4 Δεκεμβρίου

1. Ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Ἁγίου Μέχρι τῆς ἐλεύσεώς του εἰς τὴν Λαύρα Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου[1] (454-490 μ.Χ.)[1]
Πρώτον τοποθετῶ μὲ τὸ Λόγο τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη, τὸν Ἡσυχαστὴ τῆς Λαύρας τοῦ μακαρίου Σάββα, ἀφοῦ καὶ κατὰ τὸν χρόνο καὶ κατὰ τὴ Λαμπρότητα τοῦ βίου προηγεῖται ὅλων των ἄλλων. Ὁ φωτισμένος λοιπὸν αὐτὸς πατέρας μᾶς Ἰωάννης κατάγεται ἀπὸ τὴν Νικόπολη τῆς Ἀρμενίας. Εἶχε γονεῖς ὀνομαζόμενους Ἐγκράτιο καὶ Εὐφημία, ποὺ ἤσαν διακοσμημένοι μὲ πλοῦτο καὶ διασημότητα καταγωγῆς καὶ εἶχαν διαπρέψει σὲ πολλὰ δημόσια ἀξιώματα, σὲ στρατηγεῖες, σὲ δημαρχίες καὶ σὲ ἐξουσίες μέσα στὰ βασιλικὰ ἀνάκτορα. Γι’ αὐτοὺς καὶ οἱ Βυζαντινοὶ καὶ οἱ Ἀρμένιοι ἀναφέρουν πολλὰ διηγήματα καὶ κατορθώματα. Γιὰ νὰ μὴν προκαλέσω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κόρο στὴν ἔκθεσή μου, θὰ τὰ παραλείψω αὐτὰ ἑκουσίως καὶ θὰ διηγηθῶ ἐκεῖνα μόνο, ὅσα εἶναι πρόδηλα σὲ ὅλους, σχεδὸν ἐκείνους ποὺ τὸν γνωρίζουν.

Λοιπόν, ὅπως μου διηγήθηκε ὁ ἴδιος, ἐγεννήθη τὴν ὀγδόη Ἰανουαρίου τῆς ἑβδόμης Ἰνδικτιῶνος[2], τὸ τέταρτο ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ θεοφιλοῦς Μαρκιανοῦ. Ἐπειδὴ οἱ γονεῖς τοῦ ἤσαν Χριστιανοί, ἀνατράφηκε χριστιανικῶς μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Ἀφοῦ ἐπέρασε λίγος χρόνος καὶ οἱ γονεῖς τοῦ ἐτελειώθηκαν ἐν Χριστῷ καὶ ἡ γονικὴ περιουσία διανεμήθηκε, αὐτὸς ὁ θεοφόρος ἄνδρας ἀφιερώθηκε στὸν Θεό, οἰκοδόμησε μέσα στὴ Νικόπολη ἐκκλησία πρὸς τιμὴν τῆς πανυμνήτου Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ἀπαρνήθηκε τὰ πράγματα τοῦ βίου, στὸ δέκατο ὄγδοο ἔτος τῆς ἡλικίας του? ἐπῆρε δέκα ἀδελφοὺς ποὺ ἤθελαν νὰ σωθοῦν καὶ συνέστησε ἐκεῖ κοινόβιο. Ὅλο τὸν χρόνο τῆς νεότητάς του ἐφρόντιζε προσεκτικὰ νὰ συγκρατεῖ τὸ στομάχι του καὶ νὰ περιφρονεῖ τὴν ὑπεροψία, γνωρίζοντας ὅτι τὸ χόρτασμα τοῦ στομαχιοῦ δὲν γνωρίζει οὔτε ν’ ἀγρυπνεῖ οὔτε νὰ σωφρονεῖ, καὶ ἡ ὑπεροψία δὲν ἀνέχεται νὰ ἠρεμεῖ καὶ ἡ ἄσκηση δὲν μπορεῖ νὰ κατορθωθεῖ χωρὶς ἐγρήγορση, ἁγνεία καὶ ταπεινοφροσύνη. Ἔτσι ἀγωνιζόταν ὁ ἴδιος ἀπὸ τὴ νεανικὴ ἡλικία νὰ φυλάττει τὸν νοῦ ἀφούσκωτο καὶ τὸ λόγο ἀκατάκριτο, ἀρτυμένο μὲ θεῖο ἅλας, ἐνῶ τοὺς ὑφισταμένους του μὲ λόγο καὶ ἔργο τοὺς μεταρρύθμισε πρὸς τὴν διαγωγὴ τῆς ἀσκήσεως. Δὲν τοὺς παραφόρτωνε μὲ τὸν ζυγὸ τῶν κανόνων, ἀφοῦ ἤσαν νεοπαγεῖς, οὔτε ὅμως τοὺς ἄφηνε νὰ μένουν ξεκούραστοι καὶ ἀγύμναστοι, ἀλλὰ τοὺς ὁδηγοῦσε σιγὰ-σιγὰ καὶ τοὺς ἐπότιζε μὲ τὰ θεία νάματα, κι ἔτσι τοὺς προετοίμαζε νὰ καρποφοροῦν ἐπάξια της κλήσεως.
Ὅταν ἐμπῆκε στὸ εἰκοστὸ ὄγδοο ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ[3] καὶ ἡ χάρη ἄστραφτε μέσα του καὶ ἔτρεχε παντοῦ, ὁ μητροπολίτης Σεβάστειας ἀπὸ ἐκτίμηση στὴ φήμη του καὶ ἀπὸ παρακλήσεις τῶν κατοίκων τῆς πόλεως Κολωνίας, τὸν προσκάλεσε γιὰ κάποιο ἄλλο δῆθεν θέμα καί, καθὼς εἶχε περάσει τὰ στάδια τῶν βαθμῶν τοῦ κλήρου, τὸν χειροτονεῖ Ἐπίσκοπό της πόλεως αὐτῆς, ἀφοῦ πέθανε ὁ ἕως τότε ἐπίσκοπος. Ὅμως, ἂν καὶ ἔτσι δέχθηκε ἀκουσίως τὴν ἀρχιερωσύνη, δὲν ἐγκατέλειψε τὸν κανόνα τῆς μοναχικῆς διαβιώσεως, ἀλλὰ ἀγωνιζόταν στὸ ἐπισκοπεῖο σὰν σὲ μοναστήρι, διατηρώντας μάλιστα τὴν ἀλουσία, φυλασσόμενος ὄχι μόνο νὰ μὴ ἰδωθεῖ ἀπὸ ἄλλον ἀλλὰ καὶ νὰ ἀντικρύσει τὸν ἑαυτὸ τοῦ γυμνό, διότι ἐνθυμοῦνταν τὴν γύμνωση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὰ γραμμένα σ’ ἐκεῖνο τὸ μέρος[4], καὶ πίστευε ὅτι ἡ ἀλουσία ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀρετές, καὶ γενικὰ ἐφρόντιζε μὲ κάθε τρόπο νὰ εὐαρεστήσει τὸν Θεό, καὶ μὲ νηστεῖες καὶ προσευχές, μὲ ἁγνότητα σώματος καὶ καθαρότητα καρδιᾶς[5], καθαιροῦσε πάντοτε τοὺς λογισμοὺς καὶ κάθε ὕψωμα ποὺ σηκωνόταν κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Ἐπὶ πλέον καὶ ὁ ἀδελφός του Περγάμιος, ἀφοῦ εὐδοκίμησε καὶ στοὺς δύο βασιλεῖς Ζήνωνα καὶ Ἀναστάσιο καὶ ἄσκησε πολλὲς πολιτικὲς ἐξουσίες, φωτιζόμενος ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τοῦ ἐφρόντιζε ἰδιαιτέρως νὰ εὐαρεστίσει τὸν Θεό. Ἀλλ’ ἐπίσης καὶ ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Θεόδωρος, ὁ ἐνδοξότατος γραμματέας, ἀκούοντας γιὰ τὸν θεῖο του ποὺ ἐγέρασε μέσα στὶς ἀρετὲς καὶ φωτιζόμενος στὴν ψυχὴ διὰ τῆς ἀκοῆς, πολὺ εὐαρέστησε τὸν Θεὸ μαζὶ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά του. Αὐτὸς ὁ Θεόδωρος τώρα θαυμάζεται ἀπὸ ὅλη τὴ Σύγκλητο καὶ τὸν εὐσεβέστατο βασιλέα μᾶς Ἰουστινιανὸ γιὰ τὴ σύνεση καὶ σεμνότητα βίου, γιὰ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ συμπάθεια καὶ ἐλεημοσύνη. Αὐτὰ ὅμως ἀργότερα. Τώρα θὰ ἐπανέλθω στὴν ἔκθεση κατὰ χρονικὴ σειρά.
Ὅταν ὁ θεσπέσιος αὐτὸς Ἰωάννης εἶχε κάμει ἐννέα χρόνια στὴν ἐπισκοπή, συνέβηκε νὰ εἶναι διοικητὴς τῆς Ἀρμενίας ὁ σύζυγος τῆς ἀδελφῆς του Μαρίας Πασίνικος. Ἀπὸ σατανικὴ ἐνέργεια ὁ Πασίνικος ἐπιχειροῦσε νὰ ζημιώσει καὶ νὰ ταράξει τὴν Ἐκκλησία ποὺ εἶχε ἀνατεθεῖ στὸν Ἰωάννη? δὲν ἐπέτρεπε σ’ ἐκείνους ποὺ εἶχαν τὴν εὐθύνη νὰ φροντίζουν καταλλήλως γιὰ τὰ χριστιανικὰ πράγματα καὶ ἀποσποῦσε μὲ βία ἐκείνους ποὺ προσέφευγαν στὰ ὅριά της κι ἔτσι κατέλυσε τὴν ἀσυλία. Ἂν καὶ πολλὲς φορὲς παρακαλοῦνταν καὶ μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ νουθετοῦνταν, γινόταν χειρότερος, ὅταν μάλιστα πέθανε ἡ ἀδελφή του. Περιπίπτοντας λοιπὸν σὲ βαρύτατη θλίψη ὁ δίκαιος, ἀναγκάζεται ν’ ἀνεβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ καὶ ἐξασφάλισε τὰ συμφέροντα τῆς Ἐκκλησίας του μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Εὐφημίου, κατὰ τὸ τέλος τῆς βασιλείας τοῦ Ζήνωνα, παίρνει μιὰ θεάρεστη ἀπόφαση ν’ ἀναχωρήσει στὴν Ἁγία Πόλη καὶ νὰ ἡσυχάσει ἐρημικὰ ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ βίου. Ἀφοῦ ἀπέλυσε τοὺς πρεσβυτέρους καὶ κληρικοὺς ποὺ ἦταν μαζί του, μὲ τὰ βασιλικὰ διατάγματα ποὺ εἶχε ἐξασφαλίσει, διέφυγε ὅλων τὴν προσοχὴ καὶ ὁλομόναχος ἀνέβηκε σὲ πλοῖο. Ἔφθασε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἔμεινε στὸ πρὶν ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη γηροκομεῖο, ποὺ κτίστηκε ἀπὸ τὴ μακαρία Εὐδοκία καὶ εἶναι παρεκκλήσι τοῦ ἁγίου μάρτυρα Γεωργίου. Ὅταν ἦλθε καὶ εἶδε σ’ αὐτὸ κοσμικὴ ὀχλαγωγία, λυπήθηκε μέσα του καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ μὲ δάκρυα νὰ ὁδηγηθεῖ σ’ ἕνα τόπο εὐχάριστο, ἥσυχο καὶ κατάλληλο γιὰ νὰ σωθεῖ.
Καθὼς λοιπὸν ὁ τίμιος πατέρας μᾶς Ἰωάννης ἔμενε στὸ παραπάνω γηροκομεῖο ἀρκετὸ χρόνο, διανυκτερεύοντας μὲ προσευχές, μιὰ νύκτα περπατώντας μόνος στὸ μεσίαυλο τοῦ γηροκομείου καὶ κοιτάζοντας πρὸς τὸν οὐρανό, βλέπει ξαφνικὰ ἀστέρι ποὺ ἔλαμπε μὲ σχῆμα σταυροῦ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του κι ἀκούει φωνὴ ποὺ τοῦ ἔλεγε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ φῶς: «Ἂν θέλεις νὰ σωθεῖς, ἀκολοῦθα τοῦτο τὸ φῶς».
Πίστεψε, ἐβγῆκε ἀμέσως ἔξω καὶ ἀκολουθώντας ἐκεῖνο τὸ φῶς σὰν ὁδηγό, ἦλθε στὴ Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου πατέρα μᾶς Σάββα? ἦταν τότε Πατριάρχης στὴν Ἐκκλησία Ἱεροσολύμων ὁ Σαλούστιος ἐπὶ τῆς δεκάτης τετάρτης ἰνδικτιῶνος, κατὰ τὸ τριακοστὸ ὄγδοο ἔτος τῆς ἡλικίας του, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἡ θεοκτίστη ἐκκλησία τῆς Μεγίστης Λαύρας ἐγκαινιάσθηκε[6] καὶ ὁ Ἀναστάσιος ἀνέλαβε τὴ βασιλεία μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ζήνωνα, καθὼς ἄκουσα τὸν ἴδιο νὰ τὸ διηγεῖται μὲ τὸ στόμα του. Ὅταν λοιπὸν ἔφθασε στὴν Μεγίστη Λαύρα, εὐρῆκε τὸν μακαρίτη Σάββα νὰ ἔχει συνοδεία ἑκατὸν πενήντα ἀναχωρητῶν, ποὺ περνοῦσαν μὲ μεγάλη στέρηση τῶν σωματικῶν πραγμάτων, ἀλλὰ ἤσαν πλούσιοι σὲ πνευματικὰ χαρίσματα.
Ὁ μακαρίτης λοιπὸν Σάββας, ἀφοῦ τὸν ὑποδέχθηκε, τὸν παραδίδει στὸν οἰκονόμο τῆς Λαύρας, γιὰ νὰ παίρνει ἐντολὲς καὶ νὰ ὑπηρετεῖ σὰν ἀρχάριος, ἀγνοώντας τὸν ἐσωτερικό του θησαυρό. Ἃς μὴ θαυμάζει ὅμως κανεὶς ποὺ ὁ θησαυρὸς τῶν κατορθωμάτων τοῦ Ἰωάννη ἀποκρύφθηκε ἀπὸ τὸν γέροντα Σάββα, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ σκεφθεῖ ὅτι, ὅταν ὁ Θεὸς θελήσει ν’ ἀποκαλύψει στοὺς ἁγίους του[7], εἶναι προφῆτες, ὅταν ὅμως θελήσει ν’ ἀποκρύψει, βλέπουν ὅπως ὅλοι. Καὶ ἐπιβεβαιώνει τὸ λόγο τοῦ ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος ποὺ λέγει γιὰ τὴ Σουμανίτιδα, «ἡ ψυχὴ τῆς εἶναι καταλυπημένη καὶ ὁ Κύριος το ἀπέκρυψε ἀπὸ μένα»[8].
Ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης ἔδειχνε κάθε ὑπακοὴ στὸν οἰκονόμο καὶ τοὺς ἄλλους πατέρες, ὑπηρετώντας μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ προθυμία? μετέφερε νερὸ ἀπὸ τὸ χείμαρρο, ἐμαγείρευε γιὰ τοὺς οἰκοδόμους καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσε στὴ μεταφορὰ λίθων καὶ στὶς ἄλλες ἐργασίες οἰκοδομῆς, ὅταν χτιζόταν τὸ ξενοδοχεῖο τῆς Λαύρας. Κατὰ τὸν δεύτερο χρόνο τῆς παρουσίας του στὴ Λαύρα καθαρίσθηκε τὸ Καστέλλι ἀπὸ τὴν κατοίκηση τῶν δαιμόνων, ὅπως ἐξέθεσα στὸ βίο περὶ τοῦ ἁγίου Σάββα? τότε ἐκοπίασε πολὺ μὲ τὸν ἅγιο Σάββα καὶ μαζὶ μὲ ἄλλους, ὅπως μου διηγήθηκε ὁ ἴδιος, τότε ποὺ καὶ ὁ ἅγιος ἀββᾶς Μαρκιανὸς κατὰ θεία ἀποκάλυψη τοὺς ἔστειλε τροφές, διότι ἐπεινοῦσαν καὶ δὲν διέθεταν τίποτε ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν τροφή. Ὅταν ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς ἀλλαγῆς τῶν διακονιῶν, τὴν πρώτη Ἰνδικτιώνα[9], ὁ οἰκονόμος ποὺ ἀναφέραμε ὅρισε αὐτὸν τὸν μεγάλο φωστήρα ξενοδόχο καὶ μάγειρα. Αὐτὸς δέχθηκε μὲ προθυμία καὶ χαρὰ αὐτὴ τὴ διακονία καὶ ὑπηρέτησε ὅλους τους πατέρες μὲ δουλεῖες, ὑπηρετώντας τὸν καθένα μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἐπιείκεια.
Ὅταν ἐκτελοῦσε αὐτὴ τὴ διακονία, συνέβη νὰ κτίζεται τὸ κοινόβιο ἔξω ἀπὸ τὴ Λαύρα πρὸς τὸν Βορρᾶ, ποὺ εἶχε σκοπὸ σ’ αὐτὸ νὰ ἐκπαιδεύονται πρῶτα στὴ μοναχικὴ ἀκρίβεια οἱ ἀπαρνούμενοι τὸν βίο, κι ἔπειτα, ἀφοῦ διδαχθοῦν ἔτσι τὸν κοινοβιακὸ κανόνα, νὰ κατοικοῦν στὴ Λαύρα, διότι ὁ μακάριος Σάββας διαβεβαίωνε κι ἔλεγε: «ὅπως τὸ ἄνθος προηγεῖται τῆς καρποφορίας, ἔτσι προηγεῖται ὁ κοινοβιακὸς βίος τοῦ ἀναχωρητικοῦ».
Ὅταν λοιπὸν κτιζόταν αὐτὸ τὸ κοινόβιο, ἀναγκαζόταν ὁ δίκαιος αὐτὸς ἄνδρας, ποὺ ἦταν ξενοδόχος, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς ἄλλες ὑπηρεσίες τοῦ ξενοδοχείου, νὰ μαγειρεύει γιὰ τοὺς τεχνίτες καὶ νὰ ἀχθοφορεῖ γιὰ δεύτερη φορὰ καὶ νὰ βαστάζει τὰ ψητὰ καὶ τὰ ἄλλα φαγώσιμα καὶ νὰ τὰ φέρνει στοὺς ἐργαζομένους, σὲ ἀπόσταση δέκα σταδίων ἀπὸ τὸ ξενοδοχεῖο. Ὅταν ἐτελείωσε τὸ ἔτος τῆς διακονίας αὔτης[10] καὶ ὅλοι οἱ πατέρες οἰκοδομήθηκαν μὲ τὴν κατάστασή του, τὴ σεμνότητα καὶ τὴν πνευματικὴ σύνεσή του, τοῦ ἔδωσε ὁ πατέρας μᾶς Σάββας ἕνα κελλὶ γιὰ νὰ ἡσυχάσει.
2. Σαββαΐτης μοναχός, ὑπόδειγμα ταπείνωσης καὶ ἀσκητικῆς-ἀναχωρητικῆς διαβίωσης (491-502 μ.Χ.)
Ὁ Τιμιώτατος λοιπὸν Ἰωάννης, ἀφοῦ ἔλαβε τὸ κελλὶ καὶ τοῦ ἐπιτράπηκε νὰ ἡσυχάσει, ἔμεινε τρία χρόνια. Τὶς πέντε ἡμέρες τῆς ἑβδομάδας δὲν φαινόταν καθόλου σὲ ἄνθρωπο οὔτε ἔτρωγε τίποτε, τὸ Σάββατο ὅμως καὶ τὴν Κυριακή, ἔμπαινε πρὶν ἀπὸ ὅλους στὴν ἐκκλησία καὶ ἔβγαινε τελευταῖος, στεκόταν ἐπιμελῶς καὶ μὲ φόβο καὶ κάθε εὐλάβεια στὸν κανόνα τῆς ψαλμωδίας, σύμφωνα μὲ τὸ λεγόμενο στοὺς ψαλμούς, «ὑπηρετῆστε τὸν Κύριο μὲ φόβο καὶ ἀγάλλεσθε ἐμπρός του μὲ τρόμο[11]. Καὶ τόση κατάνυξη διέθετε, ὥστε νὰ χύνει ἄφθονα δάκρυα στὸν καιρὸ τῆς ἀναίμακτης θυσίας καὶ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ συγκρατήσει τὸν ἑαυτό του, ὥστε οἱ πατέρες ποὺ ἔβλεπαν τὴ χάρη τῶν δακρύων νὰ ἐκπλήττονται καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Θεὸ ποὺ δίνει τὰ ἀγαθά.
