(Μέρος 1ο)

Ὁ μακάριος καὶ θαυμαστὸς προφήτης, θεάρεστος καὶ πολὺ ἐνάρετος βασιλέας, ὁ ἔνδοξος Δαυίδ, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε: «Εὗρον Δαυὶδ τὸν τοῦ Ἰεσσαὶ ἄνδρα κατὰ τὴν καρδίαν μου, ὃς ποιήσει πάντα τα θελήματά μου»[1]. Αὐτὸς ὁ τόσο ὑπέροχος ἄνδρας, θαυμάζοντας τὴν ἀκατάληπτη καὶ ἄρρητη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου τῶν πάντων, τοῦ λέγει μὲ μεγάλο θαυμασμό: «Τί ἔστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνήσκη αὐτοῦ, ἡ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτη αὐτὸν»[2]; Ἐπίσης λέγει: «Ἄνθρωπος ματαιότητι ὠμοιώθη, αἳ ἡμέραι αὐτοῦ ὡσεὶ σκιὰ παραγουσιν»[3]. Ἐδῶ παρομοιάζει, πολὺ σοφὰ καὶ εὔστοχα, τὸ τέλος τῆς ἐφήμερης ζωῆς μας μὲ τὴν ματαιότητα. Ὅταν ὁ ἥλιος βασιλεύσει ἡ σκεπαστεῖ μὲ μικρὸ σύννεφο, ἀμέσως ἐξαφανίζεται ἡ σκιὰ ὁποιουδήποτε ἀντικειμένου. Ἀνάλογα καὶ ἡ ζωὴ μᾶς τελειώνει ἀμέσως, μόλις φύγει ἀπὸ τὸ σῶμα ἡ ψυχὴ ποῦ τοῦ δίδει ζωή. Ἀλλὰ παρὰ τὴν τόσο μεγάλη πενία καὶ μηδαμινότητά μας, ὁ πανάγαθος Δημιουργός μας δὲν παύει νὰ μᾶς φροντίζει καὶ νὰ μᾶς εὐεργετεῖ μὲ κάθε τρόπο. Ἐμεῖς ὅμως οἱ ἀχάριστοι πῶς ἐκτιμᾶμε τὴν τόσο μεγάλη φιλανθρωπία τοῦ Δημιουργοῦ μας καὶ τὴν εὔνοιά Του πρὸς ἐμᾶς; Ἡ πῶς μποροῦμε νὰ Τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ τὴν πρόνοια πρὸς ἐμᾶς καὶ γιὰ τὶς συνεχεῖς εὐεργεσίες καὶ ἐπισκέψεις Του;Ἐξαρχῆς μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του[4], ἐνῶ προηγουμένως ἐμεῖς δὲν ὑπήρχαμε καὶ δὲν Τὸν παρακαλούσαμε γι’ αὐτό. Αὐτὸς ὁ ἴδιος, λόγω τῆς ἄρρητης ἀγαθότητάς Του, δημιούργησε τὰ πάντα ἀπὸ τὸ μὴ ὃν στὸ ὅν. Ὕστερα ἐπιθύμησε νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή Του καὶ νὰ τὸν θέσει ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τα δημιουργήματά Του ὡς ἡγεμόνα ἡ ἄρχοντα. Πρὸς χάριν τοῦ ἀνθρώπου τακτοποίησε πρῶτα τὸν ὑπέροχο κῆπο, ὁ ὁποῖος στὴν Ἁγία Γραφὴ ἀποκαλεῖται συνήθως παράδεισος· καὶ τὸν δημιούργησε στὸν καλύτερο τόπο τῆς γῆς, τὸν ὀνομαζόμενο Ἐδέμ, ποῦ φωτίζεται συνεχῶς μὲ φῶς, ὅπου φυσάει καθαρότατος ἀέρας μὲ ὑπέροχες εὐωδίες. Ἐδῶ ὅρισε τὴν διαμονὴ τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ ζεῖ πάντοτε στὴν μακαριότητα καὶ τὴν ἀπάθεια.
Καὶ θὰ ἔμενε ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνοντας πάντοτε αὐτὴν τὴν μακαριότητα, ἂν δὲν παρέβαινε τὴν θεία ἐντολὴ ποῦ τοῦ εἶχε δοθεῖ. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ προφήτη τοῦ Θεοῦ, ποῦ λέγει μὲ θλίψη: «Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμὴ ὧν οὐ συνῆκε»[5]. Καὶ ποιὰ ἦταν ἡ τιμὴ ποῦ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Δημιουργό, τὸ ἔδειξε μὲ τὰ λόγια: «Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοῖς», ὄχι ὅμως κατὰ τὴν ἐξωτερικὴ μορφὴ καὶ τὴν κτηνώδη συμπεριφορά. Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε στὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἄφθαρτος καὶ ἀθάνατος, μετὰ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς ὑπέστη ἀμέσως τὴν φθορὰ καὶ τὸν θάνατο καὶ ἦλθε σὲ ἕνωση μὲ τὴν γυναίκα του. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ὁ Δημιουργὸς τὸν παιδαγώγησε, ἐπειδὴ ἔχασε τὸ ἀξίωμα καὶ τὴν ἀγγελικὴ τιμή! Τὸν ἐπισκέφθηκε ὅμως ἀμέσως ὡς φιλάνθρωπος, καὶ ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγαθότητά Του τοῦ ἔδωσε χείρα βοηθείας. Τὸν ἔδιωξε βέβαια ἀπὸ τὴν θεϊκὴ καὶ παναγνὴ κατοικία του, ἐπειδὴ ἔχασε τὸν λόγο καὶ ἔπεσε σὲ ἀλογία καὶ σὲ κτηνώδεις ἐπιθυμίες. Δὲν ἅρμοζε αὐτὸς ὁ θεϊκὸς καὶ ἄξιος των Ἀγγέλων τόπος νὰ βεβηλωθεῖ μὲ τόσο ἀδιάντροπους κτηνώδεις πόθους. Ἂν καὶ τὸν ἔδιωξε ὅμως ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τοῦ στέρησε τὴν ἀγγελικὴ τιμή, δὲν τοῦ στέρησε καθόλου τὴν θεία καὶ φιλάνθρωπη Πρόνοιά Του, μολονότι ἐπέτρεψε νὰ φθαρεῖ λόγω τῆς ὑπακοῆς του στὸν ὄφι, ποῦ τὸν ἀποπλάνησε.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλή του πτώση, ὁ Θεὸς τὸν ἐπισκέφθηκε ἀμέσως. Καὶ ὅταν ἐκεῖνος ἔφυγε καὶ κρύφτηκε, τὸν φώναξε λέγοντας: «Ἀδὰμ ποῦ εἰ;»[6] Δὲν τὸν ρώτησε γιὰ νὰ μάθει τὸν τόπο ὅπου κρύφτηκε, καὶ δὲν Τὸν ἐνδιέφερε νὰ τὸ μάθει. Μὲ αὐτὴν τὴν ἐρώτηση ὁ Θεὸς τοῦ ὑπενθύμιζε ἀπὸ ποιὰ δόξα καὶ ἀγγελικὴ τιμὴ σὲ ποιὰ ἀκολασία καὶ ἀτιμία εἶχε ξεπέσει, ἀφοῦ στερήθηκε ἀμέσως τὴν θεία Χάρη καὶ δόξα, ποῦ μέχρι τότε σκέπαζε τὴν γύμνια του καὶ τὸν κοσμοῦσε θαυμάσια. Ἐπίσης τοῦ ὑπενθύμισε τὸ προηγούμενο θάρρος του πρὸς τὸν Δημιουργό του, ὅταν χωρὶς πρόσκληση ἐπισκεπτόταν ἄφοβα τὸν Κύριό του καὶ μὲ φωτεινὸ πρόσωπο καὶ χαρούμενη ψυχὴ στεκόταν μπροστά Του ἀπολαμβάνοντας τὶς θεῖες συνομιλίες Του. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐκδιώχτηκαν οἱ δυό τους ἀπὸ τὸν παράδεισο καὶ ἄρχισαν νὰ γεννιοῦνται παιδιά, ὁ πρωτότοκος υἱὸς τοὺς Κάιν δολοφόνησε τὸν ἀδελφό του, τὸν ἐνάρετο Ἀβελ, ἀκόμη καὶ τότε ὁ πανάγαθος Θεὸς δὲν ἔπαψε νὰ εὐεργετεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἀμέσως ὁ Θεὸς παρουσιάσθηκε στὸν μιασμένο δολοφόνο καὶ μὲ τὴν συνηθισμένη ἀνθρώπινη φωνὴ Τοῦ τὸν ρώτησε ποῦ εἶναι ὁ ἀδελφός του. Ἤθελε ὁ Θεὸς νὰ καθαρισθεῖ ὁ Κάιν μὲ τὴν ἐξομολόγηση τῆς δολοφονίας ποῦ διέπραξε, καὶ τότε θὰ τὸν ἀξίωνε τῆς χάριτος καὶ τῆς φιλανθρωπίας Του. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ θράσος καὶ χωρὶς ντροπὴ Τοῦ ἀπήντησε: «Οὐ γινώσκω· μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μου εἰμὶ ἐγώ;»[7] Ἀκόμη καὶ τότε ὁ φιλάνθρωπος δὲν τὸν θανάτωσε ἀμέσως, ἀλλὰ οὔτε τὸν ἄφησε ἀτιμώρητο. Τοῦ ἐπέβαλε τιμωρία, τὴν παράλυση τῶν μελῶν του καὶ τοὺς ἀτελείωτους στεναγμοὺς[8], γιὰ νὰ ὑποφέρει ἀπὸ συνεχῆ λύπη σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς κολασμένης ζωῆς του καὶ νὰ μετανοεῖ συνεχῶς γιὰ τὴν ἀσεβῆ πράξη του νὰ ἀποτελεῖ δὲ γιὰ τοὺς ἄλλους παράδειγμα τῆς φοβερῆς καὶ δικαίας κρίσεως τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι τιμωρὸς κάθε βδελυρῆς πράξεως. Καμμία τέτοια πράξη δὲν μένει ἀτιμώρητη, ὅπως ὑμνεῖ ὁ θεόπνευστος ψαλμωδός: «Θεὸς ἐκδικήσεων Κύριος, Θεὸς ἐκδικήσεων ἐπαρρησιάσατο»[9].
Ἃς δοῦμε τώρα, τί ἔγινε ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ καὶ πόσο σαφεῖς καὶ θαυμαστὲς ἀποδείξεις τῆς προνοίας τοῦ Παντοκράτορα Θεοῦ καὶ τῆς ἀγαθότητάς Του παρουσιάζουν τὰ μετέπειτα γεγονότα. Ὅσο αὐξανόταν τὸ γένος μας, μαζί του αὐξανόταν καὶ κάθε κακία ἐκ μέρους μας. Ὅταν ὁ Λάμεχ, ποῦ δὲν γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἐνάρετη γενιὰ τοῦ Σὴθ ἀλλὰ ἀπὸ τὴν καταραμένη φυλὴ τοῦ Κάιν, δολοφόνησε τοὺς δυὸ ἀδερφοὺς τοῦ ἐναρέτου Ἐνὼχ καὶ πῆρε γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοῦ τὶς γυναῖκες τους, τὴν Ἀδὰ καὶ τὴν Σελλὰ[10], ὁ ἐνάρετος Ἐνὼχ προσευχήθηκε νὰ τὸν βρεῖ καὶ αὐτὸν ὁ ἴδιος θάνατος. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή του καὶ προσέτρεξε σὲ βοήθεια –»ἐγγὺς Κύριος πάσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτόν, πάσι τοῖς ἐπικαλουμένοις αὐτὸν ἐν ἀληθεία»[11]–, τὸν «μετέθηκεν» ζῶντα, ὅπως ἔχει γραφεῖ, καὶ «καὶ οὒχ ηὐρίσκετο» ὁ Ἐνὼχ[12] ἀνάμεσα στοὺς συγγενεῖς του. Κατὰ τὴν φιλανθρωπία Τοῦ τὸν κρατᾶ ὁ Θεὸς ζῶντα, ὥσπου νὰ ἔλθει ὁ Ἀντίχριστος, γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν αὐτὸς καὶ ὁ μακάριος Ἠλίας τὸν πιστὸ χριστιανικὸ κόσμο καὶ νὰ τοὺς στηρίξουν στὴν πίστη καὶ στὴν ἀγάπη Του· νὰ στρέψουν στὴν ἀναμάρτητη καὶ καθαρὴ πίστη ὅσους βρεθοῦν ἐνώπιόν του Θεοῦ ἄξιοι σωτηρίας ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων καὶ μὲ τὰ μεγάλα θαύματα, ποῦ θὰ κάμει τότε ὁ Κύριος διὰ τῶν ἁγίων προφητῶν Του, γιὰ νὰ στηλιτεύσει τὸν ἀσεβῆ καὶ θεομάχο ἀντίχριστο, νὰ δείξει ὅτι εἶναι ψεύτης καὶ κόλακας. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ θαυμαστὴ καὶ ἄρρητη θεία Πρόνοιά Του γιὰ ἐμᾶς ποῦ εἴμαστε ξένοι ὡς πρὸς τὴν Χάρη, ὥστε ὄχι μόνο οἰκονομεῖ τὰ πάντα γιὰ τὴν σωτηρία μᾶς κατὰ τὸν παρόντα χρόνο, ἀλλὰ προετοιμάζει τὴν σωτηρία γιὰ πιστοὺς καὶ ἀπίστους καὶ κατὰ τὸν μέλλοντα χρόνο. Θὰ στείλει τοὺς προφῆτες Του μὲ θαύματα, ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ στηρίξει τοὺς πιστοὺς στὴν ὀρθὴ πίστη, ἀφ’ ἑτέρου δὲ γιὰ νὰ στρέψει τοὺς ἀπίστους ἀπὸ τὴν ἀπιστία, ποῦ τὴν κληρονόμησαν ἀπὸ τοὺς προγόνους τους, πρὸς τὸ ἀναμάρτητο φῶς τῆς ὀρθῆς πίστεως.
Ἃς μιλήσουμε καὶ γιὰ τὴν ἄλλη, τὴν διαχρονικὰ φιλάνθρωπη πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς, ποῦ εἶναι μεγάλη, θαυμασία καὶ ὑπερβαίνει κάθε λόγο καὶ κατανόηση τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ. Ὅταν αὐξήθηκε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἐπὶ τοῦ Νῶε καὶ οἱ ἄνθρωποι παραδόθηκαν ἀδιάντροπα σὲ κάθε κακό, ὅπως τὸ λέγει ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὠσηέ, «ἀκούσατε λόγον Κυρίου, υἱοὶ Ἰσραήλ, ὅτι κρίσις τῷ Κυρίω πρὸς τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν, διότι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια οὐδὲ ἔλεος οὐδὲ ἐπίγνωσις Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. Ἀρὰ καὶ ψεῦδος καὶ φόνος καὶ κλοπὴ καὶ μοιχεία κέχυται ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ αἵματα ἀφ’ αἵμασι μίσγουσι»[13], τότε, βλέποντας ὅτι ἔκαμαν μὲ θράσος καὶ χωρὶς φόβο αὐτὰ τὰ κακὰ καὶ ἀκόμη χειρότερα καὶ ὅτι ἤσαν πλέον ἀνίατα ἄρρωστοι, τοὺς ἔστειλε τὸν φοβερὸ κατακλυσμό. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τοὺς ἔστειλε τὸν ὁριστικὸ ὄλεθρο. Στὸν Νῶε καὶ τοὺς υἱούς του, στὰ ζῶα καὶ τὰ πτηνὰ τοὺς προσέφερε τὴν σωτηρία, ἀφοῦ τοὺς διέσωσε μέσα στὴν γερὴ ξύλινη κιβωτό, προνοώντας ἔτσι, ὥστε νὰ μὴν ἐξαφανιστεῖ τὸ ἀνθρώπινο γένος[14]. Πόσο ἀκατάληπτη καὶ ἀνείπωτη εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου τῶν ὅλων! Ἐξολόθρευσε τὴν κακία ἐκείνων καὶ καθάρισε ὅλη τὴν γῆ ἀπὸ τὸ μίασμα, ἐνῶ ἄφησε σὲ μᾶς, τὶς μεταγενέστερες γενεές, τὴν ἀπόδειξη τῆς δικαίας ὀργῆς καὶ τῆς δικαιοσύνης Του, γιὰ νὰ Τὸν γνωρίζουμε, νὰ Τὸν φοβόμαστε, νὰ Τὸν ντρεπόμαστε καὶ νὰ ζοῦμε δίκαια, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του. Ὅταν μετὰ τὸν κατακλυσμὸ οἱ ἄνθρωποι πάλι πολλαπλασιάστηκαν, συμφώνησαν, λόγω τῆς μεγάλης ἀνοησίας καὶ τῆς ἀναισθησίας τους νὰ οἰκοδομήσουν ὑψηλὸ πύργο, γιὰ νὰ καταφύγουν σὲ αὐτόν, στὴν περίπτωση ποῦ θὰ τοὺς ἔστελνε ὁ Κύριος νέο κατακλυσμό. Τότε Αὐτὸς διέλυσε καὶ αὐτὴν τὴν ἀνόητη συμφωνία τους. Τοὺς ὁδήγησε σὲ ἀσυνεννοησία[15], διδάσκοντάς τους δὶ’ αὐτῶν ποῦ ἔχουν ἐξουσία ἐπὶ γῆς νὰ ἐλπίζουν στὸν Θεὸ καὶ μόνο σὲ Αὐτὸν νὰ προστρέχουν σὲ κάθε ἀνάγκη καὶ σὲ ὅλες τὶς δυστυχίες τους καὶ νὰ μὴν ἐλπίζουν στὴν δύναμη, τὴν σοφία καὶ τὸν πλοῦτο τους, ἀλλὰ νὰ συμβουλεύονται τὸν προφήτη: «Δὸς ἠμὶν βοήθειαν ἐκ θλίψεως καὶ ματαῖα σωτηρία ἀνθρώπου»[16]. Καὶ πάλι λέγει: «Ὁ Θεὸς ἠμῶν καταφυγὴ καὶ δύναμις, βοηθὸς ἐν θλίψεσι ταῖς εὐρούσαις ἠμᾶς σφόδρα»[17], καθὼς καὶ νὰ θυμοῦνται πάντοτε τὸ ρητό: «Οὐ σώζεται βασιλεὺς διὰ πολλὴν δύναμιν, καὶ γίγας οὐ σωθήσεται ἐν πλήθει ἰσχύος αὐτοῦ. Ψευδὴς ἵππος εἰς σωτηρίαν, ἐν δὲ πλήθει δυνάμεως αὐτοῦ οὐ σωθήσεται. Ἰδοὺ οἱ ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτὸν τοὺς ἐλπίζοντας ἐπὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ, ρύσασθαι ἐκ θανάτου τὰς ψυχᾶς αὐτῶν καὶ διαθρέψαι αὐτοὺς ἐν λιμῶ»[18].
Ἀλλά, ὅπως ἔγραψε ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ, «τὶς λαλήσει τὰς δυναστείας τοῦ Κυρίου, ἀκουστᾶς ποιήσει πάσας τὰς αἰνέσεις αὐτοῦ»; Κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὸ ἐκφράσει, ὁπότε καὶ ἐγώ, ὑπακούοντας σὲ αὐτὸ τὸ θεῖο ρητό, σταματῶ τὴν ἀναφορὰ στὴν σωτήρια πρόνοια τοῦ φιλανθρώπου Σωτῆρος μας. Αὐτὸς φρόντισε μόνος Του καὶ διὰ τῶν ἁγίων προφητῶν Τοῦ τὸν ἑβραϊκὸ λαὸ στὴν Αἴγυπτο, στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα καὶ στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ τὸν φρόντιζε σαράντα χρόνια, ἀνεχόμενος τὴν ἀνταρσία του καὶ δείχνοντας μὲ κάθε τρόπο σὲ αὐτὸν καὶ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη τὴν ἄρρητη Χάρη Του καὶ τὴν μεγάλη πρόνοια ποῦ ἔχει Αὐτὸς ὡς φιλόστοργος Πατέρας γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ὕπαρξη τῶν πλασμάτων Του.
Ὅμως θὰ ἀφήσω ὅλα αὐτὰ καὶ θὰ περάσω στὸ μέγιστο καὶ φοβερὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του, ποῦ ξεπερνᾶ κάθε νοῦ καὶ κάθε λόγο. Αὐτὸς ὁ λόγος δὲν εἶναι εὐπρόσδεκτος σὲ κάθε ἀκροατή, ἀλλὰ μόνο σὲ ἐκεῖνον, ποῦ ἐκ τῶν προτέρων ἔχει προετοιμασθεῖ καὶ φωτισθεῖ ἄνωθεν, ὅπως διδάσκει ὁ θεηγόρος Παῦλος λέγοντας: «Εἰ δὲ καὶ ἔστι κεκαλυμμένον τὸ εὐαγγέλιον ἠμῶν, ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις ἐστὶ κεκαλυμμένον, ἐν οἶς ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος τούτου ἐτύφλωσε τὰ νοήματα τῶν ἀπίστων εἰς τὸ μὴ αὐγᾶσαι αὐτοῖς τὸν φωτισμὸν τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ, ὃς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ»[19]. Ὁ ἀόρατος, ἀσώματος καὶ παντοδύναμος Θεὸς ἐνδύθηκε τὴν σάρκα τοῦ ἀνθρώπου, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους σὰν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἁλυσσοδέθηκε, ἐνεπτύσθη, ὑπέστη χλευασμό, μαστιγώθηκε καὶ σταυρώθηκε σὰν ἕνας ληστής, πέθανε καὶ ἐτάφη. Ἐὰν ἐκεῖνοι ποῦ δὲν ἔλαβαν ἄνωθεν τὴν Χάρη καὶ τὴν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀκούσουν αὐτὰ τὰ αἴσχη γιὰ τὸν μόνο ἀθάνατο, ἀπαθῆ καὶ παντοκράτορα Θεό, εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ γελάσουν καὶ νὰ μὴ θεωρήσουν τὰ ἀναφερόμενα ἀνάξια του Θεοῦ; «Ψυχικὸς δὲ ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ· μωρία γὰρ αὐτῶ ἐστι, καὶ οὐ δύναται γνῶναι, ὅτι πνευματικῶς ἀνακρίνεται», λέγει ὁ θεῖος Παῦλος[20]. Καὶ πάλι λέγει ὁ ἴδιος: «Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτούσι καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητούσιν, ἠμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἔλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τὲ καὶ Ἔλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν. Ὅτι τὸ μωρόν του Θεοῦ σοφώτερον τῶν ἀνθρώπων ἐστι, καὶ τὸ ἀσθενές του Θεοῦ ἰσχυρότερόν των ἀνθρώπων ἐστὶ»[21].
Γιὰ τοὺς Ἰουδαίους αὐτὸ ἀποτελεῖ πλάνη, ὅταν ἀκοῦνε τὴν Ἁγία Γραφὴ νὰ λέγει γιὰ τὸν Μεσσία ποῦ περιμένουν: «Κύριος εἶπε πρὸς μέ· υἱός μου εἰ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε. Αἴτησαι παρ’ ἐμοῦ, καὶ δώσω σοὶ ἔθνη τὴν κληρονομίαν σου καὶ τὴν κατάσχεσίν σου τὰ πέρατα τῆς γῆς»[22]. Ἐπειδὴ ἑρμηνεύουν τὴν Γραφὴ σαρκικὰ καὶ ὄχι πνευματικά, περιμένουν ὅτι Αὐτὸς θὰ εἶναι κοσμικὸς βασιλέας κατὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψη καὶ ὅτι θὰ ἔλθει νὰ τοὺς βοηθήσει, προσφέροντάς τους ἄφθονο πλοῦτο καὶ δόξα, συνοδευμένος ἀπὸ ἀμέτρητο ἔνοπλο στρατό. Ὅταν ὅμως δοῦν ὅτι ὅλα αὐτὰ ποῦ συνέβησαν εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὶς ἀντιλήψεις καὶ τὶς ἐλπίδες τους, πέφτουν σὲ μεγάλη πλάνη καὶ δὲν θέλουν νὰ ἀναγνωρίσουν ὡς Μεσσία τὸν δοξαζόμενο καὶ προσκυνούμενο Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Κύριο καὶ Θεό μας.
/
Ἐξάλλου, οἱ Ἕλληνες ἀντιλαμβάνονται ὡς ἀνοησία τὴν ἀληθῆ πίστη ποῦ ἀκολουθοῦμε, τὴν ὁποία ἐκήρυξε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν Ἄρειο Πάγο[23], διδάσκοντας, ὅτι ὁ Ἐσταυρωμένος εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ὅτι Αὐτὸν ὁ Θεὸς θὰ κρίνει δίκαια τὴν οἰκουμένη, «ἀναστήσας αὐτὸν ἐκ νεκρῶν· ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν οἱ μὲν ἐχλεύαζον». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος χαρακτηρίζει παραφροσύνη αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν ἀνόητο χλευασμὸ τῶν ἀπίστων Ἑλλήνων καὶ ὄχι τὸ εὐαγγελικὸ καὶ ἀποστολικὸ κήρυγμα. Λέγει ὁ ἴδιος παρακάτω: «Ἰουδαίοις τὲ καὶ Ἔλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν»[24]. Δηλαδὴ δὲν κηρύττουμε τὴν πλάνη καὶ τὴν παραφροσύνη, ἀλλὰ «Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» σὲ ὅσους κλήθηκαν ἀπὸ τὴν θεία Χάρη καὶ τοὺς ἀποστόλους καὶ πίστεψαν μὲ ὅλη τὴν ψυχή τους στὸν Χριστό, τὸν Θεό μας. Ἀναφέρει τὴν «δύναμιν», ἐπειδὴ τελικὰ ἡ ἰσχὺς τῶν δαιμόνων καὶ ἡ πλάνη τῶν εἰδώλων ἐξολοθρεύτηκαν τελείως ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς δὶ’ Αὐτοῦ καὶ ἀπὸ Αὐτόν, τὸν Σωτήρα, ὅπως τὸ εἶχε προαναγγείλει ὁ προφητάναξ Δαβὶδ λέγοντας: «Τοῦ ἐχθροῦ ἐξέλιπον αἳ ρομφαῖαι εἰς τέλος, καὶ πόλεις καθεῖλες· ἀπώλετο τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ μετ’ ἤχου»[25]. Καὶ ὁ Κύριος εἶπε στοὺς μαθητές Του: «Ἰδοὺ δίδωμι ὑμὶν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πάσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ»[26]. Ἀλλὰ καὶ ἡ προφητεία τοῦ Δαυὶδ προαγγέλλει λέγοντας: «Φωνὴ Κυρίου συντρίβοντος κέδρους, καὶ συντρίψει Κύριος τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου»[27].
Ποιὸς ἄλλος λόγος τοῦ Κυρίου μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτός, ἂν ὄχι τὸ εὐαγγελικὸ καὶ ἀποστολικὸ κήρυγμα, ποῦ κηρύσσουν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι σὲ ὅλην τὴν οἰκουμένη, μὲ τὸ ὁποῖο διαλύθηκε τὸ σκότος τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων καὶ ἔλαμψε τὸ ἀΐδιο φῶς τῆς ἀληθινῆς εὐσεβείας καὶ θεογνωσίας; Ὡς «κέδρους», ποῦ ἔπεσαν ἀπὸ τὸν τόσο δυνατὸ λόγο, ἐννοεῖ τὰ θεομίσητα δαιμόνια, τὰ ὁποῖα ἀποκαλεῖ ἀλληγορικὰ ἔτσι, ἐξαιτίας τῆς ὑπερβολικῆς ὑπερηφάνειάς τους λόγω τῆς μεγάλης σοφίας τους. Ὅσον ἀφορᾶ τὴν «σοφίαν», ποιὸς δὲν ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀρχετυπικὴ σοφία τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ καὶ Πατρός, διὰ τῆς ὁποίας Αὐτὸς δημιούργησε τὰ πάντα, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, «ἐν ὢ εἰσι πάντες οἱ θησαυροὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι»[28]. Ἡ σοφία μᾶς εἶναι ὁ Χριστός, ἐπειδὴ ἀπὸ Αὐτὸν λάβαμε τὴν γνώση μας γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἔτσι γνωρίζουμε τὰ ἄρρητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ γνωρίζουμε τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας ἀρχετυπικῆς καὶ προσκυνητὴς Τριάδος καὶ τὴν ἄρρητη φιλανθρωπία καὶ ἀγαθότητα τοῦ Δημιουργοῦ μας πρὸς ἐμᾶς καὶ τὴν ἀπόλαυση ἐκ μέρους τοῦ ἐναρέτου των μελλόντων ἀγαθῶν καὶ τὴν φοβερὴ δευτέρα παρουσία τοῦ ἀδωροδοκήτου Κριτῆ. Τότε οἱ ἀσεβεῖς καὶ οἱ παρόμοιοι μὲ ἐμένα ἁμαρτωλοὶ θὰ χωριστοῦν ἀπὸ τοὺς εὐσεβεῖς καὶ ἐναρέτους καὶ θὰ καταδικαστοῦν σὲ αἰώνια βάσανα, τὰ ὁποῖα θὰ ὑποστοῦν στὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα. Ἐπίσης γνωρίσαμε καὶ τὸν ἄλλο ἀνεξάντλητο θησαυρὸ τῶν διδασκαλιῶν τῆς μυστικῆς θεολογίας, μὲ τὴν ὁποία Αὐτὸς μας διδάσκει διὰ διαφόρων εὐαγγελικῶν παραβολῶν καὶ παροιμιῶν.
Πηγή: Ἅπαντα Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ, Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ Λόγοι, Τόμος Ἅ΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2011.
(Μέρος 2ο)

Πόσα καὶ πόσο μεγάλα ἀγαθὰ καὶ ἀθάνατα δῶρα μᾶς προσέφερε ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ μονογενοῦς· δῶρα ἐπάνω ἀπὸ κάθε σκέψη καὶ κάθε λογική! Γι’ αὐτὸ δίκαια ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὴν ἀποκάλεσε δύναμη καὶ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ὅμως, οἱ κολασμένοι καὶ ἀχάριστοι, τί Τοῦ ἀνταποδίδουμε γι’ αὐτὰ τὰ ἀναρίθμητα ἀγαθὰ ποῦ μᾶς χάρισε; Μήπως συνειδητοποιοῦμε ὅτι συνεχῶς, μὲ τὶς διάφορες πονηρὲς πράξεις μας, Τὸν ἐξοργίζουμε καὶ δὲν τὸν τιμοῦμε, ἐνῶ πρέπει νὰ δοξάζουμε πάντοτε, μὲ κάθε τρόπο, τὴν ἄρρητη ἀγαθότητά Του πρὸς ἐμᾶς, γιὰ νὰ μᾶς δοξάζει καὶ Αὐτός, ὅπως λέγει ὁ προφήτης, «τοὺς δοξάζοντας μὲ δοξάσω, καὶ ὁ ἐξουθενῶν μὲ ἀτιμασθήσεται»[1]; Ὁ ἴδιος μας διδάσκει μὲ ποιὸν τρόπο πρέπει νὰ δοξάζεται: «Υἱὸς δοξάζει πατέρα καὶ δοῦλος τὸν κύριον αὐτοῦ. Καὶ εἰ πατὴρ εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν ἡ δόξα μου; Καὶ εἰ Κύριος εἰμι ἐγώ, ποῦ ἐστιν ὁ φόβος μου;»[2] Μὲ ποιὸν τρόπο ὅμως ὁ υἱὸς δοξάζει τὸν πατέρα του; Προφανῶς μὲ τὸ νὰ πράττει συνεχῶς ὅ,τι εὐχαριστεῖ ἐκεῖνον καὶ νὰ μὴν παραβαίνει ποτὲ τὶς ἐντολές του, ἀλλὰ μὲ καλὴ θέληση νὰ τὸν ὑπακούει σὲ ὅλα. Ὁ δοῦλος δὲν τὸ κάνει γιὰ τὸν ἴδιο λόγο, ἀλλὰ ἐπειδὴ φοβᾶται τὰ χτυπήματα καὶ ἄλλες τιμωρίες, ὑπακούει χωρὶς τὴν θέλησή του καὶ ἐκτελεῖ τὶς διαταγὲς τοῦ κυρίου του μὲ μεγάλο ζῆλο. Ἐμεῖς ὅμως, ποῦ ἔχουμε τόσο ἀγαθὸ καὶ γενναιόδωρο Κύριο καὶ Σωτήρα καὶ ἀξιωθήκαμε ἀπὸ Αὐτὸν τόσα δῶρα τῆς χάριτος, γιατί φερόμαστε πρὸς Αὐτὸν τόσο ἀνόητα καὶ ἀχάριστα; Ἔτσι ὄχι μόνο δὲν Τὸν δοξάζουμε καὶ δὲν Τὸν φοβόμαστε, ὅπως ὁ δοῦλος φοβᾶται τὸν κύριό του, ἀλλὰ καὶ δὲν Τὸν τιμοῦμε καὶ μὲ διάφορους τρόπους Τὸν πικραίνουμε πολύ, περιφρονώντας τὶς ἐντολές Του καὶ ζωντας σὰν εἰδωλολάτρες ποῦ δὲν γνωρίζουν τὸν Θεό.
/
Ἃς δοῦμε τώρα ἀναλυτικά, πῶς ζοῦμε ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ τὴν ζωή μας. Ἀφοῦ καταλάβουμε τὴν ἀκολασία μας καὶ τὴν μεγάλη μας ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἃς μετανοήσουμε εἰλικρινὰ ἐνώπιόν Του, ὅσο ἔχουμε ἀκόμη χρόνο. Καὶ ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε πολὺ ἀπὸ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ μᾶς εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὸ ἑξῆς. Ὁ Κύριος καὶ Θεός μας, κατηγορώντας τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους λέγει: «Οὐαὶ ὑμίν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερά του νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κακείνα μὴ ἀφιέναι»[3]. Ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι; Εἴμαστε ἐμεῖς, ποῦ κατέχουμε τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, καὶ αὐτὲς οἱ μομφὲς καὶ αὐτὰ τὰ «οὐαὶ» ἀφοροῦν ἐμᾶς. Ἐμεῖς ποῦ ἀπορρίπτουμε τὴν πίστη –δὲν ἐννοῶ τὴν πίστη στὸν Χριστό, τὸν Θεό μας, μὴ γένοιτο!, ἀλλὰ τὴν πίστη στὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου καὶ τὴν τήρηση τους–, δὲν κρίνουμε δίκαια, δὲν δείχνουμε ἔλεος σὲ ὅσους ἀδικήθηκαν καὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Ἀκοῦμε καὶ μὲ τὰ δυό μας αὐτιὰ αὐτὸν ποῦ φέρει περισσότερα δῶρα, ἄσχετα ἂν εἶναι ἄδικος ἡ ἀδικημένος, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο παραβαίνουμε τὸ θέλημα τοῦ φοβεροῦ Κριτῆ, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦ προφήτη Τοῦ ἀπειλεῖ: «Οὐαὶ οἱ δικαιοῦντες τὸν ἀσεβῆ ἕνεκεν δώρων καὶ τὸ δίκαιόν του δικαίου αἴροντες»[4]. Τί περισσότερο καὶ χειρότερο ὑπάρχει ἀπὸ αὐτά; Τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας τῶν Ἰουδαίων καὶ τῆς ἀπληστίας ἐκ μέρους τῶν δικαστῶν καὶ τῶν ἀρχόντων, ποῦ τοὺς ἔστειλε στὶς πόλεις ὁ βασιλέας, ὑπερισχύει τώρα τόσο πολύ, ὥστε ἀκόμη καὶ στοὺς ὑπηρέτες τοὺς αὐτοὶ ἐπιτρέπουν νὰ βρίσκουν διάφορες ἄδικες κατηγορίες ἐναντίον τῶν πλουσίων ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ ρίχνουν καμμιὰ φορᾶ τὴν νύχτα στὰ σπίτια τοὺς διάφορα ἀντικείμενα [ἐνοχοποιητικὰ στοιχεῖα]. Συμβαίνει ἀκόμη νὰ φέρουν τὸ σῶμα ἑνὸς νεκροῦ καὶ νὰ τὸ ἀφήνουν μέσα στὸν δρόμο, ὥστε ἔχοντας ἕνα τέτοιο περιστατικό, σὰν ἀφορμὴ τῆς δῆθεν δικαιολογημένης ἐκδικήσεως γιὰ τὸν σκοτωμένο, νὰ ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ ὁδηγήσουν στὸ δικαστήριο γιὰ τὴν δολοφονία τοὺς κατοίκους ὄχι μόνο μιᾶς καὶ μόνης ὁδοῦ ἀλλὰ ὅλης αὐτῆς τῆς περιοχῆς τῆς πόλεως. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο θὰ πάρουν ὡς ἀπαίσια καὶ θεομίσητα κέρδη μεγάλο ποσὸ ἀσημιοῦ.
Ποιὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ αἰώνα θὰ ἄκουγε ποτὲ κάποιον εἰδωλολάτρη νὰ ἔχει τολμήσει αὐτὸν τὸν φοβερὸ τρόπο τῆς ἀπληστίας ποῦ βρῆκαν τώρα οἱ ἀρχοντές μας; Πόσο ἄρρητη εἶναι ἡ πραότητά Σου καὶ πόσο μεγάλη εἶναι ἡ ὑπομονή Σου, Χριστὲ καὶ Θεέ! Ποῦ εἶναι σήμερα ἕνας προφήτης μὲ τόσο δυνατὴ φωνή, ὅπως ἦταν ὁ βροντόφωνος Ἠσαΐας, γιὰ νὰ στηλιτεύσει φανερὰ καὶ ἄξια τὶς διαπραττόμενες αὐτὲς ἀδικίες καὶ τὴν ἑβραϊκὴ φιλαργυρία; Τί ἀπανθρωπιά, τί παραφροσύνη!
Οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ἔχουν ἄφθονα πλούτη καὶ περιουσίες καὶ ἐπὶ πλέον ἀνέλαβαν προσωρινὰ τὴν ἐξουσία, τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ χειριστοῦν μὲ φόβο Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀποκτήσουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, μὲ κάθε δικαιοσύνη καὶ ἔλεος, ἀνεξάντλητο πλοῦτο στὸν οὐρανό. Ὅμως, κυριευμένοι ἀπὸ τὴν μανία τῆς ἀκόρεστης φιλαργυρίας, ἀδικοῦν, κερδοσκοποῦν, λεηλατοῦν τὰ κτήματα καὶ τὶς περιουσίες τῶν χηρῶν καὶ τῶν ὀρφανῶν, ἐπινοώντας κάθε εἴδους κατηγορίες ἐναντίον ἀθώων, χωρὶς νὰ ντρέπονται τοὺς γείτονές τους, τοὺς Πολωνοὺς καὶ τοὺς Γερμανούς, καὶ χωρὶς νὰ φοβοῦνται τὸν Θεό, τὸν τρομερὸ ἐκδικητὴ τῶν ἀδικημένων, ποῦ καταδικάζει τοὺς κερδοσκόπους σὲ αἰώνια μαρτύρια. Οἱ Πολωνοὶ καὶ οἱ Γερμανοί, μολονότι ἀνήκουν στὴν λατινικὴ αἵρεση, κυβερνοῦν τοὺς ὑπηκόους τους μὲ κάθε δικαιοσύνη καὶ φιλανθρωπία, σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους ποῦ ὅρισαν οἱ πιστοὶ καὶ σοφοὶ βασιλεῖς –ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ Θεοδόσιος, ὁ Ἰουστινιανὸς καὶ ὁ Λέων ὁ Σοφός– μὲ κάθε σωφροσύνη καὶ σοφία. Ποῦ μπορεῖς νὰ βρεῖς στοὺς Λατίνους τέτοιου εἴδους ἀδικία, ποῦ ὑπάρχει τώρα σὲ ἐμᾶς, τοὺς Ὀρθοδόξους;
Ὁ Θεὸς καὶ Δημιουργός μας, ὁ φοβερὸς καὶ δίκαιος Κριτής, συμβουλεύει αὐστηρὰ λέγοντας: Νὰ ἀναζητεῖς τὴν ἀλήθεια σωστὰ καὶ δίκαια, «οὐ μὴ ὑποστείλη πρόσωπον ἀνθρώπου»[5]. Ἐὰν ἕνας πτωχὸς ἡ ἕνας πένης ἀποδειχθεῖ ἄδικος, μὴν τὸν ἐλεήσεις, ἐφόσον ἀλλοῦ συμβουλεύει: «Οὐ ποιήσετε ἄδικον ἐν κρίσει· οὐ λήψη πρόσωπον πτωχοῦ, οὐδὲ μὴ θαυμάσης πρόσωπον δυνάστου· ἐν δικαιοσύνη κρινεῖς τὸν πλησίον σου»[6]. Οἱ ἀρχὲς καὶ οἱ δικαστὲς μᾶς ἀγνόησαν αὐτὴν τὴν δίκαιη ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ λόγω τῆς πλεονεξίας τους. Ἀκόμη καὶ ἂν ὁλόκληρη ἡ πόλη ἐμφανιζόταν μπροστά τους καὶ μαρτυροῦσε δυνατὰ κατὰ τοῦ ἀδικοῦντος, δὲν θὰ τὴν ἐλάμβαναν ὑπ’ ὄψη, ἀλλὰ θὰ διέτασσαν τὸν ἀδικοῦντα καὶ τὸν ἀδικούμενο νὰ λύσουν τὴν διαφορὰ μεταξύ τους μὲ τὰ ὅπλα μὲ πολυάνθρωπη σύγκρουση. Ὅποιος νικοῦσε σὲ αὐτὴν τὴν σύγκρουση, θὰ ἐθεωρεῖτο ἀθῶος, ἀκόμη κι ἂν εἶχε διαπράξει ἀδικία. Τί πρωτοφανὴς ποδοπάτηση τῆς θείας ἐντολῆς εἶναι καὶ ἡ παραβίαση τῆς ὀρθῆς δικαιοσύνης! Ἐπιφέρουμε ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μᾶς τὴν κατάρα τοῦ Θεοῦ ἀνόητα καὶ ἐκεῖ ποῦ δὲν τὸ περιμένουμε, ἂν εἶναι ἀληθινὸς ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ ποῦ λέγει: «Ἐπετίμησας ὑπερηφάνοις· ἐπικατάρατοι οἱ ἐκκλίνοντες ἀπὸ τῶν ἐντολῶν σου»[7].
Νά, δόθηκε ἡ διαταγὴ νὰ λυθεῖ ἡ διαφορὰ μὲ τὰ ὅπλα καὶ κάθε πλευρὰ ψάχνει γιὰ ἄνδρες ἔμπειρους στὴν μάχη. Ὁ ἀδικῶν ψάχνει τὸν γητευτὴ καὶ τὴν μάγισσα, ποῦ θὰ μποροῦσαν μὲ σατανικὴ παρέμβαση νὰ βοηθήσουν τοὺς πολεμιστές του. Τί πρωτοφανὴς ἀνομία εἶναι αὐτή!
Ποιὸ εἶδος τῆς κακίας μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ αὐτὴν τὴν σατανικὴ ἐπινόηση; Δὲν ἀκούσαμε νὰ ὑπάρχει τέτοια ἀνόητη συνήθεια οὔτε στοὺς πιὸ ἀπίστους. Ἐκεῖνοι κάθε ἀμφίβολη, κακὴ διαφορὰ τὴν ἔλυναν ἡ μὲ τὴν κατάθεση ἀξιοπίστων μαρτύρων ἡ μὲ ἔνορκη ὁμολογία. Ἔνδοξοι ἄρχοντες! Τέτοιου εἴδους ἀποφάσεις δὲν εἶναι θεάρεστες, ἐπειδὴ αὐτοῦ του εἴδους οἱ δίκες ἔχουν ἐπινοηθεῖ μὲ σκοπὸ τὴν ἄδικη πλεονεξία καὶ τὴν ἀκόρεστη ἀπληστία, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων χάνουμε τὴν οὐράνια κληρονομιά. Ἔτσι ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεωρεῖ ὅτι ἀνήκουμε στοὺς εἰδωλολάτρες, ὅπως τὸν ἀκοῦμε νὰ λέγει στὴν Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους: «Τοῦτο γὰρ ἐστε γινώσκοντες, ὅτι πᾶς πόρνος ἡ ἀκάθαρτος ἡ πλεονέκτης, ὃς ἐστιν εἰδωλολάτρης, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ. Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις· διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας»[8]. Εἴμαστε χριστιανοὶ καὶ ὑπηρέτες τοῦ ζῶντος Θεοῦ καὶ τοῦ φοβεροῦ Κριτῆ, καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ δικάζουμε καὶ νὰ τακτοποιοῦμε τὶς ὑποθέσεις τῶν ὑπηκόων μᾶς χριστιανικά, ὅπως μᾶς διέταξε ὁ δίκαιος κριτής μας, γιὰ νὰ δοξάζεται καὶ ὄχι νὰ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς ἀπίστους εἰδωλολάτρες τὸ ἅγιο καὶ προσκυνητὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας. Εἶναι γεγονὸς ὅτι οἱ ἀθωωτικὲς ἀποφάσεις ἐκ μέρους τοῦ δικαστηρίου ἐπιφέρουν στοὺς ἀπίστους δάκρυα καὶ ὀδυρμούς, ἐπειδὴ ἔχουν ληφθεῖ δίκαια καὶ ὀρθὰ καὶ τηροῦνται αὐστηρά, ὅπως ἐξαρχῆς καθιερώθηκε ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἀντιθέτως ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι περιφρονοῦμε καὶ παραβαίνουμε τὰ πάντα. Φοβοῦμαι πολύ, μήπως ἀφοροῦν καὶ ἐμᾶς τὰ λόγια ποῦ εἶπε μὲ λύπη ὁ προφήτης Ἠσαΐας γιὰ τὰ ἄνομα Ἱεροσόλυμα: «Πῶς ἐγένετο πόρνη πόλις πιστὴ Σιῶν, πλήρης κρίσεως, ἐν ἡ δικαιοσύνη ἐκοιμήθη ἐν αὐτή, νῦν δὲ φονευταί. Τὸ ἀργύριον ὑμῶν ἀδόκιμον· οἱ κάπηλοί σου μίσγουσι τὸν οἶνον ὕδατι· οἱ ἄρχοντές σου ἀπειθούσι, κοινωνοὶ κλεπτὼν ἀγαπῶντες δῶρα, διώκοντες ἀνταπόδομα, ὀρφανοῖς οὐ κρίνοντες καὶ κρίσιν χηρῶν οὐ προσέχοντες»[9]. Γι’ αὐτὸ ἃς γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἃς πάψουμε νὰ ὀργίζουμε τὸν Κύριο μὲ τὴν ἀνυπακοὴ στὶς σωτήριες ἐντολές Του. Ἐπειδὴ ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγει σαφῶς: «Ἐπικατάρατοι οἱ ἐκκλίνοντες ἀπὸ τῶν ἐντολῶν Σου»[10]. Ἐὰν εἴμαστε καταραμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ λόγω τῆς παραβάσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του, τότε ποιὸς θὰ μᾶς εὐλογήσει καὶ ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὸ σκότος καὶ τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερο[11], ὅπου ἀποστέλλονται οἱ καταδικασμένοι, ὅπως τὸ δηλώνει Αὐτὸς ὁ ἴδιος λέγοντας μὲ ἀσυγκράτητη ὀργή: «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιόν το ἠτοιμασμένον τῷ διαβόλω καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ»[12].
«Φοβερόν το ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος»[13], ἀδελφοί. Γι’ αὐτὸ «προφθάσωμεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἐν ἐξομολογήσει καὶ ἐν ψαλμοῖς ἀλαλάξωμεν αὐτῶ»[14]. Πρὶν ξεσπάσει ἡ δίκαιη ὀργή Του, ἃς προσπαθήσει ὁ καθένας μας νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὶς κακὲς πράξεις του, ἐπειδὴ ὡς «πρόσωπον» χαρακτηρίζεται ἐδῶ ἡ δίκαιη ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπως καὶ ἀλλοῦ λέγεται: «Πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά του ἐξολοθρεῦσαι ἐκ γῆς τὸ μνημόσυνον αὐτῶν»[15]. Μὲ αὐτὴν τὴν δυσβάστακτη καὶ δίκαιη ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ταπεινώθηκε καὶ ἐκδιώχθηκε ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔχασε τὴν γῆ καὶ τὸ κράτος του, διασκορπίστηκε ἀνάμεσά σε ἄλλους λαοὺς στὴν διάρκεια ἤδη πολλῶν ἐτῶν, ὥστε νὰ ἐκπληρωθεῖ γι’ αὐτὸν ὁ προφητικὸς λόγος, ποῦ μὲ τὴν φωνὴ τοῦ ἰδίου τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μᾶς λέγει: «Σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν του μὴ βλέπειν, καὶ τὸν νῶτον αὐτῶν διαπαντὸς σύγκαμψον. Ἔκχεον ἐπ’ αὐτοὺς τὴν ὀργήν σου, καὶ ὁ θυμὸς τῆς ὀργῆς σου καταλάβοι αὐτούς. Γενηθήτω ἡ ἔπαυλις αὐτῶν ἠρημωμένη, καὶ ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν μὴ ἔστω ὁ κατοικῶν»[16]. Ἃς φοβηθοῦμε αὐτὸ τὸ παράδειγμα καὶ ἃς πάψουμε νὰ ὀργίζουμε τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι φοβερός. Αὐτὸς δὲν θὰ ἐλεήσει ἐκείνους, γιὰ τοὺς ὁποίους ἔκανε τόσα θεσπέσια καὶ ἀπίστευτα σημεῖα καὶ τέρατα στὴν Αἴγυπτο, στὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, στὴν ἔρημο, στὴν ἴδια τὴν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, δοξάζοντάς τους συνεχῶς καὶ παρουσιάζοντάς τους ὡς ἰσχυρούς. Καὶ ἀντιθέτως ντρόπιαζε τοὺς ἀντιπάλους τους καὶ τοὺς ταπείνωνε μὲ διάφορους τρόπους. Ἃς μὴν ἀποστρέψει τὸ βλέμμα του καὶ ἀπὸ ἐμᾶς, ὅπως τὸ ἀπέστρεψε ἀπὸ ἐκείνους, ὥστε νὰ μὴν ὑποδουλωθοῦμε σὲ ὅλους ἐκείνους ποῦ μᾶς μισοῦν καὶ πραγματοποιηθεῖ γιὰ μᾶς τὸ θεῖο ρητὸ ποῦ λέγει: «Πλὴν διὰ τὰς δολιότητας αὐτῶν ἔθου αὐτοῖς κακά, κατέβαλες αὐτοὺς ἐν τῷ ἐπαρθῆναι. Πῶς ἐγένοντο εἰς ἐρήμωσιν ἑξάπινα· ἐξέλιπον, ἀπώλοντο διὰ τὴν ἀνομίαν αὐτῶν»[17].
Ἐὰν ἐμεῖς, σὲ σχέση μὲ ἐκείνους, ἀξιωθήκαμε μεγαλύτερη χάρη καὶ συνομιλία μὲ τὸν Θεὸ διὰ τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε πρέπει νὰ ἔχουμε μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, πράττοντας καλὲς καὶ δίκαιες πράξεις, γιὰ νὰ μὴν ἀποδειχθοῦμε χειρότεροι στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ μας. Διότι τότε δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ εἰσέλθουμε στὴν βασιλεία Του, ὅπως τὸ εἶπε ὁ ἴδιος: «Λέγω γὰρ ὑμὶν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεύση ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν»[18].
Σᾶς ἱκετεύω, γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶστε συγκαταβατικοὶ πρὸς ἐμένα, ποῦ σᾶς κηρύττω χωρὶς δισταγμό, μὲ θεῖο ζῆλο καὶ πνευματικὴ ἀγάπη. Νὰ προσέξετε, ὥστε νὰ κατανοήσετε τὴν δικαιοσύνη τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Γραμματέων στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Μωυσέως, καθὼς καὶ τὴν ζωὴ ποῦ ζοῦμε ἐμεῖς παραβαίνοντας τὶς εὐαγγελικὲς ἐντολές. Ἐὰν συγκρίνουμε τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ ζωὴ μᾶς εἶναι πολὺ χειρότερη ἀπὸ τὴν ζωὴ ἐκείνων. Ἐκεῖνοι, ὅπως καυχᾶται ἐκεῖνος ὁ μεγαλόστομος Φαρισαῖος, ὄχι μόνο δὲν ἀδικοῦσαν καὶ δὲν λεηλατοῦσαν ξένες περιουσίες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς δικές τους ἔδιναν μία δεκάτη στοὺς ἐνδεεῖς καὶ τοὺς ἐφρόντιζαν[19]. Ἐμεῖς ὅμως κάνουμε τὰ πάντα ἀπὸ ἀπληστία καὶ ἁρπακτικὴ διάθεση, χωρὶς αἰσχύνη καὶ φόβο. Παντοῦ βρίσκονται ληστὲς καὶ δολοφόνοι, κλέφτες καὶ ἅρπαγες, σκληροὶ καταπιεστές, ποῦ ζητοῦν ἀπὸ τοὺς ἄτυχους ὀφειλέτες τοὺς τόκους ἐπὶ τόκων, ὀδηγώντας τους στὴν ἀπόλυτη ἔνδεια. Τόσο πολὺ αὐξήθηκε ἡ ἀπληστία, ὥστε ὑποδούλωσε ἀκόμη καὶ τοὺς ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀρχιμανδρίτες καὶ τοὺς ἡγουμένους μας.
Τί φοβερὸ ἔγκλημα ἐναντίον τῶν ἐντολῶν καὶ τοῦ θελήματος τοῦ Κυρίου μας! Ποιὰ ἀπάντηση θὰ δώσουμε στὸν φοβερὸ Κριτὴ τὴν ἡμέρα τῆς φοβερῆς Κρίσεως, ὅταν ἀκόμη καὶ ὅσοι ἔκαναν πολλὰ θαύματα ἐν ὀνόματί Του καὶ ἔδιωχναν δαιμόνια θὰ καταδικαστοῦν καὶ θὰ ἀποκληθοῦν ἄνομοι, διότι δὲν τήρησαν τὸν νόμο ποῦ ἐξιλεώνει πολλὲς ἁμαρτίες καὶ συνίσταται στὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πένητες, τὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά, ποῦ μᾶς δόθηκε ἐντολὴ νὰ τοὺς φροντίζουμε; Αὐτοὶ ὅμως ὄχι μόνο δὲν τοὺς φρόντιζαν, ἀλλά, ἀντιθέτως, τοὺς καταφρονοῦσαν. Ὅταν ἐκεῖνοι πέθαιναν ἐδῶ ἀπὸ τὴν πείνα, τὴν γύμνια καὶ τὴν ἔλλειψη διαφόρων βιοτικῶν ἀγαθῶν, οἱ ἴδιοι ἀπολάμβαναν τὴν ἡσυχία καὶ τὶς διάφορες χαρὲς τοῦ βίου, μαζεύοντας γιὰ τὸν ἑαυτὸ τοὺς πλοῦτο, χρυσὸ καὶ ἀσήμι, πολύτιμες ἐνδυμασίες καὶ διάφορα εἰσοδήματα. Δὲν ἔδιναν σημασία στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ποῦ ζητάει νὰ μὴ συσσωρεύουμε θησαυροὺς γιὰ τὸν ἑαυτό μας στὴν γῆ, ἀλλὰ στὸν οὐρανό, ὥστε νὰ βρίσκεται ὁ θησαυρὸς μᾶς ἐκεῖ, ὅπου βρίσκεται καὶ ἡ καρδιὰ μᾶς[20]. Ποιὰ ἐλπίδα μποροῦμε νὰ ἔχουμε νὰ σωθοῦμε καὶ νὰ εἰσέλθουμε στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅταν ἡ δικαιοσύνη μᾶς ὄχι μόνο δὲν «περισσεύση πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ τῶν Φαρισαίων»[21], ὅπως ὅρισε ὁ Κύριος, ἀλλὰ εἶναι καὶ πολὺ χειρότερη ἐκείνων. Ἐκεῖνοι ἀποδεκατοῦσαν τὴν περιουσία τους, ἐνῶ ἐμεῖς λεηλατοῦμε τὶς περιουσίες ἄλλων ἀπαιτώντας χωρὶς ἔλεος κάθε χρόνο ὑπέρογκους τόκους. Ἃς μὴ γελᾶμε τὸν ἑαυτό μας, ὅσιοι Πατέρες, καὶ ἃς μὴν τὸν κολακεύουμε μὲ μάταιες ἐλπίδες. Οἱ τοκογλύφοι καὶ οἱ ἅρπαγες δὲν θὰ κερδίσουν τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως κηρύττει ὁ Παῦλος, αὐτὴ ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. «Μηδεὶς ὑμᾶς ἀπατάτω κενοῖς λόγοις· διὰ ταῦτα γὰρ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας»[22].
Καὶ ἂν ἔλθει ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐναντίον ἠμῶν ποῦ ποδοπατήσαμε τὶς ἐντολές Του, τότε ποιὰ ἐλπίδα σωτηρίας θὰ μᾶς ἀπομείνει καὶ ποιὸς προστάτης θὰ εἶναι σὲ θέση νὰ μᾶς σώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ φοβεροῦ Κριτῆ;
«Φοβερόν το ἐμπεσεῖν εἰς χείρας Θεοῦ ζῶντος»[23]. Ποιὸς ἀπὸ ὅσους Τὸν ἐξόργισαν μὲ διάφορες ἀδικίες, ἀπληστία καὶ πορνεία, ἔχει ξεφύγει ἀπὸ τὸ ἰσχυρὸ χέρι Του; Ποῦ εἶναι τὰ ἔνδοξα βασίλεια τῶν ἀρχαίων λαῶν, τῶν Ἀσσυρίων, τῶν Βαβυλωνίων, τῶν Περσῶν, τῶν Μακεδόνων, τῶν Ἑλλήνων, τῶν Ρωμαίων; Μήπως δὲν καταστράφηκαν ὅλα καὶ δὲν ἔσβησαν παντελῶς ἐξαιτίας τῶν ἀπείρων ἀδικιῶν τους, τῆς ἀκολασίας καὶ τῆς ὑπερηφανείας;
Ἃς προσέξουμε τὸν ἑαυτό μας καὶ ἐμεῖς καὶ ἃς ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ ὅλες τὶς κακὲς πράξεις μας, τὴν ἀδικία, τὴν ἀπληστία, τὴν σατανικὴ ὑπερηφάνεια, τὴν πλάνη τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων. Ἃς ἐξαγνίσουμε αὐτὸ τὸ ὀρθόδοξο κράτος, ποῦ μᾶς ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεὸς καὶ ὁ Κύριος των πάντων. Ἃς τὸ ἐξαγνίσουμε ἀπὸ κάθε ἀνομία, ἀπὸ τὶς ἀδικίες, ἀπὸ τὴν ἑβραϊκὴ φιλαργυρία καὶ τὴν τοκογλυφία, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ ἐμᾶς ἡ θεία σκέπη καὶ ἡ δύναμη, ποῦ μᾶς σκεπάζει καὶ μᾶς σώζει ἀπὸ κάθε συκοφαντία καὶ κάθε κακό, ποῦ μᾶς κάνουν οἱ ὁρατοὶ καὶ ἀόρατοι ἐχθροί μας. Στερημένοι ἀπὸ αὐτὴν τὴν σκέπη καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ, γινόμαστε παιχνίδι καὶ ἀντικείμενο ἐπιδοκιμασίας γιὰ τὶς ἀόρατες ἐχθρικὲς δυνάμεις, ποῦ μᾶς ὠθοῦν στὶς ἀβύσσους κάθε κακοῦ καὶ κάθε ἀνομίας. Ἔτσι πέφτουμε σὲ διάφορες συμφορὲς καὶ δυστυχίες, ποῦ δὲν ὑποχωροῦν καὶ μᾶς βλάπτουν μέχρις ὅτου μᾶς ἐξολοθρεύσουν παντελῶς.
Γι’ αὐτό, σᾶς ἱκετεύω, «μὴ γίνεσθε ὡς ἵππος καὶ ἡμίονος, οἶς οὐκ ἔστι σύνεσις», νὰ μὴν ἔχετε, ὅπως πολλοὶ ἄδικοι στὸ παρελθόν, «ἐν κημῶ καὶ χαλινῶ τὰς σιαγόνας»[24]. Ἃς δεχθοῦμε καὶ ἃς ἀγαπήσουμε, ὄχι μὲ ὀργὴ καὶ θυμό, ἀλλὰ μὲ νηφάλια σκέψη καὶ προσοχή, τὴν νουθεσία τοῦ Βασιλέως Δαυίδ, ποῦ λέγει: «Καὶ νῦν, βασιλεῖς, σύνετε, παιδεύθητε, πάντες οἱ κρίνοντες τὴν γῆν. Δουλεύσατε τῷ Κυρίω ἐν φόβω καὶ ἀγαλλιάσθε αὐτῶ ἐν τρόμω. Δράξασθε παιδείας, μήποτε ὀργισθῆ Κύριος καὶ ἀπολεῖσθε ἐξ ὁδοῦ δικαίας. Ὅταν ἐκκαυθῆ ἐν τάχει ὁ θυμὸς αὐτοῦ, μακάριοι οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτῶ»[25]. Εὐσεβέστατοι βασιλεῖς, ἡγεμόνες καὶ βογιάροι καὶ ἐπίγειοι δικαστές, νὰ ἔχετε πάντοτε στὶς σκέψεις σᾶς αὐτὴν τὴν σωτηρία καὶ φιλάνθρωπη νουθεσία καὶ νὰ τακτοποιεῖτε τὶς ὑποθέσεις τῶν ὑπηκόων σας μὲ φόβο Θεοῦ καὶ δικαιοσύνη, ἀποφεύγοντας κάθε δωροδοκία γιὰ νὰ μπορέσετε καὶ ἐσεῖς νὰ προσευχηθεῖτε στὸν δίκαιο Κριτὴ καὶ νὰ πεῖτε μὲ θάρρος: «ἐποίησα κρίμα καὶ δικαιοσύνην· μὴ παραδῶς μὲ τοῖς ἀδικούσι μὲ»[26].
Ἃς κατανοήσουμε τὴν δύναμη τῆς σύντομης αὐτῆς προσευχῆς αὐτοῦ του δικαίου βασιλέως. Δὲν προέβαλε αὐτὸς οὔτε τὴν ἀγρυπνία στὴν διάρκεια ὅλης της ἡμέρας καὶ ὅλης της νύχτας οὔτε τὶς συχνὲς προσευχὲς οὔτε τὰ δάκρυα, οὔτε καμμία ἄλλη ἀρετὴ γιὰ νὰ ἱκετεύσει τὸν φοβερὸ Κριτή, ἀλλὰ μόνο τὴν δίκαιη κρίση. Ἔτσι ἔκρινε μὲ δικαιοσύνη τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν κυβερνοῦσε χωρὶς ἀπληστία. Ἃς ἀγαπήσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀρετὴ αὐτοῦ του ἐναρέτου βασιλέως καὶ προφήτη! Ναί, σᾶς ἱκετεύω, ἃς τὴν ἀγαπήσουμε καὶ ἃς μισήσουμε τὴν κάθε εἴδους ἀπληστία καὶ τὴν ἑβραϊκὴ φιλαργυρία, ποῦ σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἀπόστολου Παύλου εἶναι εἰδωλολατρία[27]. Ἃς ἀκούσουμε τὸν θεῖο προφήτη ποῦ λέγει, «Μὴ ἐλπίζετε ἐπ’ ἀδικίαν καὶ ἐπὶ ἁρπάγματα μὴ ἐπιποθεῖτε· πλοῦτος ἐὰν ρέη, μὴ προστίθεσθε καρδίαν»[28], ἐπειδή, ὅπως ἔχει γραφεῖ, «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ»[29]. Ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλοι ἔπεσαν σὲ διάφορες δυστυχίες σὲ αὐτὴν τὴν ζωὴ καὶ ἔχασαν τὸν ἄδικο πλοῦτο, ἀκόμη καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή τους, καὶ βρῆκαν κακὸ θάνατο. Ἄλλοι ὄχι μόνο ἔχασαν τὸν ἐφήμερο πλοῦτο τους, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους ἔχασαν καὶ τὰ αἰώνια ἀγαθά. «Οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ»[30] καὶ στὸν παρόντα καὶ στὸν μέλλοντα αἰώνα, ἀφοῦ ἔχει γραφεῖ: «Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει, καὶ ὡσεὶ κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνω πληθυνθήσεται. Πεφυτευμένοι ἐν τῷ οἴκω Κυρίου, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἠμῶν ἑξανθήσουσιν· ἔτι πληθυνθήσονται ἐν γήρει πίονι καὶ εὐπαθοῦντες ἔσονται»[31].
Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἀνταπόδοση τοῦ δικαίου κριτή, τοῦ Θεοῦ, στὸ μέλλον σὲ ὅσους τώρα ζοῦν ἐνάρετα καὶ θεάρεστα. Ἃς ἀκούσουμε προσεκτικὰ γιὰ τὴν εὐλογία στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ ἃς ἐπιθυμήσουμε, παρακαλῶ, νὰ λάβουμε αὐτὴν τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Κύριο: «Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον, ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ θελήσει σφόδρα», δηλαδὴ θὰ ἀκολουθήσει μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ τοῦ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, τὴν δικαιοσύνη, τὴν ἀγαθότητα, τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὴν εἰλικρινῆ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. Αὐτοῦ του ἐναρέτου χριστιανοῦ «δυνατὸν ἐν τῇ γῆ ἔσται τὸ σπέρμα αὐτοῦ, γενεὰ εὐθέων εὐλογηθήσεται. Δόξα καὶ πλοῦτος ἐν τῷ οἴκω αὐτοῦ, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰώνα τοῦ αἰῶνος. Ἑξανέτειλεν ἐν σκότει φῶς τοῖς εὐθέσιν, ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων καὶ δίκαιος. Χρηστὸς ἀνὴρ ὁ οἰκτείρων καὶ κιχρῶν· οἰκονομήσει τοὺς λόγους αὐτοῦ ἐν κρίσει, ὅτι εἰς τὸν αἰώνα οὐ σαλευθήσεται, εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος. Ἀπὸ ἀκοῆς πονηρᾶς οὐ φοβηθήσεται· ἑτοίμη ἡ καρδία αὐτοῦ ἐλπίζειν ἐπὶ Κύριον»[32]. Τί ἄλλο πιὸ εὐτυχὲς ἀπὸ αὐτὴν τὴν εὐλογία καὶ πιὸ ἐπιθυμητὸ ὑπάρχει γιὰ μᾶς, ποῦ εἴμαστε ἀληθινὰ εὐσεβεῖς καὶ ἀγαπᾶμε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποῦ λέγει, «ἐὰν ἐμοὶ διακονῆ τὶς, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, καὶ ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται»[33]; Ὁ ἐνάρετος, ποῦ ἔχει φόβο Κυρίου, δὲν θὰ φοβηθεῖ νὰ ἀκούσει τὴν φωνὴ ποῦ λέγει, «πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον»[34], ἀλλὰ ἀντιθέτως θ’ ἀκούσει: «Εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ, ἐπὶ ὀλίγα ἧς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σὲ καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου»[35].

Ἑπομένως, ἂν πράγματι ἐπιθυμοῦμε νὰ δεχθοῦμε αὐτὴν τὴν ἄρρητη χαρὰ τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἃς ἐνδυθοῦμε καὶ μὲ τὴν ἐνδυμασία ποῦ τῆς ταιριάζει, ἡ ὁποία ὑφάνθηκε ἀπὸ τὶς πράξεις τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας μας, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ τὴν ἀπολαμβάνουμε στὴν αἰωνιότητα. Καὶ ὅσοι τολμοῦν νὰ εἰσέλθουν σὲ ἐκεῖνον τὸν θεῖο γάμο, χωρὶς νὰ ἔχουν αὐτὴν τὴν ἐνδυμασία τὴν στολισμένη μὲ τὴν ἁγνότητα, ὄχι μόνο θὰ στερηθοῦν ἁπλῶς αὐτῆς τῆς ἄρρητης χαρᾶς, ἀλλὰ θὰ τοὺς δέσουν χειροπόδαρα καὶ θὰ τοὺς γκρεμίσουν «εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων»[36], καὶ θὰ βασανίζονται ἐκεῖ αἰωνίως κολασμένοι. Ἃς μᾶς σώσει ἀπὸ τὴν ἀνοησία καὶ τὴν καταδίκη τους ὁ φιλάνθρωπος Κύριος! Ἀμήν.
Πηγή: Ἅπαντα Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ, Ἁγίου Μαξίμου Γραικοῦ Λόγοι, Τόμος Ἅ΄, Μετάφραση: Μάξιμος Τσυμπένκο – Τιμόθεος Γκίμον, Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὅρος 2011.

——————————————————————————–
Μέρος 1
[1]. Πράξ. 13, 22.
[2]. Ψάλμ. 8, 5.
[3]. Ψάλμ. 143, 4.
[4]. Βλ. Γέν. 1,26.
[5]. Ψάλμ. 48, 13.
[6]. Γέν. 3,9.
[7]. Γέν. 4, 9.
[8]. Βλ. Γέν. 4,1-12.
[9]. Ψάλμ. 93, 1.
[10]. Βλ. Γέν. 4,18-19.
[11]. Ψάλμ. 144, 18.
[12]. Γέν. 5, 24.
[13]. Ὡσ. 4, 1-2.
[14]. Βλ. Γέν. 6,9-24.
[15]. Βλ. Γέν. 11,1-9.
[16]. Ψάλμ. 59, 13.
[17]. Ψάλμ. 45, 2.
[18]. Ψάλμ. 32, 16-19.
[19]. Β΄ Κορ. 4, 3-4.
[20]. Ἃ΄ Κορ. 2, 14.
[21]. Ἃ΄ Κορ. 1, 21-25.
[22]. Ψάλμ. 2, 7-8.
[23]. Πράξ. 17, 22-32.
[24]. Ἃ΄ Κορ. 1, 24.
[25]. Ψάλμ. 9, 7.
[26]. Λουκ. 10, 19.
[27]. Ψάλμ. 28, 5.
[28]. Κόλ. 2, 3.

——————————————————————————–
Μέρος 2
[1]. Ἃ΄ Βασ. 2, 30.
[2]. Μάλ. 1, 6.
[3]. Ματθ. 23, 23.
[4]. Ἡσ. 5, 23.
[5]. Δεύτ. 1,17.
[6]. Λευϊτ. 19,15.
[7]. Ψάλμ. 118, 21.
[8]. Ἔφ. 5, 5-6.
[9]. Ἡσ. 1, 21-23.
[10]. Ψάλμ. 118,21.
[11]. Πρβλ. Ματθ. 8,12. 22,13. 25,30.
[12]. Ματθ. 25, 41.
[13]. Ἑβρ. 10, 31.
[14]. Ψάλμ. 94, 2.
[15]. Ψάλμ. 33, 17.
[16]. Ψάλμ. 68, 24-26.
[17]. Ψάλμ. 72, 18-19.
[18]. Ματθ. 5, 20.
[19]. Πρβλ. Λουκ. 18,11-12.
[20]. Πρβλ. Ματθ. 6,19-21. Λουκ. 12,33-34.
[21]. Ματθ. 5, 20.
[22]. Ἔφ. 5, 6.
[23]. Ἑβρ. 10, 31.
[24]. Ψάλμ. 31, 9.
[25]. Ψάλμ. 2, 10-13.
[26]. Ψάλμ. 118, 121.
[27]. Πρβλ. Κόλ. 3,5.
[28]. Ψάλμ. 61, 11.
[29]. Ψάλμ. 33, 11.
[30]. Ψάλμ. 33, 11.
[31]. Ψάλμ. 91, 13-15.
[32]. Ψάλμ. 111, 1-7.
[33]. Ἰω. 12, 26.
[34]. Ματθ. 25, 41.
[35]. Ματθ. 25, 21.
[36]. Ματθ. 8, 12.

0 replies

Leave a Reply

Want to join the discussion?
Feel free to contribute!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *