24 Δεκεμβρίου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ἡ μελέτη τῶν βίων τῶν Ἁγίων ἐμπνέει ἐνθουσιασμό, σταθεροποιεῖ τὴν πίστη στὴν ἁγιότητα καὶ τὴ δύναμη τῆς Πίστεώς μας, προτρέπει σὲ μίμηση, διδάσκει, ὑψώνει στὰ οὐράνια, δημιουργεῖ ἁγία ἀτμόσφαιρα.

Τὰ θαυμαστὰ κατορθώματα τῶν ἁγίων φαίνονται ἀπίθανα, ὅταν ἐξετάζονται μὲ τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης δυνάμεως, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀπίθανα γιὰ τὴν παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, γιατί Ἐκεῖνος ἐνισχύει τοὺς Ἁγίους. Ἡ μελέτη τῶν βίων τῶν Ἁγίων προκαλεῖ τὰ ὡραιότερα συναισθήματα, φέρνει δάκρυα κατανύξεως. Μᾶς κάνει νὰ στεκόμαστε μὲ θαυμασμὸ μπροστὰ στὶς θυσίες καὶ στὴν αὐταπάρνηση τῶν μεγάλων αὐτῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ καταλαβαίνουμε τὴ μικρότητά μας. Τὸ παράδειγμά τους, ἀτίμητο διαμάντι, ἀκτινοβολεῖ πάντοτε στὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας. Καὶ τὸ ὄνομά τους μόνο, ὅσες φορὲς τὸ προφέρουμε, γλυκαίνει τοὺς πόνους μας καὶ μᾶς τονώνει.

Ὅποιος μαθαίνει τὶς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς τους, ἐφοδιάζεται μὲ φῶς, ποὺ φωτίζει τὸ δρόμο του, προμηθεύεται Φτερὰ γιὰ νὰ πετὰ σὲ ὕψη, βάλσαμο ἀντλεῖ γιὰ νὰ γλυκαίνη τοὺς πόνους του.

Ἡ ἀπεικόνιση τῶν θαρραλέων μορφῶν τῆς πίστεως μᾶς δίνει μεγάλη δύναμη καὶ μᾶς ἐνισχύει τὴν εὐλάβεια καὶ τὸν θαυμασμό μας γιὰ τὸ πὼς μορφώνει ἡ πίστη τὸν ἀδύναμο ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει ἥρωα, ἕτοιμο νὰ θυσιαστὴ γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ!


Εὐγενικὴ  καταγωγὴ

Στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Κομμόδου στὰ 270 μ.Χ. ἦταν στὴν Ἀλεξάνδρεια ἕνας πολὺ πλούσιος ἔπαρχος καὶ ξακουστὸς ἄρχοντας, ὁ Φίλιππος.

Γυναίκα του ἦταν ἡ Κλαυδία, εἶχε δυὸ γιοὺς καὶ μιὰ κόρη, τὴν Εὐγενία, ποὺ εἶχε εὐγένεια ψυχῆς καὶ ἀσύγκριτη ὀμορφιὰ ψυχῆς καὶ σώματος. Ὁ πατέρας της εἶχε τὴν ἐξoυσία ὁλόκληρης τῆς Αἰγύπτου. Ἄv καὶ ἦταν εἰδωλολάτρης, κυβερνοῦσε δίκαιά το λαό του. Ἀγαποῦσε τοὺς καλοὺς καὶ τιμωροῦσε αὐστηρά τούς κακούς. Ἔδιωχνε ἀπ’ τὴν ἐπαρχία του τοὺς μάντεις καὶ τοὺς Ἰουδαίους. Πολλούς τούς σκότωνε δίκαια, τοὺς χριστιανοὺς δὲν τοὺς μισοῦσε, γιατί ἤξερε ὅτι ἦταν καλοὶ καὶ συνετοί, γι’ αὐτὸ τοὺς ἐκτιμoύσε. Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴ διαταγὴ τοῦ βασιλιά, δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ κατοικοῦν μέσα στὴν πόλη, ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὸ τεῖχος.

Ἐπιμελημένη  μόρφωση

Ἡ Εὐγενία ἦταν προικισμένη μὲ πολλὰ προσόντα. Ἦταν ἔξυπνη καὶ ἔμαθε ρωμαϊκὰ καὶ ἑλληνικά, ἦταν πολὺ μορφωμένη στὰ δέκα πέντε της χρόνια κι ὅλοι τὴ θαύμαζαν.

Ὁ ἔνδοξος ὕπατος Ἀκυλίνoς τὴ ζήτησε ἀπὸ τὸν πατέρα της σὲ γάμο. Ὅταν ὁ Φίλιππος τό ἀνάφερε στὴν κόρη του καὶ τὴ ρώτησε ἂν θέλει νὰ γίνουν οἱ γάμοι της, ἐκείνη ἀπάντησε ὅτι θὰ ἤθελε νὰ μείνει παρθένος καὶ ν’ ἀφοσιωθῆ στὴ μάθηση. Διάβαζε καὶ πολλὰ βιβλία τῶν χριστιανῶν, ποὺ τῆς ἐφαίνοντο ἀληθέστερα.

Φωτίζεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον

Μιὰ μέρα πέσανε στὰ χέρια τῆς οἱ ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστ. Παύλου. Τὶς διάβασε προσεκτικὰ καὶ συγκινήθηκε βαθειά, γιατί ἤξερε ὅτι ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ποὺ δημιούργησε ὅλο τὸν κόσμο «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος». Ἔτσι πίστεψε σ’ Αὐτόν, γιατί τὴν φώτισε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Δὲ φανέρωσε ὅμως τὴν πίστη της, γιατί φοβόταν. τοὺς γονεῖς της, μόνο τους παρακάλεσε νὰ τὴν ἀφήσουν νὰ πάει ἔξω ἀπ’ τὴ πόλη, νὰ δεῖ τὰ χωριά τους. Οἱ γονεῖς δὲν ὑποψιάστηκαν τίποτε καὶ τῆς εἶπαν νὰ πάει ὅπου θέλει.

Συνοδευμένη ἀπ’ τοὺς εὐνούχους, ποὺ ἤξεραν κι αὐτοὶ Ἑλληνικά, γιατί ἦταν παρόντες στὰ μαθήματά της, ἀνέβηκε στὴν ἅμαξα καὶ πῆγε σ’ ἕνα τόπο ὅπου εἶχαν οἱ χριστιανοὶ ἐκκλησία καὶ ἔψαλλαν. Ὁ Πανάγαθος ἐπέτρεψε νὰ λένε ἐκείνη τὴν ὥρα τὰ λόγια τοῦ Προφήτη: «πάντες οἱ Θεοὶ τῶν ἐθνῶν δαιμόνια».

Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ἡ Εὐγενία ἀναστέναξε βαθιὰ καὶ εἶπε στοὺς εὐνούχους: «Ἀγαπημένοι ἀδελφοί, μόνο οἱ χριστιανοὶ ξέρουν τὴν ἀλήθεια, ὅπως φαίνεται κι ἀπ’ τὰ βιβλία τους, ἀλλὰ κυρίως ἀπ’ τὴ ζωή τους, γι’ αὐτὸ Θέλω νὰ γίνω χριστιανὴ κι ἂν ποθῆτε καὶ σεῖς τὴ σωτηρία σας, ἀκολουθῆστε μέ, δὲν θὰ σᾶς ἔχω σὰν δούλους, ἀλλ’ ἀγαπημένους μου ἀδελφούς. Θὰ ἔχομε ἕνα Πατέρα, τὸ Δημιουργό μας. Τοὺς εἶπε πολλὰ ἀπ’ τὸ περίσσευμα τῆς καρδιᾶς της, κι ἐκεῖνοι τῆς ὑποσχέθηκαν ὅτι δὲν θὰ τὴν ἀπoxωριστoὺγ ποτέ.

Ὅταν νύκτωσε, ἔφυγαν ἥσυχα. Οἱ δοῦλοι προπορεύονταν καὶ δὲν κατάλαβαν, γιατί ἦταν σκοτεινὰ ἢ γιατί ὁ Θεὸς τὸ ἐπέτρεψε, ὅτι ἐκεῖ ἦταν ἕνα μοναστήρι, σ’ ἕνα ἥσυχο τόπο, καὶ ἡ Εὐγενία εἶπε στοὺς εὐνούχους: «Ἐδῶ εἶναι συγκεντρωμένοι πολλοὶ χριστιανοί, κι ἔχουν ἕνα πολὺ ἐνάρετο ἐπίσκοπο, τὸν Ἔλενο, καὶ ἕνα ἡγούμενο γιὰ νὰ ὁδηγῆ τοὺς ἀδελφοὺς στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας. Καὶ οἱ δυὸ ἔκαναν πολλὰ θαύματα, κάνουν ἀγρυπνίες ὁλονύκτιες καὶ δοξάζουν τὸν Πανάγαθο.  Ἀλλὰ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μπεῖ γυναίκα. Κόψτε μου λοιπὸν τὰ μαλλιά, θὰ ντυθῶ σὰν ἄνδρας γιὰ νὰ μείνω στὴν ἀδελφότητα». Οἱ δοῦλοι ἔκαναν ὅ,τι τοὺς εἶπε μὲ χαρά.

Βάπτιση καὶ ἀφιέρωση

 Σε λίγο εἶδαν τὸν ἐπίσκοπο Ἔλενο ποὺ ἐρχόταν ἀπ’ τὴν Ἡλιούπολη μὲ πολλοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἔψαλλαν. Αὐτὸ αὔξανε τὸν πόθο της, γι’ αὐτὸ ὄκολουθησέ τους χριστιανοὺς στὴ Μονή. Ἐρώτησε δὲ κάποιον ποῦ τὸν ἔλεγαν Εὐτρόπιο: «Ποιὸς εἶναι ὁ σεβάσμιος αὐτὸς γέροντας ποῦ προπορεύεται;» Κι ἐκεῖνος τῆς ἀπάντησε ὅτι ἦταν ὁ ἁγιώτατος Ἔλενος ποὺ ἔκανε θαύματα καὶ πολλὲς φορὲς βάσταξε ἀναμμένα κάρβουνα στὴν ποδιά του, χωρὶς νὰ πάθει τίποτα.   

Ἐκεῖνες τὶς μέρες παρουσιάστηκε κάποιος μάντης Ζαρέας κι ἔλεγε ὅτι ἦταν ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, δάσκαλος καὶ εὐεργέτης τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅτι ὁ Ἔλενος ἦταν ψεύτης. Ὅταν τὰ ἔμαθε αὐτὰ ὁ Ἔλενος διέταξε ν’ ἀνάψουν μεγάλη φωτιὰ καὶ εἶπε στὸν Ζαρέα. «Ἃς μποῦμε κι οἱ δυό μας στὴ φωτιά, κι ὅποιος δὲν καεῖ, ἐκεῖνος θὰ εἶναι σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό»: Κι ὁ Ζαρέας ἀπάντησε: «Μπὲς ἐσὺ πρῶτος». Ὁ Ἔλενος προσευχήθηκε καὶ μπῆκε ἄφοβα μέσ’ τὴ φωτιά. στάθηκε ἀρκετὴ ὥρα χωρὶς νὰ καεῖ οὔτε μιὰ τρίχα ἀπ’ τὸ κεφάλι του. Ὁ Ζαρέας φοβήθηκε ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα καὶ ἤθελε νὰ φύγει. Ἀλλ’ ὁ λαὸς τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν ἔρριξε στὶς φλόγες. Εὐθὺς ἄρχισε νὰ καίεται καὶ νὰ φωνάζει καὶ μὲ δάκρυα νὰ παρακαλεῖ. Τὸν λυπήθηκε ὁ ἐπίσκοπος καὶ τὸν ἔβγαλε μισοπεθαμένο καὶ ὁ λαὸς τὸν ἔδιωξε ἔξω ἀπ’ τὴν πόλη.

Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ἡ Εὐγενία παρακάλεσε τὸν Εὐτρόπιο νὰ πεῖ στὸν Ἐπίσκοπο νὰ τοὺς δεχτεῖ στὴν ἀδελφότητα, νὰ γίνουν καλόγεροι. Ὁ Εὐτρόπιος δέχτηκε νὰ μεσολαβήσει καὶ εἶπε στὸν εὐσεβέστατο Ἔλενο: «Τρεῖς εἰδωλολάτρες, ἀπαρνήθηκαν τὰ εἴδωλα καὶ σὲ παρακαλοῦν νὰ τοὺς βαπτίσεις, γιὰ νὰ μείνουν σrην ποίμνη σου ὅλη τους τὴ ζωή». Ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος ἀπάντησε στὴν Εὐγενία: «Ὁ Κύριος νὰ σὲ ἀξιώσει νὰ νικήσεις τὴ φύση σου, γιατί γιὰ τὴν ἀγάπη Του ἄλλαξες σχῆμα καὶ ὄνομα. Ὁ Πανάγαθος φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία σου, προσπάθησε νὰ δείξεις τὴν εὐγένεια τῆς ψυχῆς σου, ὅπως μοῦ ἀποκάλυψε ὁ Κύριος, γιατί ἑτοίμασες τὸν ἑαυτό σου καθαρὸ δοχεῖο καὶ κράτησες τὴν παρθενία τοῦ σώματος καὶ τῆς καρδιᾶς, ἄφησες τὴν δόξα καὶ τὰ πλούτη γιατί πόθησες τὴν αἰώνια ἀγαλλίαση».

Κατόπιν στράφηκε καὶ πρὸς τοὺς πιστοὺς δούλους καὶ τοὺς εἶπε: «Ὁ Πανάγαθός μου φανέρωσε καὶ γιὰ σᾶς ὅτι εἶστε δοῦλοι ἀλλὰ ἐλεύθεροι στὴ ψυχὴ κι ὁ Χριστὸς σᾶς λέγει: δὲν σᾶς καλῶ δούλους, ἀλλὰ φίλους. Εἶστε μακάριοι ποὺ δὲν ἐμποδίσατε τὴν κυρία σας στὸν καλό της σκοπό, ἀλλὰ πρόθυμα τὴν συνοδεύσατε, Γι’ αὐτὸ θὰ σᾶς ἀνταμείψει καὶ τοὺς τρεῖς ὁ Κύριος, στὴ Βασιλεία Του». Αὐτὰ τοὺς εἶπε μυστικά, χωρὶς νὰ τ’ ἀκούση κανεὶς καὶ τοὺς βάπτισε καὶ ἔγιναν καλόγεροι.

Ὅταν γύρισε ἡ ἅμαξα στὸ παλάτι, ἔτρεξαν ὅλοι νὰ ὑποδεχθοῦν τὴν Εὐγενία. Λυπήθηκαν πάρα  πολὺ ὅταν δὲν τὴν βρῆκαν κι ἔκλαιαν οἱ γονεῖς καὶ τ’ ἀδέλφια της. Ὁλόκληρη ἡ Ἀλεξάνδρεια θρηνοῦσε. Ἔστειλαν παντοῦ ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὴν βροῦν. Ρωτοῦσαν ὅλους τους γεωργούς, τοὺς μάντεις. Τότε σκέφτηκαν ὅτι οἱ Θεοὶ τὴν ἅρπαξαν.

Ὑπόδειγμα μοναχοῦ

Ἀφοῦ ἔλαβε τὸ ἅγιο σχῆμα, ἡ Εὐγενία ἦταν φωτεινὸ παράδειγμα στὴ Μονή. Πρώτη ἔμπαινε σ’ ὅλες τὶς ἀκολουθίες καὶ τελευταία ἔβγαινε. Εἶχε ἀγάπη γιὰ ὅλους καὶ ἔκανε θαύματα, θεράπευε τοὺς ἀσθενεῖς. Ἀλλὰ καὶ οἱ δύο δοῦλοι ἀγωνίζονταν γιὰ νὰ τὴν μιμηθοῦν.

 Ύστερα ἀπὸ τρία χρόνια ὁ ἡγούμενος πέθανε κι οἱ μοναχοὶ ποὺ ἐκτίμησαν τὶς ἀρετὲς τῆς Εὐγενίας, τὴν παρακαλοῦσαν νὰ γίνει ἐκείνη ἡγούμενος. Ἡ Ἁγία δὲν τολμοῦσε νὰ παρακούσει στὴν ἀδελφότητα καὶ προσευχόταν. Ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ διάβασε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ποὺ ἀπεύθυνε στοὺς Ἀποστόλους: «Ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, ἃς γίνει μικρότερος καὶ πάντων διάκονος».

Δέχτηκε λοιπόν, ἀλλὰ ἐξακολουθοῦσε νὰ κάνει τὶς εὐτελέστερες ὑπηρεσίες: κουβαλοῦσε νερό, σκούπιζε τὴ Μονή, ἔκοβε ξύλα. Κυβερνοῦσε ὅμως τὴν ἀδελφότητα θαυμάσια. Εἶναι ἀδύνατο νὰ περιγράψουμε τοὺς θεάρεστους ἀγῶνες της. Ὁ μισόκαλος διάβολος ὅμως τὴν φθόνησε. Τὴν συκοφάντησαν στὸν ἔπαρχο κι ἐκεῖνος θύμωσε πάρα πολὺ καὶ διέταξε νὰ φέρουν δεμένους ὄχι μόνο τὸν ἡγούμενο, ἀλλὰ καὶ ὅλους τους ἀδελφούς της Μονῆς ποὺ ἦταν τρακόσιοι καὶ τοὺς φυλάκισαν ὥσπου νὰ βγάλει ἀπόφαση νὰ τοὺς θανατώσουν. Μαζεύτηκαν ἀπὸ παντοῦ ἄνδρες καὶ γυναῖκες γιὰ νὰ παραβρεθοῦν στὰ βασανιστήριά τους.

Ἄδικη κατηγορία

 Ὅταν ἦλθε ἡ ὁρισμένη ὥρα καὶ ἦταν ὅλοι στὸ θέατρο, ἔφεραν καὶ τὸν ἡγούμενο ἁλυσοδεμένο καὶ ὅλοι φώναζαν ὅτι εἶναι ἄξιος θανάτου. Ἑτοίμασαν τὰ ἄγρια θηρία, τοὺς τροχούς, τὴ φωτιὰ κι ἄλλα φρικτὰ βασανιστήρια.

Τότε λέγει ὁ ἔπαρχος πολὺ θυμωμένα στὸν ἡγούμενο: «Τέτοιες αἰσχρὲς πράξεις σᾶς παραγγέλλει ὁ Χριστός σας νὰ κάνετε; Τί ψυχὴ καὶ τί καρδιὰ εἶχες, νὰ μπεῖς στὸ σπίτι μιᾶς τίμιας γυναίκας σὰν πνευματικός, γιατρὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ προσπάθησες νὰ ἐκμεταλλευτεῖς τὴν ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη πού σου εἶχε;» Ἡ Ὁσία μὲ πολλὴ σεμνότητα καὶ ἀξιοπρέπεια ἀπάντησε: «Ὄχι, ὁ Πανάγαθος Θεός μου δὲν διατάζει τέτοιες ἀνίερες πράξεις, ἀλλ’ ἀπεναντίας νομοθετεῖ ὑψηλὰ καὶ θεάρεστα. Δὲν ἔπρεπε, ἔπαρχε, νὰ πιστέψεις τὴν συκοφαντία τόσο εὔκολα, οὔτε νὰ βγάλεις ἀμέσως τὴν ἀπόφαση, ἀλλὰ πρῶτα ν’ ἀκούσεις καὶ τὰ δύο μέρη γιὰ ν’ ἀποφασίσεις δίκαια. Πρὶν ἀπολογηθῶ σὲ παρακαλῶ πολὺ νὰ μοῦ κάνεις μιὰ χάρη. Ἂν ἐγὼ ἔσφαλα πραγματικά, ὅπως μὲ κατηγοροῦν, νὰ μὲ τιμωρήσεις ἀνάλογα. Ἂν ὅμως ἀποδειχθῆ ψεύτικη ἡ συκοφαντία νὰ μὴ τιμωρήσεις τὴν κατήγορό μου, γιατί ὁ νόμος μας μᾶς προτρέπει νὰ μὴν ἀνταποδίδομε κακὸ ἀντὶ κακοῦ, ἀλλὰ νὰ εὐεργετοῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς πικραίνουν καὶ μᾶς ἀδικοῦν. Νὰ μοῦ ὑποσχεθεῖς αὐτὸ πού σοῦ ζητῶ καὶ θὰ σοῦ φανερώσω τὴν ἀλήθεια».

Ὁ ἔπαρχος ὑποσχέθηκε μὲ ὅρκο ὅτι θὰ φανεῖ συνεπής. Τότε ἡ Εὐγενία στράφηκε πρὸς τὴν κατήγορό της καὶ τῆς εἶπε: «Μελανθία, μπορεῖς νὰ ξεγελάσεις τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ θὰ μπορέσεις νὰ πεῖς ψέματα καὶ στὸν Πανάγαθο Θεό, ποὺ τιμωρεῖ τοὺς συκοφάντες καὶ φανερώνει τὴν ἀλήθεια; Δὲν ἔχεις τύψεις γιατί γιὰ τὴν κακή σου ἐπιθυμία θὰ σκοτωθοῦν τόσοι ἀθῶοι;»

Ἀλλ’ ἡ Μελανθία δὲν μετανοίωσε καθόλου, οὔτε φοβήθηκε τὸ δίκαιο Θεό, ἀλλὰ ἔφερε μιὰ δούλη της ψευδομάρτυρα, ποὺ βεβαίωσε ὅ,τι εἶπε ἡ κυρία της. Ὁ ἔπαρχος ὀργίσθηκε περισσότερo καὶ εἶπε στὴν Εὐγενία: «Ἀδιάντροπη, τί ἔχεις νὰ πεῖς γιὰ τὶς τόσες κατηγορίες ποῦ ἄκουσες;»

Ὅταν εἶδε ἡ Ἁγία ὅτι ὅλοι πίστευαν τὰ λόγια τῆς Μελανθίας καὶ θὰ θανάτωναν ἄδικα τόσους δικαίους ἀσκητές, καθὼς σκεπτόταν καὶ τὴν κατηγορία στὸ ἅγιο σχῆμα τῶν μοναχῶν, εἶπε: «Καιρὸς εἶναι νὰ φανερωθεῖ ἡ ἀλήθεια. Μάρτυς μου ὁ Θεός, ὅτι ἐγὼ εἶχα πόθο νὰ ὑπομείνω τὸν πειρασμὸ αὐτὸ μέχρι τέλους καὶ νὰ μὴ ὁμολογήσω τὴν ἀλήθεια γιὰ νὰ πάρω τὸ στεφάνι τῆς ὑπομονῆς ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ συκοφαντηθεῖ τὸ ἅγιο σχῆμα, θὰ ὁμολογήσω ἐκεῖνο, ποὺ κανεὶς δὲν ξεύρει παρὰ μόνο ὁ Κύριος».

«Εἶμαι ἡ θυγατέρα σου Εὐγενία»

Τόσει εἶναι εἰ δύναμει τοῦ Χριστοῦ, ὥστε καὶ πολλὲς γυναῖκες νίκεισαν τεῖν ἀδύνατει γυναικεία τους φύσει, γιὰ νὰ πολεμήσουν τὸν πονηρὸ καὶ ν’ ἀποφύγουν τὶς ἐνέδρες του στὸν κόσμο.

Ἔπειτα λέγει στὸν ἔπαρχο Φίλιππο: «Μάθε ὅτι εἶμαι ἡ θυγατέρα σου Εὐγενία, εἶσαι ὁ πατέρας μου καὶ ἡ γυναίκα σου Κλαυδία εἶναι ἡ μητέρα μου. Τὰ ἀδέλφια μου εἶναι ὁ Ἀβίτας καὶ ὁ Σέργιος, αὐτοὶ δὲ εἶναι οἱ εὐνοῦχοι Πρωτᾶς καὶ Ὑάκινθoς ποὺ θέλεισαν νὰ μὲ ἀκολουθήσουν ὁλοπρόθυμα καὶ ἀπαρνήθηκαν τὰ πάντα καὶ σᾶς τοὺς ἀγαπητούς μου γονεῖς γιὰ τήν ἀγάπη τοῦ Δημιουργοῦ μας.

«Ἕνας εἴναι  ἀληθινὸς Θεός, ὁ Χριστὸς»

Τότε οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἦταν ἐκεῖ γιὰ νὰ θάψουν τὰ λείψανα τῶν Ὁσίων, ποὺ θὰ θανάτωναν οἱ εἰδωλολάτρες, ὅταν ἄκουσαν τὴν ὁμολογία αὐτὴ ἔψαλλαν μ’ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς τοὺς «Τὶς Θεὸς μέγας, ὡς ὁ Θεὸς ἠμῶν, ὁ ἀνακαλύπτων ἀπόκρυφα καὶ τοὺς σοφοὺς διὰ τῆς ἰδίας αὐτῶν πανουργίας καταισχύνων;»

Πολλοὶ εἰδωλολάτρες πίστεψαν στὸ Χριστό. Ἔγινε μεγάλη γιορτὴ καὶ πανήγυρις γιατί βαπτίστηκε καὶ ὁ ἔπαρχος ὁ ἴδιος κι ἔδωσε διαταγὴ νὰ κατοικοῦν οἱ χριστιανοὶ ἀνεμπόδιστα μέσα στὴν πόλη, νὰ ἔχουν ναοὺς καὶ τὰ εἰσοδήματα ποὺ εἶχαν πρίν. Ἔτσι οἱ χριστιανοὶ ἀφέθηκαν ἐλεύθεροι καὶ ἄνθισε ἡ εὐσέβεια στὴν Ἀλεξάνδρεια.

Ὁ ἐχθρὸς ὅμως τῆς ἀλήθειας φθόνησε καὶ παρακίνησε μερικοὺς εἰδωλολάτρες τῆς πόλεως νὰ διαβάλουν τὸ Φίλιππο στοὺς Βασιλεῖς. Πῆγαν στὴ Ρώμη καὶ εἶπαν: «Ὁ ἔπαρχος τῆς Ἀλεξάνδρειας, Φίλιππος, ἐνῶ δέκα χρόνια κυβερνοῦσε καλά το λαό, τώρα δὲ ξέρουμε τί ἔπαθε καὶ ἀρνήθηκε τοὺς μεγάλους θεούς, γιὰ νὰ προσκυνήσει αὐτὸν ποὺ σταύρωσαν οἱ Ἑβραῖοι. Ἐκτιμᾶ πιὸ πολύ τους χριστιανοὺς παρὰ ἐμᾶς ποὺ λατρεύουμε τοὺς πατροπαράδοτους θεούς, ἔτσι κινδυνεύει, νὰ χαθεῖ ἡ θρησκεία μας, ἂν δὲν προλάβετε ἀμέσως». Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ βασιλιὰς ἔγραψε στὸ Φίλιππο. «Ὁ Αὔγουστος, ποὺ ξέρει ὅτι σέβεσαι τοὺς Θεούς σου χάρισε τὴν ἐξουσία καὶ σὲ τιμοῦσε σὰν βασιλέα μᾶλλον ἢ σὰν ἔπαρχο, νὰ ἐξουσιάζεις ὅλη τὴν Αἴγυπτο καὶ ἐμεῖς σὲ στερεώσαμε, δίδοντάς σου μεγαλυτέρα τιμή. Ἀλλὰ αὐτὰ τὰ ἀξιώματα στὰ δώσαμε νὰ τὰ ἔχεις, ἐνόσω ἤσουν φίλος των Θεῶν, τώρα ποὺ ἀκούσαμε ὅτι ἀρνήθηκες τοὺς Θεοὺς καὶ τοὺς περιφρονεῖς καὶ σὲ μᾶς παράκουσες, σὲ διατάσσουμε λοιπὸν ἢ νὰ τιμᾶς τοὺς Θεοὺς ὅπως πρὶν ἢ θὰ σοῦ ἀφαιρεθεῖ κάθε ἐξουσία καθὼς καὶ τὰ πλούτη σου».

Ὁ Φίλιππος  χειροτονείται  ἐπίσκοπος

 Όταν τὰ διάβασε αὐτὰ ὁ Φίλιππος πούλησε ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα καὶ ἔδωσε τὰ μισὰ στοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ἄλλα μισὰ στὴν ἐκκλησία καὶ τὰ μοναστήρια. Ἦταν πολὺ μορφωμένος καὶ εὐσεβέστατος, γι’ αὐτὸ ὅλοι οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀλεξανδρείας ζήτησαν νὰ χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος.

Μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ Φιλίππου

Τότε οἱ βασιλεῖς ἔστειλαν ἄλλον ἔπαρχο, τὸν Τερέντιον, καὶ τοῦ εἶπαν ἂν μπορέσει νὰ σκοτώσει κρυφὰ τὸν Φίλιππο. Μόλις πῆρε τὴν ἐξουσία ὁ Τερέντιος, ἔδωσε χρήματα σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους, νὰ προσποιηθοῦν ὅτι εἶναι χριστιανοὶ καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν. Ἐκεῖνοι λοιπὸν μπῆκαν στὸ ναὸ καὶ τὸν ἔσφαξαν τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν.

Ὁ ἔπαρχος φοβήθηκε νὰ μὴ τὸν σκοτώσει ὁ λαός, γι’ αὐτὸ φυλάκισε τοὺς φονιάδες, γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι δὲν ἔφταιξε ὁ ἴδιος. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ λίγο ἦλθαν βασιλικὰ γράμματα καὶ τοὺς ἐλευθέρωσε. Ὁ μακάριος Φίλιππος ἔζησε μετὰ τὸν τραυματισμὸ τοῦ τρεῖς μέρες, ὅμως παρακάλεσε τὸν Πανάγαθο, νὰ στερεώσει περισσότερο στὴν Πίστη τοὺς ἀρχάριους καὶ κατόπιν παράδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸ Θεό. Ἔζησε μετὰ τὴ χειροτονία τοῦ ἕνα χρόνο καὶ τρεῖς μῆνες καὶ τὸν ἔθαψαν στὴν ἐκκλησία ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει. Ἡ μακαρία Κλαυδία ἔκτισε ἐκεῖ κοντὰ ξενοδοχεῖο καὶ ἀφιέρωσε πολλὰ χρήματα γιὰ νὰ περιποιοῦνται τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ φιλοξενοῦν τοὺς ξένους. Κατόπιν πῆγε μὲ τὰ παιδιά της στὴν πατρίδα.

Οἱ Ρωμαῖοι τους ὑποδέχτηκαν μὲ τιμὲς καὶ ἀνάδειξαν τὸν Ἀβίτα ἀνθύπατο τῆς Καρθαγένης καὶ τὸ Σέργιο βικάριο τῆς Ἀφρικῆς. Ἡ Κλαυδία μὲ τὴν Εὐγενία, τὸν Πρωτὰ καὶ τὸν Ὑάκινθο ἔμειναν σπίτι τους, καὶ ζοῦσαν ἐνάρετα μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Οἱ κόρες τῶν ἀρχόντων πήγαιναν στὴν Εὐγενία καὶ τὶς συμβούλευε καὶ πολλὲς ἀπ’ αὐτὲς ὁδήγησε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴ σωτηρία. 

Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἑλκύει ψυχὲς

 Η Βασίλλα ποὺ ἦταν μιὰ πολὺ ὄμορφη κοπέλα ἀπὸ βασιλικὸ γένος, ἐπιθυμοῦσε πάρα πολὺ νὰ γνωρίσει τὴν Εὐγενία, γιατί ἄκουσε νὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἁγία της ζωὴ καὶ γιατί ἤθελε πολὺ νὰ γίνει χριστιανή. Οἱ δικοί της ποὺ κάτι κατάλαβαν τὴν φρουροῦσαν καὶ δὲν τὴν ἄφηναν νὰ βγεῖ ἀπ’ τὸ σπίτι της, ὥσπου νὰ τὴν παντρέψουν μ’ ἕνα σπουδαῖο ἀρχοντόπουλο. Γι’ αὐτὸ ἔστειλε κρυφὰ γράμμα στὴν Εὐγενία μὲ πιστό της δοῦλο καὶ τὴν θερμοπαρακαλοῦσε νὰ τῆς στείλει γραπτῶς τὰ κυριότερα ἄρθρα τῆς Πίστεως. Ἡ Εὐγενία ποὺ ἤξερε ὅτι ἡ Βασίλλα θὰ μποροῦσε νὰ κατηχηθεῖ καλλίτερα μὲ ζῶσα φωνὴ τῆς ἔστειλε, σὰν ἔμψυχο γράμμα ἢ σὰν δῶρο, τὸν Πρωτὰ καὶ Ὑάκινθο γιὰ νὰ τὴν καθοδηγήσουν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ μας. Ἡ Βασίλλα τοὺς δέχτηκε ὁλοπρόθυμα. Ὅταν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ρώμης ἔμαθε τὸν πόθο της νὰ γίνει χριστιανή, πῆγε τεῖ νύκτα κρυφὰ καὶ τεῖν ἀξίωσε τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.

Ἔτσι ἡ Βασίλλα καὶ ἡ Εὐγενία συνδέθηκαν μὲ χριστιανικὴ φιλία. Πόσες κοπέλες ἡ Βασίλλα καὶ ἡ Εὐγενία, καὶ πόσες χῆρες ἡ σεμνὴ Κλαυδία, καὶ πόσους ἄνδρες οἱ Πρωτᾶς καὶ Ὑάκινθος ἔφεραν στὸν Χριστὸ μὲ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος! ..

Τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου

Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἔγιναν βασιλεῖς οἱ Βαλλεριανὸς καὶ Γαλλιηνὸς ποὺ ἐκίνησαν μεγάλο διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Δὲν τολμοῦσε νὰ παρουσιαστῆ ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κορνήλιος καὶ κοινωνοῦσε κρυφὰ τὴν Βασίλλα καὶ τὴν Εὐγενία. Ἔπειτα λέγει ἡ Εὐγενία: «Ἀγαπημένη μου ἀδελφή, μάθε ὅτι σὲ λίγες μέρες θὰ λάβεις τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου». Καὶ ἡ Βασίλλα τῆς εἶπε: «Χθὲς ἀποκάλυψε σὲ μένα τὴν ἀνάξια, ὁ Δεσπότης μᾶς Χριστός, ὅτι ἔχει ἑτοιμασμένα δύο στεφάνια, τὸ ἕνα γιὰ τοὺς πολλοὺς ἀγῶνες καὶ κινδύνους ποὺ πέρασες στὴν Αἴγυπτο, καὶ τὸ ἄλλο γιὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατο ποὺ θὰ λάβεις ἐδῶ στὴν πατρίδα σου γιὰ τὴν ἀγάπη Του». Αὐτὰ εἶπαν κι ἀποχαιρετίστηκαν μὲ θερμὰ δάκρυα.

Μιὰ δούλη τῆς Βασίλλας εἶπε στὸν Πομπήιο ὅτι ἡ Βασίλλα καὶ ὁ θεῖος τῆς Ἔλενος ἔγιναν χριστιανοὶ ἀπὸ τὴν Εὐγενία, ποὺ τοὺς ἔστειλε δύο εὐνούχους. Τότε ὁ Πομπήιος θύμωσε καὶ πῆγε στοὺς βασιλεῖς ποὺ διέταξαν τὴ Βασίλλα καὶ τὴν Εὐγενία ἢ νὰ θυσιάσουν στοὺς θεοὺς ἢ νὰ θανατωθοῦν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ μὲ διάφορα βασανιστήρια.

 Πρότειναν στὴν Βασίλλα νὰ πάρει τὸν Πομπήιο ἄνδρα της. Τότε ἡ ἐκλεκτὴ νύμφη τοῦ Χριστοῦ εἶπε ἀποφασιστικά. «Ἐγὼ νυμφεύτηκα τὸ Βασιλιὰ καὶ Δημιουργό μου». Αὐτοὶ τῆς ἀπέκοψαν τὴν τιμία της κεφαλὴ καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ὡραία ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ.

Κατόπιν πῆραν οἱ δήμιοι τὸν Πρωτὰ καὶ Ὑάκινθο καὶ τοὺς πῆγαν διὰ τῆς βίας στὸ ναὸ τοῦ Διὸς γιὰ νὰ θυσιάσουν. Κι ἐνῶ προσηύχοντο στὸν ἀληθινὸ Θεό, ἔπεσε τὸ εἴδωλο μπροστά τους κι ἔσπασε. Τότε διέταξε ὁ ἔπαρχος νὰ κόψουν τὰ κεφάλια τους. Ἦλθε ἡ σειρὰ τῆς Εὐγενίας. Τότε διέταξε ὁ ἔπαρχος νὰ τὴν πάνε στὸ ναὸ τῆς Ἄρτεμης, ν’ ἀκολουθεῖ καὶ ὁ δήμιος μὲ τὸ σπαθί, καὶ ἂν δὲν προσκυνήσει νὰ τὴ θανατώσει.

Ὅταν μπῆκε στὸ ναὸ ἡ Εὐγενία προσευχήθηκε θερμά. «Πανάγαθε Θεὲ μὲ ἀξίωσες νὰ γίνω νύμφη τοῦ Μονογενοῦς σου Υἱοῦ, ἃς εἶναι δοξασμένο τὸ Ἅγιόν Σου ὄνομα». Τότε ἔγινε σεισμός, τὸ εἴδωλο τῆς Ἄρτεμης ἔσπασε. Ὅλοι ἀποροῦσαν. Τότε διέταξε ὁ βασιλιὰς νὰ δέσουν στὸν λαιμὸ τῆς Ἁγίας μιὰ μεγάλη πέτρα καὶ νὰ τὴν ρίξουν στὸν Τίβερη. Ὅταν τὴν ἔριξαν, ἡ πέτρα λύθηκε κι ἡ Ἁγία περιπατοῦσε πάνω στὰ νερὰ ὅπως κάποτε ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Τότε τὴν ἔριξαν σὲ ἀναμμένη κάμινο, ἀλλὰ ἄδικα κοπίαζαν. ἔχασε ἡ φωτιὰ τὴν φυσική της δύναμη καὶ τὴν δρόσιζε.

Ὁ Βασιλιὰς τῶν Ἀγγέλων ἐπισκέπτεται τὴν Ἁγία

Μὴ ξερovτες οἱ ἀσεβεῖς μὲ ποιὸ τρόπο νὰ τὴν θανατώσουν, τὴν ἔβαλαν σὲ βαθειὰ καὶ σκοτεινὴ φυλακὴ ὥσπου νὰ πεθάνει ἀπ’ τὴν πείνα, ἀγνοώντας ὅτι μαζί της ἦταν ὁ Κύριος του Φωτός. Γὶ αὐτὸ τὸ λόγο ὁλόκληρη ἡ φυλακὴ ἔλαμπε κι οἱ ἄγγελοι τὴν ἔφερναν τροφὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἦλθε καὶ αὐτὸς ὁ βασιλιὰς τῶν Ἀγγέλων νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ καὶ τῆς εἶπε: «Εὐγενία, ἐγὼ ὑπέμεινα σταυρικὸ θάνατο γιὰ σένα, ὅπως καὶ σὺ γιὰ ἀγάπη μου ὑπομένεις τόσα βασανιστήρια. Θὰ ἔλθεις στὴ βασιλεία μου τὴν ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία γεννήθηκα». Πραγματικά. Οἱ ἀσεβεῖς ἔστειλαν τὸ δήμιο καὶ τὴν ἔσφαξε μέσα στὴ φυλακὴ στὶς 25 Δεκεμβρίου.

 Επειδή ἡ μητέρα τῆς ἔκλαιε, τῆς παρουσιάστηκε μὲ τόση λαμπρότητα ὥστε δὲν μποροῦσε νὰ τὴ δεῖ. Ἦταν μάλιστα κι ἄλλες παρθένες στὴ συνοδεία της, καὶ ἡ Ἁγία λέγει στὴ μητέρα της: «Γιατί κλαῖς, ἀντὶ νὰ χαίρεσαι ποὺ βρίσκομαι μὲ τοὺς ἁγίους μάρτυρας καὶ μὲ τὸν πατέρα μου Φίλιππον. Σὲ λίγες μέρες θὰ ἔλθεις καὶ σὺ κοντά μας. Συμβούλεψε τοὺς ἀδελφούς μου νὰ φυλάξουν τὴν πίστη τους στὸ Λυτρωτή μας, γιὰ νὰ σώσουν αὐτοὶ τὴ ψυχή τους».

Ὅταν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ἡ μητέρα τῆς εἶδε τοὺς ἁγίους ἀγγέλους ποὺ συνόδευαν τὴν Εὐγενία, χάρηκε πάρα πολύ, κι εὐχαρίστησε ὁλόψυχά το Χριστό. Μοίρασε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς κι ἐκοιμήθει ἐν Κυρίω.

 Την μνήμην τῆς Ἁγίας Εὐγενίας, ὅπως καὶ τῆς Ἁγίας Βασίλλας, τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Φιλίππου, πατρὸς τῆς Ἁγίας Εὐγενίας καὶ τῶν Ἁγίων Πρωτὰ καὶ Ὑακίνθου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 24 Δεκεμβρίου.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ:  ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ  ΙΔΡΥΜΑ   «Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ»

πηγή