Ὅταν συμπληρώθηκε ὁ τριετὴς χρόνος[12], τοῦ ἀνατέθηκε ἡ οἰκονομία τῆς Λαύρας. Ὁ Θεὸς τοῦ συνεργοῦσε σὲ ὅλα καὶ εὐλογήθηκε ἡ Λαύρα καὶ πληθύνθηκε ἡ συνοδεία κατὰ τὴ διάρκεια τῆς διακονίας του. Ὅταν ἐκπλήρωσε τὴ διακονία του, ὁ μακάριος Σάββας θέλησε νὰ τὸν χειροτονήσει ὡς ἐνάρετο καὶ τέλειο μοναχό. Τὸν ἐπῆρε λοιπὸν στὴν Ἁγία Πόλη τὴν ἕκτη ἰνδικτιώνα[13] καὶ τὸν παρουσίασε στὸν μακαρίτη Ἠλία τὸν ἀρχιεπίσκοπο καὶ ἀφοῦ τοῦ ἐξέθεσε τὶς ἀρετές του, τὸν παρακάλεσε νὰ χειροτονηθεῖ πρεσβύτερος.
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος, ὅταν ἄκουσε τὰ σχετικὰ μὲ αὐτόν, πηγαίνει στὸ ἅγιο Κρανίο, θέλοντας νὰ τὸν χειροτονήσει μὲ τὰ χέρια του. Ὁ μεγάλος ὅμως αὐτὸς πατέρας, ποὺ κρατοῦνταν γιὰ νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ξεφύγει, εἶπε στὸν ἀρχιεπίσκοπο μὲ τὴ σύνεση ποὺ διέθετε: «Τίμιε πάτερ, ἐπειδὴ ἔχω κάμει μερικὰ πταίσματα, παρακαλῶ νὰ τὰ ἀναφέρω ἰδιαιτέρως σὲ σᾶς τὸν μακαριώτατο, κι ἂν μὲ νομίσετε ἄξιο, δέχομαι τὴ χειροτονία».
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἠλίας τὸν ἐπῆρε στὸν ἀνήφορο τοῦ Γολγοθὰ ἰδιαιτέρως καὶ τότε ὁ Ἅγιος του λέγει: «Ἐγώ, πάτερ, ἔχω χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπός της τάδε πόλεως, ἀλλὰ ἐπειδὴ πληθύνθηκε ἡ ἀνομία[14] ἀπομακρύνθηκα μὲ φυγὴ καὶ ἐγκαταστάθηκα στὴν ἔρημο, δεχόμενος τὴν ἐπισκοπὴ τοῦ Θεοῦ. Θεώρησα δίκαιο, ὅσο εἶμαι ἀκόμη σὲ σωματικὴ δύναμη, νὰ ὑπηρετῶ καὶ δουλεύω στοὺς πατέρες, ὥστε, ὅταν ἐξασθενήσω νὰ εἶμαι ἀκατάκριτος ποὺ θὰ διακονοῦμαι ἀπὸ ἄλλους. Παρακαλῶ τὴν ἁγιότητά σου νὰ λυπηθεῖ τὴ ζωή μου καὶ νὰ μὴν ἀναφέρει σὲ κανένα τὸ μυστικὸ αὐτό».
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἐθαύμασε? ἐκάλεσε τὸν μακάριο Σάββα καὶ τοῦ λέγει: «Μοῦ ἐμπιστεύθηκε μερικὰ πράγματα, καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ χειροτονηθεῖ, ἀλλὰ ἀπὸ σήμερα νὰ ἡσυχάσει χωρὶς κανεὶς νὰ τὸν ἐνοχλεῖ».
Ὁ ἀρχιεπίσκοπος αὐτὰ μόνο εἶπε καὶ τοὺς ἀπέλυσε? ἀλλὰ ὁ ἀββᾶς Σάββας, λυπημένος μέσα του, ἀναχώρησε σὲ σπήλαιο δυτικά του Καστελλίου, περίπου τριάντα στάδια ἀπὸ τὴν Μεγίστη Λαύρα, ὅπου ἀργότερα συνέστησε κοινόβιο, ἐρρίφθηκε ἐνώπιόν του Θεοῦ καὶ ἔλεγε μὲ δάκρυα: «Γιατί, Κύριε, μὲ περιφρόνησες τόσο πολύ, ὥστε ν’ ἀπατηθῶ καὶ νὰ νομίσω ὅτι ὁ Ἰωάννης εἶναι ἄξιος της ἱερωσύνης; Τώρα, Δέσποτα Κύριε, φανέρωσά μου τὰ σχετικὰ μὲ αὐτόν, διότι ἡ ψυχή μου εἶναι λυπημένη μέχρι θανάτου[15], ἂν τὸ σκεῦος ποὺ ἐγὼ ἐνόμισα ἁγιασμένο καὶ χρήσιμο καὶ ἄξιο ὑποδοχῆς τοῦ θείου μύρου, ἔγινε ἄχρηστο μπροστὰ στὴ θεία μεγαλωσύνη σου». Καθὼς μὲ τέτοιους καὶ παρόμοιους λόγους μαζὶ μὲ δάκρυα διενυκτέρευε ὁ ἀββᾶς Σάββας, τοῦ παρουσιάσθηκε μιὰ ἀγγελικὴ μορφὴ ποὺ ἔλεγε: «Δὲν εἶναι ἄχρηστο σκεῦος, ἀλλὰ σκεῦος ἐκλογῆς[16], ὁ Ἰωάννης? Ἐπειδὴ ὅμως ἐχειροτονήθηκε προηγουμένως ἐπίσκοπος δὲν μπορεῖ νὰ γίνει πρεσβύτερος».
Ἕως αὐτὸ τὸ σημεῖο ἔφθασε ἡ ὀπτασία. Ὁ πατέρας μᾶς Σάββας ὅμως, ποὺ ἦταν συνηθισμένος μὲ θεοφάνειες καὶ ἀγγελικὲς ὀπτασίες, δὲν ἐδειλίασε, ἀλλὰ γεμάτος χαρὰ ἦλθε στὸ κελλὶ τοῦ θείου Ἰωάννη, τὸν ἀγκάλιασε καὶ εἶπε: «Πάτερ Ἰωάννη, ἐσὺ ἔκρυψες ἀπὸ ἐμένα τὴν πρὸς ἐσένα δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος ὅμως μου τὴν ἐφανέρωσε».
Τότε ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης εἶπε: «Εἶμαι λυπημένος, πάτερ, διότι δὲν ἤθελα νὰ ξέρει κανεὶς αὐτὸ τὸ μυστήριο. Τώρα ὅμως δὲν θὰ μπορέσω νὰ κατοικῶ σ’ αὐτὴ τὴ χώρα».
Ὁ γέροντας ὑποσχέθηκε στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ ἀναφέρει τὸ πράγμα αὐτό σε κανένα ἀπολύτως. Καὶ ἀπὸ τότε ἡσύχαζε στὸ κελλί του, χωρὶς νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία μήτε γενικῶς νὰ συναντᾶ κάποιον, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ὑπηρέτη του, ἐπὶ τέσσερα χρόνια, πλὴν τῆς ἡμέρας τοῦ ἐγκαινιασμοῦ τοῦ σεβασμίου οἴκου τῆς Παναγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ποὺ ἔγινε στὴ Λαύρα τὴν ἐνάτη Ἰνδικτιώνα[17]. Πράγματι μόνο τότε ἀναγκάσθηκε νὰ ἐξέλθει καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἠλία ποὺ ἦλθε στὰ ἐγκαίνια. Ὁ πατριάρχης, μόλις τὸν συνάντησε, συμπάθησε τὴν πνευματική του σύνεση καὶ γλυκειά του συζήτηση καὶ τὸν εἶχε ὅλον τὸν χρόνο τῆς ἱεραρχίας του σὲ ἐκτίμηση.
3. Στὴν ἔρημό του Ρουβᾶ καὶ τὴ Λαύρα, μέχρι τῆς ἁγίας κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου Σάββα (503-532 μ.Χ.)
Ὅταν συμπληρώθηκε ὁ τετραετὴς χρόνος καὶ ὁ μακάριος Σάββας ἀποχώρησε ἀπὸ τὴ Λαύρα στὰ μέρη τῆς Σκυθοπόλεως, λόγω τῆς ἀναταραχῆς τῶν ἀνδρῶν ποὺ ἀργότερα ἐγκαταστάθηκαν στὴ Νέα Λαύρα, αὐτὸς ὁ τιμιώτατος Ἰωάννης, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ συνέδριο τῆς ἀταξίας ἀνεχώρησε στὴν ἔρημό του Ρουβᾶ, τὸ πεντηκοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του, κατὰ τὴν ἑνδέκατη Ἰνδικτιώνα[18].
Ἡσύχασε ἐκεῖ σε σπήλαιο ἕξι χρόνια ἀποξενωμένος ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη συναναστροφή, διότι ἐποθοῦσε νὰ ὁμιλεῖ μὲ τὸν Θεὸ σὲ ἡσυχία καὶ νὰ καθαρίσει τὸ ὀπτικό της διανοίας μὲ τὴ μακρὰ φιλοσοφία, ὥστε μὲ ἀνοικτὸ πρόσωπο νὰ ἀντικατοπτρίζει τὴ δόξα τοῦ Κυρίου, φροντίζοντας μὲ κάθε τρόπο νὰ προκόβει ἀπὸ δόξα σὲ δόξα μὲ τὴν ἐπιθυμία γιὰ τὰ ἀνώτερα.
Κάθε δύο ἢ τρεῖς ἡμέρες, ὑποχωρώντας στὴ φυσικὴ ἀνάγκη τοῦ σώματος, ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπήλαιο καὶ περιτριγύριζε τὴν ἔρημο, γιὰ νὰ συγκεντρώσει τὰ μελάγρια ποὺ φύονται αὐτομάτως, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τρέφονται οἱ ἀναχωρητὲς τῆς ἐρήμου.
Κάποια ἡμέρα, στὴν ἀρχὴ τῆς ἐκεῖ διαμονῆς του, πρὶν νὰ γνωρίσει αὐτὴν τὴν ἔρημο, ἐβγῆκε γιὰ τὴ συλλογὴ ποὺ ἀνέφερα, ἀλλὰ ἔχασε τὸ δρόμο κι’ ἔπεσε σὲ ἀπότομους γκρεμούς? ἐπειδὴ δὲν εὐρῆκε ἀπὸ ποιὸ δρόμο νὰ ἐπιστρέψει στὸ σπήλαιο καὶ δὲν εἶχε τὴ δύναμη νὰ βαδίσει, ἔπεσε λιπόθυμος. Καὶ νά, ξαφνικὰ μὲ τὴν ἐπίσκεψη τῆς θείας δυνάμεως ἔγινε μετάρσιος, ὅπως ὁ προφήτης, Ἀββακούμ, κι εὑρέθηκε στὸ σπήλαιο τοῦ[19]. Καθὼς ὅμως προχωροῦσε ὁ καιρός, ἐγνώρισε ἐκείνη τὴν πανέρημο καὶ ἐντόπισε τὸ χῶρο ἀπὸ ὅπου μεταφέρθηκε μετάρσιος, καὶ εὐρῆκε ὅτι ἡ ἀπόσταση ἦταν πέντε μίλια.
Ἕνας ἀδελφὸς ποὺ ἦλθε στὸ Ρουβὰ ἔμεινε κοντά του λίγον καιρὸ ζωντας τὸν ἀναχωρητικὸ βίο μαζί του. Ὁ ἀδελφὸς αὐτός, ἐπειδὴ μᾶλλον ἐκουράσθηκε ἂπ’ αὐτὴν τὴν ἄσκηση, λέγει στὸν γέροντα, καθὼς ἤδη ἐπλησίαζε ἡ ἑορτὴ τοῦ Πάσχα: «Ἃς ἀνεβοῦμε λοιπὸν στὴ Λαύρα, πάτερ, γιὰ νὰ τελέσουμε τὴν ἕορτη τοῦ Πάσχα μαζὶ μὲ τοὺς πατέρες, διότι ἐδῶ δὲν ἔχομε τίποτε φαγώσιμο ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ τὰ μελάγρια».
Ὁ θεσπέσιος ὅμως Ἰωάννης δὲν ἤθελε ν’ ἀνεβεῖ ἐκεῖ, ἀφοῦ ὁ πατέρας μᾶς Σάββας δὲν ἦταν, ἀλλ’ εἶχε ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴ Λαύρα, ὅπως εἴπαμε, καὶ ἐνουθέτησε τὸν ἐπειγόμενο ἀδελφὸ μὲ τὰ λόγια:
«Ἃς ἡσυχάσομε, ἀδελφέ, καὶ ἃς πιστεύομε ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἔθρεψε στὴν ἔρημο ἑξακόσιες χιλιάδες ἐπὶ σαράντα χρόνια, αὐτὸς θὰ διαθρέψει κι ἐμᾶς ὄχι μόνο μὲ τὰ ἀναγκαῖα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ περιττά. Διότι αὐτὸς εἶπε, «δὲν θὰ σ’ ἀφήσω οὔτε θὰ σὲ ἐγκαταλείψω», καὶ στὸ εὐαγγέλιο λέγει, «νὰ μὴ ἀγωνιᾶτε λέγοντας, τί θὰ φᾶμε καὶ τί θὰ πιοῦμε καὶ τί θὰ ντυθοῦμε, διότι γνωρίζει ὁ Πατέρας σᾶς ὁ οὐράνιος ὅτι τὰ χρειάζεσθε ὅλα αὐτά, ἀλλὰ νὰ ζητεῖτε τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, κι ὅλα αὐτὰ θὰ προστεθοῦν σ’ ἐσάς». Ὑπόμενε λοιπόν, τέκνο, καὶ προτίμησε τὴ στενὴ ὁδὸ ἀπὸ τὴν πλατειὰ[20]. Διότι ἡ ἐδῶ ἄνεση γεννᾶ τὴν αἰώνια τιμωρία, ἐνῶ ἡ παροῦσα κακοπάθεια ἑτοιμάζει τὴν ἀπόλαυση τῶν ἀγαθῶν».
Ὁ ἀδελφός, ἐπειδὴ δὲν ἐπείσθηκε μ’ αὐτοὺς καὶ τοὺς παρομοίους λόγους, ἀναχώρησε καὶ ἐβάδισε τὴν ὁδὸ πρὸς τὴ Λαύρα. Ἀφοῦ ἀναχώρησε, ἔρχεται ἕνας ἄνθρωπος ἐντελῶς ἄγνωστος στὸν γέροντα μὲ ἕνα ὄνο φορτωμένο πολλὰ ἀγαθά? τὸ φόρτωμα εἶχε καθάριους ἄρτους ζεστούς, οἶνο καὶ ἔλαιο, νωπὰ τυριὰ καὶ αὐγὰ καὶ σταμνὶ μὲ μέλι. Ἀφοῦ τὰ ξεφόρτωσε, ἀνεχώρησε.
Ὁ τιμιώτατος πατέρας μᾶς Ἰωάννης ἐνθουσιάσθηκε γιὰ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ? ὁ ἀδελφὸς ποὺ ἀνεχώρησε, ἔχασε τὸ δρόμο καὶ ἀφοῦ κατατσακίσθηκε ἀρκετά, ἐπέστρεψε τὴν τρίτη ἡμέρα πεινασμένος καὶ ἐξαντλημένος, ἀπολαύοντας τοὺς καρποὺς τῆς παρακοῆς του. Καὶ ὅταν εὐρῆκε τὰ τόσα ἀγαθὰ στὸ σπήλαιο, καταδίκασε τὴν ἀπιστία καὶ ἀπείθειά του καὶ ἔπεσε μὲ ἐντροπὴ μπροστὰ στὸν γέροντα, ζητώντας νὰ λάβει συγχώρηση ἀπὸ αὐτόν. Ὁ γέροντας πονώντας γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀσθένεια, συμπάθησε τὸν ἀδελφό, τὸν ἀνέστησε καὶ τὸν ἐνουθέτησε λέγοντας: «Γνώριζε μὲ ἀκρίβεια, ὅτι μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ἑτοιμάσει τράπεζα στὴ ἔρημο»[21].
Κατ’ αὐτὸν λοιπὸν τὸ χρόνο ὁ Ἀλαμούνδαρος ὁ Σικίτης ἀνέλαβε τὸ ἀξίωμα τοῦ βασιλέως τῶν Σαρακηνῶν ποὺ εὑρίσκονταν ὑπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Περσῶν. Αὐτὸς εἰσέβαλε στὴν Ἀραβία καὶ Παλαιστίνη μὲ πολὺ θυμὸ ἐναντίον τῶν Ρωμαίων, λεηλατώντας τὰ πάντα καὶ ἐξανδραποδίζοντας πολλὲς μυριάδες Ρωμαίων καὶ διαπράττοντας πολλὲς ἀθέμιτες ἐνέργειες μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἀμίδης.
/Ὅταν λοιπὸν διασπάρηκε σ’ αὐτὴν τὴν ἔρημό το πλῆθος τῶν βαρβάρων καὶ τεταγμένοι νὰ φυλαρχοῦν καὶ νὰ φυλάττουν τὴν ἔρημο, διαμήνυσαν στὰ μοναστήρια νὰ ἀσφαλιστοῦν γιὰ τὴν ἕφοδο τῶν βαρβάρων, οἱ πατέρες τῆς Μεγίστης Λαύρας ἐδήλωσαν στὸν τιμιώτατο πατέρα νὰ φύγει ἀπὸ τὴ διαμονὴ στὸ Ρουβὰ καὶ ν’ ἀνεβεῖ στὴ Λαύρα καὶ νὰ ἡσυχάσει στὸ κελλί του. Ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης, ἀφοῦ γεύθηκε αὐτὴ τὴ θεία γλυκύτητα διὰ τῆς ἡσυχίας, εὐχαρίστως παρέμενε καὶ δὲν ἀνεχόταν ν’ ἀπομακρυνθεῖ, σκεπτόμενος καὶ λέγοντας μέσα του αὐτά:
«Ἂν δὲν μὲ φροντίζει ὁ Θεός, γιατί νὰ ζῶ»;
Κι ἔτσι, ἔχοντας τὸν Ὕψιστο καταφυγὴ τοῦ ἔμεινε ἀνενόχλητος. Ὁ Θεός, ποὺ πάντοτε φροντίζει γιὰ τοὺς δούλους του, παράγγειλε στοὺς ἀγγέλους του νὰ φυλάξουν σύμφωνα μὲ τὴ Γραφὴ τὸν ὅσιό του καὶ θέλοντας νὰ τὸν διαβεβαιώσει, ἐπειδὴ δειλίασε λίγο, ἀπέστειλε ἕνα παμμεγέθη καὶ φοβερώτατο λέοντα νὰ τὸν φυλάττει μέρα καὶ νύκτα ἀπὸ τὴν ἐπιβουλὴ τῶν ἀλιτηρίων βαρβάρων. Βέβαια, ὅταν εἶδε τὸν λέοντα τὴν πρώτη νύκτα, δειλίασε κάπως, ὅπως μου διηγήθηκε ὁ ἴδιος. Ὅταν ὅμως παρατήρησε ὅτι ὁ λέοντας τὸν ἀκολουθοῦσε νύκτα μέρα, ἦταν ἀναπόσπαστος ἂπ’ αὐτὸν καὶ ἀμυνόταν ἐναντίον τῶν βαρβάρων, ἀνέπεμψε στὸν Θεὸ εὐχαριστήριες ὠδὲς «ποὺ δὲν ἀφήνει τὴ ράβδο τῶν ἁμαρτωλῶν στὴν κληρονομιὰ τῶν δικαίων»[22].
Ὁ μακαρίτης πατέρας μᾶς Σάββας λοιπόν, ὅταν ἦλθε ἀπὸ τὴ Νικόπολη καὶ σύστησε τὴ Νέα Λαύρα καὶ ἔπειτα ἦλθε στὴν οἰκοδομὴ τοῦ Σπηλαίου, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἔλαβε ὑπόμνηση τῆς ὀπτασίας ποὺ ἔγινε πρὸς αὐτὸν κάποτε περὶ τοῦ ὁσίου Ἰωάννη, ἐπῆγε πρὸς αὐτὸν στὸν Ρουβὰ καὶ τοῦ λέγει: «Νά, ὁ Θεὸς σὲ φύλαξε ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν βαρβάρων καὶ σὲ ἀσφάλισε, στέλλοντάς σου ἕναν αἰσθητὸ φύλακα? ἀλλὰ σήκω καὶ κάμε τώρα καὶ σὺ τὸ ἀνθρώπινο καὶ φύγε ὅπως οἱ πατέρες, γιὰ νὰ μὴ σοῦ θεωρηθεῖ ὑπεροψία».
Ἀφοῦ ἀπηύθυνε καὶ πολλὲς ἄλλες παραινέσεις, τὸν ἀνέβασε στὴ Μεγίστη Λαύρα κατὰ τὴν δευτέρα Ἴνδικτιωνα[23] καὶ τὸν ἔκλεισε σὲ κελλί, στὸ πεντηκοστὸ ἕκτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, χωρὶς νὰ γνωρίζει κανένας ἄλλος ἀπὸ τὴ συνοδεία ὅτι εἶναι ἐπίσκοπος. Ἀφοῦ ἐπέρασε πολὺς καιρὸς οἰκονόμησε τὰ πράγματα ὁ Θεός, ὥστε νὰ φανερωθεῖ ὁ κρυμμένος θησαυρὸς τοῦ Ἰωάννη μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο:
Κάποιος ἄνδρας καταγόμενος ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Ἀσιατῶν καὶ ὀνομαζόμενος Αἰθέριος, τιμημένος μὲ τὴν ἀρχιερωσύνη καὶ πολιτευόμενος ἀντάξια σ’ αὐτήν, ἦλθε στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀφοῦ ἐπροσκύνησε τοὺς σεβάσμιους τόπους μὲ τὸ ζωοποιὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἐμοίρασε πολλὰ χρήματα στοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ μοναστήρια, ἔβγηκε ἀπὸ τὴν Ἁγία Πόλη ἐπειγόμενος νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του. Ἀνέβηκε σὲ πλοῖο καὶ ἀφοῦ ἀνοίχθηκε στὸ πέλαγος, ἐπέστρεψε ἐξ αἰτίας ἀντιθέτου ἀνέμου μὲ πολὺ κίνδυνο στὴν Ἀσκάλωνα. Ὅταν μετὰ δύο ἡμέρες θέλησε πάλι νὰ ἐκπλεύσει τοῦ φανερώνεται στὸ ὄνειρο ἄγγελος Κυρίου λέγοντάς του: «Ἀντενδείκνυται νὰ ἀποπλεύσεις, ἂν δὲν ἐπιστρέψεις στὴν ἁγία πόλη καὶ μεταβεῖς στὴ Λαύρα τοῦ ἀββᾶ Σάββα, ὅπου θὰ συναντήσεις τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν ἡσυχαστή, ἄνδρα δίκαιο καὶ ἐνάρετο, ἐπίσκοπο, κάτοχο κοσμικοῦ πλούτου, ποὺ ἀπὸ σεβασμὸ καὶ πόθο πρὸς τὸν Θεὸ καταφρόνησε ὅλα τα ἀγαθά του βίου καὶ ἐταπεινώθηκε μὲ τὴν ἑκούσια ἀκτημοσύνη καὶ ἄσκηση».
Τότε λοιπὸν ὁ Αἰθέριος, μόλις σηκώθηκε ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ κατανόησε τὴν ὀπτασία, ἦλθε βιαστικὰ ἐρωτώντας στὴ Λαύρα τὸν ἀββᾶ Σάββα καί, ἀφοῦ διηγήθηκε στοὺς πατέρες τὴν ὀπτασία, ὁδηγήθηκε πρὸς τὸν Ἡσυχαστή? τὸν ἀσπάσθηκε, ἔμεινε μαζί του δύο ἡμέρες, ἄνοιξε πλατειὰ συζήτηση μαζί του καὶ τὸν ὁρκίζει νὰ τοῦ διηγηθεῖ καὶ τοῦ φανερώσει ἀδίστακτα τὰ δικά του. Καὶ ἔτσι ἀναγκάσθηκε νὰ διηγηθεῖ τὸ γένος καὶ τὴν πατρίδα καὶ τὴν ἱερωσύνη. Ὅταν τὰ ἔμαθε αὐτὰ ὁ Αἰθέριος ὑπερθαύμασε καὶ εἶπε: «Ἀληθινὰ καὶ τώρα κυλίονται ἅγιοι λίθοι στὴ γῆ».
Κι ἀφοῦ ἔτσι συνεννοήθηκε μὲ τὸν δίκαιο, ἐπῆγε στὸν μακαρίτη Σάββα κι ἐξήγησε σ’ αὐτὸν καὶ στοὺς πατέρες ὅλα τα σχετικὰ μὲ τὸν θεσπέσιο Ἰωάννη, κι ἀπὸ τότε ἐμαθεύθηκε ἀπὸ τοὺς πατέρες τὸ γένος καὶ ἡ ἐπισκοπὴ τοῦ Ἰωάννη.
Τὸ ἑβδομηκοστὸ ἔνατο ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ Ἰωάννη αὐτοῦ, εἰκοστὸ τέταρτο ἀπὸ τὴν κάθειρξή του στὸ κελλί, ἐκοιμήθη καὶ ὕπνωσε εἰρηνικὰ στὸ κελλὶ τοῦ ὁ ἅγιος πατέρας Σάββας, τὴν πέμπτη Δεκεμβρίου τῆς δεκάτης Ἰνδικτιῶνος[24]. Τότε λοιπὸν ἐλυπήθη ὁ τιμιώτατος αὐτὸς μαργαρίτης Ἰωάννης κατὰ διάνοια, ποὺ δὲν ἐβγῆκε ἀπὸ τὸ κελλὶ γιὰ νὰ παραστεῖ στὴν τελείωση τοῦ ἁγίου πατέρα. Καθὼς λοιπὸν εἶχε περιέλθει σὲ ἀθυμία καὶ θρηνοῦσε μὲ δάκρυα τὴ στέρηση τοῦ πατέρα, ἐμφανίζεται στὸν ὕπνο τοῦ ὁ πατέρας μᾶς Σάββας λέγοντας: «Μὴ λυπηθεῖς, πάτερ Ἰωάννη, γιὰ τὸ θάνατό μου? διότι, ἂν χωρίσθηκα ἀπὸ σένα σαρκικά, κατὰ τὸ πνεῦμα εἶμαι μαζί».
Ὅταν αὐτὸς τοῦ εἶπε, «Παρακάλεσε τὸν Δεσπότη νὰ μὲ πάρει κι ἐμένα», λέγει ὁ μακαρίτης Σάββας: «Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τώρα, διότι πρόκειται νὰ ἐπέλθει μεγάλος πειρασμὸς στὴ Λαύρα καὶ ὁ Θεὸς θέλει νὰ εὑρίσκεσαι στὴ σάρκα γιὰ παραμυθία καὶ στήριγμα τῶν ὑπερασπιζόμενων καὶ ἀγωνιζομένων γιὰ τὴν πίστη».
Ὅταν ἄκουσε αὐτὰ ὁ θεσπέσιος Ἰωάννης ἔγινε χαρούμενος τινάζοντας ἀπὸ πάνω του τὴν ἀθυμία γιὰ τὸν πατέρα? ὅμως φρόντιζε γιὰ τὸν πειρασμὸ ποὺ τοῦ μήνυσε.
Τοῦ γεννήθηκε ὅμως ἡ ἐπιθυμία νὰ ἰδεῖ πὼς χωρίζεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἐνῶ παρακαλοῦσε γι’ αὐτὸ τὸν Θεό, ἁρπάχθηκε κατὰ διάνοια στὴν ἁγία Βηθλεὲμ καὶ βλέπει στὸ νάρθηκα τῆς ἐκεῖ σεβάσμιας ἐκκλησίας ἕνα ἄνδρα ξένο καὶ ἅγιο ξαπλωμένο νὰ πεθαίνει καὶ τὴν ψυχή του νὰ παραλαμβάνεται ἀπὸ ἀγγέλους καὶ μὲ θεία ὑμνωδία καὶ εὐωδία ν’ ἀνεβαίνουν στοὺς οὐρανούς. Καὶ ζητοῦσε νὰ ἰδεῖ μὲ τὰ μάτια του, ἂν εἶναι ἔτσι? σηκώθηκε τὴν ἴδια ὥρα καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν ἁγία Βηθλεὲμ κι εὐρῆκε ὅτι ἐκείνη τὴν ὥρα ἐκδήμησε ὁ ἄνθρωπος. Καὶ ἀφοῦ ἀσπάσθηκε τὸ ἅγιο λείψανό του στὸν ἴδιο τὸν νάρθηκα καὶ τὸ ἐκήδευσε, τὸ κατέθεσε σὲ ὅσιες θῆκες κι ἔπειτα ἐπέστρεψε στὸ κελλί του.
4. Ἐφησυχάζων, διδάσκων, καθαγιάζων καὶ θαυματουργῶν μέχρι τῆς κοιμήσεώς του (533-558 μ.Χ.)
Οἱ μαθητὲς τοῦ φωτισμένου αὐτοῦ γέροντα Θεόδωρος καὶ Ἰωάννης, μοῦ διηγήθηκαν λέγοντας:
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου Σάββα μᾶς ἔστειλε ὁ γέροντας σὲ ἀποστολὴ στὴ Λιβιάδα. Στὸ δρόμο μετὰ τὸ πέρασμα τοῦ Ἰορδάνη μᾶς συνάντησαν κάποιοι καὶ μᾶς εἶπαν. «Βλέπετε ὅτι τὸ λιοντάρι εἶναι ἐμπρός σας».
Ἐμεῖς ἐσκεφθήκαμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δυνατὸς νὰ μᾶς φυλάξει μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ ἀββᾶ μας? μήπως ἐβγήκαμε μὲ τὸ δικό μας θέλημα; Ἐκπληρώναμε τὴν ἐντολὴ τοῦ γέροντα. Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις περιπατούσαμε, καὶ ξαφνικὰ ἔρχεται τὸ λιοντάρι νὰ μᾶς συναντήσει καὶ φοβηθήκαμε πολύ, ὥστε δὲν μᾶς ἔμεινε σθένος. Ἀμέσως βλέπομε τὸν γέροντα ἀνάμεσα στοὺς δυό μας, ἀφαιρώντας τὴ δειλία μας καὶ παραγγέλλοντάς μας νὰ ἔχομε θάρρος. Τότε τὸ λιοντάρι, σὰν νὰ κυνηγιέται ἀπὸ μάστιγα, ἀναχώρησε τρέχοντας ἀπὸ μᾶς κι ἐμεῖς βαδίζοντας ἀβλαβῶς ἤλθαμε πρὸς τὸν γέροντα? αὐτὸς πρόλαβε καὶ μᾶς λέγει. «Εἴδατε πῶς εὑρέθηκα μαζί σας στὴν ἀνάγκη; Ἀλλὰ κι ἐδῶ παρακάλεσα πολὺ τὸν Θεὸ γιὰ σᾶς, καὶ νά, ἔδειξε ἔλεος».
Ὁ ἴδιος ὁ μαθητής του, ὀνομαζόμενος Θεόδωρος, μοῦ διηγήθηκε καὶ αὐτό.
Ἐπέρασε πολλὰ χρόνια παίρνοντας μόνο ρόφημα, τὸ ὁποῖο ἀνακάτευε μὲ τὴ στάκτη τοῦ θυμιατηρίου, κι ἔτσι τὸ ἔτρωγε. Τὸν ἐπίασα νὰ τὸ κάμει αὐτὸ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ξέχασε μιὰ φορὰ νὰ βάλει τὸν μοχλὸ τῆς θύρας του? ὅταν ἐγὼ θέλησα νὰ τοῦ δώσω τὸ κρασὶ κι ἄγγιξα τὴ θύρα, αὐτὴ ἀνοίχθηκε?τὸν εὑρήκα τότε ν’ ἀδειάζει τὸ θυμιατήρι στὸ καυκίο? ἐπειδὴ αὐτὸς λυπήθηκε πολὺ γι’ αὐτό, ἐγὼ θέλοντας νὰ συγκρατήσω τὴ λύπη του, τοῦ εἶπα: «Δὲν εἶσαι ὁ μόνος ποὺ κάμνει αὐτὸ τὸ πράγμα, πάτερ, ἀλλὰ καὶ οἱ περισσότεροι ἄνδρες σ’ αὐτὴ τὴ Λαύρα, ἐκπληρώνοντας τὴ γραφὴ ποὺ λέγει, «ἔφαγα στάχτη σὰν ἄρτο».
Καὶ μόλις μὲ τοῦτα τὰ λόγια κατόρθωσα ν ἀλλάξω τὸν γέροντα.
Τὸν ἔνενηκοστο χρόνο τῆς ἡλικίας τοῦ ὁσίου αὐτοῦ γέροντα, τὸ Νοέμβριο μήνα τῆς ἕκτης Ἰνδικτιῶνος[25], βγαίνοντας ἀπὸ τὴ μητρόπολη τῶν Σκυθοπολιτῶν, ἐπῆρα ἐντολὲς ἀπὸ τὴ φιλοχριστῆ μητέρα μου νὰ μὴ πράττω τίποτε ἀπὸ ὅσα συντείνουν στὴν ψυχὴ χωρὶς γνώμη καὶ ἄδεια τοῦ θεσπέσιου αὐτοῦ Ἰωάννη, μὴ τυχόν, ὅπως μου εἶπε, συναρπασθεῖς ἀπὸ τὴν πλάνη τῶν Ὠριγενιστῶν καὶ ἐκπέσεις ἀμέσως ἀπὸ τὸ στήριγμά σου. Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπῆγα στὰ Ἱεροσόλυμα κι ἐτέλεσα τὰ ἐγκαίνια τῆς νέας ἐκκλησίας τῆς πανυμνήτου Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, ἦλθα στὴ Λαύρα τοῦ μακαρίτη Σάββα καὶ παρουσιάσθηκα στὸν θεσπέσιο αὐτὸν γέροντα, ἀφιερώνοντας σ’ αὐτὸν τὸν ἑαυτό μου καὶ ζητώντας νὰ πάρω ἀπὸ αὐτὸν θεάρεστη βουλή. Καὶ ἐνῶ ἄκουσα ἂπ’ αὐτόν, «ἂν θέλεις νὰ σωθεῖς, κατοίκησε στὴ μονὴ τοῦ μεγάλου Εὐθυμίου», ἐγώ, σὰν νέος καὶ ματαιόδοξος, περιφρονώντας τὴν ἐντολή του, κατέβηκα στὸν Ἰορδάνη, θέλοντας νὰ κατοικήσω σ’ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐκεῖ μοναστήρια. Καὶ ὄχι μόνο δὲν κατευοδόθηκα, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἕξι μῆνες ἀσθένησα στὴ Λαύρα τοῦ Καλαμῶνα ἀπὸ φοβερὴ ἀσθένεια. Ὅταν ἔφθασα σὲ πολλὴ λύπη καὶ ἀδημονία γιὰ τὴν ξενιτειὰ καὶ τὴν ἀρρώστια μου καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἤμουνα σὲ ζυγὸ συνοδείας, μοῦ παρουσιάζεται στὸν ὕπνο ὁ φωτισμένος αὐτὸς γέροντας νὰ μοῦ λέγει τὰ ἑξῆς: «Ἀρκετὰ ἐπαιδεύθηκες, διότι δὲν ἄκουσες τὴν ἐντολή μου? τώρα ὅμως σήκω καὶ πήγαινε στὴν Ἱεριχῶ, ὅπου θὰ εὐρεῖς κάποιον μοναχὸ Γερόντιο στὸ ξενοδοχεῖο τῆς μονῆς τοῦ ἀββᾶ Εὐθυμίου. Ἀκολούθησε τὸν στὴ μονὴ καὶ θὰ σωθεῖς».
/
Ἐσηκώθηκα ἀπὸ τὸν ὕπνο κι ἀμέσως ἐνδυναμώθηκα, μετέλαβα τὰ ἄχραντα μυστήρια, κι ἀφοῦ ἐγεύθηκα, ἀνέβηκα πεζὸς στὴν Ἱεριχῶ, ὥστε οἱ πατέρες νὰ θαυμάζουν γι’ αὐτὴν τὴν τόσο ἀπότομη μεταβολή. Κι ἀφοῦ ἔτσι ἀνέβηκα, ἔμεινα στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, τὸν Ἰούλιο μήνα τῆς ἕκτης Ἰνδικτιῶνος[26].
Ἀπὸ τότε ἐπήγαινα σ’ αὐτὸν συνεχῶς ἀναθέτοντας σ’ αὐτὸν ὅλες τὶς σκέψεις μου, ἐκτός του ὅτι, ὅπως ἐγνώριζα, μαθητὲς τοῦ ἐπήγαιναν στὸ σπίτι μας στὴν Σκυθόπολη, σὰν ξενοδοχεῖο τους καὶ ἔπαιρναν ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου κάποια ἐτήσια εὐλογία γιὰ τὸ κοινό της Λαύρας καὶ τὸν θεσπέσιο πατέρα. Διότι οἱ γονεῖς μου ἤσαν ἀφοσιωμένοι πολὺ σ’ αὐτὸν καὶ στοὺς πατέρες τῆς Λαύρας, ἂφ’ ὅτου ὁ οἶκος μᾶς ἀξιώθηκε τῆς παρουσίας τοῦ ἁγίου πατέρα μᾶς Σάββα.
Γι’ αὐτὸ ἡ μητέρα μου μοῦ ἔδωσε τὶς παραπάνω ἐντολές, ὅταν ἔφευγα, ὁπότε κι ἐγὼ θαρραλεώτερα πηγαίνω κι ἀπολαμβάνω τὴν νουθεσία καὶ εὐχή του. Τώρα μάλιστα προτράπηκα ἂπ’ αὐτὸν ν’ ἀφήσω τὴν κατοίκηση τῆς Νέας Λαύρας καὶ νὰ κατοικήσω στὴ Μεγίστη Λαύρα. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκαμα μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ.
Πρὶν ἀπὸ ἀρκετὸ χρόνο ἐπισκέφθηκα τὸν ἅγιο αὐτὸν γέροντα, κτυπημένος ἀπὸ κάποιον σατανικὸ λογισμό, καὶ τὸν ἀνέθεσα σ’ αὐτόν, καὶ ἀφοῦ ἐπῆρα ἀπὸ αὐτὸν εὐχή, ἀμέσως ἐπέτυχα ἄνεση. Ἐνῶ λοιπὸν ἐγὼ καθόμουν δίπλα στὴ θύρα του καὶ ἀπολάμβανα τὴ θεία διδασκαλία του, κάποιος Γεώργιος ἔφερε πρὸς αὐτὸν τὸ γιὸ τοῦ δαιμονισμένο, τὸν ἔρριψε μπροστὰ στὴ θύρα του καὶ ἀνεχώρησε.
Καθὼς τὸ παιδὶ ἦταν ξαπλωμένο κι ἔκλαιε, ὁ γέροντας ποὺ κατάλαβε ὅτι ἔχει ἀκάθαρτο πνεῦμα, τὸ εὐσπλαγχνίσθηκε, ἀνέπεμψε γι’ αὐτὸ εὐχὴ καὶ ἀφοῦ τὸ ἄλειψε μὲ ἔλαιο τοῦ παναγίου Σταυροῦ, τὸ ἀποκατέστησε στὴν ὑγεία του. Πράγματι τὸ πονηρὸ πνεῦμα ὑποχώρησε ἀμέσως κι ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα τὸ παιδὶ ἐκαθαρίσθηκε.
Ὁ ἀββᾶς Εὐστάθιος πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες εἶχε διαδεχθεῖ τὴν ἡγουμενία τοῦ Σπηλαίου, ἀφοῦ ὁ Σέργιος πέθανε.
Ὁ Εὐστάθιος αὐτός, ποὺ ἦταν ἄνδρας ποὺ διέπρεπε μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ στὴν πνευματικὴ σύνεση, στὰ ὀρθὰ δόγματα καὶ τὴ σωφροσύνη τοῦ βίου, μοῦ διηγήθηκε λέγοντας:
Ἐπολεμήθηκα κάποτε ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς βλασφημίας φοβερὰ καὶ πηγαίνοντας στὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν ἡσυχαστὴ τοῦ ἐξομολογήθηκα τοὺς λογισμούς μου καὶ τὸν παρακάλεσα νὰ λάβω ἂπ’ αὐτὸν εὐχή. Ὁ γέροντας ἐσηκώθηκε καὶ μοῦ ἔκαμε εὐχή, καὶ μοῦ λέγει:
«Εὐλογητὸς ὁ Κύριος, τέκνον μου, διότι δὲν θὰ σὲ πλησιάσει πλέον ὁ λογισμὸς τῆς βλασφημίας».
Κι ἔτσι συνέβηκε κατὰ τοὺς λόγους τοῦ γέροντα? καὶ ἀπὸ τότε δὲν αἰσθάνθηκα ποτὲ πλέον τὸν πονηρὸ καὶ βλάσφημο ἐκεῖνο λογισμό.
5. Πρόσθετη διήγησης περὶ τῆς ὀσιακῆς μορφῆς τοῦ Ἁγίου, ἐπίσης ὑπὸ Κυρίλλου Σκυθοπολίτου
Κάποια γυναίκα, Καππαδόκισσα στὴν καταγωγή, ὀνομαζόμενη Βασιλίνα, διάκονος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἦλθε στὰ Ἱεροσόλυμα, ἔχοντας μαζί της ἕναν ἀνεψιό της ποὺ κατεῖχε ἀνώτερη τάξη. Αὐτὸς ὁ ἀνεψιὸς κατὰ τὰ ἄλλα ἦταν εὐλαβής, ἀλλὰ δὲν ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία, διότι εἶχε δεχθεῖ τὴν ἑτεροδοξία τοῦ Σεβήρου. Ἡ διάκονος λοιπὸν κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια νὰ μεταστρέψει τὴ γνώμη ἐκείνου καὶ νὰ τὸν ἑνώσει μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία? γι’ αὐτὸ καὶ παρακαλοῦσε κάθε δίκαιο ἄνδρα νὰ κάμει εὐχὴ γι’ αὐτόν. Ἡ γυναίκα λοιπὸν αὐτή, ὅταν ἄκουσε γιὰ τὴ χάρη τοῦ θεσπέσιου Ἰωάννη, ἐπόθησε νὰ τὸν προσκυνήσει? ὅταν ὅμως ἔμαθε ὅτι ἀντενδείκνυται νὰ κατεβαίνει γυναίκα στὴ Λαύρα, προσκάλεσε τὸν μαθητὴ τοῦ Θεόδωρο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν πάρει καὶ νὰ τὸν μεταφέρει στὸν ἅγιο γέροντα, πιστεύοντας ὅτι μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ ὁ Θεὸς θὰ μεταβάλει τὴν σκληροκαρδία του καὶ θὰ γίνει ἄξιος νὰ κοινωνήσει μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἀφοῦ ὁ μαθητὴς Θεόδωρος τὸν ἐπῆρε, κατέβηκε πρὸς τὸν γέροντα, ἐκτύπησε τὴ θύρα, κατὰ τὴ συνήθεια, καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ γέροντας ἐπρόκειτο ν’ ἀνοίξει, ἔβαλαν κι οἱ δύο μετάνοια.
Καθὼς ὁ μαθητὴς εἶπε: «Εὐλόγησέ μας, πάτερ».
Ὁ γέροντας ἄνοιξε καὶ λέγει πρὸς τὸν μαθητή: «Ἐσένα σὲ εὐλογῶ, αὐτὸς ὅμως εἶναι ἀνευλόγητος».
Ὅταν ὁ μαθητὴς εἶπε «μὴ ἔτσι, πάτερ», ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας: «Πράγματι δὲν τὸν εὐλογῶ, μέχρι ποὺ ν’ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὸ φρόνημα τῶν ἀποσχιστῶν καὶ νὰ δώσει ὁμολογία ὅτι θὰ κοινωνήσει μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία».
Καθὼς ἐκεῖνος ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια ἐθαύμασε γιὰ τὸ διορατικὸ χάρισμα τοῦ γέροντα καὶ ἀλλαγμένος ἀπὸ τὸ θαῦμα συμφώνησε μὲ πεποίθηση νὰ κοινωνήσει μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία. Τότε ὁ γέροντας, ἀφοῦ τὸν εὐλόγησε καὶ τὸν ἀνέστησε, τοῦ μετέδωσε πρῶτος τα ἄχραντα μυστήρια, ξεπλένοντας κάθε διψυχία ἀπὸ τὴν καρδιά του.
Ὅταν ἔμαθε αὐτὸ ἡ Βασιλίνα ἔνιωσε μεγαλύτερο πόθο νὰ ἰδεῖ μὲ τὰ μάτια τῆς τὸν ἅγιο γέροντα καὶ ἐσκέφθηκε νὰ μεταμφιεσθεῖ σὲ ἄνδρα, νὰ κατεβεῖ πρὸς αὐτὸν στὴ Λαύρα καὶ νὰ τοῦ ἐξομολογηθεῖ τὰ δικά της. Καθὼς αὐτὸ τοῦ ἐφανερώθηκε ἀπὸ ἀγγελικὴ ὀπτασία, τῆς δηλώνει λέγοντας: «Γνώριζε ὅτι, κι ἂν ἔλθεις, δὲν θὰ μὲ ἰδεῖς? μὴ κοπιάζεις λοιπόν, ἀλλὰ μᾶλλον ὑπόμεινε καὶ ὅπου μείνεις, θὰ σοῦ παρουσιασθῶ στὸν ὕπνο, θὰ ἀκούσω ὅσα μου εἰπεῖς καὶ ὅσα μου ὑποδείξει ὁ Θεός, θὰ σοῦ τὰ ἀνακοινώσω».
Ἀφοῦ ἄκουσε ἐκείνη αὐτὰ τὰ λόγια καὶ ἐπίστευσε, δέχεται τὴν ὀπτασία καθαρά. Πράγματι τῆς παρουσιάζεται στὸν ὕπνο καὶ τῆς λέγει: «Νὰ λοιπόν, ὁ Θεὸς μ’ ἔστειλε πρὸς ἐσένα? πές μου, τί θέλεις».
Ἐκείνη, ἀφοῦ εἶπε τὰ δικά της, ἐδέχθηκε κατάλληλη ἀπόκριση καὶ ἐσηκώθηκε, εὐχαριστώντας τὸν Θεό. Ὅταν ἦλθε ὁ μαθητὴς τοῦ γέροντα, τοῦ εἶπε καὶ τὴν ἐμφάνιση καὶ τὸν χαρακτήρα. Ἐγὼ ἄκουσα αὐτὰ τὰ πράγματα ἀπὸ ἐκείνη τὴν διάκονο Βασιλίνα καὶ τὰ ἐξέθεσα στὴν παροῦσα συγγραφή.
/Ὁ τόπος στὸν ὁποῖο ἐγκλείσθηκε ἐκεῖνος ὁ ἅγιος γέροντας ἔχει γκρεμὸ πρὸς τὰ δυτικὰ πολὺ ψηλόν, ποὺ χρησιμεύει σὰν τοῖχος, στὸν ὁποῖο στηρίζεται ἡ στέγη τοῦ κελλιοῦ. Ἡ πέτρα τοῦ γκρεμοῦ εἶναι τόσο ξηρῆ καὶ ἄνυδρη, ὥστε νὰ μὴ φέρει οὔτε σταλαματιὰ στὸ κελλί. Μία ἡμέρα λοιπὸν ὁ ἅγιος αὐτὸς γέροντας ἐπῆρε τὸν σπόρο ἑνὸς σύκου καὶ εἶπε στοὺς μαθητὲς τοῦ Θεόδωρο καὶ Ἰωάννη: «Ἀκοῦστε μέ, τέκνα μου? ἂν ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ σώσει χάρη σὲ τοῦτο τὸ σπέρμα καὶ δύναμη σὲ τούτη τὴν πέτρα γιὰ νὰ καρπογονήσει, νὰ γνωρίζετε ὅτι μου χαρίζει δωρεὰ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».
Κι ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ προσκόλλησε τὸ σύκο στὴν ἀράγιστη ἐκείνη πέτρα. Ὁ Θεὸς ποὺ συναίνεσε νὰ βλαστήσει καὶ νὰ ἀνθήσει ἡ ξηρὴ ράβδος τοῦ Ἀαρῶν[27], διέταξε νὰ βλαστήσει καὶ ἡ ἄρρηκτη τούτη καὶ ξηρότατη πέτρα, γιὰ νὰ δείξει στὶς μετέπειτα γενεὲς ποιὰ χάρη πέτυχε ὁ δοῦλος του. Ὅταν ὁ γέροντας εἶδε τὸν βλαστὸ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ μὲ δάκρυα. Κι αὐτὸς ὁ βλαστός, ἀνεβαίνοντας πρὸς τὸ ὕψος, ἔφθασε στὴ στέγη, τὴν ὁποία καὶ ἐγκρέμισαν, καὶ γενικά, στὸν ἕνα χρόνο ἐκαρποφόρησε τρία σύκα. Ὁ γέροντας τὰ ἐπῆρε, τὰ ἐφίλησε μὲ δάκρυα καὶ τὰ ἔφαγε εὐχαριστώντας τὸ Θεό, ὁ ὁποῖος τὸν ἱκανοποίησε, ἐνῶ ἔδωσε μικρὰ κομμάτια καὶ στοὺς μαθητές του. Καὶ νὰ τὸ δένδρο φωνάζει μαρτυρώντας τὴν ἀρετὴ τοῦ γέροντα. Ἀφοῦ αὐτὸς ὁ θεοφόρος γέροντας ἔφαγε τὰ σύκα, ἑτοιμαζόταν γιὰ τὴν ἔξοδο.
Ἐπειδὴ ἔπειτα ἔφθασε σὲ βαθιὰ γεράματα, ἄνοιξαν οἱ μαθητὲς τὸν τόπο γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν.
Ἐγὼ λοιπὸν εἰσῆλθα πρὸς αὐτὸν καί, καθὼς εἶδα τὸ φοβερὸ θέαμα τοῦ βλαστοῦ, παρατηροῦσα προσεκτικὰ πὼς ριζώθηκε κι ἂν εἶχε σχισμὴ ἡ πέτρα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσα νὰ εὕρω, ὥστε εἶπα ἔκπληκτος:
«Πῶ πῶ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ? πόσο ἀνεξερεύνητα εἶναι τὰ κρίματά του καὶ ἀνεξιχνίαστοι οἱ δρόμοι του!»[28]
Διότι ὅσοι ἔχουν πολυχρόνια πείρα τῆς Λαύρας τοῦ μακαρίου Σάββα γνωρίζουν ὅτι δὲν γίνεται στὸν ἀέρα καὶ στὸν κῆπο συκιὰ ἢ ἄλλο δένδρο ἐξ αἰτίας τῆς πολλῆς θερμότητας καὶ ξηρότητας τῶν ἀέρων τῆς Λαύρας. Ἂν ὅμως ἀναφέρει κανεὶς τὰ δένδρα τοῦ μικροῦ κοινοβίου τῆς ἴδιας Λαύρας ποὺ εἶναι δίπλα στὸ δρόμο, ἃς γνωρίζει αὐτὸς ὅτι ἐκεῖνα εἶναι προϊὸν εὐχῆς τοῦ μακαρίου Σάββα, ποὺ εὐρῆκε βάθος γῆς καὶ εὐκολία ἀπὸ τὰ βρόχινα ὕδατα τοῦ χειμάρρου καὶ τοὺς πατέρες τοῦ ἴδιου μικροῦ κοινοβίου ποὺ τὰ ποτίζουν ὡς τώρα ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ χειμάρρου ὅλο τὸν χειμώνα. Μάλιστα, ἐνῶ πολλοὶ ἐπεχείρησαν νὰ φυτεύσουν κοντὰ στὸν χείμαρρο, ὅπου ὑπῆρχε βάθος γῆς καὶ ἐπότιζαν ὅλο τὸν χειμώνα, κατόρθωσαν νὰ κρατήσουν τὰ φυτὰ μόλις ἕνα ἔτος, ἐξ αἰτίας, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, τῆς πολλῆς ξηρότητας τῶν ἀέρων καὶ τῆς σφοδρότητας τῶν καυμάτων.
Αὐτὰ τὰ λίγα διάλεξα ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ τὰ παρέδωσα μὲ τὴ γραφή. Παρέλειψα ὅμως νὰ διηγηθῶ τοὺς περὶ πίστεως ἀγῶνες του, τοὺς ὁποίους ἐπέδειξε κατὰ τῶν δογμάτων καὶ τῶν ὑπερασπιστῶν τοῦ Ὤριγενους καὶ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, καὶ τοὺς διωγμοὺς ποὺ ὕπεμεινε κατὰ τὸ εὐαγγέλιο, ὑπὲρ τῶν ἀποστολικῶν δογμάτων. Ἀλλὰ τὰ ἀνδραγαθήματα αὔτου τα παραχωρῶ σὲ ἄλλους συγγραφεῖς γιὰ νὰ τὰ διηγηθοῦν. Διότι γνωρίζω καλὰ ὅτι μετὰ τὴν ἄποβιωσή του, ὅπως εἶναι εὔλογο, πολλοὶ θὰ φρονήσουν νὰ περιγράψουν τοὺς ἀγῶνες καὶ διωγμοὺς καὶ κινδύνους, τοὺς ὁποίους ὕπεμεινε γιὰ χάρη τῆς ὀρθόδοξης πίστεως, καὶ τὶς νίκες καὶ τὶς ἔνδοξες ἐνέργειές του, ἀφοῦ σὲ ὅλη τὴν ἐδῶ διαμονὴ τοῦ ἔγινε περίφημος καὶ περιβόητος γιὰ τὸν βίο καὶ τὶς ἀστραφτερὲς ἀρετές του.
Ὅπως μάλιστα ἄκουσα ἀπὸ τὴν ἁγία γλώσσα του νὰ διηγεῖται, κατὰ τὸ εἰκοστὸ ὄγδοο ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ ἐχειροτονήθηκε ἐπίσκοπος, καθὼς ἔχει λεχθεῖ καὶ παραπάνω, ἔκαμε στὴν ἐπισκοπὴ ἐννέα ἔτη, ἔμεινε στὴ Λαύρα πρωτύτερα δώδεκα ἔτη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἕξι ὑπηρέτησε καὶ ἕξι ἡσύχασε, ἔμεινε στὸν Ρουβὰ ἕξι ἔτη καὶ στὸ κελλὶ κλεισμένος, στὸ ὁποῖο ἡσυχάζει ὡς τώρα, συμπλήρωσε σαράντα ἑπτὰ ἔτη? καὶ νά, ἔφθασε τὸ ἑκατοστὸ τέταρτο ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ[29] καὶ εἶναι πολὺ πρεσβύτης καὶ φαιδρὸς στὸ πρόσωπο, προθυμότατος στὴν ψυχὴ καὶ γεμάτος θεία χάρη. Εὐχόμαστε καὶ ἐμεῖς οἱ ταπεινοὶ στὸ Θεὸ νὰ τὸν δυναμώνει κάθε φορᾶ περισσότερο καὶ νὰ τὸν τελειώσει εἰρηνικά.
Εἴθε μὲ τὶς εὐχές του νὰ ἐλεήσει κι ἐμᾶς τοὺς ταπεινοὺς καὶ ἁμαρτωλοὺς ποὺ συγγράψαμε αὐτὸν τὸν βίο, στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Διήγησις Κυρίλλου τοῦ Σκυθοπολίτου (Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν).
2. Ἡ 7η Ἰνδικτιώνα συμπίπτει, μὲ τὸ ἔτος 1 Σεπτεμβρίου τοῦ 453 ἕως 31 Αὐγούστου τοῦ 454.
3. Δηλαδὴ ἀπὸ 8 Ἰανουαρίου τοῦ 481 ἕως 7 Ἰανουαρίου τοῦ 482.
4. Στὸ οἰκεῖο μέρος τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως.
5. Β’ Κορ. 10,5.
6. Ἡ θεοκτίστη σπηλαιώδης ἐκκλησία τῆς Μεγάλης Λαύρας ἐγκαινιάσθηκε στὶς 12 Δεκεμβρίου τοῦ 490.
7. Β΄ Κορ. 10,11.
8. Δ΄ Βασ. 4,27.
9. 1 Σεπτεμβρίου τοῦ 492.
10. 1 Σεπτεμβρίου τοῦ 493.
11. Ψάλμ. 2,11.
12. Ἀπὸ 1 Σεπτεμβρίου τοῦ 493 ἕως 31 Αὔγουστου τοῦ 496.
13. Ἀπὸ 1 Σεπτεμβρίου τοῦ 497 ἕως 31 Αὔγουστου τοῦ 498.
14. Ματθ. 24,12.
15. Ματθ. 24,12.
16. Πράξ. 9,15.
17. Ἡ ἐκκλησία ἐγκαινιάσθηκε τὴν 1 Ἰουλίου τοῦ 501
18. Τὸ πεντηκοστὸ ἐτοςτοὺ Ἰωάννη ἦταν ἀπὸ 8 Ἰανουαρίου τοῦ 503 ἕως 7 Ἰανουαρίου τοῦ 504. Ἡ Ἰνδικτιώνα ἑνδεκάτη ἀπὸ 1 Σεπτεμβρίου τοῦ 502 ἕως 31 Αὐγούστου τοῦ 503.
19. Βὴλ καὶ Δράκων, Δανιὴλ 14,36.
20. Ματθ. 7,14. 13.
21. Ψάλμ. 77,20.
22. Ψάλμ. 124,3.
23. Ἡ β’ Ἰνδικτιώνα ἔπεφτε ἀπὸ 1 Σεπτεμβρίου τοῦ 508 ἕως 21 Αὔγουστου τοῦ 509. Τὸ πεντηκοστὸ ἕκτο ἔτος τοῦ ἄρχιζε τὴν 8 Ἰανουαρίου τοῦ 509.
24. Ἡ δεκάτη Ἰνδικτιώνα ἔπεφτε ἀπὸ 1 Σεπτεμβρίου τοῦ 531 ἕως 31 Αὔγουστου τοῦ 532. Ὅμως ὁ Σάββας ἐκοιμήθη τὴν πέμπτη Δεκεμβρίου τοῦ 532, δηλαδὴ τὴν ἐνάτη Ἰνδικτιώνα.
25. Τὸ ἐνενηκοστὸ ἔτος τοῦ ἄρχιζε ἀπὸ 8 Ἰανουαρίου τοῦ 543. Ὅμως ἡ ἕκτη Ἰνδικτιώνα ἄρχιζε ἀπὸ τὴν 1 Σεπτεμβρίου τοῦ 542.
26. Ἰούλιος τοῦ 542.
27. Ἄρ. 17,8.
28. Ρωμ. 11,33.
29. Τὸ ἑκατοστὸ τέταρτο ἔτος τῆς ἡλικίας τοῦ Ἰωάννη ἦταν μεταξὺ 8 Ἰανουαρίου τοῦ 557 καὶ 7 Ἰανουαρίου τοῦ 558.
Πηγή: Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἡσυχαστής· Ἐπίσκοπος Κολωνίας ὁ Σαββαΐτης – Βίος Ἁγίου -Ἀσματικὴ Ἀκολουθία – Παρακλητικὸς Κανὼν – Χαιρετισμοί, Ἐπιμέλεια-Προσφορά: Βασίλειος Μιχ. Δανός, Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Λαύρας Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου 2010.

πηγή

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *