“Κανείς ἃς μὴ σᾶς κατακρίνει, δείχνοντας δῆθεν ταπεινοφροσύνη”, λέει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος.Ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ οἰκείωση τοῦ φρονήματος τοῦ Χριστοῦ, “ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ ἦταν Θεός, …τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα καὶ πῆρε μορφὴ δούλου, ἔγινε ἄνθρωπος, καὶ ὄντας πραγματικὸς ἄνθρωπος, ταπεινώθηκε θεληματικά, ὑπακούοντας μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικού”.Ἡ ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ διάκριση, ποὺ ἀποτελεῖ δῶρο Θεοῦ, ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος στὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.

Ὑπάρχει και αυτόβουλη ταπεινοφροσύνη. Αὐτὴ εἶναι ἐφεύρημα ψυχῆς φιλόδοξης, ψυχῆς πλανεμένης καὶ αὐταπατημένης, ψυχῆς ποὺ κολακεύει τὸν ἑαυτό της καὶ ζητάει τὴν κολακεία τοῦ κόσμου, ψυχῆς ποὺ ὁλοκληρωτκᾶ προσηλώθηκε στὶς ἐπίγειες ἐπιτυχίες καὶ ἀπολαύσεις, ψυχῆς ποὺ λησμόνησε τὴν αἰωνιότητα καὶ τὸν Θεό.
Ἡ αὐτόβουλη, ἡ ἐπινοημένη, ἡ πλαστὴ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἕνα σύνολο ἀναρίθμητων καὶ ποικίλων τεχνασμάτων, μὲ τὰ ὁποῖα ἡ ἀνθρώπινη ὑπερηφάνεια προσπαθεῖ νὰ ὑποκλέψει τὴ δόξα τῆς ταπεινοφροσύνης ἀπὸ τὸν τυφλωμένο κόσμο, τὸν κόσμο ποὺ ἀγαπᾶ τὰ δικά του, τὸν κόσμο ποὺ ἐγκωμιάζει τὸ ἐλάττωμα, ὅταν αὐτὸ καλύπτεται πίσω ἀπὸ τὸ προσωπεῖο τῆς ἀρετῆς, τὸν κόσμο ποὺ μισεῖ τὴν ἀρετή, ὅταν αὐτὴ παρουσιάζεται μπροστά του μὲ τὴ θεία ἁπλότητά της, μὲ τὴν ἁγία καὶ σταθερὴ ὑποταγὴ στὸ Εὐαγγέλιο.
Τίποτα δὲν εἶναι τόσο ἐνάντιο στὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ ὅσο ἡ αὐθαίρετη ταπεινοφροσύνη, ποὺ ἀπορρίπτει τὸν ζυγὸ τῆς ὑπακοῆς στὸν Κύριο καὶ ὑπηρετεῖ τὸν σατανᾶ, φορώντας τὸν μανδύα τῆς ὑπηρεσίας τοῦ Θεοῦ.
Ἂν κοιτάζουμε ἀκατάπαυστα τὴν ἁμαρτωλότητά μας, ἂν προσπαθοῦμε νὰ παρατηροῦμε κάθε τῆς ὄψη, δὲν θὰ βροῦμε μέσα μας καμιὰν ἀρετή, οὔτε τὴν ταπεινοφροσύνη.
Ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση κρύβει τὴν ἀληθινὴ ἀρετή, ὅπως μιὰ σεμνὴ κόρη κρύβει τὴν ὀμορφιὰ τῆς μ’ ἕνα κάλυμμα, ὅπως τὰ “ἅγια των ἁγίων” κρύβονταν ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸ καταπέτασμα.
Ἡ ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη εἶναι ὁ χαρακτήρας τοῦ Εὐαγγελίου, τὸ ἦθος τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ λογική του Εὐαγγελίου.
Ἡ ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη εἶναι θεϊκὸ μυστήριο, μυστήριο ἀσύλληπτο ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ. Ὄντας ὕψιστη σοφία, φαίνεται παράλογη στὴ σαρκικὴ διάνοια.
Τὸ θεϊκὸ μυστήριο τῆς ταπεινώσεως τὸ ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος Ἰησοῦς στοὺς πιστοὺς μαθητές Του, σ’ ἐκείνους ποὺ κάθονται κοντὰ στὰ πόδια Του καὶ ἀκοῦνε μὲ προσοχὴ τὰ σωτήρια λόγια Του. Μὰ
κι ὅταν αὐτὸ ἀποκαλυφθεῖ, παραμένει κρυφό. Η ταπείνωση εἶναι ἀνεξήγητη μὲ τὰ λόγια καὶ τὴ γλώσσα τῆς γῆς. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἀπρόσιτη στὸν σαρκικὸ λογισμό. Προσιτή γίνεται μόνο στὸν πνευματικὸ λογισμό. Ὡστόσο, κι ὅταν γίνεται προσιτή, οὐσιαστικὰ παραμένει ἀπρόσιτη.
Ἡ ταπείνωση εἶναι ζωὴ οὐράνια πάνω στὴ γῆ.
Ἡ θαυμαστὴ καὶ εὐλογημένη θέα τῶν μεγαλείων του Θεοῦ καὶ τῶν ἀναρίθμητων εὐεργεσιῶν Του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἡ μακάρια γνώση τοῦ Λυτρωτῆ καὶ ἡ διακονία Του μὲ αὐτοθυσία, ἡ ἀναγνώριση τῆς καταστροφικῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους – νὰ τὰ ἀόρατα γνωρίσματα τῆς ταπεινώσεως, νὰ οἱ προθάλαμοι τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ ἀνακτόρου ποὺ ἔχτισε ὁ Θεάνθρωπος.
Ἡ ταπείνωση δὲν αἰσθάνεται ταπεινή. Ἀπεναντίας, βλέποντας μέσα της ὑπερβολικὸ ἐγωισμό, ψάχνει ἐπίμονα νὰ βρεῖ ὅλα τα κλαδιά του. Καὶ ὅσο ψάχνει, τόσο διαπιστώνει ὅτι πρέπει ν’ ἀγωνιστεῖ γιὰ πολὺ ἀκόμα.
Ὁ σημειοφόρος καὶ πνευματοφόρος οσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ποὺ ἐπονομάστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Μεγας για τὶς μεγάλες ἀρετές του, ἰδαίτερα γιὰ τὴ βαθιά του ταπείνωση, λέει σὲ μίαν ἀπὸ τὶς ὑψηλές, τὶς ἅγιες, τὶς πνευματικὲς πραγματικὰ ὁμιλίες του ὅτι ἀκόμα κι ἕνας καθαρός, ἀκόμα κι ἕνας τέλειος, θὰ λέγαμε, ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τὴν τάση πρὸς τὴν ἔπαρση. Αὐτὸς ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ ὄχι μόνο ἔφτασε ὁ ἴδιος στὴν πιὸ ὑψηλὴ βαθμίδα τῆς χριστιανικῆς τελειότητας, ἀλλὰ καὶ γνώρισε στὰ χρόνια του, χρόνια πλήθους ἁγίων, τὸν πιὸ μεγάλο ὅσιο, τὸν Μέγα Ἀντώνιο. Βεβαίωσε, ὡστόσο, ὅτι δὲν γνώρισε κανέναν ἄνθρωπο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ὀνομαστεῖ τέλειος μ’ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως.
Ἡ ψεύτικη ταπείνωση αἰσθάνεται ταπεινή. Καὶ εἶναι ἀστεῖο, συνάμα καὶ θλιβερό, νὰ εὐχαριστιέται μ’ αὐτὴ τὴν ἀπατηλὴ καὶ ψυχοφθόρα αἴσθηση.
Ὁ σατανᾶς μεταμφιέζεται σὲ ἄγγελο φωτός. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ σατανᾶ μεταμφιέζονται σὲ ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ. Ἡ διδασκαλία τοῦ σατανᾶ παρουσιάζεται σὰν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἀπατηλὲς καὶ πλανερὲς καταστάσεις ποὺ προκαλοῦνται ἀπὸ τὸν σατανᾶ, παρουσιάζονται σὰν πνευματικὲς καὶ εὐλογημένες καταστάσεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν Χριστό. Η ὑπερηφάνεια καὶ ἡ κενοδοξία ποὺ ἐμπνέονται ἀπὸ τὸν σατανᾶ, δημιουργοῦν στὸν ἄνθρωπο τὴν αὐταπάτη ὅτι ἀποτελοῦν τὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ.
Ἄχ! Ποὺ κρύβονται ἀπὸ τοὺς δύστυχους ὀνειροπόλους, ποὺ εἶναι ἀλήθεια ἱκανοποιημένοι μὲ τὴν κατάσταση τῆς αὐταπάτης τους καὶ δὲν σκέφτονται παρὰ τὴν ἀπόλαυση καὶ τὴν εὐδαιμονία, ποὺ κρύβονται ἀπ’ αὐτοὺς τὰ λόγια τοῦ Σωτήρα, “Μακάριοι ἐσεῖς ποὺ τώρα κλαῖτε…, μακάριοι ἐσεῖς ποὺ τώρα πεινᾶτε…, ἀλίμονο σ’ ἐσὰς ποὺ τώρα εἶστε χορτάτοι…, ἀλίμονο σ’ ἐσὰς ποὺ τώρα γελάτε”.
Κοίταξε μὲ προσοχή, κοίταξε δίχως ἐμπάθεια τὴν ψυχή σου, ἀγαπητέ μου ἀδελφέ! Δὲν εἶναι προτιμότερη γι’ αὐτὴν ἡ μετάνοια ἀπὸ τὴν ἡδονή; Δὲν εἶναι προτιμότερο γι’ αὐτὴν τὸ κλάμα πάνω στὴ γῆ, τὴν κοιλάδα τῶν θλίψεων τὴν προορισμένη ἀκριβῶς γιὰ τὸν θρῆνο, ἀπὸ τὶς ἄκαιρες, τὶς ἀπατηλές, τὶς ἄπρεπες, τὶς ὀλέθριες ἀπολαύσεις;
Ἡ μετάνοια καὶ τὸ πένθος γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου ἀποτελοῦν προϋποθέσεις τῆς αἰώνιας μακαριότητάς σου – εἶναι γνωστό, εἶναι ἀναμφισβήτητο, εἶναι βεβαιωμένο ἀπὸ τὸν Κύριο. Βυθίσου σ’ αὐτὲς τὶς ἅγιες καταστάσεις σταθερὰ καὶ μόνιμα. Μη ζητὰς τὶς ἀπολαύσεις, μὴν εὐφραίνεσαι μ’ αὐτές, μὴν ἱκανοποιεῖσαι μ’ αὐτές, μὴν ἐξαλείφεις μ’ αὐτὲς τὴν εὐλογημένη πείνα καὶ δίψα τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, τὴν εὐλογημένη καὶ σωτήρια λύπη τῆς ψυχῆς σου γιὰ τὴ ἁμαρτωλότητά της.
Ἡ πείνα καὶ ἡ δίψα τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ εἶναι οἱ μάρτυρες τῆς συναισθήσεως τῆς πνευματικῆς φτώχειας. Το πένθος εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ταπεινώσεως, εἶναι ἡ φωνή της. Ἡ ἀπουσία τοῦ πένθους, ἡ ἀπουσία πνευματικῆς ζωῆς, ὁ χορτασμὸς καὶ ἡ ἀπόλαυση φανερώνουν τὴν ὑπερηφάνεια τῆς καρδιᾶς.
Νὰ φοβᾶσαι μὴν τυχόν, γιὰ τὴν κούφια καὶ ἀπατηλὴ ἀπόλαυση, κληρονομήσεις τὴν αἰώνια συμφορά, ὅπως προειδοποίησε ὁ Θεός, ὅσους χορταίνουν τώρα ἑκούσια, ἐνάντια στὸ θέλημά Του.
Ἡ κενοδοξία καὶ τὰ παιδιά της, δηλαδὴ οἱ ψεύτικες πνευματικὲς ἀπολαύσεις, ποὺ ἐνεργοῦν μέσα στὴν ψυχὴ δίχως νὰ διαποτίζονται μὲ τὴν μετάνοια, δημιουργοῦν ἕνα φάντασμα ταπεινώσεως. Αὐτὸ τὸ φάντασμα ἀντικαθιστᾶ στὴν ψυχὴ τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση. Τὸ φάντασμα τῆς ἀλήθειας, τὸ ὁποῖο στὸ ὄνομά της ἐγκαταστάθηκε στὸ ναὸ τῆς ψυχῆς, φράζει στὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια ὅλες τὶς εἰσόδους τοῦ πνευματικοῦ αὐτοῦ ναοῦ.
Ἀλίμονό σου, ψυχή μου, θεοπλαστὲ ναὲ τῆς ἀλήθειας! Μὲ τὸ νὰ δέχεσαι μέσα σου τὸ φάντασμα τῆς ἀλήθειας, μὲ τὸ νὰ προσκυνᾶς τὸ ψέμα ἀντὶ γιὰ τὴν ἀλήθεια, γίνεσαι εἰδωλολάτρισσα!
Στὸ εἰδωλεῖο στάθηκε τὸ εἴδωλο: ἡ ψευδοταπείνωση. Η ψευδοταπείνωση εἶναι ἡ πιὸ φρικτὴ μορφὴ ὑπερηφάνειας. Αν μὲ τόση δυσκολία διώχνει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μέσα του τὴν ὑπερηφάνεια, ὅταν τὴν ἀναγνωρίζει ὡς ὑπερηφάνεια, πῶς θὰ τὴν διώξει ὅταν τοῦ φαίνεται σὰν ταπείνωση;
Σ’ αὐτὸ τὸ εἰδωλεῖο βρίσκεται τὸ θλιβερὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως! Ἐκεῖ ψάλλονται ὕμνοι ποὺ εὐφραίνουν τὸν ἅδη. Ἐκεῖ οἱ λογισμοὶ καὶ τὰ αἰσθήματα γεύονται τὰ ἀπαγορευμένα εἰδωλόθυτα καὶ πίνουν κρασὶ ἀνακατεμένο μὲ θανατηφόρο δηλητήριο. Ἐκεῖ κατοικοῦν εἴδωλα, ἀκάθαρτα δαιμόνια, γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο ἡ θεία χάρη καὶ τὰ πνευματικὰ χαρίσματα δὲν πλησιάζουν, μὰ καὶ καμιὰ ἀληθινὴ ἀρετὴ ἢ εὐαγγελικὴ ἐντολή.
Ἡ ψεύτικη ταπείνωση τυφλώνει τόσο τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν κάνει ὄχι μόνο νὰ πιστεύει καὶ νὰ ὑπαινίσσεται, ὅταν μιλᾶ στοὺς ἄλλους, πὼς εἶναι ταπεινός, ἀλλὰ καὶ ἀνοιχτὰ νὰ τὸ λέει καὶ δυνατὰ νὰ τὸ κυρήσσει. Σκληρά μᾶς ἐμπαίζει τὸ ψέμα, ὅταν ἐμεῖς, ἀπατημένοι ἀπ’ αὐτό, τὸ παίρνουμε γιὰ ἀλήθεια.
Ἡ μακάρια ταπείνωση εἶναι ἀόρατη, ὅπως ἀόρατος εἶναι καὶ ὁ χορηγός της Θεός. Είναι σκεπασμένη μὲ τὴ σιωπή, τὴν ἁπλότητα, τὴν εἰλικρίνεια, τὴ φυσικότητα, τὴν ἐλευθερία.
Ἡ ψεύτικη ταπείνωση συνοδεύεται πάντοτε ἀπὸ τὴν προσποίηση καὶ τὴν ἐξωστρέφεια, μὲ τὴν ὁποία αὐτοδιαφημίζεται. Ἡ ψεύτικη ταπείνωση ἀγαπᾶ τοὺς θεατρινισμούς, μ’ αὐτοὺς ἀπατᾶ καὶ αὐταπατᾶται.
Ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ντυμένη μὲ χιτώνα ἄρραφο, μὲ τὸ πιὸ ἁπλὸ ἔνδυμα. Μ’ αὐτὸ τὸ ἔνδυμα δὲν ἀναγνωρίζεται καὶ δὲν γίνεται ἀντιληπτὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ ταπείνωση εἶναι ἅγιος καρδιακὸς θησαυρός, εἶναι ἀνώνυμη καρδιακὴ ἰδιότητα, εἶναι θεία συνήθεια, ποὺ γεννιέται ἀνεπαίσθητα στὴν ψυχὴ ἀπὸ την τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν.
Ἡ ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης ἐνεργεῖ ὅπως τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας. Ὅσο συγκεντρώνει φθαρτοὺς θησαυροὺς ὁ φιλάργυρος, τόσο κυριεύεται ἀπὸ τὴν ἀπληστία, ὅσο πιὸ πλούσιος γίνεται, τόσο πιὸ φτωχὸς αἰσθάνεται. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ταπεινὸ ἄνθρωπο: Ὅσο περισσότερο πλουτίζει σὲ ἀρετὲς καὶ θεία χαρίσματα, τόσο πιὸ φτωχὸς πνευματικά, τόσο πιὸ τιποτένιος αἰσθάνεται. Είναι φυσικό. Ο ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει γευθεῖ τὸ ὕψιστο οὐράνιο καλό, θεωρεῖ πολύτιμά τα δικά του καλά, τὰ μολυσμένα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει γευθεῖ τὸ ἁγιοπνευματικό, τὸ θεῖο καλό, βλέπει πὼς δὲν ἔχουν καμίαν ἀξία τὰ δικά του καλά, ποὺ εἶναι συνενωμένα μὲ τὸ κακό.
Πολύτιμο εἶναι γιὰ τὸν ζητιάνο τὸ σακὶ μὲ τὰ χάλκινα νομίσματα, ποὺ μάζεψε μὲ πολὺ κόπο ἔπειτα ἀπὸ πολλὰ χρόνια. Ὅταν, ὅμως, ἕνας πλούσιος του προσφέρει θησαυρὸ ἀμύθητο ἀπὸ χρυσὰ νομίσματα, τὸ σακὶ μὲ τὰ χάλκινα νομίσματα τὸ πετὰ περιφρονητικὰ σὰν περιττὸ βάρος.
Ὁ δίκαιος καὶ πολύπαθος Ἰώβ, μετὰ τὴν παροιμιώδη ὑπομονὴ ποὺ ἔδειξε στὶς φοβερές του δοκιμασίες, ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν Θεό. “Πρωτύτερα Σὲ γνώριζα μονάχα ἀπ’ ὅσα εἶχα ἀκουστὰ γιὰ Σένα, μὰ τώρα Σὲ εἶδα μὲ τὰ μάτια μού”, Τοῦ εἶπε σὲ μίαν ὡραία προσευχή του. Και ποιος ἦταν ὁ καρπὸς τῆς θεοπτίας στὴν ψυχὴ τοῦ δικαίου; Ἡ ταπείνωση: “Γι’ αὐτὸ περιφρόνησα τὸν ἑαυτό μου, ἕλιωσα (ἀπὸ καρδιακὴ συντριβή), αἰσθάνομαι σὰν χῶμα καὶ στάχτη”.
Θέλεις ν’ ἀποκτήσεις ταπείνωση; Τήρησε τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές. Έτσι θὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν καρδιά σου καὶ θὰ ἑνωθεῖ μαζί της ἡ ἁγία ταπείνωση, ἡ ταπείνωση τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀρχὴ τῆς ταπεινώσεως εἶναι ἡ συναίσθηση τῆς πνευματικῆς φτώχειας. Μέσα τῆς εἶναι ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ. Τέλος καὶ τελείωσή της εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό.
Ἡ ταπείνωση ποτὲ δὲν ὀργίζεται, ποτὲ δὲν ζητάει τὴν ἐπιδοκιμασία τῶν ἀνθρώπων, ποτὲ δὲν παραδίνεται στὴν θλίψη, ποτὲ καὶ τίποτα δὲν φοβᾶται.
Μπορεῖ, ἀλήθεια, νὰ παραδοθεῖ στὴ θλίψη ἐκεῖνος ποῦ προκαταβολικὰ θεώρησε τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἄξιο γιὰ κάθε θλίψη; Μπορεῖ, ἀλήθεια, νὰ φοβηθεῖ τὶς συμφορὲς ἐκεῖνος ποῦ προκαταβολικὰ αὐτοκαταδικάστηκε σὲ συμφορές, ἐκεῖνος ποῦ βλέπει τὶς συμφορὲς σὰν μέσο σωτηρίας;
Οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ἀγαποῦν τὰ λόγια τοῦ συνετοῦ ληστῆ, ποὺ ἦταν σταυρωμένος κοντὰ στὸν Κύριο, καὶ τὰ ἐπαναλαμβάνουν στὶς θλίψεις τους: “Τιμωρούμαστε δίκαια γι’ αὐτὰ ποὺ κάναμε… Θυμήσου μας, Κύριε, στὴ βασιλεία Σού”. Κάθε θλίψη τὴν ἀντιμετωπίζουν μὲ τὴ συναίσθηση πὼς εἶναι ἄξιοι γι’ αὐτήν.
Ἡ οὐράνια εἰρήνη ἔρχεται στὶς καρδιὲς τοὺς χάρη στὰ ταπεινά τους λόγια καὶ αἰσθήματα. Αὐτὴ ἡ εἰρήνη προσφέρει τὸ ποτήρι τῆς παρηγοριᾶς καὶ στὸν ἄρρωστο καὶ στὸν φυλακισμένο καὶ στὸν κατατρεγμένο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ στὸν πληγωμένο ἀπὸ τοὺς δαίμονες.
Τὸ ποτήρι τῆς παρηγοριᾶς προσφέρεται μὲ τὰ χέρια τῆς ταπεινώσεως καὶ σ’ ἐκεῖνον ποὺ εἶναι καρφωμένος σὲ σταυρό. Ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ τοῦ προσφέρει μόνο “ξύδι ἀνακατεμένο μὲ χολή”.
Ὁ ταπεινὸς εἶναι ἀνίκανος νὰ αἰσθανθεῖ κακία καὶ μίσος. Ἐχθροὺς δὲν ἔχει. Ἂν ἀδικηθεῖ ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο, αὐτὸν τὸν βλέπει σὰν ὄργανο τῆς δικαιοκρισίας ἢ τῆς πρόνοιας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ταπεινὸς παραδίνει ὁλοκληρωτκὰ τὸν ἑαυτό του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ο ταπεινὸς ζεῖ ὄχι αὐτονομημένος ἀλλὰ μαζὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐξαρτημένος ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ ταπεινὸς δὲν γνωρίζει τὴν ἔπαρση, γι’ αὐτὸ πάντοτε ζητάει τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀδιάλλειπτα προσεύχεται.
Τὸ καρπερὸ κλαδὶ γέρνει πρὸς τὴν γῆ, λυγίζοντας κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν πολλῶν καρπῶν του. Τὸ ἄκαρπο κλαδὶ ὑψώνεται πρὸς τὰ πάνω, αὐξάνοντας τὰ ἄκαρπα βλαστάρια του.
Ψυχὴ πλούσια σὲ εὐαγγελικὲς ἀρετές, βυθίζεται ὅλο καὶ πιὸ πολὺ στὴν ταπείνωση. Στὰ βάθη αὐτῆς τῆς νοητῆς θάλασσας βρίσκει πολύτιμα μαργαριτάρια, τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι πιστὸ γνώρισμα ἀνθρώπου κούφιου, γνώρισμα δούλου τῶν παθῶν, γνώρισμα ψυχῆς στὴ ὁποία ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ δὲν βρῆκε πρόσβαση.
Μὴν κρίνεις τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση. Μὴ βγάζεις ἐπιπόλαια συμπεράσματα γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια ἢ τὴν ταπείνωσή τους. “Μην κρίνετε ἐπιφανειακά”, μᾶς συμβουλεύει ὁ Κύριος, “νὰ κρίνετε μὲ τὰ σωστὰ κριτήρια”. “Από τοὺς καρπούς τους θὰ καταλάβετε“, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ διαγωγή τους, ἀπὸ τὶς πράξεις τους καὶ ἀπὸ τὶς συνέπειες τῶν πράξεών τους.
“Ξέρω τὴν ὑπερηφάνειά σου καὶ τὴν κακία τῆς καρδιᾶς σού”, ἔλεγε στὸν Δαβὶδ ὁ πλησίον του. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἔδωσε διαφορετικὴ μαρτυρία γιὰ τὸν προφήτη: “Βρῆκα τὸν δοῦλο μου τὸν Δαβὶδ καὶ μὲ τὸ ἅγιό μου λάδι τὸν ἔχρισα βασιλιά”. “Ο Θεὸς δὲν βλέπει, ὅπως βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι βλέπουν τὸ πρόσωπο, ὁ Θεὸς βλέπει τὴν καρδιά“.
Οἱ ἐπιπόλαιοι κριτὲς συχνὰ θεωροῦν ταπεινὸ ἕναν ὑποκριτὴ καὶ τιποτένιο, ποὺ ἐπιδιώκει νὰ ἀρέσει στοὺς ἀνθρώπους. Αὐτός, ὅμως, στὴν πραγματικότητα δὲν εἶναι παρὰ μιὰ ἄβυσσος κενοδοξίας. Ἀπεναντίας, ὑπερήφανο θεωροῦν ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀποζητάει ἐπαίνους ἢ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ δὲν σέρνεται δουλικὰ μπροστά τους. Αὐτὸς εἶναι ἀληθινὸς ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας γνωρίσει τὴ θεϊκὴ δόξα, ποὺ ἀποκαλύπτεται μόνο στοὺς ταπεινούς, ὀσφράνθηκε τὴ δυσοσμία τῆς ἀνθρώπινης δόξας κι ἔφυγε μακριά της.
“Τι εἶναι πίστη;”, ρώτησαν ἕναν μεγάλο δοῦλο τοῦ Θεοῦ. Κι ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: “Πίστη εἶναι το νὰ ζεῖ κανεὶς μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ νὰ ἔχει εὐσπλαχνία”.
H ταπείνωση στηρίζει τὶς ἐλπίδες της στὸν Θεό. Δὲν τὶς στηρίζει στὸν ἑαυτό της. Δὲν τὶς στηρίζει στοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ ἡ συμπεριφορὰ τῆς εἶναι ἁπλή, εἰλικρινής, σταθερή, μεγαλειώδης. Τέτοιας λογῆς συμπεριφορὰ οἱ ἄνθρωποι αὐτοῦ του κόσμου, ὄντας πνευματικὰ τυφλοί, τὴν ὀνομάζουν ὑπερηφάνεια.
Ἡ ταπείνωση δὲν ἐκτιμᾶ καθόλου τὰ ἐπίγεια ἀγαθά. Μπροστά στὰ μάτια τῆς μεγάλος εἶναι ὁ Θεός, μεγάλο εἶναι τὸ Εὐαγγέλιό Του. Ἐκεῖ εἶναι προσηλωμένη σταθερά. Τὴν προσοχή της καὶ τὴ ματιά της δὲν τὴν ἑλκύουν ἡ φθορὰ καὶ ἡ ματαιότητα. Αὐτὴ τὴν ἁγία ἀδιαφορία της πρὸς τὴν φθορὰ καὶ τὴ ματαιότητα οἱ ἐργάτες τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ματαιότητας τὴν ὀνομάζουν ὑπερηφάνεια.
Ὑπάρχει προσκύνηση ἁγία, ποὺ γίνεται ἀπὸ ταπείνωση, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν πλησίον, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἀδελφό του Χριστοῦ. Καὶ ὑπάρχει προσκύνηση ψυχοκτόνα, προσκύνηση ὑστερόβουλη, προσκύνηση ἀνθραπάρεσκη καὶ συνάμα μισάνθρωπη, προσκύνηση θεομίσητη. Εἶναι ἡ προσκύνηση ποὺ ζήτησε ὁ σατανᾶς ἀπὸ τὸν Θεάνθρωπο μὲ ἀντάλλαγμα ὅλα τα βασίλεια τοῦ κόσμου καὶ τὴ λαμπρότητά τους.
Πόσοι δὲν εἶναι καὶ σήμερα ἐκεῖνοι ποὺ προσκυνοῦν, γιὰ ν’ ἀποκτήσουν ἐπίγεια ἀγαθὰ καὶ ἀξιώματα! Ἐπαινοῦνται, μάλιστα, γιὰ τὴν ταπείνωσή τους ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δέχονται τὴν προσκύνησή τους!
Προσεκτικὰ παρατήρησε ὅσους σὲ προσκυνοῦν. Τὸ κάνουν, ἄραγε, ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἄνθρωπο; Τὸ κάνουν ἀπὸ ἀγάπη καὶ ταπείνωση; Ἢ μήπως ἡ προσκύνησή τους ἀφενὸς ἱκανοποιεῖ τὴ δική σου ὑπερηφάνεια καὶ ἀφετέρου ἀποβλέπει στὸ δικό τους πρόσκαιρο συμφέρον;
Μεγάλε της γῆς! Προσεκτικὰ παρατήρησε καὶ συνετὰ συλλογίσου: Μπροστά σου σέρνονται ἡ κενοδοξία, τὸ ψέμα, ἡ ὑποκρισία! Αὐτοὶ ποὺ σὲ προσκυνοῦν, ὅταν πετύχουν τὸν σκοπό τους, θὰ σὲ χλευάσουν καὶ μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία θὰ σὲ προδώσουν. Τη γενναιοδωρία σου ποτὲ μὴν τὴ δείχνεις στὸν κενόδοξο. Ο κενόδοξος ὅσο σκυφτὸς εἶναι μπροστὰ στοὺς ἀνωτέρους του, τόσο θρασὺς καὶ ἀπάνθρωπος εἶναι μπροστὰ στοὺς κατωτέρους του. Πως θὰ καταλάβεις τὸν κενόδοξο; Ἀπὸ τὴν ἰδιαίτερη ἱκανότητα καὶ ἐπίδοσή του στὴν κολακεία, τὴν ἰδιοτελῆ ἐξυπηρετικότητα, τὸ ψέμα καί, γενικά, τὴ φαυλότητα καὶ τὴ χαμέρπεια.
Ὁ Πιλάτος παρανόησε τὴ σιωπὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀποδίδοντας τὴν σὲ ὑπερηφάνεια. “Σ’ ἐμένα δὲν μιλᾶς;”, Τοῦ εἶπε. “Δεν ξέρεις πῶς ἔχω ἐξουσία εἴτε νὰ Σὲ σταυρώσω εἴτε νὰ Σὲ ἀφήσω ἐλεύθερο;”. Ὁ Κύριος του ἐξήγησε ὅτι σώπαινε ἀπὸ ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄργανο τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ Πιλάτος, μολονότι νόμιζε ὅτι ἐνεργοῦσε μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή του. Ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειάς του ὁ ἡγεμόνας ἦταν ἀνίκανος νὰ καταλάβει ὅτι μπροστά του στεκόταν ἡ ἀπόλυτη Ταπείνωση, ὁ σαρκωμένος Θεός.
Τὴν ψυχὴ ποὺ πετὰ ψηλά, τὴν ψυχὴ ποὺ ἐλπίζει στὰ οὐράνια, τὴν ψυχὴ ποὺ περιφρονεῖ τὰ φθαρτὰ ἀγαθά του κόσμου, τὴν ψυχὴ ποὺ δὲν γνωρίζει τὴ φτηνὴ δουλοπρέπεια καὶ τὴ χαμέρπεια τῶν ἀνθρώπων, ἐσφαλμένα τὴν ἀποκαλεῖς ὑπερήφανη, ἐπειδὴ δὲν ἱκανοποιεῖ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν παθῶν σου. Τίμησε. Ἀμάν, τὴν εὐλογημένη, τὴ θεάρεστη ὑπερηφάνεια τοῦ Μαρδοχαίου! Αὐτὸ ποὺ θεωρεῖς ὑπερηφάνεια δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἁγία ταπείνωση.
Ἡ ταπείνωση εἶναι εὐαγγελικὴ διδασκαλία καὶ εὐαγγελικὴ ἀρετή, εἶναι τὸ μυστικὸ ἔνδυμα καὶ ἡ μυστικὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ντυμένος τὴν ταπείνωση ἦρθε ἀνάμεσά μας ὁ Θεός. Όποιος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ντυθεῖ τὴν ταπείνωση, γίνεται ὅμοιος μὲ τὸν Θεό.
‘Όποιος θέλει ἃς μὲ ἀκολουθήσει”, εἶπε ἡ παναγία Ταπείνωση, “ἃς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἃς σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ ἃς μὲ ἀκολουθεί”. Ἀλλιῶς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει κανεὶς μαθητὴς καὶ ἀκόλουθος Ἐκείνου ποὺ “ταπεινώθηκε θεληματικά, ὑπακούοντας μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα θανάτου σταυρικού”, Ἐκείνου ποὺ κάθισε στὰ δεξιά του Θεοῦ, Ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ἱδρυτὴς τοῦ ἁγίου γένους τῶν ἐκλεκτῶν. Στὸν ἀριθμὸ τῶν ἐκλεκτῶν συγκαταλέγονται ὅσοι πιστεύουν στὸν Χριστό. Η πίστη σ’ Αὐτόν, ὅμως, προϋποθέτει τὴν ἁγία ταπείνωση καὶ ἐπισφραγίζεται μὲ τὴν ἁγία ἀγάπη. Ἀμήν.

(ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΠΡΙΑΝΤΣΑΝΙΝΩΦ, “ΑΣΚΗΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ Β΄”, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ)

(Πηγὴ ἤλ. κειμένου: agiatriatha.blogspot.gr)