Ἃς κάνουμε τάματα στὸν Θεὸ καλοπροαίρετα σὲ περίπτωση μεγάλης θλίψεως ἡ ὅταν θέλουμε νὰ μᾶς χαρισθεῖ κάτι ἐξαιρετικὰ ὠφέλιμο. Σὲ ὅλην τὴν Ἁγία Γραφὴ ἐπαινεῖται ἡ τήρηση τοῦ τάματος, ἐνῶ ἡ ἀθέτησή του προκαλεῖ ἐνοχὲς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι στὴν Ἁγία Γραφὴ διαβάζουμε: «Εὔξασθε καὶ ἀποδοτὲ Κυρίω τῷ Θεῶ ἠμῶν»[1]. Ὁ δὲ μακάριος Ἰωνὰς ἐντός του κήτους προσεύχεται λέγοντας: «Ἐγὼ δὲ μετὰ φωνῆς αἰνέσεως καὶ ἐξομολογήσεως θύσω σοί, ὅσα ηὐξάμην ἀποδώσω σοὶ εἰς σωτηρίαν μου τῷ Κυρίω»[2]. Ἀλλὰ καὶ ὁ Δαυίδ, ὁ τοῦ Θεοῦ προπάτορας, λέγει: «Σοὶ θύσω θυσίαν αἰνέσεως· τὰς εὐχᾶς μου τῷ Κυρίω ἀποδώσω ἐναντίον παντός του λαοῦ αὐτοῦ»[3]. Ἀλλὰ καὶ ὁ σοφὸς Σολομῶν: «Ἀγαθόν τό μὴ εὔξασθαί σε ἥ τό εὔξασθαί σε καὶ μὴ ἀποδοῦναι»[4]. Ὁ πατριάρχης Ἰακὼβ μᾶς διδάσκει ὅτι πρέπει ἔμπρακτα νὰ ἐκτελοῦμε τὰ τάματα, πού ὑποσχόμαστε στὸν Θεό. Φοβούμενος τὸν ἀδελφό του, τὸν Ἠσαύ, ὁ Ἰακὼβ ὑποσχέθηκε νὰ δώσει στὸν Θεὸ τὴν δεκάτη ἀπὸ ὅλα τα ὑπάρχοντά του, ἂν ὁ Κύριος τὸν φυλάξει ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Ἠσαὺ[5] καί, ἀφοῦ σώθηκε, ἐκτέλεσε ἔμπρακτά το τάμα τοῦ[6]. Ἀκόμη καὶ τὸν Λευΐ, τὸν υἱό του, πού ὑπῆρξε δέκατος, τὸν ἔδωσε στὸν Θεό, καὶ ἀφοῦ τὸν ἀφιέρωσε, τὸν ἐνέδυσε μὲ τὴν ἱερατικὴ ἐνδυμασία καὶ δι’ αὐτοῦ θυσίασε στὸν Θεὸ στὴν Βηθὴλ[7]. Ἀπὸ αὐτὸν προῆλθε τὸ ἱερατεῖο τῶν Ἑβραίων. Ὁ Ἰεφθάε, ὁ δικαστὴς καὶ πολέμαρχος τοῦ Ἰσραήλ, σκοπεύοντας νὰ ἐπιτεθεῖ στοὺς ἀλλοεθνείς, προσευχήθηκε στὸν Θεὸ ὑποσχόμενος ὅτι, ἂν ὁ Θεὸς τὸν βοηθοῦσε νὰ νικήσει τοὺς ἀλλοεθνείς, θὰ θυσίαζε αὐτὸν πού θὰ συναντοῦσε πρώτον, ὅταν ἐπέστρεφε ἀπὸ τὸν πόλεμο στὸ σπίτι του. Καὶ ὅταν εἶδε τὴν κόρη του, τὸ μοναχοπαίδι του, νὰ ἔρχεται νὰ συναντήσει θριαμβευτικὰ τὸν πατέρα της ὡς νικητή, τότε, παρὰ τὴν θέλησή του, μὲ μεγάλη θλίψη τὴν θυσίασε[8].
Ἡ μὴ ἐκπλήρωση τῶν ταμάτων ἔναντι τοῦ Θεοῦ εἶναι σφάλμα, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ψαλμωδοῦ πού λέγει στὸν Θεὸ προσευχόμενος: «Ἀπολεῖς πάντας τούς λαλοῦντας τὸ ψεῦδος»[9]. Αὐτὸς δὲ ὁ προφητικὸς ὅρκος πραγματοποιήθηκε στὴν περίπτωση τοῦ Ἀνανία καὶ τῆς γυναίκας του Σαπφείρας, πού ἀπέκρυψαν ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ἀντίτιμο τοῦ χωραφιοῦ. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος εἶπε, «Ἀνανία, διατὶ ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις ἀλλὰ τῷ Θεῶ», ὁ Ἀνανίας ἔπεσε κάτω καὶ πέθανε[10].
Πράγματι εἶναι «φοβερόν το ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος»[11]. Ἐπίσης ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δείχνει ὅτι ἡ παράβαση τῶν ταμάτων δὲν εἶναι ὠφέλιμη, ὅπως γράφει στὴν Α΄ Ἐπιστολή του πρὸς Τιμόθεον: «Νεωτέρας δὲ χήρας παραιτοῦ· ὅταν γὰρ καταστρηνιάσωσι τοῦ Χριστοῦ, γαμεῖν θέλουσιν, ἔχουσαι κρίμα, ὅτι τὴν πρώτην πίστιν ἠθέτησαν»[12], δηλαδὴ ὅσοι ἀθετοῦν τὸ τάμα τους στὸν Θεὸ νὰ ζοῦν στὴν ἁγνότητα. Ἐπίσης στὴν Α΄ Ἐπιστολὴ Πρὸς Κορινθίους ἀναφερόμενος στοὺς παρθένους ὁρίζει: «Δέδεσαι γυναικί; μὴ ζήτει λύσιν· λέλυσαι ἀπὸ γυναικός; μὴ ζήτει γυναίκα· ἐὰν δὲ καὶ γήμης, οὒχ ἤμαρτες· καὶ ἐὰν γήμη ἡ παρθένος, οὒχ ἤμαρτε· θλίψιν δὲ τὴ σαρκὶ ἔξουσιν οἱ τοιοῦτοι· ἐγὼ δὲ ὑμῶν φείδομαι»[13]. Θὰ πέσουν δηλαδὴ σὲ ἀσθένειες, κατὰ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν τήρησαν τὴν ὑπόσχεσή τους μέχρι τέλους.
Ἔτσι διδάσκει ἡ Ἁγία Γραφὴ σχετικὰ μὲ τὰ τάματα ποῦ κάνουμε στὸν Θεὸ μὲ τὴν θέλησή μας στὴν περίπτωση κάποιας μεγάλης δυστυχίας ἡ στὴν περίπτωση πού θέλουμε νὰ βροῦμε τὴν σωτηρία, ὑποσχόμενοι ἁγνότητα. Ἀφοῦ δώσουμε τέτοια τάματα, πρέπει νὰ φερόμαστε σύμφωνα μὲ αὐτὰ κατὰ τὸν λόγο: «Ὤμοσα καὶ ἔστησα τοῦ φυλάξασθαι τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου». Ἀλλὰ καὶ «τὰ ἑκούσια του στόματός μου εὐδόκησον δή, Κύριε, καὶ τὰ κρίματά σου δίδαξον μὲ»[14]. Ἀκόμα καὶ ἂν κάποια ἡμέρα, ἡ ὁποία εἶναι ἑορτὴ τοῦ Κυρίου ἡ κάποιου μεγάλου Ἁγίου, καταλύεται τὸ λάδι καὶ τὸ κρασί, ὅπως μᾶς ἐπιτρέπουν οἱ κανόνες τῶν ἁγίων Πατέρων, ἃς μὴν ὑπερβάλλουμε οὔτε στὸ φαγητό, οὔτε στὸ κρασί, ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες πού ἀγνοοῦν τὸν Θεό, ἀλλὰ ἃς τηροῦμε αὐστηρὰ τὴν ἐντολὴ πού λέγει: «Προσέχετε δὲ ἐαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἳ καρδίαι ἐν κραιπάλη καὶ μέθη καὶ μερίμναις βιοτικαῖς»[15].
Εἶναι ὅμως ἀξιοθρήνητο αὐτὸ πού κάνουν ἀνόητα μερικοί, ὅταν τὴν Δευτέρα δὲν καταλύουν τὸ κρέας, λὲς καὶ αὐτὸ θὰ τοὺς φέρει τὴν μεγάλη σωτηρία, ἐνῶ ὅλες τὶς ἄλλες μέρες πίνουν κρασί, ψάχνουν γιὰ παρέες καὶ διασκεδάσεις, μεθοῦν καὶ παραφρονοῦν μὲ κάθε τρόπο, καὶ μερικὲς φορὲς ἀποχωροῦν ἀφοῦ προηγηθεῖ κάποια συμπλοκή. Θὰ ἔλεγε κανεὶς σὲ αὐτοὺς νὰ ἀποφεύγουν τελείως τὴν οἰνοποσία, ἰδιαίτερα σὲ τέτοιες ἡμέρες, ἐπειδὴ ἡ ὑπερβολικὴ οἰνοποσία γίνεται αἰτία κάθε κακοῦ. Σὲ αὐτὴν ὀφείλονται καὶ συμπλοκὲς καὶ φιλονικίες καὶ κάθε εἴδους ἀσωτία, πράγματα πού μᾶς βεβηλώνουν. Ἀπὸ τὴν κρεοφαγία ὅμως δὲν προκύπτει τίποτα ἀπὸ αὐτά: «Ὅτι πᾶν κτίσμα Θεοῦ καλόν, καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον· ἁγιάζεται γὰρ διὰ λόγου Θεοῦ καὶ ἐντεύξεως»[16]. Ἑπομένως, ἂν αὐτὲς τὶς ἡμέρες ἀποφεύγουμε τὸ κρέας ἀπὸ χριστιανικὴ ἀρετὴ καὶ ὄχι ἀπὸ ἰουδαϊκὴ ὑποκρισία, πρέπει νὰ συγκρατηθοῦμε καὶ ἀπὸ τὸ κρασὶ καθὼς καὶ ἀπὸ κάθε ἀνίερη πράξη, ὑπακούοντας στὸν διδάσκαλο πού λέγει: «Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνω, ἐν ὢ ἐστιν ἀσωτία»[17]. Καὶ ὁ ἄλλος μεγάλος διδάσκαλος λέγει: «Σήμερον οἰνοπότης, αὔριον ὑδροπότης»[18]. Καὶ ὅσοι μεθοῦν κάθε ἡμέρα ἀσυγκράτητα ἃς γνωρίζουν ὅτι «οὐ μέθυσοι βασιλείαν Θεοῦ κληρονομήσουσι»[19]. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχει κάτι πιὸ ἀπαίσιο ἀπὸ τὸ νὰ βλέπεις τὸν χριστιανό, τὸν μοναχό, τὸν ἱερέα, πού ἀγωνίζεται γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ περιμένει τὴν φοβερὴ Κρίση, νὰ περπατάει μεθυσμένος, ὁλοκόκκινος, νὰ κουνιέται ἀπρεπῶς καὶ νὰ κομπορρημονεῖ; Τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ αἰσχρὸ καὶ πιὸ ἄτιμο γιὰ τὴν ἄψογη χριστιανικὴ πίστη; Ἀληθῶς, οὐαί, οὐαί! Ἐνῶ πρέπει νὰ εἴμαστε φῶς τοῦ κόσμου[20] καὶ νὰ φωτίζουμε τοὺς ἄλλους, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἐξαιτίας τῆς ἀνοησίας μας γινόμαστε σκότος καὶ ἀντικείμενο πειρασμοῦ ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἀδελφούς μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες. Αὐτοὶ πού καυχῶνται γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς πίστεώς τους, ἀλλὰ δὲν ζοῦν κατὰ τὶς ἐντολὲς καὶ τοὺς κανόνες της, ἀποτελοῦν γιὰ τοὺς πιστοὺς παράδειγμα κάθε παραβάσεως καὶ ἀταξίας, ἐνῶ γιὰ τοὺς ἀπίστους ἀντικείμενο γέλωτα καὶ ἀποδοκιμασίας.
Γι’ αὐτὸ φοβοῦμαι, μήπως μᾶς ἀφορᾶ αὐτὸ πού εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Ἰουδαίους: «Τὸ γὰρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι»[21], καθὼς παραβαίνουμε καὶ ἐμεῖς τὶς ἅγιες ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μας. Δόξα Αὐτῶ εἰς αἰώνα. Ἀμήν.
Πηγή: Ἅπαντα Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ, Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ Λόγοι, Τόμος Ἅ΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2011.
——————————————————————————–
[1]. Ψάλμ. 75, 12.
[2]. Ἴων. 2,10.
[3]. Ψάλμ. 115, 8,9.
[4]. Ἐκκλ. 5,4.
[5]. Βλ. Γέν. 28,20-22.
[6]. Βλ. Γέν. 33,1-11.
[7]. Βλ. Γέν. 35,1-7.
[8]. Βλ. Κρίτ. 11,30-40.
[9]. Ψάλμ. 5, 7.
[10]. Πράξ. 5, 3-4.
[11]. Ἑβρ. 10, 31.
[12]. Α΄ Τιμ. 5, 11-12.
[13]. Α΄ Κορ. 7, 27-28.
[14]. Βλ. Ψάλμ. 118, 106-108.
[15]. Λουκ. 21, 34.
[16]. Α΄ Τιμ. 4, 4-5.
[17]. Ἔφ. 5, 18.
[18]. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΔ/. Εἰς τὴν καινὴν Κυριακὴν θ/, PG 36,617AB.
[19]. Α΄ Κορ. 6, 10.
[20]. Πρβλ. Ματθ. 5, 14.
[21]. Ρωμ. 2, 24.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *