γιὰ τὸ ἐπικείμενο τέλος της. Κάθε μέρα τὶς συμβουλεύει καὶ τὶς εὐλογεῖ μὲ μητρικὴ στοργή, λὲς καὶ θὰ φύγει ἀπὸ κοντά τους. Δάκρυα λύπης τρέχουν ἀπὸ τὰ πρόσωπα ὅλων.

20. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

Ὁ ἕνας χρόνος κύλισε. Ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος ἔφθασε. Στὸ μοναστήρι γίνεται ἀγρυπνία. Στὴν θεία Λειτουργία ἐπικρατεῖ συγκίνηση καὶ κατάνυξη. Ὅλες οἱ ἀδελφὲς ἔρχονται νὰ πάρουν τὴν εὐχὴ τῆς Ἡγουμένης τους γιὰ νὰ προσέλθουν στὰ Ἄχραντα Μυστήρια. Λὲς καὶ εἶναι ἡ τελευταία της θεία Λειτουργία.
Ὅλη ἡ ἀδελφότητα εἶναι μαζεμένη γύρω ἀπὸ τὴν ὑπέροχη αὐτὴ πνευματικὴ Μητέρα. Τέτοιες μητέρες δὲν τὶς βρίσκεις εὔκολα. Σπάνια ἐμφανίζονται στὸ οὐράνιο πνευματικὸ στερέωμα, σὰν ὑπέρλαμπρα ἄστρα, γιὰ νὰ φωτίζουν καὶ νὰ ὁδηγοῦν ἀπλανῶς τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ 28η Ἰουλίου τοῦ ἔτους 938 μ.Χ., ἔφθασε.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα καμιὰ δὲν θέλει νὰ φύγει ἀπὸ κοντά της. Προαισθάνονται αὐτὸ ποὺ θὰ συμβεῖ.
Ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὴν τρυφερὴ ἀγάπη ποὺ τῆς προσφέρουν τὰ πνευματικά της παιδιά, καὶ τοὺς ἀποκαλύπτει τότε αὐτὸ ποὺ ὁ ἄγγελος τὴν πληροφόρησε, γιὰ τὸ θάνατό της.
Ξεσποῦν ὅλες σὲ σπαρακτικὰ δάκρυα. Ὁ πόνος καὶ ἡ ἀβάσταχτη θλίψη ἁπλώνεται σ’ ὅλο το μοναστήρι.
Τὰ λόγια τῆς πέφτουν σὰν πολύτιμη βροχὴ στὶς διψασμένες ψυχές τους. Ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ τὶς συμβουλεύει γιὰ τελευταία φορὰ καὶ τοὺς λέει:

αρχείο λήψης (2)– Σήμερα, ἀγαπημένα μου παιδιά, φεύγω ἀπ’ αὐτὸ τὸν κόσμο καὶ δὲν θὰ μὲ βλέπετε πλέον, γιατί θὰ πάω κοντὰ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ ἀγάπησε μοναδικὰ ἡ καρδιά μου. Ἀφήνω γιὰ Ἡγουμένη τὴν ἀδελφή σας Μαρία. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θὰ σᾶς κυβερνήσει θεάρεστα. Ἀγωνιστεῖτε μὲ ὅλη σας τὴν καρδιὰ νὰ περπατήσετε τὴ στενὴ καὶ τεθλιμμένη ὁδό, ὅπως μᾶς παραγγέλλει ὁ Κύριος, γιὰ νὰ κερδίσετε τὸν Παράδεισο. Μισήσετε ὅτι εἶναι πρόσκαιρο καὶ μάταιο καὶ ἀγαπήσετε μὲ ὅλη σας τὴν καρδιὰ τὶς ἅγιες ἀρετὲς ἀλλὰ προπάντων τὴν θεία προσευχή. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση ἃς εἶναι τὰ δυὸ φτερά, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ πετᾶτε ψηλὰ στὸν οὐρανό. Ἡ καρδιά σας νὰ εἶναι δοσμένη στὸν ἀγαπημένο μας Ἰησοῦ. Τίποτε ἄλλο νὰ μὴν ὑπάρχει ἐκεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἅγια Του μορφή.

21. Η ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ

Αὐτὰ καὶ ἄλλα σοφὰ καὶ ψυχωφελῆ λόγια τοὺς ἔλεγε, τὴν τελευταία ἐκείνη ὥρα. Μετά, ἀφοῦ σήκωσε γιὰ τελευταία φορὰ τὰ ἁγιασμένα τῆς χέρια στὸν οὐρανό, προσευχήθηκε μὲ αὐτὰ τὰ λόγια.

– Δέσποτα, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ποιμένας ὁ καλός, ποὺ μᾶς λύτρωσες ὅλους ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ σατανᾶ, μὲ τὰ ἅγια Πάθη, τὴ θεία Σταύρωση καὶ τὴν ἁγία Σου Ἀνάσταση, σὲ Σένα παραδίνω σήμερα τὴν ταπεινή μου ψυχή. Σκέπασε μὲ τὶς ἁγίες φτεροῦγες τῆς θεϊκῆς Σου ἀγάπης τὸ μικρὸ αὐτὸ ποίμνιο πού μοῦ ἐμπιστεύτηκες καὶ ὁδήγησε ὅλες τὶς ἀδελφὲς στὸν ἁγιασμὸ καὶ τὴ λύτρωση. Σὲ εὐχαριστοῦμε καὶ Σὲ δοξολογοῦμε πάντοτε.

Μόλις τέλειωσε τὴν προσευχή της, ἕνα χαμόγελο καὶ μιὰ χαρὰ ἁπλώθηκε σ’ ὅλο της τὸ πρόσωπο. Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι εἶχαν ἔρθει νὰ συνοδέψουν στὸν οὐρανὸ τὴν ἁγιασμένη ψυχή της.
Ξαφνικά το πρόσωπό της φωτίζεται σὰν τὸν ἥλιο καὶ μὲ ἀπερίγραπτη χαρὰ ψιθυρίζει:
– Νά! Ἔρχονται οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι! Ὢ Κύριε! Ἃς ἔχει δόξα τὸ ὑπερύμνητο ὄνομά Σου.

Ἔπειτα σταυρώνει τὰ χέρια της, κλείνει τὰ μάτια της καὶ παραδίδει στὸ Νυμφίο Χριστὸ τὴν πανέμορφη ἁγία ψυχή της.

Ἦταν 28 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 938 μ.Χ.

αρχείο λήψης (3)Ἡ ἁγία μας, ὅταν κοιμήθηκε ἐν Κυρίω, ἦταν 103 χρονῶν καὶ παρὰ τὴν μεγάλη της ἡλικία, φαινόταν σὰν πανέμορφη νέα, ἴσως, γιὰ νὰ μαρτυρεῖ τὴν ὡραιότητα τῆς ψυχῆς της.

Μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς ἁγίας Εἰρήνης τῆς Χρυσοβαλάντου, ἐλέησε πολυέλεε Κύριε ὅλους ἐμᾶς τοὺς ταπεινούς Σου δούλους. Ἀμήν.

___________________________
(Βίος ὑπὸ τοῦ π. Ἐλπιδίου Βαγιανάκη, Ἐκδόσεις Φῶς Χριστοῦ)

πηγή


Ἀκούστε τό ἀπολυτίκιον!

Ἀπολυτίκιον. Ήχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Βασιλείας γήινους πάλαι οὐκ ἔτυχες, ἀλλ’ ἄφθαρτων στεφάνων νῦν σὲ ἠξίωσεν, ὁ Νυμφίος σου Χριστὸς ὁ ὡραιότατος ὢ καθιέρωσας σαύτην, ὅλη καρδία καὶ ψυχή, Εἰρήνη Ὁσία Μῆτερ, Χρυσοβαλάντου ἡ δόξα, ἠμῶν δὲ προσφυγὴ καὶ βοήθεια.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν τοῦ κόσμου εὔκλειαν, καταλιποῦσα Ὁσία, τῷ Χριστῷ νενύμφευσαι, τῷ Βασιλεῖ τῷ ἀφθάρτω, κάλλεσι, τῆς παρθενίας λελαμπρυσμένη, σκάμμασι, τῆς ἐγκρατείας πεποικιλμένη· διὰ τοῦτό σε Εἰρήνη, ὁ σὸς Νυμφίος λαμπρῶς ἐδόξασε.

Μεγαλυνάριον.
Τῆς Καππαδοκίας τὴν καλλονήν, καὶ Χρυσοβαλάντου, ὁδηγίαν τὴν ἀσφαλῆ, τὴν πηγὴν θαυμάτων, πηγάζουσαν τῷ κόσμω, Εἰρήνην τὴν Ὁσίαν, ὕμνοις τιμήσωμεν.