αρχείο λήψηςἩ ἁγία ἔνδοξος καὶ πανεύφημος Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ὑπῆρξε ἡ πιστὴ καὶ ἀφοσιωμένη Μαθήτρια τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀκόλουθός της Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ Διακόνισσα τοῦ Κυρίου καὶ τῶν Ἀποστόλων, ἡ ἐκλεκτὴ Μυροφόρος, ἡ Εὐαγγελίστρια τῆς Ἀναστάσεως, ἡ Ἰσαπόστολος καὶ κήρυκας τῆς πίστεως. Σ’ αὐτὴν δόθηκε ἡ χάρις νὰ δὴ πρώτη μετὰ τὴν Ἀνάσταση, μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο, τὸν Ἀναστάντα Ἰησοῦ. Αὐτὴ εὐαγγελίσθηκε στοὺς Ἀποστόλους τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.

Μέσα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια δοξάζεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους τέσσερις Εὐαγγελιστές, ὡς πρώτη μετὰ τὴν Θεοτόκον, Μαθήτρια καὶ Μυροφόρος. Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς τὴν χαρακτηρίζουν σεμνὴ καὶ σοφὴ παρθένον μὲ ψυχικὴ ὡραιότητα. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶναι «ὡραῖο καὶ εὐγενικὸ παράδειγμα γυναικείας ἀφοσιώσεως, ποὺ φθάνει στὴν αὐταπάρνηση καὶ τὸν ἡρωισμό. Γιατί ἃς μὴν ἔχη ἡ γυναίκα τὴν μυϊκὴ δύναμη τοῦ ἀνδρός, ἔχει ὅμως πλοῦτο αἰσθημάτων. Καὶ εἶναι ἀλήθεια πὼς τοὺς ἥρωες δὲν τοὺς κάνει ἡ σωματικὴ ρώμη, ἀλλὰ ἡ πίστη καὶ ἡ εὐψυχία. “Ἠρίστευσαν γυναῖκες τῷ σῶ Σταυρῶ κρατυνθεῖσαι, Χριστὲ παντοδύναμε” ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μᾶς»1.

* * *

Ἡ καταγωγή της

Πατρίδα τῆς ἦταν ἡ πόλη Μάγδαλα, γι’ αὐτὸ ὀνομάσθηκε Μαγδαληνή, ἐκ τοῦ τόπου καταγωγῆς της. Τὰ Μάγδαλα, κατὰ πάσα πιθανότητα, εὐρίσκοντο στὴν Γαλιλαία, ἐπὶ τῆς δυτικῆς ὄχθης τῆς λίμνης Τιβεριάδος. Καταγόταν ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπιφανῆ οἰκογένεια. Οἱ γονεῖς της, ὁ Σύρος καὶ ἡ Εὐχαριστία, ἦταν ἐξαιρετικὰ ἐλεήμονες καὶ φιλεύσπλαχνοι. Ζοῦσαν μὲ φόβο Θεοῦ, τηροῦσαν τὶς ἐντολὲς τοῦ παλαιοῦ Νόμου (Μωσαϊκοῦ), γιατί αὐτὸς ὁ Νόμος ἐπικρατοῦσε τότε, ἂν καὶ πλησίαζε τὸ τέλος του. Γεννοῦν, λοιπόν, οἱ μακάριοι αὐτοὶ γονεῖς τὴν μακαρία Μαρία. Ὅταν ἄρχισε αὐτὴ νὰ μεγαλώνη, δὲν θέλησε νὰ ἀσχοληθῆ μὲ τὰ συνηθισμένα ἔργα τῶν γυναικὼν τῆς ἐποχῆς, δηλ. νὰ ὑφαίνη καὶ νὰ γνέθη καὶ νὰ φτιάχνη λαμπρὰ ὑφάσματα, ἀλλὰ διάλεξε νὰ ἐπιδοθῆ στὶς σπουδὲς καὶ πῆγε κοντὰ σὲ διδάσκαλο νὰ μάθη γράμματα, κατὰ τὸν βιογράφο τῆς Νικηφόρο Κάλλιστο Ξανθόπουλο2. Ἔτσι μελέτησε ὅλη τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἰδιαιτέρως ἀγάπησε τὸ Ψαλτήριον καὶ τὶς Προφητεῖες. Ἐντρυφώντας στὰ βιβλία αὐτά, ἀνίχνευε τὶς προρρήσεις τῶν Προφητῶν γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καὶ Μεσσίου. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων της, ἐνῶ εἶχε πλέον κάθε ἐλευθερία καὶ ἐξουσία νὰ περάση τὴν ζωὴ τῆς μέσα στὴ ραθυμία, τὴν ἄνεση καὶ τὴν πολυτέλεια, συνέχισε νὰ ζῆ μὲ μελέτη καὶ προσευχή. Τὴν τρυφὴ καὶ κάθε εἶδος ἀναπαύσεως ἀπέφευγε, τὴν καλοπέραση καὶ τὶς ἡδονὲς ἀπέρριπτε. Μοίραζε τὰ πλούτη της καὶ τὰ ὑπάρχοντά της σὲ ὅποιους εἶχαν ἀνάγκη. Μὲ τὴν ἐλεήμονα καρδιά της καὶ τὴν γενναιόδωρη μεγαλοψυχία της, ἄδειαζε τὰ ἐπίγεια ταμεῖα της καὶ συγκέντρωνε στὰ οὐράνια θησαυροὺς ἄφθαρτους καὶ αἰώνιους. Διάλεξε νὰ ἀκολουθήση τὸν δρόμο τῆς ἁγνείας καὶ παρθενίας. Γιὰ νὰ διαφύλαξη τὴν καθαρότητα σώματος καὶ ψυχῆς, ἀπέφευγε τὶς πολλὲς συναναστροφὲς καὶ κοσμικὲς ἐκδηλώσεις. Αὐτὴν τὴν ὑψηλή, ἐνάρετη καὶ ἔνθεη πολιτεία τῆς βλέποντας ὁ ἐχθρός του ἀνθρωπίνου γένους, μισόκαλος Διάβολος, ἐφθόνησε καὶ ἐφοβήθη. Ὁρμᾶ ἐναντίον τῆς μὲ ὅλη του τὴν δύναμη. Τὴν πολιορκεῖ μὲ τὰ σκοτεινὰ καὶ πονηρὰ μηχανεύματα καὶ τεχνάσματά του καὶ στέλνει ἑπτὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ τὴν κυριεύουν3.

Περὶ τῶν ἑπτὰ δαιμονίων

Ἀπὸ τὰ ἑπτὰ πονηρὰ πνεύματα ὁ Κύριος τὴν ἐθεράπευσε καὶ τὴν ἐλύτρωσε. Διότι ἡ μακαρία πλησίασε τὸν Δεσπότη καὶ Σωτήρα Ἰησοῦ Χριστὸ μὲ θερμὴ καρδιὰ καὶ πίστη καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων τὴν ἴαση καὶ θεραπεία.

Διαβάζομε στὸ κατὰ Λουκᾶν ἅγιο Εὐαγγέλιο (Λουκ. η’, 1-3) «Κατὰ τὸν χρόνο ποὺ ἀκολούθησε, περνοῦσε ὁ Κύριος κάθε πόλη καὶ χωριό, καὶ ἐκήρυττε καὶ ἐδίδασκε τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μαζὶ μὲ αὐτὸν ἦταν καὶ οἱ δώδεκα μαθητὲς καὶ μερικὲς γυναῖκες, οἱ ὁποῖες εἶχαν θεραπευθῆ ἀπὸ Αὐτὸν ἀπὸ νόσους καὶ βασανιστικὲς παθήσεις καὶ ἀπὸ πνεύματα πονηρὰ καὶ ἀπὸ ἀσθένειες. Ἡ Μαρία, ἡ ὁποία ἐλέγετο Μαγδαληνή, καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχαν ἐκδιωχθῆ ἑπτὰ δαιμόνια καὶ ἡ Ἰωάννα, σύζυγος τοῦ Χουζᾶ, ὁ ὁποῖος ἦτο οἰκονομικὸς διαχειριστὴς τοῦ Ἡρώδη καὶ ἡ Σουσάννα καὶ ἄλλες πολλές, οἱ ὁποῖες ὑπηρετοῦσαν Αὐτὸν καὶ προσέφεραν γιὰ τὴν συντήρηση Αὐτοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους».

Ἡ ἅγια Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἦταν ἄρρωστη ἀλλὰ ὄχι ἁμαρτωλή!

Στὸν Βίο τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς (τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ εἶναι: «Ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ»4 διατυπώνονται τὰ ἑξῆς περὶ τῶν ἑπτὰ δαιμονίων: «Ὅταν ἀκοῦς γιὰ τὰ ἑπτὰ δαιμόνια νὰ σκέπτεσαι τὰ πνεύματα ποὺ εἶναι τὰ ἀντίθετά των ἑπτὰ ἀρετῶν. Δηλαδὴ πνεῦμα ἀφοβίας Θεοῦ, πνεῦμα ἀσυνεσίας, πνεῦμα ἀγνωσίας, πνεῦμα ψεύδους, πνεῦμα κενοδοξίας, πνεῦμα ἐπάρσεως, πνεῦμα κάλλους. Καὶ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀντίθετα καὶ ἀντίπαλα ὅλων των ἀρετῶν. Γιατί κάθε ἁμαρτία ἔχει τὸν δαίμονά της δηλ. τὸ πνεῦμα ποὺ τὴν ἐνεργεῖ».

Ὁ Θεοφάνης Κεραμεὺς γράφει: «Ἀλλὰ νὰ μὴν νομίση κανεὶς ὅτι ἡ Μαρία εἶχε ἑπτὰ δαίμονες. Ἀλλὰ ὅπως ἀκριβῶς τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὀνομάζονται συνωνύμως ἑπτὰ πνεύματα, καθὼς ὁ μέγας Ἠσαΐας τὰ ἀρίθμησε: “Πνεῦμα σοφίας καὶ συνέσεως, πνεῦμα βουλῆς, πνεῦμα ἰσχύος καὶ γνώσεως καὶ εὐσέβειας καὶ φόβου Θεοῦ”. Ἔτσι ἀντιθέτως καὶ οἱ ἐνέργειες τῶν δαιμόνων λέγονται δαίμονες. ἡ ἀκηδία, ἡ φειδωλία, ἡ ἀπείθεια, ὁ φθόνος, τὸ ψευδός, ἡ ἀπληστία καὶ κάθε πάθος εἶναι συνώνυμόν του δαίμονος ποὺ τὸ ἐγέννησε. Ὅποιος, λοιπόν, εἶναι κυριευμένος ἀπὸ αὐτὰ τὰ πάθη, κατέχεται ἀπὸ δαίμονες. Δὲν ἦταν λοιπὸν καθόλου ἀπίθανον καὶ ἀδύνατον καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ νὰ ὑποδουλώθηκε σὲ κάποια ἑπτὰ πάθη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα λυτρώθηκε καὶ ὕστερα ἔγινε μαθήτρια τοῦ Σωτῆρος»5.

Τό ἄφθαρτο χέρι τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς

Καὶ στὸν ἅγιο Μόδεστο, Πατριάρχη Ἱεροσολύμων (ἃ’ ἥμισυ ζ’ αἰῶνος) διαβάζομε: «Τὸν συμβολικὸ ἀριθμὸ ἑπτὰ καὶ ὅταν πρόκειται περὶ τῆς ἀρετῆς καὶ ὅταν πρόκειται περὶ τῆς κακίας, βλέπομε νὰ χρησιμοποιῆ ἡ Ἁγία Γραφή. Εὐλόγως, λοιπόν, διαλέγει ὁ Σωτήρας τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐξέβαλε ἑπτὰ δαιμόνια, γιὰ νὰ ἐκδίωξη μέσω αὐτῆς, τὸν ἄρχοντα τῆς κακίας (διάβολο) ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση. Διότι οἱ ἱστορίες διδάσκουν τὴν Μαγδαληνὴ αὐτὴν διὰ βίου παρθένον. Καὶ ἀναφέρεται μαρτύριον τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς, ὅπου γράφεται ὅτι γιὰ τὴν ἄκραν παρθενίαν καὶ καθαρότητά της, φαινόταν στοὺς βασανιστές της, σὰν καθαρὸ κρύσταλλο»6.

Τὴν ἴδια ἄποψη διατυπώνει περὶ τῶν ἑπτὰ δαιμονίων καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας στὴν Ἑρμηνεία του στὸ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο: «Καθὼς εἶναι ἑπτὰ πνεύματα τῆς ἀρετῆς ἔτσι εἶναι καὶ ἐξ ἐναντίας ἑπτὰ πνεύματα τῆς κακίας. Ὡσὰν πὼς εἶναι Πνεῦμα φόβου Θεοῦ, ἔτσι εἶναι καὶ ἐξ ἐναντίας Πνεῦμα ἀφοβίας Θεοῦ. εἶναι Πνεῦμα συνέσεως, εἶναι καὶ ἐναντίον Πνεῦμα ἀσυνεσίας, καὶ καθεξῆς τὰ λοιπά. Ἐὰν τὸ λοιπὸν δὲν ἐβγοῦν τὰ ἑπτὰ ταῦτα πνεύματα τῆς κακίας ἀπὸ τὴν ψυχήν, δὲν δύναται τινὰς ν’ ἀκολουθῆ τὸν Χριστόν. Διότι πρώτον πρέπει νὰ ἐβγάλη κανεὶς τὸν Σατανᾶν ἀπὸ λόγου του, καὶ τότε νὰ κατοικήση ὁ Χριστὸς»7.

Αὐτὰ γράφουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ αὐτὴν τὴν ἑρμηνεία δίνουν ὅσον ἀφορᾶ τὰ ἑπτὰ δαιμόνια.

Εἶναι κατασυκοφάντηση καὶ βλάσφημος λόγος ἐναντίον τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς ἡ ταύτισή της μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία στὸ σπίτι τοῦ Φαρισαίου ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ μὲ μύρα. Ἔχει γίνει δυστυχῶς μεγάλη παρερμηνεία τῶν περικοπῶν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου ἀπὸ (ὁρισμένους συγγραφεῖς ἀκόμη καὶ ἐκκλησιαστικοὺς διότι ἐταύτισαν τὴν ἁγία Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ἡ ὁποία ἔπλυνε τὰ πόδια τοῦ Κυρίου μὲ τὰ δάκρυά της καὶ τὰ ἄλειψε μὲ μύρο, δείχνοντας τὴν συντριβή της, τὸν σπαραγμὸ τῆς καρδιᾶς της, καὶ τὴν μετάνοιά της γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῆς (Βλ. Λουκ. ζ’ 36-50). Γι’ αὐτὴν μιλᾶ ὁ ἱερὸς Λουκᾶς ἀνώνυμα: «Καὶ γυνὴ ἥτις ἣν ἁμαρτωλὸς ἐν τῇ πόλει». Στὸ ἀμέσως ἑπόμενο κεφάλαιο (Λουκ. η’, 1-3), ὁμιλεῖ γιὰ τὴν ἁγία Μαρία τὴν Μαγδαληνὴ καὶ ἀναφέρεται στὴν θεραπεία της ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. Ἂν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἦταν ἡ ἁμαρτωλὸς γυνή, ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστὴς δὲν θὰ ἀπέκρυπτε τὸ ὄνομά της, ἐνῶ ἀμέσως παρακάτω μιλάει συγκεκριμένα καὶ ὀνομαστικὰ γι’ αὐτὴν καὶ γιὰ τὴν θεραπεία της ἀπὸ τὰ ἑπτὰ δαιμόνια. Τὸ ὄνομα τῆς ἁμαρτωλῆς καὶ πόρνης γυναικὸς δὲν ἀναγράφεται πουθενὰ μέσα στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια. Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ὅμως ἀναφέρεται συγκεκριμένα καὶ ὀνομαστικὰ μετὰ τὴν θεραπεία της, ὡς μαθήτρια καὶ ἀκόλουθός του Κυρίου καὶ τῆς Θεοτόκου Μητρός Του, ὡς Διακόνισσα τῶν Ἀποστόλων καὶ ὡς πρώτη των Μυροφόρων.

Στὴν Ὀρθόδοξη Ὑμνολογία μᾶς τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, γίνεται πολὺ καθαρὰ ἡ διάκριση μεταξύ των γυναικείων αὐτῶν προσώπων. Τῆς πόρνης γυναικὸς ποὺ ἄλειψε μύρα τὸν Κύριο, τῆς ὁποίας «μνείαν ποιεῖσθαι οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» τὴ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τετάρτη. Καὶ τῆς ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς ὡς Μυροφόρου καὶ Εὐαγγελιστρίας τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἐρμηνεύοντας τὰ ἅγια Εὐαγγέλια, ἐρευνᾶ καὶ διευκρινίζει ποιὲς καὶ πόσες ἦταν οἱ γυναῖκες ποὺ ἄλειψαν μὲ μύρα τὴν κεφαλὴν καὶ τὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουν μὲ τὴν ἁγία Μαρία τὴν Μαγδαληνή8. Ὁ ἅγιος Ἰωάν. ὁ Χρυσόστομος ἔχει γράψει καὶ Λόγους μὲ θέμα τὴν πόρνη γυναίκα ποὺ μετενόησε9 καὶ ἡ ὁποία εἶναι ἕνα πρόσωπο ἄγνωστο καὶ ἀνώνυμο.

Πῶς δημιουργήθηκε αὐτὴ ἡ πλάνη καὶ αὐτὴ ἡ σύγχυση γύρω ἀπὸ τὸ ἱερὸ πρόσωπο τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς; Ἡ σύγχυση αὐτὴ προῆλθε ἀπὸ τὴν Δύση καὶ εἶναι αὐτὴ ἄλλη μία παπικὴ πλάνη.

«Συγχέεται συνήθως, μάλιστα δὲ εἰς τὴν Δύσιν, καὶ κακῶς ταυτίζεται ἡ Μαγδαληνὴ μετὰ τῆς ἁμαρτωλοῦ γυναικός, ἡ ὁποία στὴν οἰκία τοῦ Φαρισαίου Σίμωνος ἄλειψε τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ μὲ μύρα»10.

* * *

Μαθήτρια τοῦ Κυρίου Ἀκόλουθός της Θεοτόκου

Ὁ φιλάγαθος λοιπὸν καὶ φιλεύσπλαγχνος Κύριος τὴν ἐθεράπευσε διὰ τῆς χάριτός Του καὶ τὴν ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ ἑπτὰ δαιμόνια. Καὶ αὐτὴ συναισθανόμενη τὴν μεγάλη εὐεργεσία, γεμάτη εὐγνωμοσύνη γιὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀξιώθηκε, ἄφησε τὰ πάντα καὶ ἄρχισε νὰ ἀκολουθῆ τὸν Σωτήρα καὶ Διδάσκαλο, ὅπως ἔκαναν οἱ Μαθητὲς καὶ Ἀπόστολοι. Ἀπεκδύθηκε κάθε κακία καὶ ἐνδύθηκε κάθε ἀρετὴ καὶ ἀγαθότητα ἡ μακαρία Μαρία. Γιὰ τὰ ἐπίγεια καὶ γιὰ τοὺς συγγενεῖς καθόλου πλέον δὲν ἐνοιάζετο. Γιὰ τὰ ἀγαθά του κόσμου, πλούτη, δόξα, ὡραιότητα, καθόλου δὲν ἐφρόντιζε. Ἔβλεπε τοὺς χωλοὺς νὰ θεραπεύονται, τοὺς τυφλοὺς νὰ ἀναβλέπουν, τὰ δαιμόνια νὰ ἐκδιώκονται, νὰ ἐπιτιμῶνται καὶ νὰ διασκορπίζονται ἀπὸ τὸν Δεσπότη Χριστό, τοὺς παραλύτους νὰ περπατοῦν. Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῶν Γραφῶν καταλάβαινε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀναμενόμενος ἐλευθερωτὴς τοῦ Ἰσραήλ. Ἀναγνώριζε ὅτι καὶ ἄλλοι βέβαια, συνέβη νὰ κατορθώσουν θαύματα, ἀλλὰ ὄχι μὲ τέτοια ἐξουσία, μὲ τέτοια δύναμη. Ἐκεῖνοι τὰ κατώρθωναν μὲ προσευχὴ καὶ σὰν δοῦλοι. Σ’ Αὐτόν, ὅμως, τὸ «Σοὶ λέγω» καὶ τὸ «Θέλω. καθαρίσθητι» ἐλέγοντο μὲ μεγάλη ἐξουσία καὶ κυριότητα. Τώρα περπατᾶ ἐπάνω στὴ θάλασσα ἐλαφρά, δίχως διόλου νὰ βρέχεται. Ὕστερα, μὲ τὴν δύναμή Του, καταπαύει τὸν ἄνεμο. Ἀνασταίνει νεκρούς, σὰν νὰ εἶναι ὁ θάνατος ἕνας ὕπνος. Αὐτὰ ὅλα, ποὺ μὲ τέτοια ἐξουσία διαπράττει, εἶναι γνώρισμα τῆς θεϊκῆς Του δεσποτείας καὶ δυνάμεως. Ἔτσι ἡ μακαρία κατενόησε πλήρως καὶ ἐπιστέψε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἀληθῶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε πιστὰ καὶ ἀφοσιωμένα, ὑπηρετώντας Αὐτὸν καὶ τοὺς μαθητές Του καὶ ὅσους Τὸν ἀκολουθοῦσαν. Τὰ πλούτη της, τὴν περιουσία της, ὅλα τα διέθεσε στὴν διακονία τῶν Μαθητῶν καὶ τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Μητέρα Του, Θεοτόκο Παρθένο Μαριάμ, συνδέθηκε μὲ σύνδεσμο φιλίας καὶ ἀγάπης καὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς της. Καὶ μὲ ὅλους αὐτοὺς ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστό, ὅλη τὴν συνοδεία τῶν Μαθητῶν καὶ Μαθητριῶν. Μάλιστα, ξεχώρισε μέσα στὴν συνοδεία τῶν Μαθητριῶν ὡς πρώτη μετὰ τὴν Θεοτόκο, ὅπως ὁ Πέτρος ξεχώριζε ὡς πρῶτος καὶ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Ἀποστόλων.

«Ὅπως ἀκριβῶς, λέγουν, ὁ ἀρχηγὸς τῶν Ἀποστόλων ὀνομάσθηκε Πέτρος γιὰ τὴν ἀσάλευτη πίστη ποὺ εἶχε στὸν Χριστό, τὴν Πέτρα, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἔγινε ἀρχηγὸς τῶν Μαθητριῶν γιὰ τὴν καθαρότητά της καὶ τὸν πόθο ποὺ εἶχε πρὸς Αὐτόν, καὶ Μαρία ὀνομάσθηκε ἀπὸ τὸν Σωτήρα, ὀμωνύμως πρὸς τὴν Μητέρα Του. Καὶ ὅπως τὸν Δεσπότη ἀκολουθοῦσε ὁ χορὸς τῶν Μαθητῶν, ἔτσι τὴν Δέσποινα καὶ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ἀκολουθοῦσε ὁ χορὸς τῶν μαθητευομένων γυναικών. Διότι στὸ Εὐαγγέλιο γράφει “ἐθαύμαζον γάρ, ποτὲ οἱ Μαθηταὶ ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει”11. Δηλ. ἀποροῦσαν καὶ ἐθαύμαζαν οἱ Μαθητὲς γιατί εἶδαν τὸν Κύριο νὰ συνομιλῆ μὲ γυναίκα. Διότι ὁ Κύριος δὲν συνήθιζε νὰ συνομιλῆ μὲ γυναῖκες. Ἀλλὰ τὸν εὐαγγελικὸ δρόμο τῆς Μητρὸς τοῦ Δεσπότου, Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ διέτρεχε μὲ τὸν Υἱὸ καὶ Δημιουργό Της, καὶ αὐτὲς ἀκολουθοῦσαν μαζί της. Καὶ διακονοῦσαν τὸν κοινὸν Δεσπότην καὶ Κύριον καὶ τοὺς Μαθητές Του ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους, σὲ ὅ,τι ἐχρειάζοντο»12, γράφει ὁ ἅγιος Μόδεστος, ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων.

* * *

Στὸ ἄχραντον πάθος

Σταυρῶ καθηλούμενον Χριστόν, καθορώσα ἔκλαιες Μαγδαληνὴ καὶ ἐκραύγαζες. Τί τὸ ὀρώμενον; ἡ ζωὴ πῶς θνήσκεις, καὶ ἡ κτίσις βλέπουσα κλονεῖται καὶ φωστῆρες σκοτίζονται;13

Μέχρι τὸ ἄχραντον Πάθος τοῦ Κυρίου ἀκολουθεῖ ὡς πιστὴ Μαθήτρια καὶ διάκονος. Τὴν νύκτα τῆς προδοσίας, ὅταν ὁ μαθητὴς προδίδει τὸν Διδάσκαλο καὶ τὸν παραδίδει στὰ χέρια τῶν ἀχάριστων καὶ ἀσεβῶν Ἰουδαίων, μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο Μαρία σπαράζουν ἀπὸ πόνο καὶ ἀγωνία. Νὰ πῶς παρουσιάζουν πολὺ παραστατικὰ οἱ ἅγιοι Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος, Μάρκος καὶ Ἰωάννης τὴν παρουσία τῆς ἁγίας Μαρίας Μαγδαληνῆς στὴν Σταύρωση τοῦ Κυρίου:

«Ἤσαν δὲ ἐκεῖ καὶ πολλὲς γυναῖκες, οἱ ὁποίιες ἀπὸ μακρυὰ παρακολουθοῦσαν τὰ γεγονότα. Αὐτὲς ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ τὴν Γαλιλαία καὶ Τὸν ὑπηρετοῦσαν. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωσή, καὶ ἡ μητέρα τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου» (Ματθ. κζ’ 55-56).

«Ἤσαν δὲ καὶ μερικὲς γυναῖκες, ποὺ ἀπὸ μακρυὰ παρακολουθοῦσαν τὰ γεγονότα, μεταξύ των ὁποίων ἦτο καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καὶ τοῦ Ἰωσή, καὶ ἡ Σαλώμη. Αὐτὲς καὶ ὅταν εὐρίσκετο ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαία Τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ Τὸν ὑπηρετοῦσαν. Ἤσαν ἀκόμη καὶ πολλὲς ἄλλες, οἱ ὁποῖες εἶχαν ἀνεβῆ μαζὶ μὲ Αὐτὸν ἀπὸ τὴν Γαλιλαία εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα» (Μάρκ. ἴε’, 40-41).

«Οἱ στρατιῶτες αὐτὰ ἔκαναν. Στάθηκαν δὲ πλησίον εἰς τὸν Σταυρὸν τοῦ Ἰησοῦ ἡ μητέρα Του καὶ ἡ ἀδελφή της μητέρας Του, Μαρία τοῦ Κλωπᾶ, καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ» (Ἰω. ἰθ’, 25).

Ἀπὸ ἀπόσταση στὴν ἀρχὴ παρακολουθοῦν δακρυσμένες, μὲ πόνο καὶ σπαραγμὸ ψυχῆς οἱ Μαθήτριες μὲ τὴν Θεοτόκο τὴν πορεία τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Γολγοθὰ καὶ τὴν ἀνάρτησή Του ἐπὶ τοῦ Σταύρου. Μαζί τους, ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πονεμένη ἀλλὰ ἄφοβη, παρακολουθεῖ τὸ δράμα τοῦ Διδασκάλου. Συμπαραστέκεται στὴν θλιμμένη Μητέρα Του καὶ προσπαθεῖ νὰ τὴν παρηγόρηση. Δίπλα στὸν Σταυρό, μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο καὶ τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Κυρίου, Ἰωάννη, ζεῖ τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ θείου Δράματος. Ἀξίζει νὰ παραθέσουμε ἐδῶ τὸν θρῆνο τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς, καθὼς βλέπει τὸν Κύριό της δόξης ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ κρεμάμενο14:

«Τί εἶναι τοῦτο, Δέσποτα καὶ Θεέ; Τόσο ἄπειρόν το πέλαγος τῆς εὐσπλαγχνίας Σου; Μὲ αὐτά σε ἀνταμείβουν ἐκεῖνοι ποὺ γεύθηκαν καὶ ἀπήλαυσαν ὅλα τα καλά των εὐεργεσιῶν Σου; Σὲ ἕντυσαν μὲ χιτώνα χλευαστικὸ αὐτοὶ ποὺ Σὺ τοὺς ἕντυσες μὲ φόρεμα ἀφθαρσίας καὶ σὰν ἀετὸς ἄνοιξες τὶς φτεροῦγες Σου καὶ τοὺς ἔβαλες ἐπάνω στὰ μετάφρενά σου; Ἐπάνω στὴν ἁγία κεφαλήν Σου, στεφάνι ὑβριστικό σου φόρεσαν, αὐτοὶ ποὺ μὲ δόξα καὶ τιμὴ τοὺς ἐστεφάνωσες; Ἐσὺ ποὺ τοὺς ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ καὶ τὴν δουλεία τῆς Αἰγύπτου, καταδέχεσαι νὰ λάβης ράπισμα ἀπ’ αὐτούς; Μὲ καλάμι χτυποῦν τὴν ἀκήρατη κεφαλή Σου, ἐκεῖνοι ποῦ πρὸς χάριν τοὺς χώριζες τὴν θάλασσα στὰ δυό, κτυπώντας τὴν μὲ ράβδο; Χολὴ μὲ ὄξος σὲ ποτίζουν αὐτοὶ ποὺ τοὺς ἔστειλες ἐξ οὐρανοῦ τὸ μάννα σὰν βροχὴ καὶ ἀπὸ τὴν πέτρα ἀνέβλυσες σὰν ποτάμι τὸ νερό, μὲ ἕνα χτύπημα ραβδιοῦ; Αὐτοὺς ποὺ τοὺς ἀξίωσες νὰ περάσουν τὴν Ἔρημο καὶ νὰ σωθοῦν, αὐτοί σου προξενοῦν τοὺς πόνους τῶν καρφιῶν; Πὲς μᾶς κάποιον λόγο παρήγορο, σ’ ἐμᾶς ποὺ στεκόμαστε ἐδῶ καὶ σ’ ἀντικρύζουμε μὲ τόσο πόνο! Παρηγόρησε μὲ λόγους τελευταίους, πρὸ τοῦ θανάτου Σου, τὴν Μητέρα Σου ποὺ ἐδῶ κοντά Σου στέκεται. Τί μεγάλη παρηγοριὰ θὰ εἶναι γιὰ τὴν Μητέρα Σου, τὰ λόγια αὐτὰ πρὸ τοῦ θανάτου. Μάλιστα, ὅταν αὐτὰ τὰ λόγια λέγονται ἀπὸ ἕναν Μοναδικὸν καὶ ἀλησμόνητον Υἱόν. Σὲ ποιὸν τὴν ἐμπιστεύεσαι ἀναχωρώντας ἀπὸ τὴν ζωή; Γιατί, μπορεῖ νὰ σὲ γέννησε δίχως πόνους, ἀλλὰ τώρα ρομφαία τρυπᾶ καὶ πληγώνει τὴν καρδιά της, καθὼς Σὲ βλέπει σ’ αὐτὴν τὴν ἀθλιότητα. Πὲς λόγο παρήγορο καὶ στὸν Μαθητή, ὁ ὁποῖος θὰ γίνη παρηγοριὰ τῆς Μητρός Σου».

Ἐκεῖ, ἀκούει τὸν Κύριο νὰ ἀρθρώνη τὶς τελευταῖες Του λέξεις. Νὰ ἀπευθύνη τὸν τελευταῖο Του λόγο στὴν Μητέρα Του, λέγοντας: «Μήτηρ, ἰδοὺ ὁ Υἱός Σου» καὶ στὸν ἀγαπημένο μαθητὴ Ἰωάννη: «Ἰωάννη, ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. ι’, 26-27). Καὶ ἡ Μαγδαληνὴ ξεσπᾶ σὲ θρῆνο ποὺ συνοδεύει τὸν θρῆνο τῆς Παναγίας Μητέρας, ποὺ σπαράζει καὶ ὀδύρεται, ἀκούγοντας τὸν ἀγαπημένο Τῆς Υἱό, νὰ ἀφήνη τὴν τελευταία του λέξη «Τετέλεσται» μαζὶ μὲ τὴν τελευταία ἀνθρώπινη πνοὴ Τοῦ ἐπάνω στὸν Σταυρό.

* * *

Μυροφόρος

Ἔρρανε τὸν Τάφον ἡ πρώτη Μυροφόρος Μαγδαληνὴ Μαρία15

Κάτω ἀπὸ τὸν Σταυρό, στέκεται ἡ θαυμαστὴ Μαρία καὶ περιμένει ἀκλόνητη. Στέκεται στὸν Γολγοθὰ καὶ περιμένει μὲ δέος. Βλέπει μὲ προσοχὴ τί γίνεται. Δύο κρυφοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου ἐμφανίζονται, ὁ βουλευτὴς Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος. Ἔχουν πάρει ἄδεια ἀπὸ τὸν Πιλάτο νὰ θάψουν τὸ Σῶμα τοῦ Διδασκάλου. Ἀποκαθηλώνουν τὸ Πανάγιο Σῶμα ἀπὸ τὸν Σταυρό, τὸ τυλίγουν μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ στὸ λευκὸ σενδόνι. Τὸ ἀλείφουν μὲ σμύρνα καὶ ἀλόη. Τὸ ἐνταφιάζουν μέσα στὸ λαξευμένο καινούργιο μνῆμα, σ’ ἕνα κῆπο δίπλα στὸν Γολγοθά. Καὶ οἱ Μαθήτριες τοῦ Κυρίου «ἐθεώρουν ποὺ τίθεται».

«Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεῖ ἣν Παρασκευή, ὁ ἐστι προσάββατον, ἐλθῶν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἣν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλάτον καὶ ἠτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ… καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελῶν αὐτὸν ἐνείλησε τὴ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείω, ὁ ἣν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσὴ ἐθεώρουν ποὺ τίθεται» (Μάρκ. ἴε’42-47).

«Καὶ λαβῶν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρὰ καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῶ αὐτοῦ μνημείω ὁ ἐλατόμησεν ἐν τῇ πέτρα καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τὴ θύρα τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν. Ἣν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμενοι ἀπέναντί του τάφου» (Ματθ. κζ’ 59-61).

Οἱ δύο Μαθητές, Νικόδημος καὶ Ἰωσὴφ ἐνταφίασαν τὸ ἅγιο Σῶμα τοῦ Κυρίου, ἀφοῦ τὸ ἄλειψαν μόνον μὲ σμύρνα καὶ ἀλόη. Ἀρώματα δὲν ἐπρόφθασαν νὰ βάλουν, γιατί ἐπλησίαζε ἤδη ἡ νύκτα. Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ ἀποχωροῦν. Οἱ Μαθήτριες ὅμως δὲν φεύγουν ἀπὸ τὸν Τάφο. Δὲν μποροῦν νὰ ἀποχωριστοῦν τὸν λατρευτό τους Διδάσκαλο καὶ Σωτήρα, ἀκόμη καὶ τώρα ποὺ Ἐκεῖνος εἶναι νεκρός. Τώρα πιὸ πολὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ἐκφράσουν τὴν ἀγάπη τους. Τὰ δάκρυα κυλοῦν ἀσταμάτητα. Θρῆνοι, ἀναφιλητά, ἀνακατεμένα μὲ προσευχές, μὲ ψιθύρους, μὲ ἀναστεναγμούς. Σιγὰ-σιγὰ ἀρχίζει νὰ πέφτη ἡ νύχτα καὶ τὸ σκοτάδι νὰ ἁπλώνεται μέσα στὸν κῆπο. Οἱ Μαθήτριες πρέπει νὰ φύγουν. Ὄχι ὅμως γιὰ νὰ κρυφθοῦν. Οἱ Ἀπόστολοι κρύφθηκαν «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Αὐτὲς θὰ ἐπιστρέψουν στὸν Τάφο, Μυροφόρες, φέρνοντας μύρα καὶ ἀρώματα ἀκριβὰ καὶ πολύτιμα, γιὰ νὰ «μυρίσουν» τὸ ἄχραντο Σῶμα δηλ. νὰ τὸ ἀλείψουν μὲ ἀρώματα καὶ μύρα. Νὰ προσφέρουν στὸ Πανάγιο Σῶμα Τοῦ τὶς νεκρικὲς τιμές, τὸ λατρευτικό τους τελευταῖο ἱερὸ καθῆκον στὸν Διδάσκαλο.

‘Ἔτσι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ μὲ τὶς ἄλλες γυναῖκες ἐπιστρέφουν στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἀγοράζουν ἀμέσως τὰ μύρα ἀπὸ τὴν Παρασκευὴ τὸ βράδυ, διότι τὸ Σάββατο ὑπῆρχε ἀργία, σύμφωνα μὲ τὸν Νόμο. Τὸ ἑσπέρας τοῦ Σαββάτου, ὅταν ἡ ἀργία θὰ λήξη, θὰ ἀγοράσουν κι ἄλλα ἀρώματα16. «Κατακολουθήσασαι δὲ αἳ γυναῖκες, αἵτινες ἤσαν συνεληλυθυῖαι αὐτῶ ἐκ τῆς Γαλιλαίας, ἐθεάσαντο τὸ μνημεῖον καὶ ὡς ἐτέθη τὸ σῶμα αὐτοῦ. Ὑποστρέψασαι δὲ ἠτοίμασαν ἀρώματα καὶ μύρα. Καὶ τὸ μὲν Σάββατον ἡσύχασαν κατὰ τὴν ἐντολὴν» (Λουκ. κγ’, 55-56). Περιμένουν νὰ περάση ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Ἡσυχάζουν τὴν ἡμέρα τῆς ἀργίας ποὺ ἐπιβάλλει ὁ Νόμος. Μὲ ὑπομονή, μὲ σύνεση, μὲ ὡριμότητα, καρτερικὲς καὶ συγκρατημένες. Κι ἃς συγκλονίζονται οἱ ψυχές τους ἀπὸ τὰ πιὸ δυνατὰ καὶ ἱερὰ συναισθήματα. Καὶ ἡ θαυμαστὴ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, μὲ θάρρος, μὲ αὐταπάρνηση, ἄφοβη, τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου, ἐνῶ ξημερώνει ἡ Κυριακή, ξεκινᾶ γιὰ τὸν Τάφο τοῦ Ἰησοῦ μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες Μυροφόρες γυναῖκες. «Τὴ δὲ μιὰ των σαββάτων ὄρθρου βαθέος ἦλθον γυναῖκες ἐπὶ τὸ μνῆμα φέρουσαι ἃ ἠτοίμασαν ἀρώματα, καὶ τίνες σὺν αὐταῖς» (Λουκ. κδ’, 1). Βρίσκονται οἱ ἅγιες καὶ ἡρωικὲς αὐτὲς γυναῖκες σ’ ἕνα ξένο τόπο. Διατρέχουν τόσους κινδύνους. Τίποτε, ὅμως, δὲν τὶς σταματὰ στὸν δρόμο τους. Δὲν ὑπολογίζουν θυσίες, δὲν ὑπολογίζουν τὴν ζωή τους. «Τὸ ἀσθενέστερον γένος ἀνδρειότερον ἐφάνη τότε», γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

«Μάθε ἐξ ἠμῶν, πόση εἶναι ἡ προθυμία τῆς γυναικείας φύσεως εἰς τὰ καλὰ ἔργα καὶ πόση ἥ των ἀνδρῶν. Τῶν γυναικὼν τὴν καλὴν βουλὴν ( = ἀπόφαση) δὲν ἠδυνήθη νὰ τὴν ἐμποδίση οὔτε ἡ ἀσθένεια τῆς γυναικείας φύσεως, οὔτε ἡ δυσφημία ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ εἰς ὄσας περιπατούσι τὴν νύκτα, οὔτε ὁ κοινὸς φόβος, ὅστις ἐκράτει ( = κυρίευσε) τότε ὅλους τους φίλους του Χριστοῦ, οὔτε ἡ ἔχθρα τῆς συναγωγῆς, οὔτε ἡ μέθη τῶν στρατιωτῶν, οὔτε τὸ ἀξίωμα τοῦ Πιλάτου, οὔτε ἡ βαρεία βουλὴ τῶν ἀρχιερέων, οὔτε ὁ ἐπικείμενος μέγας λίθος εἰς τὸ μνῆμα. Πάντα τα δύσκολα ἔδειξεν ἡ προθυμία τῶν γυναικὼν εὔκολα. Τοὺς κινδύνους ἐθεώρησεν κέρδος, τὰς ζημίας ἀμοιβήν. Ὅλην τὴν μεγάλην προθυμίαν τῶν ἀνδρῶν ἔσβεσε μία μικρὰ ἀπειλὴ παιδίσκης»17.

Ἡρωικὴ ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνή, πρωτοπόρος της πίστεως. Ἀτρόμητη, ἀποφασιστικὴ σὰν μάρτυρας, δοσμένη ὁλόψυχα στὸν ἱερὸ σκοπό της. «Ἀργὰ τὴν νύκτα τῆς ἑβδομάδος, ἦλθεν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία γιὰ νὰ ἰδοῦν τὸν τάφον» (Ματθ. κή’, 1). Ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔχει μία ξεχωριστὴ θέση μέσα στὸν ὅμιλο τῶν Μυροφόρων καὶ Μαθητριῶν. Βλέπομε ὅτι καὶ οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν αὐτὴν πρώτη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες Μυροφόρες. «Καὶ ἀφοῦ πέρασε τὸ Σάββατο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ ἡ Σαλώμη ἀγόρασαν τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου ἀρώματα γιὰ νὰ ἔλθουν στὸν Τάφο καὶ νὰ ἀλείψουν τὸν Ἰησοῦ. Καὶ πολὺ πρωὶ τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, ἔρχονται στὸ μνημεῖο, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἀνατέλλων ἥλιος ἄρχιζε νὰ διαλύη τὸ σκοτάδι» (Μάρκ. ἰστ’, 1-2). Εἰδικὰ ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης γράφει μόνον γι’ αὐτὴν στὸ Εὐαγγέλιό του καὶ αὐτὴν μόνο ἀναφέρει. Ξεκινάει μόνη της μέσα στὴ νύχτα. Ἀνυπομονεῖ νὰ φτάση πρώτη στὸν Τάφο. Ἦταν περισσότερο θερμὴ στὴν ἀγάπη της. Ἡ Μαρία «πάνυ γὰρ περὶ τὸν Διδάσκαλον φιλοστόργως ἔχουσα…» γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσοστομος18. Καθὼς φτάνει, βρίσκει τὸν Τάφο ἀδειανό, τὸν λίθο ἀποκεκυλισμένο. Καὶ τότε σκέφτεται ὅτι κάποιοι ἔκλεψαν τὸ Ἅγιο Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ (Ἰω. κ’, 1).

* * *

Κοντάκιον

Ἦχος πλ. δ’. Τὴ ὑπερμάχω

Ὡς Μυροφόρον του Σωτῆρος καὶ Μαθήτριαν Μαγδαληνὴ καὶ Ἀποστόλων ἰσοστάσιον. Ἀνυμνοῦμεν σὲ Μαρία καὶ ἐκβοῶμεν. Παρρησίαν κεκτημένη πρὸς τὸν Κύριον. Καθικέτευε λυτροῦσθαι πάσης θλίψεως Τοὺς βοώντας σοί. χαίροις Λόγου Μαθήτρια.

* * *

Ἦχος β’. Ὄτε ἐκ τοῦ ξύλου.

Μύροις τῶν θερμῶν σου πρεσβειῶν, ὢ Μαγδαληνὴ Μυροφόρε, Χριστὸν ἰλέωσαι, τὸν φιλανθρωπότατον, Θεὸν δεόμεθα, ὅπως πάσης ρυώμεθα, ἀνάγκης καὶ βλάβης, καὶ ποικίλων θλίψεων, καὶ περιστάσεων, πάντες οἱ τὴ σὴ προστασία, σπεύδοντες ἐν πίστει Μαρία, καὶ τοὺς σοὺς καμάτους μακαρίζοντες.

* * *

Εὐαγγελίστρια τῆς Ἀναστάσεως

Δεῦτε ἀπὸ θέας γυναῖκες εὐαγγελίστριαι, καὶ τὴ Σιῶν εἴπατε. Δέχου παρ’ ἠμῶν χαρᾶς εὐαγγέλια τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ.19

Φαίνεται ἀπὸ τὰ ἅγια Εὐαγγέλια ὅτι ἡ θαυμαστὴ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ πῆγε πολλὲς φορὲς ἐκεῖνο τὸ βράδυ τοῦ Σαββάτου στὸν Τάφο. Πῆγε πρῶτα μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο νύχτα ἀκόμη, πολὺ πρὶν ξημερώση (Βλ. Ματθ. κή’, 1-10). Πῆγε μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες ἀργότερα (Λουκ. κδ’ 1-10 καὶ Μάρκ. ἰστ’, 1-8). Ἦρθε ἀκόμη μία φορὰ μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη (Ἰω. κ’, 1-10). Οἱ εὐσεβεῖς Μυροφόρες γυναῖκες ἀξιώθηκαν αὐτὲς πρῶτες νὰ ἀκούσουν ἀπὸ Ἄγγελο Κυρίου τὸ εὐφρόσυνο μήνυμα ὅτι «ἠγέρθη ὁ Κύριος» καὶ νὰ γίνουν πρῶτες καὶ ἀψευδεῖς μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως.

Αποτέλεσμα εικόνας για Μαρίας τῆς ΜαγδαληνῆςὉ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς ἀναφέρει περὶ τῆς ἐπισκέψεως τῶν Μυροφόρων στὸν τάφο: «Οἱ Μυροφόρες ἦταν πολλὲς καὶ ἦλθαν στὸν τάφο ὄχι μία φορὰ ἀλλὰ δύο καὶ τρεῖς φορές, συντροφιὰ μὲν ἀλλ’ ὄχι οἱ ἴδιες καὶ κατὰ τὸν ὄρθρο ὅλες, ἀλλὰ ὄχι τὴν ἴδια ὥρα ἀκριβῶς. Ἡ δὲ Μαγδαληνὴ ἦλθε πάλι μόνη της καὶ ἔμεινε περισσότερο. Πρώτη ἀπ’ ὅλες ἦλθε στὸν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί της τὴν Μαρία τὴν Μαγδαληνή… Ἡ Παρθενομήτωρ ἔφθασε τὴν στιγμὴ ποὺ γινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καὶ ἀνοιγόταν ὁ τάφος καὶ οἱ φύλακες ἦταν παρόντες, ἂν καὶ συγκλονισμένοι ἀπὸ τὸν φόβο. Γι’ αὐτὸ μετὰ τὸν σεισμὸ αὐτοὶ ἀνασηκώθηκαν καὶ ἐκοίταξαν ἀμέσως νὰ φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στὴν θέα. Ἐγώ, πάντως, νομίζω ὅτι γι’ Αὐτὴν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος Τάφος. Ὅτι γι’ Αὐτὴν ἄστραψε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε ἂν καὶ ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, Αὐτὴ μὲ τὸ πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νὰ δὴ ὅτι ὁ τάφος ἦταν ἄδειος, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐντάφια νὰ εἶναι τακτοποιημένα καὶ πολυτρόπως νὰ μαρτυροῦν τὴν ἔγερση τοῦ ἐνταφιασθέντος. Ἦταν δὲ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστὴς ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος λέγει στὶς γυναῖκες ποῦ ἤσαν μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο: “Μὴ φοβεῖσθε ἐσεῖς, ζητείτα τὸν Ἰησοῦ τὸν σταυρωμένον; Ἀναστήθηκε. Ἰδοὺ ὁ τόπος ὅπου ἐκειτόταν ὁ Κύριος…” Ἡ θεομήτωρ Παρθένος συνοδευομένη ἀπὸ τὶς ἄλλες Μυροφόρες ἐπέστρεψε καὶ ἰδοὺ ὁ Ἰησοῦς τὶς συνάντησε λέγοντας. “χαίρετε”. Ἡ Θεοτόκος, ὅταν συνάντησε τὸν Υἱό της καὶ Θεό, πρώτη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες εἶδε καὶ ἀναγνώρισε τὸν Ἀναστάντα, καὶ προσπίπτοντας ἐπίασε τὰ πόδια Του καὶ ἔγινε Ἀπόστολός Του πρὸς τοὺς Ἀποστόλους. Ἡ Θεοτόκος πρὶν ἀπὸ ὅλους, Αὐτὴ εἶδε τὸν Ἀναστάντα καὶ ἀπήλαυσε τὴ θεία ὁμιλία Του. …Πρώτη καὶ μόνη ἄγγιξε τὰ ἄχραντα πόδια Του, ἔστω καὶ ἂν οἱ Εὐαγγελισταὶ δὲν τὰ λέγουν φανερὰ ὅλα αὐτά, μὴ θέλοντας νὰ προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τῆς Ἀναστάσεως τὴν Μητέρα, γιὰ νὰ μὴ δώσουν ἀφορμὴ ὑποψίας στοὺς ἀπίστους»20.

Μᾶς ἀποκαλύπτει λοιπὸν ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη, αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται συνεσκιασμένα ἀπὸ τοὺς Εὐαγγελιστές, ὅτι πρώτη ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους, ἡ Θεοτόκος δέχθηκε τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅτι ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες Μυροφόρες ποὺ εἶχαν ἔλθει ὡς τότε δὲν κατενόησαν τὴν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου καὶ δὲν ἐγνώρισαν ἀμέσως τὴν ἀλήθεια. Διαπίστωσε μόνον τὴν κένωση τοῦ Τάφου καὶ ἔτρεξε ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ στοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Ἰωάννη καὶ τοὺς μετέφερε μόνον αὐτό, ὅτι δηλ. ὁ τάφος εἶναι ἄδειος. Καὶ ὅταν ἡ Θεοτόκος, μαζὶ μὲ ἄλλες γυναῖκες, ἐπέστρεφε καὶ συνήντησε στὸν δρόμο τὸν Ἰησοῦ καὶ μίλησε μαζί Του καὶ ἐπίασε τὰ ἄχραντα πόδια Του, ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, διότι εἶπε στοὺς Ἀποστόλους: «ἐσήκωσαν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ δὲν γνωρίζουμε ποῦ Τὸν τοποθέτησαν». Δὲν εἶχε καταλάβει ἀκόμη τίποτε περὶ τῆς Ἀναστάσεως. Οἱ δύο Μαθητὲς ἦρθαν στὸν Τάφο τρέχοντας. Διαπίστωσαν ὅτι ὅσα τοὺς εἶπε ἡ γυναίκα ἦταν ἀληθινά. Μέσα στὸν ἄδειο τάφο ὁ Πέτρος μὲ τὸν Ἰωάννη εἶδαν τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριον καὶ ἔφυγαν. Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ὅμως, μένει κοντὰ στὸν Τάφο καὶ κλαίει γοερά: «Ἵστατο ἡ Μαρία, ἔξωθέν του μνημείου κλαίουσα» (Βλ. Ἰω. κ’, 11). Κλαίει, γιατί χάθηκε τὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου της καὶ δὲν ξέρει ποιὸς τὸ πῆρε. «Ἡ χριστοφόρος Μαγδαληνὴ ἔμεινεν ἐμφιλοχωροῦσα τῷ μνήματι καὶ περιενόστει ἀλύουσα, καὶ λιβάδας (ποταμοὺς) δακρύων ἐνστάζουσα, τὴ ἐπιμόνω προσεδρία ὑψηλότερον τί καραδοκοῦσα μαθεῖν»21.

Ἀπαρηγόρητη κλαίει καὶ θρηνεῖ, γιατί δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξη τὴν στέρηση τέτοιου θαυμαστοῦ Διδασκάλου, Εὐεργέτου καὶ Σωτῆρος. Γράφει ὁ ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης: «Ἠξεύρουσι γὰρ αἳ φιλοθεαι ψυχαὶ καὶ καρδίαι τί ἀξίζει ὁ Θεὸς καὶ ὁ Ἰησοῦς, καὶ διὰ τοῦτο, ὅταν τὸν στερηθοῦν, τρέχουν ἐπάνω καὶ κάτω, τὸν ζητοῦν ἐπιπόνως, καὶ χύνουν δὶ’ Αὐτὸν αἱματωμένα δάκρυα. ὅθεν καὶ ὁ Δαβὶδ ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα διὰ τὴν στέρησιν τοῦ Θεοῦ. διὸ ἔλεγεν: “Ἐγεννήθη τὰ δάκρυά μου ἐμοὶ ἄρτος ἡμέρας καὶ νυκτός, ἐν τῷ λέγεσθαι μοὶ καθ’ ἑκάστην ἡμέραν. ποῦ ἐστιν ὁ Θεός σου;” (Ψάλμ. μά’, 4)

…Διὰ τοῦτο καὶ ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ταύτην τὴν σωτήριον συμβουλὴν δίδει εἰς κάθε ψυχὴν νὰ εἶναι πρόθυμος καὶ νὰ δακρύη, ἴνα ἀξιωθῆ νὰ ἀπολαύση νοερῶς ἐκεῖνα ποὺ ἠξιώθησαν νὰ ἰδοῦν αἳ μυροφόροι αἰσθητῶς, οὕτω λέγων: “Καν Μαρία τὶς ἧς, καν ἡ ἄλλη Μαρία, καν Σαλώμη, καν Ἰωάννα, δάκρυσον ὀρθρία. ἴδε πρώτη τὸν λίθον ἠρμένον, τυχὸν δὲ καὶ τοὺς Ἀγγέλους καὶ Ἰησοῦν αὐτὸν” (Λόγος εἰς τὸ Πάσχα)… Βλέπε, ἀγαπητὲ ἀναγνώστα, πόσην μεγάλην ὠφέλειαν προξενοῦν τὰ δάκρυα. Διότι αὐτὰ ἔκαναν τὶς Μυροφόρους γυναῖκες νὰ ἰδοῦν τὸν Ἀναστάντα Χριστόν. αὐτὰ τὶς ἔκαναν νὰ ἰδοῦν τοὺς Ἀγγέλους. αὐτὰ τὶς ἀξίωσαν νὰ γίνουν τῆς Ἀναστάσεως πρῶται κήρυκες, καὶ νὰ χρηματίσουν τῶν Ἀποστόλων καὶ Εὐαγγελιστῶν τοῦ Κυρίου εὐαγγελίστριαι»22.

Γιὰ τὸν θρῆνο τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς ἔξω ἀπὸ τὸν Τάφο γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Τὸ γυναικεῖο φύλο διακρίνεται κατὰ κάποιον τρόπο γιὰ τὴν λεπτότητα τῶν αἰσθημάτων του καὶ ἔχει μεγαλύτερη τάση πρὸς οἶκτο. Αὐτὸ τὸ λέγω, γιὰ νὰ μὴν ἀπορήσης, γιατί τέλος πάντων, ἡ Μαρία θρηνοῦσε πικρὰ στὸν τάφο, ἐνῶ ὁ Πέτρος δὲν ἔκανε κάτι παρόμοιο… Οἱ μαθητές, λοιπόν, ἔφυγαν γιὰ νὰ ἐπιστρέψουν στὰ Ἱεροσόλυμα, ἐνῶ ἐκείνη στάθηκε κοντὰ στὸν τάφο. Ἦταν μεγάλη παρηγοριὰ νὰ βλέπη τὸ μνῆμα. Νά, τὴν κοιτάζεις, ποὺ σκύβει καὶ θέλει νὰ δὴ τὸν τόπο ὅπου βρισκόταν τὸ σῶμα, προκειμένου νὰ παρηγορηθῆ; Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε μεγάλο μισθό, γι’ αὐτὴν τὴν μεγάλη φροντίδα της. Γιατί ἐκεῖνο ποὺ δὲν εἶδαν οἱ Μαθητές, τὸ εἶδε πρώτη ἡ γυναίκα. Εἶδε δηλ. δύο Ἀγγέλους, νὰ κάθονται ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς, μὲ λευκὴ ἐνδυμασία καὶ τὸ πρόσωπο γεμάτο ἀπὸ πολλὴ φαιδρότητα καὶ χαρὰ»23. Ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τῶν δύο Ἀγγέλων ἡ Μαρία μένει ἔκπληκτη, θαμπωμένη ἀπὸ τὸ παράδοξο θέαμα. «Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητεῖς;» Τὴν ρωτοῦν. Καὶ αὐτὰ τὰ εἶπαν, κατὰ κάποιον τρόπον σὰν νὰ τὴν ἐπέπλητταν:

-Γιατί κλαῖς, ἀφοῦ τόσα εἶδες; Ἀκόμη φοβεῖσαι καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ἐννοήσης τίποτε ὑψηλότερο; Ἀκόμη ἀμφιβάλλεις καὶ διστάζεις; Ποιὸν ζητεῖς; Ἐκεῖνον ποῦ ἠγέρθη; Ποῦ ἀναστήθηκε; Βλέπεις Ἀγγέλους νὰ κάθονται μέσα στὸν τάφο καὶ ἐσὺ ἀκόμη πιστεύεις, ὅτι ἐσύλησαν τὸ Σῶμα; Ποιὸς μπορεῖ νὰ κλέψη Βασιλέα ποῦ φρουρεῖται ἀπὸ ἀγγελικὴ φρουρά;

Καὶ ἐκείνη λέγει: «Πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸ μνημεῖο, καὶ δὲν γνωρίζω ποῦ τὸν ἔβαλαν» (Ἰω. κ’, 13). Αὐτὸ ποὺ εἶπε προηγουμένως στοὺς Ἀποστόλους, αὐτὸ λέγει καὶ στοὺς Ἀγγέλους.

«Ἀλλ’ ὢ τῆς καλῆς καρτερίας! Ὢ τῆς ἐπαινετῆς πολυπραγμοσύνης! Οὐ παρεῖδεν αὐτὴν ὁ ποθούμενος. Οὐκ ἀφῆκε τὴ ἀπιστία βυθίζεται ὁ ζητούμενος. Ἀλλὰ τὸν ζέοντα πόθον ἰδών, αὐτομάτως ἐφιστᾶται» (Θεοφ. Κεραμέως Ὁμιλία ΛΕ’, εἰς τὸ ὄγδοον ἑωθινόν).

Τότε, στράφηκε πίσω ἡ Μαρία καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ! Πῶς ἐστράφη ξαφνικὰ πρὸς τὰ πίσω, ἐνῶ μιλοῦσε μὲ τοὺς Ἀγγέλους; Ἀπὸ τὴν ὄψη καὶ τὸ βλέμμα τῶν Ἀγγέλων, ἀπὸ τὴν ἔκπληξή τους καὶ τὴν στάση τους, μόλις ἀντικρυσαν τὸν Κύριο. Γυρίζει καὶ αὐτὴ πρὸς τὰ πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ. Καὶ ἐκεῖνος τὴν ρωτάει: «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς;» (Ἰω. κ’, 15). Δὲν Τὸν ἀναγνωρίζει ἀκόμη. Τὰ μάτια τῆς «ἐκρατοῦντο του μὴ ἐπιγνῶναι αὐτὸν» (Βλ. Λουκ. κδ’, 16), ὅπως ἔγινε μὲ τοὺς δύο Μαθητὲς ποὺ βάδιζαν πρὸς τὴν Ἐμμαούς. Ἴσως δὲν Τὸν ἀναγνώρισε ἀμέσως, ἐπειδὴ τὰ μάτια τῆς θάμπωσαν ἀπὸ τὸ πολὺ κλάμα καὶ δὲν ἔβλεπε καθαρά. Ἴσως ἀκόμη δὲν εἶχε φέξει καλὰ ἡ μέρα. Ἴσως, διότι ἔτσι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς οἰκονόμησε, ἐμφανιζόμενος μὲ τὴν πιὸ ταπεινὴ καὶ κοινὴ ἐνδυμασία, ὥστε νὰ τὸν νομίση γιὰ κηπουρό. Καὶ τοῦ λέγει: «Κύριε, ἐὰν ἐσὺ τὸν πῆρες στὰ χέρια σου, πές μου ποὺ τὸν ἔχεις τοποθετήσει, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ ἐκεῖ». Ὢ τῆς γυναικείας ἀγάπης! «Ὢ τῆς εὐνοίας καὶ φιλοστοργίας τῆς γυναικός!» (Ἰωάννης Χρυσόστομος). Καὶ ἡ ἀπάντηση; Τὸ ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός της ἀπὸ τὸ γλυκὺ στόμα τοῦ Κυρίου: «Μαρία!». Στρέφεται, λέγει, αὐτὴ τότε καὶ συγκλονισμένη ἀπὸ τὸ ἄκουσμα, αὐθόρμητα ἀπαντᾶ: «Ραββουνὶ» δηλ. Διδάσκαλε. Ὁ Θεὸς Λόγος, ποὺ γνωρίζει καὶ βλέπει τοὺς διαλογισμοὺς καὶ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, δὲν τὴν ἀφήνει νὰ βασανίζεται ἄλλο. Φώτισε τὸν νοῦ της, φώτισε τοὺς ὀφθαλμούς της νὰ δὴ καὶ νὰ κατανόηση ποιὸς εἶναι ἀληθινὰ αὐτὸς ποὺ τῆς μιλᾶ. Σπεύδει τότε νὰ ἀγκαλιάση καὶ νὰ ἀσπαστῆ τὰ πόδια τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ Αὐτὸς τὴν ἀποτρέπει καὶ τῆς λέγει: «Μὴ μοῦ ἅπτου. οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν Πατέρα μου» (Ἰω. κ’, 17). Στάσου μακριά. Μὴ μὲ ἐγγίζεις. Ἐπειδὴ ἦτο ἀκόμη ἡ Μαρία ἀτελὴς κατὰ τὸ φρόνημα, καὶ Τὸν ἀναζητοῦσε στὸν Τάφο ὡς ἄνθρωπο, θέλει νὰ ἀνυψώση τὸ φρόνημά της, ὥστε νὰ μὴν τὸν νομίζη πλέον ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ Θεό. «Μὴ μὲ πλησίασης, μὴ μὲ ἀγγίξης». Δὲν φέρω πλέον τὸ ἴδιο φθαρτὸ σῶμα, τὴν σάρκα τῆς παχύτητος καὶ τῆς φθορᾶς. Τὸ Σῶμα αὐτὸ δὲν μπορεῖτε νὰ τὸ πλησιάσετε καὶ νὰ τὸ ἀγγίξετε. «Ἐπειδὴ ἡ διάνοιά σου δὲν ἤγγισε τὸ ὕψος τοῦ σχετικὰ μ’ ἐμὲ μυστηρίου, ὅτι ἐνῶ εἶμαι Θεός, τώρα βλέπομαι σὲ σῶμα, καὶ μάλιστα θεοειδές, γι’ αὐτὸ μὴ μ’ ἐγγίζεις»24.

Καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει σχετικῶς: «Ἃς μὴ ζητήσουμε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ ζῆ. Ὁ Κύριος ἀπωθεῖ ὅποιον τὸν ζητεῖ μ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, λέγοντάς του “μὴ μοῦ ἅπτου”. Ὅταν ἀνεβῶ στὸν Πατέρα μου τότε θὰ σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ μὲ ἀγγίζης. Θέλει νὰ πῆ μὴν ἀποτυπώσης στὴν πίστη σου τὴν σωματικὴ καὶ δουλικὴ μορφή μου, ἀλλὰ νὰ λατρεύης αὐτὸν ποὺ βρίσκεται στὴν δόξα τοῦ Πατέρα καὶ ὑπάρχει μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ ποὺ εἶναι Λόγος τοῦ Θεοῦ»25.

«Τὸ Μὴ μοῦ ἅπτου μπορεῖ νὰ σημαίνη καὶ τὴν νοητὴ προσέγγιση καὶ ἐπαφή. Διότι (ἡ Μαρία) ἤθελε νὰ ἐρευνήση πῶς οἰκονομήθηκε τὸ Μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως. Τὴν ἀπομακρύνει καὶ τὴν ἀποθαρρύνει ἀπὸ τέτοιου εἴδους ἐρωτήσεις καὶ εἶναι σὰν νὰ τῆς λέγη, μὴν ἐρευνᾶς καὶ θέλεις νὰ ἐξετάσης αὐτὰ ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις σου καὶ τὰ μέτρα σου. Γιατί ἀκόμη δὲν μπορεῖς νὰ ἀνεβῆς καὶ νὰ φθάσης σὲ τέτοιου εἴδους μυσταγωγία. Ἐπειδὴ “Δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου”, ὥστε κι ἐσὰς νὰ σᾶς ἑλκύσω καὶ νὰ σᾶς ἀνεβάσω στὴν ὑψηλότερη θεωρία καὶ γνώση ποὺ θὰ γίνη μὲ τὴν κάθοδο σ’ ἐσὰς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»26.

Μεγάλη τιμὴ γιὰ τὴν Μαρία νὰ ἀξιωθῆ νὰ ἰδῆ τὸν Κύριο, πρώτη μετὰ τὴν Θεοτόκο. Μεγάλη εὐτυχία γιὰ τὴν Μαρία νὰ ἰδῆ πρώτη τὸν Ἀναστάντα Ἰησοῦ καὶ νὰ μιλήση μαζί Του, μετὰ τὴν Θεοτόκο. Μεγάλη ἡ τιμὴ νὰ τὴν στείλη στοὺς Ἀποστόλους, νὰ μάθουν καὶ αὐτοὶ τὴν χαρμόσυνη εἴδηση. Διότι ἀμέσως μετὰ προσθέτει: «Πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου καὶ εἰπὲ αὐτοῖς. ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν» (Ἰω. κ’ 17). Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης: «Ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἐώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτή». Γίνεται ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ τῶν Ἀποστόλων ἀπόστολος, τῶν Μαθητῶν κήρυκας, τῶν Εὐαγγελιστῶν εὐαγγελίστρια. Ὁ Χριστὸς τὴν διάλεξε γι’ αὐτὴν τὴν ὑψηλὴ διακονία καὶ ἀποστολή. «Αὐτή, λοιπόν, φεύγει -λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος- γιὰ νὰ ἀναγγείλη αὐτὰ στοὺς Μαθητές. Τόσο σπουδαῖο πράγμα εἶναι, λέγει, ἡ προσεδρία27 καὶ ἡ καρτερία» (Ἑρμηνεία στὸ κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο, Ὁμιλία Πστ’).

* * *

Ἡ ὀρθόδοξη ὑμνολογία μας, βασισμένη στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ἀποτύπωσε τὸν συγκινητικὸ διάλογο τῆς Μαρίας Μαγδαληνῆς μὲ τὸν Ἰησοῦ, ἔξω ἀπὸ τὸν Τάφο, σ’ ἕναν ὑπέροχο ὕμνο:

«Εἰς τὸ μνῆμα σὲ ἐπεζήτησεν, ἐλθοῦσα τὴ μιὰ των Σαββάτων, Μαρία ἡ Μαγδαληνή. μὴ εὑροῦσα δὲ ὠλοφύρετο, κλαυθμῶ βοώσα. Οἶμοι! Σωτήρ μου, πῶς ἐκλάπης πάντων βασιλεῦ; Ζεῦγος δὲ ζωηφόρων Ἀγγέλων, ἔνδοθεν τοῦ μνημείου ἐβόα. Τί κλαίεις, ὢ γύναι; Κλαίω, φησίν, ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου τοῦ τάφου, καὶ οὐκ οἶδα ποὺ ἔθηκαν αὐτόν. Αὐτὴ δὲ στραφεῖσα ὀπίσω, ὡς κατεῖδέ σε, εὐθέως ἐβόα: Ὁ Κύριος μου καὶ ὁ Θεός μου, δόξα σοὶ»28.

«Λίαν πρωὶ ἔδραμε ἡ Μαρία στὸν τάφο καὶ γι’ αὐτὸ εὐαγγελίζεται τὸ μυστήριον τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ προθυμία τῆς γυναικὸς ὑπερέβη τὴν προθυμία τῶν ἀνδρῶν. Δὲν ἔπρεπε αὐτὴ πρῶτα νὰ δεχθῆ τῆς χαρᾶς τὰ μηνύματα; Ἃς ἀπολαύση πρώτη της Ἀναστάσεως τὴν χαρὰ ἐκείνη ποὺ ἐδοκίμασε καὶ τοῦ πάθους τὴν πικρότητα. Ἃς γίνη μηνύτρια τῆς Ἀναστάσεως ἐκείνη ποὺ τὸ Ποτήριον τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου πρώτη εἶδε. Ἐλᾶτε, γυναῖκες, ἐσεῖς ποὺ ξεπεράσατε μὲ τὴν προθυμία σᾶς τοὺς Ἀποστόλους, καὶ γι’ αὐτὸ ἀξιωθήκατε τὴν θεία ὀπτασία, ἐλᾶτε νὰ διώξετε ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν Μαθητῶν τὸ σκοτάδι τῆς δειλίας. Ἐλᾶτε νὰ τοὺς μηνύσετε τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου. Γίνετε δάσκαλοι σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ διδάξουν ὅλη τὴν οἰκουμένη. Δῶστε φῶς σ’ ἐκείνους ποὺ ἑτοιμάζονται νὰ διασκορπίσουν σ’ ὅλην τὴν γῆ τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀληθινοῦ Φωτός. Δεῖξτε σ’ αὐτοὺς πόση εἶναι ἡ διαφορὰ τῆς μεγαλοψυχίας, τῆς προθυμίας, τῆς τόλμης, ποὺ κατοικεῖ στὶς καρδιὲς τῶν γυναικὼν ἀπὸ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνδρῶν. Ἃς μάθουν ἀπὸ τὴν δική σας προθυμία, πόσος φόβος τοὺς κυριεύει. Ἐπειδὴ τὸν καιρὸ ποὺ ἐκεῖνοι ἔψαξαν τὰ πιὸ σκοτεινὰ καὶ κρυφὰ μέρη γιὰ νὰ κρυφθοῦν, ἐσεῖς τρέξατε στὸν Τάφο καὶ δὲν ὑπολογίσατε οὔτε τὸν φόβο τῶν ἐχθρῶν, οὔτε τὴν λύσσα τῶν Φαρισαίων, οὔτε τὶς ἀπειλὲς τῶν Γραμματέων. Τὸ σκοτάδι σᾶς φάνηκε φῶς, οἱ ὁπλισμένοι στρατιῶτες συνοδοιπόροι σας, οἱ ἀπειλὲς τῶν ἀρχιερέων βοηθοί σας στὸν σκοπό σας νὰ “μυρίσετε” δηλ. νὰ ἀλείψετε μὲ μύρα τὸ δεσποτικὸν σῶμα»29 .

Ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ ἀγγελιοφόρος πρὸς τοὺς Μαθητές. Ἀπὸ τὸ στόμα της θὰ διαλαληθῆ τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, «χαρᾶς εὐαγγέλια τῆς Ἀναστάσεως Χριστοῦ». Αὐτό, ὅμως ἦταν καὶ θεϊκὴ οἰκονομία. Διότι ἀπὸ τὴν γυναίκα ἦλθε ἡ λύπη στὸν κόσμο. Ἡ προμήτωρ Εὕα ἔγινε πρόξενος λύπης στὸν Ἀδάμ. Μία γυναίκα πάλι θὰ γίνη τώρα μηνυτὴς τῆς χαρᾶς στοὺς ἄνδρες. Γυναίκα ἔφερε τὴν πτώση. Ἀλλὰ καὶ γυναίκα θὰ διακηρύξη τὸ σωτήριο γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως.

«Τὸ χαῖρε ταῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς Προμήτορος Εὕας κατέπαυσας, τὴ Ἀναστάσει Σου, Χριστὲ ὁ Θεός. τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς κηρύττειν ἐπέταξας. ὁ Σωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος»30.

Ἰσαπόστολος

Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔμεινε στὰ Ἱεροσόλυμα, μαζὶ μὲ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τὶς ἄλλες γυναῖκες. Ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου στοὺς Οὐρανούς, ὅπως διαβάζομε στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, συνήθιζαν νὰ συγκεντρώνονται στὸ ὑπερῶον καὶ νὰ προσεύχονται μαζὶ μὲ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ὅλους τους Μαθητὲς τοῦ Κυρίου. «Ὅλοι αὐτοὶ μὲ μιὰ ψυχὴ καὶ μὲ μιὰ καρδιὰ ἀκούραστα προσεύχονταν καὶ ἐδέοντο στὸν Θεὸ μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες εὐσεβεῖς γυναῖκες, ποὺ εἶχαν ἀκολουθήσει τὸν Κύριο, ὅπως ἐπίσης μαζὶ μὲ τὴν Μαρία τὴν μητέρα τοῦ Ἰησοῦ καὶ μὲ αὐτοὺς ποὺ ἐνομίζοντο ἀδελφοί του» (Πράξ. α’, 14). Ἐκεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα, ἡ ἁγία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἐπιδόθηκε σὲ σπουδαῖο φιλανθρωπικὸ ἔργο μαζὶ μὲ τὴν Θεοτόκο, μοιράζοντας τὰ πλούτη της στοὺς φτωχούς.

Ὕστερα ἀπὸ τὴν Ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, οἱ Ἀπόστολοι διασκορπίσθηκαν σὲ διάφορους τόπους γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο, σ’ ὅλα τα ἔθνη καὶ σ’ ὅλους τους λαούς, ὅπου τους κατηύθυνε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ἡ μακαρία Μαρία, ὅπως λέγει κάποια παράδοση, ξεκίνησε νὰ φθάση στὴν Ρώμη, γιὰ νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν Καίσαρα Τιβέριο31 νὰ ἀποδώση δικαιοσύνη γιὰ τὸν ἄδικο θάνατο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀκολουθώντας τὸν δρόμο καὶ τὴν ζωὴ τῶν Ἀποστόλων, ἀρχίζει τὴν μακρινὴ ὁδοιπορία, καταφρονώντας κόπους, ἐμπόδια καὶ δυσκολίες. Καθ’ ὁδὸν διδάσκει καὶ κηρύττει. Διηγεῖται καὶ διακηρύττει τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. «Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ διηγηθῆ τὶς δυσκολίες ποῦ τῆς ἔτυχαν στὴν ὁδοιπορία; καὶ πόσον πλῆθος προσείλκυσε στὴν πίστη διὰ τῆς σαγήνης τοῦ Εὐαγγελίου; Αὐτὰ τὰ γνωρίζουν καλῶς ὅσοι μελετοῦν μὲ σπουδὴ καὶ ἐπιμέλεια τὰ χρονικά της Ἰταλίας, εἰς τὰ ὁποῖα σώζονται ἱστορίες ὅτι πολὺ ἐδοξάσθη ἡ μακαρία ἀπὸ τὸν Θεὸ» γράφει ὁ Νικηφ. Κάλλιστος Ξανθόπουλος. Καὶ συνεχίζει: «Ἀλλὰ καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν Καίσαρα Τιβέριον παρουσιάσθηκε καὶ καλὰ ἐξετέλεσε τὴν ἀποστολή της. Δὲν θὰ πίστευε ποτὲ κανεὶς ὅτι θὰ εἶχαν καλύτερο τέλος -ὅσα δηλαδὴ ἔπρεπε νὰ πάθουν- αὐτοὶ ποὺ ἐσταύρωσαν τὸν Χριστό, ὁ Ἄννας, ὁ Καϊάφας καὶ ὁ Πιλάτος, καθὼς ἱστοροῦν ἄνθρωποι φιλαληθέστατοι». Ἀφοῦ δικάσθηκαν καὶ τιμωρήθηκαν οἱ σταυρωτές του Κυρίου, ἡ μακαρία Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ κατήχησε τοὺς πιστοὺς στὴν Ρώμη καὶ τοὺς στερέωσε στὴν πίστη -συνεχίζει ὁ ἴδιος βιογράφος. Καὶ ἀφοῦ κήρυξε στὴν Ρώμη, περιηγήθηκε ὅλη τὴν Ἰταλία καὶ Γαλλία. Καὶ ἐπέστρεψε στὰ Ἱεροσόλυμα, ἀφοῦ πρῶτα πέρασε ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, τὴν Φοινίκη, τὴν Συρία καὶ τὴν Παμφυλία. Σ’ ὅλες αὐτὲς τὶς χῶρες ἐδίδασκε καὶ ἐκήρυττε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν πίστη στὸν Ἀναστάντα Ἰησοῦ. Στὰ Ἱεροσόλυμα μικρὸ διάστημα παρέμεινε μαζὶ μὲ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὡς τὴν Κοίμησή της.

Κατὰ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἁγία Μαρία Μαγδαληνὴ μετέβη κατόπιν στὴν Ἔφεσο, ὅπου ζοῦσε καὶ ἐδίδασκε ὁ ἠγαπημένος μαθητής, ὁ υἱὸς τῆς βροντῆς, Ἰωάννης. Στὴν Ἔφεσο συναντήθηκε μὲ τὸν Μαθητή, συμμετεῖχε στὸ κήρυγμά του καὶ ἔγινε βοηθός του καὶ συμπαραστάτης του στὶς δοκιμασίες καὶ στὶς θλίψεις του, στὴν φυλάκισή του καὶ σὲ ὅλα του τὰ δεινά. Στὴν Ἔφεσο, ἡ Ἁγία, ὁδήγησε πολλοὺς στὴν πίστη καὶ στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειας. Ὁ λαὸς τῆς Ἐφέσου τὴν ἐτίμησε καὶ τὴν εὐλαβήθηκε δεόντως. Μετὰ τὸν θάνατό της τὸ παντιμον καὶ πάνσεπτον σῶμα τῆς ἐνταφιάσθηκε ὀσιοπρεπῶς ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἀπόστολο καὶ Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, σ’ ἕνα σπήλαιο κοντὰ στὴν Ἔφεσο, σὰν πολύτιμος θησαυρός. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ταφῆς, ἐπιτελέσθηκαν πολλὰ θαύματα, καθὼς καὶ τοὺς μετέπειτα χρόνους, μέχρι τῆς σήμερον, ἡ Ἁγία δὲν σταμάτησε νὰ θαυματουργή. Τὸ ἔτος 890 μ.Χ. ὁ βασιλεὺς Λέων Στ’ ὁ Σοφὸς (886-912), ἔκανε ἀνακομιδὴ τοῦ ἁγίου λειψάνου της καὶ τὸ μετέφερε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο στὴν Κωνσταντινούπολη. Μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀλέξανδρο, τὸ ἔλαβε ἐπάνω στοὺς ὤμους του καὶ τὸ ἀπέθεσε μὲ εὐλάβεια στὸν Ναὸ ποὺ αὐτὸς ἔκτισε ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου καὶ Τετραημέρου φίλου του Χριστοῦ Λαζάρου στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ ἅγιο λείψανο τοποθετήθηκε μάλιστα στὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, μέσα σὲ ἀσημένια θήκη. «Τελεῖται δὲ αὐτῶν ἡ Σύναξις», τὴν 4η Μαΐου, «ἐν τῇ εὐαγεστάτη Μονὴ τὴ παρὰ τοῦ αὐτοῦ βασιλέως ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Λαζάρου συστάση». Ἐκ τοῦ κοινοῦ αὐτοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἀνακομιδῆς τῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας μετὰ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου, στὴν Μονὴ τοῦ ὁποίου ἐναπετέθησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Λέοντος, πολλοὶ ἐταύτισαν τὴν ἁγία Μαρία Μαγδαληνή, λανθασμένα, μὲ τὴν ἁγίαν Μαρίαν, τὴν ἀδελφή του Λαζάρου, ἡ ὁποία εἶναι διαφορετικὸ προσωπο32.

Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἑορτάζει τὴν μνήμη τῆς ἁγίας Μυροφόρου καὶ Ἰσαποστόλου Μαρίας Μαγδαληνῆς τὴν 22 Ἰουλίου. Ἐπίσης τὴν συνεορτάζει μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες Μυροφόρες Ἅγιες Γυναῖκες, τὴν τρίτη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα, τὴν Κυριακή των Μυροφόρων. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τῆς ἑορτάζεται στὶς 4 Μαΐου.

Καὶ ἀναφέρομεν ἐπίσης καὶ τοῦτο, ὅτι τῆς Μυροφόρου καὶ Ἰσαποστόλου Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς ἡ ἱερὰ χείρ, βρίσκεται στὴν Ἱερὰ καὶ Σεβάσμια Μονὴ τῆς Σιμωνόπετρας, στὸ Ἁγιώνυμον Ὅρος τοῦ ΆΘω, θαύματα βρύουσα καὶ χάριτας ἰαμάτων πηγάζουσα ὡς ποταμὸς ἀένναος.

* * *

Ἔζησε ζωὴ ἰσάγγελη καὶ ἔγινε σεβαστὴ καὶ σ’ αὐτοὺς τοὺς Ἀγγέλους. Καὶ ὑπερτέρησε ὅλων των ἁγίων ὡς τότε γυναικὼν ποὺ εὐηρέστησαν τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ ὅλων των μεταγενεστέρων ἁγίων μαρτύρων γυναικὼν καὶ ἀσκητριῶν. Ἐπειδὴ εἶδε καὶ ἐγνώρισε καὶ ὑπηρέτησε τὸν ἴδιον τὸν Χριστόν, τὸν ἀληθινὸ Νυμφίο τῶν ψυχῶν τους. Καὶ ὅ,τι εἶναι οἱ Ἀπόστολοι μεταξὺ ὅλων των Ἁγίων, τοῦτο εἶναι ἡ Μαγδαληνὴ μεταξὺ ὅλων των ἁγίων Γυναικών, ὅσες διὰ τῆς πολιτείας τῶν εὐηρέστησαν τὸν Θεό. Διότι τὶς μὲν ἐμιμήθη στὸν ζῆλο, ἀπὸ τὶς ἄλλες φάνηκε ἀνώτερη καὶ σὲ ὅλες ἔγινε παράδειγμα θεαρέστου πολιτείας, γράφει ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος.

Ἔτσι ἀπὸ τὰ πολλὰ ποὺ ἀξίζουν νὰ σοῦ ποῦμε, λίγα μπορέσαμε νὰ σοῦ ἀποδώσουμε «Μαρία θαυμαστὴ καὶ ὑπέρτιμε. σὺ δὲ τὰς ἀθανάτους νῦν οἰκοῦσα σκηνᾶς καὶ σὺν ἀγγέλοις περὶ τὸν θρόνον χορεύουσα τὸν δεσποτικὸν καὶ τὰς ὑπὲρ τοῦ κόσμου ποιουμένη λιτᾶς»33, αἴτησαι δοθῆναι ἠμὶν πταισμάτων ἄφεσιν καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Ταῖς τῆς Ἁγίας Σου Μυροφόρου πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἠμᾶς. Ἀμήν.

Ἀπολυτίκιον

Ἦχος ἅ’. Τὸν τάφον σου Σωτὴρ

Χριστῷ τῷ δὶ’ ἠμᾶς, ἐκ Παρθένου τεχθέντι, σεμνὴ Μαγδαληνή, ἠκολούθεις Μαρία, αὐτοῦ τα δικαιώματα, καὶ τοὺς νόμους φυλάττουσα. ὅθεν σήμερον, τὴν παναγίαν σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ἁμαρτημάτων τὴν λύσιν, εὐχαίς σου λαμβάνομεν.

Κοντάκιον

Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῶ.

Ὁ ὑπερούσιος Θεὸς ἐν τῷ κόσμω, μετὰ σαρκὸς ἐπιφοιτῶν Μυροφόρε, σὲ ἀληθῆ μαθήτριαν προσήκατο, ὅλην σου τὴν ἔφεσιν, πρὸς αὐτὸν κεκτημένην. ὅθεν καὶ ἰάματα ἐπετέλεσας πλεῖστα. καὶ μεταστάσα νῦν ἐν οὐρανοῖς, ὑπὲρ τοῦ κόσμου πρεσβεύεις ἑκάστοτε.

Μεγαλυνάριον

Λόγοις λαμπρυνθεῖσα τοῖς τοῦ Χριστοῦ, κόσμου τὴν ἀπάτην, καταλέλοιπας, καὶ αὐτῶ προσῆλθες, Μαγδαληνὴ Μαρία, καὶ τούτω ἠκολούθεις, ψυχῆς θερμοτητι.

  1. Μικρὸς Συναξαριστής, ἔκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας».
  2. Βλ. Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθόπουλου, «Λόγος εἰς τὴν Ἁγίαν Μυροφόρον καὶ Ἰσαπόστολον Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν», ΡG. 147, 540-576.
  3. Ἔνθα ἀνωτέρω. |
  4. Ὁ Βίος αὐτὸς ἐξεδόθη μαζὶ μὲ τὴν Ἀσματικὴ Ἀκολουθία τῆς Ἁγίας καὶ τοῦ Ἁγίου Σίμωνος τοῦ Μυροβλύτου, ἐπιμέλεια τοῦ καθηγουμένου τῆς Ι. Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, Ἀρχιμανδρ. Ἱερωνύμου, ἐν Ἀθήναις 1924.
  5. Βλ. Θεοφάνους Κεραμέως «Ὁμιλίαι εἰς Εὐαγγέλια Κυριακὰ καὶ Ἐορτᾶς», Ὁμιλία εἰς τὸ Τρίτον Ἑωθινόν.
  6. Μοδέστου, ἀρχιεπισκ. Ἱεροσολύμων «Εἰς τὰς Μυροφόρους» ἐκ τῆς Βιβλιοθήκης Φωτίου, ἀρχιεπισκόπου Κῶν/πόλεως καὶ Ρ.G. 104, 244.
  7. Θεοφύλακτου Ἀρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, «Ἑρμηνεία εἰς τὰ Τέσσερα Ἱερὰ Εὐαγγέλια».
  8. Βλ. Ἄγ. Ἰω. Χρυσοστόμου Ἑρμηνεία στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, Ὁμιλία Π’ καὶ Ἑρμηνεία στὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον Ὁμιλία Ξβ’. Ἐπίσης καὶ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὸ Τριώδιον τῆς Μέγ. Τετάρτης, Ἑορτοδρόμιον Τόμ. Β’, σέλ. 109-112, ἔκδ. «Ὀρθόδ. Κυψέλη».
  9. Βλ. «Εἰς τὴν πόρνην καὶ εἰς τὸν Φαρισαῖον, τὴ ἁγία καὶ μεγάλη Τετάρτη». Ρ.G. τόμ. 59, 531.
  10. Βλ. Θρησκευτικὴ καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμ. 8, σέλ. 726.
  11. Ἐννοεῖ τὴν συνομιλία τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴν Σαμαρείτιδα στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Βλ. Ἰω. δ’, 27.
  12. Ἁγίου Μοδέστου, ἀρχιεπισκ. Ἱεροσολύμων, Λόγος «Εἰς τὰς Μυροφόρους» Ρ.G. 104, 244.
  13. Στίχ. προσόμοιον Ἑσπερινοῦ, 22ας Ἰουλίου, Μηναῖον.
  14. Ἐκ τοῦ Ἐγκωμιαστικοῦ Λόγου εἰς τὴν Ἁγίαν Μαρίαν τὴν Μαγδαληνήν, Νικηφόρου Καλλίστου Ξανθοπούλου.
  15. Ἐγκώμια εἰς τὴν Θεοσωμὸν Ταφὴν τοῦ Κυρίου (ἐξ ἀρχαίου Τριωδίου).
  16. Οἱ εὐσεβεῖς θεοφρονες Μυροφόροι γυναῖκες ἦταν πολλὲς ἀλλὰ οἱ Εὐαγγελιστὲς ἀναφέρουν μόνον τὶς σπουδαιότερες. Μνημονεύονται ἡ Μαρία Μαγδαληνή, ἡ Μαρία, μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωσή, ἡ Σαλώμη, σύζυγος τοῦ Ζεβεδαίου καὶ μητέρα τῶν Ἀποστόλων Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου, ἡ Μαρία τοῦ Κλωπᾶ, ἡ Ἰωάννα, σύζυγος τοῦ Χουζᾶ ἐπιτρόπου τοῦ Ἡρώδη, ἡ Σωσάννα, ἡ Μαρία καὶ ἡ Μάρθα, οἱ ἀδελφές του Λαζάρου. Μαζὶ μ’ αὐτὲς ἦταν καὶ ἄλλες γυναῖκες, ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν Γαλιλαία, ἀκολουθώντας τὸν Κύριο.
  17. «Λόγος εἰς τὴν Κυριακήν των Μυροφόρων» ἐκ τῆς «Εὐαγγελικῆς Σάλπιγγος» Μακαρίου του ἐν Πάτμω.
  18. Ἁγίου Ἰωάν. Χρυσοστόμου Ἑρμηνεία στὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, Ὁμιλία ΠΕ’.
  19. Στιχηρὸν τῶν Αἴνων (ἤχ. πλ. α’) τῆς Κυριακῆς του Πάσχα.
  20. Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΙΗ’, «Εἰς τὴν Κυριακήν των Μυροφόρων», ΕΠΕ τόμ. 9.
  21. Βλ. Θεοφάνους Κεραμέως, Ὁμιλία ΛΕ’, Εἰς τὸ ὄγδοον ἑωθινόν.
  22. Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν Κανόνα τῆς Κυριακῆς του Πάσχα, Ἑορτοδρόμιον τόμ. Β’ σέλ. 313-314, ἔκδ. «Ὀρθοδόξου Κυψέλης».
  23. Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου Ἑρμηνεία στὸ Κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ὁμιλία Πστ’.
  24. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία εἰς τὴν Κυριακή των Μυροφόρων, ΕΠΕ τόμ. 9.
  25. Ἄγ. Γρηγορίου Νύσσης, Ἔργα, ΕΠΕ, τόμ. 10 σέλ. 485.
  26. Θεοφ. Κεραμέως, Ὁμιλία ΛΕ’, Εἰς τὸ ὄγδοον ἑωθινόν.
  27. Προσεδρία εἶναι ἡ ἐπιμονή, ἡ παραμονὴ κοντὰ σὲ κάποιον καὶ ἡ φροντίδα γι’ αὐτὸν μὲ πολλὴ ἀγάπη.
  28. Παρακλητική, Αἶνοι Κυριακῆς, γ’ ἤχου.
  29. Μακαρίου του ἐν Πάτμω, ἔνθ. ἄνωτ.
  30. Κοντάκιον, Κυριακῆς Μυροφόρων, ἦχος β’.
  31. Τιβέριος = Ρωμαῖος αὐτοκράτορας, βασίλεψε κατὰ τὰ ἔτη 42 π.Χ. – 37 μ.Χ.
  32. Ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύμων στὴν «Δωδεκάβιβλο» λέει ὅτι ὁ Λέων ὁ Σοφὸς ἔφερε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἱερὸν λείψανον τῆς Μαρίας τῆς ἀδελφῆς του Λαζάρου.
  33. Βίος ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς ἐκ τοῦ «Μηνολογίου» τόμ. 2ος (Menologii Anonymi Byzantini. Saeculi X, τόμοι 2).

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *