Εἰσαγωγὴ – Περίληψη
Ὁ λόγος αὐτός, ὅπως καὶ ὁ «Κατὰ Εἰδώλων», γράφτηκε περὶ τὰ ἔτη 317-319 μ.Χ. Σ’ αὐτὸν ἐξετάζεται τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς σαρκώσεως τοῦ ἄσαρκου Λόγου τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Στὸ πρῶτο μέρος τοῦ λόγου ἀναλύεται ὁ διπλὸς σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου: α) ἡ ἐπιστροφὴ τῆς ἀνθρωπότητας στὴν κατάσταση τῆς ἀθανασίας ποὺ ἀπωλέσθηκε λόγω τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος· καὶ β) ἡ ἀπόδοση στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἱκανότητας νὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεό.

Στὸ δεύτερο μέρος τοῦ λόγου περιγράφει τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἐπιτυγχάνεται ὁ διπλὸς σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως: εἶναι τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάστασή του.
Στὸ τρίτο μέρος τοῦ λόγου ἀνασκευάζονται οἱ ἀντιρρήσεις τῶν Ἰουδαίων καὶ τῶν Ἑλλήνων (εἰδωλολατρῶν) γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου. Οἱ ἀντιρρήσεις τῶν Ἰουδαίων ἀνασκευάζονται ἀπὸ τὴν προφητική τους παράδοση. Οἱ ἀντιρρήσεις τῶν εἰδωλολατρῶν ἀνασκευάζονται μὲ λογικὰ ἐπιχειρήματα. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τονίζει ὅτι τὸ ἀνθρώπινο γένος δὲν εἶναι ἀπρεπὲς γιὰ νὰ ὑπηρετήσει τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ποιὸ καλύτερο σκεῦος ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὑπῆρχε γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου;
Τέλος, στὸν ἐπίλογο ὁ συγγραφέας τονίζει ὅτι γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς διδασκαλίας γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτήρα χρειάζονται δυὸ πράγματα: μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ βίος ἁγνός.
Ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου παίζει τὸν σπουδαιότερο ρόλο γιὰ τὴν δημιουργία, τὴν κτίση καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ὁδηγεῖ στὴ θέωση, ὅπως μὲ ἔμφαση θεολογεῖ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος: «ὁ Λόγος ἐνανθρώπησε, γιὰ νὰ θεοποιηθοῦμε ἐμεῖς». Ἀφορᾶ τὸ νόημα καὶ τὸν στόχο τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς ζωῆς μας.

Ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κόσμο δὲν εἶναι τόσο ἀνάγκη νὰ ἔχει ὡς δασκάλους ἀνθρώπους. Μπορεῖ ἀπὸ μόνη της νὰ γίνει γνωστή. Τὴν καθιστοῦν γνωστή τα ἔργα της καὶ κυρίως ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὴν παρουσιάζει πιὸ λαμπρὴ κι ἀπὸ τὸν ἥλιο.
Ἐπειδὴ ὅμως ποθεῖς ν’ ἀκούσεις τὰ σχετικὰ μ’ αὐτὴ τὴ γνώση, ἔλα, ἀγαπητέ μου, νὰ σοῦ πῶ λίγα, ἀπ’ ὅσα γνωρίζω, γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη. Μπορεῖς βέβαια νὰ τὰ μάθεις κι ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ κι ἀπ’ ἄλλους, ἀφοῦ ἀγαπᾶς τὴ γνώση. Ἡ Ἁγία Γραφή, ὄντας θεόπνευστη, ἀρκεῖ ἀπὸ μόνη της νὰ σοῦ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια Ὑπάρχουν ἀκόμη γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ πολλὰ συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων. Ὅποιος τὰ μελετᾶ, θὰ μάθει τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς Καὶ θὰ πάρει τὴ γνώση ποὺ ἐπιθυμεῖ.
Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἔχω στὰ χέρια μου τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων, ὀφείλω νὰ σοῦ πῶ καὶ νὰ σοῦ γράψω ὅσα ἔμαθα ἀπὸ ἐκείνους. Ἐννοῶ βέβαια γιὰ τὴν πίστη στὸ Σωτήρα Χριστό. Ἔτσι, κανεὶς δὲν θὰ θεωρεῖ ἀνάξια λόγου τὴ χριστιανική μας διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ οὔτε θὰ τὴν πιστεύει γιὰ ἀνόητη.
Διότι οἱ εἰδωλολάτρες, μὲ πρόσχημα τὸ σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, μᾶς συκοφαντοῦν χλευάζοντας καὶ κοροϊδεύοντας τὴν πίστη μας. Κι εἶναι εὔκολο νὰ γκρεμίσει κανεὶς τὶς ἀνόητες ἀπόψεις τους γιὰ τὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου.
Δὲν βλέπουν τὴ δύναμη τοῦ σταυροῦ ποῦ διαδόθηκε σ’ ὅλο τὸν κόσμο; Δὲν βλέπουν πῶς μὲ τὴ δύναμή του φανερώνονται σ’ ὅλους τα ἔργα τοῦ Θεοῦ; Δὲν θὰ κορόϊδευαν τὸ τόσο μεγάλο σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἂν καὶ οἱ ἴδιοι εἶχαν στ’ ἀλήθεια παραδεχθεῖ τὴ θεότητα τοῦ Κυρίου. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα· κι αὐτοὶ μαζί μας θὰ πίστευαν τὸ Σωτήρα τοῦ κόσμου καὶ θὰ παραδέχονταν ὅτι ὁ σταυρὸς δὲν ἀποτελεῖ ζημιὰ ἀλλὰ μεγάλη ὠφέλεια τοῦ κόσμου. Διότι μὲ τὴ σταύρωση τοῦ Κυρίου ἔσβησε ἡ δύναμη τῆς εἰδωλολατρείας. Ἀκόμη, μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ φυγαδεύεται κάθε ψεύτικη δύναμη τοῦ σατανᾶ. Μὲ τὸ σταυρό, μόνο το Χριστὸ προσκυνᾶμε καὶ χάρη σ’ αὐτὸν γνωρίζουμε καὶ τὸ Θεὸ Πατέρα. Ντροπιάζονται οἱ ἀντίθετοι.
Ὁ σταυρὸς καθημερινὰ φωτίζει καὶ ἀλλάζει μυστικὰ τὶς καρδιὲς τῶν ἐχθρῶν του. Μετὰ ἀπ’ ὂλ’ αὐτά, πὼς μπορεῖ νὰ ἰσχυρίζεται κάποιος ὅτι πρόκειται γι’ ἀνθρώπινο τέχνασμα καὶ νὰ μὴν παραδέχεται ὅτι αὐτὸς ποὺ ἀνέβηκε στὸ σταυρὸ δὲν εἶναι ἄνθρωπος ἀλλὰ ὁ Θεὸς Λόγος καὶ Σωτήρας Κύριος;
Μοῦ φαίνεται ὅτι οἱ συκοφάντες τοῦ σταυροῦ εἶναι σὰν ἐκεῖνον πού, ἐνῶ θαυμάζει τὸ φῶς τοῦ ἥλιου ποὺ φωτίζει ὅλη τὴν κτίση, κατηγορεῖ ὅμως τὸν ἴδιο τὸν ἥλιο ὅταν τὸν βλέπει σκεπασμένο μὲ σύννεφα. Καὶ ὅπως τὸ φῶς μᾶς ὁδηγεῖ στὸ ἀνώτερό του, τὸν ἥλιο, ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ φωτός, ἔτσι καὶ ἡ θεία γνώση ποὺ κατέκλυσε ὅλο τὸν κόσμο μᾶς παραπέμπει ὑποχρεωτικὰ στὸν αἴτιο καὶ δημιουργὸ αὐτοῦ του κατορθώματος, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὸν Υἱὸ Λόγο του. Θὰ μιλήσουμε, ὅσο μᾶς εἶναι δυνατό, ἐλέγχοντας πρῶτα τὴν ἀμάθεια ὅσων δὲν πιστεύουν. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀποδειχθοῦν τὰ ψέμματά τους, θὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια ἀπὸ μόνη της. Καὶ σύ, ἄνθρωπέ μου, ποὺ ἀσπάζεσαι τὴν ἀλήθεια θὰ πάρεις θάρρος· δὲν διαψεύστηκες γιὰ τὴν ἐμπιστοσύνη σου στὸ Χριστό. Ἐπειδὴ ἀγαπᾶς τὸ Χριστό, θέλεις καὶ νὰ συζητεῖς γιὰ Ἐκεῖνον.
Γι’ αὐτό, πιστεύω ἀκράδαντα ὅτι ἡ γνώση γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἡ πίστη σ’ Αὐτὸν ἀποτελεῖ τὸ πολυτιμότερο ἀγαθὸ ἀπ’ ὅλα.
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δὲν ὑπῆρχε κακία. Οὔτε καὶ τώρα δὲν ὑπάρχει μεταξύ των ἁγίων, καθόλου μάλιστα. Στὴ συνέχεια, οἱ ἄνθρωποι δημιούργησαν τὴν κακία καὶ τὴ χρησιμοποιοῦν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Ἔτσι ἔφτασαν στὸ σημεῖο νὰ πλάθουν στὸ νοῦ τοὺς τὴ φαντασία τῶν εἰδώλων. Φαντάζονται νὰ ὑπάρχουν αὐτὰ ποὺ δὲν ὑπάρχουν.
Διότι, ὁ δημιουργὸς καὶ βασιλέας τοῦ κόσμου Θεός, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη καὶ νόηση, ἐπειδὴ εἶναι ἀγαθὸς καὶ ὑπερκάλλος, δημιούργησε τὸν ἄνθρωπο ὅμοιο μὲ τὴ δική του εἰκόνα. Τὸν δημιούργησε ὁ ἴδιος ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγος, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Κατασκεύασε τὸν ἄνθρωπο ὅμοιο μὲ τὸν ἑαυτό Του, νὰ μπορεῖ νὰ μελετᾶ καὶ νὰ γνωρίζει ὅλα τα δημιουργήματα. Τὸν προίκισε μὲ τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίζει τὴν ἀϊδιότητα τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, διατηρεῖ τὴν ὁμοιότητα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ποτὲ δὲν ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ὀρθὴ ἀντίληψη γιὰ Ἐκεῖνον. Ἔχοντας ὁ ἄνθρωπος τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, δὲν διακόπτει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς Ἁγίους. Μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος χαίρεται νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό. Ζεῖ τὴν ἀνώδυνη καὶ εὐτυχισμένη ζωὴ ποὺ δὲν γνωρίζει θάνατο. Τίποτε δὲν τὸν ἐμποδίζει στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἀνάλογα μὲ τὴ καθαρότητά του βλέπει τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατέρα, δηλαδὴ τὸν Υἱὸ Λόγο, τὸν ὁποῖο καὶ εἰκονίζει. Μένει κατάπληκτος ἀπὸ τὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο.
Ὁ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ ἄνθρωπος ξεπερνᾶ κάθε τί τὸ αἰσθητό, ἀκόμη καὶ τὸ ἴδιο του τὸ σῶμα, καὶ ἑνώνεται νοητὰ μὲ τὰ οὐράνια θεία ἐνεργήματα.
Ὅταν ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ξεφύγει ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ καὶ δὲν ἐπιθυμεῖ τίποτε ἀπ’ αὐτὰ τὰ γήϊνα, τότε ὑπερβαίνει τὸν ἑαυτό του καὶ βρίσκεται στὴν ἀρχικὴ κατάσταση τῆς δημιουργίας πρὶν τὴν πτώση. Ὑπερβαίνει κάθε τί τὸ ἀνθρώπινο καὶ αἰσθητό, μεταρσιώνεται καὶ βλέπει τὸν Υἱὸ Λόγο καὶ μαζὶ καὶ τὸν Πατέρα Τοῦ Χαίρεται σ’ αὐτὴ τὴ θεοπτία καὶ ἀνανεώνεται μέσα του ὁ θεῖος πόθος. Συμβαίνει ὅ,τι ἔγινε μὲ τὸν πρῶτο ἄνθρωπο, ποὺ στὰ ἑβραϊκὰ ὀνομαζόταν Ἀδάμ. Λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ πρῶτος ἄνθρωπος χωρὶς ντροπὴ καὶ μὲ παρρησία εἶχε στραμμένο τὸ νοῦ του πρὸς τὸ Θεό. Ἀπολάμβανε μὲ τοὺς ἁγίους (ἀγγέλους) τὴ θεωρία τῶν νοητῶν ποὺ ζοῦσαν σ’ ἐκεῖνο τὸν τόπο τοῦ παραδείσου, ὅπως τὸν ἔλεγε μεταφορικὰ ὁ Μωϋσῆς. Διότι, ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς εἶναι ἱκανὴ νὰ καθρεπτίσει τὸ Θεὸ μέσα της. Τὸ λέει καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: «Εὐτυχισμένοι ὅσοι ἔχουν καθαρὴ καρδιά, διότι αὐτοὶ θὰ δοῦν μὲ τὰ ἴδια τοὺς τὰ μάτια τὸ Θεό». Ἔτσι, λοιπόν, ὅπως διηγηθήκαμε παραπάνω, ὁ Δημιουργὸς ἔφτιαξε τὸ ἀνθρώπινο γένος· κι ἔτσι θέλει νὰ μείνει γιὰ πάντα. Οἱ ἄνθρωποι, ὅμως, παραμέλησαν τὰ ὑψηλὰ καὶ ἀδιαφόρησαν γιὰ τὴν σπουδή τους. Ἀγάπησαν περισσότερο ὅ,τι βρίσκεται κοντά τους· καὶ πιὸ κοντά τους εἶναι τὸ σῶμα καὶ οἱ αἰσθήσεις του.
Ἔτσι, λοιπόν, ἀπομάκρυναν τὸ νοῦ τους ἀπὸ τὰ πνευματικὰ καὶ στράφηκαν πρὸς τὰ σωματικά. Ἡ στροφὴ ὅμως τοῦ νοῦ πρὸς τὸ σῶμα καὶ τὰ αἰσθητὰ ὁδήγησε σὲ ἀπατηλὴ ἐκτίμηση τοῦ ἐαυτοῦ τους. Ἔπεσαν σὲ ἐπιθυμία τοῦ ἐαυτοῦ τοὺς γιατί προτίμησαν τὰ ἀνθρώπινα ἀπὸ τὰ θεία. Ἀπορροφήθηκαν στ’ ἀνθρώπινα καὶ δὲν θέλουν νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὰ γήϊνα. Καταδίκασαν τὴν ψυχή τους στὶς σωματικὲς ἡδονές, νὰ εἶναι πάντα ταραγμένη καὶ ζυμωμένη μὲ τὰ πάθη. Στὸ τέλος, λησμόνησαν καὶ τὴν ἐξουσία μὲ τὴν ὁποία τοὺς προίκισε ὁ Δημιουργός. Καὶ τὴν ἀλήθεια γιὰ ὅλα αὐτὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴ διαπιστώσει ἀπὸ τὴ διήγηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ τοὺς πρωτοπλάστους. Διότι καὶ ὁ Ἀδάμ, ἕως ὅτου εἶχε τὸ νοῦ στραμμένο πρὸς τὸ Θεό, ἀπέφευγε τὴν ἐνασχόληση μὲ τὰ γήϊνα. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὴ συμβουλὴ τοῦ διαβόλου ποὺ εἶχε τὴ μορφὴ φιδιοῦ καὶ ἀποστάτησε ἀπὸ τὴ θέα τοῦ Θεοῦ, τότε στράφηκε ἐγωϊστικᾶ πρὸς τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι οἱ πρωτόπλαστοι ἔπεσαν στὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ ἀντιμετώπισαν τὴ γυμνότητα μὲ πονηρία. Γι’ αὐτὴν ἔνιωσαν ντροπή. Δὲν ἔνιωσαν ντροπὴ γιὰ τὴν ἔλλειψη ἐνδυμάτων ἀλλὰ γιατί ἔχασαν τὴν ἐπαφή τους μὲ τὸ Θεὸ καὶ στράφηκε ὁ νοῦς τους πρὸς τὰ πονηρά.
Ἡ ἀποστασία ἀπὸ τὴ γνώση καὶ τὸν πόθο τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ Θεοῦ, ὁδήγησε τοὺς ἀνθρώπους σὲ διάφορες καὶ ἐπὶ μέρους σωματικὲς ἐπιθυμίες. Στὴ συνέχεια, ὅπως συνήθως συμβαίνει, οἱ ἐπιμέρους καὶ πολλὲς ἐπιθυμίες δημιούργησαν μιὰ καταναγκαστικὴ μεταξύ τους ἐξάρτηση, ὥστε νὰ φοβοῦνται νὰ τὶς ἐγκαταλείψουν. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο προκλήθηκαν στὴ ψυχὴ τοὺς φόβοι, δειλία, ἡδονὲς καὶ γήϊνο φρόνημα. Δὲν θέλει νὰ χάσει ἡ ψυχὴ τὶς σωματικὲς ἐπιθυμίες· καὶ γι’ αὐτὸ φοβᾶται τὸ θάνατο καὶ τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ τὸ χειρότερο, ὅταν δὲν ἱκανοποιοῦνται οἱ ἐπιθυμίες τῆς ψυχῆς, τότε ὁδηγοῦν σὲ φόνους καὶ ἀδικίες. Ἃς ἐξηγήσουμε τὸν τρόπο ποὺ τὰ κάμει αὐτά.
Ἡ ψυχή, μετὰ τὴν ἀποστασία ἀπὸ τὴ θεωρία τῶν θείων, κάνοντας κατάχρηση τῶν ἐπιμέρους σωματικῶν ἐπιθυμιῶν, εὐχαριστεῖται ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τοῦ σώματος. Τῆς ἄρεσε ἡ ἡδονή. Πλανήθηκε καὶ στὴ χρήση ὀνόματος τοῦ καλοῦ. Νόμισε ὅτι αὐτὴ ἡ ἡδονὴ ἀποτελεῖ τὸ ὄντως καλό. Συνέβη κάτι παρόμοιο μ’ ἐκεῖνον ποὺ σάλεψε στὸ μυαλὸ νομίζει ὅτι θὰ φέρει τὴν τάξη στὴν κοινωνία, ἂν χρησιμοποιεῖ τὸ ξίφος καὶ τὰ ὅπλα ἐνάντια στοὺς ἀπειθεῖς.
Ἡ ψυχὴ ἐρωτεύθηκε τὴν ἡδονὴ καὶ ἄρχισε νὰ τὴν ἀπολαμβάνει ποικιλότροπα. Ἐπειδὴ εἶναι εὐκίνητη ἡ ψυχή, ἀκόμη κι ὅταν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ καλό, δὲν χάνει τὴν εὐκινησία της. Μόνο ποὺ τώρα δὲν κινεῖται πρὸς τὴν ἀρετὴ οὔτε πρὸς τὴ θέα τοῦ Θεοῦ. Σκέφτεται τὰ ἀνύπαρκτα. Σὰν αὐτεξούσια ποὺ εἶναι, ἀλλοιώνει τὴν ἐξουσία ποὺ ἔχει μέσα της καὶ κάνει κατάχρηση σὲ ψεύτικες ἐπιθυμίες. Ὅπως μπορεῖ νὰ στραφεῖ πρὸς τὰ καλά, μπορεῖ καὶ τὸ ἀντίθετο. Ἡ ἀποστροφὴ τῶν καλῶν ὁδηγεῖ σίγουρα στὴ θεωρία τῶν ἀντιθέτων. Διότι ποτὲ ἡ ψυχὴ δὲν σταματᾶ νὰ κινεῖται, ἐπειδὴ ἔχει στὴ φύση τῆς τὴν κίνηση. Κατανοώντας τὸ αὐτεξούσιό της, διαπιστώνει τὴ δυνατότητα ποὺ ἔχει νὰ κινεῖ τὰ μέλη τοῦ σώματος καὶ πρὸς τὰ δύο, καὶ πρὸς ὑπάρχοντα καὶ πρὸς τὰ μὴ ὑπάρχοντα. Ὑπάρχοντα εἶναι τὰ καλὰ καὶ μὴ ὑπάρχοντα εἶναι τὰ κακά. Λέω τὰ ὑπάρχοντα καλά, διότι ἔχουν τὸ πρότυπό τους στὸ Θεὸ ποὺ εἶναι ὁ ὑπάρχων. Καὶ λέω τα μὴ ὑπάρχοντα κακά, διότι τὰ ἔχει πλάσει ἡ φαντασία τῶν ἀνθρώπων· γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνύπαρκτα. Καὶ συμβαίνει τὸ ἑξῆς παράδοξο: τὸ σῶμα ἔχει τὰ μάτια γιὰ νὰ βλέπει τὰ δημιουργήματα καὶ ἀπὸ τὴν ἁρμονία τῆς τάξης τοῦ σύμπαντος ν’ ἀναγνωρίζει τὸ Δημιουργό·
παρόμοια, ἔχει καὶ αὐτιὰ γιὰ ν’ ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐντολές Του· τὸ ἴδιο ἔχει καὶ χέρια, γιὰ τὶς ἀναγκαῖες ἐργασίες καὶ γιὰ νὰ τὰ ὑψώνει στὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς πρὸς τὸ Θεό. Ἀντίθετα, ἡ ψυχή, ἐπειδὴ ἀποστάτησε ἀπὸ τὴ θεωρία τῶν καλῶν καὶ τὴν κίνηση πρὸς αὐτά, βρίσκεται σὲ πλάνη καὶ κινεῖται πρὸς τὰ κακά.
Ἔπειτα, ὅπως εἶπα παραπάνω, βλέποντας ἡ ψυχὴ τὶς δυνατότητές της νὰ κάνει κακὴ χρήση, σκέφτηκε ὅτι μπορεῖ νὰ κινήσει τὰ μέλη τοῦ σώματος καὶ πρὸς τὰ ἀντίθετα. Μὲ ἀποτέλεσμα, τὸ μάτι ἀντὶ νὰ βλέπει τὰ δημιουργήματα, νὰ κινεῖται πρὸς τὶς ἐπιθυμίες. Πιστεύει ὅτι κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει.
Νομίζει ἡ ψυχὴ ὅτι, ἐφόσον κινεῖται, πιστοποιεῖ τὴν ἀξία της καὶ ὅτι δὲν ἁμαρτάνει ἐφόσον κινεῖ τὶς δυνάμεις της. Ἀπατᾶται, διότι δὲν γνωρίζει ὅτι δημιουργήθηκε ὄχι ἁπλὰ γιὰ νὰ κινεῖται, ἀλλὰ νὰ κινεῖται σὲ ὅσα ἁρμόζει. Σχετικὰ μ’ αὐτὸ μαρτυρεῖ καὶ ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου: «Ὅλα ἐπιτρέπονται, ἀλλὰ δὲν συμφέρουν ὅλα». Ἡ ἀνταρσία ὅμως τῶν ἀνθρώπων δὲν κοίταξε τὸ συμφέρον καὶ πρέπον, ἀλλὰ τί μπορεῖ νὰ κάνει· ἔτσι, κινήθηκε πρὸς τὰ ἀντίθετα. Γι’ αὐτό, κίνησε τὰ χέρια πρὸς τὰ ἀντίθετα καὶ ἄρχισε τοὺς φόνους· ὁδήγησε τὴν ἀκοὴ σὲ ἀνυπακοή· καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος στὴ μοιχεία ἀντὶ γιὰ τὴ νόμιμη συζυγία. Ἡ γλώσσα κινεῖται ἀντὶ γιὰ εὐλογίες σὲ βλασφημίες, ὕβρεις καὶ ἐπιορκίες. Τὰ χέρια πάλι κινοῦνται στὴν κλοπὴ καὶ τὴ χειροδικία τῶν ἀδελφῶν. Ἡ ὄσφρηση ξέπεσε σὲ ποικίλα ἐρωτικὰ ἀρώματα. Τὰ πόδια τρέχουν νὰ χύσουν αἷμα. Τὸ στομάχι δὲν χορταίνει τὸ μεθύσι καὶ τὴν πολυφαγία. Συμπερασματικά, ὅλα αὐτὰ συνιστοῦν τὴν κακία καὶ τὴν ἁμαρτία τῆς ψυχήςΑιτια ὅλων αὐτῶν τῶν κακῶν δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὰ καλύτερα.
Συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὸν ἡνίοχο, ποὺ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν σκοπὸ γιὰ τὸν ὁποῖο ὁδηγεῖ τὰ ἄλογα στὸ στάδιο. Διότι ὀδηγώντας χωρὶς σκοπό, ὁδηγεῖ τὰ ἄλογα ἁπλὰ ὅπου μπορεῖ· καὶ μπορεῖ ὅπου θέλει. Καὶ πολλὲς φορὲς ἄλλοτε πέφτει πάνω στοὺς περαστικοὺς καὶ ἄλλοτε στοὺς γκρεμούς. Κατευθύνεται ὅπου τὸν παρασύρει ἡ ταχύτητα τῶν ἀλόγων. Ἔχει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι, τρέχοντας ἔτσι, δὲν ἀστοχεῖ στὸ στόχο του. Διότι προσέχει μόνο το δρόμο καὶ δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ξέφυγε ἀπὸ τὸ σκοπό του. Ὅπως λοιπὸν γίνεται μὲ τὸν ἡνίοχο, ἔτσι καὶ μὲ τὴν ψυχὴ ποὺ ξέφυγε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ ἱκανοποιεῖ ἄπρεπά τα μέλη τοῦ σώματος. Ἢ καλύτερα, μαζὶ μὲ τὸ σῶμα, ἡ ψυχὴ ἐξωθεῖται κι ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τῆς ν’ ἁμαρτάνει καὶ νὰ κυοφορεῖ μέσα της τὸ κακό.
Δὲν ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἔχασε τὸ δρόμο της καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ σκοπό της. Γι’ αὐτὸν τὸ σκοπὸ εἶναι ποὺ λέει ὁ μακάριος καὶ χριστοφόρος ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐπιδιώκω τὸ σκοπὸ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τὸ βραβεῖο τῆς οὐράνιας πρόσκλησης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἔχοντας λοιπὸν ὁ ἀπόστολος ὡς στόχο πάντοτε τὸ καλό, ποτὲ δὲν ξέφυγε νὰ κάμει τὰ κακό.
Ὁρισμένοι λοιπὸν εἰδωλολάτρες πλανήθηκαν ἀπὸ τὸν ὀρθὸ δρόμο καὶ δὲν γνώρισαν τὸ Χριστό· θεωροῦν ὅτι τὸ κακὸ ὑπάρχει αὐθύπαρκτα. Κάνουν διπλὸ σφάλμα. Ἀπὸ τὴ μιά, θεωροῦν ὅτι ὁ Θεὸς ὡς Δημιουργὸς δὲν ἔπλασε τὰ ὄντα. Γιατί ἂν ἡ κακία εἶναι κι αὐτὴ ὅν, ὑπάρχει δηλαδὴ ἀπὸ μόνη της,τότε δὲν μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ δημιουργεῖ τὰ ὄντα, ὅ,τι ὑπάρχει. Διότι, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἂν θεωροῦν τὸ Θεὸ δημιουργό των ὄντων, πρέπει νὰ Τὸν δεχθοῦν ὅτι εἶναι καὶ δημιουργός του κακοῦ. Διότι, γι’ αὐτούς, καὶ τὸ κακὸ ἀνήκει στὰ ὄντα (ἔχει ὕπαρξη).
Αὐτὸ ὅμως εἶναι παράλογο καὶ ἀδύνατο. Διότι τὸ κακὸ δὲν προέρχεται κακό, οὔτε ὑπάρχει μέσα σ’ αὐτό, οὔτε μέσω αὐτοῦ. Γιατί τὸ καλὸ δὲν θὰ ἦταν καλὸ ἂν εἶχε μικτὴ φύση ἢ ἦταν αἴτιο τοῦ κακοῦ.
Δυστυχῶς, οἱ αἱρετικοὶ ξέφυγαν ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καὶ πλανήθηκαν στὴν πίστη. Αὐτοὶ πιστεύουν λαθεμένα ὅτι τὸ κακὸ ἔχει ὕπαρξη ἀληθινή. Κατασκευάζουν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεὸ Πατέρα τοῦ Χριστοῦ, ἕναν ἄλλο θεό. Τὸν θεωροῦν κι αὐτὸν ἀδημιούργητο καὶ δημιουργό του κακοῦ καὶ κάθε κακίας. Τὸν ταυτίζουν μὲ τὸ δημιουργό του κόσμου.
Εὔκολα κανεὶς καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ μὲ τὴν κοινὴ λογικὴ ἀνατρέπει τὶς πλάνες τους. Διότι μὲ τὴ λογικὴ διατύπωσαν αὐτὲς τὶς τρελὲς ἰδέες. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς στὸ εὐαγγέλιό του πιστοποιεῖ τὰ λόγια τοῦ Μωϋσῆ, «ὅτι, ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ Δημιουργός». Καὶ ἀλλοῦ λέει: «Ἐσένα δοξάζω, Θεὲ Πατέρα, ποὺ δημιούργησες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ». Ἄν, λοιπόν, ἕνας εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὁ ἴδιος ποὺ δημιούρησε τὴ γῆ καὶ τὸν οὐρανό, πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρχει ἄλλος θεὸς ἐκτὸς ἀπ’ αὐτόν; Ἐπίσης, σὲ ποιὸ τόπο θὰ βρίσκεται αὐτὸς ὁ ἄλλος δικός τους θεὸς ἀφοῦ παντοῦ, καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, βρίσκεται ὁ μοναδικὸς ἀληθινὸς Θεός;
Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει ἄλλος δημιουργός των ὄντων, ὅταν σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Σωτήρα, δημιουργός των ὄντων εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι καὶ Πατέρας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ; Ἐκτὸς πιὰ ἂν ὑποστηρίξουν ὅτι μπορεῖ ὁ θεὸς τοῦ κακοῦ νὰ διεκδικεῖ καὶ τὰ ἔργα τοῦ καλοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ὑπάρχει μεταξύ τους ἰσότητα. Ἂν ὅμως λένε κάτι τέτοιο, πρόσεξε σὲ πόση ἀσέβεια πέφτουν! Διότι μεταξὺ ἴσων δὲν ὑπάρχει ἀνώτερο καὶ καλύτερο. Ἐπειδή, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ ἑνός, τὸ ἄλλο ὑπάρχει. Μὲ ἀποτέλεσμα, καὶ ἡ δύναμη καὶ ἡ ἀδυναμία καὶ τῶν δύο νὰ εἶναι ἐξίσου ἴδια. Εἶναι ἴση ἡ δύναμή τους, διότι, μὲ τὸ ὑπάρχουν, νικᾶ τὸ ἕνα τὴ θέληση τοῦ ἄλλου. Καὶ εἶναι ἴδια ἡ ἀδυναμία καὶ τῶν δύο, διότι ἐξελίσσονται τὰ πράγματα ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ καθένα.
Ὁ καλὸς ὑπάρχει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ γνώμη τοῦ κακοῦ· τὸ ἴδιο καὶ ὁ κακὸς ὑπάρχει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θέληση τοῦ καλοῦ. Ἐξάλλου, θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ κανεὶς καὶ τὸ ἑξῆς στοὺς εἰδωλολάτρες: ἂν δημιουργήματα ἀνήκουν στὸν κακὸ θεό, ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ; Τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἔφτιαξε τὸ δημιουργό. Καὶ ποιὸ εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον δὲν ἔχει ἔργα ἀπὸ τὰ ὁποῖα νὰ τὸν γνωρίσουμε; Διότι τὸν δημιουργὸ τὸν γνωρίζεις ἀπὸ τὰ ἔργα του. Καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν δύο ἀντίθετοι θεοί; Τί εἶναι αὐτὸ ποῦ τοὺς ξεχωρίζει ὥστε νὰ ὑπάρχει ὁ ἕνας χωρὶς τὸν ἄλλον;
Εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρχουν συγχρόνως οἱ δυὸ θεοί, ἐφόσον ὁ ἕνας ἀναιρεῖ τὸν ἄλλο· οὔτε καὶ ὁ ἕνας μπορεῖ ν’ ἀναμειχθεῖ μὲ τὸν ἄλλο, ἐπειδὴ ἡ φύση τοὺς εἶναι διαφορετικὴ καὶ ἀταίριαστη. Ἀναγκαστικὰ θὰ ἐμφανιστεῖ μιὰ τρίτη δύναμη ποὺ εἶναι κι αὐτὴ θεός. Καὶ τί εἴδους φύση θὰ ἔχει αὐτὸς ὁ τρίτος θεός; καλὴ ἢ κακή; Ἀδιευκρίνιστο. Ἕνα εἶναι σίγουρο: δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ φύση καὶ τῶν δύο.
Συμπερασματικά, αὐτὲς οἱ θεωρίες εἶναι ἀβάσιμες. Καιρὸς εἶναι νὰ λάμψει ἡ ἀλήθεια ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Κι αὐτὴ εἶναι: τὸ κακὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ Θεό· οὔτε ὑπάρχει μέσα Του οὔτε τὸ δημιούργησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ οὔτε ἀποτελεῖ μέρος τῆς φύσης τοῦ Θεοῦ. Τὸ δημιούργησαν οἱ ἄνθρωποι: ἔχασαν τὴν ἔννοια τοῦ καλοῦ κι ἔτσι ἄρχισαν νὰ φαντάζονται καὶ νὰ δημιουργοῦν, σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιθυμίες τους, κι αὐτὰ ποὺ δὲν ἔφτιαξε ὁ Θεός.
Συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὸν ἥλιο· ἐνῶ φέγγει καὶ φωτίζει ὅλη τὴ γῆ μὲ τὴ λαμπρότητά του, ἂν ἐμεῖς κλείσουμε τὰ μάτια, νομίζουμε ὅτι εἴμαστε στὸ σκοτάδι, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει· κι ἔτσι περπατᾶμε σὰν τυφλοὶ στὸ σκοτάδι, πέφτουμε κάτω καὶ βαδίζουμε στὸ γκρεμό· νομίζουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει φῶς ἀλλὰ σκοτάδι. Νομίζουμε ὅτι βλέπουμε, ἐνῶ δὲν βλέπουμε καθόλου.
Ἔτσι ἔκανε καὶ ἡ ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων. Σφράγισε τὰ μάτια μὲ τὰ ὁποῖα μπορεῖ νὰ βλέπει τὸ Θεὸ καὶ ἐπινόησε μέσα της τὸ κακὸ μέσα στὸ ὁποῖο κινεῖται. Νομίζει ὅτι κάνει κάτι, ἐνῶ δὲν κάνει τίποτε. Διότι φαντάζεται πράγματα ἀνύπαρκτα. Ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι ὅπως τὴ δημιούργησε ὁ Θεὸς ἀλλὰ φαίνεται ὅπως ἡ ἴδια κατάντησε τὸν ἑαυτό της. Τὴ δημιούργησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ Τὸν βλέπει καὶ νὰ τὴ φωτίζει. Ἐκείνη ὅμως προτίμησε στὴ θέση τοῦ Θεοῦ τὰ φθαρτὰ καὶ τὸ σκοτάδι, ὅπως λέει καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν Ἁγία Γραφή: «ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο ἁπλό· ἐκεῖνος ὅμως διανοεῖται πολλοὺς ψευδεῖς λογισμούς».
Ἔτσι λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ προέκυψε καὶ διαμορφώθηκε ἡ ἐφεύρεση καὶ ἡ ἐπινόηση τῆς κακίας. Πρέπει ὅμως τώρα νὰ διηγηθοῦμε, πὼς ξέπεσαν οἱ ἄνθρωποι στὴ μανία τῆς εἰδωλολατρείας· γιὰ νὰ γνωρίζεις ὅτι ἡ ἐπινόηση τῶν εἰδώλων καθόλου δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ καλὸ ἀλλὰ ἀπὸ τὸ κακό. Κι αὐτὸ ποὺ ἀπὸ τὴν κατασκευὴ τοῦ εἶναι κακό, μὲ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ καλό, διότι ὅλο εἶναι κακό.
Παρ’ ὂλ’ αὐτὰ ἡ ψυχὴ τῶν ἀνθρώπων δὲν ἀρκέστηκε στὴν ἐπινόηση τῆς κακίας καὶ ἄρχισε νὰ ὁδηγεῖ τὸν ἑαυτό της στὰ χειρότερα. Ἐπειδὴ συνήθισε στὶς ποικίλες ἡδονὲς καὶ λησμόνησε τὰ θεία, ἱκανοποιοῦνταν μόνο στὰ σωματικὰ πάθη. Ἀποβλέποντας μόνο στὰ παρόντα καὶ τὴν πρόσκαιρη καλοπέρασή τους, πίστεψε ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε πέρα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ βλέπουν τὰ μάτια. Μόνο οἱ πρόσκαιρες σωματικὲς ἡδονὲς εἶναι τὸ καλό.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἄλλαξε κατεύθυνση καὶ λησμόνησε ὅτι εἶναι πλασμένη κατ’ εἰκόνα τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ, ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ μὴν μπορεῖ νὰ δεῖ μὲ τὴ δική της δύναμη τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο πλάστηκε. Βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὸ δημιουργικὸ σκοπό της καὶ ἐπινοεῖ καὶ φαντάζεται τὰ ἀνύπαρκτα. Μὲ τὴ μαυρίλα τῶν σωματικῶν ἐπιθυμιῶν λέρωσε τὸν ἐσωτερικό της καθρέφτη, στὸν ὁποῖο μπορεῖ ν’ ἀντικατοπτριστεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Ἔτσι ἡ ψυχὴ δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ μέσα της αὐτὰ ποὺ πρέπει. Ἀποσπᾶται σὲ κάθε τί ἄλλο καὶ βλέπει μόνον ἐκεῖνα ποὺ γίνονται ἀντιληπτὰ μὲ τὶς αἰσθήσεις. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἡ ψυχὴ κορεσμένη ἀπὸ κάθε σαρκικὴ ἐπιθυμία καὶ ταραγμένη ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ οἱ ἐπιθυμίες προκαλοῦν, ἀναπαριστᾶ φανταστικὰ τὸν λησμονημένο Θεὸ μὲ αἰσθητὲς παραστάσεις. Ἔτσι ὀνοματίζει τὰ ὁρατὰ φαινόμενα μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ἐξυμνεῖ μόνον αὐτὰ ποὺ ἡ ἴδια θέλει καὶ τὰ θεωρεῖ εὐχάριστα σ’ αὐτήν.
Ἑπομένως, ἡ κακία ἀποτελεῖ τὴν αἰτία τῆς εἰδωλολατρείας. Πρῶτα ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐπινοοῦν σὲ βάρος τοὺς τὴν ἀνύπαρκτη κακία, καὶ στὴ συνέχεια ἔπλασαν γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς τοὺς ἀνύπαρκτους θεούς. Ὅπως κάποιος βυθίστηκε στὸ βυθὸ καὶ δὲν βλέπει πλέον τὸ φῶς οὔτε ὅσα ὑπάρχουν στὸ φῶς· τὰ μάτια τοῦ εἶναι στραμένα πρὸς τὰ κάτω καὶ τὸν σκεπάζει τὸ νερό. Ἐπειδὴ βλέπει μόνο αὐτὰ ποὺ εἶναι στὸ βυθό, νομίζει ὅτι τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ δὲν ὑπάρχει· θεωρεῖ ὅτι αὐτὰ ποὺ βλέπει εἶναι τὰ πιὸ σπουδαῖα ἀπ’ ὅλα ποὺ ὑπάρχουν.
Κατὰ παρόμοιο τρόπο, ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ οἱ ἄνθρωποι παραφρόνησαν καὶ βυθίστηκαν στὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ φαντασιώσεις· λησμόνησαν τὸ Θεὸ καὶ τὴ λατρεία Του. Ἔχοντας σκοτισμένο τὸ νοῦ ἤ, τὸ χειρότερο, χωρὶς καθόλου λογική, πίστεψαν σὰν θεοὺς τὰ αἰσθητὰ φαινόμενα. Λάτρεψαν ἀντὶ γιὰ τὸ Δημιουργό τα δημιουργήματα·
θεοποίησαν τ’ ἀνθρώπινα ἔργα στὴ θέση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ ποὺ τὰ ἔπλασε Σύμφωνα μὲ τὸ προηγούμενο παράδειγμα, ἐκεῖνοι ποὺ βυθίζονται στὸ βυθό, ὅσο κατεβαίνουν πρὸς τὰ κάτω, τόσο περισσότερο ὁρμοῦν σὲ πιὸ σκοτεινὰ καὶ βαθιὰ νερά. Ἔτσι ἔπαθε καὶ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Δὲν ἔμπλεξαν σὲ μιὰ ἁπλὴ μορφὴ εἰδωλολατρείας, οὔτε παρέμειναν στὸ στὸ ἀρχικό της στάδιο· ὅσο περισσότερο καιρὸ ἔμεναν στὸ πρῶτο στάδιο, τόσες περισσότερες δεισιδαιμονίες σκαρφίζονταν. Δὲν χόρταιναν μὲ τὰ πρῶτα ἀλλὰ ἔμπλεκαν σὲ ἄλλες χειρότερες κακίες.
Πρόκοβαν στὴν αἰσχρότητα καὶ ἐπέκτειναν τὴν ἀσέβεια πέρα ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοὺς Αὐτὸ τὸ ὁμολογεῖ καὶ ἡ Ἁγία Γραφή: «Ὅταν ὁ ἀσεβὴς προοδεύσει στὸ κακό, τότε περιφρονεῖ (καὶ γίνεται χειρότερος)». Μόλις ὁ νοῦς τῶν ἀνθρώπων ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ἄρχισαν οἱ ἄνθρωποι νὰ πέφτουν στοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς σκέψεις. Πρῶτα ἔδωσαν θεϊκὴ τιμὴ στὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα· τὰ πίστεψαν ὄχι μόνο ὡς θεοὺς ἀλλὰ τὰ θεώρησαν καὶ ὡς δημιουργούς των ἄλλων δημιουργημάτων ποὺ ἔγιναν μετὰ ἀπ’ αὐτά.
Ἔπειτα, οἱ ἄνθρωποι ἔπεσαν σὲ χειρότερους λογισμούς· ἀποκάλεσαν θεοὺς τὸν αἰθέρα, τὸν ἀέρα κι ὅσα βρίσκονται σ’ αὐτά. Προχωρώντας ἀκόμη στὴν κακία, λάτρεψαν ὡς θεοὺς ἀκόμη καὶ τὶς συστατικὲς ἰδιότητες τῶν σωμάτων, δηλαδὴ τὴ θερμότητα, ψυχρότητα καὶ ὑγρασία. Τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα ἦταν ὅπως συμβαίνει μ’ αὐτοὺς ποὺ πέφτουν ὁλοκληρωτικὰ στὴ γῆ καὶ σύρονται στὸ χῶμα σὰν τὰ σαλιγκάρια. Ἔτσι καὶ οἱ πιὸ ἀσεβεῖς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ξέπεσαν ἀπὸ τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ θεοποίησαν ἀνθρώπους ἢ ἀνθρωπομορφές, ἄλλους ἀκόμη ζωντανοὺς καὶ ἄλλους ἤδη νεκρούς.
Ἤδη ὅμως μηχανεύθηκαν κι ἄλλα χειρότερα, καὶ ἀπέδωσαν τὸ θεῖο καὶ ὑπερκόσμιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ σὲ πέτρες, ξύλα, θαλάσσια ζῶα καὶ ἑρπετὰ τῆς γῆς, καὶ σ’ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἄγρια ἄλογα ζῶα.
Ἀπονέμουν σ’ αὐτὰ ὅλες τὶς τιμὲς ποὺ ἁρμόζουν στὸ Θεό, ἐνῶ παράλληλα ἀποστρέφονται τὸν ὄντως ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Πατέρα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ μακάρι τὸ θράσος τῶν ἀνοήτων ἀνθρώπων νὰ ἔφτανε ὡς αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ νὰ μὴν ἀναμειγνύονταν σὲ μεγαλύτερες ἀσέβειες. Γιατί ὁρισμένοι τόσο ξέπεσαν καὶ σκοτίσθηκαν στὸ νοῦ ὥστε νὰ ἐπινοοῦν καὶ νὰ θέλουν νὰ θεοποιοῦν αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀνύπαρκτα καὶ οὔτε φαίνονται ἀνάμεσα στὰ δημιουργήματα. Ἀναμιξαν λογικὰ πλάσματα μὲ ἄλογα· ἔμπλεξαν πράγματα ἀνόμοια στὴ φύση τους καὶ τὰ προσκυνοῦν ὡς θεούς. Τέτοιοι εἶναι οἱ θεοὶ τῶν Αἰγυπτίων ποὺ ἔχουν κεφάλι σκύλου ἢ φιδιοῦ ἢ γαϊδουριοῦ· ἀκόμη καὶ ὁ θεὸς τῶν Λιβύων Ἄμμωνας ποὺ ἔχει κεφάλι κριοῦ. Ἄλλοι πάλι διαίρεσαν τὰ μέρη τοῦ σώματος σὲ κεφάλι, ὦμο, χέρια καὶ πόδια καὶ τὸ καθένα ξεχωριστά το ἀνύψωσαν σὲ θεὸ καὶ τὸ προσκύνησαν. Δὲν τοὺς ἔφτανε φαίνεται νὰ λατρεύουν γενικὰ ὅλο το σῶμα!
Ἄλλοι πάλι αὔξησαν τόσο τὴν ἀσέβειά τους ὥστε θεοποίησαν ἀκόμη καὶ τὴν ἡδονὴ καὶ τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες ποὺ προκαλοῦν αὐτὲς καὶ τὴν κακία καὶ τὶς προσκυνοῦν Τέτοιοι θεοὶ εἶναι ὁ Ἔρωτας καὶ ἡ Ἀφροδίτη τῆς Πάφου. Ἄλλοι πάλι ἀπ’ αὐτούς, σὰν νὰ φιλοδοξοῦν τὰ χειρότερα, τόλμησαν ν’ ἀνυψώσουν ὡς θεοὺς τοὺς ἄρχοντές τους ἢ καὶ τοὺς νεαροὺς ἐρωμένους τῶν ἀρχόντων· τὸ ἔκαναν ἢ πρὸς τιμὴν τῶν ἀρχόντων ἢ ἀπὸ τὸ φόβο τῆς ἐξουσίας. Γιὰ παράδειγμα, στὴν Κρήτη εἶναι ὁ φοβερὸς Ζεύς, στὴν Ἀρκαδία ὁ Ἑρμῆς, στὴν Ἰνδία ὁ Διόνυσος, στὴν Αἴγυπτο ἡ Ἴσις, ὁ Ὄσιρις καὶ ὁ Ὧρος· καὶ τώρα ὁ Ἀντινοος ὁ νεαρὸς ἐρωμένος τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ. Αὐτὸν τὸν προσκυνοῦν διότι φοβοῦνται αὐτὸν ποὺ τοὺς διέταξε νὰ τὸ κάνουν, ἂν καὶ γνωρίζουν πὼς εἶναι ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα ὄχι σεμνὸς ἀλλὰ γεμάτος ἀπὸ ἀσέλγεια.
Διότι, ὅταν ὁ Ἀδριανὸς ἐπισκέφτηκε τὴ χώρα τῆς Αἰγύπτου καὶ πέθανε ἐκεῖ ὁ δοῦλος τοῦ Ἀντινοος, ποὺ τοῦ ἱκανοποιοῦσε τὰ πάθη, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν λατρεύουν ὡς θεό. Ὁ Ἀδριανὸς λοιπὸν ἦταν ἐρωτευμένος μὲ τὸ δοῦλο ἀκόμη καὶ μετὰ τὸ θάνατο αὐτοῦ· σὲ μᾶς ὅμως ἔδωσε μιὰ ἀπόδειξη κι ἕνα ἐπιχείρημα ἐναντίον κάθε μορφῆς εἰδωλολατρεία, ὅτι δηλαδὴ τὴν ἐφεῦραν οἱ ἄνθρωποι ὄχι γιὰ κανένα ἄλλο λόγο ἀλλὰ γιὰ τὰ πάθη τους. Αὐτὸ τὸ μαρτυρεῖ ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει: «Ἡ ἐπινόηση τῶν εἰδώλων ἔχει ὡς αἰτία τὴν πορνεία».
Καὶ νὰ μὴν ἀπορήσεις οὔτε νὰ θεωρήσεις ἀναξιόπιστο αὐτὸ ποὺ λέω· ἀφοῦ πρὶν ἀπὸ λίγο καιρό, ἴσως καὶ μέχρι τώρα, ἡ σύγκλητος τῶν Ρωμαίων ἀναγορεύει ὡς θεοὺς αὐτοὺς ποὺ βασίλεψαν ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια· νομοθετεῖ νὰ προσκυνοῦν ὡς θεοὺς ὅλους αὐτοὺς ἢ ὅποιους αὐτὴ θέλει καὶ ἀποφασίζει.
Οἱ συγκλητικοί, ὅσους βέβαια βασιλεῖς τοὺς μισοῦν, τοὺς κηρύσσουν φυσικοὺς ἐχθρούς τους καὶ τοὺς ὀνομάζουν κοινοὺς θνητούς· ὅσους ὅμως συμπαθοῦν, γι’ αὐτοὺς διατάζουν νὰ λατρεύονται ὡς τάχα καλοὶ ἄνδρες. Λὲς καὶ ἔχουν τὴν ἐξουσία νὰ ἀναγορεύουν θεούς, ἐνῶ οἱ ἴδιοι εἶναι ἄνθρωποι καὶ μάλιστα κοινοὶ θνητοί. Θὰ ἔπρεπε ὅμως, ἐφόσον ἀναγορεύουν θεούς, οἱ ἴδιοι νὰ εἶναι θεοί.
Διότι πρέπει ὁ τεχνίτης νὰ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸ δημιούργημα καὶ ὁ δικαστὴς νὰ ἐξουσιάζει αὐτὸν ποὺ κρίνει· τὸ ἴδιο, αὐτὸς ποὺ προσφέρει νὰ χαρίζει ὁπωσδήποτε αὐτὸ ποὺ ἔχει. Ἔτσι καὶ ὁ βασιλιὰς νὰ χαρίζει αὐτὸ ποὺ ἔχει, καθὼς εἶναι πιὸ ἰσχυρὸς καὶ μεγάλος ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ παίρνουν. Ἐφόσον λοιπὸν αὐτοὶ ἀναγορεύουν ὡς θεοὺς αὐτοὺς ποὺ θέλουν, πρέπει πρῶτα οἱ ἴδιοι νὰ εἶναι θεοί. Τὸ παράδοξο ὅμως εἶναι τὸ ἑξῆς: οἱ ἴδιοι ποὺ θεοποιοῦν πεθαίνουν ὡς ἄνθρωποι, κι ἔτσι ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ἀπόφασή τους εἶναι ἄκυρη.
Αὐτὴ ἡ συνήθεια δὲν εἶναι νέα, οὔτε ἄρχισε μὲ ἀπόφαση τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴ μελετοῦσαν μὲ σκοπὸ τὴν ἐπινόηση τῶν εἰδώλων.
Διότι καὶ οἱ περίφημοι ἀρχαῖοι θεοὶ τῶν Ἑλλήνων ὅπως ὁ Δίας, ὁ Ποσειδῶν, ὁ Ἀπόλλων, ὁ Ἥφαιστος καὶ ὁ Ἑρμῆς καὶ οἱ γυναικεῖες θεότητες Ἥρα, Δήμητρα, Ἀθηνᾶ καὶ Ἄρτεμις, ἀνακηρύχθηκαν θεοὶ μὲ ἐντολὴ τοῦ Θησέα, γιὰ τὸν ὁποῖο μᾶς διηγοῦνται οἱ Ἕλληνες.
Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἔδωσαν τὴν ἐντολὴ πέθαναν ὡς ἄνθρωποι καὶ τοὺς θρηνοῦν. Ἐνῶ, αὐτοὶ γιὰ τοὺς ὁποίους βγῆκε ἡ ἐντολή, προσκυνοῦνται ὡς θεοί. Ἀλίμονο στὴ μεγάλη τους ἀντινομία καὶ παραφροσύνη! Ἐνῶ γνωρίζουν αὐτὸν ποὺ ἔδωσε τὴν ἐντολή, προτιμοῦν νὰ λατρεύουν αὐτοὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἐκδόθηκε. Μακάρι ἡ μανία τους γιὰ τὰ εἴδωλα νὰ περιοριζόταν μέχρι τὶς ἀνδρικὲς θεότητες καὶ νὰ μὴν ἀποδιδόταν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ γυναικεῖες μορφές. Ἀκόμη καὶ τὶς γυναῖκες, μὲ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀνασφαλὲς ν’ ἀποφασίζει κανεὶς ἀπὸ κοινοῦ, κι αὐτὲς τὶς λατρεύουν καὶ τὶς προσκυνοῦν ὡς θεότητες. Αὐτὲς εἶναι ὅσες προβλέπουν οἱ διαταγὲς τοῦ Θησέα, ὅπως ἤδη ἀναφέραμε. Στοὺς Αἰγύπτιους εἶναι ἡ Ἴσις, ποὺ λέγεται Κόρη καὶ Νεαρότερη· σὲ ἄλλους ἀνήκει ἡ Ἀφροδίτη. Τὰ ὀνόματα τῶν ὑπολοίπων θεωρῶ ἀπρέπεια καὶ νὰ τὰ ἀναφέρω, διότι προκαλοῦν ντροπή.
Πολλοὶ πάλι, ὄχι μόνο τα ἀρχαῖα χρόνια ἀλλὰ καὶ τὰ σημερινά, ἔχασαν ἀγαπητὰ πρόσωπα, ἀδέλφια, συγγενεῖς καὶ γυναῖκες· καὶ πολλὲς γυναῖκες ἔχασαν τοὺς ἀνδρεςτους. Ὅλους αὐτούς, ποὺ ἡ ζωὴ ἀπέδειξε ὅτι εἶναι θνητοὶ ἄνθρωποι, αὐτοὺς ἀπὸ τὸ μεγάλο τους πένθος τοὺς ζωγράφησαν καὶ τοὺς ἔκαναν ἀγάλματα καὶ τοὺς πρόσφεραν θυσίες. Αὐτοὺς οἱ μετέπειτα, λόγω τῆς τέχνης καὶ τῆς ἱκανότητας τοῦ τεχνίτη τοῦ ἀναθήματος, τοὺς θεοποίησαν, πράγμα ἀφύσικο.
Ὅλους αὐτοὺς οἱ γονεῖς τοὺς τοὺς ἔκλαψαν διότι ἤξεραν ὅτι δὲν εἶναι θεοί· ἂν τὸ γνώριζαν, δὲν θὰ τοὺς θρηνοῦσαν σὰν χαμένους. Ἄλλωστε, ὄχι μόνο δὲν τοὺς θεωροῦσαν θεούς, ἀλλὰ ἐπειδὴ πίστευαν ὅτι δὲν ὑπάρχουν καθόλου, τοὺς ἀναπαράστησαν σὲ εἰκόνες ὥστε, βλέποντας τὴν εἰκόνα τους, νὰ παρηγοροῦνται γιὰ τὴν ἀνυπαρξία τους. Σ’ αὐτοὺς ὅμως οἱ ἀνόητοι προσεύχονται καὶ τοὺς ἀποδίδουν τὶς τιμὲς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λοιπόν, στὴν Αἴγυπτο ἀκόμη καὶ τώρα γίνεται θρῆνος γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Ὄσιρι, τοῦ Ὥρου, τοῦ Τυφώνα καὶ τῶν ὑπολοίπων.
Καὶ οἱ χάλκινοι λέβητες στὴ Δωδώνη καὶ οἱ κορύβαντες στὴν Κρήτη ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ Δίας δὲν εἶναι θεὸς ἀλλὰ ἄνθρωπος· κατάγεται μάλιστα ἀπὸ ἀνθρωποφάγο πατέρα. Καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστο, ὁ μεγαλύτερος Ἕλληνας φιλόσοφος, ποὺ καυχήθηκε ὅτι φιλοσόφησε πολλὰ γιὰ τὸ Θεό, ὁ Πλάτωνας, κατέβηκε κι αὐτὸς στὸν Πειραιὰ μὲ τὸ Σωκράτη, γιὰ νὰ προσκυνήσει τὴν Ἄρτεμη, ἔργο ἀνθρώπινης τέχνης!
Ὅλες αὐτὲς τὶς ἐπινοήσεις τῆς λατρείας τῶν εἰδώλων ἡ Ἁγία Γραφὴ τὶς σημείωνε ἀπὸ καιρό, λέγοντας: «Ἡ εἰδωλολατρεία ἔχει γιὰ θεμέλιο τὴν πορνεία. Ἡ ἐπινόησή της καταστρέφει τὴ ζωή». Διότι οὔτε στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς ὑπῆρχε οὔτε στὸ μέλλον θὰ ὑπάρξει. Τὴν ἔφερε στὸν κόσμο ἡ κενοδοξία τῶν ἀνθρώπων, καὶ γι’ αὐτὸ θὰ ἔχει σύντομο τέλος.
Ἕνας πατέρας ποὺ πενθεῖ τὸ νεκρὸ παιδί του, φτιάχνει εἰκόνα τοῦ πρόωρα πεθαμένου παιδιοῦ του· ἔτσι, τιμᾶ τώρα σὰν ζωντανό το νεκρὸ παιδί του καὶ τελεῖ μὲ τοὺς δούλους τοῦ μυστήρια καὶ λατρευτικὲς τελετές. Μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου τὸ ἀσεβὲς ἔθιμο γίνεται μόνιμη τελετή.
Μὲ διαταγὴ τῶν τυράννων λατρεύονταν καὶ τὰ ἀγάλματά τους. Διότι, ὅσοι ὑπήκοοί τους κατοικοῦσαν μακριὰ καὶ δὲν τοὺς ἔβλεπαν αὐτοπροσώπως γιὰ νὰ τοὺς τιμήσουν, ἔφτιαξαν τὸ ἄγαλμα τοῦ βασιλιὰ σὲ ἐμφανὲς σημεῖο, γιὰ νὰ τιμοῦν δουλικὰ τὸν ἀπόντα ὡς παρόντα. Καὶ ἡ καλλιτεχνία τοῦ δημιουργοῦ παρότρυνε τὰ θύματα τῆς ἄγνοιας σὲ ὑπερβολικὴ λατρεία.
Ὁ μὲν τεχνίτης, ἐπειδὴ θέλει νὰ ἀρέσει στὸν ἄρχοντα, προσπαθεῖ ν’ ἀποδώσει τέλεια τὴν ὁμοιότητα τῆς εἰκόνας. Ὁ λαὸς ὅμως, παρασύρεται ἀπὸ τὸ καλλιτεχνικὸ ἀποτέλεσμα καὶ θεωρεῖ τὸν πρὶν ἀπὸ λίγο τιμώμενο ἄνθρωπο ὡς σεβάσμιο θεό. Κι αὐτὸ ὑπῆρξε ὀλίσθημα στὴ ζωή. Διότι, οἱ ἄνθρωποι, ὄντας ἐξαρτώμενοι σὲ συμφορὰ ἢ τυραννία, «ἀπέδωσαν τὸ σεβάσμιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ σὲ πέτρες καὶ ξύλα».
Ἀφοῦ, λοιπόν, αὐτὴ εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, ἡ ἐπινόηση τῶν εἰδώλων ποὺ ἔπλασαν οἱ ἄνθρωποι, εἶναι ὥρα νὰ προχωρήσω γιὰ χάρη σου καὶ στὴν ἀνατροπή της. Θὰ χρησιμοποιήσω ἀποδείξεις ὄχι ἀπὸ ξένες πηγὲς ἀλλὰ ἀπὸ τὰ δικά τους φρονήματα.
Ἃς ξεκινήσω πρῶτα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐλαφρὰ ἐπιχειρήματα. Ἂν ἐξετάσεις κανεὶς τὶς πράξεις τῶν θεωρουμένων ὡς θεῶν, θὰ διαπιστώσει ὅτι ὄχι μόνο θεοὶ δὲν εἶναι, ἀλλὰ φανερώνονται ὡς οἱ πιὸ αἰσχροὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γιὰ παράδειγμα, τί σημαίνει νὰ διαβάζει κανεὶς στοὺς ποιητὲς τοὺς ἔρωτες καὶ τὶς αἰσχρότητες τοῦ Δία; Τί σημαίνει ν’ ἀκούει ὅτι αὐτὸς ἁρπάζει τὸν Γανυμήδη καὶ διαπράτει κρυφὲς μοιχεῖες; Τί σημαίνει νὰ φοβᾶται, μήπως, παρὰ τὴ θέλησή του, καταστραφοῦν τὰ τείχη τῆς Τροίας; Τί σημαίνει νὰ βλέπει τὸ Δία νὰ λυπᾶται γιὰ τὸ θάνατο τοῦ γιοῦ τοῦ Σαρπηδόνα καὶ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσει, ἂν καὶ τὸ θέλει;
Ἐπίσης, τί σημαίνει νὰ βλέπει κανεὶς τὸ Δία νὰ πέφτει θύμα συνομωσίας ἀπὸ ἄλλους δῆθεν θεούς, ὅπως ἡ Ἥρα καὶ ὁ Ποσειδώνας, ἐνῶ τὸν βοηθεῖ μιὰ γυναίκα, ἡ Θέτιδα καὶ ὁ Αἰγαίωνας μὲ τὰ ἑκατὸ χέρια; Ἀκόμη, νὰ τὸν νικοῦν οἱ ἡδονές, νὰ γίνεται δοῦλος γυναικὼν καὶ γιὰ χάρη τους νὰ ριψοκινδυνεύει μεταμορφούμενος σὲ τετράποδο ζῶο ἢ σὲ πτηνό·
Καὶ πάλι τί σημαίνει ὁ Δίας νὰ κρύβεται ἐπειδὴ τὸν κυνηγᾶ ὁ πατέρας του, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔκλεισε στὴ φυλακὴ τὸν πατέρα τοῦ Κρόνο καὶ στὴ συνέχεια τὸν εὐνούχισε; Συμπερασματικά, ἀξίζει αὐτὸν νὰ τὸν θεωροῦν θεό, ποὺ ἔκανε τόσα καὶ ἔχει κατηγορηθεῖ γιὰ ἀδικήματα τὰ ὁποῖα τὸ κοινὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο δὲν ἐπιτρέπει οὔτε σὲ κοινοὺς ἀνθρώπους;
Καὶ ἐπειδὴ εἶναι πολλά, ἀναφέρω λίγα ἀπ’ αὐτά. Ποιὸς ἄνθρωπος δὲν θὰ χλευάσει καὶ καταδικάσει σὲ θάνατο τὸν Δία, ὅταν δεῖ τὴ μοιχεία καὶ τὴ διακόρευση ποὺ ἔκανε στὴ Σεμέλη, τὴ Λήδα, τὴν Ἀλκμήνη, τὴν Ἄρτεμη, τὴ Λητώ, τὴ Μαία, τὴν Εὐρώπη, τὴ Δανάη καὶ τὴν Ἀντιόπη; Ἢ γιὰ τὸ θράσος νὰ ἔχει τὴν ἴδια καὶ ἀδελφὴ καὶ γυναίκα, δὲν θὰ τὸν χλευάσει καὶ τιμωρήσει μὲ θάνατο;
Καὶ ὄχι μόνο διέπραξε μοιχεία, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ ἀπόκτησε ἀπ’ αὐτὴν τὰ θεοποίησε καὶ ἀπέδωσε λατρευτικὲς τιμές. Ὡς κάλυμμα τῆς ἀσέλγειάς του εἶχε τὴν ἐπινόηση τῆς θεοποίησης. Τέτοια θεοποιηθέντα παιδιὰ τοῦ Δία εἶναι ὁ Ἡρακλῆς, οἱ Διόσκουροι, ὁ Ἑρμῆς, ὁ Περσέας καὶ ἡ Σώτειρα.
Ἀκόμη, ποιός, ὅταν δεῖ στὴν Τροία τὴν ἀδιάλλακτη φαγωμάρα μεταξύ των δῆθεν θεῶν γιὰ χατήρι τῶν Ἑλλήνων ἢ τῶν Τρώων, δὲν θὰ καταδικάσει τὴν ἀδυναμία τους; Μὲ τὴ φιλονικεία τοὺς ἐρέθισαν καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἐπιπλέον, ποιὸς θὰ δεῖ τὸ Διομήδη νὰ πληγώνει τὸν Ἄρη καὶ τὴν Ἀφροδίτη, ἢ τὸν Ἡρακλῆ τὴν Ἥρα καὶ τὸν ὑποχθόνιο θεὸ τοῦ Ἅδη, ἢ τὸν Περσέα νὰ πληγώνει τὸ Διόνυσο καὶ τὸν Ἀρκάδα τὴν Ἀθηνᾶ, ἢ τὸν Ἥφαιστο νὰ τὸν γκρεμίζουν καὶ νὰ μένει κουτσός, ποιὸς λογικὸς ἄνθρωπος γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴ φύση τους καὶ θ’ ἀποφύγει νὰ τοὺς ὀνομάζει θεούς; Ἐφόσον ὑπόκεινται στὴ φθορὰ καὶ ἔχουν πάθη, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἄνθρωποι, καὶ μάλιστα ἀδύναμοι. Θ’ ἀπορεῖ κανείς, ποιοὺς νὰ θαυμάζει περισσότερο, αὐτοὺς ποὺ πλήγωσαν ἢ αὐτοὺς ποὺ πληγώθηκαν! Ποιός, ἐπίσης, δὲν θὰ γελάσει καὶ δὲν θὰ κατηγορήσει γιὰ διαφθορά, ὅταν πληροφορηθεῖ τὴ μοιχεία τοῦ Ἄρη σὲ βάρος τῆς Ἀφροδίτης· ἢ τὸ δόλο τοῦ Ἥφαιστου σὲ βάρος τῶν δύο παραπάνω· καὶ ἀκόμη τοὺς ὑπόλοιπους θεοὺς ποὺ καλέστηκαν ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο καὶ πῆραν μέρος στὴ μοιχεία καὶ ἀσέλγεια ὡς θεατές;
Ἢ ποιὸς δὲν θὰ γελάσει βλέποντας τὸν ἕκτος ἐαυτοῦ μεθυσμένο Ἡρακλῆ ν’ ἀσωτεύει μὲ τὴν Ἀμφιάλη;
Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἐλέγξουμε ἀναλυτικὰ τὶς φιλήδονες πράξεις τῶν θεῶν, τοὺς παράλογους ἔρωτές τους, τὴν κατασκευὴ εἰδώλων ἀπὸ χρυσό, ἀσήμι, χαλκό, σίδερο, πέτρα καὶ ξύλο. Ὂλ’ αὐτὰ τὰ πράγματα ἀπὸ μόνα τους προκαλοῦν ἀποστροφὴ καὶ ἀπὸ μόνα τους φανερώνουν τὸ βάθος τῆς πλάνης. Ἕνα μόνο· λυπᾶται κανεὶς ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔχουν ξεγελαστεῖ καὶ παρασυρθεῖ ἀπ’ ὅλα αὐτά.
Διότι, ἐνῶ μισοῦν θανάσιμά το μοιχὸ ποὺ παρασύρει τὴ γυναίκα τους, ἀντίθετα δὲν ντρέπονται νὰ θεοποιοῦν αὐτοὺς ποὺ διδάσκουν τὴ μοιχεία. Καὶ ἐνῶ ἀπορρίπτουν σαρκικὴ σχέση μὲ τὴν ἀδελφή τους, ὅμως λατρεύουν αὐτοὺς ποὺ τὸ ἔκαναν. Καὶ ἐνῶ παραδέχονται ὡς κακὸ τὴν παιδεραστία, παρ’ ὅλα αὐτὰ λατρεύουν αὐτοὺς ποὺ κατηγοροῦνται ὅτι τὴν ἔκαναν. Γενικά, αὐτὰ ποὺ ἀπαγορεύουν οἱ νόμοι στοὺς ἀνθρώπους νὰ τὰ κάνουν, αὐτὰ δὲν ντρέπονται νὰ τ’ ἀποδίδουν ὡς χαρακτηριστικά των ψευτοθεῶν τους!
Ἔπειτα, προσκυνώντας τὶς πέτρες καὶ τὰ ξύλα, δὲν βλέπουν ὅτι ὅλα αὐτὰ εἴτε τὰ πατοῦν μὲ τὰ πόδια εἴτε τὰ καῖνε· δυστυχῶς, ὅμως, μερικὰ κομμάτια τοὺς τὰ ἀναγορεύουν σὲ θεότητες. Αὐτὰ ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο χρησιμοποιοῦσαν, τώρα μὲ μανία τὰ λαξεύουν καὶ τὰ λατρεύουν. Δὲν βλέπουν οὔτε σκέφτονται ὅτι λατρεύουν τὴν τέχνη τοῦ γλύπτη καὶ ὄχι θεούς.
Ὅσο καιρὸ οἱ πέτρες εἶναι ἀπελέκητες καὶ τὰ ὑλικὰ ἀκατέργαστα, τόσο τὰ καταπατοῦν καὶ τὰ χρησιμοποιοῦν ἀκόμη καὶ στὶς πιὸ ἐξευτελιστικὲς ἐργασίες. Μόλις ὅμως ὁ τεχνίτης ἐπιβάλλει στὰ ὑλικὰ αὐτὰ τὴ συμμετρία τῆς ἐπιστήμης του καὶ χαράξει σ’ αὐτὰ τὴ μορφὴ ἑνὸς ἄνδρα ἢ μιᾶς γυναίκας, τότε εὐγνωμονοῦν τὸν τεχνίτη καὶ τὰ προσκυνοῦν ὡς θεότητες· σὰν νὰ μὴν ἔδωσαν χρήματα στὸν ἀγαλματοποιὸ γιὰ νὰ τὰ ἀγοράσουν! Πολλὲς φορὲς μάλιστα καὶ ὁ ἴδιος ὁ τεχνίτης τῶν γλυπτῶν, σὰν νὰ ξέχασε ὅτι ὁ ἴδιος τα ἔφτιαξε, προσεύχεται στὰ δικά του ἔργα! Αὐτὰ ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο κομμάτιαζε καὶ σμίλευε, τὰ ἴδια μετὰ τὴν ἐπεξεργασία τοὺς τὰ ὀνομάζει θεούς. Θὰ ἔπρεπε, ἂν αὐτὰ τὰ ἔργα ἦταν ἄξια θαυμασμοῦ, νὰ προτιμοῦν τὴν τέχνη τοῦ δημιουργοῦ καὶ ὄχι τὰ ἴδια τὰ δημιουργήματα. Διότι, δὲν στολίζει οὔτε θεοποιεῖ ἡ ὕλη τὴν τέχνη, ἀλλὰ ἡ τέχνη τὴν ὕλη. Θὰ ἦταν πιὸ δίκαιο νὰ προσκυνοῦν τὸν τεχνίτη τῶν ἀγαλμάτων καὶ ὄχι τὰ δημιουργήματά του. Γιὰ δύο λόγους, πρῶτα γιατί αὐτὸς ὑπῆρχε πρὶν τὰ γλυπτὰ-θεοὺς κι ἔπειτα διότι τὰ ἔφτιαξε ὅπως αὐτὸς ἤθελε. Τώρα ὅμως ἄφησαν στὴν ἄκρη τὸ δίκαιο καὶ περιφρόνησαν τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν τέχνη· προσκυνοῦν πλέον τὰ δημιουργήματα τῆς ἐπιστήμης καὶ τέχνης. Καὶ ἐνῶ πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος κατασκευαστῆς τῶν εἰδώλων, τὰ ἔργα τοῦ τὰ τιμοῦν ὡς ἀθάνατα. Κι αὐτὰ ὅμως, ἂν δὲν τὰ φροντίσουν καθημερινά, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, λόγω τοῦ ὑλικοῦ κατασκευῆς της, καταστρέφονται. Πῶς, λοιπόν, δὲν θὰ τοὺς λυπόταν κανεὶς καὶ στὸ ἑξῆς: αὐτοὶ ποὺ βλέπουν προσκυνοῦν τοὺς τυφλούς, κι αὐτοὶ ποὺ ἀκοῦν προσεύχονται στοὺς κωφούς.
Δυστυχῶς, οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ἔχουν ἀπὸ τὴ φύση τοὺς ψυχὴ καὶ λογική, ὀνομάζουν θεοὺς αὐτοὺς ποὺ δὲν κινοῦνται καθόλου καὶ δὲν ἔχουν ψυχή. Καὶ δὲν εἶναι τὸ πιὸ παράδοξο, αὐτοὺς ποῦ οἱ ἴδιοι ἐξουσιάζουν σ’ αὐτοὺς νὰ εἶναι ὑπόδουλοι σὰν ἀφεντικά τους; Καὶ μὴ θεωρεῖς ὅτι αὐτὰ ποὺ λέω σὲ βάρος τοὺς εἶναι ψευδῆ καὶ ἀβάσιμα· εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἀξιοπιστία τους· μποροῦν εὔκολα νὰ τὴ διαπιστώσουν ὅσοι τὸ ἐπιθυμοῦν. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ἡ καλύτερη μαρτυρία ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ποὺ διδάσκει καὶ λέει: «Τὰ ἀγάλματα τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν εἶναι ἀπὸ ἀσήμι καὶ χρυσάφι, ἀνθρώπινα κατασκευάσματα. Ἔχουν μάτια ἀλλὰ δὲν βλέπουν· ἔχουν στόμα, ἀλλὰ δὲν μιλοῦν· ἔχουν αὐτιὰ ἀλλὰ δὲν ἀκοῦν· ἔχουν μύτη ἀλλὰ δὲν ὀσφραίνονται. Ἔχουν χέρια ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ ψηλαφίσουν· πόδια ἔχουν καὶ δὲν περπατοῦν· δὲν μποροῦν ν’ ἀρθρώσουν φωνή. Ὅσοι τὰ κατασκευάζουν ὁμοιάζουν σ’ ὅλα μ’ αὐτά». (Ψαλμὸς 113) Αὐτὰ τὰ εἴδωλα τὰ καταδικάζουν οἱ προφῆτες μὲ ἐλεγκτικὸ λόγο τοῦ γίου Πνεύματος: «Θὰ ντραποῦν αὐτοὶ ποὺ πλάθουν θεοὺς καὶ μάταια κατασκευάζουν εἴδωλα· ὅλοι οἱ ψευτοθεοί, ἀπ’ ὅποιον κι ἂν φτιάχτηκαν, ξεράθηκαν κι ἐξαφανίστηκαν. Κι ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι κουφοὶ πνευματικὰ καὶ ἐπιμένουν στὴν πλάνη, ἃς συγκεντρωθοῦν ὅλοι μαζί· θὰ ντραποῦν γιὰ τὴν πλάνη τους καὶ τοὺς ψευτοθεούς τους.
»Νά, πὼς ἔγιναν οἱ θεοί τους! σιδερὰς λεπταίνει τὸ σίδερο, μὲ τὸ σφυρὶ τὸ κατεργάζεται, τὸ τρυπὰ κατάλληλα μὲ τὸ τρυπάνι καὶ τὸ στήνει ὄρθιο. Τὸ δουλεύει μὲ τὴ δύναμη τῶν χεριῶν του· καὶ μάλιστα νηστικός, ἀποκαμωμένος καὶ διψασμένος.
»Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ξυλουργός· διαλέγει τὸ ξύλο, ἁπλώνει τὸ μέτρο του, τὸ κόβει, τὸ κολλὰ καὶ τὸ διαρρυθμίζει. Ἔτσι δίνει σ’ αὐτὸ μορφὴ ὡραίου ἄνδρα καὶ τὸ στήνει στὸ ναό. Ὁ ξυλουργὸς ἔκοψε ξύλο ἀπὸ τὸ δάσος, τὸ ὁποῖο ὅμως ὁ Κύριος το φύτεψε, ἡ βροχὴ τὸ πότισε καὶ τὸ μεγάλωσε· ἔτσι ὥστε νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν οἱ ἄνθρωποι νὰ θερμανθοῦν μὲ τὴ φωτιά. Καίγοντάς το, ἕψησαν ψωμὶ πάνω σ’ αὐτό, ἐνῶ ἀπὸ ἕνα κομμάτι τοῦ οἱ γλύπτες ἔφτιαξαν εἴδωλα θεῶν καὶ τὰ προσκύνησαν.
Ἔτσι λοιπὸν τὸ μισὸ ξύλου τοῦ εἰδώλου τὸ ἔκαψαν στὴ φωτιά· καὶ στὸ μισὸ ἕψησαν κρέας, ἔφαγαν καὶ χόρτασαν· ζεστάθηκαν καὶ εἶπαν: Εὐχάριστο πράγμα ἡ θερμότητα καὶ ἡ θέα τῆς φωτιᾶς».
»Τὸ ὑπόλοιπο ξύλο τὸ προσκυνοῦσε λέγοντας: βοήθησε μέ, ἐπειδὴ εἶσαι θεός. Δὲν εἶχαν σύνεση, διότι σκοτίσθηκαν ὥστε νὰ μὴ βλέπουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τους καὶ νὰ καταλαβαίνουν μὲ τὸ νοῦ. Ὁ ξυλουργὸς ποὺ σκάλισε τὸ εἴδωλο δὲν σκέφτηκε μὲ τὸ νοῦ οὔτε μὲ τὴν ψυχὴ οὔτε μὲ τὴ στοιχειώδη σύνεση ὅτι τὸ μισὸ ξύλο τὸ ἔκαψε γιὰ νὰ θερμανθεῖ καὶ ἕψησε σ΄ αὐτὸ ψωμιά· ἕψησε καὶ κρέας καὶ ἔφαγε. Τὸ ὑπόλοιπο ξύλο τὸ ἔκανε βδελυρὸ εἴδωλο καὶ τὸ προσκυνοῦν.
»Μάθετε ὅτι ἡ καρδιὰ τοὺς εἶναι στάχτη καὶ βρίσκονται στὴν πλάνη· κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοὺς σώσει. Δέστε σεῖς ποῦ φτιάξατε τὰ εἴδωλα· δὲν θὰ πεῖτε ὅτι μὲ τὸ δεξί μας χέρι κάναμε ψεύτικα εἴδωλα;». (Ἠσαΐας, 44). Πῶς λοιπὸν δὲν θὰ ἐλεγχθοῦν ὡς ἄθεοι μπροστὰ σ’ ὅλους ὅσοι θεωροῦνται καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἁγία Γραφὴ ἀσεβεῖς; Ἢ πῶς δὲν εἶναι κακότυχοι ὅσοι τόσο φανερὰ ἀποδεικνύεται ὅτι λατρεύουν τὰ ἄψυχα ἀντὶ τὰ ἀληθινά; Τί ἐλπίδα ἔχουν καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ τοὺς συγχωρήσει, ἀφοῦ πιστεύουν σε μὴ λογικὰ καὶ ψεύτικα ὄντα, ἀντὶ νὰ προσκυνοῦν τὸν ἀληθινὸ Θεό;
Μακάρι ὁ τεχνίτης νὰ ἔφτιαχνε τοὺς θεοὺς τοὺς χωρὶς μορφή, ὥστε νὰ μὴν εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἀπόδειξη τῆς ἀδιαντροπιᾶς τους. Διότι θὰ ξεγελοῦσαν τοὺς ἁπλοϊκοὺς ὅτι δῆθεν τὰ εἴδωλα καταλαβαίνουν, ἂν βέβαιά τα αἰσθητήρια ὄργανά τους (μάτια, μύτες, αὐτιά, χέρια καὶ στόμα) δὲν ἦταν ἀνίκανα νὰ κινηθοῦν καὶ νὰ χρησιμοποιήσουν τὶς αἰσθήσεις τους γιὰ ν’ ἀντιληφθοῦν τὰ αἰσθητὰ ἀντικείμενα. Τώρα ὅμως τὰ εἴδωλα ἔχουν αἰσθητήρια χωρὶς νὰ αἰσθάνονται, πόδια χωρὶς νὰ στέκονται, καὶ ἐνῶ κάθονται δὲν κάθονται. Διότι δὲν ἔχουν τὴν ἐνέργεια τῶν αἰσθητηρίων, ἀλλὰ μένουν ἀκίνητοι ὡς θεοὶ ὅπως θέλησε ὁ κατασκευαστής τους Δὲν ἔχουν κανένα γνώρισμα τοῦ Θεοῦ, ἐντελῶς ἄψυχοι, ὅπως τοὺς ἔφτιαξε ὁ τεχνίτης.
Μακάρι οἱ κήρυκες καὶ μάντεις αὐτῶν τῶν θεῶν, ἐννοῶ τοὺς ποιητὲς καὶ συγγραφεῖς, νὰ τοὺς ὀνομάτιζαν ἁπλὰ ὡς θεοὺς καὶ τίποτε ἄλλο· νὰ μὴν ἀνέφεραν καθόλου τὶς πράξεις τους, διότι αὐτὲς ἀποδεικνύουν ὅτι δὲν εἶναι θεοὶ καὶ ὅτι εἶναι αἰσχρὴ ἡ ζωή τους. Γιατί, καὶ μὲ μόνο τὴν ἀναφορὰ στὸ ὄνομα “θεός”, μπορεῖ νὰ γίνει ὑποκλοπὴ τῆς ἀλήθειας καὶ νὰ ξεγελαστοῦν πολλοί.
Τώρα ὅμως, οἱ ποιητὲς διηγοῦνται τοὺς ἔρωτες καὶ τὶς αἰσχότητες τοῦ Δία, τὶς παιδεραστίες τῶν ὑπολοίπων, τὶς ἐρωτικὲς ζηλοτυπίες τῶν γυναικών, τοὺς φόβους, τὶς δειλίες καὶ τὶς ἄλλες κακίες. Μ’ ὅλα αὐτὰ ὅμως στιγματίζουν τὸν ἑαυτό τους, ὅτι ὄχι μόνο γιὰ θεοὺς δὲν διηγοῦνται ἀλλ’ οὔτε γιὰ σεμνοὺς ἀνθρώπους καὶ πλάθουν μύθους αἰσχροὺς καὶ κακούς. Ἴσως ὅμως, γιὰ νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ ἀσεβεῖς, νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν ἰδιότητα τῶν ποιητῶν λέγοντας ὅτι ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ πλάθουν ἀνύπαρκτα πράγματα καὶ ψεύτικους μύθους γιὰ εὐχαρίστηση τῶν ἀκροατῶν. Χάρη σ’ αὐτὸ ἔπλασαν καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς θεούς. Κι αὐτὴ ὅμως ἡ δικαιολογία θὰ φανεῖ μετέωρη ἀπ’ ὅλους τους μύθους ποὺ ἀραδιάζουν γιὰ τοὺς θεούς.
Διότι, ἂν ὅλα ὅσα λένε οἱ ποιητὲς εἶναι μυθεύματα, τότε ψεύτικο θὰ ἦταν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Δία, τοῦ Κρόνου, τῆς Ἥρας καὶ τῶν ὑπόλοιπων θεῶν. Ἴσως βέβαια, ὅπως λένε αὐτοί, καὶ τὰ ὀνόματα νὰ εἶναι πλαστὰ καὶ στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχει καθόλου Δίας ἢ Κρόνος ἢ Ἄρης. Τοὺς δημιουργοῦν οἱ ποιητές, γιὰ νὰ ξεγελοῦν τοὺς ἀκροατές τους. Ἐφόσον ὅμως οἱ ποιητὲς πλάθουν αὐτοὺς ποῦ δὲν ὑπάρχουν, πῶς θὰ τοὺς θεωροῦμε ἀληθινοὺς θεούς; Ἢ μήπως θὰ μᾶς ποῦν ὅτι δὲν πλάθουν ψευδῆ ὀνόματα, ἀλλὰ ψευδεῖς πράξεις σὲ βάρος τους; Κι αὐτὸ ὅμως δὲν ἀποτελεῖ ἰσχυρὸ ἐπιχείρημα γιὰ νὰ τοὺς ἀπαλλάξει στὴν ἀπολογία τους. Διότι, ἂν πλάθουν ψεύτικες πράξεις, ψεύτικα θὰ εἶναι καὶ τὰ ὀνόματα τῶν πρωταγωνιστῶν. Τὸ ἀντίθετο: ἂν λένε ἀλήθεια στὰ ὀνόματα, ὁπωσδήποτε ἀληθινὲς θὰ εἶναι καὶ οἱ πράξεις.
Ἄλλωστε αὐτοὶ ποὺ πλάθουν τοὺς μύθους τῶν θεῶν γνωρίζουν πολὺ καλὰ καὶ ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι τὰ ἔργα τους. Ποτὲ δὲν θὰ ἀπέδιδαν ἀνθρώπινες ἰδιότητες στοὺς θεούς· ὅπως δὲν ἀποδίδει κανεὶς τὴν ἰδιότητα τῆς φωτιᾶς στὸ νερό· ἡ μία εἶναι καυτὴ καὶ τὸ ἄλλο ψυχρό. Ἂν οἱ πράξεις τῶν θεῶν εἶναι ἀντάξιές τους, τότε θὰ ἦταν θεοὶ καὶ ὅσοι τὶς ἔκαμαν. Ἂν ὅμως οἱ πράξεις τῆς μοιχείας καὶ οἱ παρόμοιες χαρακτηρίζουν κακοὺς ἀνθρώπους, τότε οἱ δράστες τοὺς εἶναι ἄνθρωποι καὶ ὄχι θεοί. Διότι οἱ πράξεις πρέπει νὰ συμφωνοῦν μὲ τὴ φύση τοῦ δράστη τους· ὥστε ἡ ἐνέργεια νὰ φανερώση τὸν δράστη καὶ ἡ πράξη νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἀπὸ τὴν οὐσία της. Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ κάποιον ποὺ μιλάει γιὰ τὸ νερὸ καὶ τὴ φωτιά· ἀναφέροντας τὶς ἐνέργειές τους, δὲν λέει ὅτι τὸ νερὸ καίει οὔτε ὅτι ἡ φωτιὰ ψυχραίνει. Παρόμοια, σχετικὰ μὲ τὸν ἥλιο καὶ τὴ γῆ, δὲν λέει ὅτι ἡ γῆ φωτίζει καὶ ὁ ἥλιος βγάζει βότανα καὶ καρπούς· ἂν ἔλεγε κάτι τέτοιο, θὰ ξεπερνοῦσε κάθε τρέλα.
Ἔτσι λοιπὸν οἱ δικοί τους ποιητὲς καὶ μάλιστα ὁ πιὸ σπουδαῖος (ἐννοεῖ τὸν Ὅμηρο), ἂν πίστευαν ὅτι ὁ Δίας καὶ οἱ λοιποὶ εἶναι θεοί, δὲν θὰ τοὺς ἀπέδιδαν τέτοιου εἴδους πράξεις. Διότι αὐτὲς ἀποδείχνουν ὅτι δὲν εἶναι θεοὶ ἀλλὰ περισσότερο ἄνθρωποι, καὶ μάλιστα χωρὶς ἀρετή. Ἂν ὅμως κατηγορεῖς τοὺς ποιητὲς ὅτι λόγω τῆς ἰδιότητάς τους λένε ψέματα, γιατί νὰ μὴ λένε ψέματα καὶ γιὰ τὰ κατορθώματα τῶν ἡρώων; Νὰ πλάθουν, δηλαδή, δειλία ἀντὶ γιὰ ἀνδρεία καὶ τὸ ἀντίστροφο; Ἔπρεπε ὅπως εἶπαν ψέματα γιὰ τὸν Δία καὶ τὴν Ἥρα, ἔτσι νὰ προσάπτουν ψευδῶς στὸν Ἀχιλλέα δειλία, ἐνῶ στὸ Θερσίτη (ὁ πιὸ δειλὸς Ἕλληνας στὴν ἐκστρατεία τῆς Τροίας) δύναμη· νὰ συκοφαντοῦν τὸν Ὀδυσσέα γιὰ ἐπιπολαιότητα καὶ τὸν σοφὸ Νέστορα γιὰ παρανοϊκότητα. Νὰ διηγοῦνται γιὰ τὸν Διομήδη καὶ τὸν Ἕκτορα γυναικεῖες (δειλὲς) πράξεις, ἐνῶ γιὰ τὴν Ἑκάβη (γυναίκα τοῦ Πριάμου ποὺ δείλιασε στὴν αἰχμαλωσία τῆς) ἀνδρεία. Ἐφόσον λένε αὐτοὶ ὅτι οἱ ποιητὲς πλάθουν ψέμματα, θὰ ἔπρεπε γιὰ ὅλες τὶς περιπτώσεις νὰ τὸ κάνουν.
Τώρα ὅμως συμβαίνει τὸ ἑξῆς στοὺς ποιητὲς : ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους λένε τὴν ἀλήθεια, δὲν διστάζουν νὰ λένε ψέματα γιὰ τοὺς δῆθεν θεούς. Ἴσως, βέβαια, νὰ πεῖ κάποιος ὅτι λένε ψέματα γιὰ τὶς ἀδιάντροπες πράξεις τους· ἐνῶ, ἀντίθετα, λένε τὴν ἀλήθεια στοὺς ἐπαίνους, ὅταν ὑμνοῦν τὸν Δία ὅτι κυβερνᾶ στὸν Ὄλυμπο καὶ τὸν οὐρανὸ ὡς πατέρας καὶ ἀνώτερος ὅλων των θεῶν. Τὴν ἀλήθεια αὐτοῦ του συλλογισμοῦ μπορεῖ νὰ τὴν καταρρίψει ὁ καθένας, ὄχι μόνον ἐγώ. Μὲ τὰ πρῶτα ἐπιχειρήματα θὰ λάμψει σὲ βάρος τους ἡ ἀλήθεια. Διότι οἱ πράξεις ποὺ διηγοῦνται δείχνουν ὅτι πρόκειται γιὰ ἀνθρώπους, ἐνῶ οἱ ἔπαινοι γιὰ ὑπερανθρώπους. Τὸ καθένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὸ ἄλλο. Διότι δὲν ἀποτελεῖ ἴδιο των οὐράνιων θεῶν νὰ κάνουν τέτοιες πράξεις, οὔτε ὅσοι τὶς κάνουν μπορεῖ νὰ ὀνομάζονται θεοί. Τί μᾶς μένει νὰ σκεφθοῦμε ἀπὸ τὸ ὅτι τὰ ἐγκώμια γιὰ τοὺς θεοὺς εἶναι ψεύτικα καὶ χαριστικά, ἐνῶ οἱ αἰσχρές τους πράξεις ἀληθινές. Τὴν πραγματικότητα αὐτοῦ τὴν ἐπιβεβαιώνει κανεὶς ἀπὸ πείρα. Κανεὶς δὲν ἐγκωμιάζει κάποιον καὶ ταυτόχρονα κατηγορεῖ τὶς πράξεις του. Ἀλλὰ συμβαίνει τὸ ἑξῆς: ὅποιον ἔχει αἰσχρὴ ζωὴ προσπαθοῦν μὲ ἐπαίνους νὰ τὸν ὑψώσουν, γιὰ νὰ ἐξαπατήσουν τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀκοῦν γιὰ τὴν κακὴ ζωή του κι ἔτσι ν’ ἀποκρύψουν τὴν αἰσχρότητά του.
Συμβαίνει, ὅπως ἕνας ποὺ θέλει νὰ ἐγκωμιάσει κάποιον καὶ δὲν βρίσκει τίποτε ἄξιο ἐπαίνου οὔτε στὴ συμπεριφορὰ οὔτε στὴν ψυχή, καθὼς αὐτὰ προκαλοῦν ντροπή· τὸν ἐξυψώνει τότε μὲ διαφορετικὸ τρόπο καὶ τοῦ ἀποδίδει χαρίσματα ἀνώτερα ἀπὸ τὴν ἀξία του. Ἔτσι κάνουν καὶ οἱ διάσημοι ποιητὲς τῶν εἰδωλολατρῶν· ντρέπονται γιὰ τὶς ἀσιχρὲς πράξεις τῶν δῆθεν θεῶν καὶ τοὺς ἀποδίδουν ὑπεράνθρωπο ὄνομα, αὐτὸ τῆς θεότητας. Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἡ ἰδιότητα τοῦ ὑπεράνθρωπης θεότητας ὄχι μόνο δὲν θὰ καλύψει τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες τῶν ψευτοθεῶν, ἀλλὰ μᾶλλον θὰ τοὺς ξεσκεπάσει, ἐπειδὴ οἱ ἀνθρώπινες ἀδυναμίες δὲν ταιριάζουν σὲ ἀντιλήψεις γιὰ τὸ Θεό.
Ἐγὼ μάλιστα πιστεύω ὅτι οἱ ποιητὲς παρὰ τὴ θέλησή τους ἀναφέρουν τὰ πάθη καὶ τὶς πράξεις τῶν θεῶν. Ἐπειδή, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, προσπάθησαν ν’ ἀποδώσουν τὸ ὄνομα καὶ τὴν τιμὴ ποὺ ἀνήκει στὸ Θεὸ σ’ αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶναι θεοὶ ἀλλὰ κοινοὶ θνητοί· κάτι τέτοιο ἀποτελεῖ μεγάλη ἀσέβεια. Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀσέβειας τοὺς ὑποχρέωσε ἡ ἀλήθεια, χωρὶς τὴ θέλησή τους, νὰ ἐκθέσουν τὰ πάθη τῶν ψευτοθεῶν. Κι ἔτσι οἱ ἀπόγονοί τους νὰ διαβάζουν στὰ βιβλία τοὺς τὰ πάθη τῶν θεῶν καὶ νὰ ἀποδείχνεται ὅτι δὲν εἶναι θεοί.
Ποιὰ λοιπὸν δικαιολογία ἢ ἀπόδειξη γιὰ τὴ θεότητα αὐτῶν θὰ εἶχαν ἐκεῖνοι ποῦ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ δεισιδαιμονίες; Ἀπ’ ὅσα εἴπαμε παραπάνω, ἀποδείχτηκε ὅτι οἱ θεοὶ εἶναι ἄνθρωποι, καὶ μάλιστα γεμάτοι πάθη. Ἴσως ὅμως θὰ χρησιμοποιήσουν μὲ καύχηση ἐκεῖνο τὸ ἐπιχείρημα, ὅτι οἱ δῆθεν θεοὶ ἀνακάλυψαν πράγματα χρήσιμα γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων, καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς λένε θεούς, διότι ἀποδείχτηκαν χρήσιμοι στοὺς ἀνθρώπους. Λένε ὅτι ὁ Δίας ἀνακάλυψε τὴν τέχνη τῆς πλαστικῆς, ὁ Ποσειδώνας τὴν κυβερνητική, ὁ Ἥφαιστος τὴν κατεργασία τοῦ χαλκοῦ, ἡ Ἀθηνᾶ τὴν ὑφαντική, ὁ Ἀπόλλων τὴ μουσική, ἡ Ἄρτεμη τὸ κυνήγι, ἡ Ἥρα τὸν καλλωπισμό, ἡ Δήμητρα τὴ γεωργία καὶ ἄλλοι θεοὶ ἄλλες τέχνες, ὅπως μᾶς διηγοῦνται οἱ ἱστορικοί.
Αὐτὲς ὅμως τὶς τέχνες καὶ τὶς παρόμοιες ἐπιστῆμες ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι νὰ τὶς ἀποδώσουν ὄχι μόνο στοὺς (ψευτο)θεοὺς ἀλλὰ στὴν ἀνθρώπινη φύση. Διότι αὐτὴ ἐφευρίσκει τὶς τέχνες. Ἐξάλλου πολλοὶ θεωροῦν τὴν τέχνη ἀπομίμηση τῶν ἰδιοτήτων τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἂν λοιπὸν ἔγιναν ἐπιστήμονες, ἐπειδὴ σπούδασαν τὶς τέχνες, δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ τοὺς θεωροῦμε καὶ θεούς, ἀφοῦ εἶναι ἄνθρωποι.
Διότι δὲν προῆλθαν οἱ τέχνες ἀπὸ τοὺς θεούς, ἀλλὰ στὶς τέχνες οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι ἀντιγραψαν τὴν φύση τους. Ὄντας λοιπὸν ἄνθρωποι μὲ φυσικὴ τὴν ἱκανότητα νὰ μάθουν, ὅπως καὶ τὸ εἴπαμε, δὲν εἶναι παράδοξο ποὺ ἐπινόησαν τὶς τέχνες· διότι μὲ τὸ νοῦ τοὺς μελέτησαν τὴ δική τους φύση καὶ ἀπ’ αὐτὴν προῆλθαν οἱ γνώσεις.
Κι ἂν ἰσχυρίζονται ὅτι πρέπει νὰ τοὺς ἀναγορεύσουμε θεούς, ἐπειδὴ ἀνακάλυψαν τὶς τέχνες, τότε εἶναι καιρὸς νὰ ὀνομάσουμε θεοὺς καὶ τοὺς ἐφευρέτες τῶν ἄλλων τεχνῶν, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ποὺ καὶ οἱ πρῶτοι ὀνομάστηκαν. Γιὰ παράδειγμα, εἶναι κι ἄλλοι τέτοιοι ἐφευρέτες. Οἱ Φοίνικες ἀνακάλυψαν τὸ ἀλφάβητο, ὁ Ὅμηρος τὴν ἠρωϊκὴ ποίηση, ὁ Ζήνων ὁ Ἐλεάτης τὴ διαλεκτική,ὁ Συρακούσιος Κόραξ τὴ ρητορικὴ τέχνη· ὁ Ἀρισταῖος τὴ μελισσοκομία, ὁ Τριπτόλεμος τὴν καλλιέργεια τῶν σιτηρῶν· ὁ Σπαρτιάτης Λυκοῦργος καὶ ὁ Ἀθηναῖος Σόλων τὴ νομοθεσία· ὁ Παλαμήδης ἐφεύρεσε τὸ συντακτικὸ καὶ τὴν ἀριθμητική. Καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀνακάλυψαν πολλὰ καὶ διάφορα χρήσιμα γιὰ τὸ βίο τῶν ἀνθρώπων, ὅπως μᾶς τὰ διηγοῦνται οἱ ἱστορικοί.
Ἂν λοιπὸν ἡ ἐφεύρεση τῶν ἐπιστημῶν φτιάχνει τοὺς θεοὺς καὶ τὴ λατρεία τους, ὑποχρεωτικὰ πρέπει καὶ ὅσοι ἔγιναν κατόπιν ἐφευρέτες, νὰ θεωροῦνται κι αὐτοὶ θεοί. Ἂν ὅμως αὐτοὺς δὲν τοὺς ἀξιώνουν ὡς θεοὺς ἀλλὰ τοὺς κατατάσσουν στὴν κατηγορία τῶν ἀνθρώπων, τότε κατ’ ἀκολουθία πρέπει ὁ Δίας, ἡ Ἥρα καὶ οἱ λοιποὶ νὰ μὴν καλοῦνται θεοί· νὰ θεωρεῖται ὅτι κι αὐτοὶ ὑπῆρξαν ἄνθρωποι. Ἀκόμη περισσότερο διότι δὲν ἦταν σεμνοί, ὅπως τὸ δείχνουν καὶ τὰ ἀγάλματά τους· ἀποδεικνύουν ὅτι τίποτε ἄλλο δὲν ἦταν παρὰ μόνον ἄνθρωποι.
Διότι, μὲ τὴ γλυπτική, ποιὰ ἄλλη μορφὴ δίνουν στοὺς (ψευτο)θεοὺς παρὰ ἀνδρῶν ἢ γυναικών; Καὶ ἀκόμη δίνουν μορφὲς κατώτερων ὄντων ποὺ δὲν ἔχουν φύση λογική, ὅπως κάθε εἴδους πτηνά, ἥμερα καὶ ἄγρια τετράποδα, ἑρπετά, ὅσα περιέχει ἡ γῆ, ἡ θάλασσα καὶ κάθε εἴδους νερά. Διότι οἱ ἄνθρωποι ἔπεσαν στὸν παραλογισμὸ τῶν παθῶν καὶ τῶν ἡδονῶν· δὲν σκέπτονταν τίποτε ἄλλο παρὰ ἡδονὲς καὶ σαρκικὲς ἐπιθυμίες. Μὲ τὸ νοῦ λοιπὸν στραμμένο σ’ αὐτὰ τὰ παράλογα, ἀναπαράστησαν τὸ θεῖο μὲ μὴ λογικὲς παραστάσεις σύμφωνα μὲ τὰ πάθη τους, καὶ ἔτσι μὲ τὰ γλυπτὰ παραστησαν πολλοὺς θεούς.
Ἔχουν λοιπὸν ὡς θεοὺς παραστάσεις ζώων, ἑρπετῶν καὶ πτηνῶν, ὅπως τὸ λέει ὁ θεῖος καὶ ἀληθινὸς ἑρμηνευτὴς τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἀπατήθηκαν μὲ μὲ τὶς μάταιες σκέψεις τους καὶ σκοτείνιασε ἡ ἀνόητη καρδιά τους. Ἐνῶ ἰσχυρίζονταν πὼς εἶναι σοφοί, ἀποδείχθηκαν ἀνόητοι· προτίμησαν, ἀντὶ τὴ δόξα τοῦ αἰώνιου Θεοῦ, εἴδωλα εἰκόνας θνητῶν ἀνθρώπων καὶ πτηνῶν, ζώων καὶ ἑρπετῶν. Γι’ αὐτὸ ἐπίτρεψε ὁ Θεὸς νὰ πέσουν σὲ ἀτιμωτικὰ πάθη».
Ἀφοῦ λοιπόν, ὅπως προείπαμε, πρῶτα χτυπήθηκε ἡ ψυχή τους μὲ τὶς παράλογες ἡδονές, ὕστερα ξέπεσαν σὲ τέτοιου εἴδους εἰδωλολατρεία. Γιὰ τὴν πτώση τοὺς αὐτὴ στὴν ἄρνηση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἐπέτρεψε Ἐκεῖνος νὰ κυλίονται στὰ πάθη καὶ ν’ ἀπεικονίζουν τὸ Θεὸ Πατέρα τοῦ Κυρίου μὲ παράλογα εἴδωλα.
Σχετικὰ μ’ αὐτά, οἱ θεωρούμενοι φιλόσοφοι καὶ ἐπιστήμονες ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, ὅταν τοὺς κατηγοροῦν, δὲν ἀρνοῦνται ὅτι οἱ δῆθεν θεοὶ εἶναι μορφὲς ἀνθρώπων καὶ κτηνῶν· κι ὅταν ἀπολογοῦνται, λένε ὅτι ἔχουν αὐτὰ τὰ εἴδωλα, γιὰ νὰ τοὺς ἁπαντὰ καὶ παρουσιάζεται ὁ θεὸς μέσω αὐτῶν. Διότι, δὲν εἶναι δυνατὸ μὲ ἄλλο τρόπο νὰ γνωρίσουν τὸν ἀόρατο θεὸ παρὰ μὲ τέτοια ἀγάλματα καὶ λατρευτικὲς τελετές.
Οἱ πιὸ φιλόσοφοι καὶ βαθυστόχαστοι βέβαια ἀπ’ αὐτοὺς ἰσχυρίζονται ὅτι παριστάνουν τοὺς θεοὺς μὲ τέτοια εἴδωλα, γιὰ νὰ ἐπικαλοῦνται μ’ αὐτὰ τὴν ἐμφάνιση ἀγγέλων καὶ θείων δυνάμεων· ἔτσι μὲ τὶς ἐμφανίσεις τους θὰ τοὺς διδάξουν τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ.
Λένε ὅτι τὰ εἴδωλα εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους σὰν τὰ γράμματα ποὺ τὰ διαβάζουν καὶ μποροῦν νὰ κατανοήσουν τὸ Θεὸ μὲ τὴ βοήθεια ἀγγελικῶν ἐμφανίσεων. Αὐτὰ βέβαια ἐκεῖνοι μὲ τέτοιους μύθους τὰ ἀξιολογοῦν. Καὶ βέβαια δὲν θεολογοῦν· εὐτυχῶς, ποὺ δὲν τὸ κάνουν. Ἂν κανεὶς ὅμως ἐξετάσει μὲ ἐπιμέλεια τὰ λεγόμενά τους, θὰ διαπιστώσει ὅτι καὶ αὐτὲς οἱ ἀπόψεις εἶναι ἐξίσου ψευδεῖς μὲ τὶς προηγούμενες.
Θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ τοὺς πεῖ κάποιος τὴν ἀλήθεια ποὺ θὰ τοὺς κρίνει. Πῶς μ’ αὐτὰ τὰ εἴδωλα διακρίνεται καὶ γνωρίζεται ὁ Θεός; Μὲ ποιὸ ἀπὸ δύο; Μὲ τὸ ὑλικὸ κατασκευῆς τους ἢ μὲ τὴ μορφὴ ποῦ εἰκονίζουν; Ἂν γίνεται μὲ τὸ ὑλικό, τί χρειάζεται ἡ μορφή; Καὶ μήπως δὲν ἐμφανιζόταν ὁ Θεὸς μὲ ἀσχημάτιστη τὴν ὕλη, πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τῶν εἰδώλων; Μάταια αὐτοὶ περιβάλλουν τοὺς ναοὺς μὲ τείχη, κλείνοντας μέσα τους μιὰ πέτρα ἢ ἕνα κομμάτι ξύλου ἢ χρυσοῦ, ἐφόσον ὅλη ἡ γῆ εἶναι γεμάτη ἀπὸ τέτοιου εἴδους ὑλικά.
Ἐὰν πάλι ἡ μορφὴ ποὺ εἰκονίζεται στὰ εἴδωλα γίνεται αἰτία τῆς ἐμφάνισης τοῦ Θεοῦ, τί χρειάζεται ἡ ὕλη τοῦ χρυσοῦ καὶ τῶν ἄλλων ὑλικῶν; Καὶ δὲν ἐμφανίζεται καλύτερα ὁ Θεὸς μὲ τὰ ἴδια τὰ φυσικὰ ζῶα, τὰ ὁποῖα εἰκονίζοντα στὰ ἀγάλματα; Διότι μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ θὰ σχηματιζόταν καλύτερη ἡ ἀντίληψη γιὰ τὸ Θεό, ἂν ἐμφανιζόταν καθεαυτὸς μὲ ἔμψυχα ζῶα, λογικὰ ἢ μή, καὶ ὄχι μὲ ἄψυχα καὶ ἀκίνητα, τὰ ὁποῖα συνιστοῦν μεγάλη ἀσέβεια.
Ἐνῶ σιχαίνονται καὶ ἀποστρέφονται τὰ φυσικὰ ζῶα, εἴτε εἶναι τετράποδα εἴτε πτηνὰ καὶ ἑρπετά, ἐξαιτίας τῆς ἀγριότητας καὶ ἀκαθαρσίας τους, παρ’ ὂλ’ αὐτὰ ἀποτυπώνουν τὶς μορφές τους σὲ πέτρες, ξύλα καὶ χρυσὸ καὶ τὰ θεοποιοῦν. Τὸ σωστὸ βέβαια θὰ ἦταν νὰ θεοποιοῦν τὰ ἴδια τὰ ζῶα καὶ ὄχι νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλά τους.
Ἴσως, κανένα ἀπὸ τὰ δύο, οὔτε ἡ μορφὴ οὔτε τὸ ὑλικὸ κατασκευῆς νὰ εἶναι αἰτία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Μόνο ἡ ἐπιστημονικὴ τέχνη καλεῖ τὸ Θεὸ νὰ ἐμφανιστεῖ, ἐπειδὴ αὐτὴ μιμεῖται τὴ φύση. Ἂν ὅμως πάλι, ἐξαιτίας τῆς ἐπιστήμης ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς στὰ ἀγάλματα, τότε τί χρειαζόμαστε τὴν ὕλη, ἀφοῦ ἔχουμε τὴν ἐπιστήμη;
Ἂν τέλος παρουσιάζεται ὁ Θεὸς ἐξαιτίας τῆς τέχνης, καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ προσκυνοῦνται τὰ γλυπτὰ ὡς θεοί, τότε θὰ ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι ποὺ δημιουργοῦν τὴν τέχνη, νὰ προσκυνοῦνται καὶ νὰ λατρεύονται, ἀφοῦ καὶ λογικὴ ἔχουν καὶ τὴν ἐπιστήμη κατέχουν. Ὅσον ἀφορᾶ τὴ δεύτερη καὶ σπουδαιότερη δικαιολογία τους, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ τὰ ἑξῆς: ἄν, εἰδωλολάτρες, ἔχετε κατασκευάσει τὰ εἴδωλα ὄχι γιὰ νὰ ἐμφανιστεῖ ὁ Θεὸς ἀλλὰ νὰ παρουσιαστοὺν σ’ αὐτὰ ἄγγελοι, γιὰ ποιὸ λόγο ἀποδίδετε μεγαλύτερη ἀξία στὰ ἀγάλματα μὲ τὰ ὁποῖα ἐπικαλεῖστε τὶς δυνάμεις, παρὰ σ’ αὐτὲς τὶς ἴδιες τὶς δυνάμεις ποῦ ἐπικαλεῖστε; Ὅπως ἰσχυρίζεστε, φτιάχνετε ἀγάλματα γιὰ νὰ γνωρίσετε τὸ Θεό· δίδετε τὸ ὄνομα καὶ τὴν τιμὴ τοῦ ἴδιου του Θεοῦ σ’ αὐτὰ τὰ ἀγάλματα καὶ ἔτσι καταντᾶτε σὲ μεγάλη ἀσέβεια. Ἐνῶ ὁμολογεῖτε ὅτι ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ξεπερνᾶ τὴν ἀδυναμία τῶν ἀγαλμάτων, δὲν τολμᾶτε νὰ ἐπικαλεστεῖτε τὸ Θεὸ διὰ μέσου αὐτῶν, ἀλλὰ ἐπικαλεῖστε τὶς ἀσθενέστερες δυνάμεις. Καὶ παρ’ ὂλ’ αὐτά, παραβλέπετε καὶ αὐτὲς τὶς δυνάμεις καὶ δώσατε τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου φοβεῖστε τὴν παρουσία, σὲ πέτρες καὶ ξύλα. Τὰ ὀνομάζετε αὐτὰ θεούς, ἀντὶ γιὰ πέτρες καὶ ἀντικείμενα τῆς τέχνης τῶν ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα τὰ προσκυνεῖτε.
Κι ἂν αὐτὰ τὰ εἴδωλα, ὅπως ψευδῶς τὸ λέτε, σᾶς χρησιμεύουν σὰν γράμματα, γιὰ ν’ ἀνεβεῖτε στὸ Θεό, δὲν εἶναι σωστὸ νὰ προτιμᾶτε τὰ σύμβολα ἀπὸ τὸ συμβολιζόμενο. Διότι, ἂν κανεὶς γράψει τὸ ὄνομα τοῦ βασιλιά, δὲν κινδυνεύει λιγότερο ἂν προτιμήσει τὸ γράμμα ἀπὸ τὸ βασιλιά· θὰ τιμωρηθεῖ μὲ θάνατο, ἐνῶ τὸ γράμμα τυπώνεται μὲ τὴν ἐπιστήμη τῆς γραφῆς.
Ἔτσι καὶ σεῖς, ἂν ἔχετε ὑγιῆ το νοῦ σας, δὲν θὰ ἀποδίδατε τὸ τόσο μεγάλο γνώρισμα τῆς θεότητος στὴν ὕλη· οὔτε θὰ προτιμούσατε περισσότερό το γλυπτὸ ἀπὸ τὸν γλύπτη ἄνθρωπο ποὺ τὸ κατασκεύασε. Διότι, ἂν τὰ γράμματα δηλώνουν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἐπειδὴ παριστάνουν τὸ Θεό, ἀξίζει νὰ θεοποιηθοῦν. Πολὺ περισσότερο ὅμως ἀξίζει νὰ θεοποιηθεῖ ὁ τεχνίτης ποὺ τὰ σμίλευσε καὶ χάραξε, διότι εἶναι πιὸ ἰσχυρὸς καὶ πιὸ κοντὰ στὸ Θεὸ ἀπὸ ἐκείνους· καθόσον καὶ τὰ ἀγάλματα τὰ πελέκησε καὶ τὰ μορφοποίησε ὁ τεχνίτης σύμφωνα μὲ τὴν καλαισθησία του.
Ἂν λοιπὸν τὰ εἴδωλα εἶναι ἄξια θαυμασμοῦ, πολὺ περισσότερο θαυμασμὸ ἀξίζει ὁ τεχνίτης ποὺ τὰ χάραξε λόγω τῆς τέχνης καὶ τῆς ἰδιοφυίας του. Ἑπομένως, ἂν γι’ αὐτὸ δὲν ἀξίζει νὰ θεωροῦνται θεοί, πάλι θὰ τοὺς ρωτοῦσε κανεὶς γιὰ τὴν παραφροσύνη τῶν εἰδώλων, ζητώντας νὰ μάθει ἀπ’ αὐτοὺς γιὰ ποιὸ λόγο δόθηκε σ’ αὐτὰ μιὰ τέτοια μορφή.
Ἂν ὅμως ὁ Θεὸς ἀπεικονίζεται μόνον μὲ μορφὴ ἀνθρώπου, τότε γιατί τὸν παριστάνουν μὲ μορφὴ ἀλόγων ζώων; Ἂν πάλι ἡ εἰκόνα τοῦ εἶναι ζωόμορφη, τότε γιατί τὸν παριστάνουν μὲ μορφὴ λογικῶν ὄντων; Καὶ ἂν πάλι καὶ τὰ δύο εἴνα σωστὰ καὶ ἀπεικονίζουν τὸ Θεὸ καὶ μὲ τοὺς δύο τύπους μορφῆς, διότι εἶναι καὶ ζωόμορφος καὶ ἀνθρωπόμορφος, τότε γιατί ξεχωρίζουν αὐτὰ ποὺ συνδέονται καὶ διακρίνουν τὸ ἄγαλμα τοῦ ζώου ἀπ’ αὐτὸ τοῦ ἀνθρώπου; Γιατί δὲν φτιάχνουν τὸ Θεὸ καὶ μὲ τὶς δύο μορφὲς ὅπως εἶναι τὰ μυθικὰ πλάσματα Σκύλλα καὶ Χάρυβδις, ὁ Ἱπποκένταυρος καὶ ὁ σκυλοκέφαλος Ἀννουβις τῶν Αἰγυπτίων; Θὰ ἔπρεπε ἢ νὰ ἔχουν ἔτσι δύο μορφὲς ἢ νὰ ἔχουν μόνο μία μορφὴ καὶ νὰ μὴ φτιάχνουν ἄλλη ποὺ θὰ εἶναι σὲ ἀντίθετή της ἄλλης.
Ἐὰν πάλι ἡ μορφὴ τῶν θεῶν εἶναι ἀρσενικοῦ γένους, γιατί τοὺς ἀποδίδουν καὶ θηλυκὴ μορφή; Ἂν ὅμως εἶναι θηλυκοῦ γένους, γιατί τοὺς παριστάνουν μὲ ἀρσενικὴ μορφὴ λέγοντας ψέμματα; Κι ἂν τέλος ἔχουν δύο γένη, θὰ ἔπρεπε νὰ μὴ τὰ χωρίζουν, ἀλλὰ νὰ τὰ εἰκονίζουν μαζί· νὰ εἶναι σὰν τοὺς λεγόμενους ἑρμαφρόδιτους. Ἔτσι, ἡ δεισιδαιμονία τους θὰ δίνει ἀφορμὴ στοὺς θεατὲς τῶν εἰδώλων ὄχι μόνο γιὰ ἀσέβεια καὶ κακολογία ἀλλὰ καὶ γιὰ γέλια.
Γενικά, ἂν θεωροῦν τὸ θεῖο μὲ μορφὴ σωματική, ὥστε νὰ ἐπινοοῦν καὶ νὰ φαντάζονται ὅτι ἔχει κοιλιά, χέρια, πόδια, αὐχένα, στήθη καὶ τὰ ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματος γιὰ ἀναπαραγωγή, πρόσεξε σὲ πόση ἀσέβεια καὶ ἀθεΐα κατέπεσε ὁ νοῦς τους, ὥστε τέτοια νὰ σκέφτονται γιὰ τὸ Θεό! Διότι ἀκολουθοῦν ὁπωσδήποτε καὶ τὰ ὑπολούπα πάθη τοῦ σώματος, δηλαδὴ νὰ τέμνεται, νὰ διαιρεῖται καὶ ὁλοκληρωτικὰ νὰ καταστρέφεται. Αὐτὰ ὅμως καὶ τὰ παρόμοιά τους δὲν χαρακτηρίζουν τὸ Θεό, ἀλλὰ τὰ γήϊνα σώματα. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι καὶ ἀσώματος καὶ ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος· δὲν χρειάζεται τίποτε ἀπ’ αὐτά σε καμιὰ περίπτωση. Ἐνῶ αὐτὰ εἶναι φθαρτὰ καὶ μορφὲς σωμάτων καὶ ἔχουν ἀνάγκη φροντίδας, ὅπως τὸ εἴπαμε προηγουμένως. Πολλὲς φορὲς βλέπουμε νὰ ἐπισκευάζονται ὅσοι πάλιωσαν καὶ ὅσους ἐξαφάνισε ὁ χρόνος, ἡ βροχὴ ἢ κάτι ἄλλο ἀπὸ τὰ ζῶα τῆς γῆς· αὐτοὶ ξαναφτιάχνονται.
Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ τοὺς κατηγορήσει γιὰ τὴν παραφροσύνη τους καὶ στὰ ἑξῆς: Ὀνομάζουν θεοὺς αὐτοὺς ποὺ οἱ ἴδιοι δημιούργησαν. Ζητοῦν τὴν λύτρωση ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ οἱ ἴδιοι μὲ τὶς τέχνες τοὺς συντήρησαν, γιὰ νὰ μὴν καταστραφοῦν. Ζητοῦν νὰ ἱκανοποιήσουν τὶς ἀνάγκες τοὺς αὐτοὶ ποὺ γνωρίζουν ὅτι ἔχουν ἀνάγκη τὴ δική τους φροντίδα (τῶν ἀνθρώπων). Δὲν ντρέπονται ν’ ἀποκαλοῦν κύριούς του οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς αὐτοὺς ποὺ τοὺς κλείνουν σὲ μικρὰ σπιτάκια (εἰδωλολατρικοὶ ναοί).
Γιὰ τὴν ἀθεΐα τοὺς μπορεῖ κανεὶς νὰ πληροφορηθεῖ ὄχι μόνο ἀπ’ αὐτά, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι δὲν συμφωνοῦν στὴν τιμὴ ποὺ ἀποδίδουν στὰ εἴδωλα. Διότι ἂν εἶναι θεοί, ὅπως λένε καὶ φιλοσοφοῦν γι’ αὐτούς, ποιὸν ἀπ’ αὐτοὺς νὰ προτιμήσει κανεὶς καὶ ποιοὺς νὰ θεωρήσει σπουδαιότερους ὥστε ἢ νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι προσκυνεῖ τὸ Θεὸ ἤ, ὅπως λένε, νὰ μὴν ἀμφιβάλλει ὅτι στὰ εἴδωλα γνωρίζει τὸ Θεό; Διότι δὲν ἀναγνωρίζουν ὅλοι τους ἴδιους θεούς. Ὅσα περισσότερα ἔθνη ὑπάρχουν, τόσοι καὶ θεοὶ ἐπινοοῦνται. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις οἱ κάτοικοι μιᾶς χώρας ἢ πόλης διαφωνοῦν μεταξύ τους γιὰ τὴν λατρευτικὴ τιμὴ πρὸς τὰ εἴδωλα.
Οἱ Φοίνικες δὲν γνωρίζουν τοὺς θεοὺς τῶν Αἰγυπτίων, οὔτε οἱ Αἰγύπτιοι προσκυνοῦν τὰ ἴδια εἴδωλα μὲ τοὺς Φοίνικες. Οἱ Σκύθες δὲν δέχονται τοὺς θεοὺς τῶν Περσῶν οὔτε οἱ Πέρσες τῶν Σύρων. Οἱ Πελασγοὶ πάλι κατηγοροῦν τοὺς θεοὺς τῆς Θράκης. Οἱ Θράκες παρόμοια δὲν γνωρίζουν τοὺς θεοὺς τῶν Θηβαίων. Οἱ Ἰνδοὶ στρέφονται ἐναντίον τῶν Ἀράβων, οἱ Ἄραβες ἐναντίον τῶν Αἰθιόπων καὶ οἱ Αἰθίοπες ἐναντίον ὅλων αὐτῶν, σχετικὰ μὲ τὴν προσκύνηση τῶν εἰδώλων. Οἱ Σύροι δὲν τιμοῦν τοὺς ἴδιους θεοὺς μὲ τοὺς Κίλικες. Οἱ Καππαδόκες ἔχουν διαφορετικοὺς θεούς· οἱ Βιθυνοὶ ἐπινόησαν ἄλλους καὶ οἱ Ἀρμένιοι ἄλλους γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Καὶ τί μου χρειάζονται πολλὰ παραδείγματα; Οἱ κάτοικοι τῆς ξηρᾶς ἔχουν διαφορετικοὺς θεοὺς ἀπὸ τοὺς νησιῶτες, καὶ τὸ ἀντίστροφο. Γενικά, κάθε πόλη καὶ χωριὸ ἀγνοοῦν τοὺς θεοὺς τῶν γειτόνων καὶ προσκυνοῦν τοὺς δικούς τους· διότι τοὺς θεωροῦν ἀνώτερους.
Δὲν χρειάζεται καθόλου ν’ ἀναφέρουμε τὴ μιαρὴ λατρεία τῶν Αἰγυπτίων· ὅλοι βλέπουν ξεκάθαρα ὅτι οἱ πόλεις ἔχουν μεταξύ τους ἐχθρικὴ τὴν θρησκεία. Οἱ μεταξύ τους γείτονες φροντίζουν νὰ προσκυνοῦν ἐχθρικοὺς θεούς. Τὸν κροκόδειλο, γιὰ παράδειγμα, κάποιοι τὸν προσκυνοῦν ὡς θεό, ἄλλοι ὅμως τὸν θεωροῦν βδέλυγμα.
Τὸ ἴδιο καὶ τὸ λιοντάρι, ὁρισμένοι τὸ λατρεύουν ὡς θεό· οἱ γείτονές τους ὅμως, ὄχι μόνο το λατρεύουν, ἀλλά, ὅπου το συναντήσουν, τὸ σκοτώνουν κιόλας ὡς ἄγριο θηρίο. Παρόμοια καὶ τὸ ψάρι ποὺ ἄλλοι τὸ θεωροῦν θεό, ἄλλοι ὅμως τὸ καταναλώνουν ὡς τροφή.
Γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς διαφορὲς συμβαίνουν καὶ οἱ μεταξύ τους πόλεμοι, οἱ ἐπαναστάσεις, οἱ φόνοι καὶ οἱ ἐμπαθεῖς ἡδονές. Καὶ τὸ πιὸ παράδοξο, ὅπως διηγοῦνται οἱ ἱστορικοί, οἱ Πελασγοὶ πῆραν τὰ ὀνόματα τῶν θεῶν τῶν Αἰγυπτίων καί, χωρὶς νὰ γνωρίζουν τοὺς θεοὺς αὐτούς, προσκυνοῦν μὲ τὰ ἴδια ὀνόματα ἄλλους θεούς! Ἡ εἰδωλολατρεία τῶν διαφόρων ἐθνῶν διαφέρει ἀπὸ λαὸ σὲ λαό, καὶ δὲν ἔχουν ὅλοι ἀκριβῶς τὴν ἴδια πίστη καὶ θρησκεία.
Δικαιολογημένα ἔπαθαν κάτι τέτοιο. Διότι λησμόνησαν τὴ γνώση τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ Θεοῦ· ἔτσι ἔπεσαν σὲ πολλὲς δεισιδαιμονίες. Ἀρνήθηκαν τὸν ἀληθινὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ Πατέρα, τὸν Σωτήρα ὅλων Ἰησοῦ Χριστό, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ νοῦς τους νὰ ξεφεύγει σὲ πολλὰ μάταια. Συμβαίνει ὅπως μ’ αὐτοὺς ποὺ κρύβονται ἀπὸ τὸν ἥλιο καὶ γυρνοῦν σὲ σκοτεινὰ καταγώγια· περιπλανοῦνται σὲ πολλοὺς δρόμους, δὲν βλέπουν τοὺς διαβάτες ποὺ συναντοῦν καὶ φαντάζονται τοὺς ἀποντες ὡς παρόντες· «ἐνῶ φαίνεται ὅτι βλέπουν, στὴν πραγματικότητα δὲν βλέπουν». Τὸ ἴδιο, καὶ ὅσοι ἀρνήθηκαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σκοτίσθηκε ἡ ψυχή τους, πλάθουν ἀνύπαρκτους θεούς, ὅπως οἱ μεθυσμένοι καὶ οἱ τυφλοί.
Ὅλα αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν μικρὴ ἀπόδειξη τῆς πραγματικῆς ἀθεΐας τους. Σὲ κάθε πόλη καὶ χώρα ἔχουν πολλοὺς καὶ διαφορετικοὺς θεοὺς ποὺ ὁ ἕνας καταργεῖ τὸν ἄλλον καὶ ὅλοι ἀλληλοκαταργοῦνται. Ἐπίσης, ἐκεῖνοι ποὺ ἀπὸ ὁρισμένους θεωροῦνται ὡς θεοί, ἀπὸ τοὺς ἄλλους προσφέρονται σπονδὴ καὶ θυσία σὲ ἄλλους δῆθεν θεούς. Καὶ τὸ ἀντίστροφο: οἱ θυσίες τῶν ἄλλων θεωροῦνται θεοὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Γιὰ παράδειγμα, οἱ Αἰγύπτιοι σέβονται ὡς θεὸ τὸ βόδι καὶ τὸν Ἄπι, ποὺ εἶναι μοσχάρι· αὐτὰ ὅμως οἱ ἄλλοι τὰ προσφέρουν θυσία στὸ Δία. Κι ἂν ἀκόμη δὲν θυσιάζουν τὰ ἴδια ζῶα ἀλλὰ παρόμοια, πιστεύουν ὅτι τὰ ἴδια προσφέρουν. Οἱ Λίβυοι τὸ πρόβατο ποὺ τὸ ὀνομάζουν Ἄμμωνα, τὸ ἔχουν θεό· αὐτὸ ὅμως πολλοὶ ἄλλοι τὸ θυσιάζουν ὡς σφάγιο. Οἱ Ἰνδοὶ λατρεύουν τὸ Διόνυσο ἀποκαλώντας τὸν συμβολικὰ “κρασί”. Τὸ κρασὶ ὅμως αὐτὸ οἱ ἄλλοι τὸ χύνουν ὡς σπονδή.
Ἄλλοι τιμοῦν καὶ ἀναγορεύουν ὡς θεότητες τὰ ποτάμια καὶ τὶς βρύσες· οἱ Αἰγύπτιοι ἰδιαίτερα τιμοῦν τὸ νερό. Κι ὅμως ἄλλοι, ἀκόμη καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Αἰγύπτιοι ποὺ λατρεύουν τὸ νερό, καθαρίζουν τὶς ἀκαθαρσίες τῶν ἄλλων καὶ τοῦ ἐαυτοῦ τους μὲ τὸ νερό, τὸ ὁποῖο μετὰ τὴ χρήση τὸ χύνουν μὲ ἀηδία. Σχεδὸν ὅλα τα εἴδωλα τῶν Αἰγυπτίων προσφέρονται ὡς θυσία στοὺς θεοὺς τῶν ἄλλων λαῶν. Ἔτσι, οἱ ἄλλοι τοὺς κοροϊδεύουν διότι λατρεύουν ὡς θεοὺς αὐτοὺς ποὺ δὲν εἶναι θεοί· ἀλλά, καὶ αὐτοὶ ἀπεχθάνονται καὶ προσφέρουν θυσία ὅσα οἱ ἄλλοι πιστεύουν ὡς θεούς. Ὁρισμένοι μάλιστα ἔφτασαν σὲ τόση ἀσέβεια καὶ παραφροσύνη ὥστε νὰ σφάζουν ἀκόμη καὶ ἀνθρώπους, μὲ τοὺς ὁποίους ἔχουν τὴν ἴδια φύση καὶ μορφή, καὶ νὰ τοὺς προσφέρουν θυσία στοὺς ψευτοθεούς τους. Καὶ δὲν βλέπουν οἱ κακορίζικοι ὅτι τὰ σφαγιαζόμενα θύματα ἀποτελοῦν τὰ πρότυπά των εἰδώλων τῶν θεῶν ποὺ ἔφτιαξαν καὶ προσκυνοῦν· καὶ σ’ αὐτὰ προσφέρουν θυσία τοὺς ἀνθρώπους. Σχεδὸν θυσιάζουν τὰ ὅμοια στὰ ὅμοια ἢ μᾶλλον τὰ ἀνώτερα στὰ κατώτερα· διότι θυσιάζουν τὰ ἔμψυχα στὰ ἄψυχα καὶ προσφέρουν τὰ λογικὰ στὰ ἄλογα καὶ ἀκίνητα.
Οἱ Σκύθες, γιὰ παράδειγμα, ποὺ λέγονται Ταύρειοι, θυσιάζουν στὴ θεά τους ποὺ ὀνομάζεται Παρθένος τοὺς ναυαγοὺς καὶ ὅσους Ἕλληνες συλλαμβάνουν. Δείχνουν πολλὴ μεγάλη ἀσέβεια σὲ συνανθρώπους τους καὶ φανερώνουν ἔτσι τὴν ὠμότητα τῶν θεῶν τους. Διότι, αὐτοὺς ποὺ ἡ θεία Πρόνοια ἔσωσε ἀπὸ κινδύνους τῆς θάλασσας, οἱ ἴδιοι τους κατακρεουργοῦν καὶ γίνονται ἐχθροί της θείας Πρόνοιας· μὲ τὴν ἀπάνθρωπη συμπεριφορὰ τοὺς ἐξαλείφουν τὴν σωτηρία τῆς Πρόνοιας στοὺς ναυαγούς.
Ἄλλοι πάλι, ὅταν ἐπιστρέψουν νικητὲς ἀπὸ τὸν πόλεμο, ἀμέσως κατατάσσουν σὲ ἑκατοντάδες τοὺς αἰχμαλώτους καὶ διαλέγουν ἕνα ἀπὸ κάθε ἑκατοντάδα. Καὶ σφάζουν ὅλους αὐτοὺς ποὺ διαλέγουν, ἕνα ἀπὸ κάθε ἑκατοντάδα.
Δὲν κάνουν τόσα ἀπάνθρωπα μόνον οἱ Σκύθες ποὺ ὡς ἄγριοι ἔχουν ἔμφυτη μέσα τους τὴν βαρβαρότητα· αὐτὴ ἡ κακία εἶναι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς εἰδωλολατρείας καὶ τῆς πονηρίας τῶν δαιμόνων. Διότι καὶ οἱ Αἰγύπτιοι παλιότερα θυσίαζαν στὴν Ἥρα τέτοια σφάγια. Ἐπίσης, οἱ Φοίνικες καὶ οἱ Κρῆτες ἐξιλέωναν τὸν Κρόνο μὲ θυσίες τῶν παιδιῶν τους. Καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι λάτρευαν μὲ ἀνθρωποθυσίες τὸν ὀνομαζόμενο Δία τὸν Λατιάριο. Καὶ ἄλλοι μὲ ἄλλο τρόπο, πάντως ὅλοι γενικὰ καὶ μόλυναν καὶ μολύνονταν. Μολύνονταν ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι ἔκαναν τοὺς φόνους· καὶ μόλυναν τοὺς ναοὺς τοὺς ἐπειδὴ πρόσφεραν τέτοιου εἴδους θυσίες.
Ἀπ’ ὅλα αὐτὰ πολλαπλασιάστηκαν τὰ κακὰ ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Διότι, βλέποντας ὅτι οἱ δαιμονικοὶ θεοὶ τοὺς εὐφραίνονταν μ’ αὐτά, ἀμέσως καὶ οἱ ἴδιοι μιμήθηκαν τοὺς θεούς τους σὲ τέτοια παραπτώματα. Θεωροῦν σπουδαῖο κατόρθωμα νὰ μιμοῦνται, ὅπως νομίζουν, τὶς πράξεις τῶν ἀνωτέρων. Ἀπὸ τὴν ἀντίληψη αὐτὴ οἱ ἄνθρωποι ξέπεσαν σὲ φόνους, παιδοκτονίες καὶ κάθε εἴδους ἀσέλγεια. Ἔτσι, σχεδὸν κάθε πόλη εἶναι γεμάτη ἀπὸ κάθε ἀκολασία, ἐπειδὴ προσπαθοῦν νὰ μιμηθοῦν τὶς πράξεις τῶν θεῶν τους. Στοὺς εἰδωλολάτρες κανεὶς δὲν θεωρεῖται συνετὸς παρὰ μόνον ὁ ἀποδεδειγμένα ἀκόλαστος.
Τὴν παλιὰ ἐποχὴ στὰ εἰδωλεία τῆς Φοινίκης ἐκδίδονται γυναῖκες, γιὰ νὰ προσφέρουν στοὺς ἐκεῖ θεοὺς τὸ μίσθωμα τῆς ἐκδόσως τοῦ σώματός τους. Πίστευαν ὅτι μὲ τὴν πορνεία θὰ ἐξιλεώσουν τὴ θεά τους καὶ μὲ τὶς πράξεις τους θὰ τὴν ἐξευμενίσουν.
Οἱ ἄνδρες πάλι ἀρνοῦνται τὸ φύλο τους καὶ μὴ θέλοντας νὰ εἶναι πλέον ἄνδρες, μιμοῦνται τὴ γυναικεία φύση. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο εὐχαριστοῦν καὶ τιμοῦν τὴ μητέρα τῶν δῆθεν θεῶν τους! Ἔτσι, ὅλοι μαζὶ ζοῦν ἀκόλαστο βίο καὶ συναγωνίζονται ποιὸς θὰ πετύχει τὰ χειρότερα. Τὸ εἶπε αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ Παῦλος: «Οἱ γυναῖκες τῶν εἰδωλολατρῶν μετάλλαξαν τὴ φυσικὴ χρήση τοῦ σώματος σὲ ἀφύσικη· τὸ ἴδιο καὶ οἱ ἄντρες ἄφησαν τὴ φυσικὴ ἐπιθυμία τῆς γυναίκας καὶ κατακάηκαν στὴν ἐπιθυμία τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον, ἄντρες μὲ ἄντρες. Ἔτσι κατεργάζονται τὴν ἀκολασία.
Κάνοντας ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοιά τους ὁμολογοῦν καὶ ἀποδεικνύουν ὅτι οἱ ψευτοθεοὶ τοὺς ζοῦν τέτοιο βίο. Ἔτσι διδάχτηκαν ἀπὸ τὸ Δία τὴν παιδεραστία καὶ τὴ μοιχεία, ἀπὸ τὴν Ἀφροδίτη τὴν πορνεία, ἀπὸ τὴ Ρέα τὴν ἀκολασία, ἀπὸ τὸν Ἄρη τοὺς φόνους καὶ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους θεοὺς παρόμοια. Ὅλα αὐτὰ ὅμως οἱ νόμοι τὰ τιμωροῦν καὶ οἱ συνετοὶ ἄνθρωποι τὰ ἀποστρέφονται.
Ἑπομένως, ἀξίζει νὰ θεωροῦμε θεοὺς αὐτοὺς ποῦ τὰ κάνουν αὐτά; Καλύτερα δὲν εἶναι νὰ τοὺς θεωροῦμε γιὰ τὴν ἀκόλαστη συμπεριφορὰ τοὺς χειρότερους κι ἀπὸ τὰ ζῶα, ποῦ στεροῦνται λογική; Ἀξίζει νὰ θεωροῦμε ἀνθρώπους ὅσους προσκυνοῦν αὐτοὺς τοὺς θεοὺς καὶ νὰ μὴν τοὺς λυπόμαστε σὰν πιὸ ἀνόητους καὶ ἀναίσθητους ἀπὸ τὰ ζῶα, ποῦ δὲν ἔχουν λογικό; Διότι, ἂν ὑπολόγιζαν τὸ λογικό της ψυχῆς τους, δὲν θὰ εἶχαν καταπέσει ὅλοι τελείως καὶ οὔτε θὰ ἀρνοῦνταν τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν Πατέρα τοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλ’ αὐτοὶ ποὺ εἶναι μυημένοι σ’ αὐτὰ καὶ λατρεύουν τὰ δημιουργήματα, ὅταν τοὺς ἐλέγχουν κατηγορηματικὰ γιὰ τὰ μιαρὰ εἴδωλα, δὲν θὰ ἀρνηθοῦν καὶ αὐτοὶ ὅτι εἶναι εὔκολο ὅλοι νὰ τὰ κατακρίνουν αὐτὰ καὶ ἐλέγξουν. Ἀκράδαντο καὶ ἀναντίρρητο ὅμως δικαίωμά τους θὰ θεωρήσουν ὅτι εἶναι νὰ νὰ ἀπονέμουν λατρεία πρὸς τὴ δημιουργία καὶ τὰ μέρη της. Θὰ καυχηθοῦν μάλιστα ὅτι δὲν λατρεύουν καὶ προσκυνοῦν ἁπλὰ πέτρες, ξύλα, εἰκόνες ἀνθρώπων ἢ ἀλόγων πτηνῶν, ἑρπετῶν καὶ ζώων, ἀλλὰ λατρεύουν τὸν ἴδιο τὸν ἥλιο, τὴν σελήνη καὶ ὅλο τὸν οὐράνιο κόσμο, ἀκόμη καὶ ὁλόκληρη τὴ γῆ καὶ ὅλα τα νερά.
Θὰ ἰσχυριστοῦν ἐπίσης ὅτι δὲν μπορεῖ κάποιος ν’ ἀποδείξει ὅτι καὶ αὐτὰ δὲν εἶναι θεοί· διότι ὅλοι ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτὰ δὲν εἶναι οὔτε ἄψυχα οὔτε ζῶα, ἀλλὰ ξεπερνοῦν τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων, διότι ἄλλα κατοικοῦν στὴ γῆ καὶ ἄλλα στὸν οὐρανό. Ἀξίζει λοιπὸν νὰ ἐξετάσουμε καὶ νὰ ἐρευνήσουμε καὶ γι’ αὐτά. Εἶναι βέβαιο ὅτι καὶ γι’ αὐτὰ ἡ λογικὴ θ’ ἀποδείξει τὴν ἀλήθεια.
Πρὶν ἐξετάσουμε λοιπὸν καὶ προσάγουμε τὶς ἀποδείξεις, ἀρκεῖ ἡ ἴδια ἡ κτίση νὰ φωνάξει πρὸς αὐτοὺς καὶ νὰ δείξει τὸν πλάστη καὶ δημιουργό της Θεό, τὸν Πατέρα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστὸ ποὺ κυβερνᾶ καὶ αὐτὴν καὶ τὸ πᾶν. Αὐτὸν βέβαια τὸν περιφρονοῦν οἱ ψευτοφιλόσοφοι· προσκυνοῦν καὶ θεοποιοῦν τὴν κτίση ποὺ Αὐτὸς δημιούργησε· παρ’ ὅλο ποὺ καὶ αὐτὴ ἡ ἴδια προσκυνεῖ καὶ ὁμολογεῖ πίστη στὸν Κύριο ποὺ ἐκεῖνοι πρὸς τιμὴν τῆς ἀρνοῦνται.
Ἔτσι, λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι, ποὺ μὲ ἀνοιχτὸ στόμα θεωροῦν ὅτι τὰ μέρη τῆς κτίσης εἶναι θεοί, θὰ ντροπιαστοὺν γιὰ τὰ καλὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχει τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ἡ κτίση γνωρίζει καὶ παραδέχεται ὅτι δημιουργὸς καὶ Κύριος ὅλων εἶναι ὁ Πατέρας τοῦ Λόγου· στὶς ἐντολὲς Αὐτοῦ ὑπακούει ἀναντίρρητα, ὅπως τὸ λέει καὶ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται τὸ μεγαλεῖο του Θεοῦ· τὸ σύμπαν φανερώνει ὅτι Αὐτὸς μὲ τὰ χέρια τοῦ τὸ ἔπλασε».
Γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ὁλοφάνερη ἡ ἀπόδειξη σὲ ὅσους δὲν ἔχουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τοὺς ἐντελῶς κατεστραμμένα. Διότι ἂν καθένας πάρει ἕνα ἕνα τα μέρη τῆς δημιουργίας καὶ τὰ ἐξετάσει χωριστά, π. χ. τὸν ἥλιο μόνο του, τὴ σελήνη χωριστά, τὸ ἴδιο τὴ γῆ καὶ τὸν ἀέρα, τὴ θερμότητα, ψυχρότητα, ξηρασία καὶ ὑγρασία· ἂν τὰ ἀπομονώσει ἀπὸ τὴ μεταξύ τους συνάφεια καὶ ἐξετάσει τὸ καθένα χωριστὰ καὶ ἰδιαίτερα· τότε σίγουρα θὰ διαπιστώσει ὅτι τὸ καθένα σὲ τίποτε δὲν εἶναι αὐτάρκες, ἀλλὰ ὅλα χρειάζονται τὸ ἕνα το ἄλλο· σύστασή τους ἀποτελεῖ ἡ ἀλληλοβοήθεια. Γιὰ παράδειγμα, ὁ ἥλιος βρίσκεται καὶ περιφέρεται μέσα στὸ οὐράνιο σύμπαν καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὴν κίνησή του μέσα σ’ αὐτό. Ἡ σελήνη πάλι καὶ τὰ ἄλλα ἄστρα δείχνουν τὴ βοήθεια ποὺ τοὺς προσφέρει ὁ ἥλιος. Ἡ γῆ ἐπίσης δὲν μπορεῖ νὰ δώσει καρποὺς χωρὶς τὶς βροχές· καὶ οἱ βροχὲς μὲ τὴ σειρά τους δὲν πέφτουν στὴ γῆ χωρὶς τὰ ἀναγκαῖα σύννεφα. Οὔτε ὅμως καὶ τὰ σύννεφα χωρὶς τὸν ἀέρα δὲν μπορεῖ νὰ σχηματισθοῦν.
Ὁ ἀέρας πάλι ὄχι ἀπὸ μόνος του ἀλλὰ θερμαίνεται ἀπὸ τὸν αἰθέρα· ὁ ἀέρας φωτίζεται ἀκόμη ἀπὸ τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου. Τὸ ἴδιο, οἱ πηγὲς καὶ τὰ ποτάμια δὲν μποροῦν νὰ συσταθοῦν χωρὶς τὴ γῆ. Ἡ γῆ πάλι δὲν στέκεται ἀπὸ μόνη της, ἀλλὰ στηρίζεται στὴ φύση τῶν ὑδάτων· βρίσκεται στὸ μέσον του σύμπαντος καὶ περιέχεται μέσα σ’ αὐτό.
Τὴ θάλασσα πάλι καὶ τὸ μεγάλο ὠκεανὸ ποὺ περιβρέχει ἀπ’ ἔξω ὅλη τὴ γῆ, τὰ κινοῦν οἱ ἄνεμοι καὶ κατευθύνονται ὅπου τους ὁδηγεῖ ἡ ὁρμὴ τῶν ἀνέμων. Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄνεμοι ὄχι μόνοι τους, ἀλλά, σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη τῶν εἰδικῶν ἐπιστημόνων, συνίστανται μέσα στὸν ἀέρα ἀπὸ τὴν καυστικὴ ἐνέργεια τοῦ αἰθέρα ποὺ ἐκπέμπεται πρὸς τὸν ἀέρα· Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἀέρα πάλι πνέουν πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις.
Σχετικὰ μὲ τὰ τέσσερα στοιχεῖα ποὺ συνιστοῦν τὴ φύση τῶν σωμάτων, ἐννοῶ τὴ θερμότητα, ψυχρότητα, ξηρασία καὶ ὑγρασία· ποιὸς ἔχει χάσει τόσο πολύ το μυαλό του ὥστε νὰ μὴν γνωρίζει ὅτι ὅλα αὐτὰ ὑπάρχουν μόνον ὅταν εἶναι ἑνωμένα μεταξύ τους; Ἂν τὰ χωρίσουμε καὶ τ’ ἀφήσουμε μόνα τους, τότε τὸ ἕνα ἐξαφανίζει τὸ ἄλλο καὶ ἐπικρατεῖ ἐκεῖνο ποὺ πλεονάζει στὴν ποσότητα. Γιὰ παράδειγμα, ἡ θερμότητα χάνεται ἂν εἶναι περισσότερη ἡ ψυχρότητα· καὶ τὸ ἀντίστροφο, ἡ ψυχρότητα ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τῆς θερμότητας. Ἡ ξηρασία πάλι διαποτίζεται ἀπὸ τὴν ὑγρασία καὶ ἡ ὑγρασία ξηραίνεται ἀπὸ τὴν ξηρασία.
Πῶς λοιπὸν αὐτὰ μπορεῖ νὰ εἶναι θεοί, ὅταν τὸ ἕνα ἔχει ἀνάγκη τὸ ἄλλο; Πῶς ταιριάζει νὰ ζητήσουμε κάτι ἀπ’ αὐτά, ὅταν κι αὐτὰ ζητοῦν γιὰ τὶς ἀνάγκες τοὺς βοήθεια ἀπὸ τὰ ἄλλα; Διότι, λέγεται γιὰ τὸ Θεὸ ὅτι δὲν ἔχει καμιὰ ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, ἀλλὰ εἶναι αὐτάρκης καὶ πλήρης· τὰ ἔχει ὅλα στὴν ὕπαρξή του καὶ Αὐτὸς εἶναι ποὺ προσφέρει σὲ ὅλους. Πῶς λοιπόν, τὸν ἥλιος καὶ τὴ σελήνη καὶ τὰ λοιπὰ δημιουργήματα ποῦ δὲν ἔχουν ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοὺς τὴ ὕπαρξη ἀλλὰ χρειάζονται βοήθεια ἀπὸ τοὺς ἄλλους, θὰ τοὺς ἀνακηρύξουμε ὡς θεούς;
Θὰ συμφωνήσουν βέβαια κι αὐτοὶ ὅτι, ὅταν τὰ χωρίσουμε καὶ τὰ πάρουμε τὸ καθένα χωριστά, τότε χρειάζεται τὸ ἕνα το ἄλλο. Ὁλοφάνερη εἶναι ἡ ἀπόδειξη. Θὰ ἰσχυριστοῦν ὅμως ὅτι, ἂν τὰ βάλουμε ὅλα μαζὶ καὶ ἀποτελέσουν ἕνα μεγάλο σῶμα, τότε ὅλο αὐτὸ εἶναι ὁ Θεός! Ἡ σύσταση τοῦ συνόλου δὲν γεννᾶ καμιὰ ἐξωτερικὴ ἀνάγκη. Λένε οἱ φιλοσοφοῦντες ὅτι τὸ σύνολο εἶναι ἀπὸ μόνο του ἱκανὸ καὶ αὐτάρκες σὲ ὅλα. Κι ἐδῶ ὅμως θ’ ἀποδειχθεῖ τὸ ψέμα. Ὁ λόγος ποὺ θὰ πῶ θ’ ἀποδείξει ὄχι λιγότερο ἀπὸ τὰ προηγούμενα τὴ μεγάλη ἀσέβεια καὶ ἀμορφωσιά τους.
Διότι, ἂν τὰ ἐπὶ μέρους ἑνωθοῦν καὶ ἀναπληρώσουν τὸ ὅλον καὶ τὸ ὅλον ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ ἐπιμέρους, τότε τὸ ὅλον ἀποτελεῖται ἀπὸ τὰ μέρη του καὶ τὸ καθένα ἀποτελεῖ μέρος τοῦ συνόλου. Κάτι τέτοιο ὅμως εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀντίληψη γιὰ τὸ Θεό. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ὅλο καὶ ὄχι μέρη· δὲν συνίσταται ἀπὸ διάφορα μέρη ἀλλὰ αὐτὸς εἶναι ἡ αἰτία τῆς ὕπαρξης καὶ δημιουργίας ὅλων τψν κτισμάτων.
Πρόσεξε πόση ἀσέβεια ἀποδίδουν στὸ Θεὸ λέγοντας αὐτά. Διότι, ἂν ὁ Θεὸς ἀποτελεῖται ἀπὸ μέρη, ὁ ἴδιος θ’ ἀποδειχθεῖ ἀνόμοιος πρὸς τὸν ἑαυτό του καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἀνόμοια μέρη. Ἄν, γιὰ παράδειγμα, εἶναι ἥλιος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σελήνη· ἂν εἶναι σελήνη, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γῆ· κι ἂν εἶναι γῆ, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θάλασσα. Παίρνοντας ἔτσι ἕνα ἕνα τα μέρη, θὰ διαπιστώσει τὸ παράλογο αὐτῆς τῆς θεωρίας.
Μπορεῖ νὰ τοὺς καταδικάσει κανεὶς βλέποντας τὸ δικό μας ἀνθρώπινο σῶμα. Ὅπως τὸ μάτι δὲν εἶναι αὐτί, οὔτε τὸ αὐτὶ χέρι, οὔτε ἡ κοιλιὰ στῆθος, οὔτε πάλι ὁ λαιμὸς εἶναι πόδι. Τὸ κάθε μέρος τοῦ σώματος ἔχει δική του ἐνέργεια· ἀπ’ αὐτὰ τὰ διαφορετικὰ μέρη συνίσταται τὸ ἕνα σῶμα· ἔχει ἑνωμένα μέρη σύμφωνα μὲ τὶς ἀνάγκες τοῦ κάθε μέρους. Διαλύονται μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ὅταν τὰ διαλύσει ἡ φύση ποὺ τὰ συνένωσε, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, κι ἃς μᾶς συγχωρήσει ὁ Ὕψιστος Θεὸς γιὰ τὰ λόγια μας, ἂν τὰ μέρη τῆς δημιουργίας τὰ ἑνώσουμε σ’ ἕνα σύνολο καὶ τὰ ἀναγορεύσουμε θεό, εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτὸς δὲν θὰ μοιάζει μὲ τὸν ἑαυτό του. Τὸ ἀποδείξαμε. Θὰ διαιρεῖται πάλι στὰ μέρη του· διότι τὰ μέρη ἀπὸ τὴ φύση τοὺς εἶναι νὰ χωρίζονται.
Καὶ μὲ ἄλλο τρόπο μποροῦμε ν’ ἀποδείξουμε τὴν ἀθεΐα τους μὲ βάση τὴν ἀλήθεια. Ἂν ὁ Θεὸς εἶναι στὴν οὐσία τοῦ ἀσώματος, ἀόρατος καὶ ἀψηλάφητος, πὼς τολμοῦν καὶ φαντάζονται τὸ Θεὸ νὰ ἔχει σῶμα; Πῶς ἀποδίδουν τὴ τιμὴ τοῦ Θεοῦ σ’ αὐτὰ ποὺ εἶναι ὁρατὰ καὶ τὰ ψηλαφοῦν τὰ χέρια;
Καὶ πάλι, ἂν εἶναι ὀρθὸς ὁ συλλογισμὸς γιὰ τὸ Θεὸ ὅτι εἶναι παντοδύναμος καὶ τίποτε δὲν τὸν ἐξουσιάζει ἐνῶ αὐτὸς ἐξουσιάζει καὶ διαφεντεύει τὰ πάντα, πῶς αὐτοὶ ποῦ θεοποιοῦν τὴν κτίση δὲν βλέπουν ὅτι δὲν ἐκπληρώνει τὸν ὄρο αὐτὸ τῆς θεότητος;
Διότι, ὅταν ὁ ἥλιος βρίσκεται στὸ κάτω μέρος τῆς γῆς, ἡ γῆ κάνει σκιὰ καὶ δὲν φαίνεται τὸ φῶς. Καὶ ὁ ἥλιος μὲ τὴ λαμπρότητα τοῦ φωτὸς κρύβει τὴ σελήνη στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας. Τὸ χαλάζι πολλὲς φορὲς καταστρέφειτους καρποὺς τῆς γῆς· καὶ ἡ φωτιὰ σβήνει μὲ τὴν πλημμύρα. Ἡ ἄνοιξη διώχνει τὸ χειμώνα καὶ τὸ καλοκαίρι δὲν ἀφήνει τὴν ἄνοιξη νὰ ξεπεράσει τὰ ὅριά της. Καὶ τὸ φθινόπωρο μὲ τὴ σειρὰ τοῦ καθορίζει τὰ ὅρια τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἐὰν λοιπὸν ἦταν οἱ ἐποχὲς θεοί, ἔπρεπε νὰ μὴν περιορίζει ἡ μία τὴν ἄλλη καὶ τὴν ἐξαφανίζει, ἀλλὰ πάντα νὰ ὑπάρχουν μαζὶ καὶ νὰ ἔχουν κοινὴ ἐνέργεια.
Ἔπρεπε νύχτα καὶ μέρα ὁ ἥλιος, ἡ σελήνη καὶ ὅλα μαζί τα ὑπόλοιπα ἄστρα νὰ ἔχουν τὸ ἴδιο φῶς· νὰ λάμπουν τὸ ἴδιο παντοῦ καὶ ὅλα νὰ φωτίζονται ἀπ’ αὐτά.
Ἔπρεπε ἀμετάβλητα νὰ συνυπάρχουν μαζί το καλοκαίρι, ὁ χειμώνας, ἡ ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο. Ἔπρεπε ἡ θάλασσα νὰ ἔχει ἀναμιχθεῖ μὲ τὶς πηγὲς καὶ νὰ παρέχει τὸ ἴδιο νερὸ στοὺς ἀνθρώπους. Ἔπρεπε νὰ ὑπάρχει ταυτόχρονα νηνεμία καὶ φύσημα ἀνέμων. Ἔπρεπε ἡ φωτιὰ καὶ τὸ νερὸ νὰ προσφέρουν κοινὴ ἐξυπηρέτηση στοὺς ἀνθρώπους.
Ποτὲ μὰ ποτὲ δὲν ἔπρεπε νὰ βλάπτεται κανεὶς ἀπ’ αὐτά, ἀφοῦ κατὰ τὴ γνώμη τοὺς εἶναι θεοὶ καὶ δὲν προξενοῦν καμία βλάβη ἀλλὰ ὅλα τα κάνουν πρὸς ὠφέλεια.
Ἂν ὅμως αὐτὰ δὲν γίνονται, ἐπειδὴ μεταξύ τους εἶναι ἀντίθετα, πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ ὀνομάζουμε θεοὺς καὶ νὰ τὰ ἀποδίδουμε τιμές, ἐφόσον ἀντιμάχονται μεταξύ τους καὶ δὲν συνεργάζονται; Αὐτὰ ποὺ δὲν συμφωνοῦν μεταξύ τους, πὼς μπορεῖ νὰ εἰρηνεύσουν τοὺς προσευχομένους καὶ νὰ γίνουν ρυθμιστὲς τῆς ὁμόνοιας; Ἔτσι, ἀπέδειξε ὁ λόγος ὅτι οὔτε ὁ ἥλιος οὔτε ἡ σελήνη οὔτε κάποιο ἄλλο κτίσμα μπορεῖ νὰ εἶναι ἀληθινὸς θεός· πολὺ περισσότερο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι θεοὶ τὰ πέτρινα, χρυσὰ ἢ ἀπὸ ἄλλα ὑλικὰ ἀγάλματα οὔτε οἱ μυθολογούμενοι ἀπὸ τοὺς ποιητὲς Δίας καὶ Ἀπόλλων. Ἀπ’ αὐτὰ ἄλλα εἶναι μέρος τῆς κτίσεως, ἄλλα εἶναι ἄψυχα καὶ ἄλλα εἶναι μόνον κοινοὶ θνητοί. Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἡ θεοποίηση καὶ ἡ λατρεία τους δὲν εἰσάγει εὐσέβεια ἀλλὰ ἀθεΐα καὶ κάθε εἴδους ἀσέβεια. Ἀποτελεῖ ἀπόδειξη μεγάλης ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὴ γνώση τοῦ μόνου καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Πατέρα τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν, λοιπόν, αὐτὰ ξεσκεπάζονται,ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ εἰδωλολατρεία τῶν Ἑλλήνων εἶναι γεμάτη ἀπὸ κάθε ἀθεΐα καὶ φέρνει τὴν καταστροφὴ καὶ ὄχι τὸ κέρδος στὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Ἐμπρός, λοιπόν, ὅπως τὸ εἴπαμε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀφοῦ ἀποδείξαμε τὴν πλάνη τους, ἃς βαδίσουμε τώρα τὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας· νὰ θεωρήσουμε τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Πατέρα ὡς κύριο καὶ δημιουργό του κόσμου. Ἔτσι θὰ γνωρίσουμε καὶ τὸν Θεὸ Πατέρα Του καὶ θὰ πληροφορηθοῦν οἱ εἰδωλολάτρες πόσο ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.
Ὅσα εἴπαμε προηγουμένως δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ὁ πλανεμένος δρόμος τῆς ζωῆς. Ὁ ἀληθινὸς δρόμος θὰ ἔχει σκοπὸ νὰ ὁδηγήσει στὸν ἀληθινὸ Θεό. Γιὰ νὰ τὴν γνωρίσουμε καὶ κατανοήσουμε δὲν χρειάζεται τίποτε ἄλλο παρὰ ἡ γνώση τοῦ ἐαυτοῦ μας. Ἡ ὁδὸς πρὸς τὸ Θεὸ δὲν εἶναι ὅπως ὁ Θεὸς ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπ’ ὅλα· δὲν εἶναι οὔτε μακριὰ μας οὔτε ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Ὑπάρχει μέσα μας· ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ μᾶς ἀρχίζει ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ ἔλεγε καὶ ὁ Μωϋσῆς: «Ἡ πίστη εἶναι μέσα στὴν καρδιά σου». Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Σωτήρας Χριστὸς τὸ λέει καὶ βεβαιώνει: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει μέσα σας».
Ἔχοντας λοιπὸν μέσα μας τὴν πίστη καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε γρήγορα νὰ γνωρίσουμε καὶ κατανοήσουμε τὸν Κύριό του σύμπαντος, τὸν Σωτήρα καὶ Υἱὸ Λόγο τοῦ Πατέρα. Καὶ ἃς μὴ ζητοῦν δικαιολογίες οἱ Ἕλληνες εἰδωλολάτρες. Καὶ κανεὶς ἄλλος νὰ μὴν κοροϊδεύει τὸν ἑαυτό του, ὅτι, ἐπειδὴ δὲν γνωρίζει αὐτὸ τὸ δρόμο τῆς ἀλήθειας, γι’ αὐτὸ νὰ προφασίζεται ὅτι εἶναι καὶ ἄθεος. Διότι ὅλοι περπατήσαμε αὐτὸ τὸ δρόμο, ἔστω κι ἂν ὁρισμένοι δὲν τὸν περπατοῦν· διότι θέλουν νὰ παραστρατοῦν παρασυρμένοι ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τοῦ βίου ποὺ θέλγουν πρὸς τὰ ἔξω. Κι ἂν κάποιος ρωτήσει, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ δρόμος τῆς ἀλήθειας; Θὰ ἀπαντήσω, ἡ ψυχὴ τοῦ καθένα καὶ ὁ ἐνυπάρχων νοῦς. Διότι, μόνο μὲ τὸ νοῦ εἶναι δυνατὸν νὰ δοῦμε τὸ Θεό. Ἐκτὸς ἂν οἱ ἀσεβεῖς, ὅπως ἀρνήθηκαν τὸ Θεό, ἔτσι θ’ ἀρνηθοῦν καὶ τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς· κι αὐτὸ ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς ἀρνητὲς μιὰ εὔλογη δικαιολογία. Διότι δὲν εἶναι ἴδιο των ἀνθρώπων ποὺ ἔχουν νοῦ νὰ ἀρνοῦνται τὸ Θεό, ποὺ ἔφτιαξε καὶ δημιούργησε τὸ νοῦ. Εἶναι ἀνάγκη μάλιστα ν’ ἀποδείξουμε μὲ λίγα λόγια, γιὰ χάρη τῶν ἀπονήρευτων, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ἔχει ψυχή, καὶ μάλιστα μὲ λογικὸ νοῦ. Κι αὐτό, ἐπειδὴ ὁρισμένοι αἱρετικοί το ἀρνοῦνται ἀκόμη κι αὐτό, θεωρώντας ὅτι τίποτε περισσότερο δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος παρὰ τὸ σῶμα του ποὺ φαίνεται. Διότι, ἂν ἀποδείξουμε τὴν ὕπαρξη τῆς ψυχῆς, θὰ ἔχουν ἀπὸ τὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτὸ τοὺς ὁλοφάνερη ἀπόδειξη ἐνάντια στὰ εἴδωλα.
Πρῶτα πρῶτα δὲν εἶναι ἐλάχιστη ἀπόδειξη ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν λογικὴ ψυχή, τὸ ὅτι αὐτὴ διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα. Γι’αὐτὸ τὸ λόγο συνηθίζουν νὰ ὀνομάζουν ἐκεῖνα ἃ-λογά, ἐνῶ τὸ ἀνθρώπινο εἶδος εἶναι λογικό. Δεύτερον, δὲν εἶναι καθόλου τυχαία ἡ ἀκόλουθη ἀπόδειξη: μόνον ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται ὅσα εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, θυμᾶται τὰ περασμένα καὶ ἐπιπλέον συλλογίζεται καὶ μὲ τὴν κριτικὴ ἐπιλέγει τὴν καλύτερη ἀπόφαση. Ἀντίθετα, τὰ ἄλογα βλέπουν μόνον τὰ παρόντα καὶ ὁρμοῦν μόνο σὲ ὅσα βλέπουν μπροστά τους, κι ὅταν ἀκόμα κρύβεται ἀπὸ πίσω τους παγίδα.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν ὁρμᾶ σ’ αὐτὰ ποὺ βλέπει, ἀλλὰ μὲ τὴ λογικὴ κρίνει τὶς παραστάσεις τῶν ματιῶν. Πολλὲς φορὲς συγκρατοῦνται οἱ ὁρμὲς ἀπὸ τὴ λογική. Ὅταν σκέφτεται, σκέφτεται ξανὰ καὶ ξανά. Καθένας ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ἀλήθεια ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ νοῦς εἶναι τελείως διαφορετικὸς ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος. Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἐπειδὴ εἶναι διαφορετικός, γίνεται κριτὴς τῶν αἰσθήσεων. Αὐτὰ ποὺ ἐκεῖνες ἀντιλαμβάνονται, αὐτὸς τὰ κρίνει μὲ τὴ λογική, τὰ σκέφτεται πάλι καὶ ὑποδεικνύει σ’ αὐτὲς τὸ καλύτερο τὶς γίνει.
Διότι τὸ μάτι εἶναι μόνο γιὰ νὰ βλέπει, τ’ αὐτιὰ ν’ ἀκοῦν καὶ τὸ στόμα νὰ γεύεται· ἡ μύτη νὰ ὀσφραίνεται, τὰ χέρια νὰ πιάνουν. Ἀλλὰ τί πρέπει νὰ νὰ βλέπουν, τί ν’ ἀκοῦν, τί ν’ ἀγγίζουν, τί νὰ γεύονται καὶ τί νὰ ὀσφραίνονται, αὐτὸ δὲν εἶναι ἔργο τῶν αἰσθήσεων ἀλλὰ τῆς διάκρισης τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ της. Βέβαια, τὸ χέρι μπορεῖ νὰ πιάσει ξίφος καὶ τὸ στόμα νὰ γευθεῖ δηλητήριο. Ἀγνοοῦν ὅμως ὅτι αὐτὰ βλάπτουν, ἂν δὲν τὸ διακρίνει ὁ νοῦς.
Αὐτὸ μοιάζει, γιὰ νὰ τὸ δοῦμε ὡς παράδειγμα, μὲ λύρα καλῆς κατασκευῆς ποὺ τὴν παίζει ἕνας δεξιοτέχνης μουσικός· ὅπως οἱ χορδὲς τῆς λύρας, ἔχει ἡ καθεμιὰ τὸν ἰδιαίτερο φθόγγο της, ἄλλη βαρύτονο, ἄλλη ὀξύτονο, ἄλλη μέσο καὶ ἄλλη κάποιον ἄλλον. Χωρὶς ὅμως τὸ δεξιοτέχνη μουσικὸ δὲν μπορεῖς νὰ ξεχωρίσεις τὴν ἁρμονία τῶν φθόγγων καὶ νὰ διαγνώσεις τὴ σύνθεση τῶν ἤχων. Διότι τότε μόνο γίνεται ἀντιληπτὴ ἡ ἁρμονία καὶ ἡ καλὴ σύνθεση, ὅταν ὁ λυράρης παίξει τὶς χορδὲς καὶ κινήσει τὴν κατάλληλη σὲ κάθε περίπτωση.
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ οἱ αἰσθήσεις εἶναι ἁρμονικὰ δεμένες μὲ τὸ σῶμα, ὅταν βέβαια τὶς κατευθύνει ὁ ἡγεμόνας νοῦς. Τότε μπορεῖ καὶ διακρίνει ἡ ψυχὴ καὶ γνωρίζει τί κάμει. Αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ ἰδιαίτερο γνώρισμα τῶν ἀνθρώπων· εἶναι τὸ λογικό της ψυχῆς τους. Μὲ τὴ χρήση τοῦ λογικοῦ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου διαφέρει ἀπὸ τὰ ἃ-λογὰ ζῶα καὶ ἀποδεικνύει ὅτι στ’ ἀλήθεια εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ φαίνεται.
Πολλὲς φορές, ἐνῶ τὸ σῶμα ξαπλώνει στὴ γῆ, ὁ ἄνθρωπος φαντάζεται καὶ σκέφτεται τὰ ἐπουράνια. Πολλὲς φορές, ἐπίσης, ὅταν τὸ σῶμα ἠρεμεῖ, ἡσυχάζει καὶ κοιμᾶται, ὁ ἔσω ἄνθρωπος κινεῖται καὶ φαντάζεται αὐτὰ ποὺ βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του· ἀποδημεῖ καὶ περιοδεύει σὲ ἄλλους τόπους· συναντᾶ γνωστοὺς καὶ πολλὲς φορὲς μ’ αὐτοὺς μαντεύει καὶ προγνωρίζει τὶς μελλοντικές του πράξεις. Αὐτὸ τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν, παρὰ λογικὴ ψυχὴ μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται καὶ κατανοεῖ πράγματα πάνω ἀπὸ τὶς δυνάμεις του;
Καὶ τὸ ἑξῆς ἀποτελεῖ τέλεια ἀπόδειξη πρὸς αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι βρίσκονται στὴν ἀσέβεια καὶ τὴν ἀναισθησία: πώς, ἐνῶ τὸ σῶμα εἶναι θνητὸ στὴ φύση του, ὁ ἄνθρωπος σκέφτεται τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἀθανασία καὶ πολλὲς φορὲς προτιμᾶ τὸ θάνατο γιὰ χάρη τῆς ἀρετῆς; Ἢ πὼς συμβαίνει, ἐνῶ τὸ σῶμα εἶναι θνητό, νὰ διαλογίζεται ὁ ἄνθρωπος τὰ αἰώνια, ὥστε νὰ καταφρονεῖ τὰ πρόσκαιρα καὶ νὰ ποθεῖ τὰ αἰώνια;
Τὸ σῶμα λοιπὸν δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τέτοιες σκέψεις γιὰ τὸν ἑαυτό του· οὔτε μπορεῖ νὰ σκεφτεῖ τὰ ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του· διότι εἶναι θνητὸ καὶ πρόσκαιρο. Κατ’ ἀνάγκη κάτι ἄλλο εἶναι αὐτὸ ποὺ σκέφτεται ἀντίθετα καὶ πέρα ἀπὸ τὴ φύση τοῦ σώματος. Τί ἄλλο εἶναι αὐτὸ παρὰ ἡ λογικὴ καὶ ἀθάνατη ψυχή; Διότι αὐτὴ ἐμπνέει ἀπὸ μέσα κι ὄχι ἀπέξω στὸ σῶμα τὰ καλύτερα, ὅπως ὁ μουσικὸς τὴ λύρα.
Πῶς πάλι, ἀφοῦ εἶναι πλασμένα τὸ μάτια νὰ βλέπουν καὶ ἡ ἀκοὴ ν’ ἀκούει, συμβαίνει ἄλλα ν’ ἀποστρέφονται καὶ ἄλλα νὰ προτιμοῦν; Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ ἐμποδίζει τὸ μάτι νὰ βλέπει; Ποιὸς ἐμποδίζει τ’ αὐτιὰ ν’ ἀκοῦν, ἀφοῦ ἡ ἀκουστικὴ εἶναι φυσική; Ἢ τὴ γεύση, ποῦ εἶναι πλασμένη νὰ γεύεται, ποιὸς τὴν ἐμποδίζει πολλὲς φορὲς νὰ τὸ κάνει αὐτό; Τὸ χέρι πάλι ποῦ εἶναι γιὰ νὰ ἐνεργεῖ, ποιὸς τὸ ἐμποδίζει νὰ ψηλαφᾶ κάτι; Τὸ ἴδιο καὶ τὴν ὄσφρηση, ποῦ ἔχει σκοπὸ νὰ ὀσφραίνεται, ποιὸς τὴν ἐμποδίζει νὰ αἰσθάνεται ὀσμές; Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ ἐνεργεῖ ἐνάντια στὶς φυσικὲς ροπὲς τοῦ σώματος; Ἢ πὼς τὸ σῶμα ἀρνεῖται τὴ φύση του καὶ ἀκούει τὶς συμβουλὲς κάποιου ἄλλου ὁ ὁποῖος μὲ τὸ νεῦμα τοῦ τὸ κυβερνᾶ; Ὅλα αὐτὰ τὰ παραδείγματα δείχνουν ὅτι ὑπάρχει λογικὴ ψυχὴ ποὺ κυβερνᾶ τὸ σῶμα. Διότι, τὸ σῶμα δὲν πλάστηκε ἀπὸ μόνο του νὰ κατευθύνει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀλλὰ ἄλλος νὰ τὸ ἐξουσιάζει· ὅπως τὸ ἄλογο, δὲν ζεύει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἀλλὰ τὸ ὁδηγεῖ ὁ ἱππέας. Στοὺς ἀνθρώπους ὅμως ὑπάρχουν οἱ νόμοι, γιὰ νὰ κάνουν τὸ καλὸ καὶ ν’ ἀποφεύγουν τὸ κακό. Ἀντίθετα, στὰ ἃ-λογὰ ζῶα, ἐπειδὴ στεροῦνται τὴ λογικὴ καὶ τὴν κρίση, τὰ κακὰ μένουν ἀκαταλόγιστα καὶ ἄκριτα. Νομίζω, λοιπόν, ὅτι, ἀπ’ ὅσα εἴπαμε, ἀποδείξαμε ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν λογικὴ ψυχή.
Πρέπει ὅμως νὰ μάθουμε ἐπιπλέον ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὅτι εἶναι καὶ ἀθάνατη ἡ ψυχή, γιὰ νὰ ἀνατρέψουμε τὴ διδασκαλία τῶν εἰδωλολατρῶν.
Θὰ τὸ μάθουμε αὐτὸ συγκρίνοντας μὲ τὴ γνώση ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸ σῶμα καὶ βρίσκοντας τὴ διαφορὰ ποὺ ἔχει μ’ αὐτὴν ἡ γνώση τῆς ψυχῆς. Διότι, ἡ λογικὴ ἀπέδειξε ὅτι ἡ ψυχὴ διαφέρει ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ὅτι τὸ σῶμα εἶναι θνητὸ ἀπὸ τὴ φύση του. Ἑπομένως, ἡ ψυχή, ἐφόσον δὲν εἶναι ἴδια μὲ τὸ σῶμα, εἶναι ἀθάνατη.
Καὶ πάλι, ὅπως ἀποδείξαμε, ἐφόσον ἡ ψυχὴ κινεῖ τὸ σῶμα καὶ δὲν τὴν ὁδηγεῖ κάποιος ἄλλος, εἶναι ἑπόμενο ἡ ψυχὴ νὰ εἶναι αὐτοκινούμενη· μάλιστα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ σώματος, ἐξακολουθεῖ ἡ ψυχὴ νὰ ζεῖ ἀφ’ ἐαυτῆς. Διότι, δὲν πεθαίνει ἡ ψυχή· ἀλλά, μετὰ τὸν ἀποχωρισμό της ἀπὸ τὸ σῶμα, εἶναι αὐτὸ ποὺ πεθαίνει.
Ἂν βέβαια καὶ ἡ ψυχὴ ὁδηγοῦνταν ἀπὸ τὸ σῶμα, θὰ ἦταν ἑπόμενο, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ὁδηγοῦ (σώματος), νὰ πέθαινε κι αὐτή. Ἂν ὅμως ἡ ψυχὴ ὁδηγεῖ καὶ τὸ σῶμα, τότε σίγουρα ὁδηγεῖ καὶ τὸν ἑαυτό της. Καὶ ἐφόσον αὐτοκινεῖται, ζεῖ ὑποχρεωτικὰ καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ σώματος. Διότι, ἡ κίνηση τῆς ψυχῆς ταυτίζεται μὲ τὴ ζωή της· ὅπως ἀκριβῶς λέμε καὶ γιὰ τὸ σῶμα: ζεῖ ὅταν κινεῖται καὶ τότε ἐπέρχεται ὁ θάνατός του, ὅταν σταματᾶ τὴν κίνηση.
Τὴν ἀεικίνηση τῆς ψυχῆς τὴ διαπιστώνει κανεὶς καὶ ἀπὸ τὸ διάστημα ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ σῶμα. Διότι, ὅταν εἶναι μέσα στὸ σῶμα καὶ συνδέεται μ’ αὐτό, δὲν συστέλλεται οὔτε μετριέται ἀπὸ τὸ μέγεθος τοῦ σώματος· ἀντίθετα, πολλὲς φορές, ἀκόμη κι ὅταν τὸ σῶμα βρίσκεται ἀσθενικὸ στὸ κρεβάτι, ἕτοιμο νὰ παραδοθεῖ στὸ θάνατο, παρ’ ὂλ’ αὐτὰ αὐτή, μὲ τὴ δική της δύναμη, εἶναι ξάγρυπνη καὶ ξεπερνᾶ τὴ φύση τοῦ σώματος. Ἐνῶ μένει ἡ ψυχὴ στὸ σῶμα, μοιάζει ν’ ἀποδημεῖ· σκέφτεται καὶ θεωρεῖ αὐτὰ ποὺ ξεπερνοῦν τὰ γήϊνα. Πολλὲς φορὲς συναντᾶ τοὺς ἀσώματους ἁγίους καὶ ἀγγέλους· τοὺς βλέπει μὲ τὴν καθαρότητα τοῦ νοῦ της.
Πῶς, λοιπόν, καὶ πολὺ περισσότερο δὲν θὰ συμβεῖ ὅταν θὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα, σύμφωνα μὲ τὴ βούληση τοῦ Θεοῦ! Δὲν θὰ ἔχει τότε πιὸ ξεκάθαρη τὴ γνώση τῆς ἀθανασίας της; Ἀφοῦ, ὅταν ἦταν προσκολημμένη στὸ σῶμα, ζοῦσε πιὸ πολὺ τὴ ζωὴ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα· πολὺ περισσότερο, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ σώματος, θὰ ζήσει αὐτὴ τὴ ζωή. Δὲν θὰ πάψει νὰ τὴ ζεῖ, ἐπειδὴ ἔτσι τὴν ἔπλασε ὁ Θεὸς μὲ τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι ἀθάνατη ἡ ψυχή, σκέφτεται καὶ φρονεῖ ἀθάνατα καὶ αἰώνια. Ὅπως συμβαίνει μὲ τὸ σῶμα ποὺ εἶναι θνητό, καὶ οἱ αἰσθήσεις του νὰ βλέπουν τὰ θνητά, ἀντίστοιχα καὶ ἡ ψυχή, ἐπειδὴ θεωρεῖ καὶ σκέφτεται τὰ ἀθάνατα, εἶναι κι αὐτὴ ἀθάνατη καὶ αἰώνια.
Διότι ἡ ἔννοια καὶ θεωρία τῆς ἀθανασίας ποτὲ δὲν ἐγκαταλείπουν ἀλλὰ μένουν μέσα στὴν ψυχή· γίνονται σ’ αὐτὴν μόνιμο ἀποτύπωμα ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ ἀθανασία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν ἔφεση νὰ θεωρεῖ τὸ Θεό. Ἡ ἴδια γίνεται γιὰ τὸν ἑαυτὸ τῆς ὁδηγός· παίρνει τὴ γνώση καὶ τὴ κατανόηση τοῦ Θεοῦ ὄχι ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Λέμε λοιπόν, ὅπως τὸ εἴπαμε καὶ προηγουμένως, ὅτι ὅπως ἀρνήθηκαν τὸ Θεὸ καὶ λατρεύουν τὰ ἄψυχα, ἔτσι καὶ πίστεψαν ὅτι δὲν ἔχουν λογικὴ ψυχή. Ἀπ’ αὐτὸ κατηγοροῦνται ὡς παράφρονες καὶ καταριθμοῦνται μεταξύ των ἃ-λόγων. Εἶναι ἀξιολύπητοι καὶ χρειάζονται καθοδήγηση, διότι ὡς ἄψυχοι λατρεύουν τὰ ἄψυχα.
Ἂν βέβαια ἰσχυρίζονται ὅτι ἔχουν ψυχὴ καὶ εἶναι περήφανοι γιὰ τὴ λογική, —καὶ σωστὰ κάνουν κάτι τέτοιο— γιατί ἐνεργοῦν παράλογα, λὲς καὶ δὲν ἔχουν ψυχή; Γιατί δὲν σκέφτονται αὐτὰ ποῦ πρέπει, ἀλλὰ θεωροῦν τὸν ἑαυτὸ τοὺς ἀνώτερο ἀπὸ τὸ Θεό; Διότι, ἐνῶ ἔχουν ἀθάνατη ψυχὴ τὴν ὁποία δὲν βλέπουν, τολμοῦν καὶ εἰκονίζουν τὸ Θεὸ μὲ ὁρατὰ καὶ θνητὰ εἴδωλα. Ή, γιατί, ὅπως ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ Θεό, δὲν ἐπιστρέφουν καὶ πάλι κοντά Του; Ἔχουν ἀσφαλῶς τὴ δυνατότητα· ὅπως ἐπαναστάτησαν μὲ τὸ νοῦ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἔκαμαν θεοὺς τὰ ἀνύπαρκτα, ἔτσι μποροῦν καὶ πάλι μὲ τὸ νοῦ τῆς ψυχῆς ν’ ἀνεβοῦν καὶ ἐπιστρέψουν στὸ Θεό.
Εἶναι δυνατὴ ἡ ἐπιστροφὴ στὸ Θεό, ἐφόσον ἀποβάλουν τὴν ἀκαθαρσία κάθε ἐπιθυμίας ποὺ περιβλήθηκαν· ἐὰν ξεπλυθοῦν τόσο πολύ, μέχρις ὅτου διώξουν κάθε ξένη ἁμαρτία ποὺ κόλλησε στὴν ψυχή· μόνον ἂν ἐμφανίσουν τὴν ψυχὴ καθαρὴ ὅπως πλάστηκε. Ἔτσι θὰ μποροῦν νὰ θεωρήσουν μέσα της τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Πατέρα, εἰκόνα τοῦ ὁποίου εἶναι ἐξαρχῆς. Διότι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε εἰκόνα καὶ ὁμοίωμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὸ λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ: «Ἃς δημιουργήσουμε τὸν ἄνθρωπο εἰκόνα καὶ ὁμοίωμα δικό μας».
Γι’ αὐτό, κι ὅταν ἡ ψυχὴ ἀποβάλει ἀπὸ πάνω της κάθε ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας ποὺ φορτώθηκε καὶ διατηρεῖ καθαρό το κατ’ εἰκόνα, τότε δίκαια, ἐπειδὴ αὐτὸ ἀστράφτει, βλέπει σὰν σὲ καθρέφτη τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Μέσα σ’ αὐτὸ σκέφτεται τὸν Πατέρα, τοῦ ὁποίου εἰκόνα ἀποτελεῖ ὁ Υἱὸς καὶ Σωτήρας Χριστός.
Μπορεῖ πάλι νὰ μὴν εἶναι ἱκανοποιητικὴ ἡ διδασκαλία ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ψυχή, διότι ἐξωτερικὲς ἐπιδράσεις θολώνουν τὸ νοῦ καὶ δὲν βλέπει τὸ καλύτερο. Τότε μπορεῖ νὰ ὁδηγηθοῦμε στὴ γνώση τοῦ Θεοῦ ἀπ’ ὅσα βλέπουμε γύρω μας· διότι ἡ τάξη καὶ ἁρμονία τῆς δημιουργίας δείχνει καὶ διαλαλεῖ, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ γράμματα, τὸν κύριο καὶ πλάστη της. Ὁ Θεὸς λοιπὸν εἶναι ἀγαθὸς καὶ φιλάνθρωπος· φροντίζει γιὰ τὰ πλάσματά Του. Ἐπειδὴ ὅμως εἶναι ἀόρατος καὶ μὴ καταληπτὸς στὴν οὐσία του, διότι ὑπάρχει πέρα ἀπὸ κάθε κτιστῆ οὐσία, γι’ αὐτὸ καὶ συνέβη οἱ ἄνθρωποι ν’ ἀποτύχουν στὴν προσπάθεια νὰ Τὸν γνωρίσουν· γιὰ δύο λόγους, διότι αὐτοὶ δημιουργήθηκαν, ἐνῶ Ἐκεῖνος εἶναι ἀδημιούργητος.
Ἐπειδὴ λοιπὸν στὴν οὐσία τοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἀόρατος, διακόσμησε μὲ τὸ Λόγο τοῦ τὰ δημιουργήματα μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν γνωρίσουν ἀπὸ τὰ ἔργα του. Διότι συνήθως ὁ τεχνίτης, καὶ χωρὶς νὰ εἶναι γνωστός, φαίνεται ἀπὸ τὰ ἔργα του. Κάτι τέτοιο λέγεται, γιὰ παράδειγμα, γιὰ τὸ γλύπτη Φειδία· τ’ ἀγάλματά του ἐξαιτίας τῆς συμμετρίας καὶ τῶν ἁρμονικῶν ἀναλογιῶν, τὸν καθιστοῦν ἀναγνωρίσιμο κι ὅταν δὲν εἶναι ὁρατὰ παρών.
Κατὰ παρόμοιο τρόπο, γνωρίζουμε καὶ πλάστη καὶ δημιουργὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν ἁρμονία τοῦ κόσμου, ἐνῶ μᾶς εἶναι ἀόρατος μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος. Διότι ὁ Θεὸς δὲν κάνει κακὴ χρήση τῆς ἀόρατης φύσης του. Δὲν ἀποτελεῖ πρόφαση ἡ ἀορασία Του. Ἀντίθετα, δὲν ἄφησε ἐντελῶς ἄγνωστο τὸν ἑαυτό του στοὺς ἀνθρώπους. Ὅπως προεῖπα, ἔτσι στόλισε τὸν κόσμο, ὥστε κι ἂν ὁ Ἴδιος εἶναι ἀόρατος στὴ φύση του, νὰ γίνεται γνωστὸς ἀπὸ τὰ δημιουργήματά του.
Κι αὐτὸ δὲν τὸ λέω ἐγὼ ἀλλὰ τὸ λένε ἄλλοι θεολόγοι ἄνδρες, μεταξύ των ὁποίων εἶναι καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ γράφει στὴν ἐπιστολή του στοὺς Ρωμαίους: «Ἡ ὕπαρξη τοῦ ἀόρατου Θεοῦ πιστοποιεῖται ἀπὸ τὰ δημιουργήματά Του». Ἐπίσης, γράφει στοὺς Λυκαονεῖς: «Καὶ μεῖς, ὡς ἄνθρωποι, ποὺ σᾶς κάνουμε τοὺς δασκάλους, εἴμαστε ἀδύναμοι σὰν ἐσάς· σᾶς εὐαγγελιζόμαστε ὅμως νὰ ἐπιστρέψετε ἀπὸ τὰ εἴδωλα στὴν πίστη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ποὺ ἔφτιαξε τὸν οὐρανό, τὴ ξηρὰ καὶ τὴ θάλασσα καὶ ὅλα τα κατοικίδιά τους. Αὐτὸς στὶς περασμένες γενιὲς ἄφησε ὅλα τα ἔθνη νὰ λατρεύουν ὅποιο θεὸ θέλουν. Καὶ παρ’ ὂλ’ αὐτά, φανέρωνε τὸν ἑαυτὸ Τοῦ κάνοντας καλὰ ἔργα ὡς ἀπόδειξη· μᾶς ἔδινε βροχὲς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ περιόδους καρποφορίας· γέμιζε τὶς καρδιές μας ἀπὸ κάθε τροφὴ καὶ χαρά». Διότι, ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ βλέπει τὸ οὐράνιο σύμπαν καὶ τὴν τροχιὰ τοῦ ἥλιου καὶ τῆς σελήνης, ἀλλὰ καὶ τὶς θέσεις καὶ περιφορὲς τῶν ἄλλων ἄστρων νὰ εἶναι ἀντίθετες μεταξύ τους καὶ διαφορετικές· καὶ νὰ διατηροῦν ὅλα μαζί, παρὰ τὶς διαφορές τους, τὴν τάξη· ποιὸς λοιπὸν δὲν θ’ ἀναλογιστεῖ ὅτι ὄχι μόνα τους ἀλλὰ ἄλλος εἶναι ὁ πλάστης ποῦ τὰ ρυθμίζει;
Ποιὸς πάλι ποὺ βλέπει τὸν ἥλιο ν’ ἀνατέλλει καθημερινά· ποὺ βλέπειτη σελήνη νὰ φέγγει τὴ νύχτα, ν’ ἀδειάζει καὶ νὰ γεμίζει ἀπαράλλακτα σὲ ἴσο ἀριθμὸ ἡμερῶν κάθε φορᾶ· ποὺ βλέπει τὰ ἄστρα, ἄλλα νὰ διατρέχουν τὸν οὐράνιο θόλο καὶ ν’ ἀλλάζουν ποικίλες τροχιὲς καὶ ἄλλα νὰ κινοῦνται στὴν ἴδια τροχιά· ποιὸς βλέποντας ὅλα αὐτά, δὲν θὰ βγάλει τὸ συμπέρασμα ὅτι ὑπάρχει ὁ δημιουργός τους ποῦ τὰ κυβερνᾶ;
Ὅποιος βλέπει τὰ ἀντίθετα στὴ φύση νὰ εἶναι ἑνωμένα καὶ νὰ συμφωνοῦν ἁρμονικά, ὅπως εἶναι ἀναμιγμένα ἡ φωτιὰ μὲ τὸν πάγο, ἡ ξηρασία μὲ τὴν ὑγρασία· ὅποιος τὰ βλέπει νὰ μὴν ἀντιδρᾶ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, ἀλλὰ ν’ ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα· αὐτὸς ποῦ τὰ βλέπει, δὲν θὰ σκεφτεῖ ὅτι αὐτὸς ποῦ τὰ ἕνωσε ἁρμονικὰ μεταξύ τους θὰ ὑπάρχει ἔξω ἀπ’ αὐτά;
Αὐτὸς ποὺ βλέπει τὸ χειμώνα νὰ παραχωρεῖ τὴ θέση του στὴν ἄνοιξη, τὴν ἄνοιξη στὸ καλοκαίρι κι αὐτὸ στὸ φθινόπωρο καὶ ὅτι μεταξύ τους αὐτὰ εἶναι ἀντίθετα στὴν οὐσία· διότι τὸ ἕνα ψυχραίνει, τὸ ἄλλο καίει, τὸ ἄλλο καρποφορεῖ καὶ τὸ ἄλλο καταστρέφει· ὅμως ὅλα προσφέρονται στοὺς ἀνθρώπους γιὰ ἴση καὶ ἀσφαλῆ χρήση. Ποιός, λοιπόν, ὅταν τὰ δεῖ ὅλα αὐτά, δὲν θὰ σκεφτεῖ ὅτι ὑπάρχει κάποιος ἀνώτερος ἀπ’ αὐτά, τὸν ὁποῖο δὲν βλέπουμε, ἀλλὰ τὰ κάνει ὅλα ἴσα μεταξύ τους καὶ ὅλα τα κυβερνᾶ;
Ποιὸς εἶναι ποὺ βλέπει τὸν ἀέρα νὰ βαστάζει τὰ σύννεφα, τὰ σύννεφα πάλι νὰ κρατοῦν τὸ βάρος τῶν βροχῶν, καὶ δὲν θὰ θὰ ὁδηγήσει τὴ σκέψη τοῦ σ’ αὐτὸν ποὺ τὰ ἔδεσε καὶ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ σχηματιστοῦν; Ἢ ποιὸς δὲν βλέπει τὸ νερὸ νὰ βαστάζει τὸ ὑπερβολικὸ βάρος τῆς γῆς· ἡ γῆ νὰ μένει ἀκίνητη πάνω στὸ νερὸ ποὺ ἀπὸ τὴ φύση τοῦ κινεῖται· ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν θὰ σκεφτεῖ ὅτι ὑπάρχει κάποιος, ὁ Θεὸς ποὺ τὰ πρόσταξε καὶ τὰ δημιούργησε; Ποιός, ἀφοῦ δεῖ τὴν ἐποχιακὴ καρποφορία τῆς γῆς, τὶς οὐρανόσταλτες βροχές, τὰ ρεύματα τῶν ποταμῶν, τὶς πηγὲς ποὺ ἀναβλύζουν, τὶς γεννήσεις ζώων ἀπὸ ἀνόμοια, καὶ ὅλα αὐτὰ νὰ γίνονται ὄχι πάντοτε ἀλλὰ σὲ ὁρισμένες περιόδους· καὶ ἀφοῦ διακρίνει ὅτι ἡ τάξη εἶναι ἴση κι ὅμοια σὲ πράγματα ἀνόμοια καὶ ἀντίθετα, δὲν θ’ ἀναλογιστεῖ ὅτι ὑπάρχει μιὰ δύναμη ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ διέπει καὶ τὰ διακοσμεῖ ὅπως αὐτὴ θέλει, καὶ μένει σταθερή;
Διότι αὐτὰ μόνα τους οὐδέποτε θὰ μποροῦσαν νὰ συσταθοῦν καὶ ἐμφανιστοῦν, ἐπειδὴ ἔχουν ἀντίθετη μεταξύ τους φύση. Τὸ νερό, γιὰ παράδειγμα, εἶναι βαρὺ καὶ χύνεται πρὸς τὰ κάτω, ἐνῶ τὰ σύννεφα εἶναι ἐλαφρὰ κι ἔτσι ἀνεβαίνουν πρὸς τὰ πάνω. Κι ὅμως, παρατηροῦμε τὸ πιὸ βαρύ, τὸ νερό, νὰ τὸ βαστοῦν τὰ σύννεφα! Ἡ γῆ μὲ τὴ σειρὰ τῆς εἶναι πολὺ βαριά, ἐνῶ τὸ νερὸ εἶναι ἐλαφρύτερό της. Κι ὅμως τὰ ἐλαφρύτερα (νερὰ) σηκώνουν τὸ πιὸ βαρὺ (γῆ)! Καὶ δὲν πέφτει κάτω ἡ γῆ ἀλλὰ μένει ἀκίνητη!
Ἐπίσης, τὸ ἀνδρικὸ φύλο διαφέρει ἀπὸ τὸ θηλυκό· καὶ ὅμως συνευρίσκονται καὶ γεννιέται ἀπ’ αὐτὰ τὰ δύο ὅμοιος ἀπόγονός τους. Καὶ γιὰ νὰ συνοψίσω: τὸ ψυχρὸ εἶναι ἀντίθετο στὸ θερμό· καὶ ἡ ὑγρασία καταπολεμᾶ τὴν ξηρασία. Κι ὅμως! Ὅταν βρεθοῦν μαζὶ δὲν ἀντιδρᾶ τὸ ἕνα ἐνάντια στὸ ἄλλο, ἀλλ’ ἀποτελοῦν μὲ ὁμόνοια ἕνα σῶμα καὶ συντελοῦν στὴ δημιουργία ὅλων των ἄλλων.
Αὐτὰ λοιπὸν ποὺ εἶναι ἀντιμαχόμενα καὶ ἀντίθετα στὴ φύση τους δὲν θὰ συνενώνονταν, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ ἀνώτερος Κύριος ποὺ τὰ ἕνωσε. Σ’ Αὐτὸν ὑπακοῦν ὅλα τα στοιχεῖα, ὅπως ἀκούει ὁ δοῦλος τὸ ἀφεντικό του. Δὲν πολεμᾶ τὸ ἕνα το ἄλλο, ἀφοῦ τὸ καθένα ἔχει τὸν ἰδιαίτερο σκοπὸ τῆς ὕπαρξής του. Ἀναγνωρίζουν τὸν Κύριο ποὺ τὰ συνένωσε. Ὁμονοοῦν καὶ συμφιλιώνονται, μὲ τὴ θέληση τοῦ δημιουργοῦ τους, ἂν καὶ στὴ φύση τοὺς εἶναι ἐχθρικά το ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο.
Διότι, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ ἐντολὴ κάποιου ἀνωτέρου γιὰ ν’ ἀναμιχθοῦν, πῶς θὰ συνενώνονταν τὸ βαρὺ μὲ τὸ ἐλαφρό, τὸ ξηρὸ μὲ τὸ ὑγρό, τὸ κυκλικὸ μὲ τὸ εὐθύγραμμο, ἡ φωτιὰ μὲ τὸ ψύχος, ἡ θάλασσα μὲ τὴ γῆ, ὁ ἥλιος μὲ τὴ σελήνη, τ’ ἄστρα μὲ τὸν οὐρανὸ κι ὁ ἀέρας μὲ τὰ σύννεφα; Δὲν θὰ γινόταν, ἀφοῦ ἡ οὐσία τοῦ ἑνὸς εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴν οὐσία τοῦ ἄλλου.
Θὰ συνέβαινε μεγάλη ἀναταραχὴ μεταξύ τους: τὸ ἕνα θὰ ἔκαιγε, τὸ ἄλλο θὰ ψύχραινε· τὸ βαρὺ θὰ τραβοῦσε πρὸς τὰ κάτω ἐνῶ τὸ ἐλαφρὺ πρὸς τὰ πάνω· ὁ ἥλιος θὰ φώτιζε καὶ ὁ ἀέρας θὰ σκοτείνιαζε. Τὰ ἄστρα θὰ στρέφονταν τὸ ἕνα ἐνάντια στὸ ἄλλο, διότι ἄλλα βρίσκονται ψηλότερα καὶ ἄλλα χαμηλότερα. Ἡ νύχτα δὲν θὰ παραχωροῦσε τὴ θέση της στὴν ἡμέρα ἀλλὰ θὰ τὴν πολεμοῦσε ἐπανασταντώντας ἐναντίον της.
Κι ἂν συνέβαιναν αὐτά, δὲν θὰ βλέπαμε πλέον ἁρμονία ἀλλὰ δυσαρμονία· ὄχι τάξη ἀλλὰ ἀταξία· ὄχι σύνθεση ἀλλὰ διάλυση ὅλου του κόσμου· ὄχι συμμετρία ἀλλὰ ἀμετρία. Διότι, μὲ τὴ διαμάχη καὶ τὴ σύγκρουση τοῦ ἑνὸς μὲ τὸ ἄλλο ἢ ὅλα θὰ καταστρέφονταν ἢ θὰ ὑπερίσχυε τὸ πιὸ δυνατό. Κι αὐτὸ ὅμως θὰ ἔδειχνε τὴν ἀκαταστασία τοῦ σύμπαντος.
Διότι, ἐφόσον θὰ ἔμενε μόνο ἕνα στοιχεῖο χωρὶς νὰ ἔχει ἀνάγκη κανενὸς ἄλλου, θὰ ἔκαμε τὸ σύμπαν χαοτικό. Ὅπως ἀκριβῶς, ἕνα μόνο πόδι ἢ ἕνα μόνο χέρι δὲν μπορεῖ νὰ διατηρήσει στὴ ζωὴ ὅλο το σῶμα. Πόσο ὡραῖο θὰ ἦταν, ἂν ἔλαμπε μόνο ὁ ἥλιος ἢ κινοῦνταν μόνο ἡ σελήνη ἢ ἦταν μόνο νύχτα ἢ συνεχῶς ἡμέρα; Ποιὰ ἁρμονία πάλι θὰ ὑπῆρχε, ἂν δὲν εἶχε ἄστρα ὁ οὐρανὸς ἢ τὰ ἄστρα δὲν εἶχαν οὐρανό; Καὶ ποιὸ τὸ ὄφελος, ἂν εἴχαμε μόνο θάλασσα ἢ ἂν ἡ γῆ ὑπῆρχε χωρὶς τὰ νερὰ καὶ τὰ ὑπόλοιπα στοιχεῖα τῆς δημιουργίας;
Πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιζήσει ὁ ἄνθρωπος ἢ κάποιο ζῶο στὴ γῆ, ἐφόσον τὰ στοιχεῖα τῆς κτίσης συγκρούονταν μεταξύ τους; Ἐφόσον ἕνα θὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ θὰ νικοῦσε τὰ ἄλλα καὶ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συστήσει καὶ τὰ ἄλλα πλάσματα; Διότι κανένα πλάσμα δὲν μπορεῖ νὰ συσταθεῖ μόνο ἀπὸ ἕνα στοιχεῖο, τὸ ψυχρό, τὸ ὑγρὸ ἢ τὸ ξηρό. Ὅλα θὰ ἦταν σὲ χαώδη καὶ ἄτακτη κατάσταση. Ἀκόμη κι αὐτὸ τὸ στοιχεῖο ποὺ θὰ ὑπερίσχυε τῶν ἄλλων δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὴ βοήθεια τῶν ὑπολοίπων. Διότι ἡ σύσταση ὅλων ἔτσι εἶναι τώρα(ἀλληλοεξαρτώμενη).
Ἐπειδὴ λοιπὸν στὸ σύμπαν ὑπάρχει τάξη καὶ ὄχι ἀταξία, συμμετρία καὶ ὄχι ἀμετρία, κοσμιότητα καὶ ὄχι ἀκοσμία, καὶ μάλιστα ἁρμονικὴ σύνδεση ὅλων των μερῶν του, πρέπει ὑποχρεωτικὰ νὰ σκεφτοῦμε τὸν Δημιουργὸ ποὺ συγκέντρωσε καὶ σύνδεσε ὅλα τα στοιχεῖα ὥστε νὰ δουλεύουν ἁρμονικά. Ἀκόμη κι ἂν δὲν τὸν βλέπουμε μὲ τὰ μάτια, μποροῦμε ὅμως ἀπὸ τὴν τάξη καὶ ἁρμονία τῶν ἀντίθετων στοιχείων νὰ ἐννοήσουμε τὸ δημιουργὸ καὶ προνοητὴ ὅλων αὐτῶν.
Διότι, συμβαίνει τὸ ἴδιο ποὺ θὰ βλέπαμε σὲ μιὰ πόλη: νὰ κατοικεῖται ἁρμονικὰ ἀπὸ πολλοὺς καὶ διαφορετικοὺς ἀνθρώπους, μικροὺς καὶ μεγάλους, πλούσιους καὶ φτωχούς, γέρους καὶ νεότερους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες· ἐνῶ διαφέρουν αὐτοὶ μεταξύ τους, ὁμονοοῦν ὅμως. Δὲν στρέφονται οἱ πλούσιοι ἐνάντια στοὺς φτωχοὺς οὔτε οἱ μεγάλοι ἐνάντια στοὺς μικροὺς ἢ οἱ νέοι ἐνάντια στοὺς γέροντες· ὅλοι ἐξίσου εἶναι εἰρηνικοὶ ὁ ἕνας πρὸς τὸν ἄλλον.
Βλέποντας αὐτὰ θὰ σκεφτόμασταν ὅτι ἡ παρουσία ἑνὸς ἄρχοντα, ἀκόμη κι ἂν δὲν τὸν βλέπουμε, ἐγγυᾶται τὴν ὁμόνοια. Διότι ἡ ἀταξία ἀποτελεῖ γνώρισμα τῆς ἀταξίας· καὶ ἡ τάξη ἀποδεικνύει ὅτι ὑπάρχει ἀρχηγός. Βλέπουμε, γιὰ παράδειγμα, τὴν ἁρμονία τῶν μελῶν τοῦ σώματος: δὲν ἀντιμάχεται τὸ μάτι τὸ αὐτί, οὔτε τὸ χέρι ἐπαναστατεῖ ἐνάντια στὸ πόδι· τὸ καθένα ἐκπληρώνει τὴν ἀποστολὴ τοῦ χωρὶς ἀντιρρήσεις. Ἀπ’ αὐτὸ καταλαβαίνουμε ὅτι ὑπάρχει στὸ σῶμα ψυχή, ἂν καὶ δὲν τὴν βλέπουμε, ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ κυβερνᾶ.
Ἔτσι, ἀπὸ τὴν τάξη καὶ ἁρμονία μποροῦμε νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸν κυβερνήτη τοῦ κόσμου Θεό· μάλιστα, στὸν ἕνα Θεὸ καὶ ὄχι πολλούς. Ἡ τάξη τοῦ κόσμου καὶ ἡ ἁρμονικὴ συμβίωση ὅλων μὲ ὁμόνοια ἀποδεικνύει ὅτι δὲν εἶναι πολλοὶ ἀλλὰ ἕνας ὁ ἄρχοντας καὶ κύριος του κόσμου, ὁ Λόγος. Διότι, ἂν ἦταν πολλοὶ οἱ ἄρχοντες τῆς δημιουργίας, δὲν θὰ ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ τάξη στὸ σύμπαν. Ἐξαιτίας τῶν πολλῶν ἀρχηγῶν, ὅλα θὰ ἦταν σὲ ἀταξία· ὁ καθένας θὰ τὰ τραβοῦσε ὅλα πρὸς τὴ δική του θέληση καὶ θὰ βρισκόταν σὲ διαμάχη μὲ τὸν ἄλλον. Διότι, ὅπως κατηγοροῦμε τὴν πολυθεΐα γιὰ ἀθεΐα, ἔτσι κατ’ ἀνάγκη καὶ ἡ πολυαρχία εἶναι ἀναρχία. Ἂν ὁ καθένας ἀνέτρεπε τὴν ἐξουσία τοῦ ἄλλου, δὲν θὰ ὑπῆρχε κανένας ἄρχοντας· θὰ ὑπῆρχε σὲ ὅλα ἀναρχία. Καὶ ὅπου δὲν ὑπάρχει ἄρχοντας, ἐκεῖ εἶναι βέβαιο ὅτι βασιλεύει ἡ ἀναρχία.
Καὶ τὸ ἀντίθετο· ἡ τάξη καὶ ἡ ὁμόνοια τῶν πολλῶν καὶ διαφορετικῶν φανερώνει ὅτι ἕνας εἶναι ὁ ἄρχοντας. Ἀκούει κάποιος, γιὰ παράδειγμα, ἀπὸ μακριὰ τὸν ἦχο τῆς λύρας ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ πολλὲς χορδὲς καὶ θαυμάζει τὴν ἁρμονικὴ συμφωνία τους. Διότι, τὸν ἁρμονικὸ ἦχο δὲν τὸν προκαλεῖ μόνον ὁ βαρὺς ἢ μόνον ὁ ὀξὺς ἢ μόνον ὁ μέσος τόνος, ἀλλὰ ὅλοι οἱ τόνοι, ὅταν τοὺς χτυποῦν κατάλληλα. Ἀπ’ αὐτὰ νὰ καταλάβεις ὅτι δὲν παίζει ἀπὸ μόνη της ἡ λύρα οὔτε πάλι μὲ πολλοὺς λυράρηδες. Ἕνας εἶναι ὁ μουσικός, ἀκόμη κι ἂν δὲν τὸν βλέπουμε, ποὺ ἐναρμονίζει μὲ τὴν τέχνη τοῦ τὸν ἦχο κάθε χορδῆς, γιὰ νὰ πετύχει ἁρμονικὴ συμφωνία.
Ἔτσι καὶ στὸ σύμπαν ὑπάρχει παναρμόνια τάξη. Δὲν ἀντιμάχονται τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια, οὔτε καὶ τὸ ἀντίστροφο. Ὅλα συνιστοῦν μιὰ συνολικὴ τάξη. Ἑπομένως, συνεπάγεται λογικὰ ὅτι δὲν εἶναι πολλοὶ ἀλλὰ ἕνας ὁ κυβερνήτης καὶ δημιουργός του σύμπαντος. Μὲ τὸ δικό του φῶς ὅλα παίρνουν τὸ φῶς καὶ κινοῦνται.
Οὔτε πρέπει νὰ πιστεύουμε ὅτι εἶναι πολλοὶ οἱ δημιουργοὶ καὶ κυβερνῆτες τοῦ κόσμου· συμβαδίζει μὲ τὴν εὐσέβεια καὶ ἀλήθεια νὰ πιστεύουμε ὅτι ἕνας εἶναι ὁ δημιουργός του. Αὐτὸ τὸ τεκμηριώνει φανερὰ ὁ ἴδιος ὁ κόσμος. Ἀπόδειξη σίγουρη ὅτι ἕνας εἶναι ὁ δημιουργός του σύμπαντος ἀποτελεῖ τὸ ἑξῆς: ἕνας εἶναι ὁ δημιουργημένος κόσμος, ὄχι πολλοί. Θὰ ἔπρεπε, ἂν ὑπῆρχαν πολλοὶ θεοί, νὰ ὑπάρχον πολλοὶ καὶ διαφορετικοὶ κόσμοι. Διότι δὲν φτιάχνουν οἱ πολλοὶ θεοὶ ἕνα κόσμο οὔτε ὁ ἕνας κόσμος γίνεται ἀπὸ πολλοὺς θεούς. Ἀλλιῶς, θὰ προκύψουν τὰ ἀκόλουθα ἄτοπα. Πρῶτα, ἂν πολλοὶ θεοὶ ἔφτιαξαν τὸν κόσμο, αὐτὸ ἀποτελεῖ ἀδυναμία τῶν κατασκευαστῶν· διότι τὸ ἔργο ἔγινε ἀπὸ πολλούς. Κι αὐτὸ φανερώνει ὄχι τυχαία ὅτι ὁ κάθε θεὸς ἔχει ἀτελῆ δημιουργικὴ ἱκανότητα.
Ἂν ἀρκοῦσε ἕνας, δὲν θὰ χρειαζόταν πολλοί, ν’ ἀναπληρώσει ὁ καθένας τὴν ἔλλειψη τοῦ ἄλλου. Τὸ νὰ λέει μάλιστα κανεὶς ὅτι στὸ Θεὸ ὑπάρχει ἔλλειψη, ὄχι μόνο εἶναι ἀσέβεια ἀλλὰ καὶ ξεπερνᾶ τὰ θεμιτὰ ὅρια. Ἀκόμη κι ἕνα τεχνίτη, ἂν ἔφτιαχνε ἕνα ἔργο ὄχι μόνος ἀλλὰ μὲ πολλούς, δὲν θὰ τὸν λέγαμε τέλειο ἀλλὰ μέτριο. Πιθανόν, ὅμως, ὁ κάθε θεὸς νὰ μποροῦσε κατασκευάσει ὅλο το σύμπαν, ἀλλὰ τὸ ἔφτιαξαν ὅλοι μαζὶ γιὰ τὴ συμμετοχή· κάτι τέτοιο εἶναι βέβαια γελοῖο, νὰ ἐργάζεται ὁ καθένας γιὰ φήμη καὶ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ἀνίκανος. Τὸ νὰ θεωρήσουμε πάλι ὅτι ὁ κάθε θεὸς εἶναι κενόδοξος αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον παράδοξα!
Ἔπειτα, ἂν ὁ κάθε θεὸς ἦταν ἱκανὸς νὰ δημιουργήσει ὅλο το σύμπαν, τί χρειάζονται οἱ πολλοί, ἀφοῦ ὁ ἕνας ἀρκεῖ γιὰ ὅλο; Ἄλλωστε, κάτι τέτοιο εἶναι καὶ ἀσεβὲς καὶ παράδοξο· ἐφόσον τὸ δημιούργημα εἶναι ἕνα καὶ οἱ δημιουργοὶ πολλοὶ καὶ διάφοροι, εἶναι λογικὸ καὶ φυσικό το ἕνα καὶ τέλειο νὰ εἶναι ἀνώτερο ἀπὸ τὰ πολλά.
Νὰ γνωρίζουμε καὶ τὸ ἑξῆς: ἂν ὁ κόσμος εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπὸ πολλοὺς θεούς, θὰ εἶχε διάφορες καὶ ἀνόμοιες κινήσεις. Κάθε διαφορετικὴ κίνηση θὰ προσέβλεπε στὸν κάθε δημιουργό. Καὶ στὴ διαφορετικότητα, ὅπως τὸ εἴπαμε καὶ παραπάνω, θὰ ὑπῆρχε πάλι ἀκαταστασία καὶ ἀταξία τοῦ σύμπαντος.
Διότι, οὔτε ἕνα πλοῖο ποὺ τὸ κυβερνοῦν πολλοὶ θὰ πλεύσει σωστά, ἂν δὲν κρατᾶ τὸ πηδάλιο ἕνας μόνο καπετάνιος· οὔτε μία λύρα ποὺ τὴν παίζουν πολλοὶ μπορεῖ νὰ βγάλει καλὸ ἦχο, ἂν δὲν τὴν παίζει ἕνας ποὺ εἶναι γνώστης. Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ μία εἶναι ἡ δημιουργία καὶ ἕνας ὁ κόσμος καὶ μία ἡ τάξη του, ἕνας πρέπει νὰ θεωρήσουμε ὅτι εἶναι ὁ βασιλιὰς καὶ δημιουργός του, ὁ Κύριος.
Γιὰ τὸ λόγο αὐτό, καὶ ὁ ἴδιος ὁ δημιουργὸς ἔπλασε ἕνα κόσμο, γιὰ νὰ μὴν νομίζουν ὅτι μὲ τοὺς πολλοὺς κόσμους ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ θεοί. Νὰ πιστεύουν ὅτι ἕνας εἶναι ὁ κόσμος κι ἕνας ὁ δημιουργός του. Μάλιστα συμβαίνει, ὄχι ἐπειδὴ εἶναι ἕνας ὁ δημιουργός, νὰ εἶναι κι ἕνας ὁ κόσμος· διότι, θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ φτιάξει κι ἄλλους κόσμους. Ἀλλά, ἐπειδὴ πλάστηκε μόνον ἕνας κόσμος, εἶναι ἑπόμενο καὶ ὁ δημιουργός του νὰ θεωρεῖται ἕνας.
Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ δημιουργός; Αὐτὸ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ φανερώσουμε καὶ ποῦμε, γιὰ νὰ μὴν πλανηθεῖ κανεὶς ἀπὸ ἄγνοια καὶ πιστέψει σ’ ἄλλο θεό· κι ἔτσι θὰ πέσει στὴν ἀθεΐα τῶν προηγουμένων. Νομίζω ὅτι κανένας δὲν ἀμφιβάλλει γι’ αὐτό.
Ἀποδείξαμε ἤδη ὅτι δὲν εἶναι θεοὶ αὐτοὶ ποὺ θεωροῦν οἱ ποιητές· ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη ὅσοι θεοποιοῦν τὴν κτίση· καὶ ὅτι γενικὰ ἡ εἰδωλολατρεία τῶν ἐθνικῶν εἶναι ἀθεΐα καὶ ἀσέβεια. Τώρα, λοιπόν, ἀφοῦ κατέπεσαν ὅλες αὐτὲς οἱ πλάνες, εἶναι βέβαιο ὅτι ἐμεῖς διαθέτουμε τὴν ἀληθινὴ θρησκεία· Αὐτὸν ποὺ προσκυνοῦμε καὶ κηρύσσουμε, αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός· εἶναι ὁ Κύριος ὅλου του σύμπαντος καὶ δημιουργὸς κάθε πλάσματος.
Ποιὸς ἄλλος λοιπὸν εἶναι αὐτὸς παρὰ ὁ πανάγιος καὶ ὑπερβατικός, πέρα ἀπὸ κάθε δημιουργημένη φύση, ὁ Πατέρας δηλαδὴ τοῦ Χριστοῦ; Αὐτός, σὰν ἄριστος κυβερνήτης, μὲ τὴ σοφία του καὶ τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ὅλα τα ἐξουσιάζει καὶ προνοεῖ γιὰ τὴ σωτηρία τους· ἐνεργεῖ ὅπως Αὐτὸς θεωρεῖ ὅτι εἶναι καλά. Καὶ εἶναι ὅλα καλά, ὅπως δημιουργήθηκαν καὶ δημιουργοῦνται, ἐπειδὴ Ἐκεῖνος αὐτὸ θέλει. Αὐτὸ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀμφισβητήσει. Διότι, ἂν ἡ κτίση κινοῦνταν ὄχι μὲ λογικὴ βούληση κι ὅλα ἦταν τυχαία, καλὰ θὰ ἔκανε κάποιος ν’ ἀμφισβητοῦσε αὐτὰ ποὺ λέμε. Ἀφοῦ ὅμως ὅλα ἔχουν συσταθεῖ καὶ διακοσμηθεῖ μὲ λογική, σοφία καὶ γνώση, ὑποχρεωτικὰ αὐτὸς ποὺ στέκεται ἀπὸ πάνω τους καὶ τὰ προνοεῖ δὲν εἶναι ἄλλος παρὰ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ.
Λόγο ὀνομάζω ὄχι αὐτὸν ποὺ εἶναι συνυφασμένος καὶ σύμφυτος μὲ κάθε δημιούργημα, τὸν ὁποῖο συνήθως ὁρισμένοι ὀνομάζουν σπερματικό· αὐτὸς εἶναι ἄψυχος, χωρὶς λογικὴ καὶ νόηση· ἐνεργεῖ μὲ τὴ δύναμη τῆς τέχνης ποὺ ἔρχεται ἀπέξω καὶ μὲ τὴ σοφία ἐκείνου ποὺ τὸν ἐξουσιάζει. Οὔτε εἶναι σὰν τὸ λόγο ποὺ ἔχουν οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ συλλαβὲς καὶ μεταδίδεται μὲ τὸν ἀέρα.
Ὀνομάζω Λόγο τὸν ζωντανὸ καὶ ἐνεργὴ Θεό, τὸν αἴτιο τῆς ὑπάρξεώς του, τὸ Λόγο τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ· Αὐτὸς διαφέρει ἀπὸ κάθε δημιούργημα καὶ κτιστό· εἶναι ὁ μόνος ὅμοιος Λόγος τοῦ ἀγαθοῦ Πατέρα του· Αὐτὸς στόλισε τὸ σύμπαν καὶ τὸ φωτίζει μὲ τὴν πρόνοιά του. Ἐπειδὴ εἶναι τοῦ καλοῦ Πατέρα ὁ καλὸς Λόγος, αὐτὸς διαρρύθμισε τὴν τάξη ὅλων· προσάρμοσε τὰ ἀντίθετα μεταξύ τους κι ἔτσι προέκυψε μία ὄμορφη ἁρμονία. Αὐτὸς εἶναι ἡ δύναμη καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ· περιστρέφει τὸν οὐρανό, κρέμασε τὴ γῆ καί, ἐνῶ δὲν στηρίζεται πουθενά, μὲ τὸ νεῦμα τοῦ τὴ στερέωσε. Ἀπ’ Αὐτὸν παίρνει φῶς ὁ ἥλιος καὶ φωτίζει τὴν οἰκουμένη, ἐνῶ δίνει λιγοστὸ φῶς καὶ στὴ σελήνη. Αὐτὸς κρεμᾶ τὸ νερὸ στὰ σύννεφα καὶ οἱ βροχὲς κατακλύζουν τὴ γῆ· ἡ θάλασσα περιορίζεται ἐνῶ ἡ γῆ φυτρώνει κάθε εἴδους φυτὰ καὶ βλαστάνει χόρτο.
Ἂν κάποιος ἄπιστος, μετὰ ἀπ’ ὅσα εἴπαμε, ζητεῖ νὰ μάθει ἂν ὑπάρχει ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς δὲν εἶναι καλὰ ποὺ ἀμφιβάλλει! Ἔχει τὶς ἀποδείξεις ἀπ’ ὅσα βλέπει· ὅλα δημιουργήθηκαν ἀπὸ τὸ Λόγο καὶ τὴ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ στεκόταν κανένα δημιούργημα, ἂν δὲν τὸ ἔκανε ὁ Λόγος, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅπως εἴπαμε.
Εἶναι Λόγος, ὅπως εἶπα, χωρὶς νὰ ἔχει σχέση καὶ ὁμοιότητα μὲ τὸν ἀνθρώπινο λόγο ποὺ συνίσταται ἀπὸ συλλαβές· ἀλλὰ εἶναι καθ’ ὅλα ὅμοια εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Διότι οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ ἀποτελοῦνται ἀπὸ διάφορα μέρη καὶ προῆλθαν ἀπὸ τὸ μηδέν, ἔχουν σύνθετο λόγο ποὺ διαλύεται. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι ὁ πάντοτε ὑπάρχων καὶ δὲν εἶναι σύνθετος· γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Λόγος τοῦ ὑφίσταται πάντα καὶ δὲν εἶναι σύνθετος.
Ὁ Λόγος εἶναι ὁ ἕνας καὶ μονογενὴς Υἱὸς Θεὸς τοῦ Θεοῦ Πατέρα· προῆλθε ἀπὸ τὸν Πατέρα σὰν ἀπὸ ἀγαθὴ πηγή· προνοεῖ καὶ συγκρατεῖ τὰ πάντα. Ἡ αἰτία πάλι γιὰ τὴν ὁποία ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἦλθε στὰ δημιουργήματα, εἶναι ὄντως ἀξιοθαύμαστη· μᾶς πληροφορεῖ ὅτι μόνο ἔτσι, ὅπως συνέβη, ἔπρεπε νὰ γίνει καὶ ὄχι ἀλλιῶς.
Διότι, ἡ φύση τῶν δημιουργημάτων, ἐπειδὴ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία, εἶναι ἐπιρρεπής, ἀδύναμη καὶ θνητή, ὅπως τὸ πιστοποιεῖ ἡ ἐξέτασή της. Ὁ Θεὸς ὅμως τῶν δημιουργημάτων εἶναι ἀγαθὸς καὶ πάνω ἀπὸ καλὸς στὴ φύση του· γι’ αὐτὸ καὶ ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους, ἐπειδὴ στὸν ἀγαθὸ δὲν ὑπάρχει φθόνος γιὰ τίποτε. Δὲν φθονεῖ τὴν ὕπαρξη τῶν ἄλλων, ἀλλὰ θέλει ὅλοι νὰ ὑπάρχουν, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ τοὺς εὐεργετεῖ.
Ὁ Θεός, λοιπόν, βλέπει ὅτι κάθε δημιούργημα μόνο μὲ τὶς δικές του λογικὲς δυνάμεις εἶναι θνητὸ καὶ διαλύεται· καὶ γιὰ νὰ μὴν πάθει πάλι τὸ ἴδιο καὶ χαθεῖ στὴν ἀνυπαρξία τὸ σύμπαν, ποὺ τὸ ἔπλασε μὲ τὸν αἰώνιο Λόγο του καὶ τὸ ἔδωσε οὐσία, δὲν ἄφησε πλέον τὰ δημιουργήματά του νὰ παρασύρονται καὶ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὴ θνητὴ φύση τους· ἔτσι ὥστε νὰ μὴν κινδυνεύουν νὰ ἔλθουν πάλι στὴν ἀνυπαρξία.
Ἀλλὰ ὁ Θεός, ὡς ἀγαθὸς ποὺ εἶναι, μὲ τὸ Λόγο του, ποὺ εἶναι κι αὐτὸς Θεός, κυβερνᾶ καὶ φροντίζει ὅλο τὸν κόσμο· μὲ τὴν ἐξουσία, τὴν πρόνοια καὶ τὴ φροντίδα τοῦ Λόγου φωτίζει τὴ κτίση νὰ μένει σταθερὴ στὴ ζωή· διότι μετέχει στὸν αἴτιο τῆς ὕπαρξης, τὸ Λόγο τοῦ Πατέρα, ποὺ τὴ βοηθεῖ νὰ παραμένει κι αὐτὴ στὴν ὕπαρξη. Ἔτσι δὲν παθαίνει ἐκεῖνο ποὺ θὰ πάθαινε, ἂν δὲν τὴν συγκρατοῦσε ὁ Λόγος, δηλαδὴ νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ἀνυπαρξία· διότι, «Αὐτὸς εἶναι εἰκόνα τοῦ ἀόρατου Θεοῦ, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἀπ’ ὅλη τὴ δημιουργία γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ· Αὐτὸς καὶ χάρη σ’ αὐτὸν δημιουργήθηκαν καὶ συντηροῦνται ὅλα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα· Αὐτὸς ἀποτελεῖ τὸν ἀρχηγὸ τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως μᾶς τὸ λένε στὶς Ἅγιες Γραφὲς οἱ Πατέρες ποὺ διδάσκουν τὴν ἀλήθεια.
Αὐτός, λοιπόν, ὁ παντοδύναμος καὶ τέλειος σὲ ὅλα Λόγος τοῦ Πατέρα στάθηκε πάνω ἀπ’ ὅλα καὶ τὰ σκέπασε παντοῦ μὲ τὴ δύναμή του· ἔδωσε φῶς σὲ ὅλα, τὰ ὁρατὰ καὶ ἀόρατα. Ἔτσι, ὅλα τα δίνει σύσταση καὶ τὰ συγκρατεῖ· ἀπὸ κανένα δὲν στερεῖ τὴν εὐργετικὴ τοῦ δύναμη. Ὅλα καὶ μὲ ὅλα, τὸ καθένα χωριστὰ καὶ ὅλα μαζί, τὰ ζωοποιεῖ καὶ τὰ προστατεύει.
Τὰ πρωταρχικὰ συστατικὰ κάθε κτιστοῦ δημιουργήματος, ὅπως εἶναι ἡ θερμότητα, ψυχρότητα, ὑγρασία καὶ ξηρασία, τὰ ἑνώνει ὁ Λόγος σ’ ἕνα, ὥστε νὰ μὴν ἀντιμάχεται τὸ ἕνα το ἄλλο, ἀλλὰ ν’ ἀποτελοῦν μιὰ ἁρμονικὴ συνύπαρξη. Χάρη σ’ Αὐτὸν καὶ ἐξαιτίας ττὴς δύναμής του δὲν πολεμεῖ τὸ θερμό το ψυχρὸ οὔτε τὸ ὑγρό το ξηρό· ἀλλά, αὐτὰ τὰ ἀντίθετα μεταξύ τους, σὰν φίλοι καὶ ἀδελφοί, συνυπάρχουν καὶ δίνουν ζωὴ στὰ ὁρατά· ἀποτελοῦν τὴ συστατικὴ ἀρχὴ κάθε σώματος. Μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ Θεὸ Λόγο τὰ ἐπίγεια ἀποκτοῦν ζωὴ καὶ τὰ οὐράνια συντηροῦνται. Χάρη σ’ Αὐτόν, ὅλη ἡ θάλασσα καὶ ὁ ἀπέραντος ὠκεανὸς κινοῦνται σὲ περιορισμένα ὅρια. Τὸ ἴδιο καὶ ὅλη ἡ γῆ βλαστάνει χόρτο καὶ φυτρώνει κάθε εἴδους δέντρα, ὅπως εἶπα παραπάνω. Γιὰ νὰ μὴν χρονοτριβῶ ἀπαριθμώντας ἕνα ἕνα πράγματα γνωστά, δὲν ὑπάρχει κανένα ζωντανὸ ἢ δημιούργημα ποὺ νὰ μὴν πῆρε τὴν ὕπαρξη ἀπ’ Αὐτὸν καὶ χάρη σ’ Αὐτόν. Τὸ λέει καὶ ὁ ἅγιος (Ἰωάννης ὁ) θεολόγος: «Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρχε ὁ Λόγος, ποὺ ἦταν πάντα κοντὰ στὸ Θεό, γιατί ὁ ἴδιος ὁ Λόγος εἶναι Θεός. Ὅλα Αὐτὸς τὰ ἔκανε· τίποτε δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔκανε Αὐτός». Ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ἂν ἕνας μουσικὸς παίξει λύρα, ἐναρμονίζοντας μὲ τὴν τέχνη τοῦ τοὺς βαρεῖς μὲ τοὺς ὀξεῖς, καὶ τοὺς μέσους μὲ ἄλλους τόνους, θ’ ἀποδώσει μιὰ ἁρμονικὴ μελωδία. Ἔτσι καὶ ὁ σοφὸς Θεός, κρατώντας τὸ σύμπαν ὡς λύρα, συνένωσε τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια, καιτα οὐράνια μὲ ὅσα βρίσκονται στὸν ἀέρα· συνάθροισε μὲ τὸ νεῦμα καὶ τὸ θέλημά του τὰ σύνολα μὲ τὰ ἐπιμέρους· καὶ ὅλα ἀποτελοῦν ἕναν ὡραῖο κόσμο καὶ ἕνα ἁρμονικὸ σύνολο. Αὐτὸς βέβαια παραμένει ἀκίνητος κοντὰ στὸν Πατέρα του· ὅλα ὅμως τὰ θέτει σὲ κίνηση μὲ τὴν καθοδήγησή του, ὅπως τὸ καθένα ἀρέσει στὸν Πατέρα του.
Καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστό της θεότητάς του εἶναι τὸ ἑξῆς: μὲ ἕνα καὶ τὸ ἴδιο νεῦμα τοῦ κινεῖ ὅλα μαζὶ συγχρόνως, καὶ ὄχι κατὰ διαστήματα· ρυθμίζει ἀνάλογα μὲ τὴ φύση τοῦ καθένα, τὰ εὐθύγραμμα καὶ τὰ κυκλικὰ στὴν κίνησή τους, τὰ πάνω, τὰ μεσαῖα, τὰ κάτω, τὰ ὑγρά, τὰ ψυχρά, τὰ θερμά, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα. Διότι μὲ τὸ ἴδιο νεῦμα κινοῦνται ταυτόχρονά τα εὐθύγραμμα ὡς εὐθύγραμμα καὶ τὰ κυκλικὰ ὡς κυκλικά· τὸ μέσον ὡς μέσον· τὸ θερμὸ θερμαίνεται, τὸ ξηρὸν ξηραίνεται. Σ’ ὅλα γενικά, ἀνάλογα τὴ φύση τους, Αὐτὸς δίνει ζωὴ καὶ τὰ συντηρεῖ. Ἔτσι πραγματοποιεῖ μιὰ θαυμαστὴ καὶ πράγματι θεία ἁρμονία.
Καὶ γιὰ νὰ συλλάβουμε ἀπὸ ἕνα παράδειγμα πόσο μεγάλο γεγονὸς εἶναι αὐτό, ἃς τὸ παρομοιάσουμε μὲ μιὰ μεγάλη χορωδία. Ἡ χορωδία ἀποτελεῖται ἀπὸ διαφορετικὰ πρόσωπα: ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιά, νέοι καὶ γέροντες· ὅταν δώσει τὸ σύνθημα ὁ μαέστρος, τὸ κάθε μέλος τραγουδᾶ ἀνάλογα μὲ τὴ φύση καὶ τὴ δύναμή του· ὁ ἄνδρας σὰν ἄνδρας, τὸ παιδὶ σὰν παιδί, ὁ γέρος σὰν γέρος καὶ ὁ νέος σὰν νέος· ὅλοι συνιστοῦν ἕνα ἁρμονικὸ σύνολο.
Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ψυχή μας, θέτει σὲ κίνηση ταυτόχρονα τὶς αἰσθήσεις, τὴ κάθε μιὰ ἀνάλογα μὲ τὴν ἰδιαίτερη ἐνέργειά της· ὥστε, ὅταν παρουσιάζεται ἕνα ἀντικείμενο, ὅλες νὰ ἐνεργοῦν ἀπὸ κοινοῦ· τὸ μάτι νὰ βλέπει, ἡ ἀκοὴ ν’ ἀκούει, τὸ χέρι νὰ ψηλαφεῖ, ἡ ὄσφρηση νὰ μυρίζει καὶ ἡ γεύση νὰ γεύεται. Πολλὲς φορὲς κινεῖ καὶ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ σώματος· π. χ. κινεῖ τὰ πόδια νὰ περπατοῦν.
Ἃς καταστήσω σαφές το λεγόμενο καὶ μὲ τρίτο παράδειγμα. Μοιάζει μὲ πολὺ μεγάλη πόλη ποὺ τὴν ἔκτισε καὶ τὴν κυβερνᾶ αὐτοπροσώπως ὁ ἄρχοντας καὶ κυβερνήτης της. Ὅταν ἐκεῖνος εἶναι παρὼν καὶ δίνει ἐντολὲς καὶ στρέφει τὰ μάτια του πρὸς ὅλους τους ὑπηκόους, ὅλοι δείχνουν ὑπακοή· ἄλλοι τρέχουν πρὸς τὴ γεωργία καὶ ἄλλοι γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν νερὸ στὰ ὑδραγωγεῖα· ἄλλος πηγαίνει νὰ προμηθευτεῖ τροφές· ἄλλος πηγαίνει στὴ βουλὴ καὶ ἄλλος στὴ γενικὴ συνέλευση τοῦ δήμου· ὁ δικαστὴς προσέρχεται νὰ δικάσει καὶ ὁ ἄρχοντας νὰ νομοθετήσει· ὁ τεχνίτης χωρὶς καθυστέρηση ξεκινᾶ τὴν ἐργασία· ὁ ναύτης τρέχει στὴ θάλασσα, ὁ ξυλουργὸς στὸ ξυλουργεῖο του, ὁ ἰατρὸς γιὰ νὰ θεραπεύσει τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ὁ οἰκοδόμος στὴν οἰκοδομή· ἄλλος πάλι πηγαίνει στὸ χωράφι, ἐνῶ ἄλλος ἐπιστρέφει ἀπ’ αὐτό. Ἄλλοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν πόλη, ἄλλοι βγαίνουν ἔξω ἀπ’ αὐτὴν καὶ ἄλλοι πάλι ἐπιστρέφουν πίσω σ’ αὐτήν. Ὅλα αὐτὰ γίνονται καὶ ἐπιτελοῦνται μὲ τὴν προσωπικὴ παρουσία τοῦ ἄρχοντα καὶ σύμφωνα μὲ τὶς διαταγές του.
Κι ἂν εἶναι φτωχά τα προαναφερθέντα παραδείγματα, παρ’ ὂλ’ αὐτά, μὲ ἀνοιχτὸ μυαλό, πρέπει νὰ ἀναλογιστοῦμε ὅτι ἔτσι ἀκριβώςσυμβαινει στὸν κόσμο ὅλο. Μὲ μιὰ γρήγορη ματιὰ τοῦ Θεοῦ ὅλα ρυθμίζονται· τὸ κάθε δημιούργημα ἐκτελεῖ τὸ δικό του σκοπό, καὶ ὅλα μαζὶ συνιστοῦν μιὰ παγκόσμια τάξη.
Μὲ τὸ νεῦμα καὶ τὴ δύναμη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ Πατέρα, ποὺ ἐπιστατεῖ καὶ κυβερνᾶ τὰ πάντα, ὁ οὐρανὸς περιστρέφεται, τὰ ἄστρα κινοῦνται, ὁ ἥλιος φωτίζει, ἡ σελήνη διαγράφει τὴν τροχιά της, ὁ ἀέρας φωτίζεται, ὁ αἰθέρας θερμαίνεται καὶ οἱ ἄνεμοι πνέουν· τὰ βουνὰ στέκουν ὑψωμένα πρὸς τὰ πάνω, ἡ θάλασσα βγάζει κύματα, καὶ τὰ ζῶα τῆς βρίσκουν τροφή· ἡ γῆ, μένοντας ἀκίνητη, βγάζει καρπούς· ὁ ἄνθρωπος γεννιέται, ζεῖ καὶ στὸ τέλος πεθαίνει.
Γενικά, ὅλα τα δημιουργήματα παίρνουν ἀπ’ Αὐτὸν ψυχὴ καὶ κίνηση· ἡ φωτιὰ καίει,τὸ νερὸ δροσίζει, οἱ πηγὲς ἀναβλύζουν, οἱ ποταμοὶ πλημμυρίζουν, οἱ περίοδοι καὶ οἱ ἐποχὲς περνοῦν, οἱ βροχὲς πέφτουν, τὰ σύννεφα γεμίζουν, τὸ χαλάζι πέφτει, τὸ χιόνι καὶ οἱ κρύσταλλοι παγώνουν· τὰ πτηνὰ πετοῦν, τὰ ἑρπετὰ σέρνονται, τὰ ὑδρόβια κολυμποῦν, ἡ θάλασσα διαπλέεται, ἡ γῆ σπείρεται καὶ καρποφορεῖ στὸν καιρό της, τὰ φυτὰ αὐξάνουν· ἄλλα εἶναι τρυφερὰ κι ἄλλα γιὰ θερισμό· ἄλλα γερνοῦν καὶ μαραζώνουν· ἄλλα καταστρέφονται καὶ ἄλλα γίνονται καὶ φαίνονται. Ὅλα αὐτά, κι ἀκόμη περισσότερα, τὰ ὁποῖα ἀδυνατοῦμε λόγω τῆς πληθώρας τους νὰ τ’ ἀναφέρουμε, ὁ θαυμαστὸς καὶ θαυματουργὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ τὰ φωτίζει καὶ ζωοποιεῖ, τὰ κινεῖ μὲ τὸ νεῦμα του καὶ φροντίζει· δημιουργεῖ ἕνα κόσμο, χωρὶς ν’ ἀφήνει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς ἀόρατες δυνάμεις. Ἀκόμη κι αὐτές, ἐπειδὴ Αὐτὸς τὶς δημιούργησε, τὶς συμπεριλαμβάνει στὸ σύνολο· τὶς συγκρατεῖ καὶ ζωοποιεῖ πάλι μὲ τὴ δική του βούληση καὶ φροντίδα.
Καὶ κανένα δημιούργημα δὲν μπορεῖ ν’ ἀποτελέσει στοιχεῖο γιὰ ἀπιστία. Ὅπως δὲν χρειάζονται πολλὲς ἀποδείξεις γιὰ τὸ ὅτι τὸ σῶμα μὲ τὴ δική Του πρόνοια μεγαλώνει καὶ ἡ λογικὴ ψυχὴ κινεῖται καὶ μπορεῖ νὰ σκέφτεται καὶ νὰ ζεῖ· διότι αὐτὰ τὰ βλέπουμε μπροστὰ μας νὰ γίνονται. Ἔτσι, παρόμοια, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ μ’ ἕνα ἁπλὸ νεῦμα τοῦ κινεῖ καὶ συγκρατεῖ μὲ τὴ δύναμή του τὸν ὁρατὸ καὶ ἀόρατο κόσμο· μοιράζει σὲ κάθε δημιούργημα τὴν ἰδιαίτερη ἐνέργεια. Ἔτσι, οἱ ἀόρατες θεῖες δυνάμεις κινοῦνται πρὸς τὸ Θεό, ἐνῶ τὰ ὁρατὰ γιὰ νὰ τὰ βλέπουμε. Καὶ αὐτὸς ὁ Λόγος, ὁ ἄρχοντας, ὁ κυβερνήτης καὶ δημιουργὸς ὅλων των κτισμάτων, ἐργάζεται ὅλα αὐτὰ γιὰ τὴ δόξα καὶ γνώση τοῦ Θεοῦ Πατέρα Του. Μὲ μιὰ φράση, μὲ τὰ ἔργα τοῦ μᾶς διδάσκει καὶ λέει τὸ ἑξῆς: «Ὁ Δημιουργὸς φαίνεται ἀναλογικὰ ἀπὸ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῶν κτισμάτων».
Διότι, ὅπως ὅταν γυρίσουμε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ δοῦμε τὸ στολισμό του καὶ τὸ φῶς τῶν ἄστρων, ἀμέσως θυμούμαστε τὸ Λόγο ποὺ τὰ ἔφτιαξε καὶ ρυθμίζει· κατὰ παρόμοιο τρόπο, ὅταν σκεφτόμαστε τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὑποχρεωτικὰ ἀναλογιζόμαστε καὶ τὸν Θεὸ Πατέρα του· γιατί ἀπ’ Αὐτὸν προέρχεται καὶ δίκαια ὀνομάζεται διερμηνέας καὶ ἀγγελιαφόρος τοῦ Πατέρα του.
Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ συμπεράνουμε κι ἀπὸ τὰ δικά μας. Ὅταν ἀκοῦμε ἕναν ἀνθρώπινο λόγο, ἀναλογιζόμαστε τὴν πηγὴ ποὺ τὸν βγάζει, δηλαδὴ τὸ νοῦ· παρατηρώντας τὸν ἀνθρώπινο λόγο, βλέπουμε νὰ γίνεται γνωστὸς ὁ νοῦς μὲ τὴ σκέψη. Τὸ ἴδιο, ὅταν βλέπουμε τὴ δύναμη τοῦ Λόγου, μὲ πολὺ περισσότερη φαντασία καὶ ἀσύγκριτη ὑπεροχὴ ἀναλογιζόμαστε καὶ τὸν πανάγαθο Πατέρα του, ὅπως τὸ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Σωτήρας: «Ὅποιος βλέπει ἐμένα, βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Πατέρα μου».
Αὐτὰ καὶ ἡ θεόπνευστη Ἁγία Γραφὴ τὰ διδάσκει πιὸ φανερὰ καὶ μὲ μεγαλύτερη δύναμη. Ἀπὸ τὴ Γραφὴ πήραμε κι ἐμεῖς θάρρος καὶ σοῦ γράφουμε αὐτά. Καὶ σὺ ὅμως, μελετώντας τὴν, θὰ μπορέσεις νὰ πιστέψεις τὴν ἀλήθεια ὅσων λέμε. Διότι, ἕνας λόγος ποὺ βεβαιώνεται ἀπὸ ἀδιάψευστες πηγές, ἀποκτᾶ ἀκλόνητο κύρος.
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ προστάτευσε τὸν Ἰουδαϊκὸ λαὸ ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρεία, δίνοντας τὴν ἐντολή: «Δὲν θὰ κατασκευάσεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου εἴδωλο οὔτε κάποιο ὁμοίωμα ἐπουράνιου ἢ ἐπίγειου κτίσματος». Τὸ λόγο ἀπόρριψης τῶν εἰδώλων τὸν ἀναφέρει ἀλλοῦ, μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν εἶναι ἀνθρώπινα ἔργα ἀπὸ ἀσήμι καὶ χρυσάφι· ἔχουν στόμα, ἀλλὰ δὲ θὰ μιλοῦν· ἔχουν μάτια, ἀλλὰ δὲ θὰ βλέπουν· ἔχουν αὐτιά, ἀλλὰ δὲ θ’ ἀκοῦν· ἔχουν μύτες, ἀλλὰ δὲ θὰ ὀσφραίνονται· ἔχουν χέρια καὶ δὲ θὰ ψηλαφοῦν· ἔχουν πόδια καὶ δὲ θὰ περπατοῦν». Δὲν ἀπέκρυψε τὴ διδασκαλία γιὰ τὰ κτίσματα. Ἀλλά, ἐπειδὴ γνωρίζει τὴν ὀμορφιά τους, γιὰ νὰ μὴν παρασυρθοῦν ὁρισμένοι ἀπ’ αὐτήν, καὶ δὲν τὰ δοῦν ὡς δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ θεοποιήσουν, προστατεύει ἐκ τῶν προτέρων τους ἀνθρώπους μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Νὰ μὴν δεῖς τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη κι ὅλο τὸν οὐράνιο κόσμο καὶ ὁδηγηθεῖς στὴν πλάνη· νὰ μὴν λατρεύσεις ὡς θεοὺς αὐτὰ ποὺ χάρισε ὁ ἀληθινὸς Κύριος καὶ Θεὸς σ’ ὅλα τα ἔθνη ποὺ βρίσκονται κάτω ἀπ’τὸν οὐρανό».
Καὶ χάρισε αὐτὰ τὰ ἄστρα στοὺς ἀνθρώπους ὁ Θεός, ὄχι γιὰ νὰ τὰ θεοποιοῦν, ἀλλὰ νὰ βλέπουν οἱ λαοὶ τὴ λειτουργία τους καὶ νὰ ὁδηγοῦνται στὸ Δημιουργό των πάντων, ὅπως τὸ εἴπαμε. Ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς τὴν ἀρχαία ἐποχὴ γνώριζε τὴ διδασκαλία αὐτὴ καλύτερα ἀπὸ κάθε λαό· τὴ διδασκόταν ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ κτίσματα, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή. Γενικά, ἡ Ἁγία Γραφὴ ἀποσπᾶ τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴ πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ τὴν ἀσεβῆ μυθοπλασία καὶ τοὺς λέει: «(Λέει ὁ Θεός:) δὲν θὰ λατρεύεις ἄλλους θεοὺς ἐκτὸς ἀπὸ μένα».
Δὲν τοὺς ἐμποδίζει νὰ τοὺς ἔχουν θεούς, σὰν νὰ ὑπάρχουν κι ἄλλοι, ἀλλὰ νὰ μὴν ἀρνηθεῖ κάποιος τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἀρχίζει νὰ θεοποιεῖ τοὺς ἀνύπαρκτους θεούς· τέτοιοι εἶναι ἐκείνου ποὺ περιγράφουν οἱ ποιητὲς καὶ συγγραφεῖς ποὺ ἀποδείξαμε ὅτι δὲν εἶναι θεοί. Καὶ ἡ φράση ποὺ ἀναφέρεται στὸ μέλλον καὶ λέει «δὲν θὰ ἔχεις ἄλλους θεοὺς» δείχνει ὅτι αὐτοὶ δὲν εἶναι θεοί· διότι, αὐτὸ ποὺ λέει νὰ (μὴ) γίνει στὸ μέλλον, δὲν ἰσχύει οὔτε τότε ποὺ λέγονται αὐτὰ (στὸ παρόν).
Μήπως λοιπόν, ἀφοῦ ἀπέδειξε τὴν ἀθεΐα τῶν ἐθνικῶν καὶ εἰδωλολατρῶν, σιωπᾶ ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἄφησε ἁπλὰ στὴν τύχη τοὺς τοὺς ἀνθρώπους νὰ περιφέρονται χωρὶς νὰ ἔχουν τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ; Ὄχι βέβαια, ἀλλὰ προλαβαίνει καὶ τὴ σκέψη γιὰ κάτι τέτοιο, λέγοντας: «Ἄκουσε, Ἰσραήλ, ὁ Κύριος καὶ Θεός σου εἶναι ἕνας». Καὶ πάλι λέει: « Θ’ ἀγαπήσεις τὸν Κύριο καὶ Θεό σου μὲ ὅλη τὴν καρδιὰ καὶ μ’ ὅλη τὴ δύναμή σου»· καὶ ἀκόμη: «Θὰ προσκυνᾶς τὸν Κύριο καὶ Θεό σου, καὶ αὐτὸν μόνο θὰ λατρεύεις καὶ σ’ Αὐτὸν θὰ εἶσαι προσκολημμένος».
Αὐτὰ ποὺ λέμε τώρα ἀρκοῦν γιὰ ν’ ἀποδείξουν ἀξιόπιστό το λόγο ὅτι ἡ φροντίδα τοῦ Λόγου μὲ κάθε τρόπο γιὰ ὅλα διακηρύσσεται ἀπ’ ὅλη τὴν Ἁγία Γραφή· τὸ λένε καὶ οἱ θεόπνευστοι προφῆτες: «Ἐσὺ ὁ Θεὸς ἔβαλες τὸ θεμέλιό της γῆς καὶ μένει στέρεη· μὲ τὴν ἐντολή σου ὑπάρχει ἡ ἡμέρα». Καὶ ἀλλοῦ λέει: «Δοξολογεῖστε τὸ Θεὸ μὲ ὄργανα, διότι στερέωσε τὸν οὐρανὸ στὰ σύννεφα· καλύπτει τὴ γῆ μὲ βροχὲς καὶ φυτρώνει στὰ βουνὰ χορτάρι καὶ χλόη, γιὰ νὰ ἐξυπηρετεῖ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ δίνει τροφὴ στὰ ζῶα». Ποιὸς τὰ δίνει ὅλα αὐτὰ παρὰ ὁ Δημιουργός τους; Αὐτὸς ποὺ τὰ δημιούργησε Αὐτὸς ἀσφαλῶς προνοεῖ καὶ γι’ αὐτὰ ὅλα. Καὶ ποιὸς ἄλλος εἶναι αὐτὸς παρὰ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ σ’ ἄλλο ψαλμὸ λέει: «Μὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου στερεώθηκαν οἱ οὐρανοὶ καὶ μὲ τὸ φύσημα τῆς πνοῆς Τοῦ ἀποκτοῦν τὴ δύναμή τους»;
Ὅλα ἔγιναν ἀπ’ Αὐτὸν καὶ γι’ Αὐτὸν ὁμιλοῦν· μὲ τὰ λόγια αὐτὰ πείθει καὶ μᾶς ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγοντας: «Αὐτὸς εἶπε καὶ ἔγιναν· Αὐτὸς ἔδωσε ἐντολὴ καὶ δημιουργήθηκαν». Τὸ βεβαιώνει καὶ τὸ ἐξηγεῖ ἐπίσης ὁ μεγάλος Μωϋσῆς στὴ διήγηση τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ὅπου λέει: «Καὶ εἶπε ὁ Θεός· ἃς φτιάξουμε τὸν ἄνθρωπο ν’ ἀποτελεῖ δική μας (τῆς Ἁγίας Τριάδος) εἰκόνα καὶ νὰ μᾶς μοιάζει». Στὴ ἀρχὴ τῆς δημιουργίας τοῦ οὐρανοῦ, τῆς γῆς καὶ ὅλου του σύμπαντος εἶπε ὁ Πατέρας στὸν Υἱό: «Νὰ δημιουργηθεῖ ὁ οὐρανός, νὰ συναχθοῦν τὰ νερὰ καὶ νὰ φανεῖ ἡ ξηρά· νὰ βγάλει ἡ γῆ κάθε εἶδος χόρτου καὶ ζώου».
Ἀπ’ ὅλα αὐτὰ θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ κατηγορήσει τοὺς Ἰουδαίους ὅτι δὲν ἑρμηνεύουν σωστὰ τὶς Γραφές. Θὰ τοὺς ρωτοῦσε κάποιος: σὲ ποιὸν μιλοῦσε ὁ Θεὸς καὶ ἔδινε προσταγές; Ἂν ἀπευθυνόταν στὰ κτίσματα ποὺ γίνονταν, ἦταν περιττὸς ὁ λόγος· διότι δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη, ἐπρόκειτο νὰ γίνουν· καὶ κανεὶς δὲν μιλάει σὲ κάτι ἀνύπαρκτο οὔτε δίνει διαταγὲς γιὰ νὰ γίνει σ’ αὐτὸ ποὺ ἀκόμη δὲν ἔχει γίνει. Ἂν ὁ Θεὸς ἔδινε ἐντολὲς σ’ αὐτὰ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνουν, ἔπρεπε νὰ λέει: Δημιουργήσου οὐρανέ, γίνε γῆ, βγὲς χορτάρι καὶ φτιάξου ἄνθρωπε. Τώρα ὅμως δὲν κάνει κάτι τέτοιο, ἀλλὰ προστάζει λέγοντας: «Ἃς δημιουργήσουμε τὸν ἄνθρωπο κι ἃς βγεῖ ἡ χλόη». Ἀπ’ ὂλ’ αὐτὰ προκύπτει ὅτι ὁ Θεὸς συνομιλεῖ γι’ αὐτὰ μὲ κάποιον κοντινό του. Κατ’ ἀνάγκη ὑπῆρχε κάποιος συνεργάτης του μὲ τὸν ὁποῖο συνομιλοῦσε καὶ τὰ δημιουργοῦσε ὅλα.
Ποιὸς ἄλλος εἶναι αὐτὸς παρὰ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ; Μὲ ποιὸν ἄλλο ἀπὸ τὸ Λόγο τοῦ συνομιλεῖ ὁ Θεός; Ποιὸς ἄλλος συνυπῆρχε μὲ τὸ Θεὸ ὅταν ἔφτιαχνε κάθε κτίσμα παρὰ ἡ Σοφία τοῦ (ὁ Λόγος), ποὺ λέει: «Ὅταν ἔκανε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ ἤμουν παρὼν κι ἐγώ»; Μὲ τὸ ὄνομα οὐρανὸς καὶ γῆ περιλαμβάνει ὅλα τα δημιουργήματα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς.
Συνυπάρχοντας ὡς Σοφία καὶ βλέποντας ὡς Λόγος τὸν Πατέρα, δημιουργοῦσε τὸ σύμπαν, τὸ στερέωνε καὶ τὸ φρόντιζε. Μὲ τὸ νὰ εἶναι ἡ δύναμη τοῦ Πατέρα, δίνει τὴν ἰσχὺ τῆς ὕπαρξης στὰ ὄντα· καὶ τὸ λέει ὁ Σωτήρας: «Ὅλα ὅσα βλέπω νὰ κάνει ὁ Πατέρας, κάνω κι ἐγὼ τὰ ἴδια». Καὶ οἱ ἅγιοι μαθητὲς τοῦ διδάσκουν ὅτι ἀπ’ αὐτὸν καὶ γι’ αὐτὸν ἔγινα ὅλα· ὅτι ὁ Υἱὸς γεννήθηκε πανάγαθος ἀπὸ πανάγαθο Πατέρα καὶ ἀποτελεῖ ἀληθινὸ γιό του· εἶναι ἡ δύναμη, ἡ σοφία καὶ ὁ Λόγος τοῦ Πατέρα. Αὐτὰ ὅλα ὁ Υἱὸς δὲν τὰ ἔχει ἀπὸ μετοχὴ οὔτε προστέθηκαν ἀπέξω, ὅπως συμβαίνει μ’ αὐτοὺς ποὺ συμμετέχουν σ’ Αὐτὸν καὶ παίρνουν σοφία ἀπ’ Αὐτὸν καὶ γίνονται δυνατοὶ καὶ λογικοί. Ἀλλά, Αὐτὸς εἶναι ἡ ἴδια ἡ σοφία, ὁ ἴδιος ὁ λόγος καὶ ἡ ἴδια ἡ δύναμη τοῦ Πατέρα· εἶναι τὸ ἴδιο το φῶς, ἡ αὐτοαλήθεια, ἡ ἴδια ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀρετή. Γενικά, εἶναι ὁ χαρακτήρας, τὸ ἀπαύγασμα, ἡ εἰκόνα τοῦ Πατέρα. Καὶ γιὰ νὰ συνοψίσω, ἀποτελεῖ τὸν τέλειο καρπὸ τοῦ Πατέρα, ὁ μοναδικὸς Υἱός του, ἡ ἀπαράλλακτη εἰκόνα τοῦ Πατέρα.
Ποιός, λοιπόν, θὰ μποροῦσε νὰ μετρήσει τὸν Πατέρα, γιὰ νὰ βρεῖ καὶ τὶς δυνάμεις τοῦ Λόγου του; Διότι, ὅπως εἶναι Λόγος καὶ σοφία τοῦ Πατέρα, ἔτσι συγκαταβατικὰ πρὸς τὰ δημιουργήματα, γίνεται, γιὰ νὰ γνωρίσουμε καὶ ὁδηγηθοῦμε πρὸς τὸν Πατέρα, αὐτοαγιασμός, αὐτοζωή, θύρα, ποιμένας καὶ ὁδός· γίνεται βασιλιάς, κυβερνήτης, σωτήρας καὶ χορηγὸς ζωῆς, φῶς καὶ φροντίδα γιὰ ὅλους.
Ἔχοντας λοιπὸν ὁ Θεὸς Πατέρας ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοῦ τέτοιο ἀγαθὸ καὶ δημιουργὸ Υἱό, δὲν τὸν ἀπέκρυψε ἀπὸ τὰ δημιουργήματα. Ἀλλά, κάθε μέρα τὸν φανερώνει σὲ ὅλουε, διότι μ’ αὐτὸν δίνει ζωὴ καὶ ὕπαρξη σὲ ὅλους. Μ’ αὐτὸν καὶ μέσω αὐτοῦ ἀποκαλύπτει τὸν ἑαυτὸ τοῦ ὁ Πατέρας, ὅπως τὸ λέει καὶ ὁ Σωτήρας Χριστός: «Ἐγὼ εἶμαι μὲ τὸν Πατέρα καὶ ὁ Πατέρας μὲ μένα». Ὥστε ὑποχρεωτικὰ ὁ Υἱὸς Λόγος εἶναι μὲ τὸν Πατέρα ποὺ τὸν γέννησε (ἀΐδια) καὶ ὁ γεννημένος Υἱὸς ζεῖ αἰώνια μὲ τὸν Πατέρα. Ἐνῶ αὐτὰ ἔτσι ἔχουν καὶ τίποτε δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπ’ Αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ ὅλα τα ὅσα κατοικοῦν σ’ αὐτοὺς ἐξαρτῶνται ἀπ’ Αὐτόν· δυστυχῶς, ἄνθρωποι παράφρονες ἀρνήθηκαν τὴ γνώση καὶ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ λάτρεψαν τὰ ἀνύπαρκτα ἀντὶ τὸν ὄντως ὑπάρχοντα. Ἀντὶ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ θεοποίησαν ψεύτικα ὄντα· «λάτρεψαν τὰ κτίσματα καὶ ὄχι τὸ δημιουργό τους»· ἔφτασαν σὲ ἀνόητη κατάσταση καὶ ἀσέβεια. Διότι αὐτὸ μοιάζει μὲ τὸ νὰ θαυμάζει κανεὶς τὰ καλλιτεχνήμτα καὶ ὄχι τὸν καλλιτέχνη τους· νὰ ἐκπλήσσεται ἀπὸ τὰ κτίσματα μιᾶς πόλης, ἀλλὰ νὰ περιφρονεῖ τὸ δημιουργό τους. Ή, ὅπως ὅταν κάποιος ἐπαινεῖ ἕνα μουσικὸ ὄργανο ἀλλ’ ἀπορρίπτει αὐτὸν ποὺ τὰ ἔφτιαξε καὶ συνάρμοσε. Ἀνόητοι καὶ τυφλωμένοι! Διότι, πῶς θὰ γνώριζαν ἕνα κτίσμα ἢ πλοῖο ἢ λύρα, ἂν δὲν τὸ ἔφτιαχνε ὁ ναυπηγὸς ἢ δὲν τὸ οἰκοδομοῦσε ὁ ἀρχιτέκτονας ἢ δὲν συνέθετε ὁ μουσικός;
Ὅπως, λοιπόν, αὐτὸς ποὺ σκέφτεται αὐτὰ εἶναι ἀνόητος καὶ ξεπερνᾶ κάθε παρανοϊκότητα, ἔτσι μου φαίνεται ὅτι δὲν εἶναι καλὰ στὸ μυαλὸ ὅσοι ἀρνοῦνται τὸ Θεὸ Πατέρα καὶ δὲν λατρεύουν τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο του, τὸν Σωτήρα ὅλων Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς Πατέρας διαρρυθμίζει, συγκρατεῖ καὶ προνοεῖ γιὰ ὅλα.
Σ’ αὐτὸν νὰ ἔχεις πίστη καὶ εὐσέβεια, φιλοχρίστε ἀναγνώστη. Νὰ χαίρεσαι καὶ νὰ ἐλπίζεις ὅτι καρπὸς τῆς πίστης καὶ λατρείας τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀθανασία καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀρκεῖ ἡ ψυχὴ νὰ εἶναι στολισμένη μὲ τὴν τήρηση τῶν δικῶν τοῦ ἐντολῶν. Καὶ ὅπως τὸ βραβεῖο γι’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ἔτσι καὶ ὅσους βαδίζουν τὸν ἀντίθετο καὶ ὄχι τὸν ἐνάρετο δρόμο, τοὺς περιμένει μεγάλη ντροπὴ καὶ ἀσυγχώρητος κίνδυνος καταδίκης τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως· διότι, παρόλο ποὺ γνώρισαν τὸν ἀληθινὸ τρόπο ζωῆς, ἔπραξαν ἀντίθετά των ὅσων γνώρισαν.

πηγή