Τὸν μακάριον, λοιπόν, ἐκεῖνον καὶ μεγάλον Ἠλίαν, τὸν προφήτην, αὐτόν, ποὺ εἶναι πιὸ ἐπάνω ἀπὸ τὰ νέφη, ἡ χήρα ἐκείνη, ἡ ὁποία ὑμνήθηκε καὶ ἐπαινέθηκε πολύ, φιλότιμα τὸν ὑποδέχθηκε κάποτε, ἔχοντας μόνον μίαν μικρὴν φούχταν ἀλεῦρι, νικώντας μὲ τὸν πόθον τῆς φιλοξενίας τὸ βάθος τῆς φτώχειας της. Ἐγὼ δὲ τώρα, αὐτὸ τὸ ποίμνιον τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ πού, ἐνῷ οἱ δυνάμεις μου δὲν τὸ ἐπιτρέπουν, ἀναγκάζομαι νὰ φιλοξενήσω, μὲ μίαν γλῶσσαν, ἡ ὁποία εἶναι πιὸ φτωχὴ ἀπὸ τὴν φούχτα τὸ ἀλεύρι, πῶς θὰ παραθέσω τράπεζαν; καὶ ποιὸν καμψάκη (δοχεῖον λαδιοῦ καὶ ἄλλων ὑγρῶν) θὰ εὕρω, νὰ πηγάζῃ, γιὰ νὰ ὑποδεχθῶ αὐτὴν τὴν ὥραν τὴν νύμφην τοῦ Χριστοῦ; Χρησιμοποίησε ἐσὺ γιὰ ἐμᾶς, ὦ μακαρία χήρα, λίγο ἀλεύρι τῆς πίστεως.

Μᾶλλον δὲ ἐσὺ ὁ ἴδιος, ὦ μακάριε Ἠλία, ἐσὺ ποὺ ἔθρεψες ἐκείνην τὴν χήραν, ποὺ σὲ ἔθρεψε, εἶπε καὶ σὲ ἐμᾶς ἕνα λόγον φιλανθρωπίας ἀνεξάντλητον. Γιατὶ αὐτὸς ὁ λαὸς εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν Μωϋσῆν ὕμνησεν ἐπάνω στὸ ὄρος τὴν ἐνανθρώπησιν. Ὄχι, βέβαια, ἐκεῖνος ὁ λαὸς τοῦ Μωϋσέως, ὁ ἀχάριστος πρὸς τὸν εὐεργέτην, διὰ τὴν ἀχαριστίαν τῶν ὁποίων ἐζήτησες καὶ ἐπῆρες τὴν τιμωρίαν των, ἀφοῦ τοὺς ἔκρινες. Διότι εἶδεν ὁ προφήτης τὸν λαὸν τῶν Ἰουδαίων, νὰ τρέφεται πλούσια μὲ τὰ ἀγαθά, ποὺ προῆλθαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, νὰ ἀγνοοῦν ὅμως τὸν αἴτιον καὶ δωρητὴν τῆς τροφῆς. Νὰ μετατρέπουν τὴν θείαν φιλανθρωπίαν σὲ πρᾶξιν ἀσεβείας καὶ νὰ στρέφουν τὸν σεβασμόν των ἀπὸ τὸν Κτίστην Θεὸν εἰς τοὺς δαίμονας. Τότε ὁ προφήτης, ἀφοῦ ἔκανε τὸν θυμὸν σύμμαχον καὶ βοηθὸν τῆς εὐσεβείας, ἔβγαλε μεγάλην φωνήν, ἐπιβάλλοντας στὸν οὐρανὸν νόμον ἀνομβρίας καί, ἀφοῦ ἔδεσε τὴν ἀπόφασιν μὲ ὅρκον, ἐκλείδωσε τὰ σύννεφα. «Ζῇ Κύριος, δὲν θὰ ὑπάρξῃ αὐτὰ τὰ χρόνια δροσιὰ ἡ βροχὴ ἐπάνω εἰς τὴν γῆν». Ὢ θυμὸς εὐσεβείας! Ὢ γλῶσσα, χαλινάρι τοῦ οὐρανοῦ! Ὢ φιλανθρωπία τοῦ Δεσπότου! Παραχωρεῖ στὸν δοῦλον, νὰ διοικήσῃ τὴν κτίσιν. Ἐντράπηκε ἀπὸ τὸν ζῆλον τῆς εὐσεβείας (τοῦ προφήτου) καὶ παρεχώρησε τὰ ἡνία τῆς κτίσεως. «Ζῇ Κύριος». Ὁρκίζεται κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ, ὥστε ἡ κτίσις, ἐπειδὴ θὰ ἐντραπῇ τὸν ὅρκον, νὰ συγκρατήσῃ τὴν ἐνέργειαν. «Ζῇ Κύριος». Ἐπειδή, λέγει, οἱ Ἰουδαῖοι συγκατατέθηκαν στὴν λατρείαν τῶν εἰδώλων, ἐπειδὴ ἐγκατέλειψαν τὸν ζωοποιὸν Θεὸν καὶ παρέδωσαν τοὺς ἑαυτούς των στοὺς νεκροποιοὺς δαίμονας, ἂς διδαχθοῦν τώρα μὲ τὶς συμφορές των τὸν Ζῶντα Θεόν. Καὶ ἂς ἐκπαιδευθοῦν στὸν θάνατον μὲ ἐκεῖνα, διὰ τῶν ὁποίων πεθαίνουν. Ἂς δεχθοῦν τὴν πεῖναν, ὡς παιδαγωγόν, στὴν εὐσέβειαν, ἂς μάθουν τὸν χορηγὸν τῶν βροχῶν, πληττόμενοι ἀπὸ τὴν ἀνομβρίαν.

Φοβοῦμαι ὅμως τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ. Διότι γνωρίζω, ὅτι γρήγορα πείθεται ἀπὸ τὰ δάκρυα, γνωρίζω, ὅτι λυγίζει ἀπὸ τὶς ἱκεσίες, γνωρίζω, ὅτι μὲ μίαν μικρὴν μετάνοιαν μειώνει καὶ παίρνει πίσω τὶς τιμωρίες. Φοβοῦμαι, λοιπόν, μήπως, πρὶν τὴν ὥραν της, λύσῃ τὴν ἀνομβρίαν καὶ ἔτσι τὸ φάρμακον τῆς τιμωρίας δὲν φέρῃ κανένα ἀποτέλεσμα καὶ μήπως μείνη πάλι ἀγνώμων ὁ λαὸς αὐτός, καταφρονώντας τὴν ἀγαθότητα τοῦ Δεσπότου. Τί νὰ κάνω λοιπόν; Μὲ ὅρκον θὰ πιέσω καὶ αὐτὴν τὴν ἴδιαν τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἂν μοῦ πῇ ὁ Θεός, ὅταν αὐτοὶ Τὸν ἱκετεύουν: «Νὰ δώσω τὴν βροχὴν στοὺς ἀνθρώπους, Ἠλία;» Θὰ πῶ πρὸς Αὐτόν. «Ὄχι. Ζῇ Κύριος, δὲν θὰ ὑπάρξῃ αὐτὰ τὰ χρόνια δροσιὰ ἢ βροχὴ ἐπάνω στὴν γῆ, παρὰ μόνον διὰ τοῦ στόματός μου». Βάζουν σὲ περιορισμὸν τὴν φύσιν οἱ λέξεις. Ἂς εἶναι. Κρατᾷς τὸν οὐρανόν. Γιατὶ θέλεις νὰ κατέχῃς καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Θεοῦ; Ἂς εἶναι. Ἐναντίον τῶν συνανθρώπων σου προτείνεις τιμωρίαν. Γιατί ὅμως ἁρπάζεις καὶ τὴν ἐξουσίαν τοῦ Δεσπότου; Ἐσὺ ἐδέσμευσες τὰ σύννεφα, νὰ μὴ βρέχουν, ἀλλὰ τουλάχιστον ἐπίτρεψε στὸν Ποιητήν, νὰ ὁμιλήσῃ. «Ὄχι. Ζῇ Κύριος. Μόνον διὰ τοῦ στόματός μου». Μὲ ἔστειλες, λέγει, στὸν λαόν, ὡς παιδαγωγὸν τῆς θεοσεβείας, μὲ ἔκανες διδάσκαλον ἑνὸς πλήθους ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν σέβονται τὸν Θεόν, δῶσε καὶ τὴν ἐξουσίαν τῆς τιμωρίας. Γνωρίζω, ποιὸ εἶναι τὸ μέτρον τῆς τιμωρίας γιὰ αὐτούς, ποὺ ἀσεβοῦν κατὰ τὴν ἀξίαν των. «Μόνον διὰ τοῦ στόματός μου».

Ὁ Θεὸς ὑποχωρεῖ καὶ δίνει στὸν Ἠλίαν τὴν ἐξουσίαν. Λυπᾶται, βέβαια, καὶ συμπονεῖ αὐτούς, ποὺ ἀξίζει νὰ τιμωρηθοῦν, σέβεται, ὅμως, τὸν ζῆλον τοῦ προφήτου. Νικημένος καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ὁ Δεσπότης τῶν ὅλων, τί νὰ κάνει; Ἀφοῦ ἀνέμιξε τὴν σοφίαν μὲ τὴν καλωσύνην, χρησιμοποιεῖ τὴν ἀνάγκην. Δίνει, βέβαια, στὸν προφήτην τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀνομβρίας, ἀλλά, μαλακώνοντας τὴν ὀργήν του, τὸν καθιστᾷ συμμετέχον καὶ αὐτὸν τῆς τιμωρίας. Καταδικάζει καὶ τὸν προφήτην μαζὶ μὲ τὸν λαόν, ἀναγκάζοντάς τον, νὰ γίνῃ ἀκουσίως φιλάνθρωπος γιὰ τοὺς συνανθρώπους του. Ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν ἀποθάνη ὁ εὐσεβὴς ἐπίσης ἀπὸ τὴν πεῖναν μαζὶ μὲ τοὺς ἀσεβεῖς, παραβιάζει κρυφὰ τὴν ἀπόφασίν Του χορηγώντας του τὴν τροφήν. Τὸν τρέφει, λοιπόν, μὲ κόρακες, γιὰ νὰ λύσῃ αὐτὸς τὴν τιμωρίαν τῆς πείνας, νιώθοντας ἀποστροφὴν γιὰ τὴν τροφήν, ποὺ θὰ ἔπαιρνε ἀπὸ ἕνα ἀκάθαρτον ζῷον. «Διατάσσω, λέγει, τοὺς κόρακες, νὰ σὲ τρέφουν». Βλέπε τὴν θείαν σοφίαν. Ὁ κόρακας κατηγορεῖται μέσα στὴν Ἁγίαν Γραφήν, σὰν ἕνα ζῷον, τὸ ὁποῖον μισεῖ τὰ παιδιά του. Γιατί, ἀφοῦ γεννήσουν, ἀρνοῦνται τὴν συγγένειαν καὶ δὲν φροντίζουν γιὰ τὴν τροφὴν τῶν παιδιῶν των. Ἀλλὰ ἡ Θεία Πρόνοια κυβερνᾶ ὅλην τὴν πλάσιν καὶ στὰ νεογέννητα πουλιὰ οἰκονομεῖ μυστικὰ τὴν τροφὴν μὲ μερικὰ μικρὰ ζῷα. Καὶ αὐτὴν τὴν Θείαν Πρόνοιαν ὑμνώντας ὁ προφήτης Δαυὶδ ψάλλει «Καὶ τοῖς νεοσσοῖς τῶν κοράκων τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν» (Ψαλμ. 146, 9). «Δίνω ἐντολήν, λέγει, στοὺς κόρακες, νὰ σὲ τρέφουν». Οἱ προδότες τῶν παιδίων των, ἐργάτες τῆς δικῆς σου τροφῆς. Νὰ μὴ γίνῃς, λοιπόν, χειρότερος ἀπὸ τοὺς κόρακες, ποὺ μισοῦν τὰ τέκνα των, νὰ μὴ μιμηθῇς τὴν δικήν των μισοτεκνίαν, ὅσον ἀφορᾷ στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ νὰ μιμηθῆς τὴν φροντίδα των καὶ περιποίησίν των γιὰ σένα. Οἱ κόρακες ἐξεπέρασαν τὴν φύσιν των, λειτουργώντας ἔτσι γιὰ σένα. Ξεπέρασε καὶ ἐσὺ μὲ τὴν φιλανθρωπίαν τὴν κακίαν τῶν Ἰουδαίων καὶ μὴ γίνεσαι πιὸ ἀπάνθρωπος ἀπὸ τοὺς κόρακες γιὰ τοὺς συναθρώπους σου. Νιῶσε ντροπήν, βλέποντας τοὺς κόρακες, νὰ γίνωνται κήρυκες φιλανθρωπίας.

Ἀλλά, μόλις εἶδεν ὁ Θεὸς τὸν Ἠλίαν ἀνένδοτον, σταματᾶ τοὺς κόρακες, νὰ τὸν ὑπηρετοῦν, σταματᾷ τὴν τροφήν, γιὰ νὰ τοῦ ἀλλάξῃ τὴν γνώμην. Ἂν καί, δίχως τὴν συμφωνίαν τοῦ προφήτου, ἦταν εὔκολη στὸν Θεὸν ἡ παραχώρησις βροχῆς, δὲν ἤθελε, νὰ λύσῃ τὴν ἀπόφασίν του ἀγαπητοῦ του δούλου, καὶ συμπονώντας τὸν Ἠλίαν δὲν τὸν πρόσβαλε, συνεχίζοντας, νὰ τιμωρῇ ἐκείνους. Μὲ σοφίαν δὲ ἐμεθόδευε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν προφήτην. Διότι, μόλις εἶδεν αὐτό, ποὺ εἶπαν, νὰ μὴν ὑποχωρῇ καὶ νὰ νικᾷ τὴν βίαν τῆς πείνας μὲ τὴν ἐπιμονὴν τῆς γνώμης, μᾶλλον μόλις τὸν εἶδε, νὰ τρέφεται πλούσια μὲ τὴν τιμωρίαν τῶν ἀσεβῶν, τὸν προστάζει, νὰ περάσῃ διαδοχικὰ ἀπὸ διαφόρους τόπους καὶ νὰ προχωρήσῃ βιαστικὰ πρὸς Σαραφθᾶ. Τὸν στέλνει σὲ μιὰ γυναῖκα χήραν. Αὐτόν, ποὺ μὲ τὴν φωνήν του τὴν φύσιν χήραν κατέστησε. «Διατάσσω, λέγει, μία γυναῖκαν χήρα νὰ σὲ τρέφῃ». Μόνον ποὺ δὲν εἶπεν. Ἐὰν δὲν ἐντρέπεσαι τὴν τροφήν, μὴ σβήσῃς τὴν ἀγανάκτησιν. Χήρα καὶ φτωχὴ καὶ ἐπὶ πλέον εἰδωλολάτρισσα ἐπιλέγεται. Ἢ γιὰ νὰ λυπηθῇ τὴν φτώχειάν της ἢ ὡς εἰδωλολάτρισσας, νὰ ἀποστραφῇ τὴν τροφήν της καὶ γίνῃ καὶ δίχως τὴν θέλησίν του φιλάνθρωπος καὶ λύσῃ τὰ σύννεφα, ποὺ ἐδέθησαν μὲ τὴν σιωπήν. Ἀλλὰ δὲν παραιτεῖται ὁ Ἠλίας, ἀπὸ τὸ νὰ βαδίζῃ πρὸς τὴν χήραν. Καὶ αὐτὴ ἐλέγχει τὴν φτώχειαν μὲ τὸ σχῆμα. Διότι ἑτοίμασε τὴν τροφὴν μαζὶ καὶ τὸν τάφον. Καὶ γίνεται ζητιάνος τῆς χήρας, αὐτός, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ στόματός του καὶ τῶν χειλέων του ἔδεσε τὶς κλειδαριὲς τοῦ οὐρανοῦ.

Καὶ αὐτὴ τί λέει; «Ζῇ Κύριος ὁ Θεός σου». Αὐτόν, τὸν ὁποῖον βλέπεις ζητιάνον, τὸν τιμᾷς σὰν προφήτην; Ἀπὸ ποῦ γνωρίζεις, ὅτι εἶναι προφήτης; Θυμήσου ἀγαπητὲ τὰ λόγια του Θεοῦ πρὸς τὸν Ἠλίαν. «Διατάσσω, λέγει, χήρα, νὰ σὲ διατρέφῃ». Καὶ εἶναι ὁλοφάνερον, ὅτι, δι᾿ ἀποκαλύψεως εἶχε πλήρως φανερωθῆ στὴ χήραν ἡ παρουσία τοῦ προφήτου.

Καὶ ἦταν ἡ θέα τῶν ὀφθαλμῶν ὑπενθύμισις τοῦ δράματος, ποὺ εἶδε κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ ὕπνου. Ἀνεγνώρισε, λοιπόν, τὴν ἀξίαν τοῦ παρόντος καὶ ἐθρηνοῦσε γιὰ τὴν φτώχειαν. «Ζῇ Κύριος ὁ Θεός σου λέγει, δὲν ὑπάρχει σὲ μένα ψωμί, παρὰ μόνο μία φούχτα ἀλεύρι στὴ στάμναν καὶ λίγο λάδι στὸν καμψάκην. Ἀλλά, νά, ἐγὼ μαζεύω δύο ξυλαράκια καὶ θὰ εἰσέλθω καὶ θὰ φτιάξω τροφὴν γιὰ μένα καὶ τὰ παιδιά μου καὶ θὰ φᾶμε καὶ θὰ ἀποθάνωμεν». Τὸ τελείωμα τῆς τροφῆς μας θὰ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ θανάτου μας. Θὰ παραθέσω αὐτήν, τὴν τελευταίαν τράπεζαν. Μέτρον τῆς ζωῆς γιὰ μᾶς στάθηκε ἡ φούχτα τοῦ ἀλεύρου. Μίαν προθεσμίαν περιμένομεν τῆς τροφῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἐπόνεσεν ὁ προφήτης μὲ τὴν φωνὴν τῆς μητέρας ἐκείνης. Εὐσπλαχνίζεται τὴν μητέρα, ποὺ βασανίζεται ἀπὸ τὴν πεῖναν μαζὶ μὲ τὰ παιδιά της, εἶδε τὰ μητρικὰ σπλάγχνα, νὰ σπαράζουν ἀπὸ τὴν πεῖναν τῶν παιδιῶν της καὶ ἄφησε φωνήν, ἡ ὁποία εἶχε γλυκύτητα φιλανθρωπίας. «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος. Ἡ στάμνα τοῦ ἀλεύρου δὲν θὰ ἀδειάσῃ καὶ ὁ καμψάκης μὲ τὸ λάδι δὲν θὰ λιγοστέψη μέχρι τὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ στείλη ὁ Κύριος βροχὴν στὴ γῆν». Γιὰ πρώτη φορὰ ὑπόσχεται βροχήν, τακτοποιεῖ καὶ στολίζει τὰ σύννεφα μὲν τὴν ἐλπίδα καὶ χρησιμοποιεῖ, γιὰ πηγὴν τῆς τροφῆς, τὴν στάμναν. Καὶ ὅση εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἡμέρας, τόση θὰ εἶναι καὶ ἡ προμήθεια τῆς στάμνας. Κάθε ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ χήρα εἶχεν ἀνάγκην, τρυγοῦσε καρποὺς ἀπὸ τὴν στάμναν.

Ἀλλὰ ἔτσι, καὶ αὐτὸς ἔκανε τὸν χρόνον νὰ περισσεύῃ καὶ ἡ πεῖνα κυριαρχοῦσε καὶ ἡ κτίσις ἔγινε, σὰν κατεργασμένον μέταλλον. Ὁ προφήτης ὅμως δὲν συνθηκολογοῦσε. Τί κάνει λοιπὸν ἡ πηγὴ τῆς φιλανθρωπίας;

Μὲ τρίτον τέχνασμα περικυκλώνει τὸν προφήτην, μὲ τὸ ὁποῖον νὰ ἡττηθῇ ὁ Ἠλίας καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλῃ, νὰ καμφθῇ πρὸς φιλανθρωπίαν. Γιατί παρουσιάζεται ἀρρώστια καὶ ὁ υἱὸς τῆς χήρας ἔφευγε ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν ζωήν. Πρόσταγμα Θεοῦ διέταζε τὴν ψυχήν, νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ παρίσταται ἡ χήρα στὸν προφήτην. «Τί ὑπάρχει ἀνάμεσά σε μένα καὶ σὲ σένα ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες σὲ μένα, γιὰ νὰ μοῦ θυμήσῃς τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ θανατώσῃς τὸν υἱόν μου;». Μακάρι, λέγει, νὰ εἶχα χαθῇ ἀπὸ τὴν πεῖναν. Μακάρι ἐρχόμενος ὁ θάνατος νὰ μὲ ἔπαιρνε, πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ παιδιοῦ μου. Τώρα, ὅμως, χορηγώντας μου τὴν τροφήν, μοῦ διεφύλαξες ἕνα τέτοιο θέαμα; Ἀποροῦσε γιὰ τὸ συμβὰν ὁ Ἠλίας καὶ θαυμάζοντας γιὰ τὴν φιλοξενίαν τῆς γυναικὸς ζητοῦσε, νὰ μάθῃ γιὰ τὸν θάνατον τοῦ παιδιοῦ της. Καὶ ἀναζητώντας βρῆκε τὸ ὑπάρχον τέχνασμα τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτόν, τὸν θάνατον τοῦ παιδιοῦ. Καὶ στὸν Θεὸν προσπίπτει καὶ ἀναγγέλλει τὸ τέχνασμα.

«Ἀλλοίμονο Κύριε, ὁ μάρτυρας τῆς χήρας, Σύ, τῆς ἔκαμες κακὸν καὶ ἐθάνατωσες τὸν υἱόν της;». Κατάλαβα τὸ ἐναντίον μου τέχνασμα. Ἀντιλήφθηκα, τί μοῦ προξένησες. Ἀπαιτεῖς ἀπὸ ἐμένα ἀνταπόδοσιν φιλανθρωπίας, ὥστε, ὅταν ἐγὼ ἱκετεύσω γιὰ τὸ παιδὶ τῆς χήρας, «Λῦσε, ὦ Κτῖστα», τὸν θάνατον τοῦ παιδιοῦ», νὰ μοῦ ἀνταποδώσῃς καὶ Σὺ τὴν ἰδίαν ἀμοιβήν, «Λῦσε λοιπὸν καὶ ἐσὺ τὴν ἀπόφασιν τῆς ἀνομβρίας κατὰ τοῦ παιδός μου Ἰσραήλ». Γίνομαι, λοιπόν, μαθητής Σου τῆς φιλανθρωπίας, ὑπηρέτης Σου πραότατος. Δεῖξε, ὦ Δέσποτα, τὸν θάνατον, νὰ ἐξημερώνεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἂς μάθῃ τὰ γνωρίσματα τῆς φιλανθρωπίας Σου. Ἂς φθάσουν καὶ μέχρι τὸν Ἅδη τὰ δείγματα τῆς καλωσύνης Σου. Ἂς λυθοῦν καὶ ἡ τιμωρία τῶν ζώντων καὶ οἱ φύλακες τῶν κεκοιμημένων.

Τὴν εὐχὴν τοῦ προφήτου τὴν ἐπακολούθησεν ἡ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ ὁ ἀνίκητος γιὰ τοὺς ἀνθρώπους θάνατος, ἐμάθαινε ἀπὸ τὸν Ἠλίαν τὴν ἧτταν καὶ θρηνοῦσε, γιατὶ παραβιάσθηκεν ἀπὸ τὴν προφητικὴν γλῶσσαν. Διότι τοῦ ἀπέσπασαν τὸν πρῶτον του νεκρὸν καὶ ἐδιδασκόταν, νὰ πενθῇ κι᾿ αὐτὸς σὰν τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἔλεγε: Τί μεταβολὴ εἶναι αὐτὴ τῶν πραγμάτων, ἐνῷ δὲν τὴν περίμενα; Νεκροὶ ἐπιστρέφουν στὴν ζωὴν καὶ ψυχὲς κατοικοῦν ξανὰ μετὰ τὸν θάνατον στὰ σώματά των. Λύνεται ὁ νόμος τοῦ θανάτου, ποὺ ἐγράφη μέσα εἰς τὸν Παράδεισον. Ἔχω ὅμως ἐνέχυρον τῆς ἐξουσίας μου τὰ παραπτώματα τῶν φυλακισμένων. Τὰ ὅπλα μου κατὰ τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἀνθρώπων τὰ πταίσματα. Τόσον πλῆθος δικαίων εὑρίσκεται στὴν κυριαρχίαν μου καὶ ἀπὸ τὰ δίκτυά μου κανεὶς δὲν δραπετεύει. Χιλιάδες ἁμαρτωλοὶ εἶναι κλεισμένοι στὶς φυλακές μου. Ὁ μόνος, ποὺ μὲ ἐλύπησεν εἶναι ὁ Ἐνώχ, ποὺ ἐπάτησε τὴν ἐξουσίαν μου ἀπὸ πεῖραν, διότι, ἂν καὶ ὑπέκειτο στοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἐφάνηκεν ἀνώτερος ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ θανάτου. Τώρα δὲ καὶ αὐτούς, ποὺ εἶχα στὴν κατοχήν μου καὶ αὐτῶν τὴν ζωὴν δίνω πίσω. Μὲ μάταιες ἐλπίδες ἐξεγελοῦσα τὸν ἑαυτόν μου καὶ ἐνόμιζα, ὅτι ἡ ὀργὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους δὲν θὰ σβήσῃ. Ἴσως, καὶ ἂν τὸν ἱκετεύσουν ἰδιαιτέρως, νὰ λύσῃ καὶ τὸ «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ». Διότι, ἂν ἐσεβάσθηκε τὴν φωνὴν ἑνὸς δικαίου καὶ μοῦ ἐστέρησε τὴν ἐξουσίαν τῶν νεκρῶν, φοβοῦμαι, μήπως οἱ ἄνθρωποι ἀρχίσουν, νὰ μὲ περιπαίζουν λέγοντας, «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ νῖκος; Ποῦ σου, ᾅδη, τὸ κέντρον;».

Ὁ υἱός, λοιπόν, τῆς χήρας παρεδόθη στὶς μητρικὲς ἀγκάλες καὶ ὁ Ἠλίας, ἀφοῦ μὲ τὰ τεχνάσματα τοῦ Θεοῦ ἐλύγισε πρὸς φιλανθρωπίαν, ἔστειλε στοὺς ἀνθρώπους τὴν βροχὴν μὲ τὰ σύννεφα. Καὶ πάλιν ὁ οὐρανὸς ἐνδύεται μὲ σύννεφα καὶ ἡ γῆ ἀποβάλλει τὴν χηρείαν τῆς ἀκαρπίας. Πάλιν ἡ κτίσις διὰ τῆς βροχῆς ἀνανεώθηκε. Τὰ ἁμαρτήματα ὅμως τῶν ἀνθρώπων καθόλου δὲν ὀλιγόστευαν. Ὁ Θεός, ὅμως, βλέποντας τὸν Ἠλίαν, νὰ φλογίζεται πάλιν ἀπὸ ζῆλον ἐναντίον τῶν ἀσεβῶν καὶ μὲ μάχαιρα νὰ θερίζῃ τὸ πλῆθος τῶν ψευδοπροφητῶν μὲ πύρινον ἅρμα τὸν παίρνει σὲ ἄλλον τόπον μέσα ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς. Εἶπε δὲ περίπου αὐτὰ πρὸς τὸν προφήτην. «Θαυμάζω τὸν ζῆλον σου Ἠλία καὶ παραδέχομαι τὴν ἀρετήν σου. Οἱ γενεὲς ὅμως τῶν ἀνθρώπων ἔχουν ἔντονη κλίσιν πρὸς τὴν ἁμαρτίαν. Καὶ ἐάν, ἀνάλογη μὲ τὶς ἁμαρτίες ἐπιφέρων τὴν τιμωρίαν θὰ ἐκλείψῃ τὸ ἀνθρώπινον γένος, κυβερνώμενον ἀφιλανθρώπως. Σὲ ἐσένα εἶναι πολὺ βαρύ, νὰ βλέπῃς αὐτούς, ποὺ ἁμαρτάνουν. Σὲ Ἐμένα, ὅμως, ποὺ εἶμαι Δεσπότης, ὑπάρχει ἄγραφος νόμος φιλανθρωπίας. Γιατί Ἐγὼ ὁ Ἴδιος παρουσίασα τὸν Ἑαυτόν Μου ἐγγράφως ὀφειλέτην τοῦ καλοῦ. Καὶ ἐὰν σκεφθῶ ποτὲ τὴν τιμωρίαν ἐξ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας, ἐντρέπομαι τὸν νόμον τῆς φιλανθρωπίας, ποὺ λέγει: «Δὲν θέλω τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἀλλὰ νὰ ἐπιστρέψῃ πρὸς Ἔμενα καὶ νὰ ζήσῃ».

Ἐσὺ μέν, λοιπόν, δέξου, νὰ μείνῃ ἐλεύθερος ὁ τόπος τῆς διαφθορᾶς καὶ ἂς συμπολιτεύεσαι μαζὶ μὲ τὸ σῶμα σου μὲ τοὺς ἀγγέλους. Ἐγὼ δὲ θὰ ἔλθω πρὸς τοὺς ἀνθρώπους διὰ οἰκονομίας καὶ θὰ ἐπισπεύσω διὰ τὴν σωτηρίαν των. Θὰ λάβω πρῶτα τὴν ἀνθρώπινην φύσιν καὶ θὰ θεραπεύσω τὰ πάθη τους μὲ τὸ πάθος καὶ θὰ λύσω τὸν θάνατον μὲ θάνατον. Γιατὶ αὐτὰ διεκήρυττε στοὺς ἀνθρώπους ὁ πρὶν ἀπὸ ἐσένα προφήτης Ἡσαΐας, λέγοντας: «Μὲ τὸ τραῦμα του ἐμεῖς ἐθεραπευθήκαμε». Εἰς Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.

ΠΗΓΗ