2 Ἰουνίου

Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος, ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 758 μ.Χ., ἀπὸ περιφανεῖς καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸ βασιλικὸ γραμματέα καὶ νοτάριο Θεόδωρο καὶ τὴν Εἰρήνη. Ὁ πατέρας τοῦ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (741 – 775 μ.Χ.) στὰ Μύλασσα τῆς Καρίας καὶ μετὰ στὴ Νίκαια, ὅπου μετὰ ἑξαετία ἀπέθανε, διότι ἦταν ὑπέρμαχος τῶν ἱερῶν εἰκόνων.

Ὁ Νικηφόρος εἶχε καλὴ ἐκπαίδευση καὶ ἐχρημάτισε βασιλικὸς γραμματέας, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε κλίση στὴ μοναχικὴ πολιτεία, ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἀποσύρθηκε σὲ κάποιο λόφο ἀπέναντί του Θρακικοῦ Βοσπόρου, ὅπου μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς
διήνυε τὴν ὁδὸ τῆς ἀσκήσεως. Γενόμενος γνωστὸς γιὰ τὶς ἀρετές του στὴν Κωνσταντινούπολη, προσκλήθηκε καὶ ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση κάποιου πτωχοκομείου τῆς πόλεως. Ὅταν ἐκοιμήθηκε ὁ Ἅγιος Ταράσιος, ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Ἃ’ τοῦ Λογοθέτου (803 – 811 μ.Χ.), μὲ τὴν ψῆφο τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ἐξελέγη, στὶς 5 Ἀπριλίου 806 μ.Χ., Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἐχειροτονήθηκε στὶς 12 τοῦ ἰδίου μηνὸς κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Ἁγίου Πάσχα.

Ὅσο ζοῦσε ὁ βασιλεὺς Νικηφόρος καὶ οἱ διάδοχοί του Σταυράκιος (811 μ.Χ.) καὶ Μιχαὴλ Ἃ’ ὁ Ραγκαβὲς (811 – 813 μ.Χ.), ἡ πατριαρχεῖα τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου ἦταν ὁμαλὴ καὶ ἀπερίσπαστη. Ὅταν ὅμως αὐτοκράτορας ἔγινε ὁ Λέων Ἐ’ ὁ Ἀρμένιος (813 – 820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος, ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἦταν ἀντίπαλος καὶ ἀτρόμητος ἐπιτιμητής τῆς βασιλικῆς ἀσέβειας. Ὁ Πατριάρχης παρέλαβε τὸν Ὅσιο Θεοφύλακτο Νικομηδείας, τὸν Ἅγιο Αἰμιλιανὸ Κυζίκου, τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο Σαρδέων, τὸν Εὐδόξιο Ἀμορίου, τὸν Ἅγιο Μιχαὴλ Συνάδων καὶ τὸν Ἅγιο Ἰωσὴφ Θεσσαλονίκης, καὶ ἐπῆγε στὸ παλάτι, γιὰ νὰ ἐλέγξει τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ τὸν βοηθήσει νὰ ἐπιστρέψει στὴν ὀρθὴ πίστη. Ὁ αὐτοκράτορας ἔμενε ἀμετάπειστος καὶ τοὺς κατεδίκασε ὅλους σὲ ἐξορία. Ὁ Πατριάρχης Νικηφόρος ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴ Χρυσούπολη καὶ στὴ συνέχεια στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Θεοδώρου κοντὰ στὸν Ἀκρίτα. Ἐκεῖ συνδέθηκε περισσότερο μὲ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη, ποὺ ἦταν καὶ αὐτὸς ἐξορισμένος.

Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο, δολοφονηθέντος τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος, ἔγινε βασιλέας ὁ Μιχαὴλ Β’ ὁ Τραυλὸς (820 – 829 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐζήτησε τὴν ἀποκατάστασή του. Ὁ αὐτοκράτορας Μιχαὴλ ἐδέχθηκε τὴν πρόταση αὐτή, ἀλλ’ ὑπὸ τὸν ὄρο ὁ Ἅγιος νὰ ἀναγνωρίσει τὴν ὑφιστάμενη ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ νὰ μὴν κινήσει τὸ θέμα τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Ὁ Ἅγιος ἀπέκρουσε τὸν ὄρο αὐτὸ καὶ ἐπροτίμησε τὴν ἐξορία, ὅπου καὶ ἀπέθανε τὸ 829 μ.Χ.

Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητὴς εἶναι ἐπίσημος στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο διότι μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἱερὸ ζῆλο ἐπολέμησε τοὺς εἰκονομάχους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σπάνια αὐτοῦ συγγραφικὴ ἱκανότητα. Ἐπισημότερα τῶν συγγραμμάτων τοῦ εἶναι ἡ «Σύντομος Ἱστορία», τὸ «Χρονολογικὸν σύντομον», ἡ «Στιχομετρία», «Λόγοι ἀντιρρητικοί», «Ἐπιστολαί», καὶ διάφοροι ἐκκλησιαστικοὶ κανόνες.

Ἡ μεγάλη συμβολὴ τοῦ Ἁγίου Νικηφόρου στὴν ὑπερίσχυση καὶ ἐπικράτηση τῶν Ὀρθοδόξων ἀπόψεων ἔγκειται στὴν ὑπ’ αὐτοῦ συστηματικὴ ἀνασκευὴ καὶ ἀναίρεση των εἰκονοκλαστικῶν θέσεων καὶ μάλιστα καὶ τῶν ἀναφερομένων στὸ Χριστολογικὸ δόγμα.

Οἱ εἰκονομάχοι, ἀθετήσαντες τὴν τιμὴ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀπέβαλαν εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς καὶ τὶς εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος ἀπέδειξε μὲ βάση τὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὅτι οἱ Ἀγγελικὲς δυνάμεις, ἂν καὶ ἀσώματοι, ἄυλοι καὶ (σχετικῶς) ἀπεριόριστοι, εἰκονίζονται καὶ οἱ εἰκόνες προσαγορεύονται διὰ τοῦ ὀνόματος τῶν ἀρχετύπων, διὰ τοῦ ὁποίου μεταβιβάζονται σὲ αὐτὲς ἡ χάρη καὶ ἡ εὐλογία ἐκείνων, τῶν ὁποίων καὶ μεταλαμβάνουν οἱ ἀξίως τιμῶντες αὐτές. Ἔτσι, κατὰ τὸν ἱερὸ Πατέρα, οἱ εἰκόνες τῶν Ἀγγέλων δὲν εἶναι ἄψυχα, ἀναίσθητα, ἀπὸ ἄψυχη καὶ ἄλογη ὕλη, ἐπιτεύγματα ἀνθρωπίνων χειρῶν, δὲν εἶναι εἴδωλα, ἀλλὰ τῶν ἐπουρανίων Δυνάμεων «ἀφομοιώματα τίμια καὶ ἅγια», «ἱερὰ ἀπεικάσματα καὶ ἀπεικονίσματα», τὴν κατασκευὴ τῶν ὁποίων «Θεὸς ἐστιν ὁ προστάττων, Θεὸς ὁ κελεύων».
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ στὶς 13 Μαρτίου.

Στίχος
Τοῦ Πατριάρχου Πατριάρχης πλησίον, Θείου γέροντος, Ἀβραὰμ Νικηφόρος. Δευτερίη Νικηφόρος εἰς Ἐδὲμ εὔρατο μοίρην.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Νίκην ἤνεγκε, τὴ Ἐκκλησία, ἡ σὴ ἔνθεος, ὁμολογία, Νικηφόρε Ἱεράρχα θεοληπτε· τὴν γὰρ Εἰκόνα τοῦ Λόγου σεβόμενος, ὑπερορία ἀδίκως ὠμίλησας. Πάτερ Ὅσιε,
Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ’.
Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας διδάσκαλον, ἀνέδειξε σὲ τὴ ποίμνη σου, ἥ των πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τὴ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά,
τὴ πτωχεία τὰ πλούσια. Πάτερ Ἱεράρχα Νικηφόρε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῶ, σωθῆναι τὰς ψυχᾶς ἠμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον
Τὸν τὴν νίκης στέφανον, ὢ Νικηφόρε, οὐρανόθεν ἔνδοξε, ὡς εἰληφῶς παρὰ Θεοῦ, σῶζε τοὺς πίστει τιμώντάς σε, ὡς Ἱεράρχην Χριστοῦ καὶ Διδάσκαλον.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας ἔμπνους εἰκών, καὶ Εἰκονομάχων, καθαιρέτης ὁ ἰσχυρός· χαίροις θεοσδότων, δογμάτων ὁ προστάτης, θεοφρον Νικηφόρε, πίστεως ἔρεισμα.

http://xristianos.gr