5 Ἰανουαρίου


Βίος Ὁσίας Συγκητικῆς
Διδαχές
Διδαχές (Ἐκ τοῦ βίου τῆς Ὁσίας τοῦ Μ Ἀθανασίου)


Βίος Ὁσίας Συγκητικῆς

H EΠOXH MAΣ, ἀγαπητοί μου, εἶναι ἐποχὴ φοβερᾶς ἀποστασίας ἀπὸ τὸ Θεό. Πολλὰ σημάδια τὸ μαρτυροῦν. Μεταξύ των σημείων ποὺ βοοῦν ὅτι ὁ κόσμος ἐξέκλινε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Κυρίου εἶναι καὶ ἡ ἀποστροφή, ἡ ἀπέχθεια, τὸ μίσος, ποὺ αἰσθάνεται ὁ σημερινὸς κόσμος πρὸς ὅ,τι ὁ Κύριος διατάζει, καὶ μάλιστα πρὸς τὴν παρθενικὴ ζωή. H παρθενικὴ ζωὴ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ὁ Χριστὸς ἀγάπησε πάνω ἀπ’ ὅλα, ἐκεῖνο ποὺ ἐκήρυξε ὡς τὴν κορυφὴ τῆς εὐαγγελικῆς ἀρετῆς, καὶ πρὸς αὐτὴν ἐκάλεσε καὶ καλεῖ τὶς ψυχὲς ἐκεῖνες ποὺ θέλουν νὰ ζήσουν μιὰ ἀνώτερη ζωή.

Γιὰ τὴν παρθενικὴ ζωή, ποὺ εἶναι τὸ μυρίπνοο ἄνθος τῆς εὐαγγελικῆς ἀρετῆς, ὁ κόσμος ἐκφράζεται περιφρονητικά. Ὅταν ἀκουστεῖ ὅτι ἕνας νέος ἢ μία νέα, ἀπὸ τοὺς χιλιάδες νέους καὶ νέες, ἀποφάσισε ν’ ἀκολουθήσει τὴν ὁδὸ τῆς τελείας αὐταπαρνήσεως, τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσιώσεως στὸν Κύριο, ὁ κόσμος ἐξανίσταται. Φίλοι καὶ συγγενεῖς κινητοποιοῦνται καὶ μὲ ποικίλα μέσα ἀγωνίζονται νὰ ἀποτρέψουν ἀπὸ τὸ δρόμο αὐτό. Καὶ ἂν δὲν τὸ κατορθώσουν, τότε στρέφονται μὲ λύσσα ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ὑποπτεύονται ὅτι συνετέλεσαν στὸ νὰ λάβει ὁ νέος ἢ ἡ νέα μιὰ τέτοια ἠρωϊκὴ ἀπόφασι. Οἱ ταλαίπωροι! δὲν θέλουν νὰ καταλάβουν, ὅτι ἡ ἰδέα τῆς παρθενικῆς ζωῆς καὶ πολιτείας προέρχεται ἀπ’ αὐτὸν τὸν Κύριο καὶ σὰν σπόρος οὐράνιος σπείρεται καὶ ριζώνει στὶς ἐκλεκτὲς ψυχές· καὶ ὅ,τι σπείρει ὁ οὐρανός, δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ξερριζώσει ὅλη ἡ γῆ. Τί λόγια πικρίας, διαβολῆς καὶ συκοφαντίας βγαίνουν ἀπὸ τὰ στόματα τῶν ἐχθρῶν της παρθενικῆς ζωῆς! Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ εἶναι αἱρετικοί, παρθενομάχοι, θεομάχοι. Διότι ἐὰν εἶναι αἵρεσι νὰ ἐμποδίζει κάποιος τὸ γάμο (βλ. A΄ Τιμ. 4,3), πολὺ περισσότερο εἶναι αἵρεσί το νὰ ἐμποδίζει κανεὶς τὴν παρθενικὴ ζωή.

Ἀλλὰ οἱ κήρυκες τῆς ἀληθείας δὲν πρέπει νὰ δειλιάσουν. H Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, παρ’ ὅλη τὴν πολεμική του σαρκικοῦ καὶ oλόφρονος κόσμου κατὰ τῆς παρθενικῆς ζωῆς, δὲν πρέπει νὰ ὑποστείλει τὴ σημαία τῆς ἀληθείας. Ἀντιθέτως ἔχει ἱερὰ oποχρέωσι νὰ κηρύξει καὶ στὸ θέμα αὐτὸ ὅ,τι εἶπε ὁ Κύριος, ὅ,τι ἔγραψαν οἱ μεγάλοι διδάσκαλοι καὶ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅ,τι ἀπεφάνθησαν τοπικὲς καὶ οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Ναί, τίμιος ὁ γάμος, θεῖο μυστήριο· ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ τὸ γάμο ἡ ἐν Χριστῷ ἀγαμία. Πολύτιμος ὁ γάμος σὰν τὸ ἀσήμι, ἀλλὰ ἡ παρθενικὴ ζωὴ πρέπει νὰ ἐκτιμᾶται σὰν χρυσάφι. Καὶ γιατί, παρακαλῶ, μητέρες πρέπει νὰ λέγωνται μόνο ἐκεῖνες ποὺ γεννοῦν ἁπλῶς παιδιὰ ―καὶ ποὺ πολλὲς φορὲς δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὰ διαπαιδαγωγήσουν―, καὶ δὲν εἶναι ἄξιές του τίτλου τῆς μητέρας, τῆς πνευματικῆς μητέρας, ἐκεῖνες οἱ ἠρωΐδες γυναῖκες ποὺ δὲν ἦλθαν μὲν σὲ γάμο, δὲν γέννησαν φυσικὰ παιδιά, ἀλλὰ ἀνέθρεψαν ξένα, περιέθαλψαν ὀρφανά, προστάτευσαν ἐγκαταλελειμμένα πλάσματα, διενυκτέρευσαν δίπλα στὸ κρεβάτι ἀσθενῶν, ἀνακούφισαν τὸν ἀνθρώπινο πόνο, ἐστάλαξαν βάλσαμο παρηγοριᾶς σὲ θλιμμένες καρδιές, καὶ ἔλειωσαν σὰν ἀναμμένες λαμπάδες ἐπάνω στὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον;

* * *

Μία τέτοια πνευματικὴ μητέρα, ἡ ὁποία ἀπέκτησε χιλιάδες πνευματικὰ παιδιὰ ποὺ τὴν ἀγάπησαν παραπάνω ἀπὸ τὶς σαρκικές τους μητέρες, ὑπῆρξε ἡ ἁγία Συγκλητική, τὴν ὁποία ἑορτάζουμε.

H ἁγία Συγκλητικὴ γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια γύρω στὰ τέλη τοῦ τρίτου (Γ΄) αἰῶνος. Οἱ γονεῖς τῆς ἦταν εὐσεβεῖς καὶ πλούσιοι, κατήγοντο δὲ ἀπὸ τὴ Μακεδονία.  H κόρη αὐτὴ ἦταν ὄχι μόνο περίβλεπτος γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ τὴν κοινωνικὴ θέσι τῶν γονέων της, ἀλλὰ καὶ στολισμένη μὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦν οἱ ἄνθρωποι τερπνὰ καὶ εὐχάριστα. Πολλοὶ νέοι τὴν ζήτησαν σὲ γάμο λόγω τῆς ὡραιότητός της, τῆς μεγάλης περιουσίας της, καὶ τῆς εὐγενείας τῶν γονέων της. Ἀλλ’ ἡ σώφρων καὶ ἠρωϊκὴ κόρη δὲν ἄκουγε. Εἶχε στραμμένο τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά της στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀγαποῦσε τὴ σιωπή, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἄσκησι, τὴ νηστεία. Ἀσκήτευε μέσα στὸ πατρικό της σπίτι· ἀλλὰ ἀσκήτευε κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ διαφεύγει τὴν προσοχὴ τῶν ἄλλων.

Μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονέων τῆς μοίρασε σὲ φτωχοὺς ὅλη τὴν περιουσία της καὶ μαζὶ μὲ μία μικρότερη τυφλὴ ἀδελφή της ἀπεσύρθη σὲ ἕνα ταπεινὸ οἰκίσκο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι. Ἐκεῖ ἀπὸ ἕνα πρεσβύτερο ἔγινε μοναχὴ καὶ δέχθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα.

Στὸ ἀναχωρητήριο αὐτὸ ἄρχισε νὰ δέχεται τὶς νέες ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ποὺ τὴν ἐπεσκέπτοντο, καὶ τοὺς δίδασκε τὴν ἐν Χριστῷ ζωή. H φήμη τῆς διεδόθη σὲ ὅλη τὴν Αἴγυπτο. Ὅ,τι ἦτο ὁ Μέγας Ἀντώνιος γιὰ τοὺς ἄνδρες, ἦτο ἡ ἁγία Συγκλητικὴ γιὰ τὶς γυναῖκες.

Γιὰ τὴν ὁσία Συγκλητικὴ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης λέει, ὅτι αὐτὴ ἦτο ἡ παρθένος ἐκείνη ἡ ὁποία φιλοξένησε μέσα στὸ σπήλαιο τὸν Μέγα Ἀθανάσιο κατὰ τοὺς διωγμούς του· καὶ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ποὺ ἔγραψε τὸν βίο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, συνέγραψε καὶ τὸν βίο τῆς ὁσίας Συγκλητικῆς, τὴν ὁποία παρουσιάζει ὡς ὑπόδειγμα εὐαγγελικῆς ἀρετῆς γιὰ τὶς γυναῖκες.

Τὸ σύγγραμμα αὐτὸ περιέχει πλούσια διδάγματα, βαθεία νοήματα, σοφὰ ἀποφθέγματα, ὅλα ἀποστάγματα ἐμπειρίας πνευματικῆς ζωῆς, καὶ ἐκφράζει τὸ ὑγιὲς φρόνημα τῆς Ὀρθοδοξίας περὶ γάμου καὶ ἀγαμίας. Ζωγραφίζει τὴν ὡραιότητα τῆς παρθενικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ τῶν παρθένων γυναικών, ποὺ διάλεξαν τὸ δρόμο αὐτὸ τοῦ Κυρίου. O δρόμος αὐτὸς δὲν εἶναι κάποια κοσμικὴ ἄνεσις. Ὄχι. Ξερρίζωμα κακιῶν, νέκρωσις πονηρῶν ἐπιθυμιῶν, ἀπάρνησις τοῦ κόσμου, συνεχὲς μαρτύριο. Σταυρὸς εἶναι ἡ μοναχικὴ ζωή, σταυρὸς ἰσόβιος. Καὶ ἂν ἡ παρθένος δὲν προσέξει, μπορεῖ νὰ καταποντισθεῖ, ἐνῶ ἀντιθέτως μία ἔγγαμος γυναίκα, ἂν προσέχει καὶ ἔχει στὴν καρδιὰ τῆς τὸν θεῖο φόβο, μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Γιὰ ὅλες καὶ γιὰ ὅλους εἶναι μέγας ὁ κίνδυνος, κηρύττει ἡ ὁσία. Πλέουμε ὅλοι, σὰν σὲ θάλασσα, ἀνάμεσά σε σκοπέλους καὶ ὑφάλους· ἔχουμε μεγάλη ἀνάγκη προσοχῆς.

Ἡ διδασκαλία, ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα τῆς ὁσίας Συγκλητικῆς εἶναι γλυκυτάτη. Μοιάζει μὲ κηρήθρα, καὶ οἱ ψυχὲς ποὺ ποθοῦν τὴν οὐράνιο διδασκαλία ἐντρυφοῦν σὰν μέλισσες στὸ πνευματικὸ αὐτὸ μέλι. Καὶ ὄχι μόνο ὅσοι καὶ ὅσες ζοῦν τὴν παρθενικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ ὅσοι καὶ ὅσες ζοῦν στὸν κόσμο καὶ παλεύουν μὲ ποικίλες δυσχέρειες, μποροῦν στὰ λόγια της νὰ βροῦν ἐποικοδομητικὴ διδαχή.

Συνιστοῦσε τὴν ἀγάπη ὡς διαρκῆ καὶ ἀκατάπαυστο πρόοδο τῆς ἀρετῆς. Ἡ σωτηρία μας εἶναι νὰ τηροῦμε τὴν ἐντολὴ τῆς διπλῆς ἀγάπης· «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν  ὅλη τὴ ψυχή σου» καὶ «τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» (Ματθ. 22,37-39). Ἐτόνιζε πόσο σπουδαῖος εἶναι ὁ ἀγὼν γιὰ τὴ σωφροσύνη. Ἐδίδασκε τὴν ἀξία τῆς ἀκτημοσύνης. Προέτρεπε νὰ λέμε τὰ ἐλαττώματα καὶ ὄχι τὰ προτερήματά μας, νὰ καταπολεμοῦμε τοὺς πονηροὺς λογισμούς, νὰ προσέχουμε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τῆς ὑπερηφανείας ἀλλὰ καὶ τῆς ἀπογνώσεως, νὰ διώχνουμε τὸ θυμό, τὴ μνησικακία, τὴν καταλαλιά. Ὑπεδείκνυε τὴν ἀξία τῆς ταπεινοφροσύνης.

Ὅλοι ὠφελοῦνται ἀπὸ τὰ λόγια της, ἰδίως ὅμως οἱ ἀσθενεῖς ποὺ ἐπὶ μῆνες καὶ χρόνια βρίσκονται στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου· ἂν διαβάσουν τὸ βίο της, πολὺ θὰ παρηγορηθοῦν. Διότι ἡ ὁσία Συγκλητικὴ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς της προσεβλήθη ἀπὸ ἀλλεπάλληλες ἀρρώστιες καὶ ἔδειξε ἰώβειο ὑπομονή, δοξάζοντας καὶ εὐχαριστώντας πάντοτε τὸν Κύριο.

* * *

Εἴθε, ἀγαπητοί μου, ἡ μελέτη τοῦ βίου καὶ τῆς διδασκαλίας τῆς ὁσίας Συγκλητικῆς νὰ συντελέσει στὴν ἀναζωπύρωσι τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος τῶν ὀρθοδόξων, ὥστε ν’ ἀναφλεχθεῖ τὸ πῦρ τῆς θεϊκῆς ἐκείνης ἀγάπης ποὺ ἦλθε ν’ ἀνάψει ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς. Εἴθε πολλὲς καρδιὲς ν’ ἀγαπήσουν τὸν ἀληθινὸ Νυμφίο, τὸ Χριστό, ὅπως τὸν ἀγάπησε ἐκείνη. Ἔτσι θὰ φανεῖ, ὅτι καὶ στὶς ἡμέρες μᾶς ὁ Κύριος ἐξακολουθεῖ ν’ ἀπευθύνει τὴν πρόσκληση «Ἀκολούθει μοὶ» (Ματθ. 9,9) καὶ νὰ καλεῖ σὲ ὑπερτάτη θυσία τὶς ἐκλεκτὲς ψυχές.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος

πηγή


ΔΙΔΑΧΕΣ

  1. Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Συγκλητική· «Ἐκείνους ποὺ πλησιάζουν πρὸς τὸν Θεὸ στὴν ἀρχὴ τοὺς περιμένει ἀγώνας καὶ πολὺς κόπος, ὕστερα ὅμως χαρὰ ἀνείπωτη. Γιατί ὅπως ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ ἀνάψουν φωτιὰ στὴν ἀρχὴ καπνίζονται καὶ δακρύζουν καὶ μόνον τότε κατορθώνουν αὐτὸ ποὺ γυρεύουν νὰ κάνουν – γιατί βέβαια λέει πὼς ὁ Θεὸς μᾶς εἶναι φωτιὰ ποὺ κατατρώει – ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νὰ ἀνάψουμε μέσα μας τὴ θεία φωτιὰ μὲ δάκρυα καὶ πόνους».
  2. Εἶπε ἀκόμη ὅτι «Ἐμεῖς ποὺ διαλέξαμε τὴ μοναχικὴ ζωὴ ὀφείλουμε νὰ ἔχουμε ἄκρα σωφροσύνη. Βέβαια καὶ ἀνάμεσα στοὺς κοσμικοὺς φαίνεται νὰ ὑπάρχει ἡ σωφροσύνη, ὅμως μαζὶ μ’ αὐτὴν συνυπάρχει καὶ ἡ ἀφροσύνη, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἁμαρτάνουν μὲ ὅλες τὶς ὑπόλοιπες αἰσθήσεις, ἀφοῦ καὶ βλέπουν ἄπρεπα καὶ γελοῦν ἄτακτα».
  3. Εἶπε πάλι· «Καθὼς τὰ πολὺ ἰσχυρὰ φάρμακα διώχνουν τὰ δηλητηριώδη ἑρπετά, ἔτσι καὶ ἡ προσευχὴ μαζὶ μὲ τὴ νηστεία ἐξαφανίζει τοὺς πονηροὺς λογισμούς».
  4. Εἶπε πάλι· «Πολλὲς εἶναι οἱ παγίδες τοῦ διαβόλου. Μὲ τὴν φτώχεια δὲν κατάφερε νὰ κλονίσει μιὰ ψυχή; Τότε φέρνει σὰν δόλωμα τὸν πλοῦτο. Ἂν οὔτε μὲ τὶς ὕβρεις καὶ τοὺς ὀνειδισμοὺς δὲν μπορέσει, χρησιμοποιεῖ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴ δόξα. Σὰν νικηθεῖ μὲ τὴ σωματικὴ ὑγεία, φέρνει ἀρρώστιες στὸ κορμί. Ὅταν δὲν κατορθώσει νὰ μᾶς ξεγελάσει μὲ τὶς ἡδονές, προσπαθεῖ νὰ μᾶς κάνει νὰ ξεστρατίσουμε μὲ ἀθέλητες ταλαιπωρίες. Φέρνει – ὕστερα ἀπὸ παραχώρηση – βαρύτατες ἀσθένειες, ὥστε ἐξαιτίας αὐτῶν νὰ ὀλιγοψυχήσουμε καὶ ἔτσι νὰ νοθευτεῖ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό. Ἀκόμη κατατρώγει τὸ κορμὶ μὲ σφοδρότατους πυρετοὺς καὶ τὸ θλίβει μὲ ἀκατάσχετη δίψα.

Ἂν λοιπὸν τὰ παθαίνεις αὐτὰ ἐπειδὴ ἔχεις ἁμαρτήσει, ὑπενθύμισε στὸν ἑαυτό σου τὴ μέλλουσα κόλαση καὶ τὸ αἰώνιο πῦρ καὶ τὶς καταδικαστικὲς ποινὲς καὶ δὲν θὰ ὀλιγοψυχήσεις γιὰ αὐτὰ πού σου συμβαίνουν. Νὰ χαρεῖς γιατί ἐνδιαφέρθηκε ὁ Θεὸς γιὰ σένα καὶ ἔχε στὸ στόμα σου τὸ γλυκύτατο ἐκεῖνο ρητό· «Μὲ διάφορους τρόπους μὲ παίδευσε ὁ Κύριος, ἀλλὰ τελικὰ δὲν μὲ παρέδωσε στὸν θάνατο». Ἂν ἤσουν σὰν τὸ σίδερο, γνώριζε πὼς μόνο μὲ τὴ φωτιὰ διώχνεις τὴ σκουριά. Ἂν πάλι ἀσθενεῖς, ἐνῶ εἶσαι δίκαιος, μάθε πὼς ἀνεβαίνεις σὲ ἀκόμη ὑψηλότερα μέτρα. Κι ἂν ἀκόμη εἶσαι χρυσάφι, μὲ τὴ φωτιὰ γίνεσαι γνησιότερος. Μήπως ὅμως σου δόθηκε σατανικὸς ἄγγελος νὰ βασανίζει τὴ σάρκα σου; Νὰ ἀγαλλιάσεις τότε ἀπὸ χαρά, ἄκου μὲ ποιὸν ἐξομοιώθηκες – ἔχεις ἀξιωθεῖ τῆς μερίδας τοῦ Παύλου. Ἢ πάλι βασανίζεσαι ἀπὸ πυρετὸ καὶ παιδεύεσαι μὲ ρίγη; Λέει ἡ Γραφὴ σχετικά· «Περάσαμε μέσα ἀπὸ φωτιὲς καὶ θάλασσες καὶ μᾶς ὁδήγησες σὲ ἀναψυχή». Βρίσκεσαι τώρα στὴν πρώτη φάση; Περίμενε θάρθει καὶ ἡ δεύτερη. Καθὼς ἀσκεῖς τὴν ἀρετὴ νὰ κραυγάζεις τὰ λόγια τοῦ ἁγίου ποὺ λέει· «Εἶμαι φτωχὸς καὶ θλίβομαι ἀπὸ τοὺς πόνους». Ἔτσι μέσα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς δυὸ τρόπους θλίψης θὰ γίνεις τέλειος, ὅπως λέει· «Μέσα ἀπὸ τὴ θλίψη μὲ ὕψωσες». Μὲ αὐτὰ τὰ γυμνάσματα λοιπὸν νὰ προπονήσουμε τὶς ψυχές μας, γιατί ὁ ἀντίπαλος βρίσκεται ἤδη μπροστά μας».

  1. Εἶπε ἀκόμη· «Ὅταν νηστεύεις, μὴ προφασιστεῖς ἀρρώστια, γιατί σὲ ἴδιες ἀρρώστιες πέφτουν πολλὲς φορὲς καὶ αὐτοὶ ποῦ δὲν νηστεύουν, Ἄρχισες τὸ καλό; Μὴν κάνεις πίσω, ἄν σου ριχτεῖ ὁ ἐχθρός. Μὲ τὴν ὑπομονή σου θὰ τὸν τσακίσεις. Καὶ οἱ ναυτικοὶ ὅταν καθὼς ξανοίγονται μὲ τὸ πλοῖο ἔχουν εὐνοϊκὸ ἄνεμο καὶ ἀφοῦ ἁπλώσουν τὰ πανιὰ συναντοῦν ἀντίθετο, τότε ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀναποδιᾶς δὲν ρίχνουν μεμιᾶς τὴν πραμάτειά τους στὴ θάλασσα. Ἀλλά, ἀφοῦ ἡσυχάσουν γιὰ λίγο ἢ καὶ ἔστω βγοῦν ἕκτος μάχης ἀπὸ τὴν τρικυμία, πάλι συνεχίζουν τὴν πορεία τους. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς λοιπὸν καὶ ἂν πέσει καταπάνω μας ἐνάντιος ἀγέρας, ἀντὶ γιὰ πανὶ νὰ σηκώσουμε ψηλὰ τὸν Σταυρὸ καὶ ἄφοβα στὸ ὑπόλοιπο ταξίδι νὰ πλεύσουμε».
  2. Εἶπε ἡ ἴδια· «Εἶναι ἐπικίνδυνο νὰ διδάσκει ἕνας ποὺ δὲν ἔχει προχωρήσει στὴν πράξη τῆς ἀρετῆς. Ὅπως δηλαδὴ καθὼς κάποιος ἔχει σπίτι ἑτοιμόρροπο καὶ δεχθεῖ σ’ αὐτὸ φιλοξενούμενους, θὰ τοὺς κάνει κακὸ μὲ τὴν πτώση τῶν τοίχων, ἔτσι καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι δὲν καταρτισαν πρῶτα τους ἑαυτούς τους, θὰ προξενήσουν τὴν ἀπώλεια σὲ ὅσους προσέρχονται σὲ αὐτούς. Γιατί μὲ τὰ λόγια βέβαιά τους προσκάλεσαν στὸ δρόμο τῆς σωτηρίας, μὲ τὴν κακή τους ὅμως συμπεριφορὰ θὰ βλάψουν τελικά τους ἀγωνιστές».
  3. Εἶπε πάλι· «Καλὸ εἶναι νὰ μὴ ὀργίζεται κανείς. Ἀλλὰ καὶ ἂν συμβεῖ αὐτό, γνώριζε πὼς οὔτε μιᾶς ἡμέρας καιρὸ δὲν σοῦ παραχώρησε γιὰ τὸ πάθος, ἐκεῖνος ποὺ εἶπε· «Ἃς μὴ σᾶς προλάβει ὀργισμένους ἡ δύση τοῦ ἥλιου». Ἐσὺ ὅμως περιμένεις νὰ σὲ προλάβει ἡ δύση τῆς ζωῆς σου. Γιατί μισεῖς τὸν ἄνθρωπο ποῦ σὲ λύπησε; Δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ σὲ ἀδίκησε, ἀλλὰ ὁ διάβολος. Νὰ μισήσεις τὴν ἀρρώστια λοιπὸν καὶ ὄχι τὸν ἄρρωστο».
  4. Εἶπε πάλι· «Ὅσο περισσότερο προοδεύει κάποιος ἀθλητής, τόσο καὶ μὲ ἰσχυρότερο ἀντίπαλο συναγωνίζεται».
  5. Εἶπε πάλι· «Ἔχει γραφεῖ· “Γίνετε συνετοὶ σὰν τὰ φίδια καὶ ἄμεμπτοι ὅπως τὰ περιστέρια”. Τὸ νὰ γίνετε συνετοὶ σὰν τὰ φίδια λέχθηκε γιὰ νὰ μὴ μᾶς διαφεύγουν οἱ ἐπιθέσεις καὶ οἱ πονηριὲς τοῦ διαβόλου, γιατί τὸ ὅμοιο ἀπὸ τὸ ὅμοιό του ἀναγνωρίζεται πολὺ γρήγορα. Τὸ ἄμεμπτο ὅμως τοῦ περιστεριοῦ ὑποδεικνύει τὴν καθαρότητα τῶν πράξεών μας».
  6. Εἶπε πάλι· «Ὅπως ἕνας θησαυρὸς χάνεται σὰν φανερωθεῖ, ἔτσι καὶ ἡ ἀρετὴ ποὺ ἀναγνωρίζεται καὶ γίνεται εὐρέως γνωστὴ ἐξαφανίζεται. Καὶ ἀκόμη ὅπως τὸ κερὶ λιώνει μπρὸς στὴ φωτιά, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ ἐξαιτίας τῶν ἐπαίνων χαλαρώνει καὶ σταματάει νὰ ἀγωνίζεται».
  7. Εἶπε πάλι· «Καθὼς δὲν εἶναι δυνατὸ στὸν ἴδιο τόπο ὅπου ὑπάρχει ἀγριάδα νὰ φυτρώσει σπόρος, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ κάνουμε καρπὸ οὐράνιο ὅταν μᾶς περιβάλλει ἡ ἀνθρώπινη δόξα».
  8. Εἶπε πάλι· «Παιδιά μου· ὅλοι θέλουμε νὰ σωθοῦμε, ὅμως ἐξαιτίας τῆς δικῆς μας ἀμέλειας ἀπομακρυνόμαστε τελικὰ ἀπὸ τὴ σωτηρία».
  9. Εἶπε ἐπίσης· «Ἃς εἴμαστε προσεκτικοί, γιατί οἱ κλέφτες μπαίνουν καὶ χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε διαμέσου τῶν σωματικῶν μας αἰσθήσεων. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ μὴ μαυρίσει ἕνα σπίτι ἀπὸ τοὺς καπνοὺς ποῦ θὰ σηκωθοῦν ἔξω ἂν ἔχει ἀνοιχτὰ παράθυρα;».
  10. Εἶπε πάλι· «Δὲν πρέπει σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ νὰ ξενοιάσουμε, ὅπως λέει καὶ ἡ Γραφή· «Αὐτὸς ποὺ νομίζει πὼς στέκεται καλὰ στὰ πόδια του, ἃς προσέχει μὴν πέσει». Πλέουμε σὰν τὸ καράβι στὸ ἄγνωστο, ἄλλωστε ἡ ζωὴ μᾶς ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς θάλασσα ἀπὸ τὸν ψαλμωδό. Ὅμως ἡ θάλασσα ἀλλοῦ εἶναι γεμάτη ὑφάλους, ἀλλοῦ εἶναι φουρτουνιασμένη καὶ ἀλλοῦ πάλι γαλήνια. Ἐμεῖς λοιπὸν θεωροῦμε πὼς πλέουμε ἐκεῖ ποὺ εἶναι γαληνεμένη ἡ θάλασσα, ἐνῶ γιὰ τοὺς κοσμικοὺς ἐκεῖ ποὺ ἔχει τρικυμία. Ἀκόμη πὼς ταξιδεύουμε μέσα στὴν ἡμέρα καὶ μᾶς ὁδηγεῖ ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ὅμως εἶναι ἐνδεχόμενο πολλὲς φορὲς ὁ κοσμικὸς ἄνθρωπος ποὺ ταξιδεύει μέσα στὸ σκοτάδι καὶ τὴν κακοκαιρία, ἂν ξαγρυπνήσει, νὰ σώσει τὸ πλοῖο του, ἐνῶ ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μέσα στὴ γαλήνη, ἐὰν ἀπὸ ἀμέλεια ἀφήσουμε τὸ πηδάλιο τῶν ἀρετῶν, νὰ βυθιστοῦμε».
  11. Εἶπε πάλι· «Ὅπως εἶναι ἀδύνατο χωρὶς καρφιὰ νὰ κατασκευαστεῖ ἕνα πλοῖο, ἔτσι ἀποκλείεται νὰ σωθεῖ κανεὶς δίχως τὴν ταπεινοφροσύνη».
  12. Εἶπε πάλι· «Ὑπάρχει λύπη ὠφέλιμη, ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ λύπη ποὺ προξενεῖ βλάβη. Ἡ ὠφέλιμη λύπη εἶναι ὅταν θλίβεται κανεὶς γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ὥστε νὰ μὴν χάσει τὴν καλή του πρόθεση γιὰ σωτηρία, ἢ ὅταν στενοχωρεῖται γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀσθένεια τῶν γύρω του, φτάνοντας μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο στὴν τέλεια ἀρετή. Ἡ λύπη ὅμως ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ εἶναι γεμάτη παραλογισμό, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε ἀπὸ μερικοὺς ἀκηδία. Αὐτὴν τὴν κατάσταση πρέπει νὰ τὴν ἀπομακρύνει κανεὶς μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ψαλμωδία».
  13. Αὐτὸς ποὺ μέσα στὴ μύτη τοῦ ἔχει τὴ δική του δυσωδία, δὲν αἰσθάνεται ἄλλη μυρωδιά, ἔστω καὶ ἂν σταθεῖ πάνω ἀπὸ ὅλα τα πτώματα.

 (Δ. Γ. Τσάμη, «Μητερικόν». Διηγήσεις ἄγ. Μητέρων τῆς ἐρήμου- ἐπιλογή).


ΔΙΔΑΧΕΣ
(Μ Ἀθανασίου: Βίος τῆς Ὁσίας Συγκλητικῆς)

Παιδιά μου, ὅλοι ξέρομε, πῶς θά σωθοῦμε, ἀλλά χάνομε τήν σωτηρία μας ἀπό τήν πνευματική μας ἀμέλεια. Πρέπει λοιπόν, ἀρχικά, νά τηροῦμε μέ ἀκρίβεια τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, «ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου» «καί τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» (Ματθ. 22, 37-39). Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ νόμου καί τό πλήρωμα τῆς χάριτος. Λίγα λόγια, ἀλλά μέ πολλή καί μεγάλη δύναμι. Ὅλες οἱ ἀρετές ἐξαρτῶνται ἀπ᾽ αὐτή, γι᾽ αὐτό καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ὀνομάζει τήν ἀ γ ά π η τέλος τοῦ νόμου. Αὐτή εἶναι ἑπομένως ἡ σωτηρία μας, ἡ διπλῆ ἀγάπη, ἡ ἀρχή καί τό τέλος κάθε καλοῦ ἔργου τῶν ἀνθρώπων.
Ὑπάρχει λύπη ὠφέλιμη καί λύπη καταστρεπτική. Γνωρίσματα τῆς καλῆς λύπης εἶναι ἡ θλῖψι γιά τά δικά μας ἁμαρτήματα, ἡ λύπη γιά τήν ἄγνοια, πού ἔχουν οἱ ἀδελφοί μας καί ὁ φόβος μήπως χάσουμε τήν ἀγαθή προαίρεσι καί δέν φθάσουμε στόν σκοπό τῆς σωτηρίας. Ἐνῶ τῆς ἄλλης, πού δημιουργεῖ ὁ ἐχθρός, εἶναι ἡ παράλογη καί ὑπερβολική θλῖψι, πού οἱ πατέρες τήν ὀνομάζουν ἀκηδία. Τό πνεῦμα αὐτό τῆς ἀκηδίας καί τῆς λύπης, πρέπει νά τό διώχνουμε μέ τήν προσευχή καί τήν ψαλμωδία.
Ἄς προσέχῃ, λοιπόν, ὅποιος νομίζει πώς στέκεται, γιά νά μή πέσῃ. Γιατί αὐτός πού ἔπεσε, ἔχει μία μόνο φροντίδα, νά σηκωθῆ, ἐκεῖνος ὅμως, πού στέκεται, ἄς προσέχῃ νά μή πέσῃ, γιατί οἱ πτώσεις εἶναι διάφορες. Αὐτοί πού ἔπεσαν ἔχουν στερηθῆ τή θεία χάρι κι ὅταν σηκώθηκαν, ἡ ζημιά τους δέν ἦταν μικρή. Αὐτός πού στέκεται, ἄς μήν ἐξευτελίζη τόν ἄλλον πού ἔπεσε, μήπως πάθῃ κι αὐτός τά ἴδια καί βρεθῆ σέ χειρότερο βάραθρο. Εἶναι πολύ φυσικό, ἡ φωνή πού ἔρχεται ἀπό βαθύ πηγάδι καί καλεῖ σέ βοήθεια, νά μήν ἀκουσθῆ, ὅπως λέει καί ὁ ψαλμωδός: «Μή καταπιέτω με βυθός, μηδέ συσχέτω ἐπ᾽ ἐμέ φρέαρ τό στόμα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 68,16). Ὁ πρῶτος πού ἔπεσε, ἔμεινε (μέσα στό πηγάδι), σύ ὅμως πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, μήπως, ὅταν πέσῃς, δέν μπορέσης νά σηκωθῆς καί γίνης τροφή στά θηρία. Ἐκεῖνος, πού πέφτει δέν μπορεῖ νά κλείσῃ τήν πόρτα στόν πονηρό. Ἀλλά σύ μή νυστάξῃς καθόλου καί ψάλλε πάντοτε τό θεῖο ρητό: «Φώτισον τούς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον» (Ψαλμ. 22,4). Τέλος νά ἀγρυπνῆς συνέχεια, γιατί ὁ διάβολος σάν λέοντας ὠρύεται κοντά σου.
Τό πόσο καλή καί σωστική εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, φαίνεται καί ἀπό τό ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τήν ἐνδύθηκε γιά νά οἰκονομήση τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ μάλιστα εἶπε: «Μάθετε ἀπ᾽ ἐμοῦ ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ» (Ματθ. 11,29). Πρόσεχε ποιός εἶναι αὐτός, πού μιλεῖ καί γίνε τέλειος μαθητής Του. Ἡ ἀρχή καί τό τέλος στά καλά ἔργα ἄς εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη, ἐννοῶ τό ταπεινό φρόνημα καί ὄχι μόνο τά σχήματα λόγου. Ὅταν ἡ ψυχή σκέπτεται ταπεινά, ταπεινές θά εἶναι καί οἱ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις. Ἔχεις ἐφαρμόσει ὅλες τίς ἀρετές; Ὁ Κύριος τό ξέρει, ἀλλά ὁ Ἴδιος μᾶς λέει, ν᾽ ἀρχίζουμε πάλι ἀπό τήν ταπείνωση, λέγοντας, «ὅταν πάντα ποήσητε, εἴπατε. Δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν» (Λουκ. 17,10).
Ἡ ταπεινοφροσύνη ἀποκτᾶται μέ ὀνειδισμούς, μέ ὕβρεις καί πόνους, σέ σημεῖο πού νά σέ ποῦν τρελλό καί ἀνόητο, πτωχό, ἀδύνατο καί τιποτένιο, ἀπρόκοπτο σέ καλά ἔργα, ἀνίκανο νά μιλᾶς, ἀνυπόληπτο, ἐξουθενωμένο. Αὐτά εἶναι τά νεῦρα τῆς ταπεινοφροσύνης. Κι ὁ Κύριος τά ἴδια ἄκουσε καί ἔπαθε. Καί Σαμαρείτη τόν εἶπαν καί δαιμονισμένο. Πῆρε τήν μορφή δούλου, μαστιγώθηκε καί γέμισε στό σῶμα Του πληγές.
Πρέπει λοιπόν κι ἐμεῖς νά μιμούμεθα τίς πράξεις τῆς ταπεινοφροσύνης. Εἶναι μερικοί, πού μέ ἐξωτερικά σχήματα ὑποκρίνονται τόν ταπεινό ἀπό φιλοδοξία, ἀλλά φανερώνονται ἀπό τά ἀποτελέσματα. Ὅταν τύχη νά ὑβριστοῦν ἐλαφρά, δέν ὑπομένουν, χύνοντας ἀμέσως τό δηλητήριό τους, σάν τά δηλητηριώδη φίδια.
Ἡ ὀργή λοιπόν εἶναι μικρό ἁμάρτημα. Τό πιό βαρύ ὅμως ἁμάρτημα ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ μνησικακία. Γιατί ὁ θυμός διαλύεται σάν τόν καπνό, πού θολώνει γιά λίγο τήν ψυχή, ἡ μνησικακία ὅμως σάν μόνιμη κατάσταση ἐξαγριώνει τήν ψυχή περισσότερο κι ἀπό θηρίο. Καί ὁ σκύλος, ὅταν χτυπήση κάποιο μέ μανία, μέ λίγη τροφή μαλακώνει, ὅπως καί τά ἄλλα θηρία, πού πραΰνονται μέ τήν ἀγάπη. Ἐκεῖνος ὅμως, πού κυριεύεται ἀπό μνησικακία, οὔτε μέ παρακλήσεις ἀλλάζει, οὔτε μέ τροφή μαλακώνει, οὔτε μέ τόν χρόνο, πού μεταβάλλει τά πάντα, μπορεῖ νά θεραπευθῆ. Οἱ μνησίκακοι εἶναι οἱ πιό ἀσεβεῖς καί παράνομοι ἀπ᾽ ὅλους, γιατί δέν ὑπακούουν στά λόγια τοῦ Χριστοῦ πού λέει, «Ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου καί οὔτω προσάγαγε τό δῶρον» (Ματθ. 5,24) καί «μή ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» (Ἐφεσ. 4,26).
Πρέπει λοιπόν νά προσέχουμε τήν μνησικακία. Ἀπ᾽ αὐτή γεννῶνται πολλά κακά, ὅπως ὁ φθόνος, ἡ λύπη καί ἡ καταλαλιά. Ἡ ζημιά πού κάνουν, ἄν καί φαίνεται μικρή, ὅπως τά λεπτά βέλη τοῦ ἐχθροῦ, εἶναι θανατηφόρα. Πολλές φορές τά τραύματα, πού προξενεῖ ἕνα δίκοπο μαχαίρι, ἤ ἕνα μεγάλο ξίφος, πού εἶναι ἡ πορνεία, ἡ πλεονεξία καί ὁ φθόνος, μποροῦν νά θεραπευθοῦν μέ τό σωτήριο φάρμακο τῆς μετανοίας. Ἡ ὑπερηφάνεια ὅμως, ἡ μνησικακία καί ἡ κατάκρισι, ἐπειδή θεωροῦνται μικρά βέλη, ξεφεύγουν ἀπό τήν προσοχή καί πληγώνουν τήν ψυχή θανατηφόρα, στά πιό σπουδαῖα μέρη. Κι αὐτά τήν φονεύουν, ὄχι τόσο μέ τίς μεγάλες πληγές, πού ἄνοιξαν, ὅσο μέ τήν ἀμέλεια, στήν ὁποία ρίχνουν τούς πληγωμένους. Γιατί, ἐπειδή περιφρόνησαν τήν καταλαλιά καί τά ἄλλα, σάν ἀσήμαντα, σιγά σιγά ἀπό τά ἴδια νικήθηκαν.
Στ᾽ ἀλήθεια ἡ κατάκρισι εἶναι βαρύ καί φοβερό ἁμάρτημα. Κι ὅμως εἶναι τροφή καί ἀνάπαυσι γιά πολλούς ἀνθρώπους. Σύ μή δεχθῆς ποτέ ν᾽ ἀκούσης κάτι σέ βάρος ἄλλου. Μή κάνεις τήν ψυχή σου δοχεῖο ἀπό ξένες κακίες. Κράτησε τήν ψυχή σου ἁπλῆ, γιατί ἄν δεχθῆς τήν ἀκαθαρσία τῶν κακῶν λόγων, μέ τίς σκέψεις θά φέρης ἐμπόδια στήν προσευχητική σου διάθεσι καί θά μισήσης χωρίς αἰτία, ὅσους συναντᾶς. Ἀφοῦ πρῶτα ἡ ἀκοή σου θά ἔχη μολυνθῆ μέ τίς κακολογίες, ὅλους θά τούς κοιτᾶς μέ ἀγένεια, ὅπως παθαίνει ὁ ὀφθαλμός, ὅταν κοιτάξη στό ἔγχρωμο δυνατό φῶς καί δέν μπορεῖ νά δῆ καθαρά τό σχῆμα αὐτῶν, πού βλέπει.
Γι αὐτό πρέπει νά προσέχουμε πολύ τήν γλῶσσα καί τήν ἀκοή μας. Νά μή λέμε τίποτα ἀλλά καί νά μήν ἀκοῦμε, μέ ἐμπάθεια· γιατί ἔχει γραφῆ, «Μή ἀκοήν ματαίαν παραδέξασθαι» (Ἐξ. 23,1) καί «τόν καταλαλοῦντα λάθρα τῷ πλησίον αὐτοῦ, τοῦτον ἐξεδίωκον» (Ψαλμ. 100,5). Καί στό ψαλτήρι, «ὅπως λαλήσῃ τό στόμα μου τά ἔργα τῶν ἀνθρώπων» (Ψαλμ 16,4). Ἐμεῖς συνήθως μιλᾶμε, χωρίς νά ξέρουμε. Πρέπει λοιπόν νά μήν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σέ ὅσα λέγονται, οὔτε νά κατακρίνουμε ὅσους κατακρίνουν, ἀλλά σύμφωνα μέ τήν Γραφή νά ἐφαρμόζουμε τό «Ἐγώ δέ ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον καί ὡσεί ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τό στόμα μου» (Ψαλμ. 37,14).
Σέ καμμιά περίπτωσι δέν κάνει νά χαιρώμαστε στήν δυστυχία κάποιου ἀνθρώπου, ὅσο ἁμαρτωλός κι ἄν εἶναι. Μερικοί μάλιστα, ὅταν βλέπουν κάποιο νά μαστιγώνεται ἤ νά φυλακίζεται ἀπό ἄγνοια, λένε «Ὁ στρώσας κακῶς ταλαιπωρήσει ἐν τῷ δεινῶ», δηλ. ὅποιος δέν στρώσει καλά, θά κοιμηθῆ καί ἄσχημα. Σύ λοιπόν, πού ἔχεις τακτοποιήσει καλά τά θέματά σου, νομίζεις πώς θά ἀναπαυθῆς στήν ζωή σου; Καί τί θά ποῦμε γι᾽ αὐτό, πού λέει ἡ Γραφή, «ἕν συνάντημα τῷ δικαίῳ καί τῷ ἁμαρτωλῷ»; Ἡ ζωή μας πάνω στή γῆ εἶναι ἴδια, ἄσχετα ἄν ἡ πολιτεία μας εἶναι διαφορετική.
Ὅπως δέν κάνει νά μισοῦμε τούς ἐχθρούς μας, τό ἴδιο δέν κάνει νά περιφρονοῦμε καί νά ἐξευτελίζουμε τούς ραθύμους στήν ἀρετή. Μερικοί γιά (νά δικαιολογήσουν) τούς ἑαυτούς τους χρησιμοποιοῦν τό Γραφικό,«Μετά ὁσίου ὅσιος ἔσῃ» καί «μετά στρεβλοῦ συνδιαστρέψεις» (Ψαλμ. 17, 26-27) καί λένε ὅτι πρέπει ν᾽ ἀποφεύγουμε τούς ἁμαρτωλούς γιά νά μή διαστραφοῦμε. Ἀλλά ἐξ ἀγνοίας πράττουν τά ἀντίθετα. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιο ἐδῶ δέν παραγγέλλει τήν ἀποφυγή, γιά νά μή γίνουμε στρεβλοί, ἀλλά τήν προσπάθεια (πού πρέπει νά δείξουμε) γιά τήν διόρθωσί τους. Τό «συνδιαστρέψεις» θά πῆ νά στρέψης τόν κακό (ἄνθρωπο) στόν ἑαυτό σου, στήν ἀρετή, ἀπό ἀριστερά στά δεξιά.
Εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο νά προσπαθῆ νά διδάσκη, ὅποιος δέν μπόρεσε νά ζήση ἔμπρακτα τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅπως αὐτός πού ἔχει παλαιό σπίτι καί ἑτοιμόρροπο, ὅταν φιλοξενήση ξένους, κινδυνεύει νά τούς βλάψη μέ τήν πτώση τοῦ οἰκήματος, τό ἴδιο κι αὐτοί, ἐπειδή δέν ἔκτισαν σταθερά τό πνευματικό τους οἰκοδόμημα, θά ὁδηγήσουν στήν καταστροφή ὅσους τούς πλησιάζουν νά ὠφεληθοῦν μαζί μέ τούς ἑαυτούς τους. Γιατί, ἐνῶ μέ τά λόγια τους τούς κάλεσαν στήν σωτηρία, μέ τό κακό τους παράδειγμα τούς σκανδάλισαν πολύ. Τά καλά καί θεωρητικά λόγια μοιάζουν μέ εἰκόνα ζωγραφικῆς, πού ἔχει γίνει ἀπό χρώματα, ἕτοιμα νά διαλυθοῦν σέ λίγο χρόνο ἀπό τούς ἀνέμους καί τίς σταγόνες τῆς βροχῆς. Τήν πρακτική ὅμως διδασκαλία οὕτε ὁλόκληρος αἰώνας δέν θά μπορέση νά διαλύση. Γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, λαξεύοντας τά πιό σκληρά μέρη τῆς ψυχῆς, χαρίζει στούς πιστούς τήν αἰώνια μορφή τοῦ Χριστοῦ.

ΠΗΓΉ