Ignatius_of_Antioch20ec1Ξέσπασε κάποτε φοβερὸς πόλεμος ἐναντίον τῶν Ἐκκλησιῶν καὶ σὰν φοβερότατη τυραννίδα ξαπλώθηκε στὴ γῆ καὶ ὅλοι ἁρπάζονταν μέσα ἀπὸ τὴν ἀγορά, χωρὶς καμιὰ ἄτοπη κατηγορία, ἀλλ’ ἁπλῶς ὅτι ἀπαλλάχθηκαν ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ ἔτρεξαν πρὸς τὴν εὐσέβεια, ὅτι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴ θρησκεία τῶν δαιμόνων, ὅτι γνώρισαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ προσκύνησαν τὸν μονογενῆ Υἱὸ αὐτοῦ· καὶ γιὰ ἐκεῖνα γιὰ τὰ ὁποῖα ἔπρεπε αὐτοὶ νὰ στεφανώνονται καὶ νὰ θαυμάζονται καὶ νὰ τιμοῦνται, ἐξαιτίας αὐτῶν τιμωροῦνταν καὶ περιβάλλονταν ἀπὸ μύρια κακά, ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ δέχθηκαν τὴν πίστη, καὶ πολὺ περισσότερο οἱ προϊστάμενοι τῶν Ἐκκλησιῶν.

   Διότι ὁ διάβολος, ὄντας κακοῦργος καὶ φοβερὸς στὸ νὰ μηχανορραφεῖ τέτοιες ἐπιβουλές, ἔλπισε ὅτι, ἐὰν ἀφαιρέσει τοὺς ποιμένες, θὰ μπορέσει εὔκολα νὰ διασκορπίσει τὰ ποίμνια. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ συλλαμβάνει τοὺς σοφοὺς στὴν πανουργία αὐτῶν,

θέλοντας νὰ δείξει σ’ αὐτόν, ὅτι δὲν κυβερνοῦν τὶς Ἐκκλησίες τοῦ ἄνθρωποι, ἀλλ’ Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ποιμαίνει παντοῦ, ὅλους ἐκείνους ποὺ πιστεύουν σ’ αὐτόν, ἐπέτρεψε νὰ γίνει αὐτό, ὥστε, ὅταν δεῖ νὰ μὴ μειώνεται ἡ εὐσέβεια μετὰ τὴν ἀφαίρεση ἐκείνων, οὔτε νὰ σβήνει ὁ λόγος τοῦ κηρύγματος, ἀλλὰ νὰ αὐξάνει περισσότερο, νὰ μάθει καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἔργα, ὅτι ὅλοι ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν σ’ αὐτὰ καθὼς καὶ ὅλα τα δικά μας δὲν εἶναι ἀνθρώπινα, ἀλλ’ ἔχει τὴ ρίζα ἡ ὑπόθεση τῆς διδασκαλίας μας στοὺς οὐρανούς, καὶ ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ καθοδηγεῖ παντοῦ τὶς Ἐκκλησίες, καὶ ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ ποτὲ νὰ βγεῖ νικητὴς ἐκεῖνος ποὺ πολεμᾶ τὸ Θεό.

     Καὶ δὲν διέπραξε ὁ διάβολος αὐτὸ μόνο το κακούργημα, ἀλλὰ καὶ ἄλλο ὄχι μικρότερο ἀπ’ αὐτό. Ὅτι δηλαδὴ δὲν ἄφηνε τοὺς ἐπισκόπους νὰ σφάζονται στὶς πόλεις ποὺ ἦταν προϊστάμενοι, ἀλλὰ τοὺς φόνευε ὀδηγώντας τους σὲ ξένη πόλη. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε ἐπιδιώκοντας ἔτσι νὰ μείνουν ἔρημοι ἀπὸ φίλους καὶ συγχρόνως ἐλπίζοντας νὰ τοὺς καταστήσει ἀσθενέστερους μὲ τὸν κόπο τῆς ὁδοιπορίας, πράγμα λοιπὸν ποὺ ἔκαμε καὶ στὸν μακάριο αὐτόν. Διότι ἀπὸ τὴν πόλη μᾶς τὸν κόλασε στὴ Ρώμη, κάνοντάς του μακροτερη τὴν ὁδοιπορία, καὶ ἐλπίζοντας μὲ τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ καὶ τὸ πλῆθος τῶν ἡμερῶν νὰ καταβάλει, τὸ φρόνημά του, μὴ γνωρίζοντας ὅμως ὅτι, ἔχοντας αὐτὸς στὴν τόσο μεγάλη ὁδοιπορία τοῦ συνοδοιπόρο καὶ συνταξιδιώτη τὸν Ἰησοῦ, γινόταν περισσότερο ἰσχυρότερος, παρεῖχε μεγαλύτερη ἀπόδειξη τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπῆρχε μαζί του καὶ σφυρηλατοῦσε ἔτσι περισσότερο τὶς Ἐκκλησίες. Διότι οἱ πόλεις ποὺ ὑπῆρχαν κατὰ μῆκος τῆς ὁδοῦ ποὺ περνοῦσε συντρέχοντας ἀπὸ παντοῦ ἐνίσχυαν τὸν ἀθλητὴ καὶ τὸν προέπεμπαν μὲ πολλὰ ἐφόδια, συναγωνιζόμενες μὲ αὐτὸν μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς παρακλήσεις τους.

     Ἀλλὰ καὶ αὐτὲς δὲν δέχονταν μικρὴ παρηγοριά, βλέποντας τὸ μάρτυρα νὰ τρέχει πρὸς τὸ θάνατο μὲ τόση μεγάλη προθυμία, μὲ ὅση φυσικὸ ἦταν νὰ τρέχει ἐκεῖνος ποὺ καλεῖται στὰ οὐράνια ἀνάκτορα. Καὶ ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ ἔργα μάθαιναν, ἀπὸ τὴν προθυμία δηλαδὴ ἐκείνου καὶ τὴν ὑπερβολικὴ χαρά, ὅτι δὲν ἦταν θάνατος ἐκεῖνος πρὸς τὸν ὁποῖο ἔτρεχε, ἀλλὰ κάποια ἀποδημία καὶ μετάθεση καὶ ἀνάβαση πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ διδάσκοντας αὐτά σε κάθε πόλη μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὰ ἴδια τὰ ἔργα τοῦ ἀναχωροῦσε ἀπὸ ἐκεῖ.

       Καὶ ἐκεῖνο ποὺ συνέβηκε μὲ τοὺς Ἰουδαίους, ὅταν, δένοντας τὸν Παῦλο καὶ στέλνοντας τὸν στὴ Ρώμη, νόμιζαν ὅτι τὸν στέλνουν στὸ θάνατο, στὴν πραγματικότητα ὅμως τὸν ἔστελναν διδάσκαλο στοὺς Ἰουδαίους ποὺ κατοικοῦσαν ἐκεῖ, αὐτὸ λοιπὸν συνέβη καὶ μὲ τὸν Ἰγνάτιο μὲ κάποια μεγάλη ἀφθονία. Διότι καθίστατο διδάσκαλος θαυμάσιος ὄχι μόνο σ’ ἐκείνους ποὺ κατοικοῦσαν στὴ Ρώμη, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλες τὶς ἐνδιάμεσες πόλεις, πείθοντάς τους νὰ περιφρονοῦν τὴν παροῦσα ζωή, νὰ μὴ θεωροῦν τίποτε τὰ βλεπόμενα, νὰ ἐπιθυμοῦν τὰ μελλοντικὰ καὶ ν’ ἀποβλέπουν πρὸς τὸν οὐρανό, καὶ νὰ μὴ δίνουν σημασία γιὰ κανένα ἀπὸ τὰ κακά της παρούσας ζωῆς.

       Διδάσκοντάς τους λοιπὸν αὐτὰ καὶ περισσότερα ἀπ’ αὐτὰ μὲ τὰ ἴδια τὰ ἔργα του καὶ παιδεύοντάς τους βάδιζε σὰν κάποιος ἥλιος ἀνατέλλοντας ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ καὶ τρέχοντας πρὸς τὴ δύση· ἢ καλύτερα λαμπρότερος κι ἀπ’ αὐτόν. Διότι ὁ ἥλιος ἔτρεχε στὸν οὐρανό, παρέχοντας αἰσθητὸ φῶς, ἐνῶ ὁ Ἰγνάτιος ἀντέλαμπε κάτω, ἐμβάλλοντας στὶς ψυχὲς νοητὸ φῶς διδασκαλίας. Καὶ ὁ ἥλιος βέβαια φθάνοντας στὰ μέρη τῆς δύσεως κρύβεται καὶ ἀμέσως φέρνει τὴ νύχτα, ἐνῶ αὐτὸς καταφθάνοντας στὰ μέρη τῆς δύσεως ἀνέτειλε ἐκεῖ λαμπρότερα, ἀφοῦ εὐεργέτησε ὑπερβολικὰ καὶ ὅλους ἐκείνους ποὺ συνάντησε κατὰ μῆκος τῆς πορείας του, καὶ ὅταν ἔφθασε στὴν πόλη, δίδαξε καὶ σ’ ἐκείνην τὴν ὁδὸ τῆς εὐσέβειας.

      Διότι γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ τερματίσει ἐκεῖ τὴ ζωή του, ὥστε ὁ θάνατός του νὰ γίνει διδάσκαλος εὐσέβειας σ’ ὅλους τους κατοίκους τῆς Ρώμης. Διότι σεῖς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ δὲν χρειαζόσασταν τότε καμιὰ ἀπόδειξη, ἐπειδὴ ἤσασταν ριζωμένοι στὴν πίστη, ἐνῶ οἱ κάτοικοι τῆς Ρώμης, ἐπειδὴ τότε ὑπῆρχε ἐκεῖ πολλὴ ἀσέβεια, χρειάζονταν πολλὴ βοήθεια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος καὶ μετὰ ἀπὸ ἐκείνους καὶ αὐτὸς ἐκεῖ ὅλοι θυσιάσθηκαν· καὶ ὁ ἕνας λόγος ἦταν, ἐπειδὴ εἶχε μολυνθεῖ ἡ πόλη μὲ τὰ αἵματα τῶν εἰδώλων, νὰ τὴν καθαρίσουν μὲ τὰ αἵματά τους, καὶ ὁ ἄλλος λόγος γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξουν ἔμπρακτα τὴν ἀνάσταση τοῦ σταυρωθέντος Χριστοῦ, πείθοντας τοὺς κατοίκους τῆς Ρώμης, ὅτι δὲν θὰ ἦταν δυνατὸ μὲ τόση εὐχαρίστηση νὰ περιφρονήσουν τὴν παροῦσα ζωή, ἐὰν δὲν ἦταν πάρα πολὺ πεπεισμένοι, ὅτι ἐπρόκειτο ν’ ἀνεβοῦν πρὸς τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ καὶ ὅτι θὰ τὸν δοῦν στοὺς οὐρανούς.

      Πράγματι λοιπὸν ἀποτελεῖ μεγίστη ἀπόδειξή το ὅτι ὁ Χριστὸς ποὺ σφαγιάσθηκε ἐπέδειξε τόση μεγάλη δύναμη μετὰ τὸ θάνατό του, ὥστε νὰ πείσει τοὺς ζωντανοὺς ἀνθρώπους νὰ περιφρονήσουν καὶ πατρίδα καὶ οἰκία καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωὴ τοὺς χάριν τῆς πίστεώς τους πρὸς αὐτόν, καὶ νὰ προτιμήσουν ἀντὶ τῶν εὐχάριστών της παρούσας ζωῆς καὶ μάστιγες καὶ κινδύνους καὶ θάνατο. Καθόσον αὐτὰ δὲν ἦταν κατορθώματα κάποιου νεκροῦ, οὔτε κάποιου ποὺ ἔμεινε στὸν τάφο, ἀλλὰ ἐκείνου ποὺ ἀναστήθηκε καὶ ζεῖ.

     Διότι πῶς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ το ὅτι, ὅταν ζοῦσε ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσαν, γενόμενοι ἀσθενέστεροι ἀπὸ τὸ φόβο, νὰ προδώσουν τὸν διδάσκαλό τους καὶ νὰ φύγουν καὶ ν’ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ κοντά του, ὅταν ὅμως πέθανε, ὄχι μόνο ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰγνάτιος ποὺ οὔτε καν τὸν εἶχε δεῖ, οὔτε εἶχε ἀπολαύσει τὴ συναναστροφή του, νὰ ἐπιδείξουν ὑπὲρ αὐτοῦ τόση μεγάλη προθυμία, ὥστε καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους νὰ θυσιάσουν γι’ αὐτόν;

      Γιὰ νὰ τὰ μάθουν λοιπὸν αὐτὰ ἔμπρακτα ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ρώμης, ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ τελειώσει ὁ ἅγιος τὴ ζωὴ τοῦ ἐκεῖ. Καὶ ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία, θὰ τὸ ἐπιβεβαιώσω αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν τρόπο τοῦ θανάτου του. Διότι ἡ καταδικαστικὴ ἀπόφαση δὲν ὅριζε νὰ πεθάνει σὲ βάραθρο ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη, οὔτε στὸ δικαστήριο, οὔτε σὲ κάποια γωνία, ἀλλὰ στὸ μέσο του θεάτρου καὶ ἐνῶ ὅλη ἡ πόλη καθόταν ἐπάνω, ὑπέμεινε τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρίου, κατασπαραχθεῖς ἀπὸ τὰ θηρία ποὺ ἄφησαν ἐναντίον του, ὥστε, ἀφοῦ στήσει μπροστὰ στὰ μάτια ὅλων το τρόπαιο κατὰ τοῦ διαβόλου, νὰ κάνει ζηλωτὲς τῶν ἀγωνισμάτων τοῦ ὅλους τους θεατές, ὄχι μόνο πεθαίνοντας τόσο γενναία, ἀλλὰ πεθαίνοντας μὲ εὐχαρίστηση. Διότι, ὄχι σὰν νὰ ἐπέκειτο ν’ ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴ ζωή, ἀλλὰ σὰν νὰ καλοῦνταν πρὸς ζωὴ καλύτερη καὶ πνευματικότερη, ἔτσι μὲ εὐχαρίστηση ἔβλεπε τὰ θηρία. Ἀπὸ ποῦ γίνεται αὐτὸ φανερό; Ἀπὸ τὰ λόγια ποὺ εἶπε τὴ στιγμὴ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ πεθάνει. Διότι, ὅταν ἄκουσε, ὅτι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς τιμωρίας τὸν ἀναμένει, ἔλεγε· «ἐγὼ θὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὰ θηρία ἐκεῖνα».

       Τέτοιοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἐρωτευμένοι ὅ,τι κι ἂν πάσχουν ὑπὲρ ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν, τὸ δέχονται μὲ εὐχαρίστηση, καὶ τότε φαίνονται ὅτι εἶναι κυριευμένοι ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία, ὅταν τὰ ὅσα συμβαίνουν εἶναι πολὺ πιὸ χειρότερα, πράγμα βέβαια ποὺ συνέβηκε καὶ μ’ αὐτόν. Διότι ἔσπευδε νὰ μιμηθεῖ τοὺς Ἀποστόλους ὄχι μόνο στὸ θάνατο, ἀλλὰ καὶ στὴν προθυμία, καὶ ἀκούοντας ὅτι ἐκεῖνοι μετὰ τὸ μαστίγωμα ἔφευγαν μὲ χαρά, θέλησε καὶ αὐτὸς νὰ μιμηθεῖ τοὺς διδασκάλους ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὸ θάνατο, ἀλλὰ καὶ στὴ χαρά· γι’ αὐτὸ ἔλεγε, «θὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὰ θηρία». Καὶ θεωροῦσε τὰ στόματα αὐτῶν πολὺ πιὸ ἥμερα ἀπὸ τὴ γλώσσα τοῦ τυράννου, καὶ πολὺ σωστά· διότι ἐκείνη τὸν καλοῦσε πρὸς τὴ γέεννα, ἐνῶ τὰ στόματα τῶν θηρίων τὸν ἔστελναν πρὸς τὴ βασιλεία

   Ἀφοῦ λοιπὸν τελείωσε ἐκεῖ τὴ ζωή του, ἢ καλύτερα, ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, ἐπέστρεψε στὴ συνέχεια ἐδῶ στεφανωμένος. Διότι κι αὐτὸ ὑπῆρξε καρπὸς τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ, τὸ νὰ τὸν ἐπιστρέψει δηλαδὴ πάλι σ’ ἐμᾶς καὶ νὰ παραδώσει τὸν μάρτυρα στὶς πόλεις. Διότι ἡ Ρώμη δέχθηκε τὸ αἷμα ποὺ ἔσταζε ἀπὸ τὸ σῶμα του, ἐνῶ σεῖς ἔχετε τιμηθεῖ μὲ τὸ λείψανό του· ἀπολαύσατε ἐσεῖς τὴ φροντίδα του, ἀπόλαυσαν ἐκεῖνοι τὸ μαρτύριο· τὸν εἶδαν ἐκεῖνοι ν’ ἀγωνίζεται καὶ νὰ νικᾶ καὶ νὰ στεφανώνεται, ἔχετε ἐσεῖς αὐτὸν γιὰ πάντα· τὸν ἀπομάκρυνε ὁ Θεὸς γιὰ λίγο χρόνο ἀπὸ κοντά σας καὶ σᾶς τὸν χάρισε μὲ περισσότερη δόξα. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνοι ποὺ δανείζονται χρήματα, ἀποδίδουν μὲ τόκο τὰ χρήματα ποὺ θὰ λάβουν, ἔτσι καὶ ὁ Θεός· ἀφοῦ γιὰ λίγο χρόνο τὸν δανείσθηκε ἀπό σας καὶ τὸν ἔδειξε στὴν πόλη ἐκείνη, σᾶς τὸν ἐπέστρεψε μὲ μεγαλύτερη λαμπρότητα.

    Διότι ἀποστείλατε ἐπίσκοπο, καὶ δεχθήκατε μάρτυρα· τὸν προπέμψατε μὲ εὐχές, καὶ τὸν δεχθήκατε μὲ στεφάνια· καὶ ὄχι μόνο σεῖς, ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ ἐνδιάμεσες πόλεις. Διότι ποιὰ νομίζετε ὅτι ἦταν ἡ διάθεσή τους βλέποντας τὸ λείψανο νὰ ἐπιστρέφει; Πόση εὐχαρίστηση θὰ καρπώθηκαν; Πόση ἀγαλλίαση;

  Με πόσες ἐπευφημίες θὰ περιέβαλαν ἀπὸ παντοῦ τὸν στεφανωμένο; Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ἀθλητὴ γενναῖο ποὺ καταπάλεψε ὅλους τους ἀνταγωνιστές του καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ σκάμμα μὲ λαμπρὴ δόξα, σηκώνοντας τὸν ἀμέσως οἱ θεατὲς ψηλὰ δὲν τὸν ἀφήνουν οὔτε νὰ πατήσει ἐπάνω στὴ γῆ, καὶ τὸν μεταφέρουν στὸ σπίτι τοῦ σηκωτό, καὶ τὸν ἐγκωμιάζουν μὲ μύρια ἐγκώμια, ἔτσι λοιπὸν καὶ τὸν ἅγιο ἐκεῖνον τότε ὑποδεχόμενες τὸν οἱ πόλεις ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη καὶ μεταφέροντας τὸν ἐπάνω στοὺς ὤμους τοὺς τὸν προέπεμψαν μέχρι αὐτὴν τὴν πόλη, ἐγκωμιάζοντας τὸν στεφανωμένο, ἐξυμνώντας τὸν ἀγωνοθέτη, περιγελώντας τὸν διάβολο, διότι τὸ τέχνασμά του μετατράπηκε στὸ ἀντίθετο ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἐπιδίωκε, καὶ ἐκεῖνο ποὺ νόμισε ὅτι θὰ κάνει κατὰ τοῦ μάρτυρα, αὐτὸ ἀπέβη ὑπὲρ αὐτοῦ.

      Καὶ τότε βέβαια ὠφέλησε καὶ ἀνόρθωσε ὅλες ἐκεῖνες τὶς πόλεις, ἀπὸ τότε ὅμως καὶ μέχρι σήμερα πλουτίζει τὴν πόλη σας. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς θησαυρὸς διαρκῆς, ἀντλούμενος καθημερινὰ καὶ μὴ ἐξαντλούμενος, κάνει πλουσιότερους ὅλους ἐκείνους ποὺ μετέχουν στὴν ἐξαγωγή του, ἔτσι λοιπὸν καὶ ὁ μακάριος αὐτὸς Ἰγνάτιος ἐκείνους ποὺ ἔρχονται πρὸς αὐτόν, γεμίζοντάς τους μὲ εὐλογίες, παρρησία, γενναῖο φρόνημα καὶ πολλὴ ἀνδρεία, τοὺς ἀποστέλλει στὰ σπίτια τους.

      Ἃς μὴν ἐρχόμαστε λοιπὸν πρὸς αὐτὸν μόνο σήμερα, ἀλλὰ καὶ καθημερινά, ἀποκομίζοντας πνευματικοὺς καρποὺς ἀπ’ αὐτόν. Διότι εἶναι δυνατό, εἶναι δυνατὸ ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται ἐδῶ μὲ πίστη νὰ καρπωθεῖ μεγάλα ἀγαθά· διότι ὄχι μόνο τα σώματα, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιες οἱ λάρνακες τῶν ἁγίων εἶναι γεμάτες ἀπὸ πνευματικὴ χάρη. Ἐὰν δηλαδὴ αὐτὸ συνέβη στὴν περίπτωση τοῦ Ἐλισαίου καὶ νεκρὸς ποὺ ἄγγιξε τὴ λάρνακα ἔσπασε τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου καὶ ἐπανῆλθε πάλι στὴ ζωή, πολὺ περισσότερο τώρα ποὺ ἡ χάρη εἶναι ἀφθονότερη, τώρα ποὺ ἡ ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος εἶναι περισσότερη, ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἀγγίξει λάρνακα μὲ πίστη θὰ λάβει πολλὴ δύναμη ἀπὸ ἐκεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ἄφησε ὁ Θεὸς τὰ λείψανα τῶν ἁγίων, θέλοντας νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν ἴδιο ζῆλο μὲ ἐκείνους καὶ νὰ μᾶς προσφέρει κάποιο λιμάνι καὶ ἀσφαλῆ παρηγοριὰ γιὰ τὰ κακὰ ποὺ μᾶς συμβαίνουν πάντοτε.

    Γι’ αὐτὸ παρακαλῶ ὅλους σας, εἴτε κανεὶς διακατέχεται ἀπὸ ὑπερβολικὴ λύπη, εἴτε εἶναι ἀσθενής, εἴτε διατελεῖ ὑπὸ βλαβερὴ ἐπενέργεια, εἴτε βρίσκεται κάτω ἀπὸ κάποια ἄλλη βιοτικὴ κατάσταση, εἴτε σὲ πλῆθος ἁμαρτιῶν, ἃς ἔλθει ἐδῶ μὲ πίστη καὶ ὅλα ἐκεῖνα θὰ τὰ ἀπομακρύνει καὶ θὰ ἐπιστρέψει μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση, κάνοντας ἐλαφρότερη τὴ συνείδηση ἀπὸ τὴ θέα καὶ μόνον αὐτοῦ· ἢ καλύτερα δὲν πρέπει νὰ ἔρχονται ἐδῶ μόνο ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονται σὲ κακά, ἀλλὰ καὶ εἴτε κάποιος βρίσκεται σὲ εὐθυμία, εἴτε σὲ δόξα, εἴτε σὲ ἐξουσία, εἴτε σὲ παρρησία μεγάλη πρὸς τὸ Θεό, οὔτε αὐτὸς νὰ μὴ περιφρονεῖ τὴν ὠφέλεια.

    Διότι ἐρχόμενος ἐδῶ καὶ βλέποντας αὐτὸν τὸν ἅγιο θὰ ἔχει σταθερά τα καλά, πείθοντας τὴ ψυχή του μὲ τὴν ἀνάμνηση τῶν κατορθωμάτων αὐτοῦ νὰ μετριοφρονεῖ, καὶ μὴ ἀφήνοντας τὴ συνείδησή του νὰ ὑπερηφανεύεται ἀπὸ τὰ κατορθώματά του. Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ ἐκεῖνοι ποὺ εὐημεροῦν νὰ μὴ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὴν εὐημερία τους, ἀλλὰ νὰ γνωρίζουν ν’ ἀντιμετωπίζουν τὶς εὐημερίες μὲ μετριοφροσύνη. Ὥστε σ’ ὅλους εἶναι χρήσιμος ὁ θησαυρός, χρήσιμό το καταγώγιο, σ’ ἐκείνους ποὺ διέπραξαν πταίσματα, γιὰ ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, ἐνῶ σ’ ἐκείνους ποὺ εὐημεροῦν, γιὰ νὰ τοὺς παραμείνουν σταθερά τα καλά· ἐπίσης γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς γιὰ νὰ ἐπανεύρουν τὴν ὑγεία τους, ἐνῶ γιὰ τοὺς ὑγιεῖς, γιὰ νὰ μὴ περιπέσουν σὲ ἀσθένεια.

    Ἀναλογιζόμενοι ὅλα αὐτά, ἃς προτιμοῦμε ἀπὸ κάθε εὐχαρίστηση καὶ μὲ κάθε ἡδονὴ τὴν ἐδῶ προσέλευση, ὥστε συγχρόνως καὶ νὰ εὐφραινόμαστε καὶ ν’ ἀποκομίζομε κέρδος, καὶ ἐκεῖ νὰ μπορέσομε νὰ γίνομε ὁμόσκηνοι καὶ ὁμοδίαιτοι μὲ τοὺς ἁγίους αὐτούς, μὲ τὶς εὐχές τους, μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο στὸν Πατέρα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ συγχρόνως καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀποσπάσματα ἀπὸ “Λόγος ἐγκωμιαστικὸς στὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο”, Ε.Π.Ε., τ. 37, )

ΠΗΓΗ: “ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ”

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